Euphemia
Member
- Μηνύματα
- 40
- Likes
- 74
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ο ΒΑ διάπλους
Έρημος, όαση ψυχής
Ήταν Νοέμβριος του 2002 όταν πήρα μια ξαφνική απόφαση. Να κάνω Χριστούγεννα στην έρημο Σαχάρα, στην Αλγερία. Αυτή η απόφαση άλλαξε τη ζωή μου. Την επαναπροσδιόρισε. Για αυτό, το πρώτο μου ταξίδι, που ήταν η μύησή μου στη μετέπειτα στάση ζωής μου, μιλάει το παρακάτω κείμενο που έγραψα το 2008 σε ένα ταξιδιωτικό αφιέρωμα. Διαβάστε το και... ταξιδέψτε εδώ!
Μια άλλη επιλογή
Έρχονται στιγμές στη ζωή που θέλουμε να αναθεωρήσουμε. Ν’ αλλάξουμε τον κάναβο πάνω στον οποίο με τόση επιμέλεια –ή αμέλεια- έχουμε κεντήσει τα βήματά μας. Έλλειψη στόχων, ουσίας και αξιών, καθημερινή αποκαθήλωση αυτών που πιστεύουμε στο όνομα του εκσυγχρονισμού, έχουν αρχίσει να ροκανίζουν τα θεμέλια της στάσης μας απέναντι στη ζωή.
Έρχονται πάλι στιγμές, από τύχη. Γιατί συνέπεσε κάτι να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας, γιατί απλά βρέθηκε μπροστά μας, γιατί ήταν η σωστή απόφαση στην κατάλληλη στιγμή, γιατί... ένα σωρό από γιατί, όμοια με το γιατί ένα φρούτο έπεσε από το δέντρο.
Τι χρειάζεται για μια τέτοια απόφαση; Ένα αεροπορικό εισιτήριο, μια visa, ένα sleeping bag, ένα σακίδιο με τα βασικά. Τι στηρίζει μια τέτοια απόφαση; Η επιθυμία για κάτι συγκλονιστικά καινούργιο, η επαφή με την άγνωστη φύση και φύση μας, η θέληση και η πίστη ότι θα έρθει κάτι που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, που αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας. Ή έστω η γνωριμία ενός λαού που δίνει το δικό του αγώνα επιβίωσης.
Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να την πάρει; Είναι σαν το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα. Άλλοι βρέχονται σιγά-σιγά, προχωρούν με δυσκολία, κρυώνουν, μπαίνουν λίγο, βγαίνουν, ξαναμπαίνουν, της ταλαιπωρίας. Άλλοι, οι πιο τολμηροί, κάνουν ένα μακροβούτι και σε λίγο, με 2-3 απλωτές είναι στ’ ανοιχτά, γεμάτοι ενέργεια, ζωντάνια και πάνω απ’ όλα προσωπική ικανοποίηση για τη μικρή αυτή κατάκτηση.
Παράξενη προσγείωση
Αθήνα-Παρίσι, Παρίσι-Ταμανρασέτ μέσω Τζανέτ. Η μαγεία ξεκινά με την πτήση πάνω από την κεντρική Αλγερία. Από κάτω κυματίζει ένας ωκεανός με κόκκινους αμμόλοφους από όπου ξεπηδούν σκοτεινές, βραχώδεις οροσειρές. Το αεροπλάνο αρχίζει να κατεβαίνει, να πλησιάζει το κόκκινο χαλί από άμμο. Υπάρχει ένας ενδιάμεσος σταθμός στη μικρή πόλη Τζανέτ, φρέσκος τουριστικός προορισμός, κοντά στα νοτιο-ανατολικά σύνορα με τη Λιβύη, όμως από το παράθυρο δεν φαίνεται τίποτα, ούτε ένα στοιχείο που να υποδηλώνει την ύπαρξη πολιτισμού, πόσο μάλλον ενός αεροδρομίου. Οι ρόδες ακουμπούν σ’ ένα αεροδιάδρομο που επιμένει να μην φαίνεται. Στροφή και, νάτο το κτίριο, τελικά υπάρχει αεροδρόμιο. Μέσα στο αεροπλάνο υπάρχει κινητοποίηση, ο γνωστός αναβρασμός ποιος θα βγει πρώτος, γέλια και φωνές συνοδεύουν τους επιβάτες, κυρίως γάλλους τουρίστες, που κατεβαίνουν. Έξω, ψυχή.
Περίεργη εικόνα προβάλλει στο σαν θολή οθόνη βρώμικο τζάμι του αεροπλάνου. Οριακά αληθινή, θυμίζει εγκαταλειμμένο σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας μιας άλλης εποχής. Ένα ρωσικό μαχητικό ελικόπτερο καραδοκεί στην άλλη άκρη. Πίσω από το μοναδικό μονόροφο κτίριο ορθώνονται δύο μεγάλες δεξαμενές νερού και στο βάθος χάνονται οι χαμηλές βουνοκορφές. Επιτέλους, κάτι κινείται. Ένα τρακτέρ που ρυμουλκεί τις άδειες πλατφόρμες για την εκφόρτωση των αποσκευών σέρνεται προς το αεροπλάνο. Στον ουρανό, τα σύννεφα κάνουν το παιχνίδι τους με τον ήλιο που σύντομα θα δύσει. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα –Ιανουάριος- και ο ήλιος τρέχει να κρυφτεί, να γλυτώσει από τον ερχομό του Μεγάλου Κρύου. Ένα ανελέητο καθημερινό παιχνίδι που σκίζει τα πρόσωπα, τσακίζει τα κόκκαλα και δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή.
Μάτια φωτιά
Πάνω από την αχανή Σαχάρα η πτήση Τζανέτ-Ταμανρασέτ διαρκεί μόνο μία ώρα όμως η άφιξη είναι μέσα στο σκοτάδι. Μικρό κι αυτό το αεροδρόμιο, αργή κι ατελείωτη η διαδικασία για τον έλεγχο. Έξω, στο πάρκινγκ, μπροστά στα 4 παλιά πετρελαιοκίνητα Land Cruiser, περιμένουν οι οδηγοί, όλοι τους Τουαρέγκ. Γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις στα γαλλικά, κι αυτή επίσημη γλώσσα των Αλγερινών. Τα χαρακτηριστικά τους είναι καλά κρυμμένα πίσω από τα σφιχτοδεμένα σαρίκια που αφήνουν να φαίνονται μόνο τα μάτια, δυο σκοτεινές φλόγες, που το σκοτάδι κάνει να φαντάζουν ακόμα πιο άγριες. Άραγε πόσο αγριάνθρωποι να είναι αυτοί οι Τουαρέγκ; Περήφανοι και πολεμοχαρείς, σκληροτράχηλοι και σμιλευμένοι από τις ακραίες συνθήκες της ερήμου, λένε οι ιστορίες, αλλά και αγρότες, νομάδες και έμποροι, προκειμένου να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειές τους, η παράδοσή τους και η φυλή τους. Παρέα με τον Αϊσά, τον Μπουμπακά, τον Μουλά Σιρ και τον Αλί, οι επόμενες μέρες προδιαγράφονται συναρπαστικές. Οι τέσσερίς τους θα είναι οδηγοί, μάγειρες, μηχανικοί και οικοδεσπότες για 12 ανθρώπους, σε μία διαδρομή 700 χιλιομέτρων που θα κρατήσει 8 νύχτες και 7 ημέρες. Προς το παρόν όμως είναι νύχτα, αυτοί είναι άγνωστοι και δεν υπάρχει καμία ένδειξη επαφής.
Το περιποιημένο δρομάκι του αεροδρομίου περνά κάτω από την αψίδα με το τεράστιο σύμβολο των Τουαρέγκ και βγαίνει στην κεντρική άσφαλτο. Είναι ίσως, ακόμα και σήμερα, η μοναδική ασφάλτινη αρτηρία που διασχίζει από βορρά προς νότο την αλγερινή Σαχάρα περνώντας από τις πόλεις Μπίσκρα, Ούργκλα, Γκαρντάγια, Ίνσαλαχ (καθόλου τυχαίο το όνομά της), Ταμανρασέτ, συναντά την παραμεθόρια Γκεζάμ, στα νότια σύνορα με τον Νίγηρα και συνεχίζει μέχρι να βγει στη θάλασσα. Πάνω στα ίχνη των παλιών καραβανιών, στην ιστορικά πιο εμπορική διαδρομή της Σαχάρας, τώρα κυκλοφορούν νταλίκες, λεωφορεία και τουριστικά τζιπ. Επίσης τσακάλια, αέρας, όγκοι άμμου και πολλά πνεύματα, ελ τζενούν όπως τα λένε οι ντόπιοι. Στη μεγάλη διασταύρωση του αεροδρομίου υπάρχει μια παλιά πινακίδα. Αριστερά, σε ελάχιστα χιλιόμετρα, πάει για το κέντρο της Ταμανρασέτ, δεξιά, μετά από 1928 χιλιόμετρα, στο Αλγέρι... σαν χρονολογία φαίνεται. Η ομάδα πάντως δεν διανύει πάνω από 25 χιλιόμετρα, μέχρι το χωριό Οτούλ, που είναι η πρώτη διανυκτέρευση, στο κάμπινγκ του Νικολά.
Σαν να έχει ξεπεταχτεί από τη Λεγεώνα των Ξένων, με το χαραγμένο, ηλιοκαμμένο, σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, ο Νικολά, γάλλος τυχοδιώκτης εγκατεστημένος από τα νιάτα του στην Ταμανρασέτ, υποδέχεται το γκρουπ στην πύλη και το ξεναγεί περήφανος στο camping του χτισμένο σε ντόπιο στιλ. Η ψηλή λευκή χτιστή μάντρα αγκαλιάζει τον κήπο και το μποστάνι, την κεντρική αυλή, τα σπαρτιάτικα δωμάτια με τα μονά κρεβάτια και την ευρύχωρη κουζίνα, όπου ήδη μοσχομυρίζει το πικάντικο κουσκούς. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει στημένη η παραδοσιακή σκηνή των τουαρέγκ που φιλοξενεί το ομαδικό δείπνο, την απαραίτητη ιεροτελεστία του τσαγιού και την πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας με τους 4 οδηγούς. Αν και έχουν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους στην τριγύρω περιοχή, εκείνο το βράδυ θα κοιμηθούν με το γκρουπ, γιατί η αναχώρηση είναι πολύ πρωινή. Το αλγερινό κουσκούς με αρνί είναι υπέροχο και η κουβέντα γύρω από τη φωτιά κρατά τη χαμηλή θερμοκρασία μακριά. Τα σαρίκια χαλαρώνουν, οι ματιές χαμογελούν. Η περιπετειώδης διαδικασία μιας προσωπικής μεταμόρφωσης έχει αρχίσει.
Ξεκίνημα μιας άλλης μέρας
Το πολύ πρωινό ξύπνημα από τα άπειρα κοκόρια της περιοχής και τον ιμάμη που μικροφωνίζει, συνοδεύεται από το τελευταίο ντους και λούσιμο σε πραγματικές εγκαταστάσεις. Από κει και πέρα, τις επόμενες μέρες, η καθαριότητα γίνεται με wet-ones και νερό από το παγούρι. Ναι, μπορεί κανείς να πλυθεί ή να λουστεί με λιγότερο από ένα λίτρο νερό, εξάλλου, έτσι όπως πάει ο πλανήτης, αργά ή γρήγορα, θα γίνει συνήθεια.
Γρήγορα το κομβόι με τα βαρυφορτωμένα τετρακίνητα βγαίνει από την κατοικημένη περιοχή και η φυσική, άγρια ομορφιά παίρνει τη θέση της χαρακτηριστικής ασχήμιας των αφρικανικών χωριών. Ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του και σε μισή ώρα η θερμοκρασία έχει ανέβει. Αντίστροφα, το σούρουπο, η θερμοκρασία πέφτει απότομα, και, ιδιαίτερα στις περιοχές με υψηλό υψόμετρο, τις μικρές πρωινές ώρες μπορεί να φτάσει εύκολα και τους -10οC. Τα αυτοκίνητα αφήνουν την ομάδα και το ραντεβού ανανεώνεται για το βράδυ στο σημείο της κατασκήνωσης. Και η περιπέτεια στα Tassilis του Hoggar, το ωραιότερο ίσως μέρος της Σαχάρας, ξεκινά. Με τα πόδια.
Ωκεανός χρωμάτων και συναισθημάτων
Η Σαχάρα δεν είναι μια αχανής έρημος. Δεν είναι ένα τεράστιο συγκρότημα με άγρια βουνά και χαράδρες που θυμίζουν Κόκκινο Πλανήτη. Η Σαχάρα δεν είναι μόνο μια θάλασσα από άμμο που ταξιδεύει πάνω στα φτερά του Χαρματάν, του Μονσούν και του Ζριχά. Είναι ένας ωκεανός συναισθημάτων, τέτοιων που ο Άνθρωπος των Πόλεων δεν έχει ξανανιώσει. Από την πρώτη επαφή απορρέει το απόλυτο σοκ. Αρκεί κάποιος να είναι έστω και λίγο ευαισθητοποιημένος, να έχει αποζητήσει, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιεί, ό,τι έχει στερηθεί. Τη φύση αυτή που γνώρισε παιδί με τους γονείς στην κυριακάτικη εκδρομή ή στο camping με την τρελοπαρέα. Τον ορίζοντα, που πλέον δεν βλέπει γιατί μπροστά του υψώνεται ο τοίχος της γκρίζας πολυκατοικίας, το απέναντι γραφείο, η οθόνη του pc, απόσταση για την οποία δεν είναι φτιαγμένη το οπτικό του σύστημα. Τη σιωπή, που πια δεν ακούει γιατί τα τύμπανά του βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα υπερβολικά και κακόηχα ντεσιμπέλ που τον δηλητηριάζουν αργά και σταθερά, χωρίς να το καταλαβαίνει.
Πρωτόγνωρη ομορφιά
Τριγύρω άμμος, λεπτή, φίνα που ρέει σαν πούδρα μέσα από τα δάχτυλα, σ’ όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, ανάλογα με την ώρα. Η ατμόσφαιρα ξηρή και λαμπερή -ο παράδεισος των φωτογράφων- βοηθάει τις ώρες της πεζοπορίας στην άμμο και το σκαρφάλωμα στα βράχια. Τα τοπία αρχίζουν να ξεδιπλώνονται σαν τόπια από χρυσοκέντητα μεταξωτά πολύτιμα υφάσματα που δεν ξέρεις ποιο να πρωτοδιαλέξεις. Δεν υπάρχει ψυχή, όμως αυτό το συνειδητοποιείς μετά τις πρώτες μέρες. Τέτοια εποχή ούτε ζώο, σπάνια να πετύχεις κανένα τρωκτικό των βράχων ή κανένα πουλί. Καμήλες και γαϊδουράκια, ναι, όλο και από κάπου θα ξεμυτίσουν αδιάφορα.
Κάτω από τον ήλιο, παίζοντας με τους βραχώδεις σχηματισμούς, οι πεζοπόροι μπαινοβγαίνουν σαν παιδιά μέσα σ’ ένα φυσικό λαβύρινθο μέχρι που βγαίνουν στους χρυσούς λόφους και μετά χάνονται ξανά ανάμεσα στις Βελόνες, όπως λέγεται μια περιοχή με βράχια σα λόγχες που σκίζουν το βαθύ μπλε του ουρανού. Η ομορφιά, το δέος, το μεγαλείο, είναι λέξεις που αυτόματα ανασύρονται από τα βάθη του μυαλού και προσπαθούν να δώσουν ένα νόημα στα αλαφιασμένα συναισθήματα.
Το φως παίζει παιχνίδια με τη σκιά. Υπάρχουν το άσπρο και το μαύρο, η ώχρα και ο ουρανός, η σκέψη και η σιωπή. Αρκούν, όπως αρκούν και δυο πιάτα ντόπιο φαί μαγειρεμένο στη μαρμίτα το βράδυ, ένα κομμάτι ψωμί ψημένο κάτω από τα κάρβουνα και την άμμο, νερό από το πηγάδι που κουβαλάνε μέσα στα μπιτόνια για τους τουρίστες -οι Τουαρέγκ πίνουν από τους ασκούς τους- και νέες φιλίες ξεπετιούνται μαζί με τις φλόγες της φωτιάς στην παραδοσιακή ιεροτελεστία του τσαγιού. Πράσινο τσάι με φρέσκια μέντα, προσεκτικά φυλαγμένη μέσα σε πάνινο σακουλάκι. Τρία ποτηράκια λένε θέλει το τσάι. Το πρώτο είναι πικρό, σαν τη ζωή, το δεύτερο δυνατό, σαν την αγάπη και το τρίτο γλυκό, σαν το θάνατο. Μια ιεροτελεστία σχετικά πρόσφατη, των αρχών του εικοστού αιώνα, αραβικής προέλευσης, αφορμή να συζητήσουν με τον περαστικό ταξιδιώτη και να μάθουν νέα από μακρινές χώρες. Προσβάλλονται δε ιδιαίτερα αν αρνηθεί κανείς τη φιλοξενία αυτή. Κι έχουν κάθε δικαίωμα αφού αυτή είναι και η μόνη τους ενημέρωση και διασκέδαση.
Αναγέννηση
Η νύχτα έχει πέσει από νωρίς και τα κουρασμένα κορμιά αναζητούν τη ζεστασιά των υπνόσακων με φόντο τον έναστρο ουρανό. Τα μάτια παλεύουν ανάμεσα στην κούραση και στο εξαίσιο θέαμα. Εκατομμύρια ήλιοι, διάττοντες αστέρες αλλά και δορυφόροι και αεροπλάνα στήνουν το δικό τους λαμπερό χορό εκεί πάνω. Μέσα στην απέραντη σιωπή το αυτί πιάνει έναν ήχο περίεργο, διαφορετικό, ναι, ακούγεται κάτι σαν… παφλασμός, σαν κύμα, ναι, νάτο, ξανά και ξανά, σ’ ένα γνωστό ρυθμό. Μα, είναι δυνατόν; Θάλασσα;
Για όσους έχουν κάνει triplex καρδιάς ο ήχος είναι γνώριμος. Είναι ο ήχος της ζωής.
Ήταν Νοέμβριος του 2002 όταν πήρα μια ξαφνική απόφαση. Να κάνω Χριστούγεννα στην έρημο Σαχάρα, στην Αλγερία. Αυτή η απόφαση άλλαξε τη ζωή μου. Την επαναπροσδιόρισε. Για αυτό, το πρώτο μου ταξίδι, που ήταν η μύησή μου στη μετέπειτα στάση ζωής μου, μιλάει το παρακάτω κείμενο που έγραψα το 2008 σε ένα ταξιδιωτικό αφιέρωμα. Διαβάστε το και... ταξιδέψτε εδώ!
Μια άλλη επιλογή
Έρχονται στιγμές στη ζωή που θέλουμε να αναθεωρήσουμε. Ν’ αλλάξουμε τον κάναβο πάνω στον οποίο με τόση επιμέλεια –ή αμέλεια- έχουμε κεντήσει τα βήματά μας. Έλλειψη στόχων, ουσίας και αξιών, καθημερινή αποκαθήλωση αυτών που πιστεύουμε στο όνομα του εκσυγχρονισμού, έχουν αρχίσει να ροκανίζουν τα θεμέλια της στάσης μας απέναντι στη ζωή.
Έρχονται πάλι στιγμές, από τύχη. Γιατί συνέπεσε κάτι να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας, γιατί απλά βρέθηκε μπροστά μας, γιατί ήταν η σωστή απόφαση στην κατάλληλη στιγμή, γιατί... ένα σωρό από γιατί, όμοια με το γιατί ένα φρούτο έπεσε από το δέντρο.
Τι χρειάζεται για μια τέτοια απόφαση; Ένα αεροπορικό εισιτήριο, μια visa, ένα sleeping bag, ένα σακίδιο με τα βασικά. Τι στηρίζει μια τέτοια απόφαση; Η επιθυμία για κάτι συγκλονιστικά καινούργιο, η επαφή με την άγνωστη φύση και φύση μας, η θέληση και η πίστη ότι θα έρθει κάτι που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, που αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας. Ή έστω η γνωριμία ενός λαού που δίνει το δικό του αγώνα επιβίωσης.
Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να την πάρει; Είναι σαν το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα. Άλλοι βρέχονται σιγά-σιγά, προχωρούν με δυσκολία, κρυώνουν, μπαίνουν λίγο, βγαίνουν, ξαναμπαίνουν, της ταλαιπωρίας. Άλλοι, οι πιο τολμηροί, κάνουν ένα μακροβούτι και σε λίγο, με 2-3 απλωτές είναι στ’ ανοιχτά, γεμάτοι ενέργεια, ζωντάνια και πάνω απ’ όλα προσωπική ικανοποίηση για τη μικρή αυτή κατάκτηση.
Παράξενη προσγείωση
Αθήνα-Παρίσι, Παρίσι-Ταμανρασέτ μέσω Τζανέτ. Η μαγεία ξεκινά με την πτήση πάνω από την κεντρική Αλγερία. Από κάτω κυματίζει ένας ωκεανός με κόκκινους αμμόλοφους από όπου ξεπηδούν σκοτεινές, βραχώδεις οροσειρές. Το αεροπλάνο αρχίζει να κατεβαίνει, να πλησιάζει το κόκκινο χαλί από άμμο. Υπάρχει ένας ενδιάμεσος σταθμός στη μικρή πόλη Τζανέτ, φρέσκος τουριστικός προορισμός, κοντά στα νοτιο-ανατολικά σύνορα με τη Λιβύη, όμως από το παράθυρο δεν φαίνεται τίποτα, ούτε ένα στοιχείο που να υποδηλώνει την ύπαρξη πολιτισμού, πόσο μάλλον ενός αεροδρομίου. Οι ρόδες ακουμπούν σ’ ένα αεροδιάδρομο που επιμένει να μην φαίνεται. Στροφή και, νάτο το κτίριο, τελικά υπάρχει αεροδρόμιο. Μέσα στο αεροπλάνο υπάρχει κινητοποίηση, ο γνωστός αναβρασμός ποιος θα βγει πρώτος, γέλια και φωνές συνοδεύουν τους επιβάτες, κυρίως γάλλους τουρίστες, που κατεβαίνουν. Έξω, ψυχή.
Περίεργη εικόνα προβάλλει στο σαν θολή οθόνη βρώμικο τζάμι του αεροπλάνου. Οριακά αληθινή, θυμίζει εγκαταλειμμένο σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας μιας άλλης εποχής. Ένα ρωσικό μαχητικό ελικόπτερο καραδοκεί στην άλλη άκρη. Πίσω από το μοναδικό μονόροφο κτίριο ορθώνονται δύο μεγάλες δεξαμενές νερού και στο βάθος χάνονται οι χαμηλές βουνοκορφές. Επιτέλους, κάτι κινείται. Ένα τρακτέρ που ρυμουλκεί τις άδειες πλατφόρμες για την εκφόρτωση των αποσκευών σέρνεται προς το αεροπλάνο. Στον ουρανό, τα σύννεφα κάνουν το παιχνίδι τους με τον ήλιο που σύντομα θα δύσει. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα –Ιανουάριος- και ο ήλιος τρέχει να κρυφτεί, να γλυτώσει από τον ερχομό του Μεγάλου Κρύου. Ένα ανελέητο καθημερινό παιχνίδι που σκίζει τα πρόσωπα, τσακίζει τα κόκκαλα και δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή.
Μάτια φωτιά
Πάνω από την αχανή Σαχάρα η πτήση Τζανέτ-Ταμανρασέτ διαρκεί μόνο μία ώρα όμως η άφιξη είναι μέσα στο σκοτάδι. Μικρό κι αυτό το αεροδρόμιο, αργή κι ατελείωτη η διαδικασία για τον έλεγχο. Έξω, στο πάρκινγκ, μπροστά στα 4 παλιά πετρελαιοκίνητα Land Cruiser, περιμένουν οι οδηγοί, όλοι τους Τουαρέγκ. Γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις στα γαλλικά, κι αυτή επίσημη γλώσσα των Αλγερινών. Τα χαρακτηριστικά τους είναι καλά κρυμμένα πίσω από τα σφιχτοδεμένα σαρίκια που αφήνουν να φαίνονται μόνο τα μάτια, δυο σκοτεινές φλόγες, που το σκοτάδι κάνει να φαντάζουν ακόμα πιο άγριες. Άραγε πόσο αγριάνθρωποι να είναι αυτοί οι Τουαρέγκ; Περήφανοι και πολεμοχαρείς, σκληροτράχηλοι και σμιλευμένοι από τις ακραίες συνθήκες της ερήμου, λένε οι ιστορίες, αλλά και αγρότες, νομάδες και έμποροι, προκειμένου να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειές τους, η παράδοσή τους και η φυλή τους. Παρέα με τον Αϊσά, τον Μπουμπακά, τον Μουλά Σιρ και τον Αλί, οι επόμενες μέρες προδιαγράφονται συναρπαστικές. Οι τέσσερίς τους θα είναι οδηγοί, μάγειρες, μηχανικοί και οικοδεσπότες για 12 ανθρώπους, σε μία διαδρομή 700 χιλιομέτρων που θα κρατήσει 8 νύχτες και 7 ημέρες. Προς το παρόν όμως είναι νύχτα, αυτοί είναι άγνωστοι και δεν υπάρχει καμία ένδειξη επαφής.
Το περιποιημένο δρομάκι του αεροδρομίου περνά κάτω από την αψίδα με το τεράστιο σύμβολο των Τουαρέγκ και βγαίνει στην κεντρική άσφαλτο. Είναι ίσως, ακόμα και σήμερα, η μοναδική ασφάλτινη αρτηρία που διασχίζει από βορρά προς νότο την αλγερινή Σαχάρα περνώντας από τις πόλεις Μπίσκρα, Ούργκλα, Γκαρντάγια, Ίνσαλαχ (καθόλου τυχαίο το όνομά της), Ταμανρασέτ, συναντά την παραμεθόρια Γκεζάμ, στα νότια σύνορα με τον Νίγηρα και συνεχίζει μέχρι να βγει στη θάλασσα. Πάνω στα ίχνη των παλιών καραβανιών, στην ιστορικά πιο εμπορική διαδρομή της Σαχάρας, τώρα κυκλοφορούν νταλίκες, λεωφορεία και τουριστικά τζιπ. Επίσης τσακάλια, αέρας, όγκοι άμμου και πολλά πνεύματα, ελ τζενούν όπως τα λένε οι ντόπιοι. Στη μεγάλη διασταύρωση του αεροδρομίου υπάρχει μια παλιά πινακίδα. Αριστερά, σε ελάχιστα χιλιόμετρα, πάει για το κέντρο της Ταμανρασέτ, δεξιά, μετά από 1928 χιλιόμετρα, στο Αλγέρι... σαν χρονολογία φαίνεται. Η ομάδα πάντως δεν διανύει πάνω από 25 χιλιόμετρα, μέχρι το χωριό Οτούλ, που είναι η πρώτη διανυκτέρευση, στο κάμπινγκ του Νικολά.
Σαν να έχει ξεπεταχτεί από τη Λεγεώνα των Ξένων, με το χαραγμένο, ηλιοκαμμένο, σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, ο Νικολά, γάλλος τυχοδιώκτης εγκατεστημένος από τα νιάτα του στην Ταμανρασέτ, υποδέχεται το γκρουπ στην πύλη και το ξεναγεί περήφανος στο camping του χτισμένο σε ντόπιο στιλ. Η ψηλή λευκή χτιστή μάντρα αγκαλιάζει τον κήπο και το μποστάνι, την κεντρική αυλή, τα σπαρτιάτικα δωμάτια με τα μονά κρεβάτια και την ευρύχωρη κουζίνα, όπου ήδη μοσχομυρίζει το πικάντικο κουσκούς. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει στημένη η παραδοσιακή σκηνή των τουαρέγκ που φιλοξενεί το ομαδικό δείπνο, την απαραίτητη ιεροτελεστία του τσαγιού και την πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας με τους 4 οδηγούς. Αν και έχουν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους στην τριγύρω περιοχή, εκείνο το βράδυ θα κοιμηθούν με το γκρουπ, γιατί η αναχώρηση είναι πολύ πρωινή. Το αλγερινό κουσκούς με αρνί είναι υπέροχο και η κουβέντα γύρω από τη φωτιά κρατά τη χαμηλή θερμοκρασία μακριά. Τα σαρίκια χαλαρώνουν, οι ματιές χαμογελούν. Η περιπετειώδης διαδικασία μιας προσωπικής μεταμόρφωσης έχει αρχίσει.
Ξεκίνημα μιας άλλης μέρας
Το πολύ πρωινό ξύπνημα από τα άπειρα κοκόρια της περιοχής και τον ιμάμη που μικροφωνίζει, συνοδεύεται από το τελευταίο ντους και λούσιμο σε πραγματικές εγκαταστάσεις. Από κει και πέρα, τις επόμενες μέρες, η καθαριότητα γίνεται με wet-ones και νερό από το παγούρι. Ναι, μπορεί κανείς να πλυθεί ή να λουστεί με λιγότερο από ένα λίτρο νερό, εξάλλου, έτσι όπως πάει ο πλανήτης, αργά ή γρήγορα, θα γίνει συνήθεια.
Γρήγορα το κομβόι με τα βαρυφορτωμένα τετρακίνητα βγαίνει από την κατοικημένη περιοχή και η φυσική, άγρια ομορφιά παίρνει τη θέση της χαρακτηριστικής ασχήμιας των αφρικανικών χωριών. Ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του και σε μισή ώρα η θερμοκρασία έχει ανέβει. Αντίστροφα, το σούρουπο, η θερμοκρασία πέφτει απότομα, και, ιδιαίτερα στις περιοχές με υψηλό υψόμετρο, τις μικρές πρωινές ώρες μπορεί να φτάσει εύκολα και τους -10οC. Τα αυτοκίνητα αφήνουν την ομάδα και το ραντεβού ανανεώνεται για το βράδυ στο σημείο της κατασκήνωσης. Και η περιπέτεια στα Tassilis του Hoggar, το ωραιότερο ίσως μέρος της Σαχάρας, ξεκινά. Με τα πόδια.
Ωκεανός χρωμάτων και συναισθημάτων
Η Σαχάρα δεν είναι μια αχανής έρημος. Δεν είναι ένα τεράστιο συγκρότημα με άγρια βουνά και χαράδρες που θυμίζουν Κόκκινο Πλανήτη. Η Σαχάρα δεν είναι μόνο μια θάλασσα από άμμο που ταξιδεύει πάνω στα φτερά του Χαρματάν, του Μονσούν και του Ζριχά. Είναι ένας ωκεανός συναισθημάτων, τέτοιων που ο Άνθρωπος των Πόλεων δεν έχει ξανανιώσει. Από την πρώτη επαφή απορρέει το απόλυτο σοκ. Αρκεί κάποιος να είναι έστω και λίγο ευαισθητοποιημένος, να έχει αποζητήσει, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιεί, ό,τι έχει στερηθεί. Τη φύση αυτή που γνώρισε παιδί με τους γονείς στην κυριακάτικη εκδρομή ή στο camping με την τρελοπαρέα. Τον ορίζοντα, που πλέον δεν βλέπει γιατί μπροστά του υψώνεται ο τοίχος της γκρίζας πολυκατοικίας, το απέναντι γραφείο, η οθόνη του pc, απόσταση για την οποία δεν είναι φτιαγμένη το οπτικό του σύστημα. Τη σιωπή, που πια δεν ακούει γιατί τα τύμπανά του βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα υπερβολικά και κακόηχα ντεσιμπέλ που τον δηλητηριάζουν αργά και σταθερά, χωρίς να το καταλαβαίνει.
Πρωτόγνωρη ομορφιά
Τριγύρω άμμος, λεπτή, φίνα που ρέει σαν πούδρα μέσα από τα δάχτυλα, σ’ όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, ανάλογα με την ώρα. Η ατμόσφαιρα ξηρή και λαμπερή -ο παράδεισος των φωτογράφων- βοηθάει τις ώρες της πεζοπορίας στην άμμο και το σκαρφάλωμα στα βράχια. Τα τοπία αρχίζουν να ξεδιπλώνονται σαν τόπια από χρυσοκέντητα μεταξωτά πολύτιμα υφάσματα που δεν ξέρεις ποιο να πρωτοδιαλέξεις. Δεν υπάρχει ψυχή, όμως αυτό το συνειδητοποιείς μετά τις πρώτες μέρες. Τέτοια εποχή ούτε ζώο, σπάνια να πετύχεις κανένα τρωκτικό των βράχων ή κανένα πουλί. Καμήλες και γαϊδουράκια, ναι, όλο και από κάπου θα ξεμυτίσουν αδιάφορα.
Κάτω από τον ήλιο, παίζοντας με τους βραχώδεις σχηματισμούς, οι πεζοπόροι μπαινοβγαίνουν σαν παιδιά μέσα σ’ ένα φυσικό λαβύρινθο μέχρι που βγαίνουν στους χρυσούς λόφους και μετά χάνονται ξανά ανάμεσα στις Βελόνες, όπως λέγεται μια περιοχή με βράχια σα λόγχες που σκίζουν το βαθύ μπλε του ουρανού. Η ομορφιά, το δέος, το μεγαλείο, είναι λέξεις που αυτόματα ανασύρονται από τα βάθη του μυαλού και προσπαθούν να δώσουν ένα νόημα στα αλαφιασμένα συναισθήματα.
Το φως παίζει παιχνίδια με τη σκιά. Υπάρχουν το άσπρο και το μαύρο, η ώχρα και ο ουρανός, η σκέψη και η σιωπή. Αρκούν, όπως αρκούν και δυο πιάτα ντόπιο φαί μαγειρεμένο στη μαρμίτα το βράδυ, ένα κομμάτι ψωμί ψημένο κάτω από τα κάρβουνα και την άμμο, νερό από το πηγάδι που κουβαλάνε μέσα στα μπιτόνια για τους τουρίστες -οι Τουαρέγκ πίνουν από τους ασκούς τους- και νέες φιλίες ξεπετιούνται μαζί με τις φλόγες της φωτιάς στην παραδοσιακή ιεροτελεστία του τσαγιού. Πράσινο τσάι με φρέσκια μέντα, προσεκτικά φυλαγμένη μέσα σε πάνινο σακουλάκι. Τρία ποτηράκια λένε θέλει το τσάι. Το πρώτο είναι πικρό, σαν τη ζωή, το δεύτερο δυνατό, σαν την αγάπη και το τρίτο γλυκό, σαν το θάνατο. Μια ιεροτελεστία σχετικά πρόσφατη, των αρχών του εικοστού αιώνα, αραβικής προέλευσης, αφορμή να συζητήσουν με τον περαστικό ταξιδιώτη και να μάθουν νέα από μακρινές χώρες. Προσβάλλονται δε ιδιαίτερα αν αρνηθεί κανείς τη φιλοξενία αυτή. Κι έχουν κάθε δικαίωμα αφού αυτή είναι και η μόνη τους ενημέρωση και διασκέδαση.
Αναγέννηση
Η νύχτα έχει πέσει από νωρίς και τα κουρασμένα κορμιά αναζητούν τη ζεστασιά των υπνόσακων με φόντο τον έναστρο ουρανό. Τα μάτια παλεύουν ανάμεσα στην κούραση και στο εξαίσιο θέαμα. Εκατομμύρια ήλιοι, διάττοντες αστέρες αλλά και δορυφόροι και αεροπλάνα στήνουν το δικό τους λαμπερό χορό εκεί πάνω. Μέσα στην απέραντη σιωπή το αυτί πιάνει έναν ήχο περίεργο, διαφορετικό, ναι, ακούγεται κάτι σαν… παφλασμός, σαν κύμα, ναι, νάτο, ξανά και ξανά, σ’ ένα γνωστό ρυθμό. Μα, είναι δυνατόν; Θάλασσα;
Για όσους έχουν κάνει triplex καρδιάς ο ήχος είναι γνώριμος. Είναι ο ήχος της ζωής.
Attachments
-
28,3 KB Προβολές: 120
Last edited by a moderator: