KonstantinosAlyona
Member
- Μηνύματα
- 2.006
- Likes
- 6.350
.. Ξεχνάω το Ελμπρούς προς το παρόν, μετά από αυτό το κεφάλαιο που μόλις διάβασα, ο στόχος είναι σαφέστατος! Μια "ισλανδική" εμπειρία με ηφαίστεια "Καμτσατκιανού" μεγέθους, σε λατίνα γη.. Α ρε Παναγιώτη, μας λαμπάδιασες.Κεφ.11. Δαίμονες (Eθνικό Πάρκο Sajama)
Από τα μαύρα σκοτάδια σηκωθήκαμε κι ετοιμαστήκαμε γι’αναχώρηση.
Ο συνοδός και μεταφραστής μας Cezar μαζί με τον οδηγό μας και τη σύζυγό του ήταν τυπικοί στο ραντεβού τους στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μέσα στο λυκόφως δραπετεύσαμε ουσιαστικά από την La Paz για ν’αποφύγουμε πιθανό μπλόκο στις εξόδους της πόλης.
Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Αν παρ’ελπίδα οι διαδηλωτές μας καθήλωναν στην πρωτεύουσα έστω και για μια μέρα, όλο το πρόγραμμα στην Βολιβία γινόταν άνω κάτω. Βλέπετε δεν πηγαίναμε εκδρομή σε διπλανό νομό, που και να μη δεις κάτι, υπάρχει κι η επόμενη φορά. Το Περού έπεφτε μακρυά κι ακριβά για το πορτοφόλι μας, ώστε να το κάνουμε Σύνταγμα-Ομόνοια.
Με αντιασφυξιογόνες μάσκες διασχίσαμε πάλι το άχρωμο El Alto κι όταν ο Cezar εκτίμησε ότι δεν διατρέχουμε κίνδυνο αποκλεισμού, χαλαρώσαμε, προγευματίσαμε σ’ενα υπαίθριο καφενέ και ψωνίσαμε προμήθειες υγρών για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Διότι ο travelogatos δεδηλωμένα άνευ στάσεως για μπυρίτσα δεν κουνούσε ρούπι.
Kινούμασταν νοτιοδυτικά της πρωτευούσης προς τo Εθνικό Πάρκο Sajama και προοδευτικά το αδιάφορο κι επίπεδο οροπέδιο, άρχισε να διανθίζεται με ενδιαφέροντες βραχώδεις σχηματισμούς σε σοκολατί χρώμα διαβρωμένους από τα νερά των βροχών.
Η πρώτη στάση έγινε σε μια συστοιχία chullpas (νεκρικοί τάφοι των Aymara). Σε αντίθεση με αυτούς που είχαμε δει στο Sillustani στο Περού, αυτοί ήταν ορθογώνιοι, κατασκευασμένοι από χώμα, αλλά κι εδώ η ταφή των νεκρών γινόταν σε εμβρυική στάση μαζί με κάποια από τα υπάρχοντά τους, ενώ το μοναδικό άνοιγμα στον τάφο αντίκρυζε πάντα το ανατέλλοντα ήλιο.
Διασχίσαμε γέφυρες πάνω από ποτάμια, πριν φτάσουμε στη μικρή πόλη Curahuara de Carangas. Άλλος λόγος στάσης δεν υπήρχε παρά για να επισκεφθούμε το ξωκκλήσι της Καπέλα Σιξτίνα του Αλτιπλάνο. Αυτός ο γοητευτικός ναός από χώμα κι άχυρο για σκεπή είχε μια ιδιαιτερότητα. Ήταν εσωτερικά παντού διακοσμημένος από naïve τοιχογραφίες του 17ου αιώνα με σκηνές από τη Βίβλο.
Ως αξιοθέατο χρέωνε και εισιτήριο εισόδου. Ο κλειδοκράτορας και μελλοντικός κληρικός, ένα συμπαθητικό ντροπαλό παλληκαράκι ύψους 1,60μ. (με τα χέρια στην ανάταση), παρέμενε αμετάπιστος. Απαγορεύεται αυστηρά από τον πνευματικό του η φωτογράφηση στο εσωτερικό του ναού. Αν θέλαμε μπορούσαμε ν’αγοράσουμε καρτ ποστάλ. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω ένα κράμα από υπερφύαλες φανφάρες ότι είμαστε μέλη ενός διασημότατου ταξιδιωτικού φόρουμ και θα κάνουμε την εκκλησία της Curahuara de Carangas, γνωστή ανά την υφήλιο, τόσο ώστε να συρρέουν τα πούλμαν των εκδρομέων. Τα παρακάλια και το βλέμμα μου σαν παραπονεμένου σκύλου που του τρέχουν τα σάλια, έκαμψαν τις αντιστάσεις του. Για κάθε ενδεχόμενο έστειλα στο εσωτερικό του ναού τους πράκτορες snapper και travelogatos να φωτογραφήσουν τα πάντα ανενόχλητοι. Εγώ στον αυλόγυρο έπιασα τη κουβέντα με τον υποψήφιο padre - για να του αποσπάσω τη προσοχή - περί θρησκευτικής τέχνης και τις ομοιότητες που έχουν οι τοιχογραφίες τους με τις αντίστοιχες βυζαντινές. Αφού ανέλυσα σ’ένα λογίδριο (με την αρωγή του Cezar στη μετάφραση) την βυζαντινή τέχνη από τον Ευαγγελιστή Λουκά μέχρι τον Φώτη Κόντογλου, έβαλα στο τέλος μια φωνή στους παπαράτσι να ολοκληρώσουν το έργο τους.
Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα λοιπόν κατ’αποκλειστικότητα στις οθόνες σας. Τώρα αν θα συρρεύσετε μαγεμένοι στην Curahuara de Carangas δεν παίρνω κι όρκο. Εγώ για χατήρι του φόρουμ εξύφανα όλη την σκευωρία, αφήστε που στο τέλος ο γλοιώδης ευχήθηκα στο παλληκάρι να τον δούμε και Ποντίφικα!
Στο περίβολο του ναού, πριν φύγουμε, είδαμε για πρώτη φορά κι απαθανατήσαμε έναν αρμαδίλλο που τον διατηρούσανε σαν κατοικίδιο!
Το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το κατάλυμμά μας κύλισε με τον ορεινό όγκο του χιονοσκεπούς ηφαιστείου Sajama να κυριαρχεί στο οπτικό μας πεδίο.
Ο μικρός ξενώνας- πανδοχείο δεν ήταν τίποτ’αλλο από το σπίτι του οδηγού όπου παραδίπλα είχε ρίξει και λίγο μπετό κι έφτιαξε ένα ξενώνα. Στοίβαξε όσα κρεβάτια χωράγανε σε δυό δωμάτια (με μια κρεμάστρα να επικρέμεται στο καθένα), ένα χωλάκι που λειτουργούσε και ως τραπεζαρία/καθιστικό και μια τουαλέτα της κακιάς ώρας. Όλος ο χώρος ζεσταινόταν απλά με μια ξυλόσομπα.
Όσο λοιπόν οι ανέσεις ήταν για μερικούς στα όρια του ανεκτού, τόσο η θέα που απολάμβανε ο ξενώνας ήταν μαγευτική. Στα πόδια μας μια μικρή λιμνούλα γεμάτη φλαμίνγκο και στο βάθος ο ηφαιστειακός κώνος του Sajama να αντικατοπτρίζεται στα κρυστάλλινα νερά.
Καρτποσταλικότερη εικόνα δεν μπορούσε να υπάρξει!
Η καλή σύζυγος ετοίμασε ένα πρόχειρο γεύμα και μας προτάθηκε να ξεκουραστούμε λίγο πριν αναχωρήσουμε για τις απογευματινές δραστηριότητες.
Η λέξη ξεκούραση αντήχησε σαν ανέκδοτο στ’αυτιά μου. Με τέτοιο τοπίο ήταν έγκλημα! Περπάτησα μέχρι το γειτονικό ξωκκλήσι Iglesia de Tomarapi, το οποίο με φόντο τις χιονοσκεπείς βουνοκορφές ήταν ένα από τα φωτογραφικά φετίχ μου πριν το ταξίδι αυτό.
Περπάτησα λίγο γύρω από τη λίμνη, πλατσουρίζοντας μέσα στα ρυάκια προσπαθώντας σε μια άκαρπη προσπάθεια να πλησιάσω τα φλαμίνγκο. Ακόμα και τα vicunas που έβοσκαν ανέμελα με κοίταζαν όλο περιέργεια.
Νωρίς το απόγευμα ξεκινήσαμε προς το χωριό Sajama στους πρόποδες του ομώνυμου ηφαιστείου.
Λίγα χιλιόμετρα μετά το χωριό παρκάραμε και ανηφορίσαμε προς τις θερμές πηγές (Aguas termales) οι οποίες σχηματίζουν μικρές φυσικές πισίνες.
Στις πρόχειρες εγκαταστάσεις φορέσαμε τα μαγιώ μας και βουτήξαμε όλο αγαλλίαση στα ζεστά νερά των πηγών. Είναι από τις εμπειρίες που καταγράφονται ανεξίτηλα στη μνήμη ενός ταξιδιώτη. Στη μέση του πουθενά, απολαμβάναμε ένα spa με θέα ένα κρατήρα ηφαστείου. Το dejavu μου ξύπνησε μνήμες Ισλανδίας.
Δεν θέλαμε να βγούμε από το νερό. Πλατσουρίζαμε σαν ξετρελλαμμένα πιτσιρίκια και πασαλειβόμασταν με την λάσπη του βυθού. Όντας κατάμαυροι σαν βελζεβούληδες ποζάραμε ουρλιάζοντας παράφωνα «με κατατρέχουν, μ’εξουσιάζουν, φρικιά και δαίμονες» (υπό την επιρροή της γνωστής ροκ όπερας) κάνοντας τους δύσμοιρους ντόπιους ν’αναρωτιούνται από πού ξεμαντρώσανε αυτά τα σούργελα.
Περπατάω και... πετάω.
Αυτή ήταν η αίσθηση του κορμιού μας σαν επιστρέφαμε προς το αυτοκίνητο.
Στο βάθος το ηφαίστειο βαφόταν κατακόκκινο από τον ήλιο που έδυε.
Το λιτό αλλά φρεσκομαγειρεμένο δείπνο που είχε ετοιμάσει η σύζυγος του οδηγού σερβιρίστηκε στο χωλ-καθιστικό-τραπεζαρία.
Η νύχτα άπλωσε το πέπλο της, αλλά μαζί με το έρεβος... έπεσε και η θερμοκρασία. Κι εκεί στα ψηλά, όντας και χειμώνας, το "πέφτει" μεταφράζεται σε νούμερο "γύρω ή υπό το μηδέν"!
Τι θαλπωρή να σου εξασφαλίσει μια απλή ξυλόσομπα, όταν μάλιστα δεν είχε και κούτσουρα η περιοχή για να κάψεις παρά κάτι ξερόχορτα; Ποιός θα κρατούσε τη φωτιά ζωντανή ολονυχτίς ώστε να μην ξυπνήσουμε κατεψυγμένοι; Λύση άλλη δεν υπήρχε. Φορέσαμε ότι μπορούσαμε και σαν ανθρώπινα κρεμμύδια τρυπώσαμε κάτω απ’ όσες κουβέρτες και παπλώματα υπήρχαν. Ψιθυρίσαμε ξέπνοα μέσα από χείλη που έτρεμαν μια γρήγορη καληνύχτα κι αφεθήκαμε στην αγκαλιά του βολιβιανού Μορφέα.