hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφ.1: Πρώτα ολίγον από Ιάβα….]Αν και η ιστορία αφορά στη Tana Toraja, εντούτοις θα αφιερώσω το πρώτο κεφάλαιο στις εντυπώσεις από την τριήμερη παραμονή μας στη [B]Yogyakarta[/B
- Κεφ.2: Eισαγωγή στη Tana Toraja
- Κεφ.3: Από τα «μπαράκια» στην ζωοπανήγυρη
- Κεφ.4: «Τόσος θάνατος για ένα θάνατο!»
- Κεφ. 5: Οι νεκροί ζουν ανάμεσά μας!
- Κεφ.6: Στις ομορφιές της Tana Toraja
- Κεφ.7. Αποχαιρετώντας το Sulawesi
- Χάρτης
Με τις εντυπώσεις του ταξιδιού ακόμα νωπές (και άλλη ιστορία ήδη υπό συγγραφή), διαπιστώνω ότι αδυνατώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου…. Η ανάγκη να καταγράψω και να μοιραστώ μαζί σας αυτά που βίωσα μέσα από ένα πλούτο εικόνων στην περιοχή Toraja του νότιου Sulawesi είναι απλά… ακατανίκητη!
Η 4ήμερη επίσκεψη εκεί ήταν το highlight ενός 15μερου ταξιδιού στο μεγαλύτερο αρχιπέλαγος του κόσμου. Την Ινδονησία.
Το ταξίδι ξεκίνησε με 3ήμερη επίσκεψη στη Yogyakarta στο νησί της Ιάβας με σκοπό να θαυμάσουμε τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, στη συνέχεια βόρεια προς τη Tana Toraja στο νότιο Sulawesi, για να καταλήξουμε σε μια 6ήμερη παραμονή στο δημοφιλέστατο Bali (το οποίο έχει τη τιμή να απολαμβάνει δικό του κεφάλαιο στις ταξιδιωτικές ιστορίες του φόρουμ μας).
Ναός Borobudur στη Υοgyakarta
Αιτία για τη πραγματοποίηση του ταξιδιού ήταν η δελεαστική προσφορά της Lufthansa έναντι 550 ευρώ για το δρομολόγιο Αθήνα - Φρανκφούρτη – Jakarta και για την οποία θα ήμουν ανυποψίαστος αν δεν διάβαζα σχετική ανακοίνωση εδώ στο φόρουμ.. Μακράν σε τιμή οι υπόλοιπες που έφθαναν ή ξεπερνούσαν τα 700 ευρώ.
Καλή η προσφορά, πασίχαρης κι εγώ που καημό το είχα να πετάξω με τα φτερά του γερμανικού αερομεταφορέα. Μόνο που αποδείχθηκε άνθρακες ο θησαυρός. Καλή η γερμανική συνέπεια αλλά…
Πρώτον: Για κάνε τράνζιτ στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης όπου πρέπει να κάνεις σπριντ μεγάλων αποστάσεων για να αλλάξεις τέρμιναλ. Στα (+) ότι σέβονται τους θεριακλήδες σαν εμένα και οι χώροι καπνιζόντων είναι συχνοί και αξιοπρεπείς
Δεύτερον: Πώς περνάνε οι ατέλειωτες ώρες όταν στο αεροπλάνο δεν υπάρχει ατομική οθόνη ψυχαγωγίας παρά μόνο από μια μουσειακή CRT τηλεόραση στο διάδρομο; Μας βάλανε κιόλας να μάθουμε όλους τους σούπερ σταρ της Μπουντεσλίγκα κι ήρθε κι έδεσε το γλυκό, μας πετάξανε και δυο αδιάφορες ταινίες και μετά σκάστε και κοιμηθείτε. Πιο πολύ ύπνο σε αεροπλάνο δεν έχω κάνει (τουλάχιστον στο πήγαινε)
Τρίτον: Πώς να δεις χαρά όταν όλες οι αεροσυνοδοί ήταν απόμαχες Γερτρούδες σε δυσμενές πόστο κατά τα φαινόμενα. Ευγενικές δε λέω, μαστίγιο δεν κρατούσαν, αλλά ότι θα συναντούσα και τη Μαρία την άσχημη με τις γυαλούμπες σε έκδοση χαρωπής αεροσυνοδού ούτε που το φανταζόμουν.
Τέταρτον: Απρόσωπο φαί. Μάινε Ντάμεν ουντ Χέρρεν της Lufthansa πού είναι το πολυθρύλητο κότσι με το ξινολάχανο και τον πουρέ;; Άντε και με λουκάνικα Νυρεμβέργης συμβιβαζόμουν. Αλλά ζυμαρικά;; ντροπή!
Πέμπτον: Με ρωτήσατε αν πάνω στο γλυκό μου γλάρωμα, πρέπει να μαζεύω τις χειραποσκευές μου, να κατέβω και να ξανανέβω στο αεροπλάνο γιατί εσείς προγραμματίσατε και στάση στη Σιγκαπούρη;; Και το κάνετε που το κάνετε, διαλέξτε και μια θύρα κοντά σε χώρο καπνιζόντων. Τουλάχιστον να έχουμε μια παρηγοριά. Αφήνω βέβαια ασχολίαστο τι χασούρα χρόνου ήταν αυτή η στάση του αεροπλάνου στη Σιγκαπούρη. Αλλά με 550 ευρώπουλα, το ράβεις και απλά αναλογίζεσαι: ποτέ ξανά!
Για να μη γκρινιάζω μόνο όμως, το καλό ήταν ότι τα καθίσματα της οικονομικής θέσης είναι κατά τι ανετότερα των αντίστοιχων αραβικών εταιρειών και η θερμοκρασία καμπίνας δεν αγγίζει πολικά επίπεδα όπως στην Emirates.
Tana Toraja στο νότιο Sulawesi
Λίγες πρακτικές πληροφορίες δεν βλάπτουν, ειδικότερα για τους επίδοξους ταξιδευτές προς την Ινδονησία:
Η βίζα κοστίζει ~23 ευρώ (2010), εκδίδεται άμα τη αφίξη και μπορεί να πληρωθεί και σε ευρωνομίσματα.
Να κρατάτε ρουπίες καβάντζα καθώς πληρώνετε επιτοπίως φόρους υπηρεσιών αεροδρομίου (~3 ευρώ στις πτήσεις εσωτερικού και ~15 ευρώ του εξωτερικού).
Το ευρώ ανταλλάσσεται εύκολα, κάντε όμως μια έρευνα πριν πού σας συμφέρει να τα αλλάξετε γιατί υπάρχει απόκλιση από ανταλλακτήριο σε ανταλλακτήριο. Εναλλακτικά μπορείτε να κάνετε και αναλήψεις από ΑΤΜ με την κάρτα σας.
Ο εγκλιματισμός σε ένα μέρος αφορά και τους ρυθμούς του. Κοντά στον Ισημερινό η Ινδονησία, σήμαινε: ξημέρωμα κατά τις 6 παρά και σκοτάδι κατά τις 6 μιση. Ως συνέπεια το μάτι γαρίδα από τις 7. Βάλε τώρα να μην έχει ένα μέρος και νυχτερινή ζωή, καλά που ήταν το μουντιάλ κι η πισίνα και μπορούσαμε να ροκανίσουμε το χρόνο αφού είχε σκοτεινιάσει.
Η μετακίνηση μεταξύ ή εντός των νησιών γίνεται πλέον εύκολα και άνετα με αεροπλάνα, αφού πια δραστηριοποιείται μια ντουζίνα εξωτικών εταιρειών. Τώρα περί ασφαλείας ας γνωματεύσουν οι ειδήμονες. Η προσωπική μου εμπειρία 4 εσωτερικών πτήσεων με Garuda, Lion Air & Air Asia ήταν μόνο θετική.
Οι Ινδονήσιοι λατρεύουν το καφέ και το τσιγάρο!! Καπνίζουν σχεδόν παντού
Λατρεύουν όμως και τις σφήνες στους δρόμους όπου επικρατεί χάος . Μηχανάκια ξεφυτρώνουν κατά χιλιάδες από παντού (τα οποία τυγχάνουν ασυλίας σε περίπτωση ατυχήματος). Η προτεραιότητα πεζών είναι σχετική (γνέφεις, τους σταματάς και περνάς, αλλιώς εκεί θα ξεροσταλιάσεις). Όλα αυτά παραδόξως σε μια υποδειγματική ισορροπία τρόμου, καθώς δεν είδα ούτε ένα αμάξι τρακαρισμένο ή κάποιο σοβαρό ατύχημα!!
Μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε στη μεγαλύτερη πληθυσμιακά μουσουλμανική χώρα του κόσμου, αν και δεν ισχύουν αυστηροί κώδικες στο ντύσιμο, ούτε στην κατανάλωση αλκοόλ. Όλα είναι πιο χαλαρά, αλλά τα τζαμιά πολυπληθέστατα.
Η ινδονησιακή κουζίνα μοιράζεται πολλά κοινά με τις αντίστοιχες της νοτιοανατολικής Ασίας. Οι λάτρεις των τηγανητών noodles όπως εγώ θα βρουν το παράδεισό τους . Θέμα καθαριότητας δεν τέθηκε ποτέ σε όσα εστιατόρια φάγαμε και ειδικά στο Μπαλί όπου οι υπηρεσίες είναι εξαιρετικές. Κρέατα (εκτός χοιρινού στην Ιάβα) και θαλασσινά εν αφθονία. Το καλαμάρι άνοστο… Θα χορτάσετε μάνγκο, ανανάδες, φιδόφρουτα και άλλα τέτοια εξωτικά… Η μπύρα Bintang σταθερή αξία. Το κόστος του φαγητού οικονομικό για τα δικά μας δεδομένα, η μπύρα όμως τσιμπημένη (2,5 ως και 4.5 ευρώ. Φτού σου άπιστε που θες κι αλκοόλ. Πλήρωνε!)
Το μόνο που μου'λειψε είναι το γάλα και τα γαλακτοκομικά (κι είμαι παιδί πάνω στην ανάπτυξη :roll
Θέμα ασφάλειας δεν τέθηκε ούτε μια στιγμή. Δεν διαπιστώσαμε την παραμικρή κίνηση να απειλεί εμάς ή τα πράγματά μας.
Υπερτιμολογήσεις και σκληρό παζάρι στο Μπαλί. Ήταν το μόνο μέρος που εκνευριστήκαμε από τη προσπάθεια επιτήδειων να αισχροκερδήσουν εις βάρος μας :evil:. Στο Sulawesi ήταν όλα πιο «αγνά» αν και ακριβότερα!
Bali
Αλλά ας πάμε στην ουσία της περιήγησης
.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι ήταν η επιλογή του ξενοδοχείου που είχα κάνει.
Το Grand Palace Hotel αποτελεί τον ορισμό του απόλυτου κιτς. Χτισμένο σε στυλ αρχαιοελληνικο-ρωμαϊκό-ινδονησιακού ροκοκό, ξεφωνίζει σαν μια τεράστια γαμήλια τούρτα ανάμεσα στα χαμηλά κτήρια της περιοχής. Επιβλητικοί υπερμεγέθεις κίονες κορινθιακού ρυθμού, θόλος Καπιτωλίου, μπρούτζινοι Δον Κιχώτιδες στην είσοδο (;!), αναγεννησιακοί πίνακες ολούθε, πισίνα υπό το βλέμμα αγαλμάτων νυμφών. Ενθουσιάστηκα!!
Aμφιβάλω αν απουσία των δύο ναών - μνημείων UNESCO η Yogyakarta θα άξιζε της προσοχής ενός περιηγητή.
Επίπεδη, με ζέστη ανάμεικτη με υγρασία και καυσαέριο από τη κίνηση στους δρόμους… Τα αξιοθέατα εντός των τειχών της πόλεως δεν σε κάνουν να κόβεις και φλέβες, άσε που κινδυνεύεις είτε από μηχανάκι είτε από αφυδάτωση καθώς εκλιπαρείς να βρεις ένα συμπαθητικό καφέ να πιείς κάτι δροσερό, με τη παγωμένη μπύρα επι μουσουλμανικού εδάφους να μην είναι είδος σε πρώτη προσφορά. Γραφική πινελιά το παλιότερο κομμάτι της πόλης γύρω από το παλάτι του Σουλτάνου με στενά δαιδαλώδη δρομάκια που παραπέμπουν σε κινέζικα χουτόνγκ. Η πόλη γίνεται πιο ενδιαφέρουσα σαν χώρος αγορών μπατίκ, τα οποία πραγματικά είναι χάρμα οφθαλμών. Τα τιμήσαμε δεόντως στο ArtCenter, ελαφρώνοντας κατά τι την πιστωτική μας κάρτα.
Στα δρομάκια του Kraton της Υοgyakarta
Τα δύο κύρια αξιοθέατα (ναοί Borobudur & Prambanan) βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την πόλη της Yogyakarta και συνδυάζονται εύκολα σε μια ημερήσια εκδρομή, την οποία μας οργάνωσε ένα τοπικό πρακτορείο επί του ευτελούς ποσού των 8 ευρώ κατ’ άτομο. Μόνο που τελικά περιελάμβανε μόνο μεταφορά και ξεναγό στη διαδρομή αλλά όχι και είσοδο ή ξενάγηση στους αρχαιολογικούς χώρους.
Ο ξεναγός μας o Υoga, φοιτητής διεθνών σχέσεων, είχε όνειρο ζωής να σπουδάσει με υποτροφία στην Γενεύη. Καλλιεργημένος, έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για την ελληνική ιστορία, μυθολογία και φιλοσοφία ανακαλώντας γνώσεις που είχε αποκτήσει στα σχολικά του χρόνια. Ευτυχώς που δεν γίναμε ρεζίλι. Μέχρι τότε όταν συστηνόμασταν ως έλληνες (Yunani) η άμεση αντίδραση ήταν: “Ah, Υunani good football! Eurocup, Olympiakos, Panathinaikos”. Aπό το Σωκράτη όμως μέχρι το Καραγκούνη, υπάρχει ένα βαθύ χάσμα… Συμβουλή: φρεσκάρετε λίγο τις γνώσεις σας από ποδόσφαιρο μέχρι ιστορία πριν πάτε στην Ινδονησία. Δεν ξέρετε πού θα πέσετε.
Από τον Yoga πληροφορηθήκαμε ότι ένας βασικός μισθός στην Ινδονησία δεν ξεπερνά τα 100 ευρώ μηνιαίως και ότι η μέση και ανώτατη εκπαίδευση όπως επίσης και η περίθαλψη δεν είναι δωρεάν. Τώρα πώς ανταπεξέρχονται στις βασικές ανάγκες με τέτοιες αποδοχές οι άνθρωποι, αδυνατώ να το συλλάβω. Αυτό που διαπίστωσα είναι ότι υπάρχουν κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα υψηλού κυβισμού κυρίως ιαπωνικής προέλευσης. Το γεγονός έχει την εξήγησή του. Μια πλούσια σε πόρους χώρα αλλά μόλις στην 111η θέση διεθνώς σε διαφάνεια. Η διαφθορά καλά κρατεί… (παρηγορηθείτε υπάρχουν και χειρότερα)
Πίσω στη ξενάγηση. Επιβλητικότερος, μοναδικός στην σύλληψή του και σαφέστατα πιο ενδιαφέρων είναι ο ναός Borobudur. Ακόμα κι αν έχετε δει κάθε στούπα και ναό στην νοτιοανατολική Ασία, τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μεγαλοπρέπεια, το μέγεθος και τον συμβολισμό του Borobudur.
Μέσα σε ένα καταπράσινο τροπικό τοπίο που περιβάλλεται από ηφαίστεια, ο ναός χρονολογείται από τον 8ο αιώνα και ήταν το πνευματικό κέντρο του βουδισμού στην Ιάβα.
Borobudur
Τα 55,000 τετρ.μέτρα του κτίσματος από πέτρα λάβας αρκούν να δώσουν μια ιδέα του μεγέθους. Η μορφή πυραμίδας σχηματίζεται από 6 ορθογώνιους και 3 κυκλικούς ορόφους για να καταλήξει σε μια κεντρική στούπα στην κορυφή.
Η όλη δομή θυμίζει λωτό (ιερό λουλούδι του Βούδα) αλλά και ένα αντίγραφο του σύμπαντος σε 3 επίπεδα: από τον κόσμο των αρχέγονων ανθρώπινων επιθυμιών στην υπέρτατη νιρβάνα.
Αφού πληρώσαμε το σχετικά ακριβό εισιτήριο εισόδου (πάνω από 10 ευρώ), αρνηθήκαμε ευγενικά τις υπηρεσίες ξεναγού και ακολουθήσαμε με το ραχάτι μας την προτεινόμενη ελικοειδή πορεία στους ορόφους εισερχόμενοι από την ανατολική πύλη εισόδου. Έτσι να ακολουθούνται οι παραδόσεις για καλό κάρμα.
Οι κατώτεροι τετράγωνοι όροφοι είναι κατάφορτοι με ανάγλυφα από σκηνές της ζωής του Βούδα. Εδώ παραδόξως οι επισκέπτες είναι λιγότεροι. Ο κύριος όγκος (κυρίως ντόπιοι) δεν φαίνονταν να ενθουσιάζονται από την ιδέα να περιφέρονται γύρω γύρω και έτσι καρφί πήγαιναν στην κορυφή του ναού.
Κάπου εκεί μας πλησίασαν ντροπαλά μαντηλοφορεμένα κοριτσόπουλα. Σε αγγλικά νηπιακού επιπέδου μας συστήθηκαν σαν εκπαιδευόμενες αγγλικής γλώσσας και θέλησαν να ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες μαζί τους. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνανε τι τους απαντάγαμε σ’αυτά που υποτίθεται ότι ρωτούσαν. Εντούτοις για τη φιλότιμη προσπάθεια γράψαμε καλά λόγια στο ραπόρτο τους και φωτογραφηθήκαμε μαζί τους. Γυρνώντας γύρω γύρω και σταδιακά ανεβαίνοντας φωτογραφηθήκαμε επανειλημμένα με τσούρμο μαθητές σχολικών εκδρομών (φαίνεται ήμασταν αξιοθέατο κι εμείς).
Καταλήξαμε στους τελευταίους ορόφους όπου κυριαρχούν μικρές στούπες που περιέχουν Βούδες. Κακός χαμός από νεανικό κόσμο που κατά πως φαίνεται πιο πολύ τον ενδιέφερε να τραβάει φωτογραφίες με τα κινητά του (παγκόσμια συνήθεια του νεαρόκοσμου). Η θέα προς το περιβάλλον τοπίο ήταν εξαιρετική.
Στη κορυφή του ναού με τις στούπες
Αποχαιρετήσαμε το ναό μετά από ένα δίωρο, οδεύοντας στην έξοδο περνώντας υποχρεωτικά μέσα από εκατοντάδες μικρομάγαζα κακόγουστων σουβενίρ και μερικές ντουζίνες τουριστικών λεωφορείων.
Το σύμπλεγμα των ινδουϊστικών ναών Prambanan είναι το μεγαλύτερο στην Ινδονησία και ένα από τα εντυπωσιακότερα στην νοτιοανατολική Ασία (UΝΕSCO κι αυτό).
Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κεντρικό σύμπλεγμα όπου δεσπόζουν οι 3 κύριοι ναοί αφιερωμένοι στο Brahma, το Vishnu και τον Shiva (καιρός να εντρυφήσετε στο ινδουιστικό πάνθεον). Δυστυχώς η είσοδος εντός των ναών περιορίζεται μόνο σε λίγους για λόγους ασφάλειας λόγω σχετικά πρόσφατου σεισμού.
Οι ναοί ακολουθούν την τυπική ινδουιστική αρχιτεκτονική και όπως στο Borobudur αποτελούν μια μικρογραφία του σύμπαντος με αντίστοιχες ζώνες από τη ματαιότητα στην υπέρτατη θέωση. Εξωτερικά αν και τα ανάγλυφα δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του Borobudur, αναπαριστούν εικόνες από ινδουιστικά έπη.
Ramayana temples
Ο χώρος (με εξίσου ακριβό εισιτήριο και πλήθος από μικρομάγαζα στην έξοδο) αποτελεί και την τοποθεσία όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τo Ramayana ballet, ένα χορόδραμα τυπικού χορού Ιάβας που μας αφηγείται ιστορίες από το γνωστό αυτό έπος. Παρότι κλείσαμε τα εισιτήρια τελευταία ώρα (έναντι ~15 ευρώ) μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τη παράσταση με φόντο τους επιβλητικά φωτισμένους ναούς. Μας αφηγήθηκαν μια ιστορία έρωτα. Η αγαπημένη του καλού απήχθει από τον κακό που ασκόπως προσπάθησε να την σαγηνεύσει. Ο καλός μετά από πολλά, ξεκινά τον πόλεμο έναντι του κακού, για να πανηγυρίσει στο τέλος με μια μεγαλειώδη νίκη την επανένωσή του με την αγαπημένη του. Ηappy end! (ας μην αναλύσω το μακρόσυρτο στόρυ, μπορείτε να το διαβάσετε αφού googlάρετε το σχετικό λήμμα).
Γενικά ένας τρωικός πόλεμος σε ινδουιστική έκδοση!
Kάψτε τη πόλη. Η απαχθείσα καλλονή γυρνά στην αγκαλιά του αγαπημένου της
Συνολικά αυτό που με εντυπωσίασε πέρα από τους ναούς αυτούς καθ’αυτούς ήταν πόσο φροντισμένοι ήταν οι περιβάλλοντες χώροι. Με το καλοκουρεμένο γκαζόν τους, δέντρα, λουλούδια. Αν έλειπαν και τα παραπήγματα των σουβενιροπωλών όλα θα ήταν αρκούντως ειδυλλιακά.
Μια μέρα εντός Yogyakarta με θεάματα το βράδυ, μια ημέρα στους ναούς, είχα προγραμματίσει μετά να πορευθούμε προς το ηφαίστειο Bromo ώστε να απολαύσουμε την ανατολή πάνω από τους ηφαιστειακούς κώνους. Όμως ποιος ξυπνά από τις 3 τα χαράματα;
Άσε καλύτερα είπαμε και αποφασίσαμε να περάσουμε τη μέρα μας εκδράμοντας προς το οροπέδιο Dieng. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη όσο ανηφορίζαμε κι η ζέστη κι η υγρασία έδινε τη θέση της σε ένα αναζωογονητικό αεράκι. Περνώντας από ένα τοπίο καταπράσινο με αναβαθμίδες καλλιεργειών, είδαμε ινδουιστικούς ναούς, γεωθερμικές πηγές και ηφαιστειακές λίμνες. Ήταν μια δροσιστική διαφυγή από το καμίνι της Yogyakarta.
Oροπέδιο Dieng
Τη τελευταία μέρα μας στο νησί της Ιάβας, έπρεπε να καλύψουμε την απόσταση από Yogyakarta προς το αεροδρόμιο της Surabaya για να πετάξουμε για Sulawesi. Κλείσαμε αμάξι με οδηγό στο πρακτορείο με την σημείωση να κάνουμε μια σύντομη στάση στο ναό Sukuh με τα… ερωτικά γλυπτά. Πετάγαμε απόγευμα και ξεκινήσαμε άγρια χαράματα. Θα κόψουμε δρόμο από τα βουνά κι ελπίζω να προλάβουμε τη πτήση σας είπε ο οδηγός. Καλά είπαμε εμείς 10 ώρες για σχεδόν 300 χλμ;; Αχ πτωχέ κι ανυποψίαστε ταξιδιώτη. Στην Ινδονησία είσαι, όχι στην autobahn της Γερμανίας.
Όλα καλά λοιπόν μέχρι τον ναό Sukuh (κανά 2ωρο από τη Yogya). Ονειρική η τοποθεσία του ναού στις παρυφές του βουνού με άπλετη θέα, ενδιαφέρουσα και η επίσκεψη όπου απολαύσαμε ένα κτίσμα που παρέπεμπε περισσότερο σε ναό των Μάγια λόγω του σχήματος πυραμίδας που είχε. Κάποια αγάλματα με υπερμεγέθεις φαλλούς, αλλά κυρίως το ανάγλυφο με τον φαλλό και την μήτρα (yoni-lingga) μας αποκάλυψαν το ερωτικό του πράγματος.
Nαός Sukuh
Το yoni-lingga
Ωραία και η διαδρομή μέσα στο βουνό όπου θα μας δίνονταν απεριόριστες ευκαιρίες για επισκέψεις σε καταρράκτες και γοητευτικά τοπία αν ο χρόνος δεν ήταν περιορισμένος. Συνεχίσαμε κατεβαίνοντας το βουνό και εισήλθαμε στον επίπεδο κεντρικό δρόμο προς Surabaya. Δρόμος στενός, πολλά λεωφορεία, φορτηγά και άπειρα μηχανάκια κι εμείς να βιαζόμαστε. Δεν ήταν μόνο που η διαδρομή ήταν αδιάφορη, ήταν που η οδήγηση έμοιαζε με ράλι του τρόμου με συνεχείς προσπεράσεις οδηγώντας επί μακρόν στο αντίθετο ρεύμα. Κρυφτούλι με το Χάρο παίζαμε, αλλά τσακάλι ο οδηγός μας οδήγησε εξαντλημένους από την υπερένταση στο αεροδρόμιο μόλις μια ώρα πριν την αναχώρηση. Τα καταφέραμε να επιζήσουμε, τα καταφέραμε να μη χάσουμε τη πτήση.
Ε ο καλός Θεούλης των ταξιδιωτών ήταν μαζί μας!
Ήρθε η ώρα του Sulawesi!
Μια ωρίτσα και κάτι κράτησε η πτήση της Lion Air που μας έφερε από το νησί της Ιάβας στη πόλη Makassar του νότιου Sulawesi. Παλιό αεροπλάνο, μικρή καθυστέρηση στην αναχώρηση, αλλά για να σας γράφω σημαίνει ότι η πτήση ήταν απροβλημάτιστη. Η προσγείωση στο αεροδρόμιο του Makassar ήταν έκπληξη. Το νεόδμητο Sultan Hassanudin σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από ευρωπαϊκά αεροδρόμια.
Στην έξοδο μας περίμενε χαμογελαστός ο κύριος Dodo.
Ήταν ο κύριος που είχε προγραμματίσει την 4ήμερη παραμονή, μετακίνηση και ξενάγησή μας στη Tana Toraja (http://dodopenman.blogspot.com). Κόστος περί τα 170 ευρώ το κεφάλι λιγότερα όσων κοστολογούσαν τουριστικά πρακτορεία. Τα στοιχεία του συγκεκριμένου τα είχα τσιμπήσει από το φόρουμ του Lonely Planet όπου είχε καλές συστάσεις. Και οφείλω να ομολογήσω ότι η ηλεκτρονική επικοινωνία μαζί του ήταν εξαιρετική και υπήρξε συνεπέστατος σε ότι συμφωνήθηκε.
Αφού μπήκαμε στο βανάκι υπό ψιλόβροχο με κατεύθυνση το κέντρο του Makassar όπου και θα διανυκτερεύαμε, μας ανακοίνωσε πασίχαρης ότι ήμασταν τυχεροί που θα παρακολουθούσαμε νεκρική τελετή καθώς και την εβδομαδιαία ζωοπανήγυρη στο Rantepao, τη σημαντικότερη πόλη της Tana Toraja και έδρα των εξορμήσεων μας στη περιοχή.
Είμαι σίγουρος ότι θα κουνήσατε το κεφάλι σαν διαβάσατε ότι κάναμε ολόκληρο ταξίδι για να δούμε μια… κηδεία!! Όμως όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο θάνατος στην Tana Toraja είναι το σημαντικότερο γεγονός της κοινωνικής ζωής των ντόπιων. Κι η εμπειρία μιας κηδείας, πέραν του εξαιρετικού φυσικού τοπίου και της μοναδικής αρχιτεκτονικής, αυτό που αναζητούν οι ταξιδευτές σ’αυτή τη γωνιά της Ινδονησίας.
Το σημερινό κεφάλαιο λοιπόν θα έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα (πριν καταγράψω τις εμπειρίες μου), αποκαλύπτοντάς σας πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες την Tana Toraja και τα έθιμά της.
Η περιοχή Toraja (TanaToraja) είναι μια ορεινή περιοχή στο Νότιο Sulawesi, απομονωμένη (μόνο οδική επικοινωνία - κοντά 9 ώρες δρόμο από το Makassar). Τoraja σημαίνει «άνθρωποι των υψιπέδων». Μεγαλύτερη πόλη, το Rantepaο που αποτέλεσε τη βάση εξόρμησής μας στα αξιοθέατα της γύρω περιοχής (μέχρις εκεί εξαντλούνται οι αναφορές για την αδιάφορη αυτή πόλη).
Χαρακτηριστικό τοπίο στη Tana Toraja
Η Toraja είναι γνωστή για τα ιδιόμορφα παραδοσιακά σπίτια (γνωστά ως tongkonan) με τα περίτεχνα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα γεμάτα συμβολισμούς καθώς και για τις νεκρικές τελετές και τους τάφους.
Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί στην κοινωνική ζωή των Τοραγιανών. Στην ουσία ένα χωριό μπορεί να είναι μια εκτεταμένη οικογένεια καθώς γάμοι με μακρινά ξαδέλφια επιτρέπονται (από 4ο και πάνω). Ταυτόχρονα το κοινωνικό στάτους είναι πολύ σημαντικό. Ευγενείς και ποπολάροι είναι διακριτές κοινωνικές ομάδες και αποφεύγεται ο γάμος με κατώτερη κοινωνική κάστα (ιστορία τύπου «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» δεν μου αναφέρθηκε). Η κοινωνική τάξη κληρονομείται από τη μητέρα.
Γοητευτική παρουσία με τη παραδοσιακή ενδυμασία
Η περιοχή κατοικείται από πληθυσμό που στην πλειονότητά του είναι Χριστιανοί! Παράδοξο πρώτο λοιπόν σε μια χώρα όπου κυριαρχεί το ισλαμικό στοιχείο. Η Χριστιανική πίστη (προέκυψε από τους Ολλανδούς) όμως, είναι σε απόλυτη συνάφεια με έθιμα τα οποία δεν κρύβουν τις ανιμιστικές τους καταβολές. Μια κατάδυση στη μελέτη του πολυθεϊστικού ανιμισμού (aluk) των Τοραγιανών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διότι λαμβάνει και διαστάσεις κοινωνικού και ηθικού κώδικα. Θεωρούν ότι ο κόσμος μοιράζεται στον ουρανό, τη γη και τον κάτω κόσμο και η κοσμοθεωρία αυτή επηρέασε ακόμα και την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους. Οι δε πρόγονοί τους προήλθαν από τον ουρανό και κατέβηκαν στη γη με…σκάλες. Ας μην αναφέρω το πάνθεόν τους…μέχρι και θεότητα των σεισμών έχουνε.
Η πρώτη ιδιαιτερότητα της Toraja είναι τα παραδοσιακά σπίτια tongkonan (tongkon=κάθομαι) που αποτελούν και το κέντρο της κοινωνικής τους ζωής.
Τυπικό παραδοσιακό χωριο στη Tana Toraja
Στηρίζονται πάνω σε ξύλινα δοκάρια με περίφραξη όπου στεγάζονται τα οικόσιτα ζώα (είναι ο κάτω κόσμος της κοσμοθεωρίας τους). Μια μικρή ξύλινη σκάλα σε οδηγεί στη λιτή και στενάχωρη κύρια κατοικία με 2 μικρές κρεβατοκάμαρες και στη μέση το χώρο της εστίας (αυτή είναι η γη). Τέλος την μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα παρουσιάζει η εντυπωσιακή ημικυκλική οροφή από μπαμπού (είναι ο ουρανός).
Όλο το κτήριο κοσμείται από περίτεχνα ξυλόγλυπτα σε κόκκινο (χρώμα του αίματος και της ζωής), μαύρο (χρώμα του σκότους και του θανάτου), κίτρινο (θεϊκή ευλογία), και άσπρο (αγνότητα) χρώμα. Τα μοτίβα αναπαριστούν σύμβολα όπως ο βούβαλος (πλούτος), ο κόκορας, ο ήλιος ή ζώα του νερού (γονιμότητα).
Tυπική κατανομή στη σκαλιστή πρόσοψη: 2 αντικρυστοί κόκορες πάνω σε ήλιο με μοτίβα κεφαλής βούβαλου ανάμικτα με γεωμετρικά σχήματα
Την πρόσοψη κοσμεί και μια κεφαλή νεροβούβαλου ενώ και στο κεντρικό δοκάρι τοποθετούνται κέρατα νεροβουβαλων. Όσα περισσότερα τα κέρατα τόσο πιο υψηλή η κοινωνική θέση.
Eδώ ο ιδιοκτήτης μας ενημερώνει άμεσα για το κοινωνικό του status
Τα σπίτια διατάσσονται σε απόλυτη σειρά. Ακριβώς απέναντί τους με ανάλογη διάταξη είναι μικρότερου μεγέθους πανομοιότυπες κατασκευές που αποτελούν τις αποθήκες ρυζιού. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι το κάτω τμήμα δεν στεγάζει ζώα αλλά φέρει μια εξέδρα όπου μπορούν οι άνθρωποι να ξεκουράζονται και να συνδιαλέγονται.
Η ρυζαποθήκη. Διακρίνεται στο κάτω μέρος η εξέδρα για ανάπαυση
Παρά το υψηλό κόστος κατασκευής τους, παραδοσιακά σπίτια εξακολουθούν να χτίζονται ακόμα και σήμερα με τροποποιήσεις βέβαια (μεταλλική οροφή, μεγαλύτεροι εσωτερικοί χώροι).
Πάμε στη κηδεία τώρα.
Η νεκρική τελετή είναι το σημαντικότερο, εντυπωσιακότερο και συνάμα πιο πολυδάπανο γεγονός στη κοινωνία των Τοραγιανών. Έχεις λεφτά; Πρέπει να έχει γκλάμουρ η κηδεία σου. Εξ’ου και η τελετή κρατά πολλές ημέρες, η συμμετοχή είναι μαζική (μπορεί να είναι χιλιάδες οι συμμετέχοντες) και η προετοιμασία πολύμηνη.
Πολύμηνη;;;; Μα καλά θα μου πείτε πέθανε ο άνθρωπος και δεν τον θάβουνε τις επόμενες μέρες;; Αυτό πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες νόμιζα κι εγώ ο ανυποψίαστος, που είπα ότι τον γκαντέμιασα τον άνθρωπο και απεδήμησε εις Κύριον για να ευφρανθούν τα διαστροφικά ταξιδιωτικά μου ενδιαφέροντα. Όοοοοχι.
Ο αποδημήσας μπορεί να έχει πεθάνει εδώ και μερικούς μήνες ή ακόμα και χρόνια(!!) . Οι Τοραγιανοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι ένα προοδευτικό πέρασμα στη γή των πνευμάτων (Puya) και του νεκρού του πρέπει ένα μεγαλειώδες ταξίδι. Εκτός αν είσαι πτωχός ή βρέφος όπου οι διαδικασίες είναι συνοπτικές. Όσο γηραιότερος δε τόσο μεγαλύτερη η τελετή.
Για το λόγο αυτό επιλέγεται αρχικά μια περιοχή (rante) για τη νεκρική τελετή όπου στήνονται εξέδρες από μπαμπού όπου θα στηθεί το φέρετρο και θα φιλοξενηθούν οι καλεσμένοι. Η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο και άφθονο χρήμα και σας διαβεβαιώνω επικρατεί οργασμός εργασιών (το είδαμε). Ταυτόχρονα λαξεύεται κι ο τάφος (άλλη χρονοβόρα διαδικασία).
Στο διάστημα αυτό ο νεκρός σαβανώνεται, μπαίνει στο περίτεχνο φέρετρό του και… παραμένει εντός οικίας (!!) όπου θεωρείται ότι «κοιμάται» και το πνεύμα του τριγυρνά ανάμεσα στους ζωντανούς μέχρι να ταφεί και να αρχίσει το ταξίδι του στη γη των πνευμάτων.
Τις ημέρες που πραγματοποιείται η πολυήμερη κηδεία και της οποίας οι ημερομηνίες μπορεί να είναι γνωστές μήνες πριν ώστε να προσέλθουν όλοι οι καλεσμένοι (κι οι τουρίστες καλοδεχούμενοι), το έθιμο περιλαμβάνει τη σφαγή ενός ή περισσοτέρων νεροβούβαλων. Ο νεροβούβαλος θεωρείται ότι βοηθά τη ψυχή του νεκρού να πάει γρηγορότερα στη γη των πνευμάτων. Τώρα όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο περισσότεροι νεροβούβαλοι θα σφαχτούν. Το όριο πλούτου ορίζεται στους 24 νεροβούβαλους και άνω.
Παράλληλα σφάζονται και μερικές εκατοντάδες γουρούνια τα οποία είναι «δώρο» των καλεσμένων προς την οικογένεια του εκλιπόντος. Κάθε γουρούνι μαζί με το μπιλιετάκι… Φανταστείτε τώρα να πρέπει να πας σε καμιά ντουζίνα κηδείες προσφορά από ένα γουρούνι… Νομίζω ότι εκτινάσσεται ο οικογενειακός προϋπολογισμός στα ύψη!
Η ιδιαιτερότητα όμως δεν αφορά μόνο στη τελετή της κηδείας, αλλά και στους χώρους ταφής. Λαξευτοί τάφοι, κρεμαστοί τάφοι, τάφοι σε σπηλιές ή και σε δέντρα (;!) αποτελούν κομμάτι των επόμενων κεφαλαίων, μαζί με την εμπειρία μιας νεκρικής τελετής (με εκτενή φωτογραφική κάλυψη του γεγονότος), έτσι για να κρατήσω το ενδιαφέρον σας αμείωτο….
Συμπληρωματικές χρηστικές πληροφορίες κατ’απαίτησιν του αναγνωστικού κοινού
Το ταξίδι σχεδάστηκε ιδία μέριμνα, αν και αυτή τη φορά ήμουν επιεικώς απαράδεκτος που έφτασα τελευταία ώρα να κλείνω δωμάτια. Όπως προανέφερα ήταν 3 μέρες Ιάβα (Yogyakarta), 4 μέρες Sulawesi (Tana Toraja) και 6 μέρες Bali. Ευτυχώς δε που τα κινητά πιάνουν στην Ινδονησία γιατί είχα άγνοια βασικών πραγμάτων ακόμα κι όταν ήμουν εκεί (έστελνα sms σε συμφορουμίτη για βοήθεια – αίσχος και ντροπή μου).
Εσωτερικές πτήσεις κάναμε συνολικά τέσσερις: Jakarta – Yogyakarta με Air Asia (αξιόπιστη αλλά με στενάχωρες θέσεις). Surabaya - Makassar με Lion Air (παλιό αεροσκάφος, στενάχωρες θέσεις, το μόνο που καθυστέρησε στην αναχώρηση). Makassar – Bali με Garuda Indonesia (εδώ όλα καλά, αλλά ήταν και το ακριβότερο). Τέλος Bali– Jakarta με Lion Air (καινούργιο αεροπλάνο, όλα εξαιρετικά). Γενικά μας είχαν στα ώπα ώπα καθώς μας έβαζαν σε εξόδους κινδύνου κι έτσι άπλωνα τις ποδάρες μου άνετα. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεις είναι ότι δεν μπορείς πλην της Air Asia να κάνεις κράτηση εισιτηρίου online. Έτσι ψάχνοντας ψάχνοντας βρήκα ένα πρακτορείο (www.travelindo.com) που αγόρασε και μου έστειλε τα ηλεκτρονικά εισιτήρια με e-mail και πληρώθηκε μέσω paypal με μια επιβάρυνση 10-15 ευρώ ανά εισιτήριο. Μόνο το κομμάτι Bali-Jakarta αγοράστηκε επιτόπου στην Ινδονησία και πληρώθηκε με πιστωτική κάρτα άνετα κι ωραία. Συνολικά το κόστος και των 4 πτήσεων πρέπει να κυμάνθηκε πάνω κάτω 300 ευρώ
Oι διαμονές (1 νύχτα Jakarta, 3 Yogyakarta) κλείστηκαν μέσω ίντερνετ (www.asiarooms.com, www.laterooms.com). Στο Bali η κράτηση έγινε απευθείας με το guesthouse Κunang-Kunang στο Ubud που μου πρότεινε συμφορουμίτισα την οποία και ευχαριστώ θερμά. Στο Sulawesi ήταν το μόνο μέρος που μου τα είχαν όλα έτοιμα στο πιάτο (έγραψα πρωτύτερα)
Ιδού και φωτό του μνημειώδους Grand Palace Hotel στην Yogyakarta από την ιστοσελίδα του ξενοδοχείου:
Παρακαλώ τους 2 Δον Κιχώτηδες στην είσοδο μην ξεχάσετε
Για τις ξεναγήσεις στη Yogyakarta κλείσαμε επιτόπου στο Tourist Information (συνεργαζόταν με πρακτορείο), ενώ στο Bali βρήκαμε τον οδηγό στο δρόμο και κάναμε συμφωνία (ούτως ή άλλως στην πέφτουν συνεχώς). Στο Sulawesi είπαμε….απροβλημάτιστοι!!
Πίσω στο βανάκι λοιπόν που μας έφερνε από το αεροδρόμιο στο κατάλυμά μας στο κέντρο του Makassar. Ως περιποιητικός οικοδεσπότης ο κύριος Dodo μας ενημέρωσε (απευθυνόμενος σε 2 άρρενες ταξιδευτές - αντρική αλληλεγγύη) ότι πέραν των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, μπορεί και να μας εξασφαλίσει και «σπέσιαλ» περιποίηση κατ’ιδίαν. Τουτέστιν μεθερμηνευόμενον, αν νοιώθαμε αφάνταστη μοναξιά ήταν θέμα ενός τηλεφωνήματος να έρθει κι η κατάλληλη παρέα να γλυκάνει το ταλαίπωρον σαρκίον μας ώστε να κοιμηθούμε μετά ήρεμα σαν πουλάκια. «Άλλωστε φίλοι, γνωστοί και ξελιγωμένοι τουρίστες μου το ζητάνε» μας είπε κυνικά.
Μην εκπλήσσεσθε φίλοι μου. Μεγάλο λιμάνι είναι το Makassar. Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και μια αγοραία αγκαλιά. Κι έτσι οι πρώτες βραδινές εικόνες της πόλης από το βανάκι ήταν στα «μπαρ» του λιμανιού όπου τα κορίτσια προσδοκούσαν την εκλεκτή τους πελατεία. Από 5 δολλάρια για βασικά πράγματα εντός καταστήματος και το κοστολόγιο ανεβαίνει αναλόγως των απαιτήσεων του πελάτη. «Ο Μπιν Λάντεν έχει λάβει γνώση της κατάστασης»; αναρωτήθηκα, μιας και σε μουσουλμανικό τόπο βρισκόμασταν. Τα κορίτσια, όχι με μπούργκα και τσαντόρ, αλλά με καυτό μίνι. Με λάγνο βλέμμα, δεν τις έκοβα ότι στον ελεύθερό τους χρόνο ψέλναν στίχους από το κοράνι. :roll:
Μετά την ενδελεχή ξενάγηση και ενημέρωση του πλήρους τιμοκαταλόγου υπηρεσιών φθάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Το δωμάτιο στη νέα πτέρυγα του ξενοδοχείου Grand Wisata αν και απρόσωπο ήταν μεγάλο, πεντακάθαρο και φθηνό εξίσου. Ο κύριος Dodo μας συνόδεψε μέχρι εκεί για να σιγουρευτεί ότι πήραμε καλό δωμάτιο κι ότι όλα λειτουργούν καλά προς τέρψιν των πελατών του.
Τακτοποιηθήκαμε, φρεσκαριστήκαμε λιγάκι και τον συναντήσαμε λίγο αργότερα για να πάμε για φαγητό καθώς ήμασταν θεονήστικοι όλοι μέρα. «Εδώ στο Makassar την τιμητική τους έχουν τα θαλασσινά, τι προτιμάτε κάτι λαϊκό ή κάτι πιο στυλάτο κι ακριβό;» μας ρώτησε. «Με το λαό» απαντήσαμε ομόφωνα και κινήσαμε για το ψαροφαγείον Lae Lae.
Μια ευμεγέθης σκεπαστή αυλή γεμάτη μεγάλα τραπέζια, τα θαλασσινά μέσα σε κουβάδες για να διαλέξει ο πελάτης και η ψησταριά σε πυρετό εργασιών. Όλοι οι θαμώνες παρέες ή ολόκληρες οικογένειες ντόπιων. «Εδώ είμαστε» είπα. Παραγγείλαμε τις ψαρούκλες και το καλαμάρι μας συν τα παρελκόμενα μαζί με παγωμένα μπυρόνια (που παρά το μουσουλμανικόν του πράγματος ουδόλως απουσίαζαν από τη κάβα του καταστήματος).
Οφείλω να πω, πως το πατέ ψαριού τυλιγμένο στο μπανανόφυλλο ήταν εξαιρετικό. Αλλά τα ψάρια και το καλαμάρι άνοστα. Άσε που η έλλειψη του σκορδόλαδου ήταν προφανής στον ουρανίσκο μου. Όλες αυτές οι καυτερές συνοδευτικές σάλτσες με αφήνουν παθητικά αδιάφορο. Τα δε χόρτα από πού τα μαζέψανε;; Κορδόνια να μάσαγα πιο εύκολα θα τα κατάπινα.
Με το στομάχι γεμάτο, πασίχαροι που αναμειχθήκαμε με τους ντόπιους και την μπυροαλκοόλη να ρέει μεθυστικά στο αίμα μας, με ολίγον μουντιάλ, κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια έτοιμοι για την εξόρμησή μας στα ενδότερα του νησιού.
Ξημέρωσε και ο κύριος Dodo πιστός στο ραντεβού του μας σύστησε τον οδηγό μας για τις επόμενες μέρες. Το κύριο Didi. Τι να του πω του ανθρώπου; Πως το Ντιντί στην Ελλάδα δεν είναι και πολύ κολακευτικό;; Άλλωστε ο Didi στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Γρι αγγλικών. Με νοηματική τη βγάζαμε και το κλασσικό «Στοπ, φωτό». Επικράτησε ένας ψιλοπανικός κατά πόσο ο άφωνος Didi θα είναι και ο ξεναγός μας, αλλά ο προνοητικός Dodo μας διαβεβαίωσε ότι αγγλόφωνος ξεναγός μας περίμενε απευθείας στη Toraja.
Μιας και στην επιστροφή δεν θα είχαμε χρόνο να επισκεφθούμε τα αξιοθέατα του Μakassar, o Dodo πρότεινε να κάνουμε μια σύντομη περιήγηση στο Fort Rotterdam και το παλιό λιμάνι της πόλης. Ουδεμία αντίρρηση. Άλλωστε είχαμε 9 ώρες δρόμο για φτάσουμε στη Tana Toraja.
Το Makassar λοιπόν βιώνει ένα διχασμό ονόματος. Κάτι σε Πατησίων και 28ης Οκτωβρίου ένα πράγμα. Μakassar αρχικά, στη συνέχεια Ujung Pandang (λόγω διαμαρτυριών των άλλων εθνικών ομάδων ότι οι Μακασσιανοί καπέλωσαν το όνομα) για να ξαναμετονομαστεί Makassar τα τελευταία χρόνια. Πάντως σε χάρτες, προορισμούς αεροπορικών εταιρειών κ.α. θα το βρείτε κι έτσι κι αλλιώς. Έψαχνα κι εγώ Makassar στην Lion Air κι αυτή άφαντη. Πού να το φανταστώ ο έρμος.
Το Fort Rotterdam, είναι οχυρωματικό απομεινάρι των Ολλανδών που κατέκλυσαν τα μέρη αυτά. Σήμερα εκτός από αξιοθέατο στεγάζει και υπηρεσίες, γκαλερί και μουσείο. Μια αίσθηση ολλανδικής αρχιτεκτονικής καταμεσής του αρχιπελάγους της Ινδονησίας. Το φωτογραφίσαμε, δεν συγκλονιστήκαμε κιόλας και συνεχίσαμε για το παλιό λιμάνι.
To κανάλι κοντά στο παλιό λιμάνι
Εκεί βρήκα την υγειά χαρά μου. Επιτέλους μπίχλα. Όχι τόσο εκεί που άραζαν τα παραδοσιακά καϊκια ή στην μικρή ψαραγορά όπου η οσμή των ψαριών διαπερνούσε τον οσφρητικό σου βλεννογόνο. Όσο σε ένα παράπλευρο κανάλι, τίγκα στο σκουπίδι όπου βρίσκονταν παραταγμένα μικρομάγαζα κάτι που παρέπεμπε στις αντίστοιχες πλωτές αγορές της ΝΑ Ασίας. Από μίνι μάρκετ μέχρι σιδηρουργεία. Άφωνοι οι ντόπιοι μας έβλεπαν να σουλατσάρουμε, αν είχαμε χρόνο και καφέ θα πίναμε επιτοπίως. Ήταν όλοι τους όμως φιλικότατοι και μας χαιρετούσαν όλο χαμόγελα.
Άφωνος κι ο Didi σου λέει αυτά τα παλαβά τι βρήκαν και φωτογραφίζουν εδώ, τουριστικό δεν είναι το μέρος. Αλλά αυτή είναι η διαστροφή μας Didi μου. Καλοί οι ναοί αλλά κι η αποτύπωση της καθημερινότητας μακράν της αποστειρωμένης Ευρώπης έχει τη δική της γοητεία (αν και όταν δεν έχουν μαζέψει τα σκουπίδια στην Αθήνα κάπως έτσι γινόμαστε κι εμείς).
Ενθουσιασμένος εγώ με ένα χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά ήμουν έτοιμος πλέον για το πολύωρο ταξίδι προς την Tana Toraja.
Μετά την εμπειρία της διαδρομής Yogyakarta-Surabaya που και αδιάφορη ήταν και επικίνδυνη, αυτή μου φάνηκε σωστός παράδεισος.
Βγαίνοντας από την πόλη αποκαλύφθηκε στο βάθος μια οροσειρά, εικόνα που παρέπεμπε σε ονειρικά τοπία του Guilin ή του Halong. Όλα αυτά με πρώτο φόντο απέραντους επίπεδους ορυζώνες.
Το επίπεδο τοπίο ουδόλως βαρετό δεν ήταν καθώς εναλλασσόταν με διάσπαρτες κατοικίες. Άλλες σε μεγαλεπήβολο κιτσοαποικιακό στυλ με έντονα χτυπητά χρώματα, άλλα απλές ξύλινες κατασκευές πάνω σε στύλους βουτηγμένες μέσα στους ορυζώνες.
Πρόσωπα χαρωπά, τσιρίζανε χαρούμενα κάθε φορά που γνέφαμε προς το μέρος τους. Αν είχα το χρόνο θα σταμάταγα σε κάθε παράπηγμα και σπιτικό να γνωρίσω από κοντά αυτούς τους πρόσχαρους ανθρώπους.
Οι αισθήσεις μου ήταν σε συνεχή εγρήγορση κι η μηχανή είχε πάρει φωτιά. Δεν προλάβανε το μάτι μου να χορταίνει εικόνες, πρόσωπα.
Μικρά μαγειριά στη μέση του πουθενά, υπαίθρια οπωροπωλεία, άνθρωποι σκυμμένοι να φυτεύουν ρύζι.
Διάσπαρτα στην διαδρομή μικρά ποτάμια κατάφορτα από τροπική βλάστηση στις όχθες με πλήθος φοινικόδεντρων που σε καλούσαν να απολαύσεις μια χαλαρωτική βόλτα με βαρκούλα στα νερά τους.
Πιο κάτω εκεί που σκάνε τα ποτάμια στη θάλασσα, απάνεμα μικρά λιμανάκια με μοναχικούς κοκοφοίνικες ή αργότερα το απέραντο γαλάζιο, μόνο που παραλία της προκοπής δεν εντοπίσαμε για να μας τρέξουμε και τα σάλια.
Σε λίγο αποχαιρετήσαμε τα παράλια και στη πόλη Pare Pare πήραμε την άγουσα προς την ενδοχώρα
Όπως γίνεται συνήθως έκανε κι ο Didi στάση για μεσημεριανό (σου λέει αυτοί θα πεινάσανε – εμείς πάλι μπυρόνια ονειρευόμασταν). Μόνο που το εστιατόριο που επέλεξε ανήκε σε ξενοδοχείο που ήταν υπό ανακαίνιση (το μπαλκόνι του είχε εξαιρετική θέα προς τη Pare Pare και τη θάλασσα). Έτσι αναγκάστηκα να γευτώ τα τηγανητά μου noodles στην καταθλιπτική εσωτερική αίθουσα.
Άλλες 5 ώρες μας μένανε ακόμα. Ο ουρανός βάρυνε και άρχισε η βροχή. Πλίτσι πλίτσι ήρθε ο ήχος της βροχής και με νανούρησε μέχρι που κάναμε την υποχρεωτική στάση για απογευματινό καφέ.
Μπαλκονάκι με άπλετη θέα προς το «ερωτικό βουνό». Έξυνα το κεφάλι μου τι στο καλό ερωτικό έχει η περιοχή αλλά η κυριούλα μας έλυσε την απορία. Να η σχισμή στο βουνό απέναντι μοιάζει με αιδοίο κι αυτό το οριζόντιο με φαλλό. Πολλή φαντασία οι άνθρωποι!!
Το "ερωτικό βουνό"
Είχαμε πια μπει στην περιοχή της Toraja αλλά παράλληλα είχε πέσει το σκοτάδι. Φτάσαμε αισίως μετά από 10 ώρες στο Rantepao και στο ξενοδοχείο μας, το Indra Toraja. Συμπαθητικό, σχετικά περιποιημένο αν και μια ανακαίνιση την ήθελε. Βόλτα κάνανε μερικά μυρμηγκάκια στο μπάνιο αλλά αυτά είναι πταίσματα. Το Rantepao δεν είναι και η Μέκκα του τουρισμού στην Ινδονησία κι εμείς δεν αναζητούσαμε λούσα.
Στην ρεσεψιόν μας συστήθηκε κι ο Enos που θα ήταν ο ξεναγός μας τις 2 επόμενες μέρες. Μαζί του πήγαμε για φαγητό σε κοντινό εστιατόριο. Οι Bintang μπύρες την τιμητική τους. Ήταν και το μόνο μέρος που είδαμε μαζεμένους τουρίστες. Τις επόμενες μέρες απολαύσαμε τη ξενάγηση χωρίς τη παρουσία άλλων τριγύρω μας….Τι μαγεία!
Ξημέρωσε η μέρα, το πρόγραμμα γεμάτο κι ο Enos με τον Didi πιστοί στο ραντεβού τους.
«Πρώτ’απ’όλα θα πάμε στο εβδομαδιαίο παζάρι» μας είπε. «Τέτοια μέρα έχει κανείς την ευκαιρία να δεί και την αγοροπωλησία ζώων».
Χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Αυτές οι ασιατικές υπαίθριες αγορές βρίθουν χρωμάτων, εικόνων και οσμών.
Αρχικά περάσαμε από τα ζαρζαβατικά.
Κάθε μικροκαλλιεργητής ήταν παρών στο δρόμο πουλώντας την πραμάτεια του. Έστω και λίγα έτσι για να συμπληρώσει εισόδημα.
Εκεί αγοράσαμε και φρεσκοκομμένο καφέ από την Toraja. Mόλις 2.5 ευρώ το κιλό, εκεί που στα σουβενιρατζίδικα των αεροδρομίων κόστιζαν 4 ευρω τα 250 γραμμάρια!
Όμως το ενδιαφέρον κομμάτι αφορά την αγοραπωλησία νεροβούβαλων και γουρουνιών.
Ορδές ολόκληρες ζωντανών τσαλαβουτούσαν μέσα στις λάσπες περιμένοντας τους αγοραστές τους. Εκεί λοιπόν μάθαμε ότι η αξία ενός νεροβούβαλου αυξάνεται όσο πιο εντυπωσιακά κέρατα έχει κι όσο πιο πουά είναι. Κάποιες άσπρες βούλες στο πρόσωπο ή το σώμα και η τιμή εκτινάσσεται.
Αυτό τον βούβαλο ποιός θα τον πάρει;
Κάνοντας γκέλες μέσα από ανθρώπους, μηχανάκια, φορτηγά και βουβάλια (όλα ανάκατα σε ένα οργιώδες συνονθύλευμα), φτάσαμε στο τομέα πώλησης χοίρων. Στρίγγλιζαν τα ζωντανά. Οργασμός πωλήσεων. Αλλού η έκθεση, αλλού η παραλαβή σε συσκευασία δώρου ώστε να είναι εύκολη η μεταφορά ακόμα και στο μηχανάκι.
Πακεταρισμένα έτοιμα προς παράδοση
...και μεταφορά
Κάπου ανάμεσα στο γουρουνοχαμό κάποια πιτσιρίκια παίζαν κοκορομαχίες και μια λεπτεπίλεπτη δυτική τουρίστρια με το αρωματικό μαντηλάκι στη μύτη ενοχλημένη από τη μυρωδιά. Τι τα θες γλυκειά μου αφού δεν τα μπορείς;;
Εντυπωσιασμένος από τον όγκο της ζωοπανήγυρης δήλωσα μεγαλοφώνως κι αφελώς ότι καλοτρώνε εδώ στην Τoraja.
«Μα δεν είναι για προσωπική κατανάλωση» μου λέει ο Enos.
«Τότε τι;»
«Μα είναι προορισμένα ΟΛΑ για τις νεκρικές τελετές. Θα σφαχτούν στη μνήμη του νεκρού»
Κάγκελο ο συμφορουμίτης σας….
«Ήρθε η ώρα να παρακολουθήσουμε νεκρική τελετή. Πάμε» μας παρότρυνε ο Enos.
Για να δούμε τι θα δούμε κι εσείς μαζί μου στο επόμενο κεφάλαιο. Γιατί μέχρι τότε, όσα εσείς γνωρίζετε ήδη από το προηγούμενο κεφάλαιο, εμείς απλώς τα αγνοούσαμε!! :roll:
Το βανάκι εγκατέλειψε το κεντρικό δρόμο κι άρχισε αργά ν’ανηφορίζει σε παράδρομους μέχρις ότου σ’ένα χωματόδρομο αναγκάστηκε πια να ακινητοποιηθεί. Μπροστά, το αδιαχώρητο από μηχανάκια και φορτηγά γεμάτα στις καρότσες τους από κόσμο και γουρούνια…
«Κατεβείτε, θα πάμε με τα πόδια» είπε ο Enos.
Μέσα σε χαμό από φωνές και γουρουνογριλίσματα πήραμε το δρόμο προς το rante, τη περιοχή που είχε επιλεγεί για την νεκρική τελετή.
Η βραδινή βροχή είχε κάνει το χώμα ένα βούρκο και τα πλαστικά μου παπούτσια ουδόλως εξασφάλιζαν την ισορροπία μου. Με το που άρχισε δε ο δρόμος να γίνεται κατηφορικός, συνειδητοποίησα ότι ικανότητα να πατινάρω πάνω στις λάσπες σαν άλλος Plushenko δεν την έχω.
Καλά που υπήρξαν κι εκείνες οι μαυροφορεμένες Τοραγιανές που άρχισαν να τσιρίζουν πανικόβλητες όταν ένας άγνωστος προσγειώθηκε άγαρμπα πάνω τους γλιστρώντας στις λάσπες. Αλλά έτσι γλύτωσα να γίνω ένα με τις γουρουνοπροσφορές που είχαν στοιβαχτεί σε σειρά πάνω στο χώμα.
Με βήματα αργά και σταθερά σαν τη πάπια συνέχισα το δρόμο μου προς το rante.
Λίγο πριν, σ’ένα αυτοσχέδιο χώρο με τραπέζι ήταν στοιβαγμένος κόσμος. Το πένθιμο μαύρο χρώμα κυριαρχεί παντού. Κάτι λέγανε αυτοί, κάτι γράφανε οι καθήμενοι επί του τραπεζιού, κι η απορία μου προφανής.
«Τι κάνουν εδώ;»
«Δηλώνονται»
Έκανα ένα σωρό συνειρμούς σχετικά με την έννοια «Δήλωση», αλλά σε κηδεία ήμουν…
«Δηλώνουν το όνομά τους, καταγράφεται η γουρουνοπροσφορά τους, πληρώνουν κυβερνητικό φόρο για το γουρούνι(!) και περιμένουν να εκφωνηθεί το όνομά τους για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια του εκλιπόντος» με έβγαλε από την απορία μου ο Enos.
Συνεπώς μιλάμε για οργάνωση όχι αστεία. Πλήρης απογραφή και τάξις!
To rante ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας μέσα σε ένα οργασμό εργασιών.
Το φέρετρο και η φωτογραφία του εκλιπόντος μας ατένιζε από περίοπτη θέση, τοποθετημένο ψηλά μέσα σε μια προσομοίωση παραδοσιακού Τοραγιανού σπιτιού.
O χώρος του rante. Κεντρικά ο χώρος σφαγής και ο χώρος φύλαξης του φέρετρου
Από κάτω μαυροντυμένοι άντρες μ’ένα μικρόφωνο και μια ντουντούκα μονολογούσαν ασταμάτητα κάτι, σ’ένα ρυθμό που παρέπεμπε σε λαϊκή αγορά.
«Μα τι λένε και γλώσσα δεν βάζουν μέσα τους» ρωτά ο αδαής συμφορουμίτης σας.
«Καλούν ονομαστικά την επόμενη ομάδα καλεσμένων να υποβάλλουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια, παράλληλα αναφέρουν κι από ποιόν είναι τα γουρούνια που προσκομίζονται στον κεντρικό χώρο» απαντά ο Enos.
Διότι κάθε γουρούνι δια του λόγου το αληθές έφερνε και το μπιλιετάκι της οικογένειας. Όπως λέμε αυτό το ατμοσίδερο δώρο για το γάμο κι από κοντά η καρτ βιζίτ με την υπογραφή της γειτόνισσας με ευχές για βίον ανθόσπαρτον.
Προνοητικός ο Enos μας έδωσε ένα δέμα σε πλαστική σακούλα για να μην φανεί ότι ήρθαμε με άδεια χέρια.
«Αυτό να το παραδώσετε στους κυρίους. Είναι η δική σας προσφορά εις μνήμην του νεκρού». Αγνοώ ακόμα και σήμερα το περιεχόμενο, από λεπτότητα δεν το έλεγξα. «Σας φέραμε κι εμείς το κάτι τις, για ανοίξτε να δούμε τι σας φέραμε»… ε, δεν είναι κομψό!
Γύρω από τον χώρο σφαγής και το φέρετρο, ήταν παρατεταγμένες κυκλικά υπερυψωμένες σκεπαστές εξέδρες όπου στεγάζονταν οι στενότεροι συγγενείς του εκλιπόντος. Εκεί είχαμε και την τιμή να παρακαθίσουμε κι εμείς ως ξώφαλτσοι τουρίστες. Ως Δαναοί λοιπόν αλλά μη χοίρον φέροντες, κάτσαμε οκλαδόν στην πρόχειρη κατασκευή, μας προσφέρθηκε τσάι και βουτήματα και με το ευρύτερο συγγενολόι πρώτη εξέδρα πίστα βιώναμε τα δρώμενα.
Στο κέντρο του rante με απλωμένα φύλλα φοινικιάς, είχε ήδη λάβει χώρα η θυσία του νεροβούβαλου. Άρα το πνεύμα του νεκρού είχε ήδη ξεκινήσει το γαλήνιο ταξίδι του για την Puya στη ράχη του αποθανόντος τετράποδου.
Ο διαμελισμός του νεροβούβαλου
Τα παιδιά πάντα αναζητούν ευκαιρία για παιχνίδι, έστω κι αν αφορά τις οπλές του αποθανόντος νεροβούβαλου
Πλέον το ενδιαφέρον είχε στραφεί στον τεμαχισμό και την διανομή του κρέατος προς επιλεγμένους επισκέπτες. Με ματσέτα κοβόταν το κρέας και τα κομμάτια δένονταν σε μια αρμαθιά για τη μοιρασιά. Άλλες φορές η διαδικασία ήταν αμεσότερη. Ευμεγέθη κομμάτια κρέατος παραδίδονταν άμεσα στα χέρια των ενδιαφερομένων.
Στην είσοδο της μεγαλύτερης εξέδρας (πολυτελούς κατασκευής με κόκκινο σκέπαστρο και πολύχρωμη είσοδο) κάθονταν άτομα με φανταχτερές παραδοσιακές φορεσιές. Ήταν προορισμένη για την επίσημη υποδοχή των καλεσμένων από την οικογένεια.
Η κεντρική εξέδρα υποδοχής των καλεσμένων
Κινητικότητα επικρατούσε, κόσμος εν πομπή πήγαινε κι ερχόταν, ο νεροβούβαλος είχε γίνει πλέον μερίδες για κοκκινιστό στη κατσαρόλα, τα κέρατά του είχαν αφαιρεθεί από το κεφάλι για να διακοσμήσουν την είσοδο της οικείας κι εγώ πάσχιζα να αποκωδικοποιήσω το τελετουργικό της κηδείας μέσα σε σύννεφα καπνού τσιγάρου με γεύση γαρύφαλλου που μου πρόσφεραν (και το οποίο είναι πολύ δημοφιλές στην Ινδονησία).
Με τη ματσέτα αφαιρούνται τα κέρατα προς διακόσμησιν της οικίας
Η διαδικασία λοιπόν έχει ως εξής:
Αρχικά γίνεται εκφώνηση των ονομάτων των δηλωθέντων καλεσμένων με ταυτόχρονη προσέλευση των δωρο-γουρουνιών που εναποτίθενται προσωρινά στον κεντρικό χώρο και στη συνέχεια μεταφέρονται σε γειτονικούς για σφαγή (κεντρικά σφάζονται μόνο οι νεροβούβαλοι).
Η προσκόμιση των γουρουνιών στο κεντρικό χώρο του rante
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων σχηματίζεται μια πομπή με τους νεοφερμένους καλεσμένους. Μπροστά ένας γηραιός κύριος με παραδοσιακή ενδυμασία βγάζοντας κραυγή οδύνης δίνει το ρυθμό προς το χώρο υποδοχής.
Ακολουθεί ζευγάρι ή ζευγάρια με παραδοσιακή ενδυμασία και τέλος οι καλεσμένοι σε απόλυτη στοίχιση (κι όχι μπουλούκι όπως γίνεται εν Ελλάδι).
Η πομπή των καλεσμένων
Αφού τακτοποιούνται στην επίσημη εξέδρα, από το χώρο κουζίνας ξεκινά μια νέα πομπή. Μπροστά τα ίδια ζευγάρια με τη παραδοσιακή ενδυμασία και πίσω του (σε αυστηρή πάντα στοίχιση ανά δυάδες) ομοιόμορφα ντυμένες και χτενισμένες στη τρίχα κυρίες που κουβαλούν τα σερβίτσια και το τσάι που σερβίρεται στους καλεσμένους.
Η πομπή του τσαγιού
Τέλος από τον χώρο της κουζίνας ξεκινά τελευταία η μαυροντυμένη πομπή της οικογένειας του εκλιπόντος (πάντα πίσω από το ζευγάρι με τη παραδοσιακή ενδυμασία)
Η πομπή της οικογένειας του εκλιπόντος
Όλοι μαζί καταλήγουν στην κεντρική εξέδρα όπου σερβίρεται το τσάι. Τι εκτυλίσσεται εκεί ακριβώς δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω.
Η ίδια ιεροτελεστία με την αντίστροφή σειρά ακολουθείται κατά την αποχώρηση της ομάδας των καλεσμένων.
Αυτό τελετουργικό το είδαμε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με θρησκευτική ευλάβεια και κατάνυξη. Αν λάβετε υπόψη ότι οι καλεσμένοι μπορεί να αγγίζουν σε αριθμό μερικές χιλιάδες μπορείτε να αντιληφθείτε πόσες φορές επαναλαμβάνεται το σκηνικό.
«Μπορείτε να πάτε κι εκεί που σφάζουν τα γουρούνια» μας προέτρεψε ο Enos.
Με ένα αιχμηρό αντικείμενο κόβεται κεντρικό αγγείο έτσι ώστε το γουρούνι να καταλήξει από αιμορραγία. Το αίμα όμως δεν αφήνεται να χυθεί στο χώμα (ο χασάπης βάζει το δάκτυλο στην πληγή για να το αποτρέψει), αντίθετα αφήνεται να λιμνάσει στην κοιλιά του γουρουνιού.
Η κοιλιά του ανοίγεται προσεκτικά και το λιμνάζον αίμα συλλέγεται μέσα σε κορμούς μπαμπού. Γιατί; Διότι μέσα στο μπαμπού μαζί με το αίμα προστίθεται αλάτι και κομμάτια χοιρινού κρέατος κι αυτό μαγειρεύεται στη φωτιά. Μην περιμένετε να σας πω αν δοκίμασα. Δεν το αποτόλμησα!
Το γουρούνι μετά το τοποθετείται σε φωτιά πάνω σε κορμούς μπαμπού ώστε να καεί το τρίχωμα και ακολουθεί ο τεμαχισμός και το μαγείρεμα στη θράκα (πάλι δεν πήραμε μεζέ)
Το ίδιο σκηνικό γουρουνοθυσίας επαναλαμβανόταν ολούθε τριγύρω.
«Τόσος θάνατος για ένα θάνατο» αναφώνησε ο συνταξιδευτής μου κι έγινε αυτόματα ο πνευματικός πατέρας του τίτλου του σημερινού κεφαλαίου.
Όπως έγραψα η κηδεία κρατά αρκετές ημέρες με συνεχείς σπονδές, το σκηνικό όμως που παρακολουθήσαμε αποτελεί την κορύφωση της τελετής.
Αναχωρήσαμε, αποθανατίζοντας τις τελευταίες εικόνες, περνώντας μέσα από μια ατέλειωτη συστοιχία γουρουνιών - προσφορά στο νεκρό.
Παρότι τα γραφόμενά μου εμπεριέχουν μια δόση χιούμορ, οφείλω να ομολογήσω ότι η εμπειρία κυριολεκτικά μας συγκλόνισε.
Ήταν μια πράξη πανάρχαιας σπονδής. Σταθήκαμε μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης και μοναδικής τελετής που δεν κρύβει τις ανιμιστικές της καταβολές βαθειά ριζωμένες στην παράδοση των κατοίκων Tana Toraja.
Θρήνος δεν υπήρξε. Ήταν μια μεγάλη γιορτή αποχαιρετισμού. Άλλωστε ο Θάνατος στην Tana Toraja δεν καταγράφεται ως απώλεια, αλλά σαν ένα ταξίδι στην Puya.
Στη γη των πνευμάτων.
Στη γη των προγόνων.
Για το τέλος παραθέτω ένα σύντομο βίντεο που τράβηξα, επεξεργάστηκα πρόχειρα κι ανέβασα στο ΥouΤube, το οποίο συνοψίζει τα γραφόμενα.
Σκοπός μου να σας μεταφέρω μια πιο «ρεαλιστική» αίσθηση της τελετής μέσω κινούμενης εικόνας και ήχου. Αν αξίζει το κόπο (χρονοβόρα διαδικασία) και για μελλοντικές ιστορίες το αφήνω στη κρίση σας πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες!
YΓ: Λόγω του βίαιου του θεάματος, επιθυμητή η γονική συναίνεση! Χορτοφάγοι και μέλη φιλοζωικών οργανώσεων ας το αποφύγουν καλύτερα…
Εγκαταλείψαμε το χώρο τελετής μέσα από κρουνούς αίματος των τετράποδων σπονδών ανάκατους με λάσπη, κινώντας για το υπόλοιπο της περιήγησης, με συναφή θεματολογία φυσικά.
Αφού είδαμε τη τελετή ταφής, καιρός να επισκεφθούμε και τις τελευταίες κατοικίες των εκλιπόντων, οι οποίες αποτελούν από μόνες τους λόγω της ιδιαιτερότητάς τους αξιοθέατο στη περιοχή.
Πήραμε το δρόμο νότια από το Rantepao με πρώτη στάση στο χωριό Lemo.
Εκεί επισκεφθήκαμε τρία παραδοσιακά σπίτια tongkonan με οροφή από χόρτο για να καταλήξουμε στους λαξευτούς τάφους, από τους πλέον φωτογενείς στην Τοraja.
Λαξευτοί τάφοι βρίσκονται διάσπαρτοι παντού στη Tana Toraja, όπου υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε κάθε διαθέσιμο βράχο. Το να λαξέψεις ένα τάφο στο βράχο είναι μια διαδικασία που απαιτεί αρκετό χρόνο προετοιμασίας πριν την ταφή, καθώς γίνεται δια χειρός επιδέξιων τεχνιτών με το σφυροκάλαμο.
Παλιότερα οι τεχνίτες πληρώνονταν σε βουβάλια και χρειάζονταν κάμποσα βουβάλια να λαξευτεί ένας τάφος. Σήμερα, ακόμα κι αν η αμοιβή είναι χρηματική, οι λαξευτοί τάφοι εξακολουθούν να είναι προνόμιο μόνο των οικονομικά επιφανέστερων.
Οι λαξευτοί τάφοι στο Lemo
Μέσα σε ένα ρυζοχώραφο οι τάφοι μας ατένιζαν ψηλά πάνω σ’ένα κάθετο βράχο. Θέαμα μοναδικό και υποβλητικό.
Αυτό που εντυπωσιάζει γενικά στην Toraja είναι ότι οι τάφοι δεν περιορίζονται σε κλειστούς απομονωμένους χώρους. Μπορεί να είναι μέσα σε ορυζώνες, πάνω στο δρόμο ή ακόμα και μέσα στα χωριά.
Οι νεκροί εξακολουθούν να συνυπάρχουν ανάμεσα στους ζωντανούς!
Κάθε τάφος είχε και μια περίτεχνα σκαλιστή πόρτα. Κάποιες μάλιστα λείπανε καθώς όπως μας είπε ο Enos κάποιοι επιτήδειοι τις αφαιρούν για χρήση σε άλλους τάφους!!
Το σκηνικό συμπληρωνόταν με μικρά λαξευτά μπαλκόνια όπου τοποθετούνται ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα, τα tau tau (σημαίνει άνθρωποι).
H κατασκευή των tau tau χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Παραδοσιακά τα αγάλματα αυτά έδειχναν το γένος του εκλιπόντος, τώρα πια προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά και να αντανακλούν το κοινωνικό στάτους και τον πλούτο του (όσο πιο φραγκάτος τόσο καλύτερη η ποιότητα του ξύλου και η ένδυση). Πολλά έχουν την ίδια μοίρα με τις πόρτες - τα κλέβουν.
Παρά τον ναΐφ τρόπο κατασκευής τους δίνεται έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Ένοιωθα τα θεόρατα μάτια να με διαπερνούν με το βλέμμα τους, τα χέρια σε έκταση σαν επίκληση (ή άραγε κάλεσμα), κάποια με το στόμα κλειστό (?), άλλα αναδείκνυαν τη πλούσια κόμη του εκλιπόντος, άλλα με καπέλο και ρούχα που τα είχε σχεδόν κουρελιάσει ο χρόνος κι ο καιρός. Κι όμως τα tau tau συντηρούνται σε ειδική τελετή κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και τους τοποθετούνται νέα ρούχα.
Tau Tau
Στα ριζά του βράχου ήταν τοποθετημένες δυο μινιατούρες tongkonan, οι οποίες στη ερώτησή μας τι εξυπηρετούσαν, μας δόθηκε η απάντηση ότι είναι το μέσο με το οποίο μεταφέρονται οι νεκροί στους ώμους των συγγενών στη τελευταία τους κατοικία.
Οι τάφοι είναι μόνιμες κατοικίες των νεκρών. Δεν υπάρχει διαδικασία εκταφής και νέας χρήσης του χώρου. Παρά το μικρό μέγεθος της εισόδου, το εσωτερικό είναι «άνετο» επιτρέποντας έτσι να ταφούν κι άλλα μέλη της οικογένειας στον ίδιο χώρο.
Υπό το άγρυπνο βλέμμα των εκφραστικών tau tau πήραμε ένα μικρό δρομάκι που οδηγούσε μέσα από κακαόδενδρα, σε ένα άλλο βράχο διάτρητο κι αυτό από τάφους. Κάποια στεφάνια αφημένα στα ριζά του βράχου δήλωναν πρόσφατη ταφή. Όλα τα διακοσμητικά αυτά (σταυροί, tau tau, επιτάφιοι) αφήνονται και καταστρέφονται με το πέρασμα του χρόνου.
«Τυχεροί νεκροί» σκέφτηκα, καθώς από το χώρο της τελευταίας τους κατοικίας το πνεύμα τους μπορεί να ατενίζει ένα γοητευτικό τοπίο με βουνά βουτηγμένα στο πράσινο και ατέλειωτους ορυζώνες όπου οι ζώντες ακόμα μοχθούν για τον επιούσιο.
H θέα από τους λαξευτούς τάφους
Περνώντας μέσα από τους ρυζοχώραφα, ανάμεσα στους ντόπιους που ακάματα πάλευαν βουλιάζοντας με τα γυμνά τους πόδια στα νερά μαζεύοντας ή αποφλοιώνοντας το ρύζι χειρονακτικά, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στα πολλά ονόματα που δίνουν οι Ινδονήσιοι στο ρύζι όπως μας είπε ο Enos:
Padi είναι το ρύζι που μεγαλώνει στους αγρούς,
Gabah είναι οι σπόροι ρυζιού με το φλοιό τους,
Βeras οι αποφλοιωμένοι σπόροι του ρυζιού (πριν μαγειρευτεί)
και Nasi το μαγειρεμένο ρύζι (εξ’ου και η ονομασία που θα συναντήσει κανείς στους καταλόγους των εστιατορίων).
Διασχίζοντας τα υποτονικά σουβενιρατζίδικα που απαραίτητα κοσμούν το κάθε αξιοθέατο στην Ινδονησία (αλλά εκεί -εν αντιθέσει με το Μπαλί- ουδόλως στο πνεύμα του σ’αρπάζω απ’το μανίκι για να ψωνίσεις) αναχωρήσαμε για τον επόμενο σταθμό στο χωριό Kambira όπου υπάρχει χώρος ταφής βρεφών.
Τα βρέφη (συνήθως κάτω από 6 μηνών, να μην έχουν ανατείλει τα νεογιλά δόντια ακόμη) ενταφιάζονται με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς τελετές και σε ξεχωριστούς χώρους.
Βράχος;; Σπηλιά;; Έδαφος;;
Όόόόχι πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες.
Τα βρέφη θάβονται σε…δέντρο!!!
Φτάσαμε στο χώρο και περνώντας μέσα από 2-3 παραδοσιακά tongkonan καταλήξαμε μέσα από ένα δάσος από μπαμπού στο δένδρο ταφής.
Με την ευκαιρία θα πω ότι τα μπαμπού είναι και τα αγαπημένα μου δένδρα. Κομψά, πανύψηλα, σε πυκνούς σχηματισμούς, ευθυτενή, με χονδρούς κορμούς γεμάτους καταπράσινα φύλλα ήταν σαν σκηνικό από τα «Ιπτάμενα Στιλέτα».
Hydronetta-λατρεμένο το μπαμπού λοιπόν αλλά και πλέον πολυχρηστικό για τους Ινδονήσιους που το αποκαλούν «δένδρο με τις 100 χρήσεις», καθώς όχι μόνο για έπιπλα αλλά μέχρι και σαν μαγειρικό σκεύος χρησιμοποιείται (ας θυμηθούμε τη συνταγή στη νεκρική τελετή).
Τα λατρεμένα μου μπαμπού
Εκστασιασμένος με το βλέμμα από το έδαφος μέχρι τον ουρανό να το σκεπάζουν τα μπαμπού, ακολούθησα τη σύντομη διαδρομή μέχρι το δένδρο. Δε λέω, μοναδικές οι τελετές κι οι λαξευτοί τάφοι αλλά αυτό ήταν συγκλονιστικότερο όλων.
Περιστοιχισμένο από τα πανύψηλα μπαμπού στη μέση ενός κυκλικού χώρου έστεκε ένα δένδρο στου οποίου το κορμό είχαν σκαλιστεί μικρές εσοχές οι οποίες καλύπτονταν από πρόχειρες ξύλινες πορτούλες.
Αυτοί ήταν οι τάφοι των βρεφών.
Το δένδρο των νεκρών βρεφών
«Γιατί έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο δένδρο;» ρώτησα τον Enos, καθώς η περιοχή ουδόλως υστερούσε σε βλάστηση.
«Το δένδρο αυτό σαν χαραχτεί παράγει κάτι σαν γάλα. Κι αυτό είναι για τα νεκρά βρέφη σαν το γάλα της μητέρα τους. Για να εξακολουθούν και μετά θάνατον να το πίνουν και να αναπτύσσονται όπως όλα τα παιδιά εν ζωή» μας είπε. «Τα βρέφη θάβονται όρθια. Όσο ψηλώνει το δένδρο, τόσο κι αυτά πιστεύεται ότι μεγαλώνουν».
Μας έδειξε και κάποιες καμπυλωτές προεξοχές του κορμού. «Το δέντρο σαν ζωντανός οργανισμός με τον καιρό έρχεται και καλύπτει το κενό που δημιούργησε το σκάλισμα, αγκαλιάζοντας και φυλακίζοντας μέσα στο κορμό του το σώμα του νεκρού βρέφους» αιτιολόγησε με έμφαση.
Είχα μείνει άφωνος . Μου φαινόταν αδιανόητο ότι αυτός ο κορμός κλείνει μέσα του σώματα βρεφών. Κι είχα συγκλονιστεί από την πρακτική αυτή που βασιζόταν σε μια θεώρηση που ξεπερνά την συμβατική δική μας περί θανάτου…
Σε μικρή απόσταση από το Kambira, μέσα από απέραντους ορυζώνες όπου το padi λαμπύριζε στον ήλιο σαν χρυσοπράσινο χαλί, φτάσαμε στο χωριό Tampagailo για να επισκεφθούμε χώρους ταφής σε σπηλιές.
Μια θάλασσα από χρυσοπράσινο ρύζι
Αφήσαμε το αμάξι και διασχίσαμε μια σύντομη διαδρομή με τα πόδια μέσα στους ορυζώνες. Στη διάρκειά της είχαμε την ευκαιρία να δούμε και ταφικά μνημεία πολύ πιο δυτικότροπα στην κατασκευή τους καθώς ήταν ευμεγέθη χτίσματα, περιποιημένα, με το μπαλκονάκι τους, τις κολωνίτσες τους, βαμμένα πολύχρωμα και κατάφορτα με στεφάνια. Προφανώς λειτουργούν σαν οικογενειακοί τάφοι.
Ο δρόμος μας έφερε σε μια ανοικτή σπηλιά όπου η πρώτη εικόνα ήταν αραδιασμένες νεκροκεφαλές πάνω στα βράχια ή στις άκρες του σπηλαίου.
Στα ψηλότερα τοιχώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης βρίσκονταν φέρετρα ενώ το σκηνικό συμπληρωνόταν από tau tau.
Eίναι η οικονομικότερη επιλογή που υπάρχει για τους ανθρώπους της περιοχής.
Τα φέρετρα μεταφέρονται στη σπηλιά και τοποθετούνται ψηλά σε ειδικές ξύλινες εξέδρες. Ο χρόνος αναλαμβάνει τα υπόλοιπα.
Είχαμε πια ολοκληρώσει τη περιήγηση της πρώτης μέρας στη Tana Toraja. Και τι μέρα… αφιερωμένη αποκλειστικά… στο θάνατο!! Νεκρικές τελετές, σφαγές, τάφοι όλων των ειδών μαρτυρούν αυτό που προανέφερα. Ότι ο θάνατος στην Tana Toraja είναι το σημαντικότερο γεγονός της κοινωνικής ζωής του τόπου.
Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής με σύντομη διακοπή για φαγητό (θα μου πεις μετά από τόσο θανατικό πεινάγατε?) κι έτσι κάναμε μια στάση σε ένα γοητευτικό μικρό εστιατόριο με βεράντα καταμεσής στους ορυζώνες και τα βουνά της περιοχής.
Δοκιμάσαμε τις τοπικές σπεσιαλιτέ (ουδόλως έθελξαν τον ουρανίσκο μου) με παγωμένη Bintang που κύλησε σαν βάλσαμο μέσα μας.
Οι βουκολικές εικόνες με το θέρισμα του padi που εκτυλίσσονταν τριγύρω μας ήταν μοναδικές. Ξεχασμένες πλέον, εκεί όπου η τεχνολογία έχει υποκαταστήσει τον ανθρώπινο μόχθο.
Το γεύμα μας
Με το δειλινό γυρίσαμε στο Rantepao με τα γλυκά χρώματα να αναδεικνύουν τη γοητεία των ορυζώνων με φόντο τα καταπράσινα βουνά.
Κάναμε μια σύντομη βόλτα στην αγορά κοντά στο ξενοδοχείο μας. Ήμασταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού οι τουρίστες κάτι που επέτρεπε και στο κόσμο να είναι φιλικότερος απέναντί μας και να μας χαιρετά σε κάθε μας βήμα.
Ειδικά τα πιτσιρίκια ξετρελάθηκαν στην ιδέα της ψηφιακής φωτογραφίας. Πόζαραν, έβλεπαν την φωτογραφία τσιρίζοντας και χοροπηδώντας, ζητώντας κι άλλη ξανά και ξανά… Τι υπέροχο που αλληλεπιδρούσαμε με γέλιο, χαρά και σκανταλιό χωρίς εκείνα να νοιώθουν επιφυλακτικότητα προς έναν άγνωστο.
Ένα τρισχαριτωμένο ζουζούνι στο Rantepao
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κάνοντας μια σύντομη στάση στο γειτονικό σουπερμάρκετ για αγορά ποτών και των απαραίτητων παρελκόμενων. Με εντυπωσίασε η χαμογελαστή ευγένεια και η εντιμότητα του μαγαζάτορα που σκίστηκε να μας δώσει τα ρέστα μέχρι και την τελευταία ρουπία.
Δεν διαφθείρονται παντού οι άνθρωποι από το τουριστο-χρήμα σκέφτηκα (εν αντιθέσει προς το Μπαλί).
Με ολίγον Μουντιάλ και χαζεύοντας τις φωτογραφίες της ημέρας σιγά σιγά παραδοθήκαμε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Είχαμε ακόμα μια μέρα να γνωρίσουμε τις φυσικές ομορφιές πια της Τana Toraja.
H μέρα ανέτειλε λαμπρή μετά τη βραδινή βροχή. Το πρόγραμμα της περιήγησης πιο χαλαρό σήμερα και χωρίς αιματοχυσίες.
«Αν θέλετε να παρακολουθήσετε κι άλλες νεκρικές σπονδές μπορούμε να πάμε» μας πρότεινε ο Enos, αλλά ομολογώ ότι άλλο sequel ομαδικής σφαγής ζώων δεν είχαμε διάθεση να δούμε. Προτιμήσαμε να περιηγηθούμε στην υπέροχη φύση της Tana Τoraja, όχι ότι βέβαια θα γλυτώναμε τους τάφους που όπως προείπα είναι διάσπαρτοι παντού.
Κατευθυνθήκαμε αρχικά νότια του Rantepao στο χωριό Ketekesu.
Λίγο πριν την είσοδο στο παραδοσιακό χωριό οι ντόπιοι είχαν αρχίσει πουρνό-πουρνό να καταπιάνονται με τις αγροτικές εργασίες. Στο πλάι του δρόμου πάλευε με τις αρμαθιές η κυρά-Καλή διαχωρίζοντας τους κόκκους ρυζιού από το φυτό. Μια διαδικασία, μονότονη και κουραστική: σκύψε – κοπάνα – σήκω, κάτω από το λιοπύρι.
"Α, θα το δοκιμάσω κι εγώ" αναφώνησε ο συνταξιδιώτης μου και με βήμα χαρωπό πήρε θέση δίπλα στη κυρά-Καλή, δώστου χτυπώντας το ρύζι (για φωτογραφικές ανάγκες βέβαια). Μετά από μερικά σετάκια επικύψεων και εγέρσεων, χοντροί κόμποι ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν από το μέτωπό του και το επαπειλούμενο λουμπάγκο έκανε την εμφάνισή του.
Aποτέλεσμα; Ισχνή ρυζοταϊσμένη Τοραγιανή vs καλοθρεμμένος δυτικός τουρίστας: πανηγυρικά 1-0.
Συμπέρασμα: κιλά δεν χάνονται με δίαιτες. Κλείστε διακοπές μιας εβδομάδας στη Τοraja να κοπανάτε και να τρώτε μόνο ρύζι ολημερίς και να δείτε πώς θα εξαχνωθούν τα παχάκια.
Ινδονησία - Ελλάς: 1-0
Το Ketekesu ακολουθεί το πρότυπο των παραδοσιακών χωριών της Tana Toraja. Tα tongkonan που χρησίμευαν σαν κατοικίες παρατεταγμένα σε μια σειρά κι απέναντί τους οι ρυζαποθήκες σε ανάλογη αρχιτεκτονική, όλα πνιγμένα στο πράσινο και τους φοίνικες.
Ketekesu
Ήταν και το πρώτο χωριό που συναντήσαμε, όπου στεγαζόταν κι ένα μικρομάγαζο με σουβενίρ, χειροποίητα υποτίθεται. Τιμές μάλλον τσουχτερές για ξυλόγλυπτα τοραγιανά μοτίβα και τιμές ακατέβατες. Τα ανατολίτικα παζάρια εδώ δεν είχαν πέραση. Απογοητευμένοι (άλλωστε θα ζούσαμε και χωρίς τον τοραγιανό βούβαλο να διακοσμεί το σαλόνι μας) αναχωρήσαμε πάνω στην ώρα που πλάκωσε ο στρατός ο οποίος κατά τα φαινόμενα ήταν σε εκδρομή αναψυχής για τα υψηλόβαθμα στελέχη. Πάλι καλά γιατί το γραφικό χωριό πνίγηκε στα μιλιτέρ τζιπάκια και πούλμαν, κάτι που κατέστρεφε την φωτογένειά του.
Ακολουθήσαμε τη σύντομη διαδρομή προς τους κρεμαστούς τάφους γειτονικά του χωριού.
Εδώ το μοτίβο ταφής προσομοιάζει με εκείνα των σπηλιών. Κάθετα δοκάρια τοποθετημένα στους βράχους υποστηρίζουν τα ξύλινα κοφίνια, τα οποία από τον καιρό είχαν σχεδόν διαλυθεί αφήνοντας τα κρανία και οστά σε κοινή θέα. Μερικά φέρετρα ομολογώ ότι ήταν σκαλισμένα με περίτεχνα μοτίβα ή ακόμα και με πλώρη νεροβούβαλου. Η φαντασία σε όλο το μεγαλείο της.
Το πλέον ενδιαφέρον ήταν που δίπλα στα κρανία ήταν τοποθετημένα τσιγάρα…
Με έβγαλε ο Enos από την απορία μου πριν προλάβω καν να την εκστομίσω: «Είναι προσφορές για τους νεκρούς. Για να μην αισθάνονται ότι τους λείπει κάτι εκεί στη γη των προγόνων τους».
«Μια χαρά σκέφτηκα θα φουμάρουν οι αποδημήσαντες. Ούτε αντικαπνιστικοί νόμοι, ούτε έννοια για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού.». Ως καλός καπνιστής έκανα κι εγώ την προσφορά μου και συνεχίσαμε ανηφορικά, με τα φέρετρα να χάσκουν πάνω από τα κεφάλια μας.
Κρεμαστοί τάφοι
Περνώντας μέσα από συστάδες λατρεμένων μπαμπού φτάσαμε πάλι σε μια σπηλιά που χρησιμοποιείτο σαν χώρος ταφής. Μόνο που εδώ επικρατούσε μια σχετικά αταξία. Μπουκάλια, ρούχα, εφημερίδες κι ένα σωρό μικροαντικείμενα ήταν πεταμένα ολούθε.
«Τς τς κανένας σεβασμός στους νεκρούς» σχολίασα πικρόχολα, για να λάβω την πληρωμένη απάντηση: «Μα δεν τα είπαμε πριν; Πρέπει να περνάνε καλά οι νεκροί στον άλλο κόσμο. Δεν πρέπει να τους λείπει τίποτα από τα αγαπημένα τους αντικείμενα».
Αρχαιοελληνική προσέγγιση ομολογώ. Τώρα βέβαια αγαπημένο αντικείμενο η μπουκάλα Coca Cola; Αλλά πού το ξέρει κανείς τι εθισμούς είχε ο εκλιπών! Άλλωστε δεν έχω ενημέρωση αν προσφέρονται αναψυκτικά στον παράδεισο. Για πιλάφια και παρθένες όμως κάτι έχει πάρει το αυτί μου. :roll:
Επιστρέφοντας στο χωριό και κατά την αναχώρησή μας είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε κι ένα ξυλουργείο. Τι έπιπλα, τι καρέκλες κλπ μαύρα άλογα. Φέρετρα… αυτές είναι δουλειές με φούντες. Όμως όπως αποδεικνύει η επισυναπτόμενη φωτό, όλα κι όλα μεγαλοπρεπέστατο το φέρετρο. Τυχερός ο μακαρίτης!
Πήραμε το δρόμο προς το Rantepao και ακολουθήσαμε κατεύθυνση προς τα βόρεια. Στάση στο χωριό Bori όπου σε μια μικρή έκταση κοντά στο χωριό βρίσκονται διάσπαρτοι ογκώδεις μονόλιθοι.
Τα μενίρ του Bori
Τα μέρη αυτά θεωρούνται ιερά και αποτελούν συνήθη τόπο rante (νεκρικών τελετών) και δια του λόγου το αληθές επικρατούσε οργασμός εργασιών κατασκευής εξέδρων για την επικείμενη ταφή. Μάλιστα και ο λαξευτός τάφος είχε σχεδόν ετοιμαστεί.
Στο χώρο του μελλοντικού rante μέσα σε ένα δάσος από λυγερόκορμα μπαμπού ήταν ένας τεράστιος οβάλ βράχος διάτρητος από εσοχές που στέγαζαν τάφους.
Το ίδιο σκηνικό σε κάθε μεγάλο ή μικρό βράχο σ’όλη τη διαδρομή προς το Batuturnonga, την κορφή όπου ήταν ο τελικός μας προορισμός για να γευματίσουμε και να απολαύσουμε την εκπληκτική θέα.
Tάφοι, τάφοι, τάφοι....
Μέσα από ορυζώνες, διάσπαρτα χωριά με σπίτια tongkonan (τα περισσότερα όμως με ελενίτ σκεπές που διασφαλίζουν αντοχή στο χρόνο αλλά όχι και φωτογένεια όπως οι παραδοσιακές), πήραμε τον ανηφορικό δρόμο προς το βουνό κάνοντας μια στάση για να δροσίσουμε τον ουρανίσκο μας σε ένα υπαίθριο καφέ στη περιοχή Lempo. Ό,τι ξεδιπλώθηκε στα έκπληκτα μάτια μας ήταν μια πανέμορφη πλαγιά, ένα καταπράσινο ποτάμι από χαμηλές αναβαθμίδες ορυζώνων. Στο βάθος ξεφύτρωναν κατάφυτες κορφές βουνών και πλούσιες συστάδες δέντρων.
Πήρα το τσαγάκι μου κι άφησα τα μάτια μου να βυθιστούν στη μαγεία του τοπίου.
Ένοιωσα μια γαλήνη να με διαπερνά και να απλώνεται σαν γλυκό μούδιασμα σ’ όλο μου το κορμί.
Εκλιπαρούσα για μια αιώρα να απλώσω το απολλώνιο κορμί μου :roll: και να χορτάσω με όλες μου τις αισθήσεις αυτή την υπέροχη θέα.
Αλλά ο χρόνος γαρ βραχύς κι έτσι συνεχίσαμε την ανοδική μας πορεία.
Κανά 20λεπτο πριν από τον τελικό μας προορισμό ο Enos μας πρότεινε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και να περπατήσουμε. Ήταν μια σύντομη όμορφη βόλτα με τα απαραίτητα μαθήματα βοτανολογίας. Εκεί κάναμε και τη γνωριμία μας με το «ντροπαλό» φυτό. Σαν μια μικρή φτέρη όταν το άγγιζες εκείνο μάζευε ενστικτωδώς τα φύλλα του.
Όσο ανεβαίναμε τόσο το γοητευτικό τοπίο της Toraja ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μας.
Καταλήξαμε στο εστιατόριο όπου από το μπαλκονάκι του απολαύσαμε ένα χορταστικό γεύμα με μια εκπληκτική θέα: βουνά, δάση, ορυζώνες, μικρά χωριά και κάπου στο βάθος η πόλη του Rantepao.
Πλήρεις αισθήσεων, με την Bintang μπύρα να ρέει μεθυστικά στο αίμα μας πήραμε το δρόμο επιστροφής. Ήδη ήταν νωρίς το απόγευμα αλλά εφόσον ο χρόνος μας το επέτρεψε λοξοδρομήσαμε για τελευταίες εικόνες από ένα άλλο παραδοσιακό χωριό, το Palawa.
Οφείλω να ομολογήσω πως είναι το γραφικότερο απ’όλα τα παραδοσιακά χωριά που είδαμε.
Ίσως να φταίει το όμορφο γλυκό απογευματινό φως.
Ίσως ότι το χωριό είχε μόνιμους κατοίκους κι η βουκολική ζωή έρεε αδιατάρακτη παρά την παρουσία μας. Ειδικά μια παρέα παιδιών προσέδιδε ένα τόνο ζωντάνιας στο μουσειακό χαρακτήρα του χωριού.
Ουδέν καλόν αμιγές κακού όμως, καθώς περιμετρικά των σπιτιών tongkonan (που ήταν από τα εντυπωσιακότερα που είδαμε), ξεφύτρωναν σουβενιρομάγαζα με πωλητές που λίγο απείχαν από τους αντίστοιχους στο Μπαλί.
Η ζωή στο Palawa
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Από την καθολική εκκλησία απέναντι από το ξενοδοχείο μας απλώνονταν μελωδικοί ήχοι μιας χορωδίας.
Η περιέργεια με οδήγησε να κρυφοκοιτάξω από τη χαραμάδα της πόρτας. Οι χορωδοί μας πήραν χαμπάρι και με ένα παχύ χαμόγελο μας προσκάλεσαν να τους ακολουθήσουμε στα μελωδικά μονοπάτια εξύμνησης του Ύψιστου. Μόνο που εγώ ό άμουσος βρέθηκα να κρατώ παρτιτούρες και να προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω νότες και κείμενο που ουδαμώς προσφιλές ήταν γλωσσολογικά.
Πρακτικά νιαούριζα μέσα από τα χείλια μου για να μη προσβάλω τους υπόλοιπους. :roll:
Πάντως ήταν ο ιδανικότερος τρόπος να κλείσει άλλη μια όμορφη μέρα στη Tana Toraja.
Μας περίμενε πια ο μακρύς δρόμος επιστροφής στο Makassar και η προγραμματισμένη πτήση για το Μπαλί...
Με το που άρχισε να αχνοφέγγει η μέρα, μας βρήκε άρον άρον να ετοιμάζουμε μπαγάζια για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής προς το Makassar.
Ήταν και η ευκαιρία μας στη διαδρομή να απολαύσουμε τοπία της Toraja, καθώς με την άφιξή μας τη πρώτη μέρα είχε ήδη πέσει το σκοτάδι και δεν είδαμε τίποτα.
Ο ουρανός σκεπαζόταν σποραδικά από μερικά σύννεφα. To τοπίο ήταν γοητευτικότατο καθώς διάσπαρτες μυτερές κορφές χαμηλών βουνών χαμένες μέσα στην αχλή του πρωινού ανέδιδαν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα.
Οι αισθήσεις προσπαθούσαν να καταγράψουν κάθε λεπτομέρεια και να την αποθηκεύσουν στην μακρόχρονη μνήμη. Έτσι για να σκεφτόμαστε σε μελλοντικούς καιρούς πόσο όμορφα μέρη αντίκρισαν τα ματάκια μας.
Αυτό που άφησα ασχολίαστο στην περιγραφή μου για την Toraja έχει να κάνει με την… πολιτική αφισορύπανση! Όπου δέντρο σε σταυροδρόμι, γιαπί, μέσα στις πόλεις ή χωριά, να’σου και αφίσα εθνοσωτήριου πολιτικάντη ή πολιτικού συνδυασμού. Ο Enos μας εξήγησε ότι κάθε λίγο και λιγάκι διενεργούνται εκλογές. Μα θες περιφερειάρχη, νομάρχη, δήμαρχο, κοινοτάρχη όλοι κινητοποιούνται με περισσό πάθος για την κατάκτηση της εξουσίας. Από κομψές κυρίες μέχρι δοξασμένους ένστολους είδαμε σε γιγαντοαφίσες. Τα κίνητρα δεν θα τα κρίνω, νομίζω ότι δεν απέχουν από τα αντίστοιχα άλλων χωρών (ονόματα δε λέμε) όπου η εξουσία γίνεται αυτοσκοπός.
Αφού διήλθαμε την ευμεγέθη πύλη σε σχήμα tongkonan που μας αποχαιρετούσε από τη περιοχή της Toraja, αρχίσαμε την κάθοδο από τα υψίπεδα, κάνοντας την καθιερωμένη πια στάση στο «ερωτικό βουνό» για το καφεδάκι μας. Πιάσαμε κουβέντα με το παπαγάλο της κυρά-Καλής που έφτιαξε τους καφέδες, εγώ πήρα και μία κατρακύλα στα βρεγμένα σκαλιά στο δρόμο για τη τουαλέτα κι έτσι με τα παράσημά μου, μέσα στη λάσπη συνέχισα περιχαρής το δρόμο.
Ομολογώ ότι τα χωριά που περάσαμε όπου πλέον το μουσουλμανικό στοιχείο επικρατούσε, ήταν όλο και πιο αδιάφορα.
Περάσαμε το Pare-Pare και σε άπταιστη νοηματική δώσαμε στον οδηγό μας να καταλάβει ότι θα θέλαμε να γευματίσουμε κάπου πιο ρομαντικά. Είχα εντυπώσει στη μνήμη μου ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο που θεωρούσα ότι ήταν η καλύτερη επιλογή για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα στο Sulawesi. Όντως μέσα στους φοίνικες, με την θάλασσα να παιχνιδίζει με την λεπτόκοκκη άμμο απολαύσαμε ένα σύντομο γεύμα. Πλατσουρίσαμε λίγο τα πόδια μας (γιατί η παραλία δεν έλεγε και τίποτα για μπάνιο), παίξαμε - σαν μικρά παιδιά που είμαστε - με μια αυτοσχέδια κούνια που είχε στηθεί ανάμεσα στους κοκοφοίνικες και πήραμε τον παραλιακό δρόμο για το αεροδρόμιο.
Ο ουρανός πια βάρυνε και λίγο πριν το Makassar άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού. Διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου αν το αεροπλάνο της Garuda Indonesia θα ανοίξει τα φτερά του προς το εξωτικό Μπαλί. Όμως όλα έγιναν βάση προγράμματος κι έτσι το αεροσκάφος μας απογειώθηκε προς το δημοφιλή προορισμό στην ώρα του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τώρα που το ταξίδι έχει ολοκληρωθεί, γράφοντας και αναπολώντας τις εικόνες και τις εμπειρίες που ζήσαμε στην Tana Toraja, θα τολμούσα να πω ότι ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του σύντομου ταξιδιού μας στην Ινδονησία.
Ίσως γιατί ήταν αρκετά ιδιαίτερο: μοναδική αρχιτεκτονική και εθιμοτυπία κι όλα αυτά με φόντο ένα καταπράσινο καμβά από βουνά, δάση κι απέραντους ορυζώνες.
Για όσους η Ινδονησία αποτελεί ταξιδιωτικό προορισμό κι έχουν ανάλογα ενδιαφέροντα, αξίζει μια μικρή παράκαμψη στο χάρτη και μια πολύωρη ταλαιπωρία στη μετακίνηση. Τo Sulawesi κρύβει πολλές εκπλήξεις. Όχι μόνο την Tana Toraja, αλλά κι άλλες που δεν προκάναμε να γευτούμε.
Άλλωστε πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες :love1: Ινδονησία δεν σημαίνει μόνο Μπαλί.
Λίγο ταλαιπωρημένος από τη μεταφορά και τη χρήση, μικρός λόγω ανάλυσης (βάλτε υποχρεωτικά τα γυαλιά πρεσβυωπίας οι σαραντάρηδες+) και θα προσανατολιστείτε κατά άλλα για το που κινηθήκαμε εντός της Tana Toraja (έχω κυκλώσει τα μέρη που επισκεφθήκαμε)
Η 4ήμερη επίσκεψη εκεί ήταν το highlight ενός 15μερου ταξιδιού στο μεγαλύτερο αρχιπέλαγος του κόσμου. Την Ινδονησία.
Το ταξίδι ξεκίνησε με 3ήμερη επίσκεψη στη Yogyakarta στο νησί της Ιάβας με σκοπό να θαυμάσουμε τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, στη συνέχεια βόρεια προς τη Tana Toraja στο νότιο Sulawesi, για να καταλήξουμε σε μια 6ήμερη παραμονή στο δημοφιλέστατο Bali (το οποίο έχει τη τιμή να απολαμβάνει δικό του κεφάλαιο στις ταξιδιωτικές ιστορίες του φόρουμ μας).
Ναός Borobudur στη Υοgyakarta
Αιτία για τη πραγματοποίηση του ταξιδιού ήταν η δελεαστική προσφορά της Lufthansa έναντι 550 ευρώ για το δρομολόγιο Αθήνα - Φρανκφούρτη – Jakarta και για την οποία θα ήμουν ανυποψίαστος αν δεν διάβαζα σχετική ανακοίνωση εδώ στο φόρουμ.. Μακράν σε τιμή οι υπόλοιπες που έφθαναν ή ξεπερνούσαν τα 700 ευρώ.
Καλή η προσφορά, πασίχαρης κι εγώ που καημό το είχα να πετάξω με τα φτερά του γερμανικού αερομεταφορέα. Μόνο που αποδείχθηκε άνθρακες ο θησαυρός. Καλή η γερμανική συνέπεια αλλά…
Πρώτον: Για κάνε τράνζιτ στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης όπου πρέπει να κάνεις σπριντ μεγάλων αποστάσεων για να αλλάξεις τέρμιναλ. Στα (+) ότι σέβονται τους θεριακλήδες σαν εμένα και οι χώροι καπνιζόντων είναι συχνοί και αξιοπρεπείς
Δεύτερον: Πώς περνάνε οι ατέλειωτες ώρες όταν στο αεροπλάνο δεν υπάρχει ατομική οθόνη ψυχαγωγίας παρά μόνο από μια μουσειακή CRT τηλεόραση στο διάδρομο; Μας βάλανε κιόλας να μάθουμε όλους τους σούπερ σταρ της Μπουντεσλίγκα κι ήρθε κι έδεσε το γλυκό, μας πετάξανε και δυο αδιάφορες ταινίες και μετά σκάστε και κοιμηθείτε. Πιο πολύ ύπνο σε αεροπλάνο δεν έχω κάνει (τουλάχιστον στο πήγαινε)
Τρίτον: Πώς να δεις χαρά όταν όλες οι αεροσυνοδοί ήταν απόμαχες Γερτρούδες σε δυσμενές πόστο κατά τα φαινόμενα. Ευγενικές δε λέω, μαστίγιο δεν κρατούσαν, αλλά ότι θα συναντούσα και τη Μαρία την άσχημη με τις γυαλούμπες σε έκδοση χαρωπής αεροσυνοδού ούτε που το φανταζόμουν.
Τέταρτον: Απρόσωπο φαί. Μάινε Ντάμεν ουντ Χέρρεν της Lufthansa πού είναι το πολυθρύλητο κότσι με το ξινολάχανο και τον πουρέ;; Άντε και με λουκάνικα Νυρεμβέργης συμβιβαζόμουν. Αλλά ζυμαρικά;; ντροπή!
Πέμπτον: Με ρωτήσατε αν πάνω στο γλυκό μου γλάρωμα, πρέπει να μαζεύω τις χειραποσκευές μου, να κατέβω και να ξανανέβω στο αεροπλάνο γιατί εσείς προγραμματίσατε και στάση στη Σιγκαπούρη;; Και το κάνετε που το κάνετε, διαλέξτε και μια θύρα κοντά σε χώρο καπνιζόντων. Τουλάχιστον να έχουμε μια παρηγοριά. Αφήνω βέβαια ασχολίαστο τι χασούρα χρόνου ήταν αυτή η στάση του αεροπλάνου στη Σιγκαπούρη. Αλλά με 550 ευρώπουλα, το ράβεις και απλά αναλογίζεσαι: ποτέ ξανά!
Για να μη γκρινιάζω μόνο όμως, το καλό ήταν ότι τα καθίσματα της οικονομικής θέσης είναι κατά τι ανετότερα των αντίστοιχων αραβικών εταιρειών και η θερμοκρασία καμπίνας δεν αγγίζει πολικά επίπεδα όπως στην Emirates.
Tana Toraja στο νότιο Sulawesi
Λίγες πρακτικές πληροφορίες δεν βλάπτουν, ειδικότερα για τους επίδοξους ταξιδευτές προς την Ινδονησία:
Η βίζα κοστίζει ~23 ευρώ (2010), εκδίδεται άμα τη αφίξη και μπορεί να πληρωθεί και σε ευρωνομίσματα.
Να κρατάτε ρουπίες καβάντζα καθώς πληρώνετε επιτοπίως φόρους υπηρεσιών αεροδρομίου (~3 ευρώ στις πτήσεις εσωτερικού και ~15 ευρώ του εξωτερικού).
Το ευρώ ανταλλάσσεται εύκολα, κάντε όμως μια έρευνα πριν πού σας συμφέρει να τα αλλάξετε γιατί υπάρχει απόκλιση από ανταλλακτήριο σε ανταλλακτήριο. Εναλλακτικά μπορείτε να κάνετε και αναλήψεις από ΑΤΜ με την κάρτα σας.
Ο εγκλιματισμός σε ένα μέρος αφορά και τους ρυθμούς του. Κοντά στον Ισημερινό η Ινδονησία, σήμαινε: ξημέρωμα κατά τις 6 παρά και σκοτάδι κατά τις 6 μιση. Ως συνέπεια το μάτι γαρίδα από τις 7. Βάλε τώρα να μην έχει ένα μέρος και νυχτερινή ζωή, καλά που ήταν το μουντιάλ κι η πισίνα και μπορούσαμε να ροκανίσουμε το χρόνο αφού είχε σκοτεινιάσει.
Η μετακίνηση μεταξύ ή εντός των νησιών γίνεται πλέον εύκολα και άνετα με αεροπλάνα, αφού πια δραστηριοποιείται μια ντουζίνα εξωτικών εταιρειών. Τώρα περί ασφαλείας ας γνωματεύσουν οι ειδήμονες. Η προσωπική μου εμπειρία 4 εσωτερικών πτήσεων με Garuda, Lion Air & Air Asia ήταν μόνο θετική.
Οι Ινδονήσιοι λατρεύουν το καφέ και το τσιγάρο!! Καπνίζουν σχεδόν παντού
Λατρεύουν όμως και τις σφήνες στους δρόμους όπου επικρατεί χάος . Μηχανάκια ξεφυτρώνουν κατά χιλιάδες από παντού (τα οποία τυγχάνουν ασυλίας σε περίπτωση ατυχήματος). Η προτεραιότητα πεζών είναι σχετική (γνέφεις, τους σταματάς και περνάς, αλλιώς εκεί θα ξεροσταλιάσεις). Όλα αυτά παραδόξως σε μια υποδειγματική ισορροπία τρόμου, καθώς δεν είδα ούτε ένα αμάξι τρακαρισμένο ή κάποιο σοβαρό ατύχημα!!
Μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε στη μεγαλύτερη πληθυσμιακά μουσουλμανική χώρα του κόσμου, αν και δεν ισχύουν αυστηροί κώδικες στο ντύσιμο, ούτε στην κατανάλωση αλκοόλ. Όλα είναι πιο χαλαρά, αλλά τα τζαμιά πολυπληθέστατα.
Η ινδονησιακή κουζίνα μοιράζεται πολλά κοινά με τις αντίστοιχες της νοτιοανατολικής Ασίας. Οι λάτρεις των τηγανητών noodles όπως εγώ θα βρουν το παράδεισό τους . Θέμα καθαριότητας δεν τέθηκε ποτέ σε όσα εστιατόρια φάγαμε και ειδικά στο Μπαλί όπου οι υπηρεσίες είναι εξαιρετικές. Κρέατα (εκτός χοιρινού στην Ιάβα) και θαλασσινά εν αφθονία. Το καλαμάρι άνοστο… Θα χορτάσετε μάνγκο, ανανάδες, φιδόφρουτα και άλλα τέτοια εξωτικά… Η μπύρα Bintang σταθερή αξία. Το κόστος του φαγητού οικονομικό για τα δικά μας δεδομένα, η μπύρα όμως τσιμπημένη (2,5 ως και 4.5 ευρώ. Φτού σου άπιστε που θες κι αλκοόλ. Πλήρωνε!)
Το μόνο που μου'λειψε είναι το γάλα και τα γαλακτοκομικά (κι είμαι παιδί πάνω στην ανάπτυξη :roll
Θέμα ασφάλειας δεν τέθηκε ούτε μια στιγμή. Δεν διαπιστώσαμε την παραμικρή κίνηση να απειλεί εμάς ή τα πράγματά μας.
Υπερτιμολογήσεις και σκληρό παζάρι στο Μπαλί. Ήταν το μόνο μέρος που εκνευριστήκαμε από τη προσπάθεια επιτήδειων να αισχροκερδήσουν εις βάρος μας :evil:. Στο Sulawesi ήταν όλα πιο «αγνά» αν και ακριβότερα!
Bali
Αλλά ας πάμε στην ουσία της περιήγησης
.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι ήταν η επιλογή του ξενοδοχείου που είχα κάνει.
Το Grand Palace Hotel αποτελεί τον ορισμό του απόλυτου κιτς. Χτισμένο σε στυλ αρχαιοελληνικο-ρωμαϊκό-ινδονησιακού ροκοκό, ξεφωνίζει σαν μια τεράστια γαμήλια τούρτα ανάμεσα στα χαμηλά κτήρια της περιοχής. Επιβλητικοί υπερμεγέθεις κίονες κορινθιακού ρυθμού, θόλος Καπιτωλίου, μπρούτζινοι Δον Κιχώτιδες στην είσοδο (;!), αναγεννησιακοί πίνακες ολούθε, πισίνα υπό το βλέμμα αγαλμάτων νυμφών. Ενθουσιάστηκα!!
Aμφιβάλω αν απουσία των δύο ναών - μνημείων UNESCO η Yogyakarta θα άξιζε της προσοχής ενός περιηγητή.
Επίπεδη, με ζέστη ανάμεικτη με υγρασία και καυσαέριο από τη κίνηση στους δρόμους… Τα αξιοθέατα εντός των τειχών της πόλεως δεν σε κάνουν να κόβεις και φλέβες, άσε που κινδυνεύεις είτε από μηχανάκι είτε από αφυδάτωση καθώς εκλιπαρείς να βρεις ένα συμπαθητικό καφέ να πιείς κάτι δροσερό, με τη παγωμένη μπύρα επι μουσουλμανικού εδάφους να μην είναι είδος σε πρώτη προσφορά. Γραφική πινελιά το παλιότερο κομμάτι της πόλης γύρω από το παλάτι του Σουλτάνου με στενά δαιδαλώδη δρομάκια που παραπέμπουν σε κινέζικα χουτόνγκ. Η πόλη γίνεται πιο ενδιαφέρουσα σαν χώρος αγορών μπατίκ, τα οποία πραγματικά είναι χάρμα οφθαλμών. Τα τιμήσαμε δεόντως στο ArtCenter, ελαφρώνοντας κατά τι την πιστωτική μας κάρτα.
Στα δρομάκια του Kraton της Υοgyakarta
Τα δύο κύρια αξιοθέατα (ναοί Borobudur & Prambanan) βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την πόλη της Yogyakarta και συνδυάζονται εύκολα σε μια ημερήσια εκδρομή, την οποία μας οργάνωσε ένα τοπικό πρακτορείο επί του ευτελούς ποσού των 8 ευρώ κατ’ άτομο. Μόνο που τελικά περιελάμβανε μόνο μεταφορά και ξεναγό στη διαδρομή αλλά όχι και είσοδο ή ξενάγηση στους αρχαιολογικούς χώρους.
Ο ξεναγός μας o Υoga, φοιτητής διεθνών σχέσεων, είχε όνειρο ζωής να σπουδάσει με υποτροφία στην Γενεύη. Καλλιεργημένος, έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για την ελληνική ιστορία, μυθολογία και φιλοσοφία ανακαλώντας γνώσεις που είχε αποκτήσει στα σχολικά του χρόνια. Ευτυχώς που δεν γίναμε ρεζίλι. Μέχρι τότε όταν συστηνόμασταν ως έλληνες (Yunani) η άμεση αντίδραση ήταν: “Ah, Υunani good football! Eurocup, Olympiakos, Panathinaikos”. Aπό το Σωκράτη όμως μέχρι το Καραγκούνη, υπάρχει ένα βαθύ χάσμα… Συμβουλή: φρεσκάρετε λίγο τις γνώσεις σας από ποδόσφαιρο μέχρι ιστορία πριν πάτε στην Ινδονησία. Δεν ξέρετε πού θα πέσετε.
Από τον Yoga πληροφορηθήκαμε ότι ένας βασικός μισθός στην Ινδονησία δεν ξεπερνά τα 100 ευρώ μηνιαίως και ότι η μέση και ανώτατη εκπαίδευση όπως επίσης και η περίθαλψη δεν είναι δωρεάν. Τώρα πώς ανταπεξέρχονται στις βασικές ανάγκες με τέτοιες αποδοχές οι άνθρωποι, αδυνατώ να το συλλάβω. Αυτό που διαπίστωσα είναι ότι υπάρχουν κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα υψηλού κυβισμού κυρίως ιαπωνικής προέλευσης. Το γεγονός έχει την εξήγησή του. Μια πλούσια σε πόρους χώρα αλλά μόλις στην 111η θέση διεθνώς σε διαφάνεια. Η διαφθορά καλά κρατεί… (παρηγορηθείτε υπάρχουν και χειρότερα)
Πίσω στη ξενάγηση. Επιβλητικότερος, μοναδικός στην σύλληψή του και σαφέστατα πιο ενδιαφέρων είναι ο ναός Borobudur. Ακόμα κι αν έχετε δει κάθε στούπα και ναό στην νοτιοανατολική Ασία, τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μεγαλοπρέπεια, το μέγεθος και τον συμβολισμό του Borobudur.
Μέσα σε ένα καταπράσινο τροπικό τοπίο που περιβάλλεται από ηφαίστεια, ο ναός χρονολογείται από τον 8ο αιώνα και ήταν το πνευματικό κέντρο του βουδισμού στην Ιάβα.
Borobudur
Τα 55,000 τετρ.μέτρα του κτίσματος από πέτρα λάβας αρκούν να δώσουν μια ιδέα του μεγέθους. Η μορφή πυραμίδας σχηματίζεται από 6 ορθογώνιους και 3 κυκλικούς ορόφους για να καταλήξει σε μια κεντρική στούπα στην κορυφή.
Η όλη δομή θυμίζει λωτό (ιερό λουλούδι του Βούδα) αλλά και ένα αντίγραφο του σύμπαντος σε 3 επίπεδα: από τον κόσμο των αρχέγονων ανθρώπινων επιθυμιών στην υπέρτατη νιρβάνα.
Αφού πληρώσαμε το σχετικά ακριβό εισιτήριο εισόδου (πάνω από 10 ευρώ), αρνηθήκαμε ευγενικά τις υπηρεσίες ξεναγού και ακολουθήσαμε με το ραχάτι μας την προτεινόμενη ελικοειδή πορεία στους ορόφους εισερχόμενοι από την ανατολική πύλη εισόδου. Έτσι να ακολουθούνται οι παραδόσεις για καλό κάρμα.
Οι κατώτεροι τετράγωνοι όροφοι είναι κατάφορτοι με ανάγλυφα από σκηνές της ζωής του Βούδα. Εδώ παραδόξως οι επισκέπτες είναι λιγότεροι. Ο κύριος όγκος (κυρίως ντόπιοι) δεν φαίνονταν να ενθουσιάζονται από την ιδέα να περιφέρονται γύρω γύρω και έτσι καρφί πήγαιναν στην κορυφή του ναού.
Κάπου εκεί μας πλησίασαν ντροπαλά μαντηλοφορεμένα κοριτσόπουλα. Σε αγγλικά νηπιακού επιπέδου μας συστήθηκαν σαν εκπαιδευόμενες αγγλικής γλώσσας και θέλησαν να ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες μαζί τους. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνανε τι τους απαντάγαμε σ’αυτά που υποτίθεται ότι ρωτούσαν. Εντούτοις για τη φιλότιμη προσπάθεια γράψαμε καλά λόγια στο ραπόρτο τους και φωτογραφηθήκαμε μαζί τους. Γυρνώντας γύρω γύρω και σταδιακά ανεβαίνοντας φωτογραφηθήκαμε επανειλημμένα με τσούρμο μαθητές σχολικών εκδρομών (φαίνεται ήμασταν αξιοθέατο κι εμείς).
Καταλήξαμε στους τελευταίους ορόφους όπου κυριαρχούν μικρές στούπες που περιέχουν Βούδες. Κακός χαμός από νεανικό κόσμο που κατά πως φαίνεται πιο πολύ τον ενδιέφερε να τραβάει φωτογραφίες με τα κινητά του (παγκόσμια συνήθεια του νεαρόκοσμου). Η θέα προς το περιβάλλον τοπίο ήταν εξαιρετική.
Στη κορυφή του ναού με τις στούπες
Αποχαιρετήσαμε το ναό μετά από ένα δίωρο, οδεύοντας στην έξοδο περνώντας υποχρεωτικά μέσα από εκατοντάδες μικρομάγαζα κακόγουστων σουβενίρ και μερικές ντουζίνες τουριστικών λεωφορείων.
Το σύμπλεγμα των ινδουϊστικών ναών Prambanan είναι το μεγαλύτερο στην Ινδονησία και ένα από τα εντυπωσιακότερα στην νοτιοανατολική Ασία (UΝΕSCO κι αυτό).
Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κεντρικό σύμπλεγμα όπου δεσπόζουν οι 3 κύριοι ναοί αφιερωμένοι στο Brahma, το Vishnu και τον Shiva (καιρός να εντρυφήσετε στο ινδουιστικό πάνθεον). Δυστυχώς η είσοδος εντός των ναών περιορίζεται μόνο σε λίγους για λόγους ασφάλειας λόγω σχετικά πρόσφατου σεισμού.
Οι ναοί ακολουθούν την τυπική ινδουιστική αρχιτεκτονική και όπως στο Borobudur αποτελούν μια μικρογραφία του σύμπαντος με αντίστοιχες ζώνες από τη ματαιότητα στην υπέρτατη θέωση. Εξωτερικά αν και τα ανάγλυφα δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του Borobudur, αναπαριστούν εικόνες από ινδουιστικά έπη.
Ramayana temples
Ο χώρος (με εξίσου ακριβό εισιτήριο και πλήθος από μικρομάγαζα στην έξοδο) αποτελεί και την τοποθεσία όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τo Ramayana ballet, ένα χορόδραμα τυπικού χορού Ιάβας που μας αφηγείται ιστορίες από το γνωστό αυτό έπος. Παρότι κλείσαμε τα εισιτήρια τελευταία ώρα (έναντι ~15 ευρώ) μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τη παράσταση με φόντο τους επιβλητικά φωτισμένους ναούς. Μας αφηγήθηκαν μια ιστορία έρωτα. Η αγαπημένη του καλού απήχθει από τον κακό που ασκόπως προσπάθησε να την σαγηνεύσει. Ο καλός μετά από πολλά, ξεκινά τον πόλεμο έναντι του κακού, για να πανηγυρίσει στο τέλος με μια μεγαλειώδη νίκη την επανένωσή του με την αγαπημένη του. Ηappy end! (ας μην αναλύσω το μακρόσυρτο στόρυ, μπορείτε να το διαβάσετε αφού googlάρετε το σχετικό λήμμα).
Γενικά ένας τρωικός πόλεμος σε ινδουιστική έκδοση!
Kάψτε τη πόλη. Η απαχθείσα καλλονή γυρνά στην αγκαλιά του αγαπημένου της
Συνολικά αυτό που με εντυπωσίασε πέρα από τους ναούς αυτούς καθ’αυτούς ήταν πόσο φροντισμένοι ήταν οι περιβάλλοντες χώροι. Με το καλοκουρεμένο γκαζόν τους, δέντρα, λουλούδια. Αν έλειπαν και τα παραπήγματα των σουβενιροπωλών όλα θα ήταν αρκούντως ειδυλλιακά.
Μια μέρα εντός Yogyakarta με θεάματα το βράδυ, μια ημέρα στους ναούς, είχα προγραμματίσει μετά να πορευθούμε προς το ηφαίστειο Bromo ώστε να απολαύσουμε την ανατολή πάνω από τους ηφαιστειακούς κώνους. Όμως ποιος ξυπνά από τις 3 τα χαράματα;
Άσε καλύτερα είπαμε και αποφασίσαμε να περάσουμε τη μέρα μας εκδράμοντας προς το οροπέδιο Dieng. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη όσο ανηφορίζαμε κι η ζέστη κι η υγρασία έδινε τη θέση της σε ένα αναζωογονητικό αεράκι. Περνώντας από ένα τοπίο καταπράσινο με αναβαθμίδες καλλιεργειών, είδαμε ινδουιστικούς ναούς, γεωθερμικές πηγές και ηφαιστειακές λίμνες. Ήταν μια δροσιστική διαφυγή από το καμίνι της Yogyakarta.
Oροπέδιο Dieng
Τη τελευταία μέρα μας στο νησί της Ιάβας, έπρεπε να καλύψουμε την απόσταση από Yogyakarta προς το αεροδρόμιο της Surabaya για να πετάξουμε για Sulawesi. Κλείσαμε αμάξι με οδηγό στο πρακτορείο με την σημείωση να κάνουμε μια σύντομη στάση στο ναό Sukuh με τα… ερωτικά γλυπτά. Πετάγαμε απόγευμα και ξεκινήσαμε άγρια χαράματα. Θα κόψουμε δρόμο από τα βουνά κι ελπίζω να προλάβουμε τη πτήση σας είπε ο οδηγός. Καλά είπαμε εμείς 10 ώρες για σχεδόν 300 χλμ;; Αχ πτωχέ κι ανυποψίαστε ταξιδιώτη. Στην Ινδονησία είσαι, όχι στην autobahn της Γερμανίας.
Όλα καλά λοιπόν μέχρι τον ναό Sukuh (κανά 2ωρο από τη Yogya). Ονειρική η τοποθεσία του ναού στις παρυφές του βουνού με άπλετη θέα, ενδιαφέρουσα και η επίσκεψη όπου απολαύσαμε ένα κτίσμα που παρέπεμπε περισσότερο σε ναό των Μάγια λόγω του σχήματος πυραμίδας που είχε. Κάποια αγάλματα με υπερμεγέθεις φαλλούς, αλλά κυρίως το ανάγλυφο με τον φαλλό και την μήτρα (yoni-lingga) μας αποκάλυψαν το ερωτικό του πράγματος.
Nαός Sukuh
Το yoni-lingga
Ωραία και η διαδρομή μέσα στο βουνό όπου θα μας δίνονταν απεριόριστες ευκαιρίες για επισκέψεις σε καταρράκτες και γοητευτικά τοπία αν ο χρόνος δεν ήταν περιορισμένος. Συνεχίσαμε κατεβαίνοντας το βουνό και εισήλθαμε στον επίπεδο κεντρικό δρόμο προς Surabaya. Δρόμος στενός, πολλά λεωφορεία, φορτηγά και άπειρα μηχανάκια κι εμείς να βιαζόμαστε. Δεν ήταν μόνο που η διαδρομή ήταν αδιάφορη, ήταν που η οδήγηση έμοιαζε με ράλι του τρόμου με συνεχείς προσπεράσεις οδηγώντας επί μακρόν στο αντίθετο ρεύμα. Κρυφτούλι με το Χάρο παίζαμε, αλλά τσακάλι ο οδηγός μας οδήγησε εξαντλημένους από την υπερένταση στο αεροδρόμιο μόλις μια ώρα πριν την αναχώρηση. Τα καταφέραμε να επιζήσουμε, τα καταφέραμε να μη χάσουμε τη πτήση.
Ε ο καλός Θεούλης των ταξιδιωτών ήταν μαζί μας!
Ήρθε η ώρα του Sulawesi!
Μια ωρίτσα και κάτι κράτησε η πτήση της Lion Air που μας έφερε από το νησί της Ιάβας στη πόλη Makassar του νότιου Sulawesi. Παλιό αεροπλάνο, μικρή καθυστέρηση στην αναχώρηση, αλλά για να σας γράφω σημαίνει ότι η πτήση ήταν απροβλημάτιστη. Η προσγείωση στο αεροδρόμιο του Makassar ήταν έκπληξη. Το νεόδμητο Sultan Hassanudin σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από ευρωπαϊκά αεροδρόμια.
Στην έξοδο μας περίμενε χαμογελαστός ο κύριος Dodo.
Ήταν ο κύριος που είχε προγραμματίσει την 4ήμερη παραμονή, μετακίνηση και ξενάγησή μας στη Tana Toraja (http://dodopenman.blogspot.com). Κόστος περί τα 170 ευρώ το κεφάλι λιγότερα όσων κοστολογούσαν τουριστικά πρακτορεία. Τα στοιχεία του συγκεκριμένου τα είχα τσιμπήσει από το φόρουμ του Lonely Planet όπου είχε καλές συστάσεις. Και οφείλω να ομολογήσω ότι η ηλεκτρονική επικοινωνία μαζί του ήταν εξαιρετική και υπήρξε συνεπέστατος σε ότι συμφωνήθηκε.
Αφού μπήκαμε στο βανάκι υπό ψιλόβροχο με κατεύθυνση το κέντρο του Makassar όπου και θα διανυκτερεύαμε, μας ανακοίνωσε πασίχαρης ότι ήμασταν τυχεροί που θα παρακολουθούσαμε νεκρική τελετή καθώς και την εβδομαδιαία ζωοπανήγυρη στο Rantepao, τη σημαντικότερη πόλη της Tana Toraja και έδρα των εξορμήσεων μας στη περιοχή.
Είμαι σίγουρος ότι θα κουνήσατε το κεφάλι σαν διαβάσατε ότι κάναμε ολόκληρο ταξίδι για να δούμε μια… κηδεία!! Όμως όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο θάνατος στην Tana Toraja είναι το σημαντικότερο γεγονός της κοινωνικής ζωής των ντόπιων. Κι η εμπειρία μιας κηδείας, πέραν του εξαιρετικού φυσικού τοπίου και της μοναδικής αρχιτεκτονικής, αυτό που αναζητούν οι ταξιδευτές σ’αυτή τη γωνιά της Ινδονησίας.
Το σημερινό κεφάλαιο λοιπόν θα έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα (πριν καταγράψω τις εμπειρίες μου), αποκαλύπτοντάς σας πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες την Tana Toraja και τα έθιμά της.
Η περιοχή Toraja (TanaToraja) είναι μια ορεινή περιοχή στο Νότιο Sulawesi, απομονωμένη (μόνο οδική επικοινωνία - κοντά 9 ώρες δρόμο από το Makassar). Τoraja σημαίνει «άνθρωποι των υψιπέδων». Μεγαλύτερη πόλη, το Rantepaο που αποτέλεσε τη βάση εξόρμησής μας στα αξιοθέατα της γύρω περιοχής (μέχρις εκεί εξαντλούνται οι αναφορές για την αδιάφορη αυτή πόλη).
Χαρακτηριστικό τοπίο στη Tana Toraja
Η Toraja είναι γνωστή για τα ιδιόμορφα παραδοσιακά σπίτια (γνωστά ως tongkonan) με τα περίτεχνα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα γεμάτα συμβολισμούς καθώς και για τις νεκρικές τελετές και τους τάφους.
Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί στην κοινωνική ζωή των Τοραγιανών. Στην ουσία ένα χωριό μπορεί να είναι μια εκτεταμένη οικογένεια καθώς γάμοι με μακρινά ξαδέλφια επιτρέπονται (από 4ο και πάνω). Ταυτόχρονα το κοινωνικό στάτους είναι πολύ σημαντικό. Ευγενείς και ποπολάροι είναι διακριτές κοινωνικές ομάδες και αποφεύγεται ο γάμος με κατώτερη κοινωνική κάστα (ιστορία τύπου «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» δεν μου αναφέρθηκε). Η κοινωνική τάξη κληρονομείται από τη μητέρα.
Γοητευτική παρουσία με τη παραδοσιακή ενδυμασία
Η περιοχή κατοικείται από πληθυσμό που στην πλειονότητά του είναι Χριστιανοί! Παράδοξο πρώτο λοιπόν σε μια χώρα όπου κυριαρχεί το ισλαμικό στοιχείο. Η Χριστιανική πίστη (προέκυψε από τους Ολλανδούς) όμως, είναι σε απόλυτη συνάφεια με έθιμα τα οποία δεν κρύβουν τις ανιμιστικές τους καταβολές. Μια κατάδυση στη μελέτη του πολυθεϊστικού ανιμισμού (aluk) των Τοραγιανών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διότι λαμβάνει και διαστάσεις κοινωνικού και ηθικού κώδικα. Θεωρούν ότι ο κόσμος μοιράζεται στον ουρανό, τη γη και τον κάτω κόσμο και η κοσμοθεωρία αυτή επηρέασε ακόμα και την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους. Οι δε πρόγονοί τους προήλθαν από τον ουρανό και κατέβηκαν στη γη με…σκάλες. Ας μην αναφέρω το πάνθεόν τους…μέχρι και θεότητα των σεισμών έχουνε.
Η πρώτη ιδιαιτερότητα της Toraja είναι τα παραδοσιακά σπίτια tongkonan (tongkon=κάθομαι) που αποτελούν και το κέντρο της κοινωνικής τους ζωής.
Τυπικό παραδοσιακό χωριο στη Tana Toraja
Στηρίζονται πάνω σε ξύλινα δοκάρια με περίφραξη όπου στεγάζονται τα οικόσιτα ζώα (είναι ο κάτω κόσμος της κοσμοθεωρίας τους). Μια μικρή ξύλινη σκάλα σε οδηγεί στη λιτή και στενάχωρη κύρια κατοικία με 2 μικρές κρεβατοκάμαρες και στη μέση το χώρο της εστίας (αυτή είναι η γη). Τέλος την μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα παρουσιάζει η εντυπωσιακή ημικυκλική οροφή από μπαμπού (είναι ο ουρανός).
Όλο το κτήριο κοσμείται από περίτεχνα ξυλόγλυπτα σε κόκκινο (χρώμα του αίματος και της ζωής), μαύρο (χρώμα του σκότους και του θανάτου), κίτρινο (θεϊκή ευλογία), και άσπρο (αγνότητα) χρώμα. Τα μοτίβα αναπαριστούν σύμβολα όπως ο βούβαλος (πλούτος), ο κόκορας, ο ήλιος ή ζώα του νερού (γονιμότητα).
Tυπική κατανομή στη σκαλιστή πρόσοψη: 2 αντικρυστοί κόκορες πάνω σε ήλιο με μοτίβα κεφαλής βούβαλου ανάμικτα με γεωμετρικά σχήματα
Την πρόσοψη κοσμεί και μια κεφαλή νεροβούβαλου ενώ και στο κεντρικό δοκάρι τοποθετούνται κέρατα νεροβουβαλων. Όσα περισσότερα τα κέρατα τόσο πιο υψηλή η κοινωνική θέση.
Eδώ ο ιδιοκτήτης μας ενημερώνει άμεσα για το κοινωνικό του status
Τα σπίτια διατάσσονται σε απόλυτη σειρά. Ακριβώς απέναντί τους με ανάλογη διάταξη είναι μικρότερου μεγέθους πανομοιότυπες κατασκευές που αποτελούν τις αποθήκες ρυζιού. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι το κάτω τμήμα δεν στεγάζει ζώα αλλά φέρει μια εξέδρα όπου μπορούν οι άνθρωποι να ξεκουράζονται και να συνδιαλέγονται.
Η ρυζαποθήκη. Διακρίνεται στο κάτω μέρος η εξέδρα για ανάπαυση
Παρά το υψηλό κόστος κατασκευής τους, παραδοσιακά σπίτια εξακολουθούν να χτίζονται ακόμα και σήμερα με τροποποιήσεις βέβαια (μεταλλική οροφή, μεγαλύτεροι εσωτερικοί χώροι).
Πάμε στη κηδεία τώρα.
Η νεκρική τελετή είναι το σημαντικότερο, εντυπωσιακότερο και συνάμα πιο πολυδάπανο γεγονός στη κοινωνία των Τοραγιανών. Έχεις λεφτά; Πρέπει να έχει γκλάμουρ η κηδεία σου. Εξ’ου και η τελετή κρατά πολλές ημέρες, η συμμετοχή είναι μαζική (μπορεί να είναι χιλιάδες οι συμμετέχοντες) και η προετοιμασία πολύμηνη.
Πολύμηνη;;;; Μα καλά θα μου πείτε πέθανε ο άνθρωπος και δεν τον θάβουνε τις επόμενες μέρες;; Αυτό πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες νόμιζα κι εγώ ο ανυποψίαστος, που είπα ότι τον γκαντέμιασα τον άνθρωπο και απεδήμησε εις Κύριον για να ευφρανθούν τα διαστροφικά ταξιδιωτικά μου ενδιαφέροντα. Όοοοοχι.
Ο αποδημήσας μπορεί να έχει πεθάνει εδώ και μερικούς μήνες ή ακόμα και χρόνια(!!) . Οι Τοραγιανοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι ένα προοδευτικό πέρασμα στη γή των πνευμάτων (Puya) και του νεκρού του πρέπει ένα μεγαλειώδες ταξίδι. Εκτός αν είσαι πτωχός ή βρέφος όπου οι διαδικασίες είναι συνοπτικές. Όσο γηραιότερος δε τόσο μεγαλύτερη η τελετή.
Για το λόγο αυτό επιλέγεται αρχικά μια περιοχή (rante) για τη νεκρική τελετή όπου στήνονται εξέδρες από μπαμπού όπου θα στηθεί το φέρετρο και θα φιλοξενηθούν οι καλεσμένοι. Η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο και άφθονο χρήμα και σας διαβεβαιώνω επικρατεί οργασμός εργασιών (το είδαμε). Ταυτόχρονα λαξεύεται κι ο τάφος (άλλη χρονοβόρα διαδικασία).
Στο διάστημα αυτό ο νεκρός σαβανώνεται, μπαίνει στο περίτεχνο φέρετρό του και… παραμένει εντός οικίας (!!) όπου θεωρείται ότι «κοιμάται» και το πνεύμα του τριγυρνά ανάμεσα στους ζωντανούς μέχρι να ταφεί και να αρχίσει το ταξίδι του στη γη των πνευμάτων.
Τις ημέρες που πραγματοποιείται η πολυήμερη κηδεία και της οποίας οι ημερομηνίες μπορεί να είναι γνωστές μήνες πριν ώστε να προσέλθουν όλοι οι καλεσμένοι (κι οι τουρίστες καλοδεχούμενοι), το έθιμο περιλαμβάνει τη σφαγή ενός ή περισσοτέρων νεροβούβαλων. Ο νεροβούβαλος θεωρείται ότι βοηθά τη ψυχή του νεκρού να πάει γρηγορότερα στη γη των πνευμάτων. Τώρα όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο περισσότεροι νεροβούβαλοι θα σφαχτούν. Το όριο πλούτου ορίζεται στους 24 νεροβούβαλους και άνω.
Παράλληλα σφάζονται και μερικές εκατοντάδες γουρούνια τα οποία είναι «δώρο» των καλεσμένων προς την οικογένεια του εκλιπόντος. Κάθε γουρούνι μαζί με το μπιλιετάκι… Φανταστείτε τώρα να πρέπει να πας σε καμιά ντουζίνα κηδείες προσφορά από ένα γουρούνι… Νομίζω ότι εκτινάσσεται ο οικογενειακός προϋπολογισμός στα ύψη!
Η ιδιαιτερότητα όμως δεν αφορά μόνο στη τελετή της κηδείας, αλλά και στους χώρους ταφής. Λαξευτοί τάφοι, κρεμαστοί τάφοι, τάφοι σε σπηλιές ή και σε δέντρα (;!) αποτελούν κομμάτι των επόμενων κεφαλαίων, μαζί με την εμπειρία μιας νεκρικής τελετής (με εκτενή φωτογραφική κάλυψη του γεγονότος), έτσι για να κρατήσω το ενδιαφέρον σας αμείωτο….
Συμπληρωματικές χρηστικές πληροφορίες κατ’απαίτησιν του αναγνωστικού κοινού
Το ταξίδι σχεδάστηκε ιδία μέριμνα, αν και αυτή τη φορά ήμουν επιεικώς απαράδεκτος που έφτασα τελευταία ώρα να κλείνω δωμάτια. Όπως προανέφερα ήταν 3 μέρες Ιάβα (Yogyakarta), 4 μέρες Sulawesi (Tana Toraja) και 6 μέρες Bali. Ευτυχώς δε που τα κινητά πιάνουν στην Ινδονησία γιατί είχα άγνοια βασικών πραγμάτων ακόμα κι όταν ήμουν εκεί (έστελνα sms σε συμφορουμίτη για βοήθεια – αίσχος και ντροπή μου).
Εσωτερικές πτήσεις κάναμε συνολικά τέσσερις: Jakarta – Yogyakarta με Air Asia (αξιόπιστη αλλά με στενάχωρες θέσεις). Surabaya - Makassar με Lion Air (παλιό αεροσκάφος, στενάχωρες θέσεις, το μόνο που καθυστέρησε στην αναχώρηση). Makassar – Bali με Garuda Indonesia (εδώ όλα καλά, αλλά ήταν και το ακριβότερο). Τέλος Bali– Jakarta με Lion Air (καινούργιο αεροπλάνο, όλα εξαιρετικά). Γενικά μας είχαν στα ώπα ώπα καθώς μας έβαζαν σε εξόδους κινδύνου κι έτσι άπλωνα τις ποδάρες μου άνετα. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεις είναι ότι δεν μπορείς πλην της Air Asia να κάνεις κράτηση εισιτηρίου online. Έτσι ψάχνοντας ψάχνοντας βρήκα ένα πρακτορείο (www.travelindo.com) που αγόρασε και μου έστειλε τα ηλεκτρονικά εισιτήρια με e-mail και πληρώθηκε μέσω paypal με μια επιβάρυνση 10-15 ευρώ ανά εισιτήριο. Μόνο το κομμάτι Bali-Jakarta αγοράστηκε επιτόπου στην Ινδονησία και πληρώθηκε με πιστωτική κάρτα άνετα κι ωραία. Συνολικά το κόστος και των 4 πτήσεων πρέπει να κυμάνθηκε πάνω κάτω 300 ευρώ
Oι διαμονές (1 νύχτα Jakarta, 3 Yogyakarta) κλείστηκαν μέσω ίντερνετ (www.asiarooms.com, www.laterooms.com). Στο Bali η κράτηση έγινε απευθείας με το guesthouse Κunang-Kunang στο Ubud που μου πρότεινε συμφορουμίτισα την οποία και ευχαριστώ θερμά. Στο Sulawesi ήταν το μόνο μέρος που μου τα είχαν όλα έτοιμα στο πιάτο (έγραψα πρωτύτερα)
Ιδού και φωτό του μνημειώδους Grand Palace Hotel στην Yogyakarta από την ιστοσελίδα του ξενοδοχείου:
Παρακαλώ τους 2 Δον Κιχώτηδες στην είσοδο μην ξεχάσετε
Για τις ξεναγήσεις στη Yogyakarta κλείσαμε επιτόπου στο Tourist Information (συνεργαζόταν με πρακτορείο), ενώ στο Bali βρήκαμε τον οδηγό στο δρόμο και κάναμε συμφωνία (ούτως ή άλλως στην πέφτουν συνεχώς). Στο Sulawesi είπαμε….απροβλημάτιστοι!!
Πίσω στο βανάκι λοιπόν που μας έφερνε από το αεροδρόμιο στο κατάλυμά μας στο κέντρο του Makassar. Ως περιποιητικός οικοδεσπότης ο κύριος Dodo μας ενημέρωσε (απευθυνόμενος σε 2 άρρενες ταξιδευτές - αντρική αλληλεγγύη) ότι πέραν των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, μπορεί και να μας εξασφαλίσει και «σπέσιαλ» περιποίηση κατ’ιδίαν. Τουτέστιν μεθερμηνευόμενον, αν νοιώθαμε αφάνταστη μοναξιά ήταν θέμα ενός τηλεφωνήματος να έρθει κι η κατάλληλη παρέα να γλυκάνει το ταλαίπωρον σαρκίον μας ώστε να κοιμηθούμε μετά ήρεμα σαν πουλάκια. «Άλλωστε φίλοι, γνωστοί και ξελιγωμένοι τουρίστες μου το ζητάνε» μας είπε κυνικά.
Μην εκπλήσσεσθε φίλοι μου. Μεγάλο λιμάνι είναι το Makassar. Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και μια αγοραία αγκαλιά. Κι έτσι οι πρώτες βραδινές εικόνες της πόλης από το βανάκι ήταν στα «μπαρ» του λιμανιού όπου τα κορίτσια προσδοκούσαν την εκλεκτή τους πελατεία. Από 5 δολλάρια για βασικά πράγματα εντός καταστήματος και το κοστολόγιο ανεβαίνει αναλόγως των απαιτήσεων του πελάτη. «Ο Μπιν Λάντεν έχει λάβει γνώση της κατάστασης»; αναρωτήθηκα, μιας και σε μουσουλμανικό τόπο βρισκόμασταν. Τα κορίτσια, όχι με μπούργκα και τσαντόρ, αλλά με καυτό μίνι. Με λάγνο βλέμμα, δεν τις έκοβα ότι στον ελεύθερό τους χρόνο ψέλναν στίχους από το κοράνι. :roll:
Μετά την ενδελεχή ξενάγηση και ενημέρωση του πλήρους τιμοκαταλόγου υπηρεσιών φθάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Το δωμάτιο στη νέα πτέρυγα του ξενοδοχείου Grand Wisata αν και απρόσωπο ήταν μεγάλο, πεντακάθαρο και φθηνό εξίσου. Ο κύριος Dodo μας συνόδεψε μέχρι εκεί για να σιγουρευτεί ότι πήραμε καλό δωμάτιο κι ότι όλα λειτουργούν καλά προς τέρψιν των πελατών του.
Τακτοποιηθήκαμε, φρεσκαριστήκαμε λιγάκι και τον συναντήσαμε λίγο αργότερα για να πάμε για φαγητό καθώς ήμασταν θεονήστικοι όλοι μέρα. «Εδώ στο Makassar την τιμητική τους έχουν τα θαλασσινά, τι προτιμάτε κάτι λαϊκό ή κάτι πιο στυλάτο κι ακριβό;» μας ρώτησε. «Με το λαό» απαντήσαμε ομόφωνα και κινήσαμε για το ψαροφαγείον Lae Lae.
Μια ευμεγέθης σκεπαστή αυλή γεμάτη μεγάλα τραπέζια, τα θαλασσινά μέσα σε κουβάδες για να διαλέξει ο πελάτης και η ψησταριά σε πυρετό εργασιών. Όλοι οι θαμώνες παρέες ή ολόκληρες οικογένειες ντόπιων. «Εδώ είμαστε» είπα. Παραγγείλαμε τις ψαρούκλες και το καλαμάρι μας συν τα παρελκόμενα μαζί με παγωμένα μπυρόνια (που παρά το μουσουλμανικόν του πράγματος ουδόλως απουσίαζαν από τη κάβα του καταστήματος).
Οφείλω να πω, πως το πατέ ψαριού τυλιγμένο στο μπανανόφυλλο ήταν εξαιρετικό. Αλλά τα ψάρια και το καλαμάρι άνοστα. Άσε που η έλλειψη του σκορδόλαδου ήταν προφανής στον ουρανίσκο μου. Όλες αυτές οι καυτερές συνοδευτικές σάλτσες με αφήνουν παθητικά αδιάφορο. Τα δε χόρτα από πού τα μαζέψανε;; Κορδόνια να μάσαγα πιο εύκολα θα τα κατάπινα.
Με το στομάχι γεμάτο, πασίχαροι που αναμειχθήκαμε με τους ντόπιους και την μπυροαλκοόλη να ρέει μεθυστικά στο αίμα μας, με ολίγον μουντιάλ, κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια έτοιμοι για την εξόρμησή μας στα ενδότερα του νησιού.
Ξημέρωσε και ο κύριος Dodo πιστός στο ραντεβού του μας σύστησε τον οδηγό μας για τις επόμενες μέρες. Το κύριο Didi. Τι να του πω του ανθρώπου; Πως το Ντιντί στην Ελλάδα δεν είναι και πολύ κολακευτικό;; Άλλωστε ο Didi στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Γρι αγγλικών. Με νοηματική τη βγάζαμε και το κλασσικό «Στοπ, φωτό». Επικράτησε ένας ψιλοπανικός κατά πόσο ο άφωνος Didi θα είναι και ο ξεναγός μας, αλλά ο προνοητικός Dodo μας διαβεβαίωσε ότι αγγλόφωνος ξεναγός μας περίμενε απευθείας στη Toraja.
Μιας και στην επιστροφή δεν θα είχαμε χρόνο να επισκεφθούμε τα αξιοθέατα του Μakassar, o Dodo πρότεινε να κάνουμε μια σύντομη περιήγηση στο Fort Rotterdam και το παλιό λιμάνι της πόλης. Ουδεμία αντίρρηση. Άλλωστε είχαμε 9 ώρες δρόμο για φτάσουμε στη Tana Toraja.
Το Makassar λοιπόν βιώνει ένα διχασμό ονόματος. Κάτι σε Πατησίων και 28ης Οκτωβρίου ένα πράγμα. Μakassar αρχικά, στη συνέχεια Ujung Pandang (λόγω διαμαρτυριών των άλλων εθνικών ομάδων ότι οι Μακασσιανοί καπέλωσαν το όνομα) για να ξαναμετονομαστεί Makassar τα τελευταία χρόνια. Πάντως σε χάρτες, προορισμούς αεροπορικών εταιρειών κ.α. θα το βρείτε κι έτσι κι αλλιώς. Έψαχνα κι εγώ Makassar στην Lion Air κι αυτή άφαντη. Πού να το φανταστώ ο έρμος.
Το Fort Rotterdam, είναι οχυρωματικό απομεινάρι των Ολλανδών που κατέκλυσαν τα μέρη αυτά. Σήμερα εκτός από αξιοθέατο στεγάζει και υπηρεσίες, γκαλερί και μουσείο. Μια αίσθηση ολλανδικής αρχιτεκτονικής καταμεσής του αρχιπελάγους της Ινδονησίας. Το φωτογραφίσαμε, δεν συγκλονιστήκαμε κιόλας και συνεχίσαμε για το παλιό λιμάνι.
To κανάλι κοντά στο παλιό λιμάνι
Εκεί βρήκα την υγειά χαρά μου. Επιτέλους μπίχλα. Όχι τόσο εκεί που άραζαν τα παραδοσιακά καϊκια ή στην μικρή ψαραγορά όπου η οσμή των ψαριών διαπερνούσε τον οσφρητικό σου βλεννογόνο. Όσο σε ένα παράπλευρο κανάλι, τίγκα στο σκουπίδι όπου βρίσκονταν παραταγμένα μικρομάγαζα κάτι που παρέπεμπε στις αντίστοιχες πλωτές αγορές της ΝΑ Ασίας. Από μίνι μάρκετ μέχρι σιδηρουργεία. Άφωνοι οι ντόπιοι μας έβλεπαν να σουλατσάρουμε, αν είχαμε χρόνο και καφέ θα πίναμε επιτοπίως. Ήταν όλοι τους όμως φιλικότατοι και μας χαιρετούσαν όλο χαμόγελα.
Άφωνος κι ο Didi σου λέει αυτά τα παλαβά τι βρήκαν και φωτογραφίζουν εδώ, τουριστικό δεν είναι το μέρος. Αλλά αυτή είναι η διαστροφή μας Didi μου. Καλοί οι ναοί αλλά κι η αποτύπωση της καθημερινότητας μακράν της αποστειρωμένης Ευρώπης έχει τη δική της γοητεία (αν και όταν δεν έχουν μαζέψει τα σκουπίδια στην Αθήνα κάπως έτσι γινόμαστε κι εμείς).
Ενθουσιασμένος εγώ με ένα χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά ήμουν έτοιμος πλέον για το πολύωρο ταξίδι προς την Tana Toraja.
Μετά την εμπειρία της διαδρομής Yogyakarta-Surabaya που και αδιάφορη ήταν και επικίνδυνη, αυτή μου φάνηκε σωστός παράδεισος.
Βγαίνοντας από την πόλη αποκαλύφθηκε στο βάθος μια οροσειρά, εικόνα που παρέπεμπε σε ονειρικά τοπία του Guilin ή του Halong. Όλα αυτά με πρώτο φόντο απέραντους επίπεδους ορυζώνες.
Το επίπεδο τοπίο ουδόλως βαρετό δεν ήταν καθώς εναλλασσόταν με διάσπαρτες κατοικίες. Άλλες σε μεγαλεπήβολο κιτσοαποικιακό στυλ με έντονα χτυπητά χρώματα, άλλα απλές ξύλινες κατασκευές πάνω σε στύλους βουτηγμένες μέσα στους ορυζώνες.
Πρόσωπα χαρωπά, τσιρίζανε χαρούμενα κάθε φορά που γνέφαμε προς το μέρος τους. Αν είχα το χρόνο θα σταμάταγα σε κάθε παράπηγμα και σπιτικό να γνωρίσω από κοντά αυτούς τους πρόσχαρους ανθρώπους.
Οι αισθήσεις μου ήταν σε συνεχή εγρήγορση κι η μηχανή είχε πάρει φωτιά. Δεν προλάβανε το μάτι μου να χορταίνει εικόνες, πρόσωπα.
Μικρά μαγειριά στη μέση του πουθενά, υπαίθρια οπωροπωλεία, άνθρωποι σκυμμένοι να φυτεύουν ρύζι.
Διάσπαρτα στην διαδρομή μικρά ποτάμια κατάφορτα από τροπική βλάστηση στις όχθες με πλήθος φοινικόδεντρων που σε καλούσαν να απολαύσεις μια χαλαρωτική βόλτα με βαρκούλα στα νερά τους.
Πιο κάτω εκεί που σκάνε τα ποτάμια στη θάλασσα, απάνεμα μικρά λιμανάκια με μοναχικούς κοκοφοίνικες ή αργότερα το απέραντο γαλάζιο, μόνο που παραλία της προκοπής δεν εντοπίσαμε για να μας τρέξουμε και τα σάλια.
Σε λίγο αποχαιρετήσαμε τα παράλια και στη πόλη Pare Pare πήραμε την άγουσα προς την ενδοχώρα
Όπως γίνεται συνήθως έκανε κι ο Didi στάση για μεσημεριανό (σου λέει αυτοί θα πεινάσανε – εμείς πάλι μπυρόνια ονειρευόμασταν). Μόνο που το εστιατόριο που επέλεξε ανήκε σε ξενοδοχείο που ήταν υπό ανακαίνιση (το μπαλκόνι του είχε εξαιρετική θέα προς τη Pare Pare και τη θάλασσα). Έτσι αναγκάστηκα να γευτώ τα τηγανητά μου noodles στην καταθλιπτική εσωτερική αίθουσα.
Άλλες 5 ώρες μας μένανε ακόμα. Ο ουρανός βάρυνε και άρχισε η βροχή. Πλίτσι πλίτσι ήρθε ο ήχος της βροχής και με νανούρησε μέχρι που κάναμε την υποχρεωτική στάση για απογευματινό καφέ.
Μπαλκονάκι με άπλετη θέα προς το «ερωτικό βουνό». Έξυνα το κεφάλι μου τι στο καλό ερωτικό έχει η περιοχή αλλά η κυριούλα μας έλυσε την απορία. Να η σχισμή στο βουνό απέναντι μοιάζει με αιδοίο κι αυτό το οριζόντιο με φαλλό. Πολλή φαντασία οι άνθρωποι!!
Το "ερωτικό βουνό"
Είχαμε πια μπει στην περιοχή της Toraja αλλά παράλληλα είχε πέσει το σκοτάδι. Φτάσαμε αισίως μετά από 10 ώρες στο Rantepao και στο ξενοδοχείο μας, το Indra Toraja. Συμπαθητικό, σχετικά περιποιημένο αν και μια ανακαίνιση την ήθελε. Βόλτα κάνανε μερικά μυρμηγκάκια στο μπάνιο αλλά αυτά είναι πταίσματα. Το Rantepao δεν είναι και η Μέκκα του τουρισμού στην Ινδονησία κι εμείς δεν αναζητούσαμε λούσα.
Στην ρεσεψιόν μας συστήθηκε κι ο Enos που θα ήταν ο ξεναγός μας τις 2 επόμενες μέρες. Μαζί του πήγαμε για φαγητό σε κοντινό εστιατόριο. Οι Bintang μπύρες την τιμητική τους. Ήταν και το μόνο μέρος που είδαμε μαζεμένους τουρίστες. Τις επόμενες μέρες απολαύσαμε τη ξενάγηση χωρίς τη παρουσία άλλων τριγύρω μας….Τι μαγεία!
Ξημέρωσε η μέρα, το πρόγραμμα γεμάτο κι ο Enos με τον Didi πιστοί στο ραντεβού τους.
«Πρώτ’απ’όλα θα πάμε στο εβδομαδιαίο παζάρι» μας είπε. «Τέτοια μέρα έχει κανείς την ευκαιρία να δεί και την αγοροπωλησία ζώων».
Χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Αυτές οι ασιατικές υπαίθριες αγορές βρίθουν χρωμάτων, εικόνων και οσμών.
Αρχικά περάσαμε από τα ζαρζαβατικά.
Κάθε μικροκαλλιεργητής ήταν παρών στο δρόμο πουλώντας την πραμάτεια του. Έστω και λίγα έτσι για να συμπληρώσει εισόδημα.
Εκεί αγοράσαμε και φρεσκοκομμένο καφέ από την Toraja. Mόλις 2.5 ευρώ το κιλό, εκεί που στα σουβενιρατζίδικα των αεροδρομίων κόστιζαν 4 ευρω τα 250 γραμμάρια!
Όμως το ενδιαφέρον κομμάτι αφορά την αγοραπωλησία νεροβούβαλων και γουρουνιών.
Ορδές ολόκληρες ζωντανών τσαλαβουτούσαν μέσα στις λάσπες περιμένοντας τους αγοραστές τους. Εκεί λοιπόν μάθαμε ότι η αξία ενός νεροβούβαλου αυξάνεται όσο πιο εντυπωσιακά κέρατα έχει κι όσο πιο πουά είναι. Κάποιες άσπρες βούλες στο πρόσωπο ή το σώμα και η τιμή εκτινάσσεται.
Αυτό τον βούβαλο ποιός θα τον πάρει;
Κάνοντας γκέλες μέσα από ανθρώπους, μηχανάκια, φορτηγά και βουβάλια (όλα ανάκατα σε ένα οργιώδες συνονθύλευμα), φτάσαμε στο τομέα πώλησης χοίρων. Στρίγγλιζαν τα ζωντανά. Οργασμός πωλήσεων. Αλλού η έκθεση, αλλού η παραλαβή σε συσκευασία δώρου ώστε να είναι εύκολη η μεταφορά ακόμα και στο μηχανάκι.
Πακεταρισμένα έτοιμα προς παράδοση
...και μεταφορά
Κάπου ανάμεσα στο γουρουνοχαμό κάποια πιτσιρίκια παίζαν κοκορομαχίες και μια λεπτεπίλεπτη δυτική τουρίστρια με το αρωματικό μαντηλάκι στη μύτη ενοχλημένη από τη μυρωδιά. Τι τα θες γλυκειά μου αφού δεν τα μπορείς;;
Εντυπωσιασμένος από τον όγκο της ζωοπανήγυρης δήλωσα μεγαλοφώνως κι αφελώς ότι καλοτρώνε εδώ στην Τoraja.
«Μα δεν είναι για προσωπική κατανάλωση» μου λέει ο Enos.
«Τότε τι;»
«Μα είναι προορισμένα ΟΛΑ για τις νεκρικές τελετές. Θα σφαχτούν στη μνήμη του νεκρού»
Κάγκελο ο συμφορουμίτης σας….
«Ήρθε η ώρα να παρακολουθήσουμε νεκρική τελετή. Πάμε» μας παρότρυνε ο Enos.
Για να δούμε τι θα δούμε κι εσείς μαζί μου στο επόμενο κεφάλαιο. Γιατί μέχρι τότε, όσα εσείς γνωρίζετε ήδη από το προηγούμενο κεφάλαιο, εμείς απλώς τα αγνοούσαμε!! :roll:
Το βανάκι εγκατέλειψε το κεντρικό δρόμο κι άρχισε αργά ν’ανηφορίζει σε παράδρομους μέχρις ότου σ’ένα χωματόδρομο αναγκάστηκε πια να ακινητοποιηθεί. Μπροστά, το αδιαχώρητο από μηχανάκια και φορτηγά γεμάτα στις καρότσες τους από κόσμο και γουρούνια…
«Κατεβείτε, θα πάμε με τα πόδια» είπε ο Enos.
Μέσα σε χαμό από φωνές και γουρουνογριλίσματα πήραμε το δρόμο προς το rante, τη περιοχή που είχε επιλεγεί για την νεκρική τελετή.
Η βραδινή βροχή είχε κάνει το χώμα ένα βούρκο και τα πλαστικά μου παπούτσια ουδόλως εξασφάλιζαν την ισορροπία μου. Με το που άρχισε δε ο δρόμος να γίνεται κατηφορικός, συνειδητοποίησα ότι ικανότητα να πατινάρω πάνω στις λάσπες σαν άλλος Plushenko δεν την έχω.
Καλά που υπήρξαν κι εκείνες οι μαυροφορεμένες Τοραγιανές που άρχισαν να τσιρίζουν πανικόβλητες όταν ένας άγνωστος προσγειώθηκε άγαρμπα πάνω τους γλιστρώντας στις λάσπες. Αλλά έτσι γλύτωσα να γίνω ένα με τις γουρουνοπροσφορές που είχαν στοιβαχτεί σε σειρά πάνω στο χώμα.
Με βήματα αργά και σταθερά σαν τη πάπια συνέχισα το δρόμο μου προς το rante.
Λίγο πριν, σ’ένα αυτοσχέδιο χώρο με τραπέζι ήταν στοιβαγμένος κόσμος. Το πένθιμο μαύρο χρώμα κυριαρχεί παντού. Κάτι λέγανε αυτοί, κάτι γράφανε οι καθήμενοι επί του τραπεζιού, κι η απορία μου προφανής.
«Τι κάνουν εδώ;»
«Δηλώνονται»
Έκανα ένα σωρό συνειρμούς σχετικά με την έννοια «Δήλωση», αλλά σε κηδεία ήμουν…
«Δηλώνουν το όνομά τους, καταγράφεται η γουρουνοπροσφορά τους, πληρώνουν κυβερνητικό φόρο για το γουρούνι(!) και περιμένουν να εκφωνηθεί το όνομά τους για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια του εκλιπόντος» με έβγαλε από την απορία μου ο Enos.
Συνεπώς μιλάμε για οργάνωση όχι αστεία. Πλήρης απογραφή και τάξις!
To rante ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας μέσα σε ένα οργασμό εργασιών.
Το φέρετρο και η φωτογραφία του εκλιπόντος μας ατένιζε από περίοπτη θέση, τοποθετημένο ψηλά μέσα σε μια προσομοίωση παραδοσιακού Τοραγιανού σπιτιού.
O χώρος του rante. Κεντρικά ο χώρος σφαγής και ο χώρος φύλαξης του φέρετρου
Από κάτω μαυροντυμένοι άντρες μ’ένα μικρόφωνο και μια ντουντούκα μονολογούσαν ασταμάτητα κάτι, σ’ένα ρυθμό που παρέπεμπε σε λαϊκή αγορά.
«Μα τι λένε και γλώσσα δεν βάζουν μέσα τους» ρωτά ο αδαής συμφορουμίτης σας.
«Καλούν ονομαστικά την επόμενη ομάδα καλεσμένων να υποβάλλουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια, παράλληλα αναφέρουν κι από ποιόν είναι τα γουρούνια που προσκομίζονται στον κεντρικό χώρο» απαντά ο Enos.
Διότι κάθε γουρούνι δια του λόγου το αληθές έφερνε και το μπιλιετάκι της οικογένειας. Όπως λέμε αυτό το ατμοσίδερο δώρο για το γάμο κι από κοντά η καρτ βιζίτ με την υπογραφή της γειτόνισσας με ευχές για βίον ανθόσπαρτον.
Προνοητικός ο Enos μας έδωσε ένα δέμα σε πλαστική σακούλα για να μην φανεί ότι ήρθαμε με άδεια χέρια.
«Αυτό να το παραδώσετε στους κυρίους. Είναι η δική σας προσφορά εις μνήμην του νεκρού». Αγνοώ ακόμα και σήμερα το περιεχόμενο, από λεπτότητα δεν το έλεγξα. «Σας φέραμε κι εμείς το κάτι τις, για ανοίξτε να δούμε τι σας φέραμε»… ε, δεν είναι κομψό!
Γύρω από τον χώρο σφαγής και το φέρετρο, ήταν παρατεταγμένες κυκλικά υπερυψωμένες σκεπαστές εξέδρες όπου στεγάζονταν οι στενότεροι συγγενείς του εκλιπόντος. Εκεί είχαμε και την τιμή να παρακαθίσουμε κι εμείς ως ξώφαλτσοι τουρίστες. Ως Δαναοί λοιπόν αλλά μη χοίρον φέροντες, κάτσαμε οκλαδόν στην πρόχειρη κατασκευή, μας προσφέρθηκε τσάι και βουτήματα και με το ευρύτερο συγγενολόι πρώτη εξέδρα πίστα βιώναμε τα δρώμενα.
Στο κέντρο του rante με απλωμένα φύλλα φοινικιάς, είχε ήδη λάβει χώρα η θυσία του νεροβούβαλου. Άρα το πνεύμα του νεκρού είχε ήδη ξεκινήσει το γαλήνιο ταξίδι του για την Puya στη ράχη του αποθανόντος τετράποδου.
Ο διαμελισμός του νεροβούβαλου
Τα παιδιά πάντα αναζητούν ευκαιρία για παιχνίδι, έστω κι αν αφορά τις οπλές του αποθανόντος νεροβούβαλου
Πλέον το ενδιαφέρον είχε στραφεί στον τεμαχισμό και την διανομή του κρέατος προς επιλεγμένους επισκέπτες. Με ματσέτα κοβόταν το κρέας και τα κομμάτια δένονταν σε μια αρμαθιά για τη μοιρασιά. Άλλες φορές η διαδικασία ήταν αμεσότερη. Ευμεγέθη κομμάτια κρέατος παραδίδονταν άμεσα στα χέρια των ενδιαφερομένων.
Στην είσοδο της μεγαλύτερης εξέδρας (πολυτελούς κατασκευής με κόκκινο σκέπαστρο και πολύχρωμη είσοδο) κάθονταν άτομα με φανταχτερές παραδοσιακές φορεσιές. Ήταν προορισμένη για την επίσημη υποδοχή των καλεσμένων από την οικογένεια.
Η κεντρική εξέδρα υποδοχής των καλεσμένων
Κινητικότητα επικρατούσε, κόσμος εν πομπή πήγαινε κι ερχόταν, ο νεροβούβαλος είχε γίνει πλέον μερίδες για κοκκινιστό στη κατσαρόλα, τα κέρατά του είχαν αφαιρεθεί από το κεφάλι για να διακοσμήσουν την είσοδο της οικείας κι εγώ πάσχιζα να αποκωδικοποιήσω το τελετουργικό της κηδείας μέσα σε σύννεφα καπνού τσιγάρου με γεύση γαρύφαλλου που μου πρόσφεραν (και το οποίο είναι πολύ δημοφιλές στην Ινδονησία).
Με τη ματσέτα αφαιρούνται τα κέρατα προς διακόσμησιν της οικίας
Η διαδικασία λοιπόν έχει ως εξής:
Αρχικά γίνεται εκφώνηση των ονομάτων των δηλωθέντων καλεσμένων με ταυτόχρονη προσέλευση των δωρο-γουρουνιών που εναποτίθενται προσωρινά στον κεντρικό χώρο και στη συνέχεια μεταφέρονται σε γειτονικούς για σφαγή (κεντρικά σφάζονται μόνο οι νεροβούβαλοι).
Η προσκόμιση των γουρουνιών στο κεντρικό χώρο του rante
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων σχηματίζεται μια πομπή με τους νεοφερμένους καλεσμένους. Μπροστά ένας γηραιός κύριος με παραδοσιακή ενδυμασία βγάζοντας κραυγή οδύνης δίνει το ρυθμό προς το χώρο υποδοχής.
Ακολουθεί ζευγάρι ή ζευγάρια με παραδοσιακή ενδυμασία και τέλος οι καλεσμένοι σε απόλυτη στοίχιση (κι όχι μπουλούκι όπως γίνεται εν Ελλάδι).
Η πομπή των καλεσμένων
Αφού τακτοποιούνται στην επίσημη εξέδρα, από το χώρο κουζίνας ξεκινά μια νέα πομπή. Μπροστά τα ίδια ζευγάρια με τη παραδοσιακή ενδυμασία και πίσω του (σε αυστηρή πάντα στοίχιση ανά δυάδες) ομοιόμορφα ντυμένες και χτενισμένες στη τρίχα κυρίες που κουβαλούν τα σερβίτσια και το τσάι που σερβίρεται στους καλεσμένους.
Η πομπή του τσαγιού
Τέλος από τον χώρο της κουζίνας ξεκινά τελευταία η μαυροντυμένη πομπή της οικογένειας του εκλιπόντος (πάντα πίσω από το ζευγάρι με τη παραδοσιακή ενδυμασία)
Η πομπή της οικογένειας του εκλιπόντος
Όλοι μαζί καταλήγουν στην κεντρική εξέδρα όπου σερβίρεται το τσάι. Τι εκτυλίσσεται εκεί ακριβώς δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω.
Η ίδια ιεροτελεστία με την αντίστροφή σειρά ακολουθείται κατά την αποχώρηση της ομάδας των καλεσμένων.
Αυτό τελετουργικό το είδαμε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με θρησκευτική ευλάβεια και κατάνυξη. Αν λάβετε υπόψη ότι οι καλεσμένοι μπορεί να αγγίζουν σε αριθμό μερικές χιλιάδες μπορείτε να αντιληφθείτε πόσες φορές επαναλαμβάνεται το σκηνικό.
«Μπορείτε να πάτε κι εκεί που σφάζουν τα γουρούνια» μας προέτρεψε ο Enos.
Με ένα αιχμηρό αντικείμενο κόβεται κεντρικό αγγείο έτσι ώστε το γουρούνι να καταλήξει από αιμορραγία. Το αίμα όμως δεν αφήνεται να χυθεί στο χώμα (ο χασάπης βάζει το δάκτυλο στην πληγή για να το αποτρέψει), αντίθετα αφήνεται να λιμνάσει στην κοιλιά του γουρουνιού.
Η κοιλιά του ανοίγεται προσεκτικά και το λιμνάζον αίμα συλλέγεται μέσα σε κορμούς μπαμπού. Γιατί; Διότι μέσα στο μπαμπού μαζί με το αίμα προστίθεται αλάτι και κομμάτια χοιρινού κρέατος κι αυτό μαγειρεύεται στη φωτιά. Μην περιμένετε να σας πω αν δοκίμασα. Δεν το αποτόλμησα!
Το γουρούνι μετά το τοποθετείται σε φωτιά πάνω σε κορμούς μπαμπού ώστε να καεί το τρίχωμα και ακολουθεί ο τεμαχισμός και το μαγείρεμα στη θράκα (πάλι δεν πήραμε μεζέ)
Το ίδιο σκηνικό γουρουνοθυσίας επαναλαμβανόταν ολούθε τριγύρω.
«Τόσος θάνατος για ένα θάνατο» αναφώνησε ο συνταξιδευτής μου κι έγινε αυτόματα ο πνευματικός πατέρας του τίτλου του σημερινού κεφαλαίου.
Όπως έγραψα η κηδεία κρατά αρκετές ημέρες με συνεχείς σπονδές, το σκηνικό όμως που παρακολουθήσαμε αποτελεί την κορύφωση της τελετής.
Αναχωρήσαμε, αποθανατίζοντας τις τελευταίες εικόνες, περνώντας μέσα από μια ατέλειωτη συστοιχία γουρουνιών - προσφορά στο νεκρό.
Παρότι τα γραφόμενά μου εμπεριέχουν μια δόση χιούμορ, οφείλω να ομολογήσω ότι η εμπειρία κυριολεκτικά μας συγκλόνισε.
Ήταν μια πράξη πανάρχαιας σπονδής. Σταθήκαμε μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης και μοναδικής τελετής που δεν κρύβει τις ανιμιστικές της καταβολές βαθειά ριζωμένες στην παράδοση των κατοίκων Tana Toraja.
Θρήνος δεν υπήρξε. Ήταν μια μεγάλη γιορτή αποχαιρετισμού. Άλλωστε ο Θάνατος στην Tana Toraja δεν καταγράφεται ως απώλεια, αλλά σαν ένα ταξίδι στην Puya.
Στη γη των πνευμάτων.
Στη γη των προγόνων.
Για το τέλος παραθέτω ένα σύντομο βίντεο που τράβηξα, επεξεργάστηκα πρόχειρα κι ανέβασα στο ΥouΤube, το οποίο συνοψίζει τα γραφόμενα.
Σκοπός μου να σας μεταφέρω μια πιο «ρεαλιστική» αίσθηση της τελετής μέσω κινούμενης εικόνας και ήχου. Αν αξίζει το κόπο (χρονοβόρα διαδικασία) και για μελλοντικές ιστορίες το αφήνω στη κρίση σας πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες!
YΓ: Λόγω του βίαιου του θεάματος, επιθυμητή η γονική συναίνεση! Χορτοφάγοι και μέλη φιλοζωικών οργανώσεων ας το αποφύγουν καλύτερα…
Αφού είδαμε τη τελετή ταφής, καιρός να επισκεφθούμε και τις τελευταίες κατοικίες των εκλιπόντων, οι οποίες αποτελούν από μόνες τους λόγω της ιδιαιτερότητάς τους αξιοθέατο στη περιοχή.
Πήραμε το δρόμο νότια από το Rantepao με πρώτη στάση στο χωριό Lemo.
Εκεί επισκεφθήκαμε τρία παραδοσιακά σπίτια tongkonan με οροφή από χόρτο για να καταλήξουμε στους λαξευτούς τάφους, από τους πλέον φωτογενείς στην Τοraja.
Λαξευτοί τάφοι βρίσκονται διάσπαρτοι παντού στη Tana Toraja, όπου υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε κάθε διαθέσιμο βράχο. Το να λαξέψεις ένα τάφο στο βράχο είναι μια διαδικασία που απαιτεί αρκετό χρόνο προετοιμασίας πριν την ταφή, καθώς γίνεται δια χειρός επιδέξιων τεχνιτών με το σφυροκάλαμο.
Παλιότερα οι τεχνίτες πληρώνονταν σε βουβάλια και χρειάζονταν κάμποσα βουβάλια να λαξευτεί ένας τάφος. Σήμερα, ακόμα κι αν η αμοιβή είναι χρηματική, οι λαξευτοί τάφοι εξακολουθούν να είναι προνόμιο μόνο των οικονομικά επιφανέστερων.
Οι λαξευτοί τάφοι στο Lemo
Μέσα σε ένα ρυζοχώραφο οι τάφοι μας ατένιζαν ψηλά πάνω σ’ένα κάθετο βράχο. Θέαμα μοναδικό και υποβλητικό.
Αυτό που εντυπωσιάζει γενικά στην Toraja είναι ότι οι τάφοι δεν περιορίζονται σε κλειστούς απομονωμένους χώρους. Μπορεί να είναι μέσα σε ορυζώνες, πάνω στο δρόμο ή ακόμα και μέσα στα χωριά.
Οι νεκροί εξακολουθούν να συνυπάρχουν ανάμεσα στους ζωντανούς!
Κάθε τάφος είχε και μια περίτεχνα σκαλιστή πόρτα. Κάποιες μάλιστα λείπανε καθώς όπως μας είπε ο Enos κάποιοι επιτήδειοι τις αφαιρούν για χρήση σε άλλους τάφους!!
Το σκηνικό συμπληρωνόταν με μικρά λαξευτά μπαλκόνια όπου τοποθετούνται ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα, τα tau tau (σημαίνει άνθρωποι).
H κατασκευή των tau tau χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Παραδοσιακά τα αγάλματα αυτά έδειχναν το γένος του εκλιπόντος, τώρα πια προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά και να αντανακλούν το κοινωνικό στάτους και τον πλούτο του (όσο πιο φραγκάτος τόσο καλύτερη η ποιότητα του ξύλου και η ένδυση). Πολλά έχουν την ίδια μοίρα με τις πόρτες - τα κλέβουν.
Παρά τον ναΐφ τρόπο κατασκευής τους δίνεται έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Ένοιωθα τα θεόρατα μάτια να με διαπερνούν με το βλέμμα τους, τα χέρια σε έκταση σαν επίκληση (ή άραγε κάλεσμα), κάποια με το στόμα κλειστό (?), άλλα αναδείκνυαν τη πλούσια κόμη του εκλιπόντος, άλλα με καπέλο και ρούχα που τα είχε σχεδόν κουρελιάσει ο χρόνος κι ο καιρός. Κι όμως τα tau tau συντηρούνται σε ειδική τελετή κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και τους τοποθετούνται νέα ρούχα.
Tau Tau
Στα ριζά του βράχου ήταν τοποθετημένες δυο μινιατούρες tongkonan, οι οποίες στη ερώτησή μας τι εξυπηρετούσαν, μας δόθηκε η απάντηση ότι είναι το μέσο με το οποίο μεταφέρονται οι νεκροί στους ώμους των συγγενών στη τελευταία τους κατοικία.
Οι τάφοι είναι μόνιμες κατοικίες των νεκρών. Δεν υπάρχει διαδικασία εκταφής και νέας χρήσης του χώρου. Παρά το μικρό μέγεθος της εισόδου, το εσωτερικό είναι «άνετο» επιτρέποντας έτσι να ταφούν κι άλλα μέλη της οικογένειας στον ίδιο χώρο.
Υπό το άγρυπνο βλέμμα των εκφραστικών tau tau πήραμε ένα μικρό δρομάκι που οδηγούσε μέσα από κακαόδενδρα, σε ένα άλλο βράχο διάτρητο κι αυτό από τάφους. Κάποια στεφάνια αφημένα στα ριζά του βράχου δήλωναν πρόσφατη ταφή. Όλα τα διακοσμητικά αυτά (σταυροί, tau tau, επιτάφιοι) αφήνονται και καταστρέφονται με το πέρασμα του χρόνου.
«Τυχεροί νεκροί» σκέφτηκα, καθώς από το χώρο της τελευταίας τους κατοικίας το πνεύμα τους μπορεί να ατενίζει ένα γοητευτικό τοπίο με βουνά βουτηγμένα στο πράσινο και ατέλειωτους ορυζώνες όπου οι ζώντες ακόμα μοχθούν για τον επιούσιο.
H θέα από τους λαξευτούς τάφους
Περνώντας μέσα από τους ρυζοχώραφα, ανάμεσα στους ντόπιους που ακάματα πάλευαν βουλιάζοντας με τα γυμνά τους πόδια στα νερά μαζεύοντας ή αποφλοιώνοντας το ρύζι χειρονακτικά, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στα πολλά ονόματα που δίνουν οι Ινδονήσιοι στο ρύζι όπως μας είπε ο Enos:
Padi είναι το ρύζι που μεγαλώνει στους αγρούς,
Gabah είναι οι σπόροι ρυζιού με το φλοιό τους,
Βeras οι αποφλοιωμένοι σπόροι του ρυζιού (πριν μαγειρευτεί)
και Nasi το μαγειρεμένο ρύζι (εξ’ου και η ονομασία που θα συναντήσει κανείς στους καταλόγους των εστιατορίων).
Διασχίζοντας τα υποτονικά σουβενιρατζίδικα που απαραίτητα κοσμούν το κάθε αξιοθέατο στην Ινδονησία (αλλά εκεί -εν αντιθέσει με το Μπαλί- ουδόλως στο πνεύμα του σ’αρπάζω απ’το μανίκι για να ψωνίσεις) αναχωρήσαμε για τον επόμενο σταθμό στο χωριό Kambira όπου υπάρχει χώρος ταφής βρεφών.
Τα βρέφη (συνήθως κάτω από 6 μηνών, να μην έχουν ανατείλει τα νεογιλά δόντια ακόμη) ενταφιάζονται με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς τελετές και σε ξεχωριστούς χώρους.
Βράχος;; Σπηλιά;; Έδαφος;;
Όόόόχι πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες.
Τα βρέφη θάβονται σε…δέντρο!!!
Φτάσαμε στο χώρο και περνώντας μέσα από 2-3 παραδοσιακά tongkonan καταλήξαμε μέσα από ένα δάσος από μπαμπού στο δένδρο ταφής.
Με την ευκαιρία θα πω ότι τα μπαμπού είναι και τα αγαπημένα μου δένδρα. Κομψά, πανύψηλα, σε πυκνούς σχηματισμούς, ευθυτενή, με χονδρούς κορμούς γεμάτους καταπράσινα φύλλα ήταν σαν σκηνικό από τα «Ιπτάμενα Στιλέτα».
Hydronetta-λατρεμένο το μπαμπού λοιπόν αλλά και πλέον πολυχρηστικό για τους Ινδονήσιους που το αποκαλούν «δένδρο με τις 100 χρήσεις», καθώς όχι μόνο για έπιπλα αλλά μέχρι και σαν μαγειρικό σκεύος χρησιμοποιείται (ας θυμηθούμε τη συνταγή στη νεκρική τελετή).
Τα λατρεμένα μου μπαμπού
Εκστασιασμένος με το βλέμμα από το έδαφος μέχρι τον ουρανό να το σκεπάζουν τα μπαμπού, ακολούθησα τη σύντομη διαδρομή μέχρι το δένδρο. Δε λέω, μοναδικές οι τελετές κι οι λαξευτοί τάφοι αλλά αυτό ήταν συγκλονιστικότερο όλων.
Περιστοιχισμένο από τα πανύψηλα μπαμπού στη μέση ενός κυκλικού χώρου έστεκε ένα δένδρο στου οποίου το κορμό είχαν σκαλιστεί μικρές εσοχές οι οποίες καλύπτονταν από πρόχειρες ξύλινες πορτούλες.
Αυτοί ήταν οι τάφοι των βρεφών.
Το δένδρο των νεκρών βρεφών
«Γιατί έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο δένδρο;» ρώτησα τον Enos, καθώς η περιοχή ουδόλως υστερούσε σε βλάστηση.
«Το δένδρο αυτό σαν χαραχτεί παράγει κάτι σαν γάλα. Κι αυτό είναι για τα νεκρά βρέφη σαν το γάλα της μητέρα τους. Για να εξακολουθούν και μετά θάνατον να το πίνουν και να αναπτύσσονται όπως όλα τα παιδιά εν ζωή» μας είπε. «Τα βρέφη θάβονται όρθια. Όσο ψηλώνει το δένδρο, τόσο κι αυτά πιστεύεται ότι μεγαλώνουν».
Μας έδειξε και κάποιες καμπυλωτές προεξοχές του κορμού. «Το δέντρο σαν ζωντανός οργανισμός με τον καιρό έρχεται και καλύπτει το κενό που δημιούργησε το σκάλισμα, αγκαλιάζοντας και φυλακίζοντας μέσα στο κορμό του το σώμα του νεκρού βρέφους» αιτιολόγησε με έμφαση.
Είχα μείνει άφωνος . Μου φαινόταν αδιανόητο ότι αυτός ο κορμός κλείνει μέσα του σώματα βρεφών. Κι είχα συγκλονιστεί από την πρακτική αυτή που βασιζόταν σε μια θεώρηση που ξεπερνά την συμβατική δική μας περί θανάτου…
Σε μικρή απόσταση από το Kambira, μέσα από απέραντους ορυζώνες όπου το padi λαμπύριζε στον ήλιο σαν χρυσοπράσινο χαλί, φτάσαμε στο χωριό Tampagailo για να επισκεφθούμε χώρους ταφής σε σπηλιές.
Μια θάλασσα από χρυσοπράσινο ρύζι
Αφήσαμε το αμάξι και διασχίσαμε μια σύντομη διαδρομή με τα πόδια μέσα στους ορυζώνες. Στη διάρκειά της είχαμε την ευκαιρία να δούμε και ταφικά μνημεία πολύ πιο δυτικότροπα στην κατασκευή τους καθώς ήταν ευμεγέθη χτίσματα, περιποιημένα, με το μπαλκονάκι τους, τις κολωνίτσες τους, βαμμένα πολύχρωμα και κατάφορτα με στεφάνια. Προφανώς λειτουργούν σαν οικογενειακοί τάφοι.
Ο δρόμος μας έφερε σε μια ανοικτή σπηλιά όπου η πρώτη εικόνα ήταν αραδιασμένες νεκροκεφαλές πάνω στα βράχια ή στις άκρες του σπηλαίου.
Στα ψηλότερα τοιχώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης βρίσκονταν φέρετρα ενώ το σκηνικό συμπληρωνόταν από tau tau.
Eίναι η οικονομικότερη επιλογή που υπάρχει για τους ανθρώπους της περιοχής.
Τα φέρετρα μεταφέρονται στη σπηλιά και τοποθετούνται ψηλά σε ειδικές ξύλινες εξέδρες. Ο χρόνος αναλαμβάνει τα υπόλοιπα.
Είχαμε πια ολοκληρώσει τη περιήγηση της πρώτης μέρας στη Tana Toraja. Και τι μέρα… αφιερωμένη αποκλειστικά… στο θάνατο!! Νεκρικές τελετές, σφαγές, τάφοι όλων των ειδών μαρτυρούν αυτό που προανέφερα. Ότι ο θάνατος στην Tana Toraja είναι το σημαντικότερο γεγονός της κοινωνικής ζωής του τόπου.
Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής με σύντομη διακοπή για φαγητό (θα μου πεις μετά από τόσο θανατικό πεινάγατε?) κι έτσι κάναμε μια στάση σε ένα γοητευτικό μικρό εστιατόριο με βεράντα καταμεσής στους ορυζώνες και τα βουνά της περιοχής.
Δοκιμάσαμε τις τοπικές σπεσιαλιτέ (ουδόλως έθελξαν τον ουρανίσκο μου) με παγωμένη Bintang που κύλησε σαν βάλσαμο μέσα μας.
Οι βουκολικές εικόνες με το θέρισμα του padi που εκτυλίσσονταν τριγύρω μας ήταν μοναδικές. Ξεχασμένες πλέον, εκεί όπου η τεχνολογία έχει υποκαταστήσει τον ανθρώπινο μόχθο.
Το γεύμα μας
Με το δειλινό γυρίσαμε στο Rantepao με τα γλυκά χρώματα να αναδεικνύουν τη γοητεία των ορυζώνων με φόντο τα καταπράσινα βουνά.
Κάναμε μια σύντομη βόλτα στην αγορά κοντά στο ξενοδοχείο μας. Ήμασταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού οι τουρίστες κάτι που επέτρεπε και στο κόσμο να είναι φιλικότερος απέναντί μας και να μας χαιρετά σε κάθε μας βήμα.
Ειδικά τα πιτσιρίκια ξετρελάθηκαν στην ιδέα της ψηφιακής φωτογραφίας. Πόζαραν, έβλεπαν την φωτογραφία τσιρίζοντας και χοροπηδώντας, ζητώντας κι άλλη ξανά και ξανά… Τι υπέροχο που αλληλεπιδρούσαμε με γέλιο, χαρά και σκανταλιό χωρίς εκείνα να νοιώθουν επιφυλακτικότητα προς έναν άγνωστο.
Ένα τρισχαριτωμένο ζουζούνι στο Rantepao
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κάνοντας μια σύντομη στάση στο γειτονικό σουπερμάρκετ για αγορά ποτών και των απαραίτητων παρελκόμενων. Με εντυπωσίασε η χαμογελαστή ευγένεια και η εντιμότητα του μαγαζάτορα που σκίστηκε να μας δώσει τα ρέστα μέχρι και την τελευταία ρουπία.
Δεν διαφθείρονται παντού οι άνθρωποι από το τουριστο-χρήμα σκέφτηκα (εν αντιθέσει προς το Μπαλί).
Με ολίγον Μουντιάλ και χαζεύοντας τις φωτογραφίες της ημέρας σιγά σιγά παραδοθήκαμε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Είχαμε ακόμα μια μέρα να γνωρίσουμε τις φυσικές ομορφιές πια της Τana Toraja.
H μέρα ανέτειλε λαμπρή μετά τη βραδινή βροχή. Το πρόγραμμα της περιήγησης πιο χαλαρό σήμερα και χωρίς αιματοχυσίες.
«Αν θέλετε να παρακολουθήσετε κι άλλες νεκρικές σπονδές μπορούμε να πάμε» μας πρότεινε ο Enos, αλλά ομολογώ ότι άλλο sequel ομαδικής σφαγής ζώων δεν είχαμε διάθεση να δούμε. Προτιμήσαμε να περιηγηθούμε στην υπέροχη φύση της Tana Τoraja, όχι ότι βέβαια θα γλυτώναμε τους τάφους που όπως προείπα είναι διάσπαρτοι παντού.
Κατευθυνθήκαμε αρχικά νότια του Rantepao στο χωριό Ketekesu.
Λίγο πριν την είσοδο στο παραδοσιακό χωριό οι ντόπιοι είχαν αρχίσει πουρνό-πουρνό να καταπιάνονται με τις αγροτικές εργασίες. Στο πλάι του δρόμου πάλευε με τις αρμαθιές η κυρά-Καλή διαχωρίζοντας τους κόκκους ρυζιού από το φυτό. Μια διαδικασία, μονότονη και κουραστική: σκύψε – κοπάνα – σήκω, κάτω από το λιοπύρι.
"Α, θα το δοκιμάσω κι εγώ" αναφώνησε ο συνταξιδιώτης μου και με βήμα χαρωπό πήρε θέση δίπλα στη κυρά-Καλή, δώστου χτυπώντας το ρύζι (για φωτογραφικές ανάγκες βέβαια). Μετά από μερικά σετάκια επικύψεων και εγέρσεων, χοντροί κόμποι ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν από το μέτωπό του και το επαπειλούμενο λουμπάγκο έκανε την εμφάνισή του.
Aποτέλεσμα; Ισχνή ρυζοταϊσμένη Τοραγιανή vs καλοθρεμμένος δυτικός τουρίστας: πανηγυρικά 1-0.
Συμπέρασμα: κιλά δεν χάνονται με δίαιτες. Κλείστε διακοπές μιας εβδομάδας στη Τοraja να κοπανάτε και να τρώτε μόνο ρύζι ολημερίς και να δείτε πώς θα εξαχνωθούν τα παχάκια.
Ινδονησία - Ελλάς: 1-0
Το Ketekesu ακολουθεί το πρότυπο των παραδοσιακών χωριών της Tana Toraja. Tα tongkonan που χρησίμευαν σαν κατοικίες παρατεταγμένα σε μια σειρά κι απέναντί τους οι ρυζαποθήκες σε ανάλογη αρχιτεκτονική, όλα πνιγμένα στο πράσινο και τους φοίνικες.
Ketekesu
Ήταν και το πρώτο χωριό που συναντήσαμε, όπου στεγαζόταν κι ένα μικρομάγαζο με σουβενίρ, χειροποίητα υποτίθεται. Τιμές μάλλον τσουχτερές για ξυλόγλυπτα τοραγιανά μοτίβα και τιμές ακατέβατες. Τα ανατολίτικα παζάρια εδώ δεν είχαν πέραση. Απογοητευμένοι (άλλωστε θα ζούσαμε και χωρίς τον τοραγιανό βούβαλο να διακοσμεί το σαλόνι μας) αναχωρήσαμε πάνω στην ώρα που πλάκωσε ο στρατός ο οποίος κατά τα φαινόμενα ήταν σε εκδρομή αναψυχής για τα υψηλόβαθμα στελέχη. Πάλι καλά γιατί το γραφικό χωριό πνίγηκε στα μιλιτέρ τζιπάκια και πούλμαν, κάτι που κατέστρεφε την φωτογένειά του.
Ακολουθήσαμε τη σύντομη διαδρομή προς τους κρεμαστούς τάφους γειτονικά του χωριού.
Εδώ το μοτίβο ταφής προσομοιάζει με εκείνα των σπηλιών. Κάθετα δοκάρια τοποθετημένα στους βράχους υποστηρίζουν τα ξύλινα κοφίνια, τα οποία από τον καιρό είχαν σχεδόν διαλυθεί αφήνοντας τα κρανία και οστά σε κοινή θέα. Μερικά φέρετρα ομολογώ ότι ήταν σκαλισμένα με περίτεχνα μοτίβα ή ακόμα και με πλώρη νεροβούβαλου. Η φαντασία σε όλο το μεγαλείο της.
Το πλέον ενδιαφέρον ήταν που δίπλα στα κρανία ήταν τοποθετημένα τσιγάρα…
Με έβγαλε ο Enos από την απορία μου πριν προλάβω καν να την εκστομίσω: «Είναι προσφορές για τους νεκρούς. Για να μην αισθάνονται ότι τους λείπει κάτι εκεί στη γη των προγόνων τους».
«Μια χαρά σκέφτηκα θα φουμάρουν οι αποδημήσαντες. Ούτε αντικαπνιστικοί νόμοι, ούτε έννοια για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού.». Ως καλός καπνιστής έκανα κι εγώ την προσφορά μου και συνεχίσαμε ανηφορικά, με τα φέρετρα να χάσκουν πάνω από τα κεφάλια μας.
Κρεμαστοί τάφοι
Περνώντας μέσα από συστάδες λατρεμένων μπαμπού φτάσαμε πάλι σε μια σπηλιά που χρησιμοποιείτο σαν χώρος ταφής. Μόνο που εδώ επικρατούσε μια σχετικά αταξία. Μπουκάλια, ρούχα, εφημερίδες κι ένα σωρό μικροαντικείμενα ήταν πεταμένα ολούθε.
«Τς τς κανένας σεβασμός στους νεκρούς» σχολίασα πικρόχολα, για να λάβω την πληρωμένη απάντηση: «Μα δεν τα είπαμε πριν; Πρέπει να περνάνε καλά οι νεκροί στον άλλο κόσμο. Δεν πρέπει να τους λείπει τίποτα από τα αγαπημένα τους αντικείμενα».
Αρχαιοελληνική προσέγγιση ομολογώ. Τώρα βέβαια αγαπημένο αντικείμενο η μπουκάλα Coca Cola; Αλλά πού το ξέρει κανείς τι εθισμούς είχε ο εκλιπών! Άλλωστε δεν έχω ενημέρωση αν προσφέρονται αναψυκτικά στον παράδεισο. Για πιλάφια και παρθένες όμως κάτι έχει πάρει το αυτί μου. :roll:
Επιστρέφοντας στο χωριό και κατά την αναχώρησή μας είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε κι ένα ξυλουργείο. Τι έπιπλα, τι καρέκλες κλπ μαύρα άλογα. Φέρετρα… αυτές είναι δουλειές με φούντες. Όμως όπως αποδεικνύει η επισυναπτόμενη φωτό, όλα κι όλα μεγαλοπρεπέστατο το φέρετρο. Τυχερός ο μακαρίτης!
Πήραμε το δρόμο προς το Rantepao και ακολουθήσαμε κατεύθυνση προς τα βόρεια. Στάση στο χωριό Bori όπου σε μια μικρή έκταση κοντά στο χωριό βρίσκονται διάσπαρτοι ογκώδεις μονόλιθοι.
Τα μενίρ του Bori
Τα μέρη αυτά θεωρούνται ιερά και αποτελούν συνήθη τόπο rante (νεκρικών τελετών) και δια του λόγου το αληθές επικρατούσε οργασμός εργασιών κατασκευής εξέδρων για την επικείμενη ταφή. Μάλιστα και ο λαξευτός τάφος είχε σχεδόν ετοιμαστεί.
Στο χώρο του μελλοντικού rante μέσα σε ένα δάσος από λυγερόκορμα μπαμπού ήταν ένας τεράστιος οβάλ βράχος διάτρητος από εσοχές που στέγαζαν τάφους.
Το ίδιο σκηνικό σε κάθε μεγάλο ή μικρό βράχο σ’όλη τη διαδρομή προς το Batuturnonga, την κορφή όπου ήταν ο τελικός μας προορισμός για να γευματίσουμε και να απολαύσουμε την εκπληκτική θέα.
Tάφοι, τάφοι, τάφοι....
Μέσα από ορυζώνες, διάσπαρτα χωριά με σπίτια tongkonan (τα περισσότερα όμως με ελενίτ σκεπές που διασφαλίζουν αντοχή στο χρόνο αλλά όχι και φωτογένεια όπως οι παραδοσιακές), πήραμε τον ανηφορικό δρόμο προς το βουνό κάνοντας μια στάση για να δροσίσουμε τον ουρανίσκο μας σε ένα υπαίθριο καφέ στη περιοχή Lempo. Ό,τι ξεδιπλώθηκε στα έκπληκτα μάτια μας ήταν μια πανέμορφη πλαγιά, ένα καταπράσινο ποτάμι από χαμηλές αναβαθμίδες ορυζώνων. Στο βάθος ξεφύτρωναν κατάφυτες κορφές βουνών και πλούσιες συστάδες δέντρων.
Πήρα το τσαγάκι μου κι άφησα τα μάτια μου να βυθιστούν στη μαγεία του τοπίου.
Ένοιωσα μια γαλήνη να με διαπερνά και να απλώνεται σαν γλυκό μούδιασμα σ’ όλο μου το κορμί.
Εκλιπαρούσα για μια αιώρα να απλώσω το απολλώνιο κορμί μου :roll: και να χορτάσω με όλες μου τις αισθήσεις αυτή την υπέροχη θέα.
Αλλά ο χρόνος γαρ βραχύς κι έτσι συνεχίσαμε την ανοδική μας πορεία.
Κανά 20λεπτο πριν από τον τελικό μας προορισμό ο Enos μας πρότεινε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και να περπατήσουμε. Ήταν μια σύντομη όμορφη βόλτα με τα απαραίτητα μαθήματα βοτανολογίας. Εκεί κάναμε και τη γνωριμία μας με το «ντροπαλό» φυτό. Σαν μια μικρή φτέρη όταν το άγγιζες εκείνο μάζευε ενστικτωδώς τα φύλλα του.
Όσο ανεβαίναμε τόσο το γοητευτικό τοπίο της Toraja ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μας.
Καταλήξαμε στο εστιατόριο όπου από το μπαλκονάκι του απολαύσαμε ένα χορταστικό γεύμα με μια εκπληκτική θέα: βουνά, δάση, ορυζώνες, μικρά χωριά και κάπου στο βάθος η πόλη του Rantepao.
Πλήρεις αισθήσεων, με την Bintang μπύρα να ρέει μεθυστικά στο αίμα μας πήραμε το δρόμο επιστροφής. Ήδη ήταν νωρίς το απόγευμα αλλά εφόσον ο χρόνος μας το επέτρεψε λοξοδρομήσαμε για τελευταίες εικόνες από ένα άλλο παραδοσιακό χωριό, το Palawa.
Οφείλω να ομολογήσω πως είναι το γραφικότερο απ’όλα τα παραδοσιακά χωριά που είδαμε.
Ίσως να φταίει το όμορφο γλυκό απογευματινό φως.
Ίσως ότι το χωριό είχε μόνιμους κατοίκους κι η βουκολική ζωή έρεε αδιατάρακτη παρά την παρουσία μας. Ειδικά μια παρέα παιδιών προσέδιδε ένα τόνο ζωντάνιας στο μουσειακό χαρακτήρα του χωριού.
Ουδέν καλόν αμιγές κακού όμως, καθώς περιμετρικά των σπιτιών tongkonan (που ήταν από τα εντυπωσιακότερα που είδαμε), ξεφύτρωναν σουβενιρομάγαζα με πωλητές που λίγο απείχαν από τους αντίστοιχους στο Μπαλί.
Η ζωή στο Palawa
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Από την καθολική εκκλησία απέναντι από το ξενοδοχείο μας απλώνονταν μελωδικοί ήχοι μιας χορωδίας.
Η περιέργεια με οδήγησε να κρυφοκοιτάξω από τη χαραμάδα της πόρτας. Οι χορωδοί μας πήραν χαμπάρι και με ένα παχύ χαμόγελο μας προσκάλεσαν να τους ακολουθήσουμε στα μελωδικά μονοπάτια εξύμνησης του Ύψιστου. Μόνο που εγώ ό άμουσος βρέθηκα να κρατώ παρτιτούρες και να προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω νότες και κείμενο που ουδαμώς προσφιλές ήταν γλωσσολογικά.
Πρακτικά νιαούριζα μέσα από τα χείλια μου για να μη προσβάλω τους υπόλοιπους. :roll:
Πάντως ήταν ο ιδανικότερος τρόπος να κλείσει άλλη μια όμορφη μέρα στη Tana Toraja.
Μας περίμενε πια ο μακρύς δρόμος επιστροφής στο Makassar και η προγραμματισμένη πτήση για το Μπαλί...
Με το που άρχισε να αχνοφέγγει η μέρα, μας βρήκε άρον άρον να ετοιμάζουμε μπαγάζια για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής προς το Makassar.
Ήταν και η ευκαιρία μας στη διαδρομή να απολαύσουμε τοπία της Toraja, καθώς με την άφιξή μας τη πρώτη μέρα είχε ήδη πέσει το σκοτάδι και δεν είδαμε τίποτα.
Ο ουρανός σκεπαζόταν σποραδικά από μερικά σύννεφα. To τοπίο ήταν γοητευτικότατο καθώς διάσπαρτες μυτερές κορφές χαμηλών βουνών χαμένες μέσα στην αχλή του πρωινού ανέδιδαν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα.
Οι αισθήσεις προσπαθούσαν να καταγράψουν κάθε λεπτομέρεια και να την αποθηκεύσουν στην μακρόχρονη μνήμη. Έτσι για να σκεφτόμαστε σε μελλοντικούς καιρούς πόσο όμορφα μέρη αντίκρισαν τα ματάκια μας.
Αυτό που άφησα ασχολίαστο στην περιγραφή μου για την Toraja έχει να κάνει με την… πολιτική αφισορύπανση! Όπου δέντρο σε σταυροδρόμι, γιαπί, μέσα στις πόλεις ή χωριά, να’σου και αφίσα εθνοσωτήριου πολιτικάντη ή πολιτικού συνδυασμού. Ο Enos μας εξήγησε ότι κάθε λίγο και λιγάκι διενεργούνται εκλογές. Μα θες περιφερειάρχη, νομάρχη, δήμαρχο, κοινοτάρχη όλοι κινητοποιούνται με περισσό πάθος για την κατάκτηση της εξουσίας. Από κομψές κυρίες μέχρι δοξασμένους ένστολους είδαμε σε γιγαντοαφίσες. Τα κίνητρα δεν θα τα κρίνω, νομίζω ότι δεν απέχουν από τα αντίστοιχα άλλων χωρών (ονόματα δε λέμε) όπου η εξουσία γίνεται αυτοσκοπός.
Αφού διήλθαμε την ευμεγέθη πύλη σε σχήμα tongkonan που μας αποχαιρετούσε από τη περιοχή της Toraja, αρχίσαμε την κάθοδο από τα υψίπεδα, κάνοντας την καθιερωμένη πια στάση στο «ερωτικό βουνό» για το καφεδάκι μας. Πιάσαμε κουβέντα με το παπαγάλο της κυρά-Καλής που έφτιαξε τους καφέδες, εγώ πήρα και μία κατρακύλα στα βρεγμένα σκαλιά στο δρόμο για τη τουαλέτα κι έτσι με τα παράσημά μου, μέσα στη λάσπη συνέχισα περιχαρής το δρόμο.
Ομολογώ ότι τα χωριά που περάσαμε όπου πλέον το μουσουλμανικό στοιχείο επικρατούσε, ήταν όλο και πιο αδιάφορα.
Περάσαμε το Pare-Pare και σε άπταιστη νοηματική δώσαμε στον οδηγό μας να καταλάβει ότι θα θέλαμε να γευματίσουμε κάπου πιο ρομαντικά. Είχα εντυπώσει στη μνήμη μου ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο που θεωρούσα ότι ήταν η καλύτερη επιλογή για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα στο Sulawesi. Όντως μέσα στους φοίνικες, με την θάλασσα να παιχνιδίζει με την λεπτόκοκκη άμμο απολαύσαμε ένα σύντομο γεύμα. Πλατσουρίσαμε λίγο τα πόδια μας (γιατί η παραλία δεν έλεγε και τίποτα για μπάνιο), παίξαμε - σαν μικρά παιδιά που είμαστε - με μια αυτοσχέδια κούνια που είχε στηθεί ανάμεσα στους κοκοφοίνικες και πήραμε τον παραλιακό δρόμο για το αεροδρόμιο.
Ο ουρανός πια βάρυνε και λίγο πριν το Makassar άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού. Διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου αν το αεροπλάνο της Garuda Indonesia θα ανοίξει τα φτερά του προς το εξωτικό Μπαλί. Όμως όλα έγιναν βάση προγράμματος κι έτσι το αεροσκάφος μας απογειώθηκε προς το δημοφιλή προορισμό στην ώρα του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τώρα που το ταξίδι έχει ολοκληρωθεί, γράφοντας και αναπολώντας τις εικόνες και τις εμπειρίες που ζήσαμε στην Tana Toraja, θα τολμούσα να πω ότι ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του σύντομου ταξιδιού μας στην Ινδονησία.
Ίσως γιατί ήταν αρκετά ιδιαίτερο: μοναδική αρχιτεκτονική και εθιμοτυπία κι όλα αυτά με φόντο ένα καταπράσινο καμβά από βουνά, δάση κι απέραντους ορυζώνες.
Για όσους η Ινδονησία αποτελεί ταξιδιωτικό προορισμό κι έχουν ανάλογα ενδιαφέροντα, αξίζει μια μικρή παράκαμψη στο χάρτη και μια πολύωρη ταλαιπωρία στη μετακίνηση. Τo Sulawesi κρύβει πολλές εκπλήξεις. Όχι μόνο την Tana Toraja, αλλά κι άλλες που δεν προκάναμε να γευτούμε.
Άλλωστε πολυαγαπημένοι μου αναγνώστες :love1: Ινδονησία δεν σημαίνει μόνο Μπαλί.
Λίγο ταλαιπωρημένος από τη μεταφορά και τη χρήση, μικρός λόγω ανάλυσης (βάλτε υποχρεωτικά τα γυαλιά πρεσβυωπίας οι σαραντάρηδες+) και θα προσανατολιστείτε κατά άλλα για το που κινηθήκαμε εντός της Tana Toraja (έχω κυκλώσει τα μέρη που επισκεφθήκαμε)
Attachments
-
60,1 KB Προβολές: 107
Last edited by a moderator: