soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
"BERLIN ATHENS"
Ελληνικά εστιατόρια στο Βερολίνο
Η χρυσή εποχή του μπορεί να πέρασε, όμως το ελληνικό εστιατόριο στο Βερολίνο βρίσκεται ακόμη στα πρώτα. Χρειάζεται όμως την υποστήριξη της Πολιτείας
Ο κήπος του εστιατόριου "Sirtakias"
Μεγενθύνατε
τού Εμμανουήλ Σαρίδη
Η αρχή έγινε με τα σουβλάκια του Μίμη
Τα βλέπεις απο μακρια τα ελληνικά εστιατόρια στο Βερολίνο, βαμμένα με τα εθνικά χρωματα, μπλέ και ασπρο. Και όταν πλησιάζεις, βλέπεις και τα ονόματα των Αρχαίων που τα δώσανε, απο την Ακρόπολη μέχρι τον Ωρίοντα. Και όταν αυτά εξαντλήθηκαν, άρχισαν να παίρνουν και έναν αύξοντα αριθμό: Σωκράτης Ι., Σωκράτης ΙΙ., Σωκράτης ΙΙΙ και ούτω καθ’ εξής. Την εποχή της συγκυρίας τους, λένε ότι είχαν φθάσει στα 300.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 στο Βερολίνο υπήρχαν μόνο ιταλικά εστιατόρια με βασικη σπεσιαλιτέ την πιτσα. Κάνα-δυο ελληνικά που υπήρχαν, όπως του Αποστόλη, ήταν περισσότερο στέκια παρά φαγάδικα. Τό πρώτο ελληνικό εστιατόριο που άνοιξε το 65, ήταν, αν δεν κάνω λάθος, το σουβλατζίδηκο του Μίμη, το „Mimi Souvlaki“, ένα μεγάλο σνακ μπαρ, που εγινε από το γερμανικό κοινό τόσο ενθουσιοδώς δεκτο, ώστε το όνομα του Μίμη να γίνει συνώνυμο με το σουβλάκι: Το σουβλάκι το λέγανε Μίμης!
Μετά το Μίμη, και με βασικές σπεσιαλιτέ τα σουβλακια και τα σουτζουκάκια, άρχισαν ν’ ανοίγουν και άλλα ελληνικά εστιατόρια, που συνεχώς αυξάνονταν και πληθήνονταν, τα 300 που λέγανε ότι είχαν φθάσει στη δεκαετια του 80 μπορεί να είναι υπερβολή, δείχνει όμως, οτι το ελληνικό εστιατόριο βασίλευε στο Βερολίνο. Οι γερμανικές Bierkneipen άρχισαν να σβύνουν και στη θέση τους να ξεφυτρώνουν ελληνικά εστιατόρια. Και στους δρόμους άνοιξαν οι Gyros-Imbissstuben, τα μικρά σνακ μπάρ με τον γύρο για τούς βιαστικούς. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το χονδρεμπόριο ελληνικών τροφίμων και ποτών, θα είχαμε μια κάπως στρογγυλη εικόνα της ελληνικήςε γαστρονομίας του Βερολίνου: Το Mediterrane Spezialitäten του Γιώργου Μπαλαουρα (που πέθανε πρίν δύο χρόνια), ένα απο τα πρώτα καταστήματα χονδρικής, το κατάστημα που ανοιξε απέναντι του ο Νίκος απο τα Κουφάλια, το Athena Lebensmittel, ο Κωστας Πάντος, ο Νίκος Χρυσίδης, ο Γρηγόρης Κομματάς, τα αδέλφια Αναστάσιος και Αχιλλέας Λύκος, η Mediterranean GmbH και καποιοι άλλοι μικρότεροι. Με βασικά προιόντα το κρασί, τα διάφορα αλκοολούχα ποτά, ιδιαίτερα το ούζο, τα τυριά, τα τουρσια και τις ελιες.
Διαφοροποιήσεις
Μετά τη δεκαετία του 80 το ελληνικό εστιατόριο αρχισε να τα βρίσκει σκούρα. Πρώτα γιατί αρχισαν να δραστηριοποιούνται γαστρονομικά και αλλες εθνικότητες, οι Τούρκοι με σνακ μπάρ Döner Kebab, τον τούρκικο γύρο, που αρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σ’ ολόκληρη την πολη, όμως σύντομα και με εστιατόρια, που απο απλά φαγάδικα, αρχισαν να μεταβάλλονται σε εστιατόρια αξιώσεων. Μαζί τους και οι Κινέζοι και άλλοι Ασιάτες, οι Άραβες και τέλος μετανάστες απο όλες τις περίπου 180 εθνικότητες (μισο εκατομμύριο άτομα) που ζούν στο Βερολίνο. Είχαμε λοιπον εποχιακές συγκυρίες, που ευνόησαν πρώτα την ιταλική πιτσα, μετά το ελληνικό σουβλάκι, το τούρκικο Döner Kebab (και το μαγειρεμμένο τουρκικο φαγητο, που είναι το ίδιο με το ελληνικό), το Nasi- και το Bahmi Goreng, το αραβικό φαλάφελ κλπ. κλπ.
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι. Το Βερολίνο μετά την δεκαετία του 80 γνώρισε μια μεγάλη γαστρονομική συγκυρία, γιατί ο κόσμος άρχισε να μαγειρεύει όλο και λιγότερο και να πηγαίνει για φαί στα φθηνά εθνικά εστιατόρια. Η πόλη είναι, σε σχέση με αλλες μεγαλουπολεις, σχετικά φθηνή: Τα ενοίκια διαμερισμάτων είναι χαμηλά, το ίδιο και οι τιμές τροφίμων, ποτών και εστιατορίων, όπου ακόμη και σήμερα ένα απλό, καλομαγειρεμενο φαγητό κοστίζει γύρω στα 12 Ευρώ. Ακόμη δε πιό προσιτές ήταν πάντοτε οι τιμές στα εστιατόρια τών εθνικοτήτων, όπου οι προτιμήσεις του κοινου για το „ξένο“ συμβαδίζανε με τίς τιμές των φαγητων.
Επήλθαν λοιπόν σημαντικες διαφοροποιήσεις στην ξένη γαστρονομία, όπου η τεράστια γκαμα προσφοράς προσιτών φαγητών δεν ευνοεί πλέον συγκυρίες για ένα ορισμένο εθνικό φαγητό, ιταλικό, ελληνικο η τουρκικο. Η ρευστοτητα στα γούστα του κοινού αυξήθηκε μετά το 90 με τους νέους τουριστικούς προορισμούς (Τουρκια, Βουλγαρία, Αίγυπτος, Κροατία κ.α.) και τα ανάλογα εστιατόρια που άρχισαν να επισκέπτονται οι Βερολινέζοι μετά το ταξίδι τους, ο ανταγωνισμος λόγω της μεγάλης προσφοράς εθνικών φαγητών έγινε σκληρότερος. Μπροστα στην νέα κατάσταση οι ξένοι οι εστιάτορες άρχισαν να κατεβάζουν τις τιμές των φαγητών τους, κάνοντας την προσφερόμενη υπηρεσία ασύμφορη η ξεκίνησαν επενδύσεις σε εστιατόρια αξιώσεων. Όποιος δεν αντέδρασε γρηγορα, η έκλεισε, η φυτοζωει.
Για το ελληνικό εστιατόριο έγιναν όμως αισθητές και πολλές ελλείψεις, που η συγκυρία της δεκαετίας του 70 και του 80 δεν τις αφηνε να βγούν στην επιφάνεια: Η ελλειψη φαντασίας στα μενού, η καθήλωση στα ίδια και τα ίδια (σουβλακι, σουτζουκάκι, παιδάκια και άγιος ο Θεός) αλλά καί η αδυναμία τής ορθολογιστικής οργάνωσης μιας επιχείρησης, ακόμη και αν αυτη ειναι ένα εστιατοριο, είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση της πελατείας και του τζίρου και τελικά το κλείσιμο πολλών εστιατορίων. Διότι, πώς να το κάνουμε, οι περισσότεροι Έλληνες που έγιναν εστιάτορες, στο χωριο τους ήταν αγρότες, τούς έφερε δε κάποιος συγγενης τους για να δουλέψουν στην κουζίνα, όπου σε λίγο, βλέποντας οτι το μαγαζί πάει καλά, το παρατούσαν για ν’ ανοίξουν δικό τους.
Δεν ήταν όμως μόνο η επαγγελματική κατάρτιση των όψιμων γαστρονόμων το πρόβλημα, αλλά και η κακή διαχείρηση του μαγαζιού. Πολλοί δεν παίρναν στα σοβαρά, οτι απο τα έσοδα θα έπρεπε να πληρωθουν πρώτα τα ενοίκια, το ρεύμα, τα τρόφιμα και ποτά που αγόρασαν, η εφορία και δεν ξέρω τι άλλο. Άλλοι πάλι άρχισαν μετά τη δουλειά τους να πηγαίνουν με τίς εισπραξεις στο τζογο η να επισκέπτονται κάποιου άλλου είδους μαγαζιά. Επόμενο ήταν, σύντομα νά αντιμετωπίσουν προβλήματα και να κλείσουν, συμπαρασέρνοντας όμως μαζί τους και τούς χονδρεμπόρους που είχαν φεσώσει προηγουμένως. Ο μακαρίτης ο Γιώργος Μπαλαούρας θα έχει ακόμη και στον άλλο κόσμο να διηγείται τα δεινά που υπέστη από τέτοιους μπαταχτσήδες, παρόμοια προβλήματα είχαν και το Athena Lebensmittel και άλλες εταιρίες, που με τη σειρα τους φέσωσαν μονάδες παραγωγής στην Ελλάδα, ένας πραγματικός Circulus Vitiosus.
Σαν υποσημείωση να αναφέρω εδώ, ότι προφανώς αυτές τις ελληνικές επιχειρήσεις στην Γερμανία θα είχε στο μυαλό του ο κύριος Γιάννης Μαγκριώτης του ΠΑΣΟΚ, όταν στο 3. Πανελλήνιο Συνέδριο Ανάπτυξης Εξαγωγων το 2002 τίς έβλεπε σαν το μέσο βελτιώσεως τών ελληνικών εξαγωγών! Χωρίς να έχει ιδέα ο ταλαίπωρος ούτε το μέγεθος, ούτε τον τζίρο τους, ούτε και το ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Γερμανία στηρίζονται στη συνεργασία τους με το ελληνικό εστιατόριο, που όπως γράφω και πιο πάνω, δεν πάει και τόσο καλά. Καί κατά τα άλλα στον πατριωτισμο ημών των Ελλήνων, που τρέχουμε σαν τρελλοί να αγοράσουμε σε κάποιο ελληνικό μαγαζί μια κονσέρβα ιμαμ μπαιλντί, ένα κρασί η ένα ούζο.
Οι νέες προκλήσεις και πώς τις αντιμετώπισε ο Giuseppe Perna με το “Il Punto"
Όσοι εστιάτορες βέβαια είχαν καποιες εμπορικές γνώσεις η ένα καλύτερο οργανωτικό ταλέντο, αντέδρασαν στίς νέες προκλήσεις και άρχισαν αντί για απλες πιτσερίες η Döner Kebab να ανοίγουν ακριβά εστιατόρια, σκοπευοντας σε μιά αλλη κατηγορία κοινου. Οι πρώτοι διδάξαντες ήταν οι Ιταλοί, ακολούθησαν οι Τούρκοι, κάποιοι Έλληνες. Για την καλυτερη κατανόηση του θέματος, αναφέρομαι σ’ ένα άρθρο του Bernd Matthies για το ιταλικό εστιατόριο “Il Punto", που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα „Der Tagesspiegel“ της 06.12.2009.
„Το πιο σημαντικό πράγμα σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο“, γράφει ο Bernd Matthies, είναι ο „Padrone“, „το αφεντικό“. Αν το αφεντικό είναι καλό, δίνει στούς τακτικούς πελάτες του το συναίσθημα, οτι ανήκουν στην „οικογένεια“ και στούς νέους πελάτες, ότι ανήκουν στούς τακτικούς. Το αφεντικό ξέρει επίσης όλα τα μυστικά της κουζίνας καί πώς να εκθειάζει τα κρασιά του, σαν νάτανε ο καλύτερος Sommelier. Δεν γίνεται όμως ενοχλητικός με τζαμπα κεράσματα, το "θέλετε μια ωραία Grappa, από το κατάστημα", είναι γι΄αυτόν απαράδεκτο. Είναι διακριτικός και δεν έρχεται ποτέ στο τραπέζι κραδαίνοντας κάποιους τεράστιους πιπερόμυλους.
Ένα τέτοιο αφεντικό είναι για τον Matthies ο Giuseppe Perna από το εστιατόριο „Il Punto“. Το „Il Punto“, μαζί με την πελατεία του, ο Giuseppe το έφερε από την Βόννη, όπου πρίν την μεταφορά της πρωτεύουσας είχε σαν πελάτες και πολλά κυβερνητικά στελεχη. Στο Βερολίνο το άνοιξε πρώτα δίπλα στην Πύλη του Βρανδενβούργου, όταν όμως διαπίστωσε, οτι οι πολλοί „πεινασμένοι“ τουρίστες που τον επισκέπτονταν δεν ταίριαζαν στο προφίλ που ήθελε, μετακόμισε στην Neustaedtische Kirchstraße 6 στο Mitte, όπου βρίσκονται τα υπουργεία.
Το νέο εστιατόριο έχει μια περισσότερο οικογενειακή ατμόσφαιρα και είναι δαπανηρα επιπλωμενο, με καλό φωτισμό και καλή ακουστική. Στο νέο εστιατόριο ο Giuseppe έβαλε τις φωτογραφίες των πολιτικών που τον επισκέπτονταν στη Βόννη, του Kohl μαζί με τον Gorbatschow, με ιδιόχειρες αφιερώσεις, όταν τρώγοντας παζαρευαν την επανένωση των δύο Γερμανιών. Και όποιος θέλει, μπορεί να δειπνήσει κάτω από το πορτραίτο του Westerwelle, του νέου υπουργού Εξωτερικών.
Στο παλιό εστιατόριο, γραφει ο Matthies, μερικά πράγματα φαίνονταν να γίνονται κάπως σπασμωδικά, γιατί ο Giuseppe είχε μια μανία με την πρωτοτυπία. Τώρα η δουλειά γίνεται πιό χαλαρά, η κουζίνα είναι σαφώς ιταλική, όχι όμως απλοική, είναι σύγχρονη, διαφοροποιημένη και εμπλουτισμένη με εμπειρίες από τη διεθνή κουζίνα γκουρμέ. Οι κόκκινες γαρίδες σερβίρονται στο πιάτο σαν „sashimi“ με λίγο σέλινο και μια σταγόνα καλό ελαιόλαδο και είναι τόσο νόστιμες, οπως και στο περίφημο „Duomo“ της Ragusa. Η "Μελωδία" είναι όντως μελωδία, φιλέτο καπόνι (ιταλικά Cappone, γερμανικά Knurrhahn), τραγανά βρασμένα κρεμμύδια και ντομάτα ραγκού. Ο ζωμός κονσομέ με ντομάτες San Marzano είναι εκατό τοις εκατό σωστος, τα ψηχία λαχανικών γευστικότατα, τα Ραβιόλια έχουν ουσία. Θαυμάσια και τα „Paccheri alla Ciampi", που ο Perna „σχεδίασε“ για τον ιταλό πρόεδρο, φαρδιές χυλοπίτες με μπιζέλια, δυόσμο και φρέσκες αγκινάρες σε σάλτσα από λάδι ελιάς. Οι τιμές: Τα ορεκτικά γύρω στα 13, το κύριο πιάτο γύρω στα 27 Ευρώ. Όσο για το επιδόρπιο, αυτό μπορεί να μη φαίνεται από την πρώτη ματιά εντυπωσιακό, ειναι όμως νοστομότατο: Το Τιραμισού σερβίρεται αντί με εσπρέσο με ένα ελαφρό, αφρώδες limoncello, και η Crème Brûlée γίνεται με γάλα κατσίκας, είναι λίγο αλμυρή και συνοδεύεται με παγωτό πορτοκάλι.
Η ελληνική γαστρονομία στο Βερολίνο σήμερα
Η εποχή, που οι έλληνες εστιατορες του Βερολίνου κατέβαιναν τα καλοκαίρια στην Ασπρόβαλτα Θεσσαλονίκης και έστηναν στην παραλία τα μεγαλα Mercedes και BMW, για να μετρήσουν ποιός έχει τον …μεγαλύτερο κλπ., πέρασαν ανεπιστρεπτει. Όσοι επέζησαν, το κατόρθωσαν, γιατι αντελήφθησαν τίς νέες συνθηκες στήν αγορά, τον τρομερό ανταγτωνισμό, την ανάγκη οργάνωσης και την δουλειά από το πρωί ως το βράδυ. Οι αεριτζήδες ήταν καμμένοι απο χέρι.
Απο αυτούς που επέζησαν καί ζούν και βασιλεύουν ακόμη στο Βερολίνο, αναφέρω, πολυ ενδεικτικα, το „Symposion“ στήν Martin-Buber-Strasse 18, στην συνοικία Zehlendorf, το „Sirtakias“ στο Teltower Damm 188, επίσης στο Zehlendorf, το „Mylos“ στήν Holtzendorffstrasse 20, στο Charlottenburg καί το „Mythos“, στην Leibnitzstrasse 81, κι’ αυτό στο Charlottenburg. Υπάρχουν ακόμη δεκάδες άλλα, που θα έπρεπε να μνημονεύσω, όμως η απλή απαρίθμηση τους δεν θα είχε και κανένα μεγάλο νόημα. Νόημα έχει περισσότερο η επισήμανση, ότι επέζησαν και απέκτησαν μια καλη φήμη, γιατί τα αφεντικά τους είχαν κάποια ομοιότητα με τον Giuseppe Perna του “Il Punto" που ανέφερα παραπάνω, ήσαν το αφεντικό, ο Padrone, αυτός που δίνει στους πελάτες του το συναίσθημα, οτι ανήκουν „στην οικογένεια“. Και γιατί έκαναν τίς σχετικές μεταρρυθμίσεις που ζητούν οι καιροί, στο κατάστημα και στην κουζίνα.
Τα ίδια σχεδόν ισχύουν και για το χονδρεμπόριο. Ο Νίκος Χρυσίδης επέζησε, γιατί ήταν δραστήριος και αγαπητός στο ποντιακό στοιχείο καί γιατί απέκτησε γρήγορα την υποστήριξη των ποντίων γαστρονόμων. Έτσι μετά το εστιατόριο „Προμηθεύς“ που είχε στην Schlangenbader Strasse 17, στη συνοικία Wilmersdorf, άρχισε να ασχολείται με την εμπορία κρέατος και με το χονδρεμπόριο τροφίμων και ποτων, με εδρα σήμερα την αγορα Fruchthof στην Beussel Strasse 44 n-q, 10553 Berlin. Τα αδελφια Αναστάσιος και Αχιλλέας Λύκος δημιούργησαν την αλυσσίδα εστιατορίων „Romiosini“ σε συνδοιασμό με το ομώνυμο χονδρεμπόριο που εδρεύει επισης στην αγορα Fruchthof, (Beussel Strasse 44 n-q, 10553 Berlin). Να αναφέρω και το „Griechischer Supermarkt“ τού Γρηγόρη Κομματά στην Meraner Strasse 4, 10825 Berlin, που ύστερα απο αρκετές περιπετειες έχει σταθεροποιηθεί σήμερα σαν μια καλή αγορά ελληνικών τροφίμων και ποτών.
Το μέλλον
Το Βερολίνο είναι μια μεγάλη, πλούσια πόλη, με πολλές ευκαρίες για οικονομικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά προιόντα, το λάδι, η φέτα, τα κρασιά, έχουν μια πολύ καλη φήμη, λείπει όμως παντελώς η οργανωμένη διείσδυση στην αγορά, που μόνο με την υποστήριξη της ελληνικής πολιτείας θα μπορούσε να γίνει. Η οποία όμως είναι αν όχι απούσα, το πολύ πολύ ένας απλός θεατής. Διαβάσατε τίποτε για κάποιες δραστηριότητες της στον τομέα εξαγωγών, είδατε πουθενά κάποιον απο το Οικονομικό και Εμπορικό Τμήμα της Πρεσβείας του Βερολίνου η του Μονάχου; Εγω όχι. Η απλή συμμετοχη αυτών που μας αντιπροσωπεύουν στην ετήσια „Grüne Woche“, την „Πράσινη Εβδομάδα“ του Βερολίνου η στήν „ANUGA“, την εκθεση οίνων και ποτών της Κολωνίας, με μάσες, χάψες, χαχαχα και χαχαχού δεν αρκεί. Χρειάζονται δραστήριοι ΕΛΛΗΝΕΣ, γνώστες της γερμανικής αγοράς, που να είναι είς θέσιν να δημιουργήσουν επαφές με γερμανικές αρχές και επιχειρήσεις και να οργανώσουν το εμπόριο ελληνικών προιόντων, στηριζόμενοι στον εαυτό τους και όχι, όπως σημερα, στη συνεργασία με Γερμανούς, τούς οποίους ποσώς ενδιαφέρει η προώθηση τών ελληνικών προιόντων, αλλα η αμοιβή που θα πάρουν για τίς υπηρεσιές που έχουν αναλάβει να εκτελέσουν. Και τίς οποίες εκτελούν, χωρίς όμως να ννοιάζονται για το αποτέλεσμα, νομικά είναι εν τάξει.
Είναι όμως κρίμα να βλέπεις τα ελληνικά προιόντα, για τα γεωργικά μιλάμε βέβαια, να λιγοστεύουν απο χρόνο σε χρόνο, ώσπου σήμερα να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Και είναι κρίμα να βλέπεις στο ALDI, στο LIDL καί σε άλλα τετοια καταστήματα αντι για ελληνική, ένα, δύο ακόμη και τρία είδη γερμανικής φέτας, σε συσκευασία που θυμίζει Ελλάδα. Ντροπή. Για να μήν επεκταθω περισσότερο, χρονιάρες μέρες που είναι, σε άλλες θλιβερές διαπιστώσεις. Όπως την σκανδαλώδη επιδότηση των αγροτών, που οι κυβερνήσεις τους κάνανε κηφήνες, ανθρώπους που ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία, ζητάνε επιδοτήσεις και για να σπάσουν την ανία τους καβαλάνε συχνά πυκνα τα τρακτέρ και κλείνουνε τους λεγόμενους εθνικούς δρόμους (αλλη μια ελληνική μπαρούφα με τις εθνικές οδούς, σάμπως και οι υπολοιπες να είναι αντεθνικές). Πώς με τέτοιους παραγωγούς να έχουμε εξαγωγές και προώθηση των ελληνικών προιόντων στη γερμανική αγορα; Πώς να ανταγωνιστούμε την Ισπανία, την Ιταλία και την Ολλανδία που κυριαρχούν στα ζαρζαβατικά, και τώρα και την Τουρκια, που μας έδωσε τη χαριστικη βολή;
Ποτέ ομως δεν είναι αργά. Αρκεί ο Jeffrey, Γιώργος, Γιωργάκης, BravoYorgos, ΓΑΠ η όπως αλλιώς λεγεται, να σταματήσει να εκθειάζει τα αποκυήματα της φαντασίας του για πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα, να περιορίσει τα σουλάτσα του στις διεθνείς συναντήσεις, όπου τα αφεντικά απο το USRAEL τον χρησιμοποιούν σαν διακομηστική γλάστρα (συμβάλλοντας ετσι και στην περιστολή της κρατικής σπατάλης που ευαγγελιζεται) να διαλύσει το οικογενειακο συμβούλιο (Νίκος κ.α.), όπου βρίσκει καταφύγιο απο το στρέςς που του προκαλει το αλλοπροσαλο κόμμα που κληρονόμησε απ’ τον μπαμπά του, να κόψει τίς επαφές του με τους καναλάρχες και τους εφημεριδάδες που τον έκαναν πρωθυπουργο και να ασχοληθει με μερικά πρακτικά πράμματα: Πρωταρχικά την ενίσχυση τών επενδύσεων στη μεταποίηση.
Σε ότι δε αφορά τους έλληνες γαστρονόμους του Βερολίνου, είμαι βέβαιος, οτι θα προοδεψουν. Ο Ελληνισμός της πόλης έχει αξιόλογους νέους ανθρώπους, μερικούς ανέφερα παραπάνω. Μήν τούς αφήνετε όμως μόνους τους, χρειάζονται συμπαράσταση.
Καλές γιορτές και το νέο έτος 2010 με υγεία.
Rubrik: Meinung/Γνωμη
21.12.09
von Εμμανουήλ Σαρίδης
Ελληνικά εστιατόρια στο Βερολίνο
Η χρυσή εποχή του μπορεί να πέρασε, όμως το ελληνικό εστιατόριο στο Βερολίνο βρίσκεται ακόμη στα πρώτα. Χρειάζεται όμως την υποστήριξη της Πολιτείας
Ο κήπος του εστιατόριου "Sirtakias"
Μεγενθύνατε
τού Εμμανουήλ Σαρίδη
Η αρχή έγινε με τα σουβλάκια του Μίμη
Τα βλέπεις απο μακρια τα ελληνικά εστιατόρια στο Βερολίνο, βαμμένα με τα εθνικά χρωματα, μπλέ και ασπρο. Και όταν πλησιάζεις, βλέπεις και τα ονόματα των Αρχαίων που τα δώσανε, απο την Ακρόπολη μέχρι τον Ωρίοντα. Και όταν αυτά εξαντλήθηκαν, άρχισαν να παίρνουν και έναν αύξοντα αριθμό: Σωκράτης Ι., Σωκράτης ΙΙ., Σωκράτης ΙΙΙ και ούτω καθ’ εξής. Την εποχή της συγκυρίας τους, λένε ότι είχαν φθάσει στα 300.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 στο Βερολίνο υπήρχαν μόνο ιταλικά εστιατόρια με βασικη σπεσιαλιτέ την πιτσα. Κάνα-δυο ελληνικά που υπήρχαν, όπως του Αποστόλη, ήταν περισσότερο στέκια παρά φαγάδικα. Τό πρώτο ελληνικό εστιατόριο που άνοιξε το 65, ήταν, αν δεν κάνω λάθος, το σουβλατζίδηκο του Μίμη, το „Mimi Souvlaki“, ένα μεγάλο σνακ μπαρ, που εγινε από το γερμανικό κοινό τόσο ενθουσιοδώς δεκτο, ώστε το όνομα του Μίμη να γίνει συνώνυμο με το σουβλάκι: Το σουβλάκι το λέγανε Μίμης!
Μετά το Μίμη, και με βασικές σπεσιαλιτέ τα σουβλακια και τα σουτζουκάκια, άρχισαν ν’ ανοίγουν και άλλα ελληνικά εστιατόρια, που συνεχώς αυξάνονταν και πληθήνονταν, τα 300 που λέγανε ότι είχαν φθάσει στη δεκαετια του 80 μπορεί να είναι υπερβολή, δείχνει όμως, οτι το ελληνικό εστιατόριο βασίλευε στο Βερολίνο. Οι γερμανικές Bierkneipen άρχισαν να σβύνουν και στη θέση τους να ξεφυτρώνουν ελληνικά εστιατόρια. Και στους δρόμους άνοιξαν οι Gyros-Imbissstuben, τα μικρά σνακ μπάρ με τον γύρο για τούς βιαστικούς. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το χονδρεμπόριο ελληνικών τροφίμων και ποτών, θα είχαμε μια κάπως στρογγυλη εικόνα της ελληνικήςε γαστρονομίας του Βερολίνου: Το Mediterrane Spezialitäten του Γιώργου Μπαλαουρα (που πέθανε πρίν δύο χρόνια), ένα απο τα πρώτα καταστήματα χονδρικής, το κατάστημα που ανοιξε απέναντι του ο Νίκος απο τα Κουφάλια, το Athena Lebensmittel, ο Κωστας Πάντος, ο Νίκος Χρυσίδης, ο Γρηγόρης Κομματάς, τα αδέλφια Αναστάσιος και Αχιλλέας Λύκος, η Mediterranean GmbH και καποιοι άλλοι μικρότεροι. Με βασικά προιόντα το κρασί, τα διάφορα αλκοολούχα ποτά, ιδιαίτερα το ούζο, τα τυριά, τα τουρσια και τις ελιες.
Διαφοροποιήσεις
Μετά τη δεκαετία του 80 το ελληνικό εστιατόριο αρχισε να τα βρίσκει σκούρα. Πρώτα γιατί αρχισαν να δραστηριοποιούνται γαστρονομικά και αλλες εθνικότητες, οι Τούρκοι με σνακ μπάρ Döner Kebab, τον τούρκικο γύρο, που αρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σ’ ολόκληρη την πολη, όμως σύντομα και με εστιατόρια, που απο απλά φαγάδικα, αρχισαν να μεταβάλλονται σε εστιατόρια αξιώσεων. Μαζί τους και οι Κινέζοι και άλλοι Ασιάτες, οι Άραβες και τέλος μετανάστες απο όλες τις περίπου 180 εθνικότητες (μισο εκατομμύριο άτομα) που ζούν στο Βερολίνο. Είχαμε λοιπον εποχιακές συγκυρίες, που ευνόησαν πρώτα την ιταλική πιτσα, μετά το ελληνικό σουβλάκι, το τούρκικο Döner Kebab (και το μαγειρεμμένο τουρκικο φαγητο, που είναι το ίδιο με το ελληνικό), το Nasi- και το Bahmi Goreng, το αραβικό φαλάφελ κλπ. κλπ.
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι. Το Βερολίνο μετά την δεκαετία του 80 γνώρισε μια μεγάλη γαστρονομική συγκυρία, γιατί ο κόσμος άρχισε να μαγειρεύει όλο και λιγότερο και να πηγαίνει για φαί στα φθηνά εθνικά εστιατόρια. Η πόλη είναι, σε σχέση με αλλες μεγαλουπολεις, σχετικά φθηνή: Τα ενοίκια διαμερισμάτων είναι χαμηλά, το ίδιο και οι τιμές τροφίμων, ποτών και εστιατορίων, όπου ακόμη και σήμερα ένα απλό, καλομαγειρεμενο φαγητό κοστίζει γύρω στα 12 Ευρώ. Ακόμη δε πιό προσιτές ήταν πάντοτε οι τιμές στα εστιατόρια τών εθνικοτήτων, όπου οι προτιμήσεις του κοινου για το „ξένο“ συμβαδίζανε με τίς τιμές των φαγητων.
Επήλθαν λοιπόν σημαντικες διαφοροποιήσεις στην ξένη γαστρονομία, όπου η τεράστια γκαμα προσφοράς προσιτών φαγητών δεν ευνοεί πλέον συγκυρίες για ένα ορισμένο εθνικό φαγητό, ιταλικό, ελληνικο η τουρκικο. Η ρευστοτητα στα γούστα του κοινού αυξήθηκε μετά το 90 με τους νέους τουριστικούς προορισμούς (Τουρκια, Βουλγαρία, Αίγυπτος, Κροατία κ.α.) και τα ανάλογα εστιατόρια που άρχισαν να επισκέπτονται οι Βερολινέζοι μετά το ταξίδι τους, ο ανταγωνισμος λόγω της μεγάλης προσφοράς εθνικών φαγητών έγινε σκληρότερος. Μπροστα στην νέα κατάσταση οι ξένοι οι εστιάτορες άρχισαν να κατεβάζουν τις τιμές των φαγητών τους, κάνοντας την προσφερόμενη υπηρεσία ασύμφορη η ξεκίνησαν επενδύσεις σε εστιατόρια αξιώσεων. Όποιος δεν αντέδρασε γρηγορα, η έκλεισε, η φυτοζωει.
Για το ελληνικό εστιατόριο έγιναν όμως αισθητές και πολλές ελλείψεις, που η συγκυρία της δεκαετίας του 70 και του 80 δεν τις αφηνε να βγούν στην επιφάνεια: Η ελλειψη φαντασίας στα μενού, η καθήλωση στα ίδια και τα ίδια (σουβλακι, σουτζουκάκι, παιδάκια και άγιος ο Θεός) αλλά καί η αδυναμία τής ορθολογιστικής οργάνωσης μιας επιχείρησης, ακόμη και αν αυτη ειναι ένα εστιατοριο, είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση της πελατείας και του τζίρου και τελικά το κλείσιμο πολλών εστιατορίων. Διότι, πώς να το κάνουμε, οι περισσότεροι Έλληνες που έγιναν εστιάτορες, στο χωριο τους ήταν αγρότες, τούς έφερε δε κάποιος συγγενης τους για να δουλέψουν στην κουζίνα, όπου σε λίγο, βλέποντας οτι το μαγαζί πάει καλά, το παρατούσαν για ν’ ανοίξουν δικό τους.
Δεν ήταν όμως μόνο η επαγγελματική κατάρτιση των όψιμων γαστρονόμων το πρόβλημα, αλλά και η κακή διαχείρηση του μαγαζιού. Πολλοί δεν παίρναν στα σοβαρά, οτι απο τα έσοδα θα έπρεπε να πληρωθουν πρώτα τα ενοίκια, το ρεύμα, τα τρόφιμα και ποτά που αγόρασαν, η εφορία και δεν ξέρω τι άλλο. Άλλοι πάλι άρχισαν μετά τη δουλειά τους να πηγαίνουν με τίς εισπραξεις στο τζογο η να επισκέπτονται κάποιου άλλου είδους μαγαζιά. Επόμενο ήταν, σύντομα νά αντιμετωπίσουν προβλήματα και να κλείσουν, συμπαρασέρνοντας όμως μαζί τους και τούς χονδρεμπόρους που είχαν φεσώσει προηγουμένως. Ο μακαρίτης ο Γιώργος Μπαλαούρας θα έχει ακόμη και στον άλλο κόσμο να διηγείται τα δεινά που υπέστη από τέτοιους μπαταχτσήδες, παρόμοια προβλήματα είχαν και το Athena Lebensmittel και άλλες εταιρίες, που με τη σειρα τους φέσωσαν μονάδες παραγωγής στην Ελλάδα, ένας πραγματικός Circulus Vitiosus.
Σαν υποσημείωση να αναφέρω εδώ, ότι προφανώς αυτές τις ελληνικές επιχειρήσεις στην Γερμανία θα είχε στο μυαλό του ο κύριος Γιάννης Μαγκριώτης του ΠΑΣΟΚ, όταν στο 3. Πανελλήνιο Συνέδριο Ανάπτυξης Εξαγωγων το 2002 τίς έβλεπε σαν το μέσο βελτιώσεως τών ελληνικών εξαγωγών! Χωρίς να έχει ιδέα ο ταλαίπωρος ούτε το μέγεθος, ούτε τον τζίρο τους, ούτε και το ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Γερμανία στηρίζονται στη συνεργασία τους με το ελληνικό εστιατόριο, που όπως γράφω και πιο πάνω, δεν πάει και τόσο καλά. Καί κατά τα άλλα στον πατριωτισμο ημών των Ελλήνων, που τρέχουμε σαν τρελλοί να αγοράσουμε σε κάποιο ελληνικό μαγαζί μια κονσέρβα ιμαμ μπαιλντί, ένα κρασί η ένα ούζο.
Οι νέες προκλήσεις και πώς τις αντιμετώπισε ο Giuseppe Perna με το “Il Punto"
Όσοι εστιάτορες βέβαια είχαν καποιες εμπορικές γνώσεις η ένα καλύτερο οργανωτικό ταλέντο, αντέδρασαν στίς νέες προκλήσεις και άρχισαν αντί για απλες πιτσερίες η Döner Kebab να ανοίγουν ακριβά εστιατόρια, σκοπευοντας σε μιά αλλη κατηγορία κοινου. Οι πρώτοι διδάξαντες ήταν οι Ιταλοί, ακολούθησαν οι Τούρκοι, κάποιοι Έλληνες. Για την καλυτερη κατανόηση του θέματος, αναφέρομαι σ’ ένα άρθρο του Bernd Matthies για το ιταλικό εστιατόριο “Il Punto", που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα „Der Tagesspiegel“ της 06.12.2009.
„Το πιο σημαντικό πράγμα σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο“, γράφει ο Bernd Matthies, είναι ο „Padrone“, „το αφεντικό“. Αν το αφεντικό είναι καλό, δίνει στούς τακτικούς πελάτες του το συναίσθημα, οτι ανήκουν στην „οικογένεια“ και στούς νέους πελάτες, ότι ανήκουν στούς τακτικούς. Το αφεντικό ξέρει επίσης όλα τα μυστικά της κουζίνας καί πώς να εκθειάζει τα κρασιά του, σαν νάτανε ο καλύτερος Sommelier. Δεν γίνεται όμως ενοχλητικός με τζαμπα κεράσματα, το "θέλετε μια ωραία Grappa, από το κατάστημα", είναι γι΄αυτόν απαράδεκτο. Είναι διακριτικός και δεν έρχεται ποτέ στο τραπέζι κραδαίνοντας κάποιους τεράστιους πιπερόμυλους.
Ένα τέτοιο αφεντικό είναι για τον Matthies ο Giuseppe Perna από το εστιατόριο „Il Punto“. Το „Il Punto“, μαζί με την πελατεία του, ο Giuseppe το έφερε από την Βόννη, όπου πρίν την μεταφορά της πρωτεύουσας είχε σαν πελάτες και πολλά κυβερνητικά στελεχη. Στο Βερολίνο το άνοιξε πρώτα δίπλα στην Πύλη του Βρανδενβούργου, όταν όμως διαπίστωσε, οτι οι πολλοί „πεινασμένοι“ τουρίστες που τον επισκέπτονταν δεν ταίριαζαν στο προφίλ που ήθελε, μετακόμισε στην Neustaedtische Kirchstraße 6 στο Mitte, όπου βρίσκονται τα υπουργεία.
Το νέο εστιατόριο έχει μια περισσότερο οικογενειακή ατμόσφαιρα και είναι δαπανηρα επιπλωμενο, με καλό φωτισμό και καλή ακουστική. Στο νέο εστιατόριο ο Giuseppe έβαλε τις φωτογραφίες των πολιτικών που τον επισκέπτονταν στη Βόννη, του Kohl μαζί με τον Gorbatschow, με ιδιόχειρες αφιερώσεις, όταν τρώγοντας παζαρευαν την επανένωση των δύο Γερμανιών. Και όποιος θέλει, μπορεί να δειπνήσει κάτω από το πορτραίτο του Westerwelle, του νέου υπουργού Εξωτερικών.
Στο παλιό εστιατόριο, γραφει ο Matthies, μερικά πράγματα φαίνονταν να γίνονται κάπως σπασμωδικά, γιατί ο Giuseppe είχε μια μανία με την πρωτοτυπία. Τώρα η δουλειά γίνεται πιό χαλαρά, η κουζίνα είναι σαφώς ιταλική, όχι όμως απλοική, είναι σύγχρονη, διαφοροποιημένη και εμπλουτισμένη με εμπειρίες από τη διεθνή κουζίνα γκουρμέ. Οι κόκκινες γαρίδες σερβίρονται στο πιάτο σαν „sashimi“ με λίγο σέλινο και μια σταγόνα καλό ελαιόλαδο και είναι τόσο νόστιμες, οπως και στο περίφημο „Duomo“ της Ragusa. Η "Μελωδία" είναι όντως μελωδία, φιλέτο καπόνι (ιταλικά Cappone, γερμανικά Knurrhahn), τραγανά βρασμένα κρεμμύδια και ντομάτα ραγκού. Ο ζωμός κονσομέ με ντομάτες San Marzano είναι εκατό τοις εκατό σωστος, τα ψηχία λαχανικών γευστικότατα, τα Ραβιόλια έχουν ουσία. Θαυμάσια και τα „Paccheri alla Ciampi", που ο Perna „σχεδίασε“ για τον ιταλό πρόεδρο, φαρδιές χυλοπίτες με μπιζέλια, δυόσμο και φρέσκες αγκινάρες σε σάλτσα από λάδι ελιάς. Οι τιμές: Τα ορεκτικά γύρω στα 13, το κύριο πιάτο γύρω στα 27 Ευρώ. Όσο για το επιδόρπιο, αυτό μπορεί να μη φαίνεται από την πρώτη ματιά εντυπωσιακό, ειναι όμως νοστομότατο: Το Τιραμισού σερβίρεται αντί με εσπρέσο με ένα ελαφρό, αφρώδες limoncello, και η Crème Brûlée γίνεται με γάλα κατσίκας, είναι λίγο αλμυρή και συνοδεύεται με παγωτό πορτοκάλι.
Η ελληνική γαστρονομία στο Βερολίνο σήμερα
Η εποχή, που οι έλληνες εστιατορες του Βερολίνου κατέβαιναν τα καλοκαίρια στην Ασπρόβαλτα Θεσσαλονίκης και έστηναν στην παραλία τα μεγαλα Mercedes και BMW, για να μετρήσουν ποιός έχει τον …μεγαλύτερο κλπ., πέρασαν ανεπιστρεπτει. Όσοι επέζησαν, το κατόρθωσαν, γιατι αντελήφθησαν τίς νέες συνθηκες στήν αγορά, τον τρομερό ανταγτωνισμό, την ανάγκη οργάνωσης και την δουλειά από το πρωί ως το βράδυ. Οι αεριτζήδες ήταν καμμένοι απο χέρι.
Απο αυτούς που επέζησαν καί ζούν και βασιλεύουν ακόμη στο Βερολίνο, αναφέρω, πολυ ενδεικτικα, το „Symposion“ στήν Martin-Buber-Strasse 18, στην συνοικία Zehlendorf, το „Sirtakias“ στο Teltower Damm 188, επίσης στο Zehlendorf, το „Mylos“ στήν Holtzendorffstrasse 20, στο Charlottenburg καί το „Mythos“, στην Leibnitzstrasse 81, κι’ αυτό στο Charlottenburg. Υπάρχουν ακόμη δεκάδες άλλα, που θα έπρεπε να μνημονεύσω, όμως η απλή απαρίθμηση τους δεν θα είχε και κανένα μεγάλο νόημα. Νόημα έχει περισσότερο η επισήμανση, ότι επέζησαν και απέκτησαν μια καλη φήμη, γιατί τα αφεντικά τους είχαν κάποια ομοιότητα με τον Giuseppe Perna του “Il Punto" που ανέφερα παραπάνω, ήσαν το αφεντικό, ο Padrone, αυτός που δίνει στους πελάτες του το συναίσθημα, οτι ανήκουν „στην οικογένεια“. Και γιατί έκαναν τίς σχετικές μεταρρυθμίσεις που ζητούν οι καιροί, στο κατάστημα και στην κουζίνα.
Τα ίδια σχεδόν ισχύουν και για το χονδρεμπόριο. Ο Νίκος Χρυσίδης επέζησε, γιατί ήταν δραστήριος και αγαπητός στο ποντιακό στοιχείο καί γιατί απέκτησε γρήγορα την υποστήριξη των ποντίων γαστρονόμων. Έτσι μετά το εστιατόριο „Προμηθεύς“ που είχε στην Schlangenbader Strasse 17, στη συνοικία Wilmersdorf, άρχισε να ασχολείται με την εμπορία κρέατος και με το χονδρεμπόριο τροφίμων και ποτων, με εδρα σήμερα την αγορα Fruchthof στην Beussel Strasse 44 n-q, 10553 Berlin. Τα αδελφια Αναστάσιος και Αχιλλέας Λύκος δημιούργησαν την αλυσσίδα εστιατορίων „Romiosini“ σε συνδοιασμό με το ομώνυμο χονδρεμπόριο που εδρεύει επισης στην αγορα Fruchthof, (Beussel Strasse 44 n-q, 10553 Berlin). Να αναφέρω και το „Griechischer Supermarkt“ τού Γρηγόρη Κομματά στην Meraner Strasse 4, 10825 Berlin, που ύστερα απο αρκετές περιπετειες έχει σταθεροποιηθεί σήμερα σαν μια καλή αγορά ελληνικών τροφίμων και ποτών.
Το μέλλον
Το Βερολίνο είναι μια μεγάλη, πλούσια πόλη, με πολλές ευκαρίες για οικονομικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά προιόντα, το λάδι, η φέτα, τα κρασιά, έχουν μια πολύ καλη φήμη, λείπει όμως παντελώς η οργανωμένη διείσδυση στην αγορά, που μόνο με την υποστήριξη της ελληνικής πολιτείας θα μπορούσε να γίνει. Η οποία όμως είναι αν όχι απούσα, το πολύ πολύ ένας απλός θεατής. Διαβάσατε τίποτε για κάποιες δραστηριότητες της στον τομέα εξαγωγών, είδατε πουθενά κάποιον απο το Οικονομικό και Εμπορικό Τμήμα της Πρεσβείας του Βερολίνου η του Μονάχου; Εγω όχι. Η απλή συμμετοχη αυτών που μας αντιπροσωπεύουν στην ετήσια „Grüne Woche“, την „Πράσινη Εβδομάδα“ του Βερολίνου η στήν „ANUGA“, την εκθεση οίνων και ποτών της Κολωνίας, με μάσες, χάψες, χαχαχα και χαχαχού δεν αρκεί. Χρειάζονται δραστήριοι ΕΛΛΗΝΕΣ, γνώστες της γερμανικής αγοράς, που να είναι είς θέσιν να δημιουργήσουν επαφές με γερμανικές αρχές και επιχειρήσεις και να οργανώσουν το εμπόριο ελληνικών προιόντων, στηριζόμενοι στον εαυτό τους και όχι, όπως σημερα, στη συνεργασία με Γερμανούς, τούς οποίους ποσώς ενδιαφέρει η προώθηση τών ελληνικών προιόντων, αλλα η αμοιβή που θα πάρουν για τίς υπηρεσιές που έχουν αναλάβει να εκτελέσουν. Και τίς οποίες εκτελούν, χωρίς όμως να ννοιάζονται για το αποτέλεσμα, νομικά είναι εν τάξει.
Είναι όμως κρίμα να βλέπεις τα ελληνικά προιόντα, για τα γεωργικά μιλάμε βέβαια, να λιγοστεύουν απο χρόνο σε χρόνο, ώσπου σήμερα να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Και είναι κρίμα να βλέπεις στο ALDI, στο LIDL καί σε άλλα τετοια καταστήματα αντι για ελληνική, ένα, δύο ακόμη και τρία είδη γερμανικής φέτας, σε συσκευασία που θυμίζει Ελλάδα. Ντροπή. Για να μήν επεκταθω περισσότερο, χρονιάρες μέρες που είναι, σε άλλες θλιβερές διαπιστώσεις. Όπως την σκανδαλώδη επιδότηση των αγροτών, που οι κυβερνήσεις τους κάνανε κηφήνες, ανθρώπους που ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία, ζητάνε επιδοτήσεις και για να σπάσουν την ανία τους καβαλάνε συχνά πυκνα τα τρακτέρ και κλείνουνε τους λεγόμενους εθνικούς δρόμους (αλλη μια ελληνική μπαρούφα με τις εθνικές οδούς, σάμπως και οι υπολοιπες να είναι αντεθνικές). Πώς με τέτοιους παραγωγούς να έχουμε εξαγωγές και προώθηση των ελληνικών προιόντων στη γερμανική αγορα; Πώς να ανταγωνιστούμε την Ισπανία, την Ιταλία και την Ολλανδία που κυριαρχούν στα ζαρζαβατικά, και τώρα και την Τουρκια, που μας έδωσε τη χαριστικη βολή;
Ποτέ ομως δεν είναι αργά. Αρκεί ο Jeffrey, Γιώργος, Γιωργάκης, BravoYorgos, ΓΑΠ η όπως αλλιώς λεγεται, να σταματήσει να εκθειάζει τα αποκυήματα της φαντασίας του για πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα, να περιορίσει τα σουλάτσα του στις διεθνείς συναντήσεις, όπου τα αφεντικά απο το USRAEL τον χρησιμοποιούν σαν διακομηστική γλάστρα (συμβάλλοντας ετσι και στην περιστολή της κρατικής σπατάλης που ευαγγελιζεται) να διαλύσει το οικογενειακο συμβούλιο (Νίκος κ.α.), όπου βρίσκει καταφύγιο απο το στρέςς που του προκαλει το αλλοπροσαλο κόμμα που κληρονόμησε απ’ τον μπαμπά του, να κόψει τίς επαφές του με τους καναλάρχες και τους εφημεριδάδες που τον έκαναν πρωθυπουργο και να ασχοληθει με μερικά πρακτικά πράμματα: Πρωταρχικά την ενίσχυση τών επενδύσεων στη μεταποίηση.
Σε ότι δε αφορά τους έλληνες γαστρονόμους του Βερολίνου, είμαι βέβαιος, οτι θα προοδεψουν. Ο Ελληνισμός της πόλης έχει αξιόλογους νέους ανθρώπους, μερικούς ανέφερα παραπάνω. Μήν τούς αφήνετε όμως μόνους τους, χρειάζονται συμπαράσταση.
Καλές γιορτές και το νέο έτος 2010 με υγεία.
Rubrik: Meinung/Γνωμη
21.12.09
von Εμμανουήλ Σαρίδης