Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.371
- Likes
- 18.672
- Επόμενο Ταξίδι
- Bordeaux
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
-«Μαμά πότε θα πάμε στο King’s Landing;;;;;;»
Ρωτούσε επίμονα ο μεγάλος μου γιος.
-«Δύσκολο βρε αγόρι μου». Του έλεγα.
-«Δεν μπορώ να βρω φθηνά εισιτήρια για το Dubrovnik».
Ναι! Γιατί το King’s Landing υπάρχει!!! Και είναι το Dubrovnik!!!
Η αλήθεια είναι ότι εγώ το είχα “ξεσηκώσει” το παιδί.
Από πολύ καιρό φλέρταρα με τον προορισμό αυτό (του Dubrovnik). Όταν όμως μετά από μεγάλη παρότρυνση των παιδιών μου άρχισα να βλέπω τη σειρά “Game of Thrones” και ανακάλυψα ότι στο Dubrovnik που ήθελα τόσο πολύ να πάω είχε γυριστεί κατά πολύ μεγάλο βαθμό και η αγαπημένη σειρά των παιδιών, τότε σφηνώθηκε για τα καλά στο μυαλό μου να σχεδιάσω ένα οικογενειακό θεματικό ταξίδι προς τον προορισμό αυτόν.
Τα παιδιά μισοαστεία μισοσοβαρά με ρωτούσαν συνεχώς πότε θα πάμε, γνωρίζοντας ότι δεν θα κουραζόντουσαν και πολύ για να με πείσουν.
Μετά από αρκετή μελέτη ιστοριών του travel stories που αφορούσαν οδικά ταξίδια στην Κροατία, κατάλαβα ότι δεν είναι και τόσο τραγική η απόσταση για να πάμε με το αυτοκίνητο μέχρι εκεί. Με μια καλή οργάνωση και με καλή διάθεση (που από μέρους τουλάχιστον των παιδιών υπήρχε), μπορούσαμε να το τολμήσουμε.
Ύστερα από πολλή σκέψη, υπολογισμούς, σχεδιασμούς και επανασχεδιασμούς τελικά κατέληξα στο εξής πρόγραμμα:
1η ημέρα: Αναχώρηση απόγευμα Παρασκευής για Ιωάννινα, όπου θα διανυκτερεύαμε.
2η ημέρα: Διάσχιση Αλβανίας και Μαυροβούνιου και άφιξη στο Dubrovnik που θα διανυκτερεύαμε
3η & 4η ημέρα στο Dubrovnik
5η ημέρα: Ημερήσια στο Mostar της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης, με κατάληξη στο Split.
6η ημέρα: Ημερήσια σε κάστρο Klis, Εθνικό Δρυμό Krka και Sibenik. Επιστροφή σε Split.
7η ημέρα: Ημερήσια σε νησί Brac για μπάνιο και ταξίδι για τον φιόρδ του Kotor στο Μαυροβούνιο.
8η ημέρα: Βόλτα στο Kotor και ταξίδι για το Αργυρόκαστρο της Αλβανίας, όπου θα διανυκτερεύαμε.
9η ημέρα: Ταξίδι μέσω Ιωαννίνων και Μετεώρων, με κατάληξη στα πάτρια εδάφη (Αθήνα).
Στην ουσία πήγαμε και ήρθαμε από τον ίδιο δρόμο. Ενώ στην αρχή μελετούσα να πάμε παραλιακά και να γυρίσουμε π.χ. από Βελιγράδι, χωρίς να μπορώ να βγάλω πρόγραμμα στο 9ήμερο που είχα στη διάθεσή μου, τελικά κατέληξα να πάμε και να ‘ρθουμε από τον ίδιο δρόμο κάνοντας απλά άλλες στάσεις στο “ανέβα” και άλλες στο “κατέβα” προσπαθώντας να ισομοιράσω κάπως και τα χιλιόμετρα ανά ημέρα και αυτό επειδή είχα τα παιδιά μαζί μου και φοβόμουν γκρίνιες.
Ευτυχώς γκρίνιες δεν υπήρχαν, το τιμόνι ισομοιράστηκε από εμένα και τον άντρα μου και όλα πήγαν καλά.
Η επιλογή των ξενοδοχείων έγινε με βάση τα εξής κριτήρια: Ήθελα να είναι οικονομικά, να έχουν κουζίνα για να μπορώ να ετοιμάζω πρωινό ή και βραδινό φαγητό, να μπορούμε να τα βρίσκουμε εύκολα και να έχουν ασφαλές parking για το αυτοκίνητό μας.
Το αυτοκίνητο φορτώθηκε από την προηγούμενη ημέρα με μικρό ψυγείο (που φόρτιζε από την μπαταρία του αυτοκινήτου), ρούχα, πολλά σνακ, αξεσουάρ μπάνιου και CD’s.
Την πρώτη Παρασκευή λοιπόν του Σεπτεμβρίου του ’16 μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε από Αθήνα. Το ταξίδι κράτησε 9 ημέρες (8 νύχτες) και γυρίσαμε το Σάββατο πριν αρχίσουν τα σχολεία. Τέλειο εννιαήμερο, από άποψη καιρού (γιατί ήταν ακόμα καλοκαίρι) αλλά και από άποψη κίνησης στους δρόμους (γιατί το καλοκαίρι είχε τελειώσει). Η παρέα αποτελούνταν από δύο ενήλικες (μαμά-μπαμπάς) , 2 έφηβους (αγόρια 15 και σχεδόν 17 χρονών) και από μια εννιάχρονη (το μικρότερο μέλος της οικογένειας).
1η ημέρα (Αναχώρηση)
Ξεκινήσαμε απόγευμα μετά τη δουλειά. Όσο έτοιμοι και να είμαστε, οι ετοιμασίες της τελευταίας στιγμής μας ανάγκασαν να φύγουμε τελικά στις 5:00 το απόγευμα. Η διαδρομή είναι γνωστή. Ισθμός, γέφυρα Ρίου-Αντιρίου, Αγρίνιο και Άρτα και κατάληξη Γιάννενα. Κάποια κομμάτια της Ιονίας οδού ήταν έτοιμα προς κυκλοφορία, αλλά κάποια άλλα κομμάτια ήταν πολύ κακά, στενά με στροφές και με πολλά έργα. Τελικά φτάσαμε στα Γιάννενα στις 10:30 το βράδυ.
Το ξενοδοχείο που είχα κλείσει ήταν στη συνοικία Πέραμα. Πρόκειται για ένα δωμάτιο διαμέρισμα, δίχωρο με κουζινίτσα και μπαλκονάκι και πολύ οικονομικό. Μόλις 45€. Η περιοχή είναι εξοχή. Το βρήκαμε εύκολα γιατί ξεχώριζε μέσα στη νύχτα με τη φωτεινή του επιγραφή.
Ξεφορτώσαμε μόνο τα απαραίτητα για έναν ύπνο που θα κάναμε. Δεν βγήκαμε βόλτα, γιατί τα Γιάννενα θα τα βλέπαμε στον γυρισμό. Μαγείρεψα κάτι πρόχειρο στη μικρή αλλά λειτουργική κουζίνα (με προμήθειες που είχα από την Αθήνα), φάγαμε και κοιμηθήκαμε γρήγορα.
Πρωινό ξύπνημα στην εξοχή, στα Γιάννενα.
2η ημέρα (Durres-Sveti Stefan-Mlini)
Την επόμενη μέρα είχαμε πρωινό εγερτήριο. Πολύ θα ήθελα να φεύγαμε στις 7:00 το πρωί, για να φτάσουμε πριν πέσει ο ήλιος στο Ντουμπρόβνικ. Όταν όμως έχεις παιδιά είναι πολύ δύσκολο σε φάση διακοπών ειδικά να τα καταφέρεις με το πρωινό ξύπνημα. Τελικά αναχωρήσαμε στις 8:00. Ύστερα από συμβουλή ενός φίλου μας (που πηγαινοέρχεται συχνά στην Αλβανία οδικώς) προτιμήσαμε να βάλουμε βενζίνη στην Ελλάδα και όχι στην Αλβανία (που είναι σαφώς πιο φθηνή). Φουλάραμε λοιπόν το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
Τα σύνορα από τα Ιωάννινα απέχουν μια ώρα. Το φυλάκιο το περάσαμε “αέρα”. Κίνηση μηδέν. Η διαδρομή επί Αλβανικού εδάφους ήταν αδιάφορη. Μια στάση του λεπτού μόνο κάναμε στο Τεπελένι και αυτή για να βγάλουμε μια φωτογραφία το άγαλμα του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Μια παραλίγο στάση σε μια κοιλάδα, που τοπικοί παραγωγοί πουλούσαν γάλα και μέλι και ένα “βλέφαρο” ρίξαμε μόνο σε μια λαϊκή αγορά του δρόμου. Το περίεργο με αυτήν την αγορά ήταν ότι ήταν πάνω στον Εθνικό τους δρόμο και πουλούσε τα πάντα. Μέχρι και ηλεκτρικά είδη (κουζίνες και ψυγεία) είχαν…πάνω στην άσφαλτο!
Δρόμος στην Αλβανία
Η λαϊκή ...της ασφάλτου.
Μετά υπήρχαν χιλιόμετρα και χιλιόμετρα σε δρόμο που άλλοτε ήταν διπλής κατεύθυνσης και στενός που ήταν αδύνατον να προσπεράσεις γιατί υπήρχαν παντού μπλόκα και όρια ταχύτητας, και άλλοτε είχε μεγάλα καλά κομμάτια δρόμου διπλής κυκλοφορίας με μπάρα στη μέση. Τα κομμάτια αυτά δόθηκαν στην κυκλοφορία εδώ και δυο-τρία χρόνια και «μείωσαν» την απόσταση σύνορα – Δυρράχιο κατά τρεις ώρες περίπου. Εμείς από την Κακαβιά κάναμε να φτάσουμε Δυρράχιο περίπου 3 ώρες. Βρήκαμε πολλή κίνηση στην πόλη Fier, όπου ο δρόμος περνούσε μέσα από την πόλη και ήταν και Σάββατο πρωί και γινόταν χαμός. Μέχρι στιγμής δεν βρήκαμε τίποτα δελεαστικό για να σταματήσουμε στο δρόμο για ένα διάλειμμα, για έναν καφέ. Πιστεύαμε ότι στο Δυρράχιο θα βρίσκαμε κάτι, αφού είναι παραθαλάσσια πόλη και λιμάνι και την προτιμούν οι πιο Μεσόγειοι για μπάνιο.
Φτάσαμε λοιπόν στο Δυρράχιο. Με αφορμή την επίσκεψή μας στην πόλη πρόσφατα έμαθα ότι το Δυρράχιο είναι η αρχαία Επίδαμνος, που ιδρύθηκε το 627π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων. Οι διαμάχες της μάλιστα αποτέλεσαν τη σημαντικότερη αφορμή για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σήμερα λέγεται Durres.
Εδώ επιβαλλόταν μία στάση για να ξεμουδιάσουμε και να φάμε και κάτι. Ένας πολύ χαρακτηριστικός δρόμος με πεζοδρόμιο στη μέση διέσχιζε την πόλη. Πάνω στο πεζοδρόμιο υπήρχαν πανύψηλοι φοίνικες. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν πολύ ψηλές νεόδμητες ως επί το πλείστον πολυκατοικίες αισθητικής δεκαετίας του ’80.
Προσανατολιστικά νιώθαμε ότι η θάλασσα είναι πίσω από τις πολυκατοικίες αριστερά μας (δηλ. δυτικά καθώς ανεβαίναμε). Αφού διασχίσαμε το δρόμο μέχρι εκεί που τελείωναν οι φοίνικες κάναμε αναστροφή ώστε να έχουμε τη θάλασσα δεξιά μας για να βρούμε ένα στενάκι να στρίψουμε δεξιά για να βγούμε στην παραλία. Μάταιο ήταν. Το ένα στενό ήταν αδιέξοδο, το άλλο ήταν πολύ στενό, το άλλο είχε συμφόρηση, οπότε αναγκαστήκαμε και ξαναπήραμε το δρόμο με τους φοίνικες από την αρχή ξανά. Τελικά καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε παραλιακός δρόμος και πίσω από τις πολυκατοικίες άρχιζε κατ’ ευθείαν η παραλία. Μετά από πολλά πήγαινε-έλα βρήκαμε ένα άνοιγμα και κατεβήκαμε κοντά στη θάλασσα. Δεν θέλαμε και να αφήσουμε και το αυτοκίνητο μόνο του στιγμή. Βρεθήκαμε επιτέλους στην παραλία.
Οκ! Τι ήταν αυτό που είδα; Μια απέραντη αμμουδιά σε μήκος, με λεπτόκκοκη βρεγμένη και σκουρόχρωμη άμμο, με κόσμο πατίς με πατώ σε. Άνδρες και παιδιά μέσα στη ρηχή σαν μπανιέρα θάλασσα και γυναίκες με καρότσια και μωρά να κάθονται στην άμμο. Πολλές από αυτές φορούσαν μαντήλες και ήταν από την κορυφή μέχρι τα νύχια ντυμένες. Οι πιο θαρραλέες είχαν τολμήσει να μπουν και στη θάλασσα, μέχρι το γόνατο. Έξω υπήρχαν μαγαζάκια τύπου κυλικείο με μουσική στη διαπασών.
Η όλη εικόνα μου φαινόταν…μια “ομορφιά” να το πω;
Πόσο να ψάξεις μέσα σε αυτό το περιβάλλον να βρεις κάπου να καθίσεις με τα παιδιά; Κάτι καλό θα υπάρχει, αλλά που να το βρεις και πόση ώρα θα κάνεις; Είχαμε ήδη χάσει 40 λεπτά ψάχνοντας πάνω κάτω τον φοινικόδρομο. Τελικά του άνδρα μου του ήρθε μια ιδέα. Καθώς ψάχναμε κάπου πήρε το μάτι μας ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων. Μπείτε μέσα στο αυτοκίνητο μας είπε. Θα πάμε για φαγητό στο πεντάστερο.
Στην είσοδο του parking του ξενοδοχείου υπήρχαν σεκιουριτάδες. Με το που σκάσαμε μύτη, είτε γιατί πίστεψαν ότι είμαστε πελάτες είτε γιατί ψάρωσαν με τα σκούρα τζάμια και τις κόκκινες πινακίδες που είχαμε, όχι μόνο δεν μας σταμάτησαν, αλλά μας κάνανε νόημα να συνεχίσουμε και μας υπέδειξαν με νοήματα πάντα που να παρκάρουμε.
Προσεγμένο περιβάλλον, με πισίνα και αναψυκτήριο και με μια διπλή ελικοειδή μαρμάρινη σκάλα να ανεβαίνει στο κυρίως κτίριο αλά “Δυναστεία”. Παρκάραμε και μπήκαμε. Μια χαρά. Ωραίο lobby, το διασχίσαμε και βγήκαμε στην μπροστινή βεράντα που έβλεπε θάλασσα. Μεταλλικά έπιπλα (είπαμε δεκαετίας του ’80, αυτό δεν αλλάζει) με δυο μοναχικούς ξένους σε δυο τραπέζια. Η θάλασσα και εδώ έφτανε μέχρι τον τοίχο του ξενοδοχείου, μόνο που εδώ ήταν πιο ανθρώπινα. Είχε λιγότερο κόσμο και είχε και κάποιες ψάθινες ομπρέλες με ξαπλώστρες σε αραιή απόσταση μεταξύ τους που έκανε την αμμουδιά τουλάχιστον πιο…πιο…καλή.
Δεδομένου ότι είχε αρχίσει και η πείνα, ήταν και καλό και το περιβάλλον αποφασίσαμε να καθίσουμε για φαγητό και καφέ.
Παραγγείλαμε 2 μακαρονάδες (μία γαριδομακαρονάδα και μία με τρούφα), ένα χάμπουγκερ (που ήταν τεράστιο και συνοδευόταν με πατάτες), 2 καπουτσίνο και 2 μπουκάλια νερό. Πληρώσαμε με στρογγυλοποίηση 30€ (σε euro). Το φαγητό ήταν πολύ καλό.
Το αστείο ήταν ότι πριν έρθει η παραγγελία μας ο σερβιτόρος μας έφερε ένα τύπου ορεκτικό. Ήταν κάποια κομμάτια που εξωτερικά έμοιαζαν με πατάτες χοντροκομμένες με τη φλούδα (αλλά είχαν γεύση τηγανιτού ψωμιού) και από πάνω είχε μια γαρνιτούρα άσπρη και πολύ αφράτη που έμοιαζε με μαρέγκα χτυπημένη, αλλά ήταν άγευστη. Δοκιμάσαμε όλοι, αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά τι ήταν αυτό που φάγαμε. Οπότε πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον σερβιτόρο για να μάθω τι το παραδοσιακό έφαγα. Ο διάλογος έγινε στα Αγγλικά.
Στην ερώτηση «πείτε μας τι είναι αυτό»; Πήραμε την εξής απίθανη απάντηση: «Φάτε το είναι δωρεάν».
Εντάξει δεν κατάλαβε τι τον ρωτήσαμε μάλλον. Αλλά και πάλι τι πίστευε; ότι μια πενταμελής οικογένεια τουριστών μπήκανε μέσα σε πεντάστερο του Δυρραχίου ελπίζοντας να φάει κάτι δωρεάν; Δεν ρώτησα αυτό, ρώτησα «τι είναι». Α! Είναι κάτι παραδοσιακό Αλβανικό και είναι……….κάτι που δεν κατάλαβα τελικά με τα Αγγλικά που προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε.
Τέλος πάντων. Τελικά μια χαρά ήταν το διάλειμμά μας στο Δυρράχιο. Επισκεφτήκαμε για “σέρβις” και την πεντακάθαρη γρανιτένια τουαλέτα του ξενοδοχείου και αφού μας πέρασε για λίγο από το μυαλό να κάνουμε μπάνιο στην πισίνα του ξενοδοχείου (που μάλλον δεν θα μας έλεγαν και τίποτα, αφού μας πέρασαν για θαμώνες) έφτασε η ώρα να φύγουμε. Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για την επόμενη στάση μας, που θα ήταν στο Μαυροβούνιο. Φεύγοντας πήρε το μάτι μου και άλλο πεντάστερο, πάνω στο φοινικόδρομο.
Το Δυρράχιο, με τον φοινικόδρομο.
Και η παραλία του
Το φαγητό μας
Μετά από άλλες δύο ώρες οδήγηση και τα άπειρα μπλόκα στο δρόμο, φτάσαμε στα σύνορα με το Μαυροβούνιο. Από την Αλβανία -όπως λέει και ο άνδρας μου- σαν να περάσαμε αόρατοι. Περάσαμε αρκετά γρήγορα. Κανείς δεν μας μίλησε και κανείς δεν μας πρόσεξε. Ακόμα και ο σερβιτόρος νομίζω έκανε προσπάθεια να μη μας προσέξει. Κάτι όμως που δεν συνέβηκε …στο γυρισμό μας που ξαναπεράσαμε από τη χώρα.
Περάσαμε πάλι άνετα τα σύνορα. Καθόλου κίνηση. Μπήκαμε στο Μαυροβούνιο. Λίγο πριν και λίγο μετά τα σύνορα κάνανε και την εμφάνισή τους και κάποια τζαμιά. Το τοπίο άρχιζε να αλλάζει. Πολύ πράσινο.
Στόχος μας ήταν να κάνουμε στάση για μπάνιο στην παραλία του Sveti Stefan. Απέναντι από το διάσημο νησάκι και prive resort της Αδριατικής στο Μαυροβούνιο, έχει παραλία και για τους κοινούς θνητούς και εκεί σκεπτόμασταν να πάμε για μπάνιο.
Τα υπόλοιπα 60 περίπου χιλιόμετρα τα κάναμε σε έναν πολύ επαρχιακό δρόμο (που μπορεί να μας έστειλε και κατά λάθος το gps) πάνω στα όρη και τα βουνά, με ψιλοκίνηση όμως και λίγο πιο αργά απ’ ότι υπολόγιζα φτάσαμε στο Sveti Stefan. Βάλαμε το αυτοκίνητο σε φυλασσόμενο parking (με 4€), βάλαμε τα μαγιό μας και κατεβήκαμε στην παραλία.
Ο δρόμος στο Μαυροβούνιο.
Και άλλος δρόμος στο Μαυροβούνιο
Οκ! Ωραία και καθαρή η θάλασσα, κρυστάλλινη, με χοντρό στρογγυλό βότσαλο. Το πιο ωραίο όμως ήταν η θέα του νησιού απέναντι.
Πρόκειται για ένα μεσαιωνικό χωριό “στριμωγμένο” πάνω σε ένα νησάκι που ενώνεται με μια στενή λωρίδα γης με τη στεριά. Το χωριό αυτό ανήκει πλέον στην Aman Sveti Stefan Resort και μόνο οι θαμώνες του επιτρέπεται να πατήσουν το πόδι τους σε αυτό!
Λόγω της ιδιωτικότητας που προσφέρει, αλλά και της ομορφιάς του επιλέχτηκε άλλωστε και από τον διάσημο Σέρβο τενίστα Djokovic, πρόπερσι τον Ιούλιο για το γάμο του. Εμείς δεν μπορέσαμε να πάμε τότε….., οπότε είπαμε να τιμήσουμε το μέρος έστω και στα γρήγορα τώρα, μιας και περνάμε από την περιοχή………
Μόνο που ήρθαμε σε λάθος ώρα. Είμαστε χρονικά κοντά στη Δύση του ηλίου και από τη λάθος μεριά του νησιού. Είχαμε κόντρα τον ήλιο και οι φωτογραφίες με φόντο το νησί προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι θα είναι…όχι κακοφωτισμένες, όοοχι, αλλά… “καλλιτεχνικές”. Δεν πειράζει. Εμείς απολαύσαμε το μπάνιο μας, γιατί ήταν και μια ζεστή μέρα και μας βγήκε λίγο και η ένταση των τόσων ωρών οδήγησης.
Επιτεύχθηκε και ο δεύτερος στόχος για σήμερα. Κάναμε ντουζ σε ντουζιέρες της παραλίας αλλάξαμε και στα αποδυτήρια της και φύγαμε.
Είχαμε ακόμα άλλα 100km μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Αυτό σήμαινε περίπου 2 ώρες και κάτι. Στη μισή απόσταση περίπου συναντήσαμε το ferry που μας μετέφερε στην απέναντι μεριά του κόλπου του Kotor. Ξεπιαστήκαμε για 10’, όσο έκανε το καραβάκι να περάσει απέναντι. Και μόνο το αυτοκίνητο πλήρωσε 4€ για το “πέρασμα”.
Μετά από μία ώρα περίπου φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Αυτό δεν ήταν στο Ντουμπρόβνικ αλλά σε ένα χωριό περίπου 7 km πριν το Ντουμπρόβνικ που λέγεται Mlini. Το ξενοδοχείο ήταν πανεύκολο να το βρούμε γιατί ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο. Vila Brasina λέγεται. Δεν είχε φοβερές κριτικές, αλλά ήταν πολύ οικονομικό (είχε 65€ το βράδυ για πενταμελή οικογένεια), με δύο δωμάτια με κουζίνα (που ήθελα) και πισίνα (απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η ευτυχία των παιδιών), αλλά και για να αποδώσω κιόλας στο ταξίδι αυτό και τον τίτλο: “ταξίδι αναψυχής”.
Παρκάραμε το αυτοκίνητο κάτω από το δωμάτιό μας. Ξεφορτώσαμε όλα τα πράγματα γιατί θα καθόμασταν εδώ τρία βράδια. Μαγείρεψα πάλι κάτι στην κουζίνα για βραδινό και κοιμηθήκαμε.
Η αυριανή μέρα προβλέπονταν σπουδαία.
Ρωτούσε επίμονα ο μεγάλος μου γιος.
-«Δύσκολο βρε αγόρι μου». Του έλεγα.
-«Δεν μπορώ να βρω φθηνά εισιτήρια για το Dubrovnik».
Ναι! Γιατί το King’s Landing υπάρχει!!! Και είναι το Dubrovnik!!!
Η αλήθεια είναι ότι εγώ το είχα “ξεσηκώσει” το παιδί.
Από πολύ καιρό φλέρταρα με τον προορισμό αυτό (του Dubrovnik). Όταν όμως μετά από μεγάλη παρότρυνση των παιδιών μου άρχισα να βλέπω τη σειρά “Game of Thrones” και ανακάλυψα ότι στο Dubrovnik που ήθελα τόσο πολύ να πάω είχε γυριστεί κατά πολύ μεγάλο βαθμό και η αγαπημένη σειρά των παιδιών, τότε σφηνώθηκε για τα καλά στο μυαλό μου να σχεδιάσω ένα οικογενειακό θεματικό ταξίδι προς τον προορισμό αυτόν.
Τα παιδιά μισοαστεία μισοσοβαρά με ρωτούσαν συνεχώς πότε θα πάμε, γνωρίζοντας ότι δεν θα κουραζόντουσαν και πολύ για να με πείσουν.
Μετά από αρκετή μελέτη ιστοριών του travel stories που αφορούσαν οδικά ταξίδια στην Κροατία, κατάλαβα ότι δεν είναι και τόσο τραγική η απόσταση για να πάμε με το αυτοκίνητο μέχρι εκεί. Με μια καλή οργάνωση και με καλή διάθεση (που από μέρους τουλάχιστον των παιδιών υπήρχε), μπορούσαμε να το τολμήσουμε.
Ύστερα από πολλή σκέψη, υπολογισμούς, σχεδιασμούς και επανασχεδιασμούς τελικά κατέληξα στο εξής πρόγραμμα:
1η ημέρα: Αναχώρηση απόγευμα Παρασκευής για Ιωάννινα, όπου θα διανυκτερεύαμε.
2η ημέρα: Διάσχιση Αλβανίας και Μαυροβούνιου και άφιξη στο Dubrovnik που θα διανυκτερεύαμε
3η & 4η ημέρα στο Dubrovnik
5η ημέρα: Ημερήσια στο Mostar της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης, με κατάληξη στο Split.
6η ημέρα: Ημερήσια σε κάστρο Klis, Εθνικό Δρυμό Krka και Sibenik. Επιστροφή σε Split.
7η ημέρα: Ημερήσια σε νησί Brac για μπάνιο και ταξίδι για τον φιόρδ του Kotor στο Μαυροβούνιο.
8η ημέρα: Βόλτα στο Kotor και ταξίδι για το Αργυρόκαστρο της Αλβανίας, όπου θα διανυκτερεύαμε.
9η ημέρα: Ταξίδι μέσω Ιωαννίνων και Μετεώρων, με κατάληξη στα πάτρια εδάφη (Αθήνα).
Στην ουσία πήγαμε και ήρθαμε από τον ίδιο δρόμο. Ενώ στην αρχή μελετούσα να πάμε παραλιακά και να γυρίσουμε π.χ. από Βελιγράδι, χωρίς να μπορώ να βγάλω πρόγραμμα στο 9ήμερο που είχα στη διάθεσή μου, τελικά κατέληξα να πάμε και να ‘ρθουμε από τον ίδιο δρόμο κάνοντας απλά άλλες στάσεις στο “ανέβα” και άλλες στο “κατέβα” προσπαθώντας να ισομοιράσω κάπως και τα χιλιόμετρα ανά ημέρα και αυτό επειδή είχα τα παιδιά μαζί μου και φοβόμουν γκρίνιες.
Ευτυχώς γκρίνιες δεν υπήρχαν, το τιμόνι ισομοιράστηκε από εμένα και τον άντρα μου και όλα πήγαν καλά.
Η επιλογή των ξενοδοχείων έγινε με βάση τα εξής κριτήρια: Ήθελα να είναι οικονομικά, να έχουν κουζίνα για να μπορώ να ετοιμάζω πρωινό ή και βραδινό φαγητό, να μπορούμε να τα βρίσκουμε εύκολα και να έχουν ασφαλές parking για το αυτοκίνητό μας.
Το αυτοκίνητο φορτώθηκε από την προηγούμενη ημέρα με μικρό ψυγείο (που φόρτιζε από την μπαταρία του αυτοκινήτου), ρούχα, πολλά σνακ, αξεσουάρ μπάνιου και CD’s.
Την πρώτη Παρασκευή λοιπόν του Σεπτεμβρίου του ’16 μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε από Αθήνα. Το ταξίδι κράτησε 9 ημέρες (8 νύχτες) και γυρίσαμε το Σάββατο πριν αρχίσουν τα σχολεία. Τέλειο εννιαήμερο, από άποψη καιρού (γιατί ήταν ακόμα καλοκαίρι) αλλά και από άποψη κίνησης στους δρόμους (γιατί το καλοκαίρι είχε τελειώσει). Η παρέα αποτελούνταν από δύο ενήλικες (μαμά-μπαμπάς) , 2 έφηβους (αγόρια 15 και σχεδόν 17 χρονών) και από μια εννιάχρονη (το μικρότερο μέλος της οικογένειας).
1η ημέρα (Αναχώρηση)
Ξεκινήσαμε απόγευμα μετά τη δουλειά. Όσο έτοιμοι και να είμαστε, οι ετοιμασίες της τελευταίας στιγμής μας ανάγκασαν να φύγουμε τελικά στις 5:00 το απόγευμα. Η διαδρομή είναι γνωστή. Ισθμός, γέφυρα Ρίου-Αντιρίου, Αγρίνιο και Άρτα και κατάληξη Γιάννενα. Κάποια κομμάτια της Ιονίας οδού ήταν έτοιμα προς κυκλοφορία, αλλά κάποια άλλα κομμάτια ήταν πολύ κακά, στενά με στροφές και με πολλά έργα. Τελικά φτάσαμε στα Γιάννενα στις 10:30 το βράδυ.
Το ξενοδοχείο που είχα κλείσει ήταν στη συνοικία Πέραμα. Πρόκειται για ένα δωμάτιο διαμέρισμα, δίχωρο με κουζινίτσα και μπαλκονάκι και πολύ οικονομικό. Μόλις 45€. Η περιοχή είναι εξοχή. Το βρήκαμε εύκολα γιατί ξεχώριζε μέσα στη νύχτα με τη φωτεινή του επιγραφή.
Ξεφορτώσαμε μόνο τα απαραίτητα για έναν ύπνο που θα κάναμε. Δεν βγήκαμε βόλτα, γιατί τα Γιάννενα θα τα βλέπαμε στον γυρισμό. Μαγείρεψα κάτι πρόχειρο στη μικρή αλλά λειτουργική κουζίνα (με προμήθειες που είχα από την Αθήνα), φάγαμε και κοιμηθήκαμε γρήγορα.
Πρωινό ξύπνημα στην εξοχή, στα Γιάννενα.
2η ημέρα (Durres-Sveti Stefan-Mlini)
Την επόμενη μέρα είχαμε πρωινό εγερτήριο. Πολύ θα ήθελα να φεύγαμε στις 7:00 το πρωί, για να φτάσουμε πριν πέσει ο ήλιος στο Ντουμπρόβνικ. Όταν όμως έχεις παιδιά είναι πολύ δύσκολο σε φάση διακοπών ειδικά να τα καταφέρεις με το πρωινό ξύπνημα. Τελικά αναχωρήσαμε στις 8:00. Ύστερα από συμβουλή ενός φίλου μας (που πηγαινοέρχεται συχνά στην Αλβανία οδικώς) προτιμήσαμε να βάλουμε βενζίνη στην Ελλάδα και όχι στην Αλβανία (που είναι σαφώς πιο φθηνή). Φουλάραμε λοιπόν το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
Τα σύνορα από τα Ιωάννινα απέχουν μια ώρα. Το φυλάκιο το περάσαμε “αέρα”. Κίνηση μηδέν. Η διαδρομή επί Αλβανικού εδάφους ήταν αδιάφορη. Μια στάση του λεπτού μόνο κάναμε στο Τεπελένι και αυτή για να βγάλουμε μια φωτογραφία το άγαλμα του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Μια παραλίγο στάση σε μια κοιλάδα, που τοπικοί παραγωγοί πουλούσαν γάλα και μέλι και ένα “βλέφαρο” ρίξαμε μόνο σε μια λαϊκή αγορά του δρόμου. Το περίεργο με αυτήν την αγορά ήταν ότι ήταν πάνω στον Εθνικό τους δρόμο και πουλούσε τα πάντα. Μέχρι και ηλεκτρικά είδη (κουζίνες και ψυγεία) είχαν…πάνω στην άσφαλτο!
Δρόμος στην Αλβανία
Η λαϊκή ...της ασφάλτου.
Μετά υπήρχαν χιλιόμετρα και χιλιόμετρα σε δρόμο που άλλοτε ήταν διπλής κατεύθυνσης και στενός που ήταν αδύνατον να προσπεράσεις γιατί υπήρχαν παντού μπλόκα και όρια ταχύτητας, και άλλοτε είχε μεγάλα καλά κομμάτια δρόμου διπλής κυκλοφορίας με μπάρα στη μέση. Τα κομμάτια αυτά δόθηκαν στην κυκλοφορία εδώ και δυο-τρία χρόνια και «μείωσαν» την απόσταση σύνορα – Δυρράχιο κατά τρεις ώρες περίπου. Εμείς από την Κακαβιά κάναμε να φτάσουμε Δυρράχιο περίπου 3 ώρες. Βρήκαμε πολλή κίνηση στην πόλη Fier, όπου ο δρόμος περνούσε μέσα από την πόλη και ήταν και Σάββατο πρωί και γινόταν χαμός. Μέχρι στιγμής δεν βρήκαμε τίποτα δελεαστικό για να σταματήσουμε στο δρόμο για ένα διάλειμμα, για έναν καφέ. Πιστεύαμε ότι στο Δυρράχιο θα βρίσκαμε κάτι, αφού είναι παραθαλάσσια πόλη και λιμάνι και την προτιμούν οι πιο Μεσόγειοι για μπάνιο.
Φτάσαμε λοιπόν στο Δυρράχιο. Με αφορμή την επίσκεψή μας στην πόλη πρόσφατα έμαθα ότι το Δυρράχιο είναι η αρχαία Επίδαμνος, που ιδρύθηκε το 627π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων. Οι διαμάχες της μάλιστα αποτέλεσαν τη σημαντικότερη αφορμή για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σήμερα λέγεται Durres.
Εδώ επιβαλλόταν μία στάση για να ξεμουδιάσουμε και να φάμε και κάτι. Ένας πολύ χαρακτηριστικός δρόμος με πεζοδρόμιο στη μέση διέσχιζε την πόλη. Πάνω στο πεζοδρόμιο υπήρχαν πανύψηλοι φοίνικες. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν πολύ ψηλές νεόδμητες ως επί το πλείστον πολυκατοικίες αισθητικής δεκαετίας του ’80.
Προσανατολιστικά νιώθαμε ότι η θάλασσα είναι πίσω από τις πολυκατοικίες αριστερά μας (δηλ. δυτικά καθώς ανεβαίναμε). Αφού διασχίσαμε το δρόμο μέχρι εκεί που τελείωναν οι φοίνικες κάναμε αναστροφή ώστε να έχουμε τη θάλασσα δεξιά μας για να βρούμε ένα στενάκι να στρίψουμε δεξιά για να βγούμε στην παραλία. Μάταιο ήταν. Το ένα στενό ήταν αδιέξοδο, το άλλο ήταν πολύ στενό, το άλλο είχε συμφόρηση, οπότε αναγκαστήκαμε και ξαναπήραμε το δρόμο με τους φοίνικες από την αρχή ξανά. Τελικά καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε παραλιακός δρόμος και πίσω από τις πολυκατοικίες άρχιζε κατ’ ευθείαν η παραλία. Μετά από πολλά πήγαινε-έλα βρήκαμε ένα άνοιγμα και κατεβήκαμε κοντά στη θάλασσα. Δεν θέλαμε και να αφήσουμε και το αυτοκίνητο μόνο του στιγμή. Βρεθήκαμε επιτέλους στην παραλία.
Οκ! Τι ήταν αυτό που είδα; Μια απέραντη αμμουδιά σε μήκος, με λεπτόκκοκη βρεγμένη και σκουρόχρωμη άμμο, με κόσμο πατίς με πατώ σε. Άνδρες και παιδιά μέσα στη ρηχή σαν μπανιέρα θάλασσα και γυναίκες με καρότσια και μωρά να κάθονται στην άμμο. Πολλές από αυτές φορούσαν μαντήλες και ήταν από την κορυφή μέχρι τα νύχια ντυμένες. Οι πιο θαρραλέες είχαν τολμήσει να μπουν και στη θάλασσα, μέχρι το γόνατο. Έξω υπήρχαν μαγαζάκια τύπου κυλικείο με μουσική στη διαπασών.
Η όλη εικόνα μου φαινόταν…μια “ομορφιά” να το πω;
Πόσο να ψάξεις μέσα σε αυτό το περιβάλλον να βρεις κάπου να καθίσεις με τα παιδιά; Κάτι καλό θα υπάρχει, αλλά που να το βρεις και πόση ώρα θα κάνεις; Είχαμε ήδη χάσει 40 λεπτά ψάχνοντας πάνω κάτω τον φοινικόδρομο. Τελικά του άνδρα μου του ήρθε μια ιδέα. Καθώς ψάχναμε κάπου πήρε το μάτι μας ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων. Μπείτε μέσα στο αυτοκίνητο μας είπε. Θα πάμε για φαγητό στο πεντάστερο.
Στην είσοδο του parking του ξενοδοχείου υπήρχαν σεκιουριτάδες. Με το που σκάσαμε μύτη, είτε γιατί πίστεψαν ότι είμαστε πελάτες είτε γιατί ψάρωσαν με τα σκούρα τζάμια και τις κόκκινες πινακίδες που είχαμε, όχι μόνο δεν μας σταμάτησαν, αλλά μας κάνανε νόημα να συνεχίσουμε και μας υπέδειξαν με νοήματα πάντα που να παρκάρουμε.
Προσεγμένο περιβάλλον, με πισίνα και αναψυκτήριο και με μια διπλή ελικοειδή μαρμάρινη σκάλα να ανεβαίνει στο κυρίως κτίριο αλά “Δυναστεία”. Παρκάραμε και μπήκαμε. Μια χαρά. Ωραίο lobby, το διασχίσαμε και βγήκαμε στην μπροστινή βεράντα που έβλεπε θάλασσα. Μεταλλικά έπιπλα (είπαμε δεκαετίας του ’80, αυτό δεν αλλάζει) με δυο μοναχικούς ξένους σε δυο τραπέζια. Η θάλασσα και εδώ έφτανε μέχρι τον τοίχο του ξενοδοχείου, μόνο που εδώ ήταν πιο ανθρώπινα. Είχε λιγότερο κόσμο και είχε και κάποιες ψάθινες ομπρέλες με ξαπλώστρες σε αραιή απόσταση μεταξύ τους που έκανε την αμμουδιά τουλάχιστον πιο…πιο…καλή.
Δεδομένου ότι είχε αρχίσει και η πείνα, ήταν και καλό και το περιβάλλον αποφασίσαμε να καθίσουμε για φαγητό και καφέ.
Παραγγείλαμε 2 μακαρονάδες (μία γαριδομακαρονάδα και μία με τρούφα), ένα χάμπουγκερ (που ήταν τεράστιο και συνοδευόταν με πατάτες), 2 καπουτσίνο και 2 μπουκάλια νερό. Πληρώσαμε με στρογγυλοποίηση 30€ (σε euro). Το φαγητό ήταν πολύ καλό.
Το αστείο ήταν ότι πριν έρθει η παραγγελία μας ο σερβιτόρος μας έφερε ένα τύπου ορεκτικό. Ήταν κάποια κομμάτια που εξωτερικά έμοιαζαν με πατάτες χοντροκομμένες με τη φλούδα (αλλά είχαν γεύση τηγανιτού ψωμιού) και από πάνω είχε μια γαρνιτούρα άσπρη και πολύ αφράτη που έμοιαζε με μαρέγκα χτυπημένη, αλλά ήταν άγευστη. Δοκιμάσαμε όλοι, αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά τι ήταν αυτό που φάγαμε. Οπότε πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον σερβιτόρο για να μάθω τι το παραδοσιακό έφαγα. Ο διάλογος έγινε στα Αγγλικά.
Στην ερώτηση «πείτε μας τι είναι αυτό»; Πήραμε την εξής απίθανη απάντηση: «Φάτε το είναι δωρεάν».
Εντάξει δεν κατάλαβε τι τον ρωτήσαμε μάλλον. Αλλά και πάλι τι πίστευε; ότι μια πενταμελής οικογένεια τουριστών μπήκανε μέσα σε πεντάστερο του Δυρραχίου ελπίζοντας να φάει κάτι δωρεάν; Δεν ρώτησα αυτό, ρώτησα «τι είναι». Α! Είναι κάτι παραδοσιακό Αλβανικό και είναι……….κάτι που δεν κατάλαβα τελικά με τα Αγγλικά που προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε.
Τέλος πάντων. Τελικά μια χαρά ήταν το διάλειμμά μας στο Δυρράχιο. Επισκεφτήκαμε για “σέρβις” και την πεντακάθαρη γρανιτένια τουαλέτα του ξενοδοχείου και αφού μας πέρασε για λίγο από το μυαλό να κάνουμε μπάνιο στην πισίνα του ξενοδοχείου (που μάλλον δεν θα μας έλεγαν και τίποτα, αφού μας πέρασαν για θαμώνες) έφτασε η ώρα να φύγουμε. Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για την επόμενη στάση μας, που θα ήταν στο Μαυροβούνιο. Φεύγοντας πήρε το μάτι μου και άλλο πεντάστερο, πάνω στο φοινικόδρομο.
Το Δυρράχιο, με τον φοινικόδρομο.
Και η παραλία του
Το φαγητό μας
Μετά από άλλες δύο ώρες οδήγηση και τα άπειρα μπλόκα στο δρόμο, φτάσαμε στα σύνορα με το Μαυροβούνιο. Από την Αλβανία -όπως λέει και ο άνδρας μου- σαν να περάσαμε αόρατοι. Περάσαμε αρκετά γρήγορα. Κανείς δεν μας μίλησε και κανείς δεν μας πρόσεξε. Ακόμα και ο σερβιτόρος νομίζω έκανε προσπάθεια να μη μας προσέξει. Κάτι όμως που δεν συνέβηκε …στο γυρισμό μας που ξαναπεράσαμε από τη χώρα.
Περάσαμε πάλι άνετα τα σύνορα. Καθόλου κίνηση. Μπήκαμε στο Μαυροβούνιο. Λίγο πριν και λίγο μετά τα σύνορα κάνανε και την εμφάνισή τους και κάποια τζαμιά. Το τοπίο άρχιζε να αλλάζει. Πολύ πράσινο.
Στόχος μας ήταν να κάνουμε στάση για μπάνιο στην παραλία του Sveti Stefan. Απέναντι από το διάσημο νησάκι και prive resort της Αδριατικής στο Μαυροβούνιο, έχει παραλία και για τους κοινούς θνητούς και εκεί σκεπτόμασταν να πάμε για μπάνιο.
Τα υπόλοιπα 60 περίπου χιλιόμετρα τα κάναμε σε έναν πολύ επαρχιακό δρόμο (που μπορεί να μας έστειλε και κατά λάθος το gps) πάνω στα όρη και τα βουνά, με ψιλοκίνηση όμως και λίγο πιο αργά απ’ ότι υπολόγιζα φτάσαμε στο Sveti Stefan. Βάλαμε το αυτοκίνητο σε φυλασσόμενο parking (με 4€), βάλαμε τα μαγιό μας και κατεβήκαμε στην παραλία.
Ο δρόμος στο Μαυροβούνιο.
Και άλλος δρόμος στο Μαυροβούνιο
Οκ! Ωραία και καθαρή η θάλασσα, κρυστάλλινη, με χοντρό στρογγυλό βότσαλο. Το πιο ωραίο όμως ήταν η θέα του νησιού απέναντι.
Πρόκειται για ένα μεσαιωνικό χωριό “στριμωγμένο” πάνω σε ένα νησάκι που ενώνεται με μια στενή λωρίδα γης με τη στεριά. Το χωριό αυτό ανήκει πλέον στην Aman Sveti Stefan Resort και μόνο οι θαμώνες του επιτρέπεται να πατήσουν το πόδι τους σε αυτό!
Λόγω της ιδιωτικότητας που προσφέρει, αλλά και της ομορφιάς του επιλέχτηκε άλλωστε και από τον διάσημο Σέρβο τενίστα Djokovic, πρόπερσι τον Ιούλιο για το γάμο του. Εμείς δεν μπορέσαμε να πάμε τότε….., οπότε είπαμε να τιμήσουμε το μέρος έστω και στα γρήγορα τώρα, μιας και περνάμε από την περιοχή………
Μόνο που ήρθαμε σε λάθος ώρα. Είμαστε χρονικά κοντά στη Δύση του ηλίου και από τη λάθος μεριά του νησιού. Είχαμε κόντρα τον ήλιο και οι φωτογραφίες με φόντο το νησί προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι θα είναι…όχι κακοφωτισμένες, όοοχι, αλλά… “καλλιτεχνικές”. Δεν πειράζει. Εμείς απολαύσαμε το μπάνιο μας, γιατί ήταν και μια ζεστή μέρα και μας βγήκε λίγο και η ένταση των τόσων ωρών οδήγησης.
Επιτεύχθηκε και ο δεύτερος στόχος για σήμερα. Κάναμε ντουζ σε ντουζιέρες της παραλίας αλλάξαμε και στα αποδυτήρια της και φύγαμε.
Είχαμε ακόμα άλλα 100km μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Αυτό σήμαινε περίπου 2 ώρες και κάτι. Στη μισή απόσταση περίπου συναντήσαμε το ferry που μας μετέφερε στην απέναντι μεριά του κόλπου του Kotor. Ξεπιαστήκαμε για 10’, όσο έκανε το καραβάκι να περάσει απέναντι. Και μόνο το αυτοκίνητο πλήρωσε 4€ για το “πέρασμα”.
Μετά από μία ώρα περίπου φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Αυτό δεν ήταν στο Ντουμπρόβνικ αλλά σε ένα χωριό περίπου 7 km πριν το Ντουμπρόβνικ που λέγεται Mlini. Το ξενοδοχείο ήταν πανεύκολο να το βρούμε γιατί ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο. Vila Brasina λέγεται. Δεν είχε φοβερές κριτικές, αλλά ήταν πολύ οικονομικό (είχε 65€ το βράδυ για πενταμελή οικογένεια), με δύο δωμάτια με κουζίνα (που ήθελα) και πισίνα (απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η ευτυχία των παιδιών), αλλά και για να αποδώσω κιόλας στο ταξίδι αυτό και τον τίτλο: “ταξίδι αναψυχής”.
Παρκάραμε το αυτοκίνητο κάτω από το δωμάτιό μας. Ξεφορτώσαμε όλα τα πράγματα γιατί θα καθόμασταν εδώ τρία βράδια. Μαγείρεψα πάλι κάτι στην κουζίνα για βραδινό και κοιμηθήκαμε.
Η αυριανή μέρα προβλέπονταν σπουδαία.