Βουδαπέστη. Το διαμάντι του Δούναβη.
Τουριστικό κλισέ; Μπορεί.
Εμένα με έπεισε όμως ότι έχει κερδίσει άξια τον τίτλο της.
Λιουμπλιάνα.
Βάζοντας τη λέξη Ljubljana σε ηλεκτρονικό μεταφραστή να στη μεταφράσει από Σλοβένικα σε Ελληνικά, σου βγάζει ως αποτέλεσμα το «αγαπημένη».
Αυτή την πόλη, την πρωτεύουσα της Σλοβενίας, κυριολεκτικά την ερωτεύτηκα. Τη χώρα ολόκληρη!
Αυτές οι δύο Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα μας φιλοξενούσαν από την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2010 και για οκτώ ημέρες.
Ή για επτά νύκτες αν θέλετε.
Ω ναι... Τα βράδυα είναι παραπάνω από μαγευτικά στις όχθες του Δούναβη και του Λιουμπλιάνιτσα. Των ποταμών που διασχίζουν Βουδαπέστη...
και Λιουμπλιάνα αντίστοιχα...
Το ταξίδι είχε κανονιστεί μαζί με ένα άλλο ζευγάρι πολύ καλών φίλων και κουμπάρων ταυτόχρονα. (Αν παντρευτούν... θα τους παντρέψουμε).
Το όχημα που μας μετέφερε ήταν το αυτοκίνητο των κουμπάρων.
Πολύ θα ήθελα να κάνω αυτή τη βόλτα με μηχανή, αλλά λόγω καιρού και παρέας ήταν σχεδόν αδύνατο.
Η διαδρομή που επιλέξαμε ήταν Αθήνα – Ηγουμενίτσα – Βενετία – Ουγγαρία – Σλοβενία – Βενετία – Ηγουμενίτσα – Αθήνα.
Θα μπορούσαμε να πηγαίναμε πολύ πιο γρήγορα μέσω Σκοπίων και Σερβίας, αν το είχαμε αποφασίσει πιο νωρίς και προλάβει να βγάλουμε διαβατήρια.
Λίγο αυτό, λίγο ο φόβος για την κατάσταση των δρόμων λόγω εποχής, λίγο ο φόβος για καθυστερήσεις στο τελωνείο των Σκοπίων, διαλέξαμε την παραπάνω διαδρομή μέσω Ιταλίας.
10 μέρες πριν το ταξίδι:
Αποφασίζουμε να πάμε τελικά τη βόλτα και ψάχνουμε για καταλύματα.
Θέλαμε κάτι που να βρίσκεται σε κεντρική τοποθεσία, να έχει parking, να είναι σχετικά αξιοπρεπές αλλά και οικονομικό ταυτόχρονα.
Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια.
Στην υψηλή τουριστική περίοδο που διαλέξαμε, είτε τα ξενοδοχεία θα ήταν οικονομικά μεν, άθλια δε, είτε θα ήταν καλά αλλά και πανάκριβα, είτε θα πληρούσαν όλες τις προδιαγραφές μας αλλά φυσικά θα ήταν γεμάτα!
Ας είναι καλά το διαδίκτυο και η υπομονή μας.
Στη Βουδαπέστη, βρήκαμε στο κέντρο διαμέρισμα τριάρι, το οποίο ήταν παραπάνω από ικανοποιητικό.
Δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτα, πλήρως επιπλωμένο και εξοπλισμένο. Parking υπόγειο ακριβώς δίπλα, και όλα αυτά με 85 ευρώ ανά ζευγάρι.
85 ευρώ την εποχή που διαλέξαμε. Εκτός τουριστικής περιόδου, η τιμή πέφτει στα 84 ευρώ τη βραδιά συνολικά. 42 ευρώ ανά ζευγάρι!
(Οι φωτογραφία του διαμερίσματος είναι από το site 7Seasons Apartments Budapest)
Στη Λιουμπλιάνα, λόγω μεγέθους της, (όλη η Σλοβενία έχει 2.000.000 περίπου κατοίκους), τα ξενοδοχεία είναι ελάχιστα.
Μέσα στην πόλη, όλα τα οικονομικά ήταν γεμάτα.
Καταλήξαμε στο Grand Union Business, UNION HOTELS - Ljubljana, ένα τετράστερο ξενοδοχείο στην καρδιά της πόλης, με εσωτερική πισίνα, σάουνα, γυμναστήριο, parking κλπ, αλλά η τιμή ήταν τσουχτερή. 120 ευρώ τη βραδιά, τα οποία γινόντουσαν 90 αν προπλήρωνες την ώρα της κράτησης!
Δυστυχώς, επειδή μέχρι τελευταία στιγμή το ταξίδι ήταν αμφίβολο δε ρισκάραμε την προπληρωμή.
5 ημέρες πριν το ταξίδι:
Αγοράζονται τα ακτοπλοϊκα εισητήρια Ηγουμενίτσα - Βενετία- Ηγουμενίτσα μέσω των Μινωϊκών γραμμών.
840 ευρώ συνολικά σε τετράκλινη εσωτερική καμπίνα για ένα ταξίδι 23 ωρών ανά διαδρομή.
Υπήρχε και η λύση μέσω Brindisi ή Bari, σημαντικότατα πιο οικονομική στα ακτοπλοϊκά.
Αλλά υπολογίζοντας το κόστος σε καύσιμα και διόδια για τα επιπλέον 2000 χιλιομέτρα περίπου, η διαφορά μειωνόταν αισθητά.
Επίσης, δε ξέραμε τι καιρικές συνθήκες θα επικρατούσαν, κι έτσι διαλέξαμε την πιο εύκολη λύση.
Αποβίβαση Βενετία.
2 ημέρες πριν το ταξίδι:
Τοποθετούνται στο αυτοκίνητο μια τετράδα χιονολάστιχα.
Σοφή επιλογή όπως αποδείχτηκε.
Τα λάστιχα, δεν κολώσανε πουθενά. Κινηθήκαμε παντού με ασφάλεια αλλά κα σβέλτα.(Μη ξεχνιόμαστε κι όλας)
1η μέρα Πέμπτη 30/12
Επιβίβαση 08:00 το πρωϊ στο Europa Palace για Βενετία.
Ενώ είχαμε ένα άγχος ότι θα αυτοκτονούσαμε στο πλοίο λόγω βαρεμάρας, τελικά οι ώρες περάσανε χωρίς να το καταλάβουμε.
Λίγο το λιώσιμο στα ηλεκτρονικά, λίγο οι κουβέντες για το τι θα δούμε, λίγο οι βόλτες στο κατάστρωμα για τσιγάρο, μερικές ώρες ύπνου στη καμπίνα, φτάσαμε Βενετία χωρίς την αίσθηση των 23 ωρών στη θάλασσα.
2η μέρα Παρασκευή 31/12
Βγήκαμε στο λιμάνι στις 10 το πρωϊ περίπου.
Είχαμε μπροστά μας 710 χιλιόμετρα μέχρι τη Βουδαπέστη και μάξιμουμ 8 ώρες στη διάθεσή μας.
Η κοπέλα στη “reception” του διαμερίσματος θα μας περίμενε μέχρι τις 6 το απόγευμα. Παραμονή πρωτοχρονιάς βλέπετε κι έπρεπε να ετοιμαστεί για το ρεβεγιόν...
Προσπαθούσαμε να πηγαίνουμε με την υπόλοιπη ροή στους αυτοκινητοδρόμους και λίγο παραπάνω ίσως. Μόλις μπήκαμε Σλοβενία, σταματήσαμε για βενζίνη κι ένα espresso στο πόδι.
Πρώτο σοκ:
Η σούπερ αμόλυβδη 1.24 κι ο espresso 1 ευρώ.
Δεύτερο σοκ:
Το μικρο μπουκαλάκι νερό, 1.50!
Κομμένα τα νερά από δω και πέρα. Μόνο καφέ θα πίναμε...
Στις πέντε το απόγευμα, φτάσαμε Βουδαπέστη, έξω από το συγκρότημα που θα μέναμε.
Ναι. Μέση ωριαία λίγο παραπάνω από 140 χιλιόμετρα την ώρα, σε δρόμους παγωμένους!
Οι αυτοκινητόδρομοι Ιταλίας, Σλοβενίας και Ουγγαρίας, απλά δεν παίζονται!
Άριστη σήμανση, σωστές κλίσεις στις ελάχιστες στροφές, απουσία διοδίων που σε κόβουν, επιτρέπουν υψηλές ως και απαγορευτικές ταχύτητες ταξιδίου.
Την αριστερή λωρίδα, την έχουνε (όπως πρέπει), αποκλειστικά και μόνο για προσπέραση. Όλοι κινούνται στη δεξιά λίγο παραπάνω από το όριο και βγαίνουν αριστερά μόνο για να περάσουν κάποιον πιο αργό. Μετά, πάλι δεξιά.
Το μόνο «μεμπτό» τους, το φλας δε το χρησιμοποιούν ως προειδοποίηση πρόθεσης, αλλά ως προειδοποίηση πράξης. Βγάζω φλας και μπαίνω.
Κατά το «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω»
Φτάνοντας στο συγκρότημα διαμερισμάτων που θα μέναμε, βλέπω μια ταμπελίτσα στην είσοδο που έλεγε ότι η reception είναι στον δεύτερο όροφο, δωμάτιο τάδε.
Ανεβαίνω στον δεύτερο, βρίσκω το δωμάτιο τάδε το οποίο είχε μια άλλη ταμπελίτσα από χαρτόνι, στην οποία ήταν γραμμένο με το χέρι, «Sorry, I will be back in a few minutes».
Γαμώτο! Οι υπόλοιποι ήταν στο αυτοκίνητο και με περιμένανε για να δούμε που θα παρκάρουμε.
Όντως σε λίγα λεπτά εμφανίζεται ένα ξανθό χαζοβιόλικο αλλά γλυκύτατο κοριτσάκι, η οποία μου λέει...
-Szia. Hogyan tud ÉN segít ön?
(Την γ@ησα σκέφτομαι. Όχι εκείνη, γενικώς...)
-Hi. I’m Dimitris from Greece. I have a reservation for an apartment.
-Uh?
-Do you speak English?
-Yes.
(Ωραία. Δεν τη γ@ησα τελικά)
-Dimitris. From Greece. Reservation.
-Sorry, I don’t speak Greek!!!!!!
(Τώρα τη γ@ησα!)
-That’s why I speak in English.
-Oops. Sorry… Yes. Come.
Δεν ξέρω τι είχε πιει το κοριτσάκι, δυσκολευτήκαμε να βγάλουμε άκρη αλλά τελικά τα καταφέραμε.
Μας πήγε στο parking, μας ανέβασε στο διαμέρισμα, μας έδωσε τα κλειδιά και μας κάλεσε να κάνουμε ρεβεγιόν στο club που θα πήγαινε και η ίδια με τους φίλους και τις φίλες της.
Χαζοβιόλα λιγάκι, αλλά πολύ εξυπηρετική και χαρούμενη.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο διαμέρισμα και κάναμε ένα ντουζάκι, βγήκαμε για την πρώτη βόλτα στην πόλη και για να βρούμε κάπου να φάμε.
Παραμονή πρωτοχρονιάς και γινόταν της πόπης έξω. Νομίζω πως όλοι οι Μαγυάροι βρισκόντουσαν στους δρόμους. Βάλτε και τους τουρίστες που τριγυρνάγανε με μια κάμερα στο χέρι, μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν…
Οι τουρίστες κρατούσαν είτε φωτογραφική, είτε κάμερα, είτε ο ένας τον άλλον για να μη χαθούνε, και οι ντόπιοι κρατούσαν είτε από μια σαμπάνια είτε από ένα μπουκάλι κρασί. Μερικοί και τα δύο!
Όλοι τους!
Όλη η πόλη μύριζε έντονα αλκοόλ. Ειδικά στους πεζόδρομους που πουλάγανε σε υπαίθριους πάγκους ζεστό κρασί, ένιωθες τη μυρωδιά να ποτίζει όχι μόνο τα ρούχα αλλά και το δέρμα σου.
Οι Ούγγροι φοράγανε πολύχρωμες περούκες και κρατάγανε από μια ντουντούκα (όσοι είχαν ελεύθερο χέρι από τα μπουκάλια κρασί). Ο θόρυβος που κάνανε θύμιζε ματς τελικού, ή απόκριες. Μέχρι και σερπαντίνες πετάγανε!
Βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε τη περίφημη Vaci Utca.
Ένας τεράστιος σε μήκος πεζόδρομος, ο πιο διάσημος της Βουδαπέστης. Και ο πιο τουριστικός φυσικά.
Εκεί γινόταν το αδιαχώρητο! Πάγκοι πωλητών που διέθεταν τα πάντα. Παιχνίδια, ρούχα, διακοσμητικά, φαγητό που ψηνόταν εκείνη τη στιγμή, ζεστό κρασί φυσικά, και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.
Βάλτε στη συνταγή τα δεκάδες εστιατόρια και καφέ κατά μήκος του δρόμου, προσθέστε μερικές χιλιάδες κόσμου, και έχετε μια μικρή εικόνα της ατμόσφαιρας που επικρατούσε…
(Η φωτό είναι από το Budapest Travel & Hotels Guide - Tourist information on Budapest Hungary -. Δεν είχα πάρει τη φωτογραφική μηχανή μαζί)
Λίγο η κούραση του ταξιδιού, λίγο η αποπνικτική ατμόσφαιρα, δεν αργήσαμε να αισθανθούμε άβολα. Να βρούμε τραπέζι σε εστιατόριο επί της Vaci Utca, ούτε κατά διάνοια.
Αρχίσαμε να περπατάμε στους γύρω δρόμους όπου σαφώς ήταν πολύ πιο ήσυχα. Μετά από αρκετό περπάτημα, σε μια μικρή πλατεία βρήκαμε μια bistro η οποία φαινόταν αρκετά υποσχόμενη για καλό φαγητό.
-Do you have a table for four?
-Yes, come in
Καθήσαμε στο τραπέζι και προσέξαμε ότι είχε και τασάκι! Λες;
Ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να καπνίσουμε.
Μπορούσαμε! Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στη Βουδαπέστη.
Εξίσου σπάνιο με το να φας και να πληρώσεις νορμάλ λογαριασμό.
Για δύο σούπες, δύο σαλάτες, τέσσερα κυρίως πιάτα, τρια ποτήρια κρασί, ένα αναψυκτικό και ένα μπουκαλάκι νερό, πληρώσαμε περίπου 40.000 φιορίνια ή αν προτιμάτε, περίπου 148 ευρώ. Μαζί βέβαια με το πουρμπουάρ.
Στην Ουγγαρία, δε συνηθίζεται να αφήνεις τα tips στο τραπέζι. Το θεωρούν προσβολή. Είθιστε, είτε να στρογγυλοποιείς το λογαριασμό και να μη πάρεις ρέστα, είτε να λες «κρατήστε τόσα».
Η στρογγυλοποίηση, περιμένουν να είναι 10% παραπάνω του λογαριασμού. Αναλόγως το service φυσικά και αν δεν συμπεριλαμβάνεται ήδη στο λογαριασμό.
Τουλάχιστον φάγαμε σχετικά καλά. Τα πιάτα ήταν από εξαιρετικά, (σούπες), ως ικανοποιητικά (κρεατικά).
Ανέφερα ότι μπορούσαμε να καπνίσουμε; Απόλαυση να μπορείς να κάνεις ένα τσιγαράκι μετά το φαγητό, σε κλειστό και ζεστό χώρο!
Τις επόμενες μέρες ομολογώ ότι θα μου έλειπε κάποιες στιγμές.
Το 2011 μας βρήκε να τρώμε. Ελπίζω να είναι καλό σημάδι.
Κατά τις 01:00 επιστρέψαμε σπίτι. Στην κυρά-Λίτσα.
Βλέπετε, μέναμε στην οδό Kyraly utca, και το gps πρόφερε το «utca» ως «ιτσα».
«Στρίψτε δεξιά στην Κύραλι λίτσα»… Πλάκα είχε…
Τα κλασικά. Κουβεντούλα, τσιγάρο κάτω από τον απορροφητήρα (ναι, απαγορευόταν ΚΑΙ εδώ), και μετά προσπάθεια για ύπνο.
Η επομένη μέρα μας επιφύλασσε πολύ περπάτημα
3η μέρα Σάββατο 01/01
Το πρόγραμμα σήμερα έλεγε βόλτα στην παλιά πόλη. Στη Βούδα.
Η Βουδαπέστη, πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, προέκυψε από τη συνένωση δύο πόλεων. Της Βούδας και της Πέστης. Οι δύο αυτές πόλεις, που η κάθε μια καταλάμβανε και από μία όχθη του Δούναβη, συγχωνεύτηκαν το 1873 σε μία, τη Βουδαπέστη.
Σήμερα, όλο το κέντρο της πόλης βρίσκεται υπό ανακαίνιση.
Έργα παντού. Χαζεύοντας τις μακέτες, όταν τελειώσουν, η πόλη θα γίνει ακόμη πιο όμορφη.
Μπορεί πριν ξεκινήσουμε να είχαμε φάει πρωϊνό, αλλά για καφέ συμβιβαστήκαμε με νες που είχαμε φέρει από Ελλάδα.
Τι καλύτερο λοιπόν από έναν espresso στο καλύτερο καφέ-ζαχαροπλαστείο της χώρας, και ενός από τα καλύτερα της Ευρώπης..
Το καφέ Gerbaud σερβίρει από το 1858 τα περίφημα γλυκά του, και μάλιστα από το 1870 βρίσκεται στην ίδια θέση που βλέπετε στη φωτογραφία. Την πλατεία Vorosmarty.
Ειλικρινά παιδιά, καλύτερο espresso δεν έχω πιει πουθενά. Ούτε στην Ιταλία!
Τα δε γλυκά του; Τι να πω; Πανδαισία αρωμάτων και γεύσεων. Μπορεί να σερβίρει πλέον χαζο-τουρίστες σαν εμάς αντί της βασιλικής οικογένειας που συνήθιζε, αλλά η ποιότητα σε αυτά που προσφέρει είναι αντάξια της παράδοσής του.
Μετά τον καφέ και την απαραίτητη πάστα από σοκολάτα valrhona, συνεχίσαμε το περπάτημα μέχρι την ανατολική όχθη του Δούναβη.
Αυτός ήταν ο προορισμός μας. Ο λόφος του κάστρου απέναντι στη δυτική όχθη.
Η πιο κοντινή γέφυρα για να περάσουμε, ήταν η περιβόητη γέφυρα των αλυσίδων.
Η Lanchid, ή Chain Bridge, κατασκευάστηκε το 1849 και ήταν η πρώτη μόνιμη γέφυρα που ένωνε τις δύο πλευρές του Δούναβη. Στην εποχή της, θεωρείτο ένα από τα θαύματα του κόσμου.
Τα αγάλματα λιονταριών στην είσοδο της γέφυρας, είναι μικρότερες αντιγραφές των διάσημων λιονταριών της Trafalgar square του Λονδίνου.
Περνώντας απέναντι στην περιοχή της Βούδας, είχαμε δύο επιλογές για ν’ ανέβουμε στο λόφο του κάστρου. Το τελεφερίκ…
…στο οποίο γινόταν χαμός από κόσμο…
…ή να ανέβουμε με τα πόδια από το μονοπάτι.
Προτιμήσαμε το δεύτερο, συμφωνώντας να χρησιμοποιήσουμε το siklo (τελεφερίκ), για την κατάβαση.
Ανεβαίνοντας, για να μη δείξω ότι κουράζομαι, σταματούσα για να χαζέψω και αποθανατίσω (όσο μπορούσα) τη θέα…
Η πρώτη βασιλική κατοικία χτίστηκε μεταξύ του 1247 και 1265. Όταν το 1541 οι Οθωμανοί κατέκτησαν (ξανά) τη Βούδα, χρησιμοποιούσαν μερικώς το κάστρο για στρατώνες, αποθήκες και στάβλους. Τους υπόλοιπους χώρους τους αφήσαν κενούς να ρημάζουν.
Το μεσαιωνικό κομμάτι του παλατιού, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς το 1686 από τις χριστιανικές συμμαχικές δυνάμεις που κατέκτησαν τη Βούδα, μετά από πολύ μεγάλη πολιορκία.
Η ταφόπλακα του παλατιού έπεσε το 1849 όταν οι Ουγγρικές επαναστατικές δυνάμεις ανέκτησαν τη Βούδα. Το παλάτι κάηκε ολοσχερώς.
Από το 1850 ως και το 1912 οι Αυστρο-Ούγγροι αρχικά και οι Ούγγροι αργότερα, ανοικοδόμησαν με διάφορες ευκαιρίες το παλάτι, για να φτάσει να θεωρείται το πιο σημαντικό κτίριο της Ουγγαρίας το 19ο αιώνα.
Αυτά ως και το ’44. Διότι κατά την πολιορκία της Βουδαπέστης στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το παλάτι (ξανά) καταστράφηκε ολοσχερώς από τις Γερμανικές δυνάμεις.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ανέπαφα κομμάτια του μεσαιωνικού παλατιού, τα οποία είχαν απλώς θαφτεί κάτω από τόνους χώματος.
Κοίτα ρε που σώθηκε τελικά…
Όχι ακριβώς. Το 1950 το παλάτι σφραγίστηκε από τη κομμουνιστική Ουγγρική κυβέρνηση και οι εσωτερικοί χώροι με αρκετούς εξωτερικούς καταστράφηκαν.
Δεν ήθελαν να δεσπόζει ένα σύμβολο του προηγούμενου καθεστώτος.
Το μετέτρεψαν σε πολιτιστικό κέντρο όμως το οποίο στέγαζε μουσεία και την εθνική βιβλιοθήκη.
Το παλάτι αποκαταστάθηκε μερικώς μεταξύ του 1966 και 1980.
Σας κούρασα…
Θα σας πω όμως ακόμα μια ιστορία. Πικάντικη αυτή τη φορά.
Σε μια από τις εισόδους, δεσπόζει το άγαλμα του Turul.
Σύμφωνα με το μύθο, το πουλί Turul, βίασε το 820 τη βασίλισσα Emesse η οποία γέννησε τον Almos, τον πρώτο μεγάλο πρίγκιπα των Μαγυάρων.
Στη βορειο-ανατολική περιοχή του κάστρου, ξεχωρίζει ο πύργος των ψαράδων.
Χτίστηκε μεταξύ του 1895 και 1902 σε νεογοτθικό και νεοκλασικό ρυθμό.
Πήρε το όνομά του από μια ομάδα ψαράδων, η οποία ήταν υπεύθυνη για την υπεράσπιση αυτού του μέρους των τειχών κατά τους μεσαίους χρόνους.
Σήμερα, οι τουρίστες προσπερνάνε βιαστικά τα μνημεία, αλλά στέκονται σε ουρές και πληρώνουν για να βγάλουν μια φωτογραφία με τον σύγχρονο Turul στον ώμο τους.
Αητός χωρίς φτερά…
(Συνεχίζεται...)
Ακριβώς δίπλα στον πύργο των ψαράδων βρίσκεται ο ναός του Matthias. Όχι του αποστόλου Ματθαίου.
Ονομάστηκε έτσι από το βασιλιά Matthias ο οποίος όχι μόνο στέφθηκε βασιλιάς σ΄ αυτό το χώρο ,αλλά και πραγματοποίησε του δυο του γάμους.
Η επίσημη ονομασία του ναού, είναι «εκκλησία της κυρίας μας», και πρωτο-χτίστηκε το 1015.
Κανείς δεν την αποκαλεί όμως έτσι. Ακόμα και στους τουριστικούς οδηγούς αναφέρεται ως Matthias Church
Σα να βλέπω τον Matthias να κάθεται και να του φοράνε το στέμμα…
Στα βιτρώ παράθυρα, μαζί με τις παραστάσεις της «κυρίας μας», της Παναγίας, απεικονίζονται και τα σήματα των διάφορων βασιλέων.
Τουλάχιστον είναι στη κάτω μεριά…
Οι εποχές αυτές σβήσανε όμως…
Λόγω του κρύου έξω, καθίσαμε αρκετή ώρα στην εκκλησία, και είχα το χρόνο να φανταστώ το τι κατασκεύασε ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, και το τι κατάστρεψε για να μη του τη θυμίζει.
Μελαγχόλησα και βγήκα έξω.
Ο περίπατος στους χιονισμένους δρόμους και η παγωμένη ατμόσφαιρα, φτιάξανε τη διάθεσή μου.
Όταν επιστρέψαμε στη Πέστη, είχε πλέον βραδιάσει.
Ο ήλιος έδυε κατά τις 4μιση το απόγευμα. Στις πέντε ήταν σκοτάδι!
Ώρα για ποτό.
Βόλτα στην όχθη του Δούναβη προς άγρα ποτάδικου.
Δε βρήκαμε τίποτα.
Καταλήξαμε στη Vorosmarty ter πάλι, για κονιάκ στο καφέ Gerbeaud.
Αφού φάγαμε σε ένα ιταλικό, επιστρέψαμε στο σπίτι, στην κυρα-Λίτσα, για να ξεκουράσουμε τα πόδια μας από τόσα χιλιόμετρα πεζοπορίας, και να κάνουμε κανά τσιγάρο σε ανθρώπινες συνθήκες.
4η Μέρα Κυριακή 02/01
Σήμερα ο καιρός είναι καταπληκτικός. Ηλιοφάνεια και ζέστη. Θερμοκρασία στους 3 βαθμούς κελσίου. Επάνω από το μηδέν! Ιδανικές συνθήκες για μπόλικο περπάτημα.
Ο στόχος είναι να πάμε στο νησάκι Μαργαρίτα, περνώντας από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου και το κοινοβούλιο. Κατόπιν, αν ο καιρός συνέχιζε έτσι, βόλτα στο πάρκο της πόλης και το ζωολογικό κήπο.
Μέσα στην πόλη, τα περισσότερα πεζοδρόμια είναι τεράστια και έχουν παντού ποδηλατόδρομους.
Τους οποίους σέβονται όλοι, εκτός φυσικά από τους Έλληνες…
Αργήσαμε λιγάκι, αλλά τους συνηθίσαμε.
Αυτό που δεν καταφέραμε να συνηθίσουμε είναι τις διαβάσεις πεζών!
Καλά μιλάμε για πολύ πλάκα. Μόλις κατεβάσεις το πόδι σου στο δρόμο, όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε για να περάσεις.
Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να περιμένω στο πεζοδρόμιο κάνοντας ότι τραβάω φωτογραφίες, μέχρι να δω κάποιο αυτοκίνητο να πλησιάζει με φόρα.
Τότε κατέβαινα απότομα στο δρόμο (πάνω στη διάβαση) για να τεστάρω τα αντανακλαστικά τους και τα φρένα τους.
Τα Volvo νομίζω είχαν το καλύτερο ABS.
Σταμάτησα πριν με βρίσει κάποιος…
Φτάνοντας στη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου,
συνειδητοποιήσαμε ότι είναι Κυριακή πρωί και η εκκλησία είχε λειτουργία.
Εδώ δεν πάω εκκλησία ούτε στην Ανάσταση, εκεί όμως μπήκα.
Εκατοντάδες πιστοί παρακολουθούσαν σιωπηλοί τη λειτουργία, εκτός από δυο-τρεις τουρίστες που χαζεύανε γύρω-γύρω.
Είχα πάει τέρμα πίσω και φυσικά δε χρησιμοποιούσα φλας για να μη προκαλώ.
Από τα λόγια των ιερέων δεν καταλάβαινα Χριστό, αλλά η μουσική ήταν απίστευτη. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τη γενική σιωπή, την οποία έσπαζαν μόνο οι ψαλμωδίες της χορωδίας συνοδείας του εκκλησιαστικού οργάνου, ομολογώ ότι ήταν κατανυκτική.
Η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, (Στέφανος ο πρώτος βασιλιάς της Ουγγαρίας 975-1038), είναι ένα από τα δύο ψηλότερα κτίρια της Βουδαπέστης. Έχει ύψος 96 μέτρα, ακριβώς όσα και το κοινοβούλιο.
Η ισότητα αυτή συμβολίζει ότι τα κόσμια με τα πνευματικά έχουν την ίδια σημασία.
Ακόμα και σήμερα, υπάρχει σχετική νομοθεσία που απαγορεύει να χτίζονται ψηλότερα των 96μ κτίρια στη Βουδαπέστη.
Δεν ξέρω αν τελικά το κοινοβούλιο είναι χαμηλότερο από τη Βασιλική, αλλά σίγουρα είναι εξίσου εντυπωσιακό.
Μιλάμε για το μεγαλύτερο κοινοβούλιο της Ευρώπης. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1885 και τελείωσε το 1904.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια για να φτιαχτούν 691 δωμάτια, 10 εσωτερικές αυλές και 13 ασανσέρ!
Ο αρχιτέκτονας του κτιρίου τυφλώθηκε πριν την ολοκλήρωση του έργου, και δεν το είδε ποτέ τελειωμένο.
Προσβάσιμες στο κοινό είναι μόνο δύο αίθουσες, αλλά οι ουρές των τουριστών για να τις δουν, είναι μεγάλες.
Με μια ματιά που αντάλλαξε η παρέα, αποφασίσαμε να μη χωθούμε κι εμείς στην ουρά, αλλά να πάμε για χιονοπόλεμο στο νησάκι Μαργαρίτα.
(Συνεχίζεται...)
Ο καιρός αρχίζει να ψιλο-κλείνει πάλι και πρέπει να περπατήσουμε πιο γρήγορα.
Μερικές στιγμές όμως, όσο και να βιάζεσαι, σταματάς για να χαζέψεις…
…και να αναρωτηθείς…
Το νησάκι Μαργαρίτα βρίσκεται στη μέση του Δούναβη, και καλύπτει ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου.
Κατά τους μεσαίους χρόνους ήταν θρησκευτικό κέντρο.
Σήμερα, χρησιμοποιείται από τους Ούγγρους ως χώρος αναψυχής.
Παράλληλα με την όχθη του Δούναβη, έχουν φτιάξει διαδρόμους από καουτσούκ που τους χρησιμοποιούν για τρέξιμο.
Εκεί είδα για πρώτη μου φορά αμφίβιο πούλμαν!
Ο χρόνος άρχισε να μας πιέζει πάλι, αλλά δε μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να κάνω ένα τσιγάρο κάτω από αυτό το φως…
Ανεβαίνοντας τη λεωφόρο Andrassy προς το City Park, δε μπορούσαμε να μη μπούμε στο Terror Haza.
Το μουσείο του τρόμου.
Το σπίτι αυτό, στέγασε διαδοχικά τα γραφεία του ουγγρικού εθνοσοσιαλιστικού κόμματος κατά την περίοδο 1937-1944, τις φυλακές του ναζιστικού καθεστώτος το 1944, και μετέπειτα τα γραφεία και τις φυλακές των μυστικών υπηρεσιών του κομμουνιστικού καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Σε όλο το μουσείο ακούς μια κατατονική μουσική, και σε πολλές αίθουσες, ακούς και βλέπεις σε μόνιτορ, αφηγήσεις ανθρώπων που μαρτύρησαν σ’ αυτούς τους χώρους.
Σύμφωνα με το φυλλάδιο που μας έδωσαν στην είσοδο, το μουσείο αυτό που εγκαινιάστηκε μόλις το 2002, υπάρχει για να μας θυμίζει τους άνδρες και γυναίκες που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής και κομμουνιστικής δικτατορίας.
Ομολογώ ότι στην αρχή ψάρωσα. Θέλεις η μουσική; Θέλεις οι αφηγήσεις μικρών παιδιών που λέγανε κάτι σα, «μα γιατί σκοτώσατε τον πατέρα μου»;
Θέλεις τα ματωμένα ρούχα και προσωπικά αντικείμενα στα δωμάτια βασανιστηρίων;
Ο λαβύρινθος φτιαγμένος από σαπούνια που είχαν γραμμένα ονόματα δολοφονημένων Εβραίων;
Όλα μαζί σου προκαλούσαν φρίκη. Φρίκη και οργή.
Το μουσείο όμως δεν παρουσιάζει απλώς όπως οφείλει τα γεγονότα. Παίρνει ιδεολογικά θέση απέναντί τους.
Ταυτίζει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, και εξισώνει τον Μαρξ και τον Λένιν, με τους μετέπειτα δικτάτορες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ουγγαρίας,.
Τι να πω… Δεν ξέρω…
Έξω στον καθαρό αέρα και την πλατεία Ηρώων.
Η Hosok Tere κατασκευάστηκε 1896, για τον εορτασμό των χιλίων χρόνων από την άφιξη των Μαγυάρων στα Ουγγρικά εδάφη.
Στο κέντρο της πλατείας κυριαρχεί το μνημείο της χιλιετίας, μια κολόνα ύψους 34 μέτρων που συγκρατεί το άγαλμα του αρχάγγελου Γαβριήλ, ενώ στο βάθος μια ημικυκλική κατασκευή φιλοξενεί τα αγάλματα των βασιλιάδων της χώρας.
Προσπερνάμε την πλατεία Ηρώων και μπαίνουμε επιτέλους στο παραμυθένιο πάρκο της πόλης.
Στο βάθος δεσπόζει το κάστρο του Vajdahunya, αντίγραφο θρυλικών κάστρων, στην αυλή του οποίου πραγματοποιούνται συναυλίες κλασικής και παραδοσιακής μουσικής.
Παραμύθι…
Στην άλλη μεριά του πάρκου υπάρχει μια κουκλίστικη λίμνη, που όταν παγώνει μετατρέπεται σε ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά παγοδρόμια της πόλης.
Προς το παρόν τη χαιρόντουσαν τα παπάκια.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει… ήδη είχαμε διανύσει περίπου δέκα χιλιόμετρα πεζοί… τον ζωολογικό κήπο δεν τον προλαβαίναμε ανοικτό… οπότε πήραμε το μετρό – κατασκευής 1896 παρακαλώ- κι επιστρέψαμε στα μέρη μας.
Αφού φάγαμε (πάλι σε ιταλικό), και ήπιαμε τον καθιερωμένο πλέον espresso μας, περάσαμε μια από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου για να δούμε πως είναι το βράδι,
κι επιστρέψαμε επιτέλους στο σπίτι.
Ναι. Για τσιγάρο κάτω από τον απορροφητήρα.
5η Μέρα Δευτέρα 02/01
Τελευταία μας μέρα σήμερα στη Βουδαπέστη, κι εφόσον είχαμε δει τα περισσότερα από αυτά που θέλαμε, αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα στα παραδουνάβια χωριά.
Ευκαιρία να βγάλουμε και το αυτοκίνητο από το γκαράζ να κινηθεί λιγάκι.
Ένα από τα πιο τουριστικά χωριά είναι και ο Άγιος Αντρέας. Λόγω της κοντινής κι εύκολης πρόσβασής του από τη Βουδαπέστη αλλά και της φυσικής ομορφιάς του, προσελκύει τους τουρίστες που μένουνε στην πόλη.
Την πρωινή ώρα που φτάσαμε εμείς δεν είχε σχεδόν καθόλου επισκέπτες.
Τα μαγαζιά τουριστικών ειδών όμως ήταν όλα ανοικτά…
…καθώς και οι «υπαίθριοι» καλλιτέχνες.
Ντρέπομαι που το γράφω, αλλά όλα αυτά τα τουριστικά στη σειρά μας θύμιζαν λίγο Μοναστηράκι.
Επειδή ο Άγιος Αντρέας δε μας έκανε κλικ, φύγαμε για Visegrad.
Ένα χωριό 25 χιλιόμετρα περίπου από τα βόρεια σύνορα με τη Σλοβακία.
Εδώ σώζεται ένα μέρος από τα θερινά ανάκτορα του βασιλιά Matthias. (Τον θυμάστε
Επίσης είναι γνωστό για το μεσαιωνικό οχυρό του.
Κάτι μου έλεγε ότι θα έχουμε πάλι μια κωλοφαρδίστικη ημέρα. Και ότι η θέα από ‘κει πάνω θα είναι τέλεια.
Η θέα ήταν όντως απερίγραπτη.
(Συνεχίζεται...)
Με όλα αυτά με έπιασε μια λιγούρα και δε δίστασα να διακόψω τους υπόλοιπους από το φαγητό τους…
Δε μπορώ να πω.
Με αναγγείλανε επίσημα…
Γνώρισα τη βασίλισσα…
Κι αφού φάγαμε…
Το ρίξαμε στο χορό!
Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν μάλλον χαζέψει από τη θέα γιατί μου λέγανε ότι η βασιλική οικογένεια είναι κέρινα ομοιώματα, και ότι αυτό που μασουλάω είναι πλαστικό γουρουνάκι.
Επίσης να σταματήσω την προσπάθεια να κάνω πιρουέτες την πριγκίπισσα διότι θα μας πετάξουν έξω!
Φοβήθηκα για την ψυχική τους υγεία και τους έκανα το χατίρι.
Τους ακολούθησα σε παρακείμενο εστιατόριο – ουγγρικής κουζίνας αυτή τη φορά – και τους έβλεπα να τρώνε τις gulas και τα λουκάνικα.
Το δικό μου μυαλό ήταν εκεί. Στο χορό…
Την επόμενη μέρα δε μπορούσα καν να τη φανταστώ. Αφήναμε την Ουγγαρία και θα πηγαίναμε Σλοβενία για τις επόμενες τρεις νύχτες. Ναι. Νύχτες. Οι οποίες θα με ακολουθούν για πάντα νομίζω.
(Συνεχίζεται...)
Σύμφωνα με ένα μύθο, η ιστορία της Λιουμπλιάνα (Ljubljana) ξεκινάει πίσω το 1400 π.χ.
Όταν ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες του κλέψανε το χρυσόμαλλο δέρας, την κοπανήσανε βόρεια προς το Δούναβη αντί να κινηθούν νότια προς το Αιγαίο. (Γιατί εκεί τους περιμένανε οι Κοχλιείς και ήταν τσαντισμένοι)
Ακολουθήσανε κατόπιν τους ποταμούς Sava και Ljubljanica.
Στις πηγές του Ljubljanica συναντήσανε ένα βάλτο τον οποίο προστάτευε ένας τρομερός δράκος!
Ο Ιάσων, έκανε αυτό που κάθε ήρωας που σέβεται το εαυτό του θα έκανε.
Σκότωσε το δράκο και εγκαταστάθηκε εκεί προσωρινά με τους Αργοναύτες του, μέχρι να ξεχειμωνιάσει.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οργάνωσε τους εκεί ιθαγενείς ώστε να δημιουργήσουν μία πόλη. Τη Λιουμπλιάνα.
Την άνοιξη, οι Αργοναύτες διέλυσαν το πλοίο τους την Αργώ, κουβάλησαν τα κομμάτια του μέχρι την Αδριατική, το ξανα-συναρμολόγησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Ιωλκό.
Σήμερα, ο δράκος είναι το σύμβολο της πόλης και στέκεται πλέον στην ομώνυμη γέφυρα του δράκου.
Ο μύθος τον θέλει να κουνάει την ουρά του, κάθε φορά που μια παρθένα διασχίζει τη γέφυρα.
Στάθηκα αρκετή ώρα παρατηρώντας τον, πολλές γυναίκες πέρασαν από μπροστά μου, αλλά η ουρά δεν κουνήθηκε καθόλου!
Στο ιστορικό κέντρο της πόλης κάθε χρόνο τέλη Ιουλίου, γίνεται αναπαράσταση της Αργοναυτικής εκστρατείας, η οποία οργανώνεται από τις τοπικές αρχές σε συνεργασία με την Ελληνική πρεσβεία.
Όλη η Σλοβενία έχει περίπου 2.100.000 κατοίκους. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που η Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσά της, έχει μόλις 350.000
Από τους οποίους, το 20% είναι φοιτητές και φοιτήτριες.
Μπορείτε να φανταστείτε τι γίνεται στους δρόμους γύρω από το ποτάμι.
Έθνικ μπαράκια, καφέ, εστιατόρια, ταβερνάκια, όλα γεμάτα από νεαρό κόσμο που απολαμβάνουν τον καφέ ή ποτό τους, είτε μέσα στη ζέστη, είτε έξω κάτω από σόμπες μανιτάρια, σκεπάζοντας τα πόδια τους με κουβερτούλα που προσφέρει το κατάστημα.
Η περιπλάνησή μας ξεκινάει από την πλατεία Preseren.
«Άσε το ποίημά μου, ως λάρνακα, να περιέχει – το όνομά σου.
Στη καρδιά μου μέσα, υπερήφανα θα βασιλεύει για πάντα, - το όνομά σου.
Άσε τους συμπατριώτες μου τον αντίλαλο να ακούν, από την ανατολή και
τη δύση,
Της μουσικής που χαρμόσυνα παίζει – το όνομά σου.
Σ’ αυτή τη λάρνακα τα έθνη θα διαβάζουν εφεξής τη φήμη σου.
Εδώ θα μείνει να φεγγοβολά και φεγγοβολά ξανά – το όνομά σου.
Όταν μαζί εσύ κι εγώ στου Χάροντα το πλοίο ανεβούμε,
Ακόμα και τότε το μεγαλείο θα παραμείνει – το όνομά σου.
Περισσότερο από τις Σίνθια, Λάουρα, Δέλια και Κορίνα,
Ο χρόνος πάντα θα αγιάζει την επωδό μου – το όνομά σου.»
Ο France Preseren είναι ο εθνικός ποιητής της Σλοβενίας. Γεννήθηκε το 1800 και πέθανε σε ηλικία 48 ετών.
Το άγαλμά του στέκεται στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας, παρέα με την αγαπημένη του μούσα.
Πίσω από το άγαλμα, διακρίνεται το νέο-αναγεννησιακό κτίριο που στεγάζεται το κεντρικό φαρμακείο της Λιουμπλιάνα.
Στην ίδια πλατεία, βλέπουμε τη ροζ Φραγκισκανική εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Κτίστηκε μεταξύ του 1646 και 1660 σε μπαρόκ ρυθμό. Είναι ανοικτή για το κοινό κάθε μέρα και δεν απαιτείται εισιτήριο.
Η πλατεία ενώνεται με την παλιά πόλη μέσω της περιβόητης τριπλής γέφυρας.
Σ’ αυτό το σημείο είχε κατασκευαστεί το 1280 μια ξύλινη γέφυρα.
Τη σημερινή της μορφή την απέκτησε το 1932, σχεδιασμένη από τον Σλοβένο αρχιτέκτονα Jose Plecnik, του οποίου πολλά έργα κοσμούν τη Λιουμπλιάνα.
Καθόμουνα και χάζευα τον κόσμο που διέσχιζε τη γέφυρα, και πρόσεξα ότι οι περισσότεροι προτιμούσαν να περνάνε από τις δύο ακριανές αντί από τη μεσαία, που είναι και η πιο μεγάλη.
Η απορία μου λύθηκε, μαθαίνοντας ότι η μεσαία λέγεται «η γέφυρα των χωρισμένων».
Διασχίσαμε λοιπόν και ‘μείς τη γέφυρα (μη ρωτήσετε ποια), και περάσαμε απέναντι.
Θέλαμε να πάμε στο κάστρο στην κορυφή της πόλης.
(Συνεχίζεται...)
Ανεβαίνοντας την οδό Ribji με κατεύθυνση προς το κάστρο, φτάνουμε μπροστά από το δημαρχείο.
Χτίστηκε τέλη του 15 ου αιώνα και είναι φανερές οι Βενετσιάνικες επιρροές στο αρχιτεκτονικό του στυλ.
Έξω από το δημαρχείο, υπάρχει ένα πιστό αντίγραφο από το «σιντριβάνι των τριών ποταμών της Καρνιόλα». (Carniola λεγόταν η περιοχή που βρίσκεται τώρα η Σλοβενία. Τα τρία ποτάμια είναι οι Ljubljanica, Sava και Krka).
Το πρωτότυπο βρίσκεται στην εθνική γκαλερί. Σχεδιάστηκε μεταξύ του 1743 και 1751 από τον Ιταλό γλύπτη Francesco Robba.
Συνεχίζουμε νότια για ν’ ανέβουμε στο κάστρο.
Είχαμε δύο επιλογές. Η μία να πάρουμε το τελεφερίκ από την ανατολική μεριά του λόφου. Η άλλη να χρησιμοποιήσουμε το μονοπάτι που ξεκινά από τη δυτική μεριά.
Φυσικά πήγαμε με τα πόδια.
Η αλήθεια είναι ότι χαθήκαμε και το να γυρίσουμε προς το τελεφερίκ ήταν κύκλος. Έτσι, πιάσαμε την ανηφόρα.
Κάποιος/κάποια εκεί μέσα μαγείρευε κάτι καλό. Η μυρωδιές μου είχαν σπάσει τη μύτη λέμε.
Μετά από αρκετό περπάτημα, επιτέλους φτάσαμε.
(Μέσα από το κάστρο δεν έχω πολλές φωτογραφίες εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχαμε με τη φωτογραφική μηχανή. Κατέβηκε κάμποσα σκαλιά η κακομοίρα και πήρε υγρασία ο φακός. Καθαρίστηκε όμως αργότερα.)
Εκεί είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα μίνι ντοκιμαντέρ για την ιστορία της περιοχής.
Σύμφωνα με αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η περιοχή του κάστρου κατοικείται αδιάλειπτα από το 1200 π.χ.
Τότε χρονολογούνται τα διάφορα ευρήματα αλλά και κτίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή.
Η παλαιότερη αναφορά στο κάστρο της Λιουμπλιάνα συναντάται το 1112, σε μια περγαμηνή η οποία βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Udine στην Ιταλία.
Από τον 17ο αιώνα και έπειτα το κάστρο έπαψε να είναι σημαντικό. Δεν ήταν κατοικία ευγενή, και ούτε υπήρχε πλέον η ανάγκη οχυρού.
Έτσι, λόγω του υψηλού κόστους συντήρησής του, το κάστρο αφέθηκε στην τύχη του και άρχισε να καταρρέει.
Τον 19ο αιώνα, το κάστρο χρησιμοποιήθηκε για φυλακές και στρατιωτικό φρούριο, παύοντας να είναι δημοφιλές στους κατοίκους.
Το 1905 αγοράστηκε από το δήμο Λιουμπλιάνας προκειμένου να γίνει μουσείο. Η ιδέα ποτέ δεν υλοποιήθηκε, κι έτσι ο δήμος αποφάσισε να το παραχωρήσει ως κατοικία σε φτωχές οικογένειες ως τα μέσα του 1960, οπότε και άρχισαν οι εργασίες αναστήλωσής του.
Σήμερα, φιλοξενεί εκθέσεις διάφορων καλλιτεχνών κι ένα μικρό μουσείο.
Η θέα που προσφέρει όμως προς την πόλη είναι μαγευτική.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέβουμε εκεί κάτω με τα πόδια (ξανά).
Προτιμήσαμε την εύκολη λύση του τελεφερίκ.
Βγάζουμε τα εισιτήρια και πάμε προς τις μπάρες στην είσοδο επιβίβασης. Τα βάζουμε στη σχισμή του ακυρωτικού μηχανήματος… τίποτα. Ούτε μπιπ, ούτε κανά λαμπάκι, ούτε οι μπάρες να κουνιούνται.
Δοκιμάζουμε σε άλλο μηχάνημα… τίποτα.
Κοιτάμε δεξιά αριστερά για βοήθεια, κανείς.
- Ρε λες να πηδήξουμε;
- Κι αν μας δουν; Ρεζίλι.
Τελικά, καταλάβαμε ότι στεκόμασταν στην έξοδο αποβίβασης! Αλλάξαμε «αποβάθρα» και καταφέραμε να κατέβουμε.
Μπορείτε να μου πείτε πώς ήξερε το μηχάνημα προς τα πού θέλαμε να πάμε; Από τα εισιτήρια ίσως θα μου πείτε.
Ξαναρωτώ: Εφόσον δεν σου επιτρέπεται η είσοδος στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί είχε σχισμή ακύρωσης; Ε;
Για να γελάνε οι Σλοβένοι με τους τουρίστες λέω.
(Συνεχίζεται...)
Καθώς περπατούσα πρόσεχα τα πρόσωπα και τις κινήσεις των κατοίκων. Πρόδιδαν χαλαρότητα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που βιαζόντουσαν.
Οι περισσότεροι κινιόντουσαν νωχελικά σχεδόν, χαιρετώντας όποιον γνωστό συναντούσαν.
Αυτό οι πεζοί. Διότι οι ποδηλάτες πηγαίνανε σφαίρα!
Περνάγανε ανάμεσα από τον κόσμο κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, χωρίς να ακούγονται καθόλου. Οι Σλοβένοι το αγαπάνε το ποδήλατο.
Ειδικά στο κέντρο της Λιουμπλιάνα, περισσότερα είναι τα ποδήλατα παρά τα αυτοκίνητα. Και αναφέρομαι για το χειμώνα έτσι; Με μέση θερμοκρασία όταν ήμασταν εκεί στους 1-2 βαθμούς κελσίου!
Αυτά σκεφτόμουν όταν σε μια στροφή του δρόμου αντίκρισα αυτό:
Δε ξέρω ποιος το φιλοτέχνησε ούτε το πότε. Δε ξέρω τι συμβολίζει. Δε με νοιάζει.
Βλέπω έναν άντρα που τρέχει και κρύβει το πρόσωπό του. Να το προφυλάξει; Από τι; Ή μήπως δε μπορεί να αντέξει τη φρίκη κάποιας συμφοράς; Πολέμου ίσως.
Βλέπω μια γυναίκα να κοιτάζει προς τον ουρανό και να ουρλιάζει από οδύνη. Στην αγκαλιά της νομίζω πως κρατάει ένα μωρό. Που ίσως να είναι νεκρό.
Είκοσι μέτρα παρακάτω, το άκρως αντίθετο. Η κεντρική αγορά. Πολύχρωμη και πολυποίκιλτη.
Μπορείς να αγοράσεις ό,τι θέλεις.
Από φρέσκα λαχανικά, φρούτα, λουλούδια, ξύλινα δώρα, βιβλία, τα πάντα.
Στη βόρεια πλευρά της αγοράς, παράλληλα με τον Λιουμπλάνιτσα ποταμό, είναι η σκεπαστή αγορά του Plecnik (που σχεδίασε και το τριπλό γεφύρι)
Εδώ θα αγοράσουμε κυρίως είδη δώρων και οικιακής χρήσης. Οι πωλητές ευγενέστατοι και μιλάνε αρκετά καλά αγγλικά.
Περνώντας πάνω από την τριπλή γέφυρα ξανά προς την πλατεία Preseren, σα να άκουγα τη μελωδία που παράγει το όνομα της αγαπημένης του ποιητή.
Μου φαίνεται πως ακουγόταν απ΄ αυτό το μπαλκονάκι στην πίσω μεριά της σκεπαστής αγοράς.
«(…)Της μουσικής που χαρμόσυνα παίζει – το όνομά σου.(…)»
Είχε φτάσει η ώρα για τον αναγκαίο πλέον μεσημεριανό espresso. Τι καλύτερο από το να τον πιούμε πλάι στη κοίτη του ποταμιού;
(Που επιτρέπεται και το τσιγάρο…)
Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα διακρίνεται δεξιά τα σκαλάκια που σε κατεβάζουν κάτω.
Εφόσον πήραμε ενέργεια, και ήταν ακόμη νωρίς, είπαμε να πεταχτούμε με το αυτοκίνητο 50 χιλιόμετρα βορειότερα.
Στο χειμερινό παραθεριστικό κέντρο της Σλοβενίας, στη λίμνη Bled.
Μα γιατί χαζολογάμε ακόμα; Πίσω προς το ξενοδοχείο λοιπόν.
(Συνεχίζεται...)
Η λίμνη Bled βρίσκεται πολύ κοντά στις Ιουλιανές Άλπεις, 55 χλμ περίπου βορειο-δυτικά της Λιουμπλιάνα, και 25 χλμ περίπου από τα σύνορα με την Αυστρία.
Η περιοχή είναι σημαντικό συνεδριακό κέντρο και τουριστικό θέρετρο.
Αυτά διαβάσαμε από Ελλάδα, και την είχαμε εντάξει στο πρόγραμμά μας.
Πλησιάζοντας, το μόνο που μας έκανε εντύπωση ήταν η αισθητή πτώση της θερμοκρασίας. Πριν 40 λεπτά ήμασταν στη ζέστη των +2 βαθμών κελσίου, και εδώ είχε -4!
Τίποτα όμως δε μας είχε προετοιμάσει γι΄ αυτό που θα αντικρίζαμε αμέσως μετά τη στροφή…
- Αμάν! Τι είναι αυτό ρε ‘σεις; Αντώνη σταμάτα να κατέβω!
Το νησάκι στη μέση της λίμνης είναι το μοναδικό φυσικό νησί της Σλοβενίας. Στο κέντρο του βλέπουμε εκκλησία του 15 ου αιώνα, αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Θεοτόκου».
Λειτουργεί κανονικά και γίνονται πολλές γαμήλιες τελετές κάθε χρόνο.
Περνάς απέναντι με τα «pletna», μικρά ξύλινα βαρκάκια
Η λίμνη, είναι περίπου 3 τετρ.χλμ και έχει μέγιστο βάθος 31 μέτρα.
Πέρα από τουριστικός προορισμός, είναι δημοφιλέστατη και στους κωπηλάτες.
Ήδη έχουν γίνει εδώ τρία παγκόσμια πρωταθλήματα κωπηλασίας, και τον Αύγουστο του 2011 θα φιλοξενήσει το 40ο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Επίσης, γύρω από τη λίμνη, ξεκινάνε πεζοπορικά μονοπάτια προς το βουνό, και ειδικότερα προς το εθνικό πάρκο Triglav, στην υψηλότερη κορυφή των Ιουλιανών Άλπεων στα 2864μ.
Ψάρεμα, ιππασία, γκολφ, είναι ακόμα μερικές από τις δραστηριότητες που μπορείς να κάνεις στην περιοχή.
Εμείς περιοριστήκαμε στο να περπατήσουμε το γύρο της λίμνης. Και να ρουφήξουμε όλες αυτές τις εικόνες που μάταια προσπάθησαν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί να μας μεταφέρουν.
Καμιά φωτογραφία, όσο καλή ανάλυση κι αν έχει, όσο καλός κι αν είναι ο φωτογράφος, δε μπορεί να σου μεταδώσει το συναίσθημα του φυσικού τοπίου. Τη μυρωδιά των παγωμένων δέντρων. Την υφή του χιονιού.
Του να είσαι εκεί…
Μάταια θα προσπαθήσω κι εγώ μέσα από τις εικόνες μου.
Χωρίς λόγια λοιπόν…
Επιστροφή στην πραγματικότητα. Αυτή η απίστευτη φύση δε μας άφηνε να ξεκολλήσουμε.
Αρχίσαμε να παγώνουμε όμως. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, και είπαμε. Σ΄ αυτά τα μέρη, ο ήλιος δύει νωρίς.
Καθώς ερχόμασταν είχαμε προσέξει, τι άλλο, ένα κάστρο στο ύψωμα ενός λόφου.
Πρόκειται για το μεσαιωνικό κάστρο Bled, δεύτερο τουριστικό αξιοθέατο μετά το σπήλαιο Postojna.
- Πάμε;
- Και δεν πάμε; Δεν έχουμε αφήσει κάστρο για κάστρο. Εδώ θα κολλήσουμε;
Σε μία από τις αυλές του κάστρου.
Για φαγητό, θα πηγαίναμε σε μια μικρή μεσαιωνική πόλη κοντά μας, στη Radovljica.
Είχαμε διαβάσει σ’ ένα ταξιδιωτικό για μια καταπληκτική ταβέρνα. Τα μόνα στοιχεία που είχαμε γι’ αυτή, ήταν ότι έχει θέα προς τις Άλπεις, και ότι στο υπόγειό της υπάρχει ένα επισκέψιμο εργαστήριο που φτιάχνουν ginger breads.
Τίποτα άλλο. Ούτε όνομα, ούτε διεύθυνση.
Φτάνοντας στο κέντρο της πόλης, παρκάραμε και αρχίσαμε να κοιτάμε τα μαγαζιά που «βλέπανε» Άλπεις. Δε μπορεί… Κάποιο από αυτά θα είχε ταμπέλα «Ginger Breads»!
Παπάρια.
- Ρε συ Αντώνη… Δημήτρη… Δε ρωτάτε κανέναν;
- Και τι να τους ρωτήσουμε; Αφού δεν ξέρουμε πως το λένε το μαγαζί. Κι έπειτα, σιγά μη μιλάνε Αγγλικά εδώ πάνω.
Είχαμε αρχίσει να απογοητευόμαστε. Η θερμοκρασία είχε πέσει στους -8 και δε μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε από την παγωνιά. Ειλικρινά. Ειδικά οι δίφθογγοι βγαίνανε ψευδοί.
Κόσμος έξω, ελάχιστος.
Κάποια στιγμή, στο δεύτερο ή τρίτο γύρο που κάναμε και ενώ οι υπόλοιποι της παρέας είχαν απομακρυνθεί, βλέπω μια κοπέλα πάνω σ΄ ένα ποδήλατο!
Της κάνω νόημα και σταματάει.
- Excuse me… Do you speak English?
- Yes. (και σπάει και χαμόγελο)
- Hi. We’re looking for a restaurant that is also a small… (πως διάολο λέγεται η βιοτεχνία στα Αγγλικά; )
Small… (factory? Όχι… μαλακία)
Small… (industry? Ναι σιγά μη φτιάχνουν κι αεροπλάνα)
(Εν τω μεταξύ να ψευδίζω κιόλας έτσι;
Το βρήκα!)
- They make COOOKIES!!!!!
Η κοπέλα μόνο που δεν έπεσε από τα γέλια!
- Ginger breads you mean... Look.
Και με κατατόπισε ακριβέστατα και μάλιστα σε άψογα Αγγλικά.
Το εστιατόριο ήταν χωμένο σ΄ ένα αδιέξοδο και ίσα που μπορούσες να διακρίνεις λίγο από Άλπεις από ένα και μόνο παράθυρο. Πού την είδε τη θέα ο μάγκας;
Η διακόσμησή του, βασιζόταν σε αντικείμενα παλαιότερων εποχών, και το προσωπικό ήταν ντυμένο με κάτι περίεργες στολές. Για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον, το μαγαζί φλέρταρε με τα όρια του κιτς.
- Λες να ΄ναι μαλακία;
- Θα δούμε. Με τόσο κρύο δεν ξαναβγαίνουμε έξω. Κάτι θα βρούμε να φάμε.
Παιδιά, φάγαμε τον αγλέουρα! Πρώτη φορά στη ζωή μου που πραγματικά δ ι α σ κ έ δ α ζ α με γεύσεις.
Ευκαιρία να πω, ότι ο Αντώνης, φίλος – κουμπάρος και συνοδοιπόρος, είναι σεφ με μπόλικες διακρίσεις και επίσημος κριτής σε διαγωνισμούς μαγειρικής. Διδάσκει κιόλας σε κρατικές αλλά και ιδιωτικές σχολές.
Κι εκείνος, είχε μείνει ενθουσιασμένος από το φαγητό. Κάθε φορά που ερχόταν ένα πιάτο στο τραπέζι, πρώτα θα το φωτογράφιζε και μετά μας άφηνε να φάμε!
Αν πάτε, μη παραλείψετε να παραγγείλετε κολοκυθόσουπα. Τη σερβίρουν μέσα σε μεγάλη κολοκύθα και είναι πεντανόστιμη. Όλα του τα πιάτα ήταν τέλεια.
Εκτός από τα γλυκά.
Δεν μπορώ να βρω λέξη να περιγράψω τα γλυκά τους. Παγωτό μέσα σε σκαμμένη καρύδα, άλλο παγωτό μέσα σε πράσινο μήλο, κάτι άλλα περίεργα σε ζύμη. Μας εξηγούσε ο Αντώνης τι ήταν, αλλά εγώ δεν άκουγα. Είχα κλείσει τα μάτια και έγλυφα το κουτάλι.
Είχαμε πιει δυο μπουκάλια κρασί, μας κεράσανε κι ένα τοπικό λικέρ, την ψιλο-ακούσαμε.
Πάω προς τα έξω με τον άλλον καπνιστή της παρέας, τη Νατάσσα, για τσιγάρο.
Μας βλέπει ο σερβιτόρος, ο οποίος ήταν ευγενέστατος και πάντα χαμογελαστός.
- Smoke?
- Yes.
- Too cold outside. Come.
Μας οδηγεί στην πίσω αίθουσα η οποία ήταν άδεια. Μας έφερε τασάκι και από άλλο ένα λικεράκι.
- Here! Power!!
Δε περνάνε μερικά λεπτά κι έρχεται ο ιδιοκτήτης. Μας ρωτάει χαμογελαστός αν περνάμε καλά και πως μας φάνηκε το φαγητό.
- Absolute magic! Give our congratulations to the chef. And to your waiter. Very kind and pleasant.
- Where are you coming from?
- Greece. Athens and Crete.
- Wow! «Εφ-κα-ρι-τώ πολύ»
Είχε έρθει διακοπές το καλοκαίρι Ελλάδα. Εδώ ήθελα να του πω «όχι, εμείς ευχαριστούμε πολύ». Το «ευχαριστώ» στα Σλοβένικα είναι «havla». Του λέω λοιπόν:
- Kavla.
No, no… Vlaka!
NO, NO, HAVLA!!!
To τι έγινε… Η Νατάσσα είχε πέσει κάτω και κυλιόταν από τα γέλια, εγώ είχα κοκκινίσει περισσότερο κι από παντζάρι, και ο καψερός ο ιδιοκτήτης κοίταγε μια τη Νατάσσα και μια εμένα, προσπαθώντας να καταλάβει το αστείο.
Ευτυχώς γέλαγε κι εκείνος.
Λοιπόν: Το μαγαζί λέγεται Lectar. Αν σας βγάλει ο δρόμος σας από ΄κει, μη παραλείψετε να το επισκεφτείτε.
Το καλύτερο; Για τρεις σούπες, τρεις σαλάτες, τέσσερα κυρίως, δυο τεράστια πιάτα με γλυκά, δυο μπουκάλια κρασί, ένα αναψυκτικό και νερό, δώσαμε 114 ευρώ. Στην Ουγγαρία θα θέλαμε 60% παραπάνω. Κι όχι γι΄ αυτή την ποιότητα.
Επιστροφή στη βάση μας.
Είχαμε περάσει μια τόσο όμορφη μέρα, που δε μας έκανε καρδιά να την τελειώσουμε.
Ένας νυκτερινός περίπατος στη Λιουμπλιάνα ήταν ότι πρέπει για το κλείσιμο.
Να χωνέψουμε κιόλας.
Θα μας κάνετε παρέα;
Όπως είχαμε διαβάσει ως «must see» για τη λίμνη Bled, έτσι είχαμε διαβάσει τα καλύτερα για το σπήλαιο Postojna, καμιά 50αριά χιλιόμετρα νοτιο-δυτικά της Λιουμπλιάνα.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο σπήλαιο της χώρας, και ενός από τα ομορφότερα του κόσμου, όπως μας είπε η ξεναγός.
Έχει μήκος 21 χιλιόμετρα και φτάνει σε βάθος τα 115μ.
Το μήκος της επισκέψιμης διαδρομής είναι 5300 μέτρα, το μεγαλύτερο στον κόσμο ανοικτό προς το κοινό.
Το σπήλαιο πρωτο-περιγράφηκε το 17ο αιώνα από τον Σλοβένο ευγενή Johann Valvasor.
To 1818, ανακαλύφθηκε τυχαία άλλο ένα κομμάτι του σπηλαίου από έναν ντόπιο οδηγό, ο οποίος είχε πάει για να ξεναγήσει τον πρώτο αυτοκράτορα της Αυστρίας.
Το σπήλαιο άνοιξε την πύλη του για το κοινό το 1819!
Οι άνθρωποι είναι αλλού λέμε.
Το 1884, ηλεκτροφωτίστηκε η διαδρομή. Ναι. Το 1884. Πριν ακόμα κι από τη Λιουμπλιάνα!
Εδώ ρε σεις, βάλανε το 1872 ράγες κατά μήκος της διαδρομής, για να μεταφέρει τραινάκι τους τουρίστες! Βέβαια, στην αρχή το τραινάκι απευθυνόταν στους αρκετά πλούσιους, διότι υπήρχαν εργάτες που σπρώχνανε τα βαγόνια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα βάλανε μηχανή που τράβαγε τα βαγόνια, η οποία μετά το 1945 έγινε ηλεκτρική.
Εδώ περιμένουμε το …τραίνο.
Το σπήλαιο είναι εντυπωσιακό μεν, σε πιάνει ένα ψιλο-δέος με το μέγεθός του, αλλά μέχρι …εκεί.
Σταλαγμίτες και σταλακτίτες έχω ξαναδεί. Και με 22 ευρώ ανά άτομο που είχε το εισιτήριο…
Έμπαινα στο βαρκάκι στο σπήλαιο Δυρού, και κέρναγα σουβλάκια με μπύρες μέχρι και τον βαρκάρη!
Δε ξέρω… Ίσως επειδή ήταν η τελευταία μας μέρα ήμουν λίγο γκρινιάρης.
Όταν βγήκαμε έξω, ο καιρός είχε κλείσει τελείως και ψιλο-χιόνιζε.
Τα παιδιά θέλανε πάρα πολύ να δούνε τη Βενετία. Δεν έχουν πάει, και όπως την είδανε από το πλοίο που ερχόμασταν, τους άρεσε για να την επισκεφτούνε.
Επειδή έπεφτε λίγο μακριά για μονοήμερη και ο χρόνος ήταν περιορισμένος πλέον, σκεφτήκαμε την Τεργέστη. Ιταλία είναι κι εκεί… Μισή ώρα δρόμος… «Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη Βενετία» είχε διαβάσει ο Αντώνης… Πάμε!
Λιμάνι!
Μυρωδιά από θάλασσα.
Και σκουτεράκια. Πολλά σκουτεράκια!
Τώρα συνειδητοποίησα, ότι εδώ και μια βδομάδα το μόνο μηχανάκι που είχα δει, ήταν ενός πιτσαδόρου στη Βουδαπέστη.
Παρόλο που μυρίζαμε θάλασσα επιτέλους, η διάθεση όλων είχε πάρει την κατηφόρα. Δεν είχαμε όρεξη για άλλες ανακαλύψεις. Όχι εδώ τουλάχιστον
Συρθήκαμε ως τη κεντρική πλατεία Unita d’ Italia που είναι και το δημαρχείο της Τεργέστης.
Κάναμε ένα πολύ μικρό περίπατο στους γύρω της πλατείας δρόμους,
…ήπιαμε έναν χάλια espresso σχεδόν στο πόδι…
…κοιταχτήκαμε, και έτσι σιωπηλά πήραμε την απόφαση να φύγουμε.
Να επιστρέψουμε πίσω. Στην «πολυαγαπημένη». Στη Λιουμπλιάνα.
Αργά το απόγευμα μας βρίσκει να τρώμε στο ίδιο Ιταλικό bistro που φάγαμε το πρώτο βράδυ.
Λέγεται Dvor ή κάπως έτσι, και είναι σ΄ ένα στενάκι πολύ κοντά στην τριπλή γέφυρα. Αν βρεθείτε στα μέρη, αναζητήστε το. Έχει την καλύτερη πίτσα που έχω φάει. Και οι τιμές του λογικότατες.
Κατόπιν, πήγαμε για ένα τελευταίο ποτό στο ίδιο μπαράκι που μας φιλοξένησε όλες τις νύκτες της Λιουμπλιάνα.
Γιατί πηγαίναμε συνέχεια στο ίδιο;
Διότι ήταν το μόνο που βρίσκαμε τραπέζι! Έπαιζε και πάρα πολύ καλή μουσική. Χαλαρωτική τζαζ και κάποια soul κομμάτια. Ποτά, 4 ευρώ το ουίσκι, 5 το bourbon. Και σέρβιρε και δωρεάν νερό! Ο κόσμος; Νεαρές παρέες αλλά και μεγαλύτεροι. Νορμάλ και ήσυχος.
Για τσιγάρο όμως… Έξω. Έκανες χάζι και τα πιτσιρίκια…
Το πρώτο βράδυ που πήγαμε, μας έκανε εντύπωση ο τρόπος που μας κοιτούσαν αλλά και η ιδιαίτερη φιλικότητα του σερβιτόρου.
Το δεύτερο, έπαψαν να μας κοιτάνε περίεργα και ο σερβιτόρος ήταν πιο φιλικός ακόμα. Εκείνος μου έμαθε το «hvala».
Σήμερα, τελευταίο βράδυ, ο σερβιτόρος μόνο που δε μας φίλησε!
Μετά ανακάλυψα – σ΄ ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του ξενοδοχείου – ότι το συγκεκριμένο μαγαζί είναι «φιλικό προς του gay», και ότι χρησιμοποιείται ο χώρος από τους ομοφυλόφιλους για διάφορες ομιλίες κλπ.
Έτσι εξηγούνται όλα λοιπόν.
Χωρίς πλάκα, το μαγαζί είναι καλό και δεν αισθανθήκαμε άβολα ούτε στιγμή.
Σκόρπιες σκέψεις:
Η Σλοβενία είναι πεντακάθαρη πόλη. Όχι χαρτάκι δε βλέπεις κάτω, αλλά ούτε κι αποτσίγαρο!
Βέβαια, κάθε λίγα μέτρα υπάρχουν κάδοι σκουπιδιών με ειδική θήκη για να σβήνεις το τσιγάρο σου. Είναι η κουλτούρα και η παιδεία ρε παιδιά, αλλά είναι και οι ευκολίες που σου παρέχουν. Στην Ελλάδα, το τσιγάρο το πετάω κάτω. Εκεί όχι. Γιατί να το κάνω; Αφού στα 10 μέτρα το πολύ υπήρχε τασάκι.
Οι τιμές. Η Σλοβενία είναι 30-40% πιο φτηνή από την Ουγγαρία. Εμείς, στο φαγητό μας είμαστε φτηνότεροι από τη Βουδαπέστη.
Στη Λιουμπλιάνα είδα ηλεκτροκίνητο απορριμματοφόρο ανακύκλωσης. Η παιδεία που λέγαμε.
Αν πας εκτός σεζόν, μπορείς να βρεις απίστευτα καλές τιμές για διαμονή στην Ουγγαρία.
Επίσης, αν το προγραμματίσεις έγκαιρα, θα περάσεις καλύτερα και με πολύ μικρότερο κόστος.
Εμείς χαλάσαμε συνολικά λίγο περισσότερα από 1000 ευρώ το άτομο για ένα ταξίδι δέκα ημερών. Πολλά ή λίγα, άξιζε και με το παραπάνω!
«Στη καρδιά μου μέσα, υπερήφανα θα βασιλεύει για πάντα, - το όνομά σου.»
ΤΕΛΟΣ
Τουριστικό κλισέ; Μπορεί.
Εμένα με έπεισε όμως ότι έχει κερδίσει άξια τον τίτλο της.
Λιουμπλιάνα.
Βάζοντας τη λέξη Ljubljana σε ηλεκτρονικό μεταφραστή να στη μεταφράσει από Σλοβένικα σε Ελληνικά, σου βγάζει ως αποτέλεσμα το «αγαπημένη».
Αυτή την πόλη, την πρωτεύουσα της Σλοβενίας, κυριολεκτικά την ερωτεύτηκα. Τη χώρα ολόκληρη!
Αυτές οι δύο Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα μας φιλοξενούσαν από την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2010 και για οκτώ ημέρες.
Ή για επτά νύκτες αν θέλετε.
Ω ναι... Τα βράδυα είναι παραπάνω από μαγευτικά στις όχθες του Δούναβη και του Λιουμπλιάνιτσα. Των ποταμών που διασχίζουν Βουδαπέστη...
και Λιουμπλιάνα αντίστοιχα...
Το ταξίδι είχε κανονιστεί μαζί με ένα άλλο ζευγάρι πολύ καλών φίλων και κουμπάρων ταυτόχρονα. (Αν παντρευτούν... θα τους παντρέψουμε).
Το όχημα που μας μετέφερε ήταν το αυτοκίνητο των κουμπάρων.
Πολύ θα ήθελα να κάνω αυτή τη βόλτα με μηχανή, αλλά λόγω καιρού και παρέας ήταν σχεδόν αδύνατο.
Η διαδρομή που επιλέξαμε ήταν Αθήνα – Ηγουμενίτσα – Βενετία – Ουγγαρία – Σλοβενία – Βενετία – Ηγουμενίτσα – Αθήνα.
Θα μπορούσαμε να πηγαίναμε πολύ πιο γρήγορα μέσω Σκοπίων και Σερβίας, αν το είχαμε αποφασίσει πιο νωρίς και προλάβει να βγάλουμε διαβατήρια.
Λίγο αυτό, λίγο ο φόβος για την κατάσταση των δρόμων λόγω εποχής, λίγο ο φόβος για καθυστερήσεις στο τελωνείο των Σκοπίων, διαλέξαμε την παραπάνω διαδρομή μέσω Ιταλίας.
10 μέρες πριν το ταξίδι:
Αποφασίζουμε να πάμε τελικά τη βόλτα και ψάχνουμε για καταλύματα.
Θέλαμε κάτι που να βρίσκεται σε κεντρική τοποθεσία, να έχει parking, να είναι σχετικά αξιοπρεπές αλλά και οικονομικό ταυτόχρονα.
Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια.
Στην υψηλή τουριστική περίοδο που διαλέξαμε, είτε τα ξενοδοχεία θα ήταν οικονομικά μεν, άθλια δε, είτε θα ήταν καλά αλλά και πανάκριβα, είτε θα πληρούσαν όλες τις προδιαγραφές μας αλλά φυσικά θα ήταν γεμάτα!
Ας είναι καλά το διαδίκτυο και η υπομονή μας.
Στη Βουδαπέστη, βρήκαμε στο κέντρο διαμέρισμα τριάρι, το οποίο ήταν παραπάνω από ικανοποιητικό.
Δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτα, πλήρως επιπλωμένο και εξοπλισμένο. Parking υπόγειο ακριβώς δίπλα, και όλα αυτά με 85 ευρώ ανά ζευγάρι.
85 ευρώ την εποχή που διαλέξαμε. Εκτός τουριστικής περιόδου, η τιμή πέφτει στα 84 ευρώ τη βραδιά συνολικά. 42 ευρώ ανά ζευγάρι!
(Οι φωτογραφία του διαμερίσματος είναι από το site 7Seasons Apartments Budapest)
Στη Λιουμπλιάνα, λόγω μεγέθους της, (όλη η Σλοβενία έχει 2.000.000 περίπου κατοίκους), τα ξενοδοχεία είναι ελάχιστα.
Μέσα στην πόλη, όλα τα οικονομικά ήταν γεμάτα.
Καταλήξαμε στο Grand Union Business, UNION HOTELS - Ljubljana, ένα τετράστερο ξενοδοχείο στην καρδιά της πόλης, με εσωτερική πισίνα, σάουνα, γυμναστήριο, parking κλπ, αλλά η τιμή ήταν τσουχτερή. 120 ευρώ τη βραδιά, τα οποία γινόντουσαν 90 αν προπλήρωνες την ώρα της κράτησης!
Δυστυχώς, επειδή μέχρι τελευταία στιγμή το ταξίδι ήταν αμφίβολο δε ρισκάραμε την προπληρωμή.
5 ημέρες πριν το ταξίδι:
Αγοράζονται τα ακτοπλοϊκα εισητήρια Ηγουμενίτσα - Βενετία- Ηγουμενίτσα μέσω των Μινωϊκών γραμμών.
840 ευρώ συνολικά σε τετράκλινη εσωτερική καμπίνα για ένα ταξίδι 23 ωρών ανά διαδρομή.
Υπήρχε και η λύση μέσω Brindisi ή Bari, σημαντικότατα πιο οικονομική στα ακτοπλοϊκά.
Αλλά υπολογίζοντας το κόστος σε καύσιμα και διόδια για τα επιπλέον 2000 χιλιομέτρα περίπου, η διαφορά μειωνόταν αισθητά.
Επίσης, δε ξέραμε τι καιρικές συνθήκες θα επικρατούσαν, κι έτσι διαλέξαμε την πιο εύκολη λύση.
Αποβίβαση Βενετία.
2 ημέρες πριν το ταξίδι:
Τοποθετούνται στο αυτοκίνητο μια τετράδα χιονολάστιχα.
Σοφή επιλογή όπως αποδείχτηκε.
Τα λάστιχα, δεν κολώσανε πουθενά. Κινηθήκαμε παντού με ασφάλεια αλλά κα σβέλτα.(Μη ξεχνιόμαστε κι όλας)
1η μέρα Πέμπτη 30/12
Επιβίβαση 08:00 το πρωϊ στο Europa Palace για Βενετία.
Ενώ είχαμε ένα άγχος ότι θα αυτοκτονούσαμε στο πλοίο λόγω βαρεμάρας, τελικά οι ώρες περάσανε χωρίς να το καταλάβουμε.
Λίγο το λιώσιμο στα ηλεκτρονικά, λίγο οι κουβέντες για το τι θα δούμε, λίγο οι βόλτες στο κατάστρωμα για τσιγάρο, μερικές ώρες ύπνου στη καμπίνα, φτάσαμε Βενετία χωρίς την αίσθηση των 23 ωρών στη θάλασσα.
2η μέρα Παρασκευή 31/12
Βγήκαμε στο λιμάνι στις 10 το πρωϊ περίπου.
Είχαμε μπροστά μας 710 χιλιόμετρα μέχρι τη Βουδαπέστη και μάξιμουμ 8 ώρες στη διάθεσή μας.
Η κοπέλα στη “reception” του διαμερίσματος θα μας περίμενε μέχρι τις 6 το απόγευμα. Παραμονή πρωτοχρονιάς βλέπετε κι έπρεπε να ετοιμαστεί για το ρεβεγιόν...
Προσπαθούσαμε να πηγαίνουμε με την υπόλοιπη ροή στους αυτοκινητοδρόμους και λίγο παραπάνω ίσως. Μόλις μπήκαμε Σλοβενία, σταματήσαμε για βενζίνη κι ένα espresso στο πόδι.
Πρώτο σοκ:
Η σούπερ αμόλυβδη 1.24 κι ο espresso 1 ευρώ.
Δεύτερο σοκ:
Το μικρο μπουκαλάκι νερό, 1.50!
Κομμένα τα νερά από δω και πέρα. Μόνο καφέ θα πίναμε...
Στις πέντε το απόγευμα, φτάσαμε Βουδαπέστη, έξω από το συγκρότημα που θα μέναμε.
Ναι. Μέση ωριαία λίγο παραπάνω από 140 χιλιόμετρα την ώρα, σε δρόμους παγωμένους!
Οι αυτοκινητόδρομοι Ιταλίας, Σλοβενίας και Ουγγαρίας, απλά δεν παίζονται!
Άριστη σήμανση, σωστές κλίσεις στις ελάχιστες στροφές, απουσία διοδίων που σε κόβουν, επιτρέπουν υψηλές ως και απαγορευτικές ταχύτητες ταξιδίου.
Την αριστερή λωρίδα, την έχουνε (όπως πρέπει), αποκλειστικά και μόνο για προσπέραση. Όλοι κινούνται στη δεξιά λίγο παραπάνω από το όριο και βγαίνουν αριστερά μόνο για να περάσουν κάποιον πιο αργό. Μετά, πάλι δεξιά.
Το μόνο «μεμπτό» τους, το φλας δε το χρησιμοποιούν ως προειδοποίηση πρόθεσης, αλλά ως προειδοποίηση πράξης. Βγάζω φλας και μπαίνω.
Κατά το «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω»
Φτάνοντας στο συγκρότημα διαμερισμάτων που θα μέναμε, βλέπω μια ταμπελίτσα στην είσοδο που έλεγε ότι η reception είναι στον δεύτερο όροφο, δωμάτιο τάδε.
Ανεβαίνω στον δεύτερο, βρίσκω το δωμάτιο τάδε το οποίο είχε μια άλλη ταμπελίτσα από χαρτόνι, στην οποία ήταν γραμμένο με το χέρι, «Sorry, I will be back in a few minutes».
Γαμώτο! Οι υπόλοιποι ήταν στο αυτοκίνητο και με περιμένανε για να δούμε που θα παρκάρουμε.
Όντως σε λίγα λεπτά εμφανίζεται ένα ξανθό χαζοβιόλικο αλλά γλυκύτατο κοριτσάκι, η οποία μου λέει...
-Szia. Hogyan tud ÉN segít ön?
(Την γ@ησα σκέφτομαι. Όχι εκείνη, γενικώς...)
-Hi. I’m Dimitris from Greece. I have a reservation for an apartment.
-Uh?
-Do you speak English?
-Yes.
(Ωραία. Δεν τη γ@ησα τελικά)
-Dimitris. From Greece. Reservation.
-Sorry, I don’t speak Greek!!!!!!
(Τώρα τη γ@ησα!)
-That’s why I speak in English.
-Oops. Sorry… Yes. Come.
Δεν ξέρω τι είχε πιει το κοριτσάκι, δυσκολευτήκαμε να βγάλουμε άκρη αλλά τελικά τα καταφέραμε.
Μας πήγε στο parking, μας ανέβασε στο διαμέρισμα, μας έδωσε τα κλειδιά και μας κάλεσε να κάνουμε ρεβεγιόν στο club που θα πήγαινε και η ίδια με τους φίλους και τις φίλες της.
Χαζοβιόλα λιγάκι, αλλά πολύ εξυπηρετική και χαρούμενη.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο διαμέρισμα και κάναμε ένα ντουζάκι, βγήκαμε για την πρώτη βόλτα στην πόλη και για να βρούμε κάπου να φάμε.
Παραμονή πρωτοχρονιάς και γινόταν της πόπης έξω. Νομίζω πως όλοι οι Μαγυάροι βρισκόντουσαν στους δρόμους. Βάλτε και τους τουρίστες που τριγυρνάγανε με μια κάμερα στο χέρι, μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν…
Οι τουρίστες κρατούσαν είτε φωτογραφική, είτε κάμερα, είτε ο ένας τον άλλον για να μη χαθούνε, και οι ντόπιοι κρατούσαν είτε από μια σαμπάνια είτε από ένα μπουκάλι κρασί. Μερικοί και τα δύο!
Όλοι τους!
Όλη η πόλη μύριζε έντονα αλκοόλ. Ειδικά στους πεζόδρομους που πουλάγανε σε υπαίθριους πάγκους ζεστό κρασί, ένιωθες τη μυρωδιά να ποτίζει όχι μόνο τα ρούχα αλλά και το δέρμα σου.
Οι Ούγγροι φοράγανε πολύχρωμες περούκες και κρατάγανε από μια ντουντούκα (όσοι είχαν ελεύθερο χέρι από τα μπουκάλια κρασί). Ο θόρυβος που κάνανε θύμιζε ματς τελικού, ή απόκριες. Μέχρι και σερπαντίνες πετάγανε!
Βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε τη περίφημη Vaci Utca.
Ένας τεράστιος σε μήκος πεζόδρομος, ο πιο διάσημος της Βουδαπέστης. Και ο πιο τουριστικός φυσικά.
Εκεί γινόταν το αδιαχώρητο! Πάγκοι πωλητών που διέθεταν τα πάντα. Παιχνίδια, ρούχα, διακοσμητικά, φαγητό που ψηνόταν εκείνη τη στιγμή, ζεστό κρασί φυσικά, και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.
Βάλτε στη συνταγή τα δεκάδες εστιατόρια και καφέ κατά μήκος του δρόμου, προσθέστε μερικές χιλιάδες κόσμου, και έχετε μια μικρή εικόνα της ατμόσφαιρας που επικρατούσε…
(Η φωτό είναι από το Budapest Travel & Hotels Guide - Tourist information on Budapest Hungary -. Δεν είχα πάρει τη φωτογραφική μηχανή μαζί)
Λίγο η κούραση του ταξιδιού, λίγο η αποπνικτική ατμόσφαιρα, δεν αργήσαμε να αισθανθούμε άβολα. Να βρούμε τραπέζι σε εστιατόριο επί της Vaci Utca, ούτε κατά διάνοια.
Αρχίσαμε να περπατάμε στους γύρω δρόμους όπου σαφώς ήταν πολύ πιο ήσυχα. Μετά από αρκετό περπάτημα, σε μια μικρή πλατεία βρήκαμε μια bistro η οποία φαινόταν αρκετά υποσχόμενη για καλό φαγητό.
-Do you have a table for four?
-Yes, come in
Καθήσαμε στο τραπέζι και προσέξαμε ότι είχε και τασάκι! Λες;
Ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να καπνίσουμε.
Μπορούσαμε! Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στη Βουδαπέστη.
Εξίσου σπάνιο με το να φας και να πληρώσεις νορμάλ λογαριασμό.
Για δύο σούπες, δύο σαλάτες, τέσσερα κυρίως πιάτα, τρια ποτήρια κρασί, ένα αναψυκτικό και ένα μπουκαλάκι νερό, πληρώσαμε περίπου 40.000 φιορίνια ή αν προτιμάτε, περίπου 148 ευρώ. Μαζί βέβαια με το πουρμπουάρ.
Στην Ουγγαρία, δε συνηθίζεται να αφήνεις τα tips στο τραπέζι. Το θεωρούν προσβολή. Είθιστε, είτε να στρογγυλοποιείς το λογαριασμό και να μη πάρεις ρέστα, είτε να λες «κρατήστε τόσα».
Η στρογγυλοποίηση, περιμένουν να είναι 10% παραπάνω του λογαριασμού. Αναλόγως το service φυσικά και αν δεν συμπεριλαμβάνεται ήδη στο λογαριασμό.
Τουλάχιστον φάγαμε σχετικά καλά. Τα πιάτα ήταν από εξαιρετικά, (σούπες), ως ικανοποιητικά (κρεατικά).
Ανέφερα ότι μπορούσαμε να καπνίσουμε; Απόλαυση να μπορείς να κάνεις ένα τσιγαράκι μετά το φαγητό, σε κλειστό και ζεστό χώρο!
Τις επόμενες μέρες ομολογώ ότι θα μου έλειπε κάποιες στιγμές.
Το 2011 μας βρήκε να τρώμε. Ελπίζω να είναι καλό σημάδι.
Κατά τις 01:00 επιστρέψαμε σπίτι. Στην κυρά-Λίτσα.
Βλέπετε, μέναμε στην οδό Kyraly utca, και το gps πρόφερε το «utca» ως «ιτσα».
«Στρίψτε δεξιά στην Κύραλι λίτσα»… Πλάκα είχε…
Τα κλασικά. Κουβεντούλα, τσιγάρο κάτω από τον απορροφητήρα (ναι, απαγορευόταν ΚΑΙ εδώ), και μετά προσπάθεια για ύπνο.
Η επομένη μέρα μας επιφύλασσε πολύ περπάτημα
3η μέρα Σάββατο 01/01
Το πρόγραμμα σήμερα έλεγε βόλτα στην παλιά πόλη. Στη Βούδα.
Η Βουδαπέστη, πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, προέκυψε από τη συνένωση δύο πόλεων. Της Βούδας και της Πέστης. Οι δύο αυτές πόλεις, που η κάθε μια καταλάμβανε και από μία όχθη του Δούναβη, συγχωνεύτηκαν το 1873 σε μία, τη Βουδαπέστη.
Σήμερα, όλο το κέντρο της πόλης βρίσκεται υπό ανακαίνιση.
Έργα παντού. Χαζεύοντας τις μακέτες, όταν τελειώσουν, η πόλη θα γίνει ακόμη πιο όμορφη.
Μπορεί πριν ξεκινήσουμε να είχαμε φάει πρωϊνό, αλλά για καφέ συμβιβαστήκαμε με νες που είχαμε φέρει από Ελλάδα.
Τι καλύτερο λοιπόν από έναν espresso στο καλύτερο καφέ-ζαχαροπλαστείο της χώρας, και ενός από τα καλύτερα της Ευρώπης..
Το καφέ Gerbaud σερβίρει από το 1858 τα περίφημα γλυκά του, και μάλιστα από το 1870 βρίσκεται στην ίδια θέση που βλέπετε στη φωτογραφία. Την πλατεία Vorosmarty.
Ειλικρινά παιδιά, καλύτερο espresso δεν έχω πιει πουθενά. Ούτε στην Ιταλία!
Τα δε γλυκά του; Τι να πω; Πανδαισία αρωμάτων και γεύσεων. Μπορεί να σερβίρει πλέον χαζο-τουρίστες σαν εμάς αντί της βασιλικής οικογένειας που συνήθιζε, αλλά η ποιότητα σε αυτά που προσφέρει είναι αντάξια της παράδοσής του.
Μετά τον καφέ και την απαραίτητη πάστα από σοκολάτα valrhona, συνεχίσαμε το περπάτημα μέχρι την ανατολική όχθη του Δούναβη.
Αυτός ήταν ο προορισμός μας. Ο λόφος του κάστρου απέναντι στη δυτική όχθη.
Η πιο κοντινή γέφυρα για να περάσουμε, ήταν η περιβόητη γέφυρα των αλυσίδων.
Η Lanchid, ή Chain Bridge, κατασκευάστηκε το 1849 και ήταν η πρώτη μόνιμη γέφυρα που ένωνε τις δύο πλευρές του Δούναβη. Στην εποχή της, θεωρείτο ένα από τα θαύματα του κόσμου.
Τα αγάλματα λιονταριών στην είσοδο της γέφυρας, είναι μικρότερες αντιγραφές των διάσημων λιονταριών της Trafalgar square του Λονδίνου.
Περνώντας απέναντι στην περιοχή της Βούδας, είχαμε δύο επιλογές για ν’ ανέβουμε στο λόφο του κάστρου. Το τελεφερίκ…
…στο οποίο γινόταν χαμός από κόσμο…
…ή να ανέβουμε με τα πόδια από το μονοπάτι.
Προτιμήσαμε το δεύτερο, συμφωνώντας να χρησιμοποιήσουμε το siklo (τελεφερίκ), για την κατάβαση.
Ανεβαίνοντας, για να μη δείξω ότι κουράζομαι, σταματούσα για να χαζέψω και αποθανατίσω (όσο μπορούσα) τη θέα…
Η πρώτη βασιλική κατοικία χτίστηκε μεταξύ του 1247 και 1265. Όταν το 1541 οι Οθωμανοί κατέκτησαν (ξανά) τη Βούδα, χρησιμοποιούσαν μερικώς το κάστρο για στρατώνες, αποθήκες και στάβλους. Τους υπόλοιπους χώρους τους αφήσαν κενούς να ρημάζουν.
Το μεσαιωνικό κομμάτι του παλατιού, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς το 1686 από τις χριστιανικές συμμαχικές δυνάμεις που κατέκτησαν τη Βούδα, μετά από πολύ μεγάλη πολιορκία.
Η ταφόπλακα του παλατιού έπεσε το 1849 όταν οι Ουγγρικές επαναστατικές δυνάμεις ανέκτησαν τη Βούδα. Το παλάτι κάηκε ολοσχερώς.
Από το 1850 ως και το 1912 οι Αυστρο-Ούγγροι αρχικά και οι Ούγγροι αργότερα, ανοικοδόμησαν με διάφορες ευκαιρίες το παλάτι, για να φτάσει να θεωρείται το πιο σημαντικό κτίριο της Ουγγαρίας το 19ο αιώνα.
Αυτά ως και το ’44. Διότι κατά την πολιορκία της Βουδαπέστης στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το παλάτι (ξανά) καταστράφηκε ολοσχερώς από τις Γερμανικές δυνάμεις.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ανέπαφα κομμάτια του μεσαιωνικού παλατιού, τα οποία είχαν απλώς θαφτεί κάτω από τόνους χώματος.
Κοίτα ρε που σώθηκε τελικά…
Όχι ακριβώς. Το 1950 το παλάτι σφραγίστηκε από τη κομμουνιστική Ουγγρική κυβέρνηση και οι εσωτερικοί χώροι με αρκετούς εξωτερικούς καταστράφηκαν.
Δεν ήθελαν να δεσπόζει ένα σύμβολο του προηγούμενου καθεστώτος.
Το μετέτρεψαν σε πολιτιστικό κέντρο όμως το οποίο στέγαζε μουσεία και την εθνική βιβλιοθήκη.
Το παλάτι αποκαταστάθηκε μερικώς μεταξύ του 1966 και 1980.
Σας κούρασα…
Θα σας πω όμως ακόμα μια ιστορία. Πικάντικη αυτή τη φορά.
Σε μια από τις εισόδους, δεσπόζει το άγαλμα του Turul.
Σύμφωνα με το μύθο, το πουλί Turul, βίασε το 820 τη βασίλισσα Emesse η οποία γέννησε τον Almos, τον πρώτο μεγάλο πρίγκιπα των Μαγυάρων.
Στη βορειο-ανατολική περιοχή του κάστρου, ξεχωρίζει ο πύργος των ψαράδων.
Χτίστηκε μεταξύ του 1895 και 1902 σε νεογοτθικό και νεοκλασικό ρυθμό.
Πήρε το όνομά του από μια ομάδα ψαράδων, η οποία ήταν υπεύθυνη για την υπεράσπιση αυτού του μέρους των τειχών κατά τους μεσαίους χρόνους.
Σήμερα, οι τουρίστες προσπερνάνε βιαστικά τα μνημεία, αλλά στέκονται σε ουρές και πληρώνουν για να βγάλουν μια φωτογραφία με τον σύγχρονο Turul στον ώμο τους.
Αητός χωρίς φτερά…
(Συνεχίζεται...)
Ακριβώς δίπλα στον πύργο των ψαράδων βρίσκεται ο ναός του Matthias. Όχι του αποστόλου Ματθαίου.
Ονομάστηκε έτσι από το βασιλιά Matthias ο οποίος όχι μόνο στέφθηκε βασιλιάς σ΄ αυτό το χώρο ,αλλά και πραγματοποίησε του δυο του γάμους.
Η επίσημη ονομασία του ναού, είναι «εκκλησία της κυρίας μας», και πρωτο-χτίστηκε το 1015.
Κανείς δεν την αποκαλεί όμως έτσι. Ακόμα και στους τουριστικούς οδηγούς αναφέρεται ως Matthias Church
Σα να βλέπω τον Matthias να κάθεται και να του φοράνε το στέμμα…
Στα βιτρώ παράθυρα, μαζί με τις παραστάσεις της «κυρίας μας», της Παναγίας, απεικονίζονται και τα σήματα των διάφορων βασιλέων.
Τουλάχιστον είναι στη κάτω μεριά…
Οι εποχές αυτές σβήσανε όμως…
Λόγω του κρύου έξω, καθίσαμε αρκετή ώρα στην εκκλησία, και είχα το χρόνο να φανταστώ το τι κατασκεύασε ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, και το τι κατάστρεψε για να μη του τη θυμίζει.
Μελαγχόλησα και βγήκα έξω.
Ο περίπατος στους χιονισμένους δρόμους και η παγωμένη ατμόσφαιρα, φτιάξανε τη διάθεσή μου.
Όταν επιστρέψαμε στη Πέστη, είχε πλέον βραδιάσει.
Ο ήλιος έδυε κατά τις 4μιση το απόγευμα. Στις πέντε ήταν σκοτάδι!
Ώρα για ποτό.
Βόλτα στην όχθη του Δούναβη προς άγρα ποτάδικου.
Δε βρήκαμε τίποτα.
Καταλήξαμε στη Vorosmarty ter πάλι, για κονιάκ στο καφέ Gerbeaud.
Αφού φάγαμε σε ένα ιταλικό, επιστρέψαμε στο σπίτι, στην κυρα-Λίτσα, για να ξεκουράσουμε τα πόδια μας από τόσα χιλιόμετρα πεζοπορίας, και να κάνουμε κανά τσιγάρο σε ανθρώπινες συνθήκες.
4η Μέρα Κυριακή 02/01
Σήμερα ο καιρός είναι καταπληκτικός. Ηλιοφάνεια και ζέστη. Θερμοκρασία στους 3 βαθμούς κελσίου. Επάνω από το μηδέν! Ιδανικές συνθήκες για μπόλικο περπάτημα.
Ο στόχος είναι να πάμε στο νησάκι Μαργαρίτα, περνώντας από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου και το κοινοβούλιο. Κατόπιν, αν ο καιρός συνέχιζε έτσι, βόλτα στο πάρκο της πόλης και το ζωολογικό κήπο.
Μέσα στην πόλη, τα περισσότερα πεζοδρόμια είναι τεράστια και έχουν παντού ποδηλατόδρομους.
Τους οποίους σέβονται όλοι, εκτός φυσικά από τους Έλληνες…
Αργήσαμε λιγάκι, αλλά τους συνηθίσαμε.
Αυτό που δεν καταφέραμε να συνηθίσουμε είναι τις διαβάσεις πεζών!
Καλά μιλάμε για πολύ πλάκα. Μόλις κατεβάσεις το πόδι σου στο δρόμο, όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε για να περάσεις.
Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να περιμένω στο πεζοδρόμιο κάνοντας ότι τραβάω φωτογραφίες, μέχρι να δω κάποιο αυτοκίνητο να πλησιάζει με φόρα.
Τότε κατέβαινα απότομα στο δρόμο (πάνω στη διάβαση) για να τεστάρω τα αντανακλαστικά τους και τα φρένα τους.
Τα Volvo νομίζω είχαν το καλύτερο ABS.
Σταμάτησα πριν με βρίσει κάποιος…
Φτάνοντας στη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου,
συνειδητοποιήσαμε ότι είναι Κυριακή πρωί και η εκκλησία είχε λειτουργία.
Εδώ δεν πάω εκκλησία ούτε στην Ανάσταση, εκεί όμως μπήκα.
Εκατοντάδες πιστοί παρακολουθούσαν σιωπηλοί τη λειτουργία, εκτός από δυο-τρεις τουρίστες που χαζεύανε γύρω-γύρω.
Είχα πάει τέρμα πίσω και φυσικά δε χρησιμοποιούσα φλας για να μη προκαλώ.
Από τα λόγια των ιερέων δεν καταλάβαινα Χριστό, αλλά η μουσική ήταν απίστευτη. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τη γενική σιωπή, την οποία έσπαζαν μόνο οι ψαλμωδίες της χορωδίας συνοδείας του εκκλησιαστικού οργάνου, ομολογώ ότι ήταν κατανυκτική.
Η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, (Στέφανος ο πρώτος βασιλιάς της Ουγγαρίας 975-1038), είναι ένα από τα δύο ψηλότερα κτίρια της Βουδαπέστης. Έχει ύψος 96 μέτρα, ακριβώς όσα και το κοινοβούλιο.
Η ισότητα αυτή συμβολίζει ότι τα κόσμια με τα πνευματικά έχουν την ίδια σημασία.
Ακόμα και σήμερα, υπάρχει σχετική νομοθεσία που απαγορεύει να χτίζονται ψηλότερα των 96μ κτίρια στη Βουδαπέστη.
Δεν ξέρω αν τελικά το κοινοβούλιο είναι χαμηλότερο από τη Βασιλική, αλλά σίγουρα είναι εξίσου εντυπωσιακό.
Μιλάμε για το μεγαλύτερο κοινοβούλιο της Ευρώπης. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1885 και τελείωσε το 1904.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια για να φτιαχτούν 691 δωμάτια, 10 εσωτερικές αυλές και 13 ασανσέρ!
Ο αρχιτέκτονας του κτιρίου τυφλώθηκε πριν την ολοκλήρωση του έργου, και δεν το είδε ποτέ τελειωμένο.
Προσβάσιμες στο κοινό είναι μόνο δύο αίθουσες, αλλά οι ουρές των τουριστών για να τις δουν, είναι μεγάλες.
Με μια ματιά που αντάλλαξε η παρέα, αποφασίσαμε να μη χωθούμε κι εμείς στην ουρά, αλλά να πάμε για χιονοπόλεμο στο νησάκι Μαργαρίτα.
(Συνεχίζεται...)
Ο καιρός αρχίζει να ψιλο-κλείνει πάλι και πρέπει να περπατήσουμε πιο γρήγορα.
Μερικές στιγμές όμως, όσο και να βιάζεσαι, σταματάς για να χαζέψεις…
…και να αναρωτηθείς…
Το νησάκι Μαργαρίτα βρίσκεται στη μέση του Δούναβη, και καλύπτει ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου.
Κατά τους μεσαίους χρόνους ήταν θρησκευτικό κέντρο.
Σήμερα, χρησιμοποιείται από τους Ούγγρους ως χώρος αναψυχής.
Παράλληλα με την όχθη του Δούναβη, έχουν φτιάξει διαδρόμους από καουτσούκ που τους χρησιμοποιούν για τρέξιμο.
Εκεί είδα για πρώτη μου φορά αμφίβιο πούλμαν!
Ο χρόνος άρχισε να μας πιέζει πάλι, αλλά δε μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να κάνω ένα τσιγάρο κάτω από αυτό το φως…
Ανεβαίνοντας τη λεωφόρο Andrassy προς το City Park, δε μπορούσαμε να μη μπούμε στο Terror Haza.
Το μουσείο του τρόμου.
Το σπίτι αυτό, στέγασε διαδοχικά τα γραφεία του ουγγρικού εθνοσοσιαλιστικού κόμματος κατά την περίοδο 1937-1944, τις φυλακές του ναζιστικού καθεστώτος το 1944, και μετέπειτα τα γραφεία και τις φυλακές των μυστικών υπηρεσιών του κομμουνιστικού καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Σε όλο το μουσείο ακούς μια κατατονική μουσική, και σε πολλές αίθουσες, ακούς και βλέπεις σε μόνιτορ, αφηγήσεις ανθρώπων που μαρτύρησαν σ’ αυτούς τους χώρους.
Σύμφωνα με το φυλλάδιο που μας έδωσαν στην είσοδο, το μουσείο αυτό που εγκαινιάστηκε μόλις το 2002, υπάρχει για να μας θυμίζει τους άνδρες και γυναίκες που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής και κομμουνιστικής δικτατορίας.
Ομολογώ ότι στην αρχή ψάρωσα. Θέλεις η μουσική; Θέλεις οι αφηγήσεις μικρών παιδιών που λέγανε κάτι σα, «μα γιατί σκοτώσατε τον πατέρα μου»;
Θέλεις τα ματωμένα ρούχα και προσωπικά αντικείμενα στα δωμάτια βασανιστηρίων;
Ο λαβύρινθος φτιαγμένος από σαπούνια που είχαν γραμμένα ονόματα δολοφονημένων Εβραίων;
Όλα μαζί σου προκαλούσαν φρίκη. Φρίκη και οργή.
Το μουσείο όμως δεν παρουσιάζει απλώς όπως οφείλει τα γεγονότα. Παίρνει ιδεολογικά θέση απέναντί τους.
Ταυτίζει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, και εξισώνει τον Μαρξ και τον Λένιν, με τους μετέπειτα δικτάτορες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ουγγαρίας,.
Τι να πω… Δεν ξέρω…
Έξω στον καθαρό αέρα και την πλατεία Ηρώων.
Η Hosok Tere κατασκευάστηκε 1896, για τον εορτασμό των χιλίων χρόνων από την άφιξη των Μαγυάρων στα Ουγγρικά εδάφη.
Στο κέντρο της πλατείας κυριαρχεί το μνημείο της χιλιετίας, μια κολόνα ύψους 34 μέτρων που συγκρατεί το άγαλμα του αρχάγγελου Γαβριήλ, ενώ στο βάθος μια ημικυκλική κατασκευή φιλοξενεί τα αγάλματα των βασιλιάδων της χώρας.
Προσπερνάμε την πλατεία Ηρώων και μπαίνουμε επιτέλους στο παραμυθένιο πάρκο της πόλης.
Στο βάθος δεσπόζει το κάστρο του Vajdahunya, αντίγραφο θρυλικών κάστρων, στην αυλή του οποίου πραγματοποιούνται συναυλίες κλασικής και παραδοσιακής μουσικής.
Παραμύθι…
Στην άλλη μεριά του πάρκου υπάρχει μια κουκλίστικη λίμνη, που όταν παγώνει μετατρέπεται σε ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά παγοδρόμια της πόλης.
Προς το παρόν τη χαιρόντουσαν τα παπάκια.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει… ήδη είχαμε διανύσει περίπου δέκα χιλιόμετρα πεζοί… τον ζωολογικό κήπο δεν τον προλαβαίναμε ανοικτό… οπότε πήραμε το μετρό – κατασκευής 1896 παρακαλώ- κι επιστρέψαμε στα μέρη μας.
Αφού φάγαμε (πάλι σε ιταλικό), και ήπιαμε τον καθιερωμένο πλέον espresso μας, περάσαμε μια από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου για να δούμε πως είναι το βράδι,
κι επιστρέψαμε επιτέλους στο σπίτι.
Ναι. Για τσιγάρο κάτω από τον απορροφητήρα.
5η Μέρα Δευτέρα 02/01
Τελευταία μας μέρα σήμερα στη Βουδαπέστη, κι εφόσον είχαμε δει τα περισσότερα από αυτά που θέλαμε, αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα στα παραδουνάβια χωριά.
Ευκαιρία να βγάλουμε και το αυτοκίνητο από το γκαράζ να κινηθεί λιγάκι.
Ένα από τα πιο τουριστικά χωριά είναι και ο Άγιος Αντρέας. Λόγω της κοντινής κι εύκολης πρόσβασής του από τη Βουδαπέστη αλλά και της φυσικής ομορφιάς του, προσελκύει τους τουρίστες που μένουνε στην πόλη.
Την πρωινή ώρα που φτάσαμε εμείς δεν είχε σχεδόν καθόλου επισκέπτες.
Τα μαγαζιά τουριστικών ειδών όμως ήταν όλα ανοικτά…
…καθώς και οι «υπαίθριοι» καλλιτέχνες.
Ντρέπομαι που το γράφω, αλλά όλα αυτά τα τουριστικά στη σειρά μας θύμιζαν λίγο Μοναστηράκι.
Επειδή ο Άγιος Αντρέας δε μας έκανε κλικ, φύγαμε για Visegrad.
Ένα χωριό 25 χιλιόμετρα περίπου από τα βόρεια σύνορα με τη Σλοβακία.
Εδώ σώζεται ένα μέρος από τα θερινά ανάκτορα του βασιλιά Matthias. (Τον θυμάστε
Επίσης είναι γνωστό για το μεσαιωνικό οχυρό του.
Κάτι μου έλεγε ότι θα έχουμε πάλι μια κωλοφαρδίστικη ημέρα. Και ότι η θέα από ‘κει πάνω θα είναι τέλεια.
Η θέα ήταν όντως απερίγραπτη.
(Συνεχίζεται...)
Με όλα αυτά με έπιασε μια λιγούρα και δε δίστασα να διακόψω τους υπόλοιπους από το φαγητό τους…
Δε μπορώ να πω.
Με αναγγείλανε επίσημα…
Γνώρισα τη βασίλισσα…
Κι αφού φάγαμε…
Το ρίξαμε στο χορό!
Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν μάλλον χαζέψει από τη θέα γιατί μου λέγανε ότι η βασιλική οικογένεια είναι κέρινα ομοιώματα, και ότι αυτό που μασουλάω είναι πλαστικό γουρουνάκι.
Επίσης να σταματήσω την προσπάθεια να κάνω πιρουέτες την πριγκίπισσα διότι θα μας πετάξουν έξω!
Φοβήθηκα για την ψυχική τους υγεία και τους έκανα το χατίρι.
Τους ακολούθησα σε παρακείμενο εστιατόριο – ουγγρικής κουζίνας αυτή τη φορά – και τους έβλεπα να τρώνε τις gulas και τα λουκάνικα.
Το δικό μου μυαλό ήταν εκεί. Στο χορό…
Την επόμενη μέρα δε μπορούσα καν να τη φανταστώ. Αφήναμε την Ουγγαρία και θα πηγαίναμε Σλοβενία για τις επόμενες τρεις νύχτες. Ναι. Νύχτες. Οι οποίες θα με ακολουθούν για πάντα νομίζω.
(Συνεχίζεται...)
Σύμφωνα με ένα μύθο, η ιστορία της Λιουμπλιάνα (Ljubljana) ξεκινάει πίσω το 1400 π.χ.
Όταν ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες του κλέψανε το χρυσόμαλλο δέρας, την κοπανήσανε βόρεια προς το Δούναβη αντί να κινηθούν νότια προς το Αιγαίο. (Γιατί εκεί τους περιμένανε οι Κοχλιείς και ήταν τσαντισμένοι)
Ακολουθήσανε κατόπιν τους ποταμούς Sava και Ljubljanica.
Στις πηγές του Ljubljanica συναντήσανε ένα βάλτο τον οποίο προστάτευε ένας τρομερός δράκος!
Ο Ιάσων, έκανε αυτό που κάθε ήρωας που σέβεται το εαυτό του θα έκανε.
Σκότωσε το δράκο και εγκαταστάθηκε εκεί προσωρινά με τους Αργοναύτες του, μέχρι να ξεχειμωνιάσει.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οργάνωσε τους εκεί ιθαγενείς ώστε να δημιουργήσουν μία πόλη. Τη Λιουμπλιάνα.
Την άνοιξη, οι Αργοναύτες διέλυσαν το πλοίο τους την Αργώ, κουβάλησαν τα κομμάτια του μέχρι την Αδριατική, το ξανα-συναρμολόγησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Ιωλκό.
Σήμερα, ο δράκος είναι το σύμβολο της πόλης και στέκεται πλέον στην ομώνυμη γέφυρα του δράκου.
Ο μύθος τον θέλει να κουνάει την ουρά του, κάθε φορά που μια παρθένα διασχίζει τη γέφυρα.
Στάθηκα αρκετή ώρα παρατηρώντας τον, πολλές γυναίκες πέρασαν από μπροστά μου, αλλά η ουρά δεν κουνήθηκε καθόλου!
Στο ιστορικό κέντρο της πόλης κάθε χρόνο τέλη Ιουλίου, γίνεται αναπαράσταση της Αργοναυτικής εκστρατείας, η οποία οργανώνεται από τις τοπικές αρχές σε συνεργασία με την Ελληνική πρεσβεία.
Όλη η Σλοβενία έχει περίπου 2.100.000 κατοίκους. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που η Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσά της, έχει μόλις 350.000
Από τους οποίους, το 20% είναι φοιτητές και φοιτήτριες.
Μπορείτε να φανταστείτε τι γίνεται στους δρόμους γύρω από το ποτάμι.
Έθνικ μπαράκια, καφέ, εστιατόρια, ταβερνάκια, όλα γεμάτα από νεαρό κόσμο που απολαμβάνουν τον καφέ ή ποτό τους, είτε μέσα στη ζέστη, είτε έξω κάτω από σόμπες μανιτάρια, σκεπάζοντας τα πόδια τους με κουβερτούλα που προσφέρει το κατάστημα.
Η περιπλάνησή μας ξεκινάει από την πλατεία Preseren.
«Άσε το ποίημά μου, ως λάρνακα, να περιέχει – το όνομά σου.
Στη καρδιά μου μέσα, υπερήφανα θα βασιλεύει για πάντα, - το όνομά σου.
Άσε τους συμπατριώτες μου τον αντίλαλο να ακούν, από την ανατολή και
τη δύση,
Της μουσικής που χαρμόσυνα παίζει – το όνομά σου.
Σ’ αυτή τη λάρνακα τα έθνη θα διαβάζουν εφεξής τη φήμη σου.
Εδώ θα μείνει να φεγγοβολά και φεγγοβολά ξανά – το όνομά σου.
Όταν μαζί εσύ κι εγώ στου Χάροντα το πλοίο ανεβούμε,
Ακόμα και τότε το μεγαλείο θα παραμείνει – το όνομά σου.
Περισσότερο από τις Σίνθια, Λάουρα, Δέλια και Κορίνα,
Ο χρόνος πάντα θα αγιάζει την επωδό μου – το όνομά σου.»
Ο France Preseren είναι ο εθνικός ποιητής της Σλοβενίας. Γεννήθηκε το 1800 και πέθανε σε ηλικία 48 ετών.
Το άγαλμά του στέκεται στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας, παρέα με την αγαπημένη του μούσα.
Πίσω από το άγαλμα, διακρίνεται το νέο-αναγεννησιακό κτίριο που στεγάζεται το κεντρικό φαρμακείο της Λιουμπλιάνα.
Στην ίδια πλατεία, βλέπουμε τη ροζ Φραγκισκανική εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Κτίστηκε μεταξύ του 1646 και 1660 σε μπαρόκ ρυθμό. Είναι ανοικτή για το κοινό κάθε μέρα και δεν απαιτείται εισιτήριο.
Η πλατεία ενώνεται με την παλιά πόλη μέσω της περιβόητης τριπλής γέφυρας.
Σ’ αυτό το σημείο είχε κατασκευαστεί το 1280 μια ξύλινη γέφυρα.
Τη σημερινή της μορφή την απέκτησε το 1932, σχεδιασμένη από τον Σλοβένο αρχιτέκτονα Jose Plecnik, του οποίου πολλά έργα κοσμούν τη Λιουμπλιάνα.
Καθόμουνα και χάζευα τον κόσμο που διέσχιζε τη γέφυρα, και πρόσεξα ότι οι περισσότεροι προτιμούσαν να περνάνε από τις δύο ακριανές αντί από τη μεσαία, που είναι και η πιο μεγάλη.
Η απορία μου λύθηκε, μαθαίνοντας ότι η μεσαία λέγεται «η γέφυρα των χωρισμένων».
Διασχίσαμε λοιπόν και ‘μείς τη γέφυρα (μη ρωτήσετε ποια), και περάσαμε απέναντι.
Θέλαμε να πάμε στο κάστρο στην κορυφή της πόλης.
(Συνεχίζεται...)
Ανεβαίνοντας την οδό Ribji με κατεύθυνση προς το κάστρο, φτάνουμε μπροστά από το δημαρχείο.
Χτίστηκε τέλη του 15 ου αιώνα και είναι φανερές οι Βενετσιάνικες επιρροές στο αρχιτεκτονικό του στυλ.
Έξω από το δημαρχείο, υπάρχει ένα πιστό αντίγραφο από το «σιντριβάνι των τριών ποταμών της Καρνιόλα». (Carniola λεγόταν η περιοχή που βρίσκεται τώρα η Σλοβενία. Τα τρία ποτάμια είναι οι Ljubljanica, Sava και Krka).
Το πρωτότυπο βρίσκεται στην εθνική γκαλερί. Σχεδιάστηκε μεταξύ του 1743 και 1751 από τον Ιταλό γλύπτη Francesco Robba.
Συνεχίζουμε νότια για ν’ ανέβουμε στο κάστρο.
Είχαμε δύο επιλογές. Η μία να πάρουμε το τελεφερίκ από την ανατολική μεριά του λόφου. Η άλλη να χρησιμοποιήσουμε το μονοπάτι που ξεκινά από τη δυτική μεριά.
Φυσικά πήγαμε με τα πόδια.
Η αλήθεια είναι ότι χαθήκαμε και το να γυρίσουμε προς το τελεφερίκ ήταν κύκλος. Έτσι, πιάσαμε την ανηφόρα.
Κάποιος/κάποια εκεί μέσα μαγείρευε κάτι καλό. Η μυρωδιές μου είχαν σπάσει τη μύτη λέμε.
Μετά από αρκετό περπάτημα, επιτέλους φτάσαμε.
(Μέσα από το κάστρο δεν έχω πολλές φωτογραφίες εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχαμε με τη φωτογραφική μηχανή. Κατέβηκε κάμποσα σκαλιά η κακομοίρα και πήρε υγρασία ο φακός. Καθαρίστηκε όμως αργότερα.)
Εκεί είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα μίνι ντοκιμαντέρ για την ιστορία της περιοχής.
Σύμφωνα με αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η περιοχή του κάστρου κατοικείται αδιάλειπτα από το 1200 π.χ.
Τότε χρονολογούνται τα διάφορα ευρήματα αλλά και κτίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή.
Η παλαιότερη αναφορά στο κάστρο της Λιουμπλιάνα συναντάται το 1112, σε μια περγαμηνή η οποία βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Udine στην Ιταλία.
Από τον 17ο αιώνα και έπειτα το κάστρο έπαψε να είναι σημαντικό. Δεν ήταν κατοικία ευγενή, και ούτε υπήρχε πλέον η ανάγκη οχυρού.
Έτσι, λόγω του υψηλού κόστους συντήρησής του, το κάστρο αφέθηκε στην τύχη του και άρχισε να καταρρέει.
Τον 19ο αιώνα, το κάστρο χρησιμοποιήθηκε για φυλακές και στρατιωτικό φρούριο, παύοντας να είναι δημοφιλές στους κατοίκους.
Το 1905 αγοράστηκε από το δήμο Λιουμπλιάνας προκειμένου να γίνει μουσείο. Η ιδέα ποτέ δεν υλοποιήθηκε, κι έτσι ο δήμος αποφάσισε να το παραχωρήσει ως κατοικία σε φτωχές οικογένειες ως τα μέσα του 1960, οπότε και άρχισαν οι εργασίες αναστήλωσής του.
Σήμερα, φιλοξενεί εκθέσεις διάφορων καλλιτεχνών κι ένα μικρό μουσείο.
Η θέα που προσφέρει όμως προς την πόλη είναι μαγευτική.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέβουμε εκεί κάτω με τα πόδια (ξανά).
Προτιμήσαμε την εύκολη λύση του τελεφερίκ.
Βγάζουμε τα εισιτήρια και πάμε προς τις μπάρες στην είσοδο επιβίβασης. Τα βάζουμε στη σχισμή του ακυρωτικού μηχανήματος… τίποτα. Ούτε μπιπ, ούτε κανά λαμπάκι, ούτε οι μπάρες να κουνιούνται.
Δοκιμάζουμε σε άλλο μηχάνημα… τίποτα.
Κοιτάμε δεξιά αριστερά για βοήθεια, κανείς.
- Ρε λες να πηδήξουμε;
- Κι αν μας δουν; Ρεζίλι.
Τελικά, καταλάβαμε ότι στεκόμασταν στην έξοδο αποβίβασης! Αλλάξαμε «αποβάθρα» και καταφέραμε να κατέβουμε.
Μπορείτε να μου πείτε πώς ήξερε το μηχάνημα προς τα πού θέλαμε να πάμε; Από τα εισιτήρια ίσως θα μου πείτε.
Ξαναρωτώ: Εφόσον δεν σου επιτρέπεται η είσοδος στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί είχε σχισμή ακύρωσης; Ε;
Για να γελάνε οι Σλοβένοι με τους τουρίστες λέω.
(Συνεχίζεται...)
Καθώς περπατούσα πρόσεχα τα πρόσωπα και τις κινήσεις των κατοίκων. Πρόδιδαν χαλαρότητα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που βιαζόντουσαν.
Οι περισσότεροι κινιόντουσαν νωχελικά σχεδόν, χαιρετώντας όποιον γνωστό συναντούσαν.
Αυτό οι πεζοί. Διότι οι ποδηλάτες πηγαίνανε σφαίρα!
Περνάγανε ανάμεσα από τον κόσμο κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, χωρίς να ακούγονται καθόλου. Οι Σλοβένοι το αγαπάνε το ποδήλατο.
Ειδικά στο κέντρο της Λιουμπλιάνα, περισσότερα είναι τα ποδήλατα παρά τα αυτοκίνητα. Και αναφέρομαι για το χειμώνα έτσι; Με μέση θερμοκρασία όταν ήμασταν εκεί στους 1-2 βαθμούς κελσίου!
Αυτά σκεφτόμουν όταν σε μια στροφή του δρόμου αντίκρισα αυτό:
Δε ξέρω ποιος το φιλοτέχνησε ούτε το πότε. Δε ξέρω τι συμβολίζει. Δε με νοιάζει.
Βλέπω έναν άντρα που τρέχει και κρύβει το πρόσωπό του. Να το προφυλάξει; Από τι; Ή μήπως δε μπορεί να αντέξει τη φρίκη κάποιας συμφοράς; Πολέμου ίσως.
Βλέπω μια γυναίκα να κοιτάζει προς τον ουρανό και να ουρλιάζει από οδύνη. Στην αγκαλιά της νομίζω πως κρατάει ένα μωρό. Που ίσως να είναι νεκρό.
Είκοσι μέτρα παρακάτω, το άκρως αντίθετο. Η κεντρική αγορά. Πολύχρωμη και πολυποίκιλτη.
Μπορείς να αγοράσεις ό,τι θέλεις.
Από φρέσκα λαχανικά, φρούτα, λουλούδια, ξύλινα δώρα, βιβλία, τα πάντα.
Στη βόρεια πλευρά της αγοράς, παράλληλα με τον Λιουμπλάνιτσα ποταμό, είναι η σκεπαστή αγορά του Plecnik (που σχεδίασε και το τριπλό γεφύρι)
Εδώ θα αγοράσουμε κυρίως είδη δώρων και οικιακής χρήσης. Οι πωλητές ευγενέστατοι και μιλάνε αρκετά καλά αγγλικά.
Περνώντας πάνω από την τριπλή γέφυρα ξανά προς την πλατεία Preseren, σα να άκουγα τη μελωδία που παράγει το όνομα της αγαπημένης του ποιητή.
Μου φαίνεται πως ακουγόταν απ΄ αυτό το μπαλκονάκι στην πίσω μεριά της σκεπαστής αγοράς.
«(…)Της μουσικής που χαρμόσυνα παίζει – το όνομά σου.(…)»
Είχε φτάσει η ώρα για τον αναγκαίο πλέον μεσημεριανό espresso. Τι καλύτερο από το να τον πιούμε πλάι στη κοίτη του ποταμιού;
(Που επιτρέπεται και το τσιγάρο…)
Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα διακρίνεται δεξιά τα σκαλάκια που σε κατεβάζουν κάτω.
Εφόσον πήραμε ενέργεια, και ήταν ακόμη νωρίς, είπαμε να πεταχτούμε με το αυτοκίνητο 50 χιλιόμετρα βορειότερα.
Στο χειμερινό παραθεριστικό κέντρο της Σλοβενίας, στη λίμνη Bled.
Μα γιατί χαζολογάμε ακόμα; Πίσω προς το ξενοδοχείο λοιπόν.
(Συνεχίζεται...)
Η λίμνη Bled βρίσκεται πολύ κοντά στις Ιουλιανές Άλπεις, 55 χλμ περίπου βορειο-δυτικά της Λιουμπλιάνα, και 25 χλμ περίπου από τα σύνορα με την Αυστρία.
Η περιοχή είναι σημαντικό συνεδριακό κέντρο και τουριστικό θέρετρο.
Αυτά διαβάσαμε από Ελλάδα, και την είχαμε εντάξει στο πρόγραμμά μας.
Πλησιάζοντας, το μόνο που μας έκανε εντύπωση ήταν η αισθητή πτώση της θερμοκρασίας. Πριν 40 λεπτά ήμασταν στη ζέστη των +2 βαθμών κελσίου, και εδώ είχε -4!
Τίποτα όμως δε μας είχε προετοιμάσει γι΄ αυτό που θα αντικρίζαμε αμέσως μετά τη στροφή…
- Αμάν! Τι είναι αυτό ρε ‘σεις; Αντώνη σταμάτα να κατέβω!
Το νησάκι στη μέση της λίμνης είναι το μοναδικό φυσικό νησί της Σλοβενίας. Στο κέντρο του βλέπουμε εκκλησία του 15 ου αιώνα, αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Θεοτόκου».
Λειτουργεί κανονικά και γίνονται πολλές γαμήλιες τελετές κάθε χρόνο.
Περνάς απέναντι με τα «pletna», μικρά ξύλινα βαρκάκια
Η λίμνη, είναι περίπου 3 τετρ.χλμ και έχει μέγιστο βάθος 31 μέτρα.
Πέρα από τουριστικός προορισμός, είναι δημοφιλέστατη και στους κωπηλάτες.
Ήδη έχουν γίνει εδώ τρία παγκόσμια πρωταθλήματα κωπηλασίας, και τον Αύγουστο του 2011 θα φιλοξενήσει το 40ο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Επίσης, γύρω από τη λίμνη, ξεκινάνε πεζοπορικά μονοπάτια προς το βουνό, και ειδικότερα προς το εθνικό πάρκο Triglav, στην υψηλότερη κορυφή των Ιουλιανών Άλπεων στα 2864μ.
Ψάρεμα, ιππασία, γκολφ, είναι ακόμα μερικές από τις δραστηριότητες που μπορείς να κάνεις στην περιοχή.
Εμείς περιοριστήκαμε στο να περπατήσουμε το γύρο της λίμνης. Και να ρουφήξουμε όλες αυτές τις εικόνες που μάταια προσπάθησαν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί να μας μεταφέρουν.
Καμιά φωτογραφία, όσο καλή ανάλυση κι αν έχει, όσο καλός κι αν είναι ο φωτογράφος, δε μπορεί να σου μεταδώσει το συναίσθημα του φυσικού τοπίου. Τη μυρωδιά των παγωμένων δέντρων. Την υφή του χιονιού.
Του να είσαι εκεί…
Μάταια θα προσπαθήσω κι εγώ μέσα από τις εικόνες μου.
Χωρίς λόγια λοιπόν…
Επιστροφή στην πραγματικότητα. Αυτή η απίστευτη φύση δε μας άφηνε να ξεκολλήσουμε.
Αρχίσαμε να παγώνουμε όμως. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, και είπαμε. Σ΄ αυτά τα μέρη, ο ήλιος δύει νωρίς.
Καθώς ερχόμασταν είχαμε προσέξει, τι άλλο, ένα κάστρο στο ύψωμα ενός λόφου.
Πρόκειται για το μεσαιωνικό κάστρο Bled, δεύτερο τουριστικό αξιοθέατο μετά το σπήλαιο Postojna.
- Πάμε;
- Και δεν πάμε; Δεν έχουμε αφήσει κάστρο για κάστρο. Εδώ θα κολλήσουμε;
Σε μία από τις αυλές του κάστρου.
Για φαγητό, θα πηγαίναμε σε μια μικρή μεσαιωνική πόλη κοντά μας, στη Radovljica.
Είχαμε διαβάσει σ’ ένα ταξιδιωτικό για μια καταπληκτική ταβέρνα. Τα μόνα στοιχεία που είχαμε γι’ αυτή, ήταν ότι έχει θέα προς τις Άλπεις, και ότι στο υπόγειό της υπάρχει ένα επισκέψιμο εργαστήριο που φτιάχνουν ginger breads.
Τίποτα άλλο. Ούτε όνομα, ούτε διεύθυνση.
Φτάνοντας στο κέντρο της πόλης, παρκάραμε και αρχίσαμε να κοιτάμε τα μαγαζιά που «βλέπανε» Άλπεις. Δε μπορεί… Κάποιο από αυτά θα είχε ταμπέλα «Ginger Breads»!
Παπάρια.
- Ρε συ Αντώνη… Δημήτρη… Δε ρωτάτε κανέναν;
- Και τι να τους ρωτήσουμε; Αφού δεν ξέρουμε πως το λένε το μαγαζί. Κι έπειτα, σιγά μη μιλάνε Αγγλικά εδώ πάνω.
Είχαμε αρχίσει να απογοητευόμαστε. Η θερμοκρασία είχε πέσει στους -8 και δε μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε από την παγωνιά. Ειλικρινά. Ειδικά οι δίφθογγοι βγαίνανε ψευδοί.
Κόσμος έξω, ελάχιστος.
Κάποια στιγμή, στο δεύτερο ή τρίτο γύρο που κάναμε και ενώ οι υπόλοιποι της παρέας είχαν απομακρυνθεί, βλέπω μια κοπέλα πάνω σ΄ ένα ποδήλατο!
Της κάνω νόημα και σταματάει.
- Excuse me… Do you speak English?
- Yes. (και σπάει και χαμόγελο)
- Hi. We’re looking for a restaurant that is also a small… (πως διάολο λέγεται η βιοτεχνία στα Αγγλικά; )
Small… (factory? Όχι… μαλακία)
Small… (industry? Ναι σιγά μη φτιάχνουν κι αεροπλάνα)
(Εν τω μεταξύ να ψευδίζω κιόλας έτσι;
Το βρήκα!)
- They make COOOKIES!!!!!
Η κοπέλα μόνο που δεν έπεσε από τα γέλια!
- Ginger breads you mean... Look.
Και με κατατόπισε ακριβέστατα και μάλιστα σε άψογα Αγγλικά.
Το εστιατόριο ήταν χωμένο σ΄ ένα αδιέξοδο και ίσα που μπορούσες να διακρίνεις λίγο από Άλπεις από ένα και μόνο παράθυρο. Πού την είδε τη θέα ο μάγκας;
Η διακόσμησή του, βασιζόταν σε αντικείμενα παλαιότερων εποχών, και το προσωπικό ήταν ντυμένο με κάτι περίεργες στολές. Για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον, το μαγαζί φλέρταρε με τα όρια του κιτς.
- Λες να ΄ναι μαλακία;
- Θα δούμε. Με τόσο κρύο δεν ξαναβγαίνουμε έξω. Κάτι θα βρούμε να φάμε.
Παιδιά, φάγαμε τον αγλέουρα! Πρώτη φορά στη ζωή μου που πραγματικά δ ι α σ κ έ δ α ζ α με γεύσεις.
Ευκαιρία να πω, ότι ο Αντώνης, φίλος – κουμπάρος και συνοδοιπόρος, είναι σεφ με μπόλικες διακρίσεις και επίσημος κριτής σε διαγωνισμούς μαγειρικής. Διδάσκει κιόλας σε κρατικές αλλά και ιδιωτικές σχολές.
Κι εκείνος, είχε μείνει ενθουσιασμένος από το φαγητό. Κάθε φορά που ερχόταν ένα πιάτο στο τραπέζι, πρώτα θα το φωτογράφιζε και μετά μας άφηνε να φάμε!
Αν πάτε, μη παραλείψετε να παραγγείλετε κολοκυθόσουπα. Τη σερβίρουν μέσα σε μεγάλη κολοκύθα και είναι πεντανόστιμη. Όλα του τα πιάτα ήταν τέλεια.
Εκτός από τα γλυκά.
Δεν μπορώ να βρω λέξη να περιγράψω τα γλυκά τους. Παγωτό μέσα σε σκαμμένη καρύδα, άλλο παγωτό μέσα σε πράσινο μήλο, κάτι άλλα περίεργα σε ζύμη. Μας εξηγούσε ο Αντώνης τι ήταν, αλλά εγώ δεν άκουγα. Είχα κλείσει τα μάτια και έγλυφα το κουτάλι.
Είχαμε πιει δυο μπουκάλια κρασί, μας κεράσανε κι ένα τοπικό λικέρ, την ψιλο-ακούσαμε.
Πάω προς τα έξω με τον άλλον καπνιστή της παρέας, τη Νατάσσα, για τσιγάρο.
Μας βλέπει ο σερβιτόρος, ο οποίος ήταν ευγενέστατος και πάντα χαμογελαστός.
- Smoke?
- Yes.
- Too cold outside. Come.
Μας οδηγεί στην πίσω αίθουσα η οποία ήταν άδεια. Μας έφερε τασάκι και από άλλο ένα λικεράκι.
- Here! Power!!
Δε περνάνε μερικά λεπτά κι έρχεται ο ιδιοκτήτης. Μας ρωτάει χαμογελαστός αν περνάμε καλά και πως μας φάνηκε το φαγητό.
- Absolute magic! Give our congratulations to the chef. And to your waiter. Very kind and pleasant.
- Where are you coming from?
- Greece. Athens and Crete.
- Wow! «Εφ-κα-ρι-τώ πολύ»
Είχε έρθει διακοπές το καλοκαίρι Ελλάδα. Εδώ ήθελα να του πω «όχι, εμείς ευχαριστούμε πολύ». Το «ευχαριστώ» στα Σλοβένικα είναι «havla». Του λέω λοιπόν:
- Kavla.
No, no… Vlaka!
NO, NO, HAVLA!!!
To τι έγινε… Η Νατάσσα είχε πέσει κάτω και κυλιόταν από τα γέλια, εγώ είχα κοκκινίσει περισσότερο κι από παντζάρι, και ο καψερός ο ιδιοκτήτης κοίταγε μια τη Νατάσσα και μια εμένα, προσπαθώντας να καταλάβει το αστείο.
Ευτυχώς γέλαγε κι εκείνος.
Λοιπόν: Το μαγαζί λέγεται Lectar. Αν σας βγάλει ο δρόμος σας από ΄κει, μη παραλείψετε να το επισκεφτείτε.
Το καλύτερο; Για τρεις σούπες, τρεις σαλάτες, τέσσερα κυρίως, δυο τεράστια πιάτα με γλυκά, δυο μπουκάλια κρασί, ένα αναψυκτικό και νερό, δώσαμε 114 ευρώ. Στην Ουγγαρία θα θέλαμε 60% παραπάνω. Κι όχι γι΄ αυτή την ποιότητα.
Επιστροφή στη βάση μας.
Είχαμε περάσει μια τόσο όμορφη μέρα, που δε μας έκανε καρδιά να την τελειώσουμε.
Ένας νυκτερινός περίπατος στη Λιουμπλιάνα ήταν ότι πρέπει για το κλείσιμο.
Να χωνέψουμε κιόλας.
Θα μας κάνετε παρέα;
Όπως είχαμε διαβάσει ως «must see» για τη λίμνη Bled, έτσι είχαμε διαβάσει τα καλύτερα για το σπήλαιο Postojna, καμιά 50αριά χιλιόμετρα νοτιο-δυτικά της Λιουμπλιάνα.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο σπήλαιο της χώρας, και ενός από τα ομορφότερα του κόσμου, όπως μας είπε η ξεναγός.
Έχει μήκος 21 χιλιόμετρα και φτάνει σε βάθος τα 115μ.
Το μήκος της επισκέψιμης διαδρομής είναι 5300 μέτρα, το μεγαλύτερο στον κόσμο ανοικτό προς το κοινό.
Το σπήλαιο πρωτο-περιγράφηκε το 17ο αιώνα από τον Σλοβένο ευγενή Johann Valvasor.
To 1818, ανακαλύφθηκε τυχαία άλλο ένα κομμάτι του σπηλαίου από έναν ντόπιο οδηγό, ο οποίος είχε πάει για να ξεναγήσει τον πρώτο αυτοκράτορα της Αυστρίας.
Το σπήλαιο άνοιξε την πύλη του για το κοινό το 1819!
Οι άνθρωποι είναι αλλού λέμε.
Το 1884, ηλεκτροφωτίστηκε η διαδρομή. Ναι. Το 1884. Πριν ακόμα κι από τη Λιουμπλιάνα!
Εδώ ρε σεις, βάλανε το 1872 ράγες κατά μήκος της διαδρομής, για να μεταφέρει τραινάκι τους τουρίστες! Βέβαια, στην αρχή το τραινάκι απευθυνόταν στους αρκετά πλούσιους, διότι υπήρχαν εργάτες που σπρώχνανε τα βαγόνια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα βάλανε μηχανή που τράβαγε τα βαγόνια, η οποία μετά το 1945 έγινε ηλεκτρική.
Εδώ περιμένουμε το …τραίνο.
Το σπήλαιο είναι εντυπωσιακό μεν, σε πιάνει ένα ψιλο-δέος με το μέγεθός του, αλλά μέχρι …εκεί.
Σταλαγμίτες και σταλακτίτες έχω ξαναδεί. Και με 22 ευρώ ανά άτομο που είχε το εισιτήριο…
Έμπαινα στο βαρκάκι στο σπήλαιο Δυρού, και κέρναγα σουβλάκια με μπύρες μέχρι και τον βαρκάρη!
Δε ξέρω… Ίσως επειδή ήταν η τελευταία μας μέρα ήμουν λίγο γκρινιάρης.
Όταν βγήκαμε έξω, ο καιρός είχε κλείσει τελείως και ψιλο-χιόνιζε.
Τα παιδιά θέλανε πάρα πολύ να δούνε τη Βενετία. Δεν έχουν πάει, και όπως την είδανε από το πλοίο που ερχόμασταν, τους άρεσε για να την επισκεφτούνε.
Επειδή έπεφτε λίγο μακριά για μονοήμερη και ο χρόνος ήταν περιορισμένος πλέον, σκεφτήκαμε την Τεργέστη. Ιταλία είναι κι εκεί… Μισή ώρα δρόμος… «Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη Βενετία» είχε διαβάσει ο Αντώνης… Πάμε!
Λιμάνι!
Μυρωδιά από θάλασσα.
Και σκουτεράκια. Πολλά σκουτεράκια!
Τώρα συνειδητοποίησα, ότι εδώ και μια βδομάδα το μόνο μηχανάκι που είχα δει, ήταν ενός πιτσαδόρου στη Βουδαπέστη.
Παρόλο που μυρίζαμε θάλασσα επιτέλους, η διάθεση όλων είχε πάρει την κατηφόρα. Δεν είχαμε όρεξη για άλλες ανακαλύψεις. Όχι εδώ τουλάχιστον
Συρθήκαμε ως τη κεντρική πλατεία Unita d’ Italia που είναι και το δημαρχείο της Τεργέστης.
Κάναμε ένα πολύ μικρό περίπατο στους γύρω της πλατείας δρόμους,
…ήπιαμε έναν χάλια espresso σχεδόν στο πόδι…
…κοιταχτήκαμε, και έτσι σιωπηλά πήραμε την απόφαση να φύγουμε.
Να επιστρέψουμε πίσω. Στην «πολυαγαπημένη». Στη Λιουμπλιάνα.
Αργά το απόγευμα μας βρίσκει να τρώμε στο ίδιο Ιταλικό bistro που φάγαμε το πρώτο βράδυ.
Λέγεται Dvor ή κάπως έτσι, και είναι σ΄ ένα στενάκι πολύ κοντά στην τριπλή γέφυρα. Αν βρεθείτε στα μέρη, αναζητήστε το. Έχει την καλύτερη πίτσα που έχω φάει. Και οι τιμές του λογικότατες.
Κατόπιν, πήγαμε για ένα τελευταίο ποτό στο ίδιο μπαράκι που μας φιλοξένησε όλες τις νύκτες της Λιουμπλιάνα.
Γιατί πηγαίναμε συνέχεια στο ίδιο;
Διότι ήταν το μόνο που βρίσκαμε τραπέζι! Έπαιζε και πάρα πολύ καλή μουσική. Χαλαρωτική τζαζ και κάποια soul κομμάτια. Ποτά, 4 ευρώ το ουίσκι, 5 το bourbon. Και σέρβιρε και δωρεάν νερό! Ο κόσμος; Νεαρές παρέες αλλά και μεγαλύτεροι. Νορμάλ και ήσυχος.
Για τσιγάρο όμως… Έξω. Έκανες χάζι και τα πιτσιρίκια…
Το πρώτο βράδυ που πήγαμε, μας έκανε εντύπωση ο τρόπος που μας κοιτούσαν αλλά και η ιδιαίτερη φιλικότητα του σερβιτόρου.
Το δεύτερο, έπαψαν να μας κοιτάνε περίεργα και ο σερβιτόρος ήταν πιο φιλικός ακόμα. Εκείνος μου έμαθε το «hvala».
Σήμερα, τελευταίο βράδυ, ο σερβιτόρος μόνο που δε μας φίλησε!
Μετά ανακάλυψα – σ΄ ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του ξενοδοχείου – ότι το συγκεκριμένο μαγαζί είναι «φιλικό προς του gay», και ότι χρησιμοποιείται ο χώρος από τους ομοφυλόφιλους για διάφορες ομιλίες κλπ.
Έτσι εξηγούνται όλα λοιπόν.
Χωρίς πλάκα, το μαγαζί είναι καλό και δεν αισθανθήκαμε άβολα ούτε στιγμή.
Σκόρπιες σκέψεις:
Η Σλοβενία είναι πεντακάθαρη πόλη. Όχι χαρτάκι δε βλέπεις κάτω, αλλά ούτε κι αποτσίγαρο!
Βέβαια, κάθε λίγα μέτρα υπάρχουν κάδοι σκουπιδιών με ειδική θήκη για να σβήνεις το τσιγάρο σου. Είναι η κουλτούρα και η παιδεία ρε παιδιά, αλλά είναι και οι ευκολίες που σου παρέχουν. Στην Ελλάδα, το τσιγάρο το πετάω κάτω. Εκεί όχι. Γιατί να το κάνω; Αφού στα 10 μέτρα το πολύ υπήρχε τασάκι.
Οι τιμές. Η Σλοβενία είναι 30-40% πιο φτηνή από την Ουγγαρία. Εμείς, στο φαγητό μας είμαστε φτηνότεροι από τη Βουδαπέστη.
Στη Λιουμπλιάνα είδα ηλεκτροκίνητο απορριμματοφόρο ανακύκλωσης. Η παιδεία που λέγαμε.
Αν πας εκτός σεζόν, μπορείς να βρεις απίστευτα καλές τιμές για διαμονή στην Ουγγαρία.
Επίσης, αν το προγραμματίσεις έγκαιρα, θα περάσεις καλύτερα και με πολύ μικρότερο κόστος.
Εμείς χαλάσαμε συνολικά λίγο περισσότερα από 1000 ευρώ το άτομο για ένα ταξίδι δέκα ημερών. Πολλά ή λίγα, άξιζε και με το παραπάνω!
«Στη καρδιά μου μέσα, υπερήφανα θα βασιλεύει για πάντα, - το όνομά σου.»
ΤΕΛΟΣ
Attachments
-
293,2 KB Προβολές: 65
-
253,1 KB Προβολές: 63
-
38,3 KB Προβολές: 79