Γιαννης Σαρτο
Member
- Μηνύματα
- 134
- Likes
- 1.145
- Επόμενο Ταξίδι
- Χαβάη
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μαγαδασκάρη
Ρουμανία 2016
Πίσω στις αρχές του ’70, η μητέρα μου πραγματοποίησε μία εκδρομή στην Ρουμανία και την Βουλγαρία στο τελευταίο έτος των σπουδών της με το πανεπιστήμειο Ιωαννίνων. Ήταν το μόνο ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει στο εξωτερικό στα νιάτα της μα όσες φορες της ζητούσα να μου διηγηθεί εντυπώσεις συνήθως μου μουρμούριζε διάφορα αόριστα για «πλατιά πεζοδρόμια» και έντονη, μα πολύ έντονη ανέχεια. Η ξεναγός τους στη Ρουμανία, μου είχε πει χαρακτηριστικά δείπνησε για πρώτη φορά σε εστιατόριο μαζί τους, κάτι που μου ήταν δύσκολο να δεχθώ σαν αλήθεια μιας και μία επίσκεψη σε μία ταβέρνα αποτελούσε μία απλή, προσιτή δραστηριότητα για πολλές οικογένειες ακόμα και στην μάλλον φτωχική επαρχιακή πόλη της δυτικής Μακεδονίας που μεγάλωσα. Σαφώς πιο ενθουσιώδεις ήταν κάποιοι έλληνες απόφοιτοι της ιατρικής ρουμανικών πανεπιστημειων τους οποίους γνώρισα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου. Έμοιαζαν να νοσταλγούν έντονα τα φοιτήτικα τους χρόνια στα ξένα και οι ιστορίες τους περιλάμβαναν πορτιέριδες που τους ήξεραν με το μικρό τους και τους έδιναν το καλύτερο τραπέζι στο τάδε κλαμπ και άλλα τέτοια ωραία. Η Ρουμανία όπως και άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες άλλωστε, αποτελούν για πολλούς μία οικονομική εναλλακτική προκειμένου να πραγματοποιηθεί η απόλυτη ονείρωξη του μέσου έλληνα γονέα, δηλαδή το να «γίνει το παιδί γιατρός!». Τα δύο ριζοσπαστικά διαφορετικά αυτά αφηγήματα δεν συνδυάζονταν με τίποτα και την όλη εικόνα μου δεν με βοήθησαν να διαλευκάνω οι ίδιοι οι διάφοροι Ρουμάνοι που γνώρισα σαν απόδημος στην Αγγλία όπου εργάζομαι. Σχεδόν πάντοτε έμοιαζαν να υποθέτουν ότι την χώρα τους την συνόδευε έντονα αρνητική φήμη και στερεότυπα, είχαν μία μάλλον συμπλεγματική αντιμετώπιση της καταγωγής τους και έμοιαζαν να στερούνται της υπερφίαλης εθνικής περηφάνειας που βλέπει κανείς σε άλλους λαούς των Βαλκανίων.
Προκειμένου να καταλάβω τι εν τέλει ισχύει, ταξίδεψα τελικά στη χώρα για μία σύντομη ανάπαυλα την άνοιξη του 2016. Κατά την παραμονή μου είχα την ευκαιρία να επικεφθώ την πρωτεύουσα Βουκουρέστι, την πόλη Μπράσοβ καθώς και κάποια ιστορικά αξιοθέατα σε κοντινή απόσταση από αυτή.
Προσγειώνομαι αργά τη νύχτα με πτήση της British Airways στο διεθνές αεροδρόμειο Otopeni του Βουκουρεστίου όπου και με παραλαμβάνει οδηγός μισθωμένος από το ξενοδοχείο μου. Καταφθάνω στο Hotel Cismigiu και το δωμάτιο μου ότι πιο ευρύχωρο και άνετο έχω νοικιάσει ποτέ μου, στην ουσία ένα μικρό διαμέρισμα από μόνο του. Αμέσως αμέσως έρχεται στην αντίληψη μου το γεγονός ότι η Ρουμανία παραμένει ένας από τους τελευταίους ίσως οικονομικούς προορισμούς στην Ευρώπη και τα χρήματα σας μπορεί εδώ να σας προσφέρουν πολυτέλεια που δύσκολα προσεγγίζεται οπουδήποτε αλλού.
Ξεκινάω την περιήγησή μου στην μεγαλοπρεπή και ταυτόχρονα στενάχωρη αυτή πόλη. Το Βουκουρέστι συχνά αποκαλείται σε τουριστικούς οδηγούς «το Παρίσι των Βαλκανίων» και πραγματικά έχει να επιδείξει κάποια διαμάντα της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Το Ρουμανικό Αθήναιον, η κεντρική βιβλιοθήκη της και το «Σπίτι των αποταμιεύσεων και συντάξεων»( Cec Palace) είναι μερικά παραδείγματα. Τι κρίμα που την ίδια στιγμή αυτά περιτριγυρίζονται από άχαρες οικοδομές σοσιαλιστικής αισθητικής που κακοποιούν βάναυσα το τοπίο και υπερτονίζουν την κακή οικονομική κατάσταση του πληθυσμού.
Μία από τις πιο ωραίες βόλτες που μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει έιναι στην παλιά πόλη με τα όμορφα υπαίθρια εστιατόρια και καφετέριες της. Κάθομαι για ένα γεύμα στο Caru ‘cu Bere, ίσως το πιο εντυπωσιακό σαν χώρος εστιατόριο της περιοχής με την art nouveau διακόσμηση του. Δυστηχώς οι νεαρές σερβιτόρες εκείνη την ημέρα ήταν ιδιαίτερα βαριεστημένες και ελαφρώς αγενείς και το ρουμανικό στιφάδο που έφαγα αποδείχθηκε μάλλον δύσπεπτο για το μεσογειακό στομάχι μου. Σίγουρα πάντως αξίζει την επίσκεψη σας, αν όχι για φαγητό έστω για μία μπύρα.
Περνάω από το μουσείο της ιστορίας του Βουκουρεστίου, ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα λίγα βήματα μακριά από την παλιά πόλη. Εντός του μουσείου μπορεί να δει κανείς εκθέματα από την βαθύτερη ιστορία της γεωγραφικής περιοχής που περικλείει η σημερινή Ρουμανία όπως η στήλη του ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (αντίγραφο), χρυσά κοσμήματα από την περιοχή της Δακίας κ.α. Νιώθω ότι η παρουσίαση τους είναι κατώτερη των περιστάσεων και το εσωτερικό του κτιρίου να φανερώνει κάποια αμέλεια από τους υπεύθυνους αλλά τα αντικέιμενα αυτού καθ αυτού αξίζουν την προσοχή του επισκέπτη.
Εδ.ω να αναφέρω ότι οι ημέρες της παραμονής μου έτυχε να συμπίπτουν με το ρουμανικό Πάσχα εκείνη τη χρονιά οπότε δεν καταφέρνω να επισκεφτώ το Εθνικό Μουσείο Τέχνης και το Κοινοβούλιο που ήταν κλειστά για το κοινό. Ειδική μνεία αξίζει το δεύτερο, το επονομαζόμενο επίσης και ως «Παλάτι Του Λαού» το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο κτίριο του κόσμου και σύμβολο του ταραχώδους πρόσφατου παρελθόντως της χώρας. Την Ρουμανία κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή, απολυταρχική λογική και μπόλικη παράνοϊα ο Νικολά Ταουσέσκου από το 1965 μέχρι το 1989, όποτε και συλλήφθηκε και εκτελέστηκε μετά την εξέγερση πλήθους κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε κεντρική πλατεία της πόλης. Οι αποτυχημένοι οικονομικοί πειραματισμοί, ιδιαίτερα στο δευτερο μισό της διακυβέρνησης του, οδήγησαν σε εξαθλίωση μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενώ κοινωνικές παρεμβάσεις όπως η ποινικοποίηση των αμβλώσεων οδήγησε σε μεγάλους αριθμούς ανεπιθήμητων παιδιών που αφέθηκαν εν τέλει σε ορφανοτροφέια σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο ίδιος έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση της οριακής κατάστασης στην οποία είχε επέλθει ο λαός του και εντύπωση προκαλεί η έντονη και περίεργη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα προσωπολατρεία που προωθούσε. Η τότε έκρηξη της ρουμανικής κοινωνίας και ο θυμός του πλήθους ίσως δεν είναι και τόσο δυσνόητοι όταν κανείς παρατηρεί την αντίθεση μεταξύ της εξουθενωτικής λιτότητας του βίου τους από τη μία μεριά και το φαραονικών διαστάσεων αυτό κτίσμα από την άλλη, το οποίο εμπνέυστηκε ο ίδιος ο Τσασουσέσκου μετά από επίσκεψη του στη Βόρεια Κορέα. Το ένα τέταρτο του ιστορικού κέντρου του Βουκουρεστίου κατεδαφίστηκε προκειμένου να χτιστεί αυτό το μεγαλεπίβολο αλλά άψυχο κτίριο. Αντίστοιχα ενοχλητική είναι και η χλιδή που χαρακτήριζε την οικεία του ίδιου του αμφιλεγόμεου ηγέτη και της γυναίκας του Έλενα Τσαουσέσκου το οποίο μπορεί να επισκεφτείτε μετά από κράτηση online.
H σημασιολογία τέτοιων οικοδομημάτων είναι και μία ανάλυση της συνείδησης της κουμμουνιστικής περιόδου στη χώρα. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν τα όσα γίνανε όλα αυτά τα τριάντα και χρόνια η ευθύνη ενός και μόνο ανθρώπου. Οι Ρουμάνοι συχνά λένε ότι απομακρύνθηκε μεν ο επικεφαλής ενός προβληματικού καθεστώτος αλλά το υπόλοιπο status quo έμεινε στη θέση του και αυτό ίσως να εξηγεί και την άνιση, άτσαλη μετάβαση της Ρουμανίας σε μία αδηφάγα, διεφθαρμένη καπιταλιστική πραγματικότητα στη δεκαετίας του ’90.
Η δεύτερη ήταν η επίσκεψη μου στους κήπους Cismiou στο κέντρο της πόλης, μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από το ξενοδοχείο μου. Όπως μου συνέβει και όταν επισκέφθηκα τον ΕΘνικό Κήπο στην Αθήνα, περπατώντας το πάρκο σκέφτηκα ότι ένα τόσο όμορφο σημείο της πόλης αξίζει πολύ περισσότερη φροντίδα και πόρους από τις αρχές. Βρήκα παρόλα αυτά εξόχως χαλαρωτική την εμπειρία του να περπατάς στα δρομάκια του και να βλέπεις του Ρουμάνους, νέους και ηλικιωμένους να απολαμβάνουν μία ανάπαυλα στην καθημερινότητα τους.
Την τρίτη μέρα δηλώνω συμμετοχή σε μία μονοήμερη εκδρομή στην πόλη Brasov. Το πρόγραμμμα περιλαμβάνει επίσης στάσεις στα κάστρα Πέλες και Μπραν. Πολλές χώρες τις Ευρώπης έχουν ως κύριο πόλο έλξης την πρωτεύουσα τους και τα όποια αξιοθέατα βρίσκονται εκεί (το Άμστερνταμ στην Ολλανδία ή η Κοπενγχάγη στην Δανία αποτελούν τέτοια παραδείγματα). Εκατομμύρια επισκέπτες ταξιδεύουν κάθε χρόνο σε τέτοια έθνη χωρίς να κάνουν ούτε μισό βήμα εκτός των ορίων αυτών των πόλεων. Αντιθέτως, στην Ρουμανία κάποιες από τις ομορφότερες εμπειρίες προσφέρονται απλόχερα στον επισκέπτη ακριβώς την στιγμή που αφήνει πίσω του το Βουκουρέστι. Η πραγματική ουσία της χώρας ως προορισμός είναι οι μικρότερες πόλεις όπως οι Τιμισοάρα και Κλουζ-Ναπόκα, τα διάφορα μεσαιωνικά παλάτια και μοναστήρια διασπαρμένα σέ όλη την έκταση του εδάφους της αλλά και η άγρια, ακόμα ανεξερεύνητη από την πλειοψηφία των τουριστών, φύση της.
Το Μπράσοβ μοιαζει να είναι έτοιμο εδώ και καιρό για μία τουριστική έκρηξη που βρίσκεται στο παρα πέντε. Περιβάλλεται από τα καταπράσινα Καρπάθια και διαθέτει μία απο τις πιο καλοσυντηρημένες παλιές πόλεις, γεμμάτη φινετσάτα καφέ και ενδιαφέροντες πεζοδρόμους. Μέχρι και τη ανεκδιήγητη πινακίδα κράχτη τοποθετημένη στον λόφο που δεσπώζει πάνω από την πόλη παραπεμπει σε Hollywood μπορείς να του συγχωρήσεις, με τέτοια ομορφιά που το χαρακτηρίζει.
Μπράσοβ
To κάστρο Πέλες του οποίου την ύπαρξη ούτε καν γνώριζα μέχρι τη συγκεκριμένη μέρα, είναι από πιο θελτικά στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ένα αρχιτεκτονικό στολίδι πραγματικά. Χτισμένο στα τέλη του 18ου αιώνα, το μνημείο παίρνει το όνομα του από κοντινό ποταμό.
΄Οσο για το κάστρο Μπραν/κάστρο του Δράκουλα που επισκεφτήκαμε στο τέλος της ημέρας, είναι ένα σαγηνευτικό γοτθικό κτίσμα που συνδυάζει το ξύλο με την πέτρα που λίγη όμως ως και καμία σχέση έχει με το πρόσωπο του Βλαντ Γ΄. Ο τίτλος μοιάζει περισσότερο να αποτελεί επινόηση ευφάνταστων τουριστών και των διάφορων Ρουμανικών κυβερνήσεων στην προσπάθεια τους να προωθηθεί τουριστικά η χώρα. Η επίσκεψη πάντως θα σας ανταμείψει και με το παραπάνω. Μπορεί η παραφιλολογία που το συνοδεύει να αποτελεί απλά μία ηθελημένη ψευδαίσθηση, η ρομαντική και ταυτόχρονα σκοτείνη αύρα που αυτό αποπνέει είναι αδιαμφισβήτητη.
Η γοητεία της μυθικής πολεμοχαρής και αιμοδιψής φιγουρας του Βλαντ Γ’ Στέπες, πρίγκιπα της Βλαχίας τον 14ο αιώνα, αποτέλεσε την έμπνευση για τον συγγραφέα Μπραν Στόκερ για το βιβλίο του «Δράκουλας» που περιγράφει την ιστορία του κόμη Δρακούλ. Εγώ πρωτοήρθα σε επαφή με αυτό το λογοτεχνικό και ιστορικό μύθο μέσω του ομώνυμου αριστουργηματικού φιλμ του Φρανσις Φορντ Κόπολα του 1992.
Στο τέλος της ημέρας γυρνάμε στην πρωτεύουσα όπου θα παραμείνω για μία ακόμα μέρα πριν την επιστροφή μου στην Αγγλία.
Το ταξίδι στη Ρουμανία αποτέλεσε για εμένα μία ευχάριστη τουριστική ανάσα αλλά και μία ευκαιρία για ιστορική μάθηση και κοινωνική περισυλλογή γιατί για να πούμε την σκληρή αλήθεια, περπατώντας ειδικά στο Βουκούρεστι είναι δύσκολο να αγνοήσεις σκηνές καθημερινής δυστηχίας, κυρίως αλκοολικούς να τσακώνονται ή κυριολεκτικά να τα έχουν χαμένα και να παραπατάνε στο δρόμο, με την επιδερμίδα καψαλισμένη από την συνεχή έκθεση στον ήλιο. Είναι ίσως η μόνη χώρα που έχω επισκεφτεί μαζί με την Αίγυπτο όπου ένιωσα τόσο στενάχωρα για τον τοπικό πλυθησμό και τις συνθήκες που (υποθέτω ότι) βιώνουν. Όταν αρχίσα να αναμοχλεύω τις μνήμες από αυτό το ταξίδι και να ψάχνω περισσότερες πληροφορίες για αυτή στο διαδίκτυο, τα ντοκιμαντέρ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που παρακολούθησα με ισοπέδωσαν…έχουμε και λέμε, ρεπορταζ για τα ορφανά τις δεκαετίεας του ’80 που μεγαλώνανε σε τριτοκοσμικές συνθήκες ξεχασμένα από ανθρώπους και θεούς, ρεπορταζ για τους γονείς που μεταναστεύουν ο ένας ή και συχνά και οι δύο και αφήνουν τα παιδιά τους να τα αναθρέψουν οι παππούδες ή κανένας θείος, ρεπορτάζ για τους ναρκωμανείς και άστεγους του Βουκουρεστίου που ζούνε εντός του συστήματος αποχέτευσης της πόλης…Παραδόξως, την ίδια στιγμή η Ρουμανία είναι η χώρα προέλευσης κάποιων από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς, κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες της Ευρώπης αυτή τη στιγμή.
Τελευταία μέρα το ξενοδοχείο καλεί ραδιοταξί για να με πάει στο αεροδρόμιο. Αρχίζω να συνομιλώ με τον οδηγό, έναν εξηντάρη, πολύ καλό χειριστή της αγγλικής. Μου μιλάει με περηφάνεια για τον γιό του ο οποίος ζει και αυτός στην Αγγλία και δουλεύει ως προγραμματιστής σε μία μικρή πόλη στα βορειοκεντρικά. Μου λέει ότι σκοπεύουνε να τον επισκεφτούνε σύντομα και ότι δεν καταφέρνουν να τον βλέπουν συχνά γιατί τα αεροπορικά εισιτήρια είναι αρκετά ακριβά.
Στο αεροδρόμειο Otopeni παρατηρώ ότι στην αίθουσα αναχωρήσεων υπάρχει χώρος με φρουτάκια, μία μάλλον κακόγουστη προσθήκη. Λίγο μετά, επισκέπτομαι ένα κατάστημα duty free προκειμένου να αγοράσω κάτι ώστε να ξεφορτωθώ τα λίγα λέου που μου έχουν μείνει στη τσέπη. Διαλέγω ένα κομμάτι ρουμανικό γιδινό τυρί αλλα στο ταμείο η υπάλληλος μου λέει ότι δέχονται «only euros» και όχι το τοπικό νόμισμα. Κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες με κάνουν να αισθάνομαι ότι αυτή η χώρα υποτιμά τον ίδιο της τον εαυτό. Θα ήταν κρίμα αν κάνουν το ίδιο λάθος και οι ξένοι που αμφιταλαντέυονται για το αν θα πρέπει να την επισκεφτούν. Οι καλά κρυμμένες ομορφιές της αξίζουν την αποθέωση.
Πίσω στις αρχές του ’70, η μητέρα μου πραγματοποίησε μία εκδρομή στην Ρουμανία και την Βουλγαρία στο τελευταίο έτος των σπουδών της με το πανεπιστήμειο Ιωαννίνων. Ήταν το μόνο ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει στο εξωτερικό στα νιάτα της μα όσες φορες της ζητούσα να μου διηγηθεί εντυπώσεις συνήθως μου μουρμούριζε διάφορα αόριστα για «πλατιά πεζοδρόμια» και έντονη, μα πολύ έντονη ανέχεια. Η ξεναγός τους στη Ρουμανία, μου είχε πει χαρακτηριστικά δείπνησε για πρώτη φορά σε εστιατόριο μαζί τους, κάτι που μου ήταν δύσκολο να δεχθώ σαν αλήθεια μιας και μία επίσκεψη σε μία ταβέρνα αποτελούσε μία απλή, προσιτή δραστηριότητα για πολλές οικογένειες ακόμα και στην μάλλον φτωχική επαρχιακή πόλη της δυτικής Μακεδονίας που μεγάλωσα. Σαφώς πιο ενθουσιώδεις ήταν κάποιοι έλληνες απόφοιτοι της ιατρικής ρουμανικών πανεπιστημειων τους οποίους γνώρισα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου. Έμοιαζαν να νοσταλγούν έντονα τα φοιτήτικα τους χρόνια στα ξένα και οι ιστορίες τους περιλάμβαναν πορτιέριδες που τους ήξεραν με το μικρό τους και τους έδιναν το καλύτερο τραπέζι στο τάδε κλαμπ και άλλα τέτοια ωραία. Η Ρουμανία όπως και άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες άλλωστε, αποτελούν για πολλούς μία οικονομική εναλλακτική προκειμένου να πραγματοποιηθεί η απόλυτη ονείρωξη του μέσου έλληνα γονέα, δηλαδή το να «γίνει το παιδί γιατρός!». Τα δύο ριζοσπαστικά διαφορετικά αυτά αφηγήματα δεν συνδυάζονταν με τίποτα και την όλη εικόνα μου δεν με βοήθησαν να διαλευκάνω οι ίδιοι οι διάφοροι Ρουμάνοι που γνώρισα σαν απόδημος στην Αγγλία όπου εργάζομαι. Σχεδόν πάντοτε έμοιαζαν να υποθέτουν ότι την χώρα τους την συνόδευε έντονα αρνητική φήμη και στερεότυπα, είχαν μία μάλλον συμπλεγματική αντιμετώπιση της καταγωγής τους και έμοιαζαν να στερούνται της υπερφίαλης εθνικής περηφάνειας που βλέπει κανείς σε άλλους λαούς των Βαλκανίων.
Προκειμένου να καταλάβω τι εν τέλει ισχύει, ταξίδεψα τελικά στη χώρα για μία σύντομη ανάπαυλα την άνοιξη του 2016. Κατά την παραμονή μου είχα την ευκαιρία να επικεφθώ την πρωτεύουσα Βουκουρέστι, την πόλη Μπράσοβ καθώς και κάποια ιστορικά αξιοθέατα σε κοντινή απόσταση από αυτή.
Προσγειώνομαι αργά τη νύχτα με πτήση της British Airways στο διεθνές αεροδρόμειο Otopeni του Βουκουρεστίου όπου και με παραλαμβάνει οδηγός μισθωμένος από το ξενοδοχείο μου. Καταφθάνω στο Hotel Cismigiu και το δωμάτιο μου ότι πιο ευρύχωρο και άνετο έχω νοικιάσει ποτέ μου, στην ουσία ένα μικρό διαμέρισμα από μόνο του. Αμέσως αμέσως έρχεται στην αντίληψη μου το γεγονός ότι η Ρουμανία παραμένει ένας από τους τελευταίους ίσως οικονομικούς προορισμούς στην Ευρώπη και τα χρήματα σας μπορεί εδώ να σας προσφέρουν πολυτέλεια που δύσκολα προσεγγίζεται οπουδήποτε αλλού.
Ξεκινάω την περιήγησή μου στην μεγαλοπρεπή και ταυτόχρονα στενάχωρη αυτή πόλη. Το Βουκουρέστι συχνά αποκαλείται σε τουριστικούς οδηγούς «το Παρίσι των Βαλκανίων» και πραγματικά έχει να επιδείξει κάποια διαμάντα της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Το Ρουμανικό Αθήναιον, η κεντρική βιβλιοθήκη της και το «Σπίτι των αποταμιεύσεων και συντάξεων»( Cec Palace) είναι μερικά παραδείγματα. Τι κρίμα που την ίδια στιγμή αυτά περιτριγυρίζονται από άχαρες οικοδομές σοσιαλιστικής αισθητικής που κακοποιούν βάναυσα το τοπίο και υπερτονίζουν την κακή οικονομική κατάσταση του πληθυσμού.
Μία από τις πιο ωραίες βόλτες που μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει έιναι στην παλιά πόλη με τα όμορφα υπαίθρια εστιατόρια και καφετέριες της. Κάθομαι για ένα γεύμα στο Caru ‘cu Bere, ίσως το πιο εντυπωσιακό σαν χώρος εστιατόριο της περιοχής με την art nouveau διακόσμηση του. Δυστηχώς οι νεαρές σερβιτόρες εκείνη την ημέρα ήταν ιδιαίτερα βαριεστημένες και ελαφρώς αγενείς και το ρουμανικό στιφάδο που έφαγα αποδείχθηκε μάλλον δύσπεπτο για το μεσογειακό στομάχι μου. Σίγουρα πάντως αξίζει την επίσκεψη σας, αν όχι για φαγητό έστω για μία μπύρα.
Caru ‘cu Bere
Περνάω από το μουσείο της ιστορίας του Βουκουρεστίου, ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα λίγα βήματα μακριά από την παλιά πόλη. Εντός του μουσείου μπορεί να δει κανείς εκθέματα από την βαθύτερη ιστορία της γεωγραφικής περιοχής που περικλείει η σημερινή Ρουμανία όπως η στήλη του ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (αντίγραφο), χρυσά κοσμήματα από την περιοχή της Δακίας κ.α. Νιώθω ότι η παρουσίαση τους είναι κατώτερη των περιστάσεων και το εσωτερικό του κτιρίου να φανερώνει κάποια αμέλεια από τους υπεύθυνους αλλά τα αντικέιμενα αυτού καθ αυτού αξίζουν την προσοχή του επισκέπτη.
Στήλη Τραϊανού
Εθνικό Μουσείο Ιστορίας
Εδ.ω να αναφέρω ότι οι ημέρες της παραμονής μου έτυχε να συμπίπτουν με το ρουμανικό Πάσχα εκείνη τη χρονιά οπότε δεν καταφέρνω να επισκεφτώ το Εθνικό Μουσείο Τέχνης και το Κοινοβούλιο που ήταν κλειστά για το κοινό. Ειδική μνεία αξίζει το δεύτερο, το επονομαζόμενο επίσης και ως «Παλάτι Του Λαού» το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο κτίριο του κόσμου και σύμβολο του ταραχώδους πρόσφατου παρελθόντως της χώρας. Την Ρουμανία κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή, απολυταρχική λογική και μπόλικη παράνοϊα ο Νικολά Ταουσέσκου από το 1965 μέχρι το 1989, όποτε και συλλήφθηκε και εκτελέστηκε μετά την εξέγερση πλήθους κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε κεντρική πλατεία της πόλης. Οι αποτυχημένοι οικονομικοί πειραματισμοί, ιδιαίτερα στο δευτερο μισό της διακυβέρνησης του, οδήγησαν σε εξαθλίωση μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενώ κοινωνικές παρεμβάσεις όπως η ποινικοποίηση των αμβλώσεων οδήγησε σε μεγάλους αριθμούς ανεπιθήμητων παιδιών που αφέθηκαν εν τέλει σε ορφανοτροφέια σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο ίδιος έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση της οριακής κατάστασης στην οποία είχε επέλθει ο λαός του και εντύπωση προκαλεί η έντονη και περίεργη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα προσωπολατρεία που προωθούσε. Η τότε έκρηξη της ρουμανικής κοινωνίας και ο θυμός του πλήθους ίσως δεν είναι και τόσο δυσνόητοι όταν κανείς παρατηρεί την αντίθεση μεταξύ της εξουθενωτικής λιτότητας του βίου τους από τη μία μεριά και το φαραονικών διαστάσεων αυτό κτίσμα από την άλλη, το οποίο εμπνέυστηκε ο ίδιος ο Τσασουσέσκου μετά από επίσκεψη του στη Βόρεια Κορέα. Το ένα τέταρτο του ιστορικού κέντρου του Βουκουρεστίου κατεδαφίστηκε προκειμένου να χτιστεί αυτό το μεγαλεπίβολο αλλά άψυχο κτίριο. Αντίστοιχα ενοχλητική είναι και η χλιδή που χαρακτήριζε την οικεία του ίδιου του αμφιλεγόμεου ηγέτη και της γυναίκας του Έλενα Τσαουσέσκου το οποίο μπορεί να επισκεφτείτε μετά από κράτηση online.
H σημασιολογία τέτοιων οικοδομημάτων είναι και μία ανάλυση της συνείδησης της κουμμουνιστικής περιόδου στη χώρα. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν τα όσα γίνανε όλα αυτά τα τριάντα και χρόνια η ευθύνη ενός και μόνο ανθρώπου. Οι Ρουμάνοι συχνά λένε ότι απομακρύνθηκε μεν ο επικεφαλής ενός προβληματικού καθεστώτος αλλά το υπόλοιπο status quo έμεινε στη θέση του και αυτό ίσως να εξηγεί και την άνιση, άτσαλη μετάβαση της Ρουμανίας σε μία αδηφάγα, διεφθαρμένη καπιταλιστική πραγματικότητα στη δεκαετίας του ’90.
Ναός Σταυροπόλεως
Η δεύτερη ήταν η επίσκεψη μου στους κήπους Cismiou στο κέντρο της πόλης, μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από το ξενοδοχείο μου. Όπως μου συνέβει και όταν επισκέφθηκα τον ΕΘνικό Κήπο στην Αθήνα, περπατώντας το πάρκο σκέφτηκα ότι ένα τόσο όμορφο σημείο της πόλης αξίζει πολύ περισσότερη φροντίδα και πόρους από τις αρχές. Βρήκα παρόλα αυτά εξόχως χαλαρωτική την εμπειρία του να περπατάς στα δρομάκια του και να βλέπεις του Ρουμάνους, νέους και ηλικιωμένους να απολαμβάνουν μία ανάπαυλα στην καθημερινότητα τους.
Την τρίτη μέρα δηλώνω συμμετοχή σε μία μονοήμερη εκδρομή στην πόλη Brasov. Το πρόγραμμμα περιλαμβάνει επίσης στάσεις στα κάστρα Πέλες και Μπραν. Πολλές χώρες τις Ευρώπης έχουν ως κύριο πόλο έλξης την πρωτεύουσα τους και τα όποια αξιοθέατα βρίσκονται εκεί (το Άμστερνταμ στην Ολλανδία ή η Κοπενγχάγη στην Δανία αποτελούν τέτοια παραδείγματα). Εκατομμύρια επισκέπτες ταξιδεύουν κάθε χρόνο σε τέτοια έθνη χωρίς να κάνουν ούτε μισό βήμα εκτός των ορίων αυτών των πόλεων. Αντιθέτως, στην Ρουμανία κάποιες από τις ομορφότερες εμπειρίες προσφέρονται απλόχερα στον επισκέπτη ακριβώς την στιγμή που αφήνει πίσω του το Βουκουρέστι. Η πραγματική ουσία της χώρας ως προορισμός είναι οι μικρότερες πόλεις όπως οι Τιμισοάρα και Κλουζ-Ναπόκα, τα διάφορα μεσαιωνικά παλάτια και μοναστήρια διασπαρμένα σέ όλη την έκταση του εδάφους της αλλά και η άγρια, ακόμα ανεξερεύνητη από την πλειοψηφία των τουριστών, φύση της.
Το Μπράσοβ μοιαζει να είναι έτοιμο εδώ και καιρό για μία τουριστική έκρηξη που βρίσκεται στο παρα πέντε. Περιβάλλεται από τα καταπράσινα Καρπάθια και διαθέτει μία απο τις πιο καλοσυντηρημένες παλιές πόλεις, γεμμάτη φινετσάτα καφέ και ενδιαφέροντες πεζοδρόμους. Μέχρι και τη ανεκδιήγητη πινακίδα κράχτη τοποθετημένη στον λόφο που δεσπώζει πάνω από την πόλη παραπεμπει σε Hollywood μπορείς να του συγχωρήσεις, με τέτοια ομορφιά που το χαρακτηρίζει.
Μπράσοβ
To κάστρο Πέλες του οποίου την ύπαρξη ούτε καν γνώριζα μέχρι τη συγκεκριμένη μέρα, είναι από πιο θελτικά στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ένα αρχιτεκτονικό στολίδι πραγματικά. Χτισμένο στα τέλη του 18ου αιώνα, το μνημείο παίρνει το όνομα του από κοντινό ποταμό.
Κάστρο Πέλες
΄Οσο για το κάστρο Μπραν/κάστρο του Δράκουλα που επισκεφτήκαμε στο τέλος της ημέρας, είναι ένα σαγηνευτικό γοτθικό κτίσμα που συνδυάζει το ξύλο με την πέτρα που λίγη όμως ως και καμία σχέση έχει με το πρόσωπο του Βλαντ Γ΄. Ο τίτλος μοιάζει περισσότερο να αποτελεί επινόηση ευφάνταστων τουριστών και των διάφορων Ρουμανικών κυβερνήσεων στην προσπάθεια τους να προωθηθεί τουριστικά η χώρα. Η επίσκεψη πάντως θα σας ανταμείψει και με το παραπάνω. Μπορεί η παραφιλολογία που το συνοδεύει να αποτελεί απλά μία ηθελημένη ψευδαίσθηση, η ρομαντική και ταυτόχρονα σκοτείνη αύρα που αυτό αποπνέει είναι αδιαμφισβήτητη.
Κάστρο Μπραν/κάστρο του Δράκουλα
Η γοητεία της μυθικής πολεμοχαρής και αιμοδιψής φιγουρας του Βλαντ Γ’ Στέπες, πρίγκιπα της Βλαχίας τον 14ο αιώνα, αποτέλεσε την έμπνευση για τον συγγραφέα Μπραν Στόκερ για το βιβλίο του «Δράκουλας» που περιγράφει την ιστορία του κόμη Δρακούλ. Εγώ πρωτοήρθα σε επαφή με αυτό το λογοτεχνικό και ιστορικό μύθο μέσω του ομώνυμου αριστουργηματικού φιλμ του Φρανσις Φορντ Κόπολα του 1992.
Στο τέλος της ημέρας γυρνάμε στην πρωτεύουσα όπου θα παραμείνω για μία ακόμα μέρα πριν την επιστροφή μου στην Αγγλία.
Το ταξίδι στη Ρουμανία αποτέλεσε για εμένα μία ευχάριστη τουριστική ανάσα αλλά και μία ευκαιρία για ιστορική μάθηση και κοινωνική περισυλλογή γιατί για να πούμε την σκληρή αλήθεια, περπατώντας ειδικά στο Βουκούρεστι είναι δύσκολο να αγνοήσεις σκηνές καθημερινής δυστηχίας, κυρίως αλκοολικούς να τσακώνονται ή κυριολεκτικά να τα έχουν χαμένα και να παραπατάνε στο δρόμο, με την επιδερμίδα καψαλισμένη από την συνεχή έκθεση στον ήλιο. Είναι ίσως η μόνη χώρα που έχω επισκεφτεί μαζί με την Αίγυπτο όπου ένιωσα τόσο στενάχωρα για τον τοπικό πλυθησμό και τις συνθήκες που (υποθέτω ότι) βιώνουν. Όταν αρχίσα να αναμοχλεύω τις μνήμες από αυτό το ταξίδι και να ψάχνω περισσότερες πληροφορίες για αυτή στο διαδίκτυο, τα ντοκιμαντέρ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που παρακολούθησα με ισοπέδωσαν…έχουμε και λέμε, ρεπορταζ για τα ορφανά τις δεκαετίεας του ’80 που μεγαλώνανε σε τριτοκοσμικές συνθήκες ξεχασμένα από ανθρώπους και θεούς, ρεπορταζ για τους γονείς που μεταναστεύουν ο ένας ή και συχνά και οι δύο και αφήνουν τα παιδιά τους να τα αναθρέψουν οι παππούδες ή κανένας θείος, ρεπορτάζ για τους ναρκωμανείς και άστεγους του Βουκουρεστίου που ζούνε εντός του συστήματος αποχέτευσης της πόλης…Παραδόξως, την ίδια στιγμή η Ρουμανία είναι η χώρα προέλευσης κάποιων από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς, κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες της Ευρώπης αυτή τη στιγμή.
Τελευταία μέρα το ξενοδοχείο καλεί ραδιοταξί για να με πάει στο αεροδρόμιο. Αρχίζω να συνομιλώ με τον οδηγό, έναν εξηντάρη, πολύ καλό χειριστή της αγγλικής. Μου μιλάει με περηφάνεια για τον γιό του ο οποίος ζει και αυτός στην Αγγλία και δουλεύει ως προγραμματιστής σε μία μικρή πόλη στα βορειοκεντρικά. Μου λέει ότι σκοπεύουνε να τον επισκεφτούνε σύντομα και ότι δεν καταφέρνουν να τον βλέπουν συχνά γιατί τα αεροπορικά εισιτήρια είναι αρκετά ακριβά.
Στο αεροδρόμειο Otopeni παρατηρώ ότι στην αίθουσα αναχωρήσεων υπάρχει χώρος με φρουτάκια, μία μάλλον κακόγουστη προσθήκη. Λίγο μετά, επισκέπτομαι ένα κατάστημα duty free προκειμένου να αγοράσω κάτι ώστε να ξεφορτωθώ τα λίγα λέου που μου έχουν μείνει στη τσέπη. Διαλέγω ένα κομμάτι ρουμανικό γιδινό τυρί αλλα στο ταμείο η υπάλληλος μου λέει ότι δέχονται «only euros» και όχι το τοπικό νόμισμα. Κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες με κάνουν να αισθάνομαι ότι αυτή η χώρα υποτιμά τον ίδιο της τον εαυτό. Θα ήταν κρίμα αν κάνουν το ίδιο λάθος και οι ξένοι που αμφιταλαντέυονται για το αν θα πρέπει να την επισκεφτούν. Οι καλά κρυμμένες ομορφιές της αξίζουν την αποθέωση.
-
- Επισκεφτέιται και το μπλογκ μου άμα θέλετε
https://yanisgoestothemoon.travel.blog/
Last edited: