paefstra
Member
- Μηνύματα
- 13.894
- Likes
- 44.646
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο][B] [I]Όταν όλα τα ωραία τελειώνουν και γι αυτό είναι ωραία[/I
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/12805d1345547374-%EC%E7%ED-%E1%ED%E7%F3%F5%F7%E5%DF%F2-%F0%DC%F1%E5-%F0%FC%EB%E7-%E3%E9%E1-3-%EC%DD%F1%E5%F2-%EA%E1%E9-%E8%E1-%E3%DF%ED%E5%E9%F2-%F0%E5%F1%E4%DF%EA%E9-080-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/12805d1345547374t-%EC%E7%ED-%E1%ED%E7%F3%F5%F7%E5%DF%F2-%F0%DC%F1%E5-%F0%FC%EB%E7-%E3%E9%E1-3-%EC%DD%F1%E5%F2-%EA%E1%E9-%E8%E1-%E3%DF%ED%E5%E9%F2-%F0%E5%F1%E4%DF%EA%E9-080-jpg[/IMG][/URL] [URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/12806d1345547374-%EC%E7%ED-%E1%ED%E7%F3%F5%F7%E5%DF%F2-%F0%DC%F1%E5-%F0%FC%EB%E7-%E3%E9%E1-3-%EC%DD%F1%E5%F2-%EA%E1%E9-%E8%E1-%E3%DF%ED%E5%E9%F2-%F0%E5%F1%E4%DF%EA%E9-081-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/12806d1345547374t-%EC%E7%ED-%E1%ED%E7%F3%F5%F7%E5%DF%F2-%F0%DC%F1%E5-%F0%FC%EB%E7-%E3%E9%E1-3-%EC%DD%F1%E5%F2-%EA%E1%E9-%E8%E1-%E3%DF%ED%E5%E9%F2-%F0%E5%F1%E4%DF%EA%E9-081-jpg[/IMG][/URL
Το Ταξίδι ως προδοσία
Κάθε ταξίδι εμπεριέχει την προδοσία. Αφήνει κάποιος τον τόπο που ζει για τον άγνωστο-δίχως να ξέρει μερικές φορές κι αν αξίζει τον κόπο. Προδίδει την καθημερινότητα για την περιπέτεια. Τους αγαπημένους που αφήνει πίσω και τους χαιρετά μηχανικά, γιατί το βλέμμα του είναι στραμμένο στην αναχώρηση. Κι άλλοτε φεύγει προδομένος απ' όσους μπορούσαν να ακολουθήσουν και- αλίμονο- έμειναν πίσω.
Κι είναι μια προδοσία χωρίς ελαφρυντικά, καθώς είναι προμελετημένη, σχεδιασμένη από καιρό και ποτίζει τον προδότη με μεθυστικό ενθουσιασμό. Οι άλλοι, αν συνηθίσουν, συγχωρούν. Αλλά όχι για πάντα.
Ήξερα από την αρχή του καλοκαιριού ότι αρχές του Αυγούστου θα ήμουν στα βόρεια. Ευκαιρία για το ταξίδι στην Πόλη, που δυο χρόνια το έλεγα, κι όλο αναβαλλόταν. Μην έχοντας όμως σίγουρες τις ημερομηνίες, τέλος Ιουλίου πήρα την τελική απόφαση. Ο κόσμος να χαλάσει, φέτος θα πήγαινα. Αφού δεν είχα κλείσει ούτε ξενοδοχείο έγκαιρα και θέλοντας να έχω σίγουρη ξενάγηση στα μνημεία, έκλεισα με συνοπτικές διαδικασίες με ένα πρακτορείο της Θεσσαλονίκης, αλλά με σκοπό να γυρίσω με αεροπλάνο κατευθείαν Αθήνα. Όταν το ανακοίνωσα στη βόρεια παρέα μου, αμέσως βρέθηκαν και συνταξιδιώτες με ενθουσιασμό (όχι ότι δεν το περίμενα, η Μ. και ο Α. άλλο που δεν ήθελαν. Ο Α. έχει μεγαλώσει στη Σμύρνη κι έχει δουλέψει στην Πόλη για κάποιο διάστημα). Η επιλογή να ταξιδέψουμε με πρακτορείο, βέβαια βόλευε κυρίως εμένα, καθώς τα παιδιά είχαν ξαναπάει πολλές φορές στην Πόλη αλλά ήταν μια ευκαιρία να συναντήσουν φίλους. Εγώ, όμως θα είχα παράλληλο πρόγραμμα πηγαίνοντας στα μνημεία και συναντώντας τους το απόγευμα.
Οι Δον Ζουάν των Τόπων
Όπως κάθε προδοσία, καθένας την αντιμετωπίζει αλλιώς. Σαν το ξενοκοίταγμα στο γάμο ένα πράγμα. Ένας σου λέει “Πού να τρέχω, σαν το σπίτι μου πουθενά” . Πιστό σκυλί, φυλάει την πόλη και το βιος του έως εσχάτων. Κάποτε λίγο απέχει από το να πάρει τη μεγάλη απόφαση, αλλά πάντα κάτι τυχαίνει, ή, ακόμη χειρότερα, ανεβάζει τον πήχυ καθε φορά και σε μεγαλύτερο ύψος. Πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο, ας μη συμβιβαστεί με ημίμετρα άμα είναι να την κάνει την κουτσουκέλα. Και είναι και οι προσεκτικοί, αυτοί που αγγίζουν κάπου κάπου το καυτό αντικείμενο του πόθου τους μετά από βαθιά περίσκεψη, μακρόχρονο σχεδιασμό. Φτάνουν στον προορισμό τους, ζουν το ταξίδι μέχρι δακρύων αλλά την τελευταία μέρα αναφωνούν “σπίτι μου, σπιτάκι μου”. Δεν αντέχουν την προδοσία για πολύ. Γυρίζουν στην ασφάλεια της καθημερινότητας σχεδόν με ευγνωμοσύνη που όλα είναι όπως τα άφησαν. Εννοείται ότι θα έχουν να το διηγούνται για χρόνια.
Ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι, ο Δον Ζουάν τον Τόπων αδυνατεί να τους καταλάβει. Ζει για την αναχώρηση, ποτέ για την επιστροφή. Για το μεθυστικό πρωινό που αφήνει πίσω του το γνώριμο για το άγνωστο. Για τη μυρωδιά του τυπωμένου εισιτηρίου, για τη δυνατότητα να χωρέσει την ύπαρξή σε μια βαλίτσα και να την περιφέρει στα πέρατα της γης, για το φτερούγισμα την ώρα που πατά το πόδι του στο καινούργιο χώμα. Κλείνει το μάτι στους υπόλοιπους, όλοι ασθενείς από την ίδια αρρώστια.
Φεύγει διαλέγοντας με προσοχή τους προορισμούς στην αρχή, όπως διαλέγει τον εραστή ή την ερωμένη του- ομορφιά ή γοητεία, ευκολία στην κατάκτηση. Σιγά σιγά ξεθαρρεύει, θέλει να του βάζουν δύσκολα, να παιδευτεί, να ζοριστεί στην επιτυχία. Και κάθε φορά καθηλωμένος από την ποικιλία των μορφών και των παραλλαγών, δίνει χίλιες ειλικρινείς διαβεβαιώσεις ότι δε θέλει να φύγει από τον προορισμό ποτέ- μέγιστη πλάνη, σε λίγο η υπόσχεση μιας νέας επίσκεψης μπορεί να τον κάνει να ξεχάσει τα πάντα.
Φτάσαμε νωρίς το πρωί, μετά από ένα ταξίδι που με άφησε άυπνη- εδώ δεν κοιμάμαι εύκολα στις καλές μου. Πρωί πρωί στο Μπαλουκλί. Πήγαμε στη Ζωοδόχο Πηγήκαι την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Όπως ήμουν κατακουρασμένη, δεν κατάφερα να εντυπωσιαστώ, είχα τρελή ανάγκη από έναν καφέ- τον οποίο βρήκα στο καφέ εκεί έξω. Η επόμενη επίσκεψη στη Μονή της Χώρας με έβαλε για τα καλά στο κλίμα. Τα ψηφιδωτά με άφησαν άφωνη, όχι μόνο για την τεχνική και τον πλούτο τους, όσο για την τρυφερότητα και την ανθρώπινη διάσταση των απεικονίσεων.
Το μεσημέρι μας βρήκε στο Μεγάλο Παζάρι (Καπαλή Τσαρσί). Τα μαγαζάκια είναι αναρίθμητα, οι πωλητές με ξύπνιο βλέμμα πια, ζητούν αστρονομικά ποσά για ευτελή πράγματα. Έριξα μια ματιά αλλά αποφάσισα ότι δεν αξίζει τον κόπο να χάσει κανείς τη μέρα του εκεί. Άκρως τουριστική απάτη. Φάγαμε στα γρήγορα σε ένα από τα μαγαζάκια έξω από το Παζάρι. Αν και μοιάζανε με δικά μας γυράδικα, το φαϊ ήταν νοστιμότατο, ειδικά το πιλάφι που συνόδευε το αρνάκι που παράγγειλα.
Το ξενοδοχείο ήταν στην Findikzande. Αποδείχθηκε ένα αξιοπρεπές 3 αστέρων, με καλό πρωινό. Στάθηκα, μάλιστα τόσο τυχερή που μου έδωσαν δωμάτιο στον τελευταίο όροφο με άριστη θέα στην Πόλη. Αλλά με 2 παράθυρα οι κουρτίνες δεν μπορούσαν να το σκιάσουν επαρκώς και ο μεσημεριανός μου ύπνος πήγε περίπατο. Και ετοιμαζόμασταν για ξενύχτι το βράδυ....
Το ταξίδι ως κατάκτηση
Το να κατακτήσεις έναν τόπο, όπως κι πρόσωπο, είναι σχετική υπόθεση. Άλλος λέει πήγα για δυο μέρες και μου 'φτασε. Άλλος μένει ένα μήνα και λέει μου 'μειναν κι άλλα να δω. Κι οι δύο μπορεί να 'χουν δίκιο. Πάντως σίγουρα κανείς δεν έκανε το ίδιο ταξίδι με κάποιον άλλο στην ίδια πόλη, κι ας πήγαν μαζί. Οι λεπτομέρειες, οι εντυπώσεις καταγράφονται αλλιώς στον εγκέφαλο του καθένα, κι αν σκεφτούμε ότι κάθε ταξίδι είναι τελικά νεκρό από τη στιγμή που τελειώνει κι ανασταίνεται μόνο στη μνήμη μας... πόσοι δεν τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι ένα ατύχημα, μια περιστασιακή ή μόνιμη αμνησία θα μπορούσε με τόση ευκολία να διαγράψει εικόνες που αποκτήθηκαν με τόσο ξόδεμα χρόνου και κόπου και χρημάτων. Ποιος ξέρει αν θα 'μασταν οι ίδιοι τότε...
Κι ύστερα, με πόσους τόπους είναι ευχαριστημένος κανείς; Ο Δον Ζουάν τον Τόπων είναι μαξιμαλιστής. Θέλοντας τα πάντα στον υπερθετικό, θα κάνει όσα μπορεί ταξίδια περισσότερα. Καθένα με τη δική του αναχώρηση και επιστροφή. Θα κάνει τις διερευνητικές του επισκέψεις, αλλά μόνο για να επιστρέψει για την τελική κατάκτηση. Έτσι πιστεύει πως γνωρίζει.
Κι από την άλλη, σαν τον Χέρμαν Μέλβιλ που μίλησε μόνο για τις φάλαινες κι όμως έγραψε το σπουδαιότερο οντολογικό μυθιστόρημα που γράφτηκε, ίσως και ελάχιστα ταξίδια αλλά με γνήσιο βίωμα να φέρνουν την ίδια γνώση. Μπορεί από το μερικό να κατακτήσεις το όλον, ποιος μπορεί να ξέρει...
Το βράδυ στη Ταξίμ. Με το τραμ και μετά το μετρό από Καμπατάς. Βλέπω για πρώτη φορά φωτισμένη τη γέφυρα του Γαλατά. Σιγά σιγά το πιστεύω ότι είμαι εδώ. Τα τζαμιά είναι κι αυτά φωτισμένα λόγω του Ραμαζανιού. Επειγόντως για προφιτερόλ. Θα μπορούσα να τρώω 2-3 την ημέρα, νόστιμα μέχρι δακρύων. Στον τελευταίο όροφο του ζαχαροπλαστείου Senici το κάπνισμα επιτρέπεται και η ευχαρίστησή μου είναι ολοκληρωμένη. Η πρώτη βόλτα στην Istklal με αφήνει άφωνη. Πρώτον για τον ευρωπαϊκό αέρα των κτηρίων και μετά για το χαρούμενο πλήθος. Τι κοσμοσυρροή! Έχει πέσει νύχτα και η ολοήμερη νηστεία διακόπτεται. Οι Τούρκοι προς έκπληξή μου πίνουν μια χαρά τις μπυρίτσες και τις ρακές τους. Καταλήγουμε σε κάτι μπαράκια σε ένα στενάκι κάθετα της Istiklal, χτυπάω μια Efes παγωμένη βάλσαμο με τη ζέστη που κάνει. Για φαγητό λίγο πιο πάνω ένα Τούρκικο κουτούκι, δοκιμασμένο από τα παιδιά. Τα τραπέζια είναι μπρούνζινοι δίσκοι σφυρηλατημένοι και εκεί πάνω φέρνει το φαγητό (κοτόπουλο με πληγούρι, που δεν το κατάλαβα αρχικά, γιατί έμοιαζε με κουσκούς, καφτερή πιπεριά, νόστιμη ντοματοσαλάτα). Τα τίμησα δεόντως και πληρώσαμε ελάχιστα. Το βράδυ φαίνεται να ξενυχτούν οι πάντες, οικογένειες με τα μωρά στα καρότσια. Πίνουμε ένα τσάι με κάτι φίλους του Α. σε ένα μαγαζί εκεί κοντά. Κάποιος απ' αυτούς είναι νιόπαντρος, η γυναίκα του μοιάζει 18 χρονών και φοράει μαντήλα, μακρυμάνικο πουκάμισο, μακρύ παντελόνι. “Ήθελε η ίδια να φορέσει μαντήλα μετά το γάμο” μου εξηγεί, αλλά τον κοιτάω σκεπτική. Το μωρό τους κοιμάται ήρεμα στο καρότσι και είναι 2.30 τα ξημερώματα. Πολύ αργά, επιτέλους λίγος ύπνος στο ξενοδοχείο. Ευτυχώς είμαι τόσο ψόφια που δεν ακούω το πρωινό ξύπνημα του μουεζίνη κατά τις 4 για το γεύμα των μουσουλμάνων πριν το ξημέρωμα.
(συνεχίζεται)
Κάθε ταξίδι εμπεριέχει την προδοσία. Αφήνει κάποιος τον τόπο που ζει για τον άγνωστο-δίχως να ξέρει μερικές φορές κι αν αξίζει τον κόπο. Προδίδει την καθημερινότητα για την περιπέτεια. Τους αγαπημένους που αφήνει πίσω και τους χαιρετά μηχανικά, γιατί το βλέμμα του είναι στραμμένο στην αναχώρηση. Κι άλλοτε φεύγει προδομένος απ' όσους μπορούσαν να ακολουθήσουν και- αλίμονο- έμειναν πίσω.
Κι είναι μια προδοσία χωρίς ελαφρυντικά, καθώς είναι προμελετημένη, σχεδιασμένη από καιρό και ποτίζει τον προδότη με μεθυστικό ενθουσιασμό. Οι άλλοι, αν συνηθίσουν, συγχωρούν. Αλλά όχι για πάντα.
Ήξερα από την αρχή του καλοκαιριού ότι αρχές του Αυγούστου θα ήμουν στα βόρεια. Ευκαιρία για το ταξίδι στην Πόλη, που δυο χρόνια το έλεγα, κι όλο αναβαλλόταν. Μην έχοντας όμως σίγουρες τις ημερομηνίες, τέλος Ιουλίου πήρα την τελική απόφαση. Ο κόσμος να χαλάσει, φέτος θα πήγαινα. Αφού δεν είχα κλείσει ούτε ξενοδοχείο έγκαιρα και θέλοντας να έχω σίγουρη ξενάγηση στα μνημεία, έκλεισα με συνοπτικές διαδικασίες με ένα πρακτορείο της Θεσσαλονίκης, αλλά με σκοπό να γυρίσω με αεροπλάνο κατευθείαν Αθήνα. Όταν το ανακοίνωσα στη βόρεια παρέα μου, αμέσως βρέθηκαν και συνταξιδιώτες με ενθουσιασμό (όχι ότι δεν το περίμενα, η Μ. και ο Α. άλλο που δεν ήθελαν. Ο Α. έχει μεγαλώσει στη Σμύρνη κι έχει δουλέψει στην Πόλη για κάποιο διάστημα). Η επιλογή να ταξιδέψουμε με πρακτορείο, βέβαια βόλευε κυρίως εμένα, καθώς τα παιδιά είχαν ξαναπάει πολλές φορές στην Πόλη αλλά ήταν μια ευκαιρία να συναντήσουν φίλους. Εγώ, όμως θα είχα παράλληλο πρόγραμμα πηγαίνοντας στα μνημεία και συναντώντας τους το απόγευμα.
Οι Δον Ζουάν των Τόπων
Όπως κάθε προδοσία, καθένας την αντιμετωπίζει αλλιώς. Σαν το ξενοκοίταγμα στο γάμο ένα πράγμα. Ένας σου λέει “Πού να τρέχω, σαν το σπίτι μου πουθενά” . Πιστό σκυλί, φυλάει την πόλη και το βιος του έως εσχάτων. Κάποτε λίγο απέχει από το να πάρει τη μεγάλη απόφαση, αλλά πάντα κάτι τυχαίνει, ή, ακόμη χειρότερα, ανεβάζει τον πήχυ καθε φορά και σε μεγαλύτερο ύψος. Πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο, ας μη συμβιβαστεί με ημίμετρα άμα είναι να την κάνει την κουτσουκέλα. Και είναι και οι προσεκτικοί, αυτοί που αγγίζουν κάπου κάπου το καυτό αντικείμενο του πόθου τους μετά από βαθιά περίσκεψη, μακρόχρονο σχεδιασμό. Φτάνουν στον προορισμό τους, ζουν το ταξίδι μέχρι δακρύων αλλά την τελευταία μέρα αναφωνούν “σπίτι μου, σπιτάκι μου”. Δεν αντέχουν την προδοσία για πολύ. Γυρίζουν στην ασφάλεια της καθημερινότητας σχεδόν με ευγνωμοσύνη που όλα είναι όπως τα άφησαν. Εννοείται ότι θα έχουν να το διηγούνται για χρόνια.
Ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι, ο Δον Ζουάν τον Τόπων αδυνατεί να τους καταλάβει. Ζει για την αναχώρηση, ποτέ για την επιστροφή. Για το μεθυστικό πρωινό που αφήνει πίσω του το γνώριμο για το άγνωστο. Για τη μυρωδιά του τυπωμένου εισιτηρίου, για τη δυνατότητα να χωρέσει την ύπαρξή σε μια βαλίτσα και να την περιφέρει στα πέρατα της γης, για το φτερούγισμα την ώρα που πατά το πόδι του στο καινούργιο χώμα. Κλείνει το μάτι στους υπόλοιπους, όλοι ασθενείς από την ίδια αρρώστια.
Φεύγει διαλέγοντας με προσοχή τους προορισμούς στην αρχή, όπως διαλέγει τον εραστή ή την ερωμένη του- ομορφιά ή γοητεία, ευκολία στην κατάκτηση. Σιγά σιγά ξεθαρρεύει, θέλει να του βάζουν δύσκολα, να παιδευτεί, να ζοριστεί στην επιτυχία. Και κάθε φορά καθηλωμένος από την ποικιλία των μορφών και των παραλλαγών, δίνει χίλιες ειλικρινείς διαβεβαιώσεις ότι δε θέλει να φύγει από τον προορισμό ποτέ- μέγιστη πλάνη, σε λίγο η υπόσχεση μιας νέας επίσκεψης μπορεί να τον κάνει να ξεχάσει τα πάντα.
Φτάσαμε νωρίς το πρωί, μετά από ένα ταξίδι που με άφησε άυπνη- εδώ δεν κοιμάμαι εύκολα στις καλές μου. Πρωί πρωί στο Μπαλουκλί. Πήγαμε στη Ζωοδόχο Πηγήκαι την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Όπως ήμουν κατακουρασμένη, δεν κατάφερα να εντυπωσιαστώ, είχα τρελή ανάγκη από έναν καφέ- τον οποίο βρήκα στο καφέ εκεί έξω. Η επόμενη επίσκεψη στη Μονή της Χώρας με έβαλε για τα καλά στο κλίμα. Τα ψηφιδωτά με άφησαν άφωνη, όχι μόνο για την τεχνική και τον πλούτο τους, όσο για την τρυφερότητα και την ανθρώπινη διάσταση των απεικονίσεων.
Το μεσημέρι μας βρήκε στο Μεγάλο Παζάρι (Καπαλή Τσαρσί). Τα μαγαζάκια είναι αναρίθμητα, οι πωλητές με ξύπνιο βλέμμα πια, ζητούν αστρονομικά ποσά για ευτελή πράγματα. Έριξα μια ματιά αλλά αποφάσισα ότι δεν αξίζει τον κόπο να χάσει κανείς τη μέρα του εκεί. Άκρως τουριστική απάτη. Φάγαμε στα γρήγορα σε ένα από τα μαγαζάκια έξω από το Παζάρι. Αν και μοιάζανε με δικά μας γυράδικα, το φαϊ ήταν νοστιμότατο, ειδικά το πιλάφι που συνόδευε το αρνάκι που παράγγειλα.
Το ξενοδοχείο ήταν στην Findikzande. Αποδείχθηκε ένα αξιοπρεπές 3 αστέρων, με καλό πρωινό. Στάθηκα, μάλιστα τόσο τυχερή που μου έδωσαν δωμάτιο στον τελευταίο όροφο με άριστη θέα στην Πόλη. Αλλά με 2 παράθυρα οι κουρτίνες δεν μπορούσαν να το σκιάσουν επαρκώς και ο μεσημεριανός μου ύπνος πήγε περίπατο. Και ετοιμαζόμασταν για ξενύχτι το βράδυ....
Το ταξίδι ως κατάκτηση
Το να κατακτήσεις έναν τόπο, όπως κι πρόσωπο, είναι σχετική υπόθεση. Άλλος λέει πήγα για δυο μέρες και μου 'φτασε. Άλλος μένει ένα μήνα και λέει μου 'μειναν κι άλλα να δω. Κι οι δύο μπορεί να 'χουν δίκιο. Πάντως σίγουρα κανείς δεν έκανε το ίδιο ταξίδι με κάποιον άλλο στην ίδια πόλη, κι ας πήγαν μαζί. Οι λεπτομέρειες, οι εντυπώσεις καταγράφονται αλλιώς στον εγκέφαλο του καθένα, κι αν σκεφτούμε ότι κάθε ταξίδι είναι τελικά νεκρό από τη στιγμή που τελειώνει κι ανασταίνεται μόνο στη μνήμη μας... πόσοι δεν τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι ένα ατύχημα, μια περιστασιακή ή μόνιμη αμνησία θα μπορούσε με τόση ευκολία να διαγράψει εικόνες που αποκτήθηκαν με τόσο ξόδεμα χρόνου και κόπου και χρημάτων. Ποιος ξέρει αν θα 'μασταν οι ίδιοι τότε...
Κι ύστερα, με πόσους τόπους είναι ευχαριστημένος κανείς; Ο Δον Ζουάν τον Τόπων είναι μαξιμαλιστής. Θέλοντας τα πάντα στον υπερθετικό, θα κάνει όσα μπορεί ταξίδια περισσότερα. Καθένα με τη δική του αναχώρηση και επιστροφή. Θα κάνει τις διερευνητικές του επισκέψεις, αλλά μόνο για να επιστρέψει για την τελική κατάκτηση. Έτσι πιστεύει πως γνωρίζει.
Κι από την άλλη, σαν τον Χέρμαν Μέλβιλ που μίλησε μόνο για τις φάλαινες κι όμως έγραψε το σπουδαιότερο οντολογικό μυθιστόρημα που γράφτηκε, ίσως και ελάχιστα ταξίδια αλλά με γνήσιο βίωμα να φέρνουν την ίδια γνώση. Μπορεί από το μερικό να κατακτήσεις το όλον, ποιος μπορεί να ξέρει...
Το βράδυ στη Ταξίμ. Με το τραμ και μετά το μετρό από Καμπατάς. Βλέπω για πρώτη φορά φωτισμένη τη γέφυρα του Γαλατά. Σιγά σιγά το πιστεύω ότι είμαι εδώ. Τα τζαμιά είναι κι αυτά φωτισμένα λόγω του Ραμαζανιού. Επειγόντως για προφιτερόλ. Θα μπορούσα να τρώω 2-3 την ημέρα, νόστιμα μέχρι δακρύων. Στον τελευταίο όροφο του ζαχαροπλαστείου Senici το κάπνισμα επιτρέπεται και η ευχαρίστησή μου είναι ολοκληρωμένη. Η πρώτη βόλτα στην Istklal με αφήνει άφωνη. Πρώτον για τον ευρωπαϊκό αέρα των κτηρίων και μετά για το χαρούμενο πλήθος. Τι κοσμοσυρροή! Έχει πέσει νύχτα και η ολοήμερη νηστεία διακόπτεται. Οι Τούρκοι προς έκπληξή μου πίνουν μια χαρά τις μπυρίτσες και τις ρακές τους. Καταλήγουμε σε κάτι μπαράκια σε ένα στενάκι κάθετα της Istiklal, χτυπάω μια Efes παγωμένη βάλσαμο με τη ζέστη που κάνει. Για φαγητό λίγο πιο πάνω ένα Τούρκικο κουτούκι, δοκιμασμένο από τα παιδιά. Τα τραπέζια είναι μπρούνζινοι δίσκοι σφυρηλατημένοι και εκεί πάνω φέρνει το φαγητό (κοτόπουλο με πληγούρι, που δεν το κατάλαβα αρχικά, γιατί έμοιαζε με κουσκούς, καφτερή πιπεριά, νόστιμη ντοματοσαλάτα). Τα τίμησα δεόντως και πληρώσαμε ελάχιστα. Το βράδυ φαίνεται να ξενυχτούν οι πάντες, οικογένειες με τα μωρά στα καρότσια. Πίνουμε ένα τσάι με κάτι φίλους του Α. σε ένα μαγαζί εκεί κοντά. Κάποιος απ' αυτούς είναι νιόπαντρος, η γυναίκα του μοιάζει 18 χρονών και φοράει μαντήλα, μακρυμάνικο πουκάμισο, μακρύ παντελόνι. “Ήθελε η ίδια να φορέσει μαντήλα μετά το γάμο” μου εξηγεί, αλλά τον κοιτάω σκεπτική. Το μωρό τους κοιμάται ήρεμα στο καρότσι και είναι 2.30 τα ξημερώματα. Πολύ αργά, επιτέλους λίγος ύπνος στο ξενοδοχείο. Ευτυχώς είμαι τόσο ψόφια που δεν ακούω το πρωινό ξύπνημα του μουεζίνη κατά τις 4 για το γεύμα των μουσουλμάνων πριν το ξημέρωμα.
(συνεχίζεται)
Attachments
-
21,9 KB Προβολές: 56