delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Μεντεγίν το ερωτεύσιμο
Δύο Κινεζάκια πίσω μου βλέπουν κινέζικη ταινία στο laptop τους. Ένας Αμερικάνος είναι στο MacBook του και πρέπει να σαλιαρίζει τσατάροντας με κοπέλα. Μία ηλικιωμένη (σοβαρά) κυρία από την Αγγλία διαβάζει βιβλίο αραγμένη σε έναν καναπέ. Όλα αυτά, Παρασκευή απόγευμα στο χόστελ “Μαύρο Πρόβατο”, στην περιοχή Πομπλάδο του Μεντεγίν, περιοχή-καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης, περιοχή στην οποία “μετακόμισα” σήμερα το πρωί από το κέντρο του Μεντεγίν όπου πέρασα τα τέσσερα τελευταία βράδια.
Το Μεντεγίν το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή, για αυτόν καθεαυτό τον λόγο ότι... έφθασα εδώ. Βλακωδώς σκεπτόμενος, περίμενα ο δρόμος από την Μπογκοτά μέχρι εδώ, ο δρόμος που ενώνει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας, να είναι ένας έστω ταπεινός αυτοκινητόδρομος με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση. Περίμενα. Μία ώρα μετά την αναχώρησή μας από την Μπογκοτά, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Κατάλαβα ότι ο... αυτοκινητόδρομος ήταν ένας ταπεινότατος δρομάκος της πλάκας με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, και κυρίως, μα κυρίως, με α-μέ-τρη-τες στροφές. Προσθέστε σε αυτό την τακτική του οδηγού μας να πηγαίνει με χίλια, να φρενάρει απότομα 2-3 μέτρα πίσω από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, να κόβει απότομα αριστερά για να δει αν τον έπαιρνε να προσπεράσει, να κόβει απότομα δεξιά όταν έβλεπε ότι ερχόταν φορτηγό από την άλλη πλευρά, και... you get the picture. Από τις δέκα και μισή ώρες του ταξιδιού (ταξίδεψα και μέρα ο έξυπνος, “για να χαζεύω από το παράθυρο”), πέρασα περίπου τις οκτώ με μία σακούλα στο χέρι (κυριολεκτικά), μονίμως στο “παρά κάτι” για να κάνω... ξέρετε τι. Πάνω στο δεκάωρο όμως, είδαμε τα φώτα του Μεντεγίν, και ο γράφων αισθάνθηκε σαν μόλις να του είχαν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες. Και μία ώρα αργότερα, όταν μου άνοιξε την πόρτα η κοπέλα που ήταν στη ρεσεψιόν του πρώτου χόστελ μου στο Μεντεγίν, ξέχασα και την τραυματική εμπειρία του λεωφορείου, και το πόσο χλωμός αισθανόμουν, και το πόσο κοντά είχα φθάσει μια ντουζίνα φορές να... γίνω θέαμα πάνω στο λεωφορείο. Η κοπέλα ήταν... χαρακτηριστικό δείγμα κοπέλας από το Μεντεγίν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πόσο η όψη της... απάλυνε τον πόνο μου(...).
Πέρα πάντως από το πόσο χάρηκα επειδή... απλά φθάσαμε στο Μεντεγίν, βάζοντας τέλος στο... λεωφορειακό δράμα μου, γεγονός -πιστεύω- είναι ότι τη συγκεκριμένη πόλη την ερωτεύεσαι πολύ πιο εύκολα από την Μπογκοτά. Φθάσαμε κατά τις εφτά, νωρίς το βραδάκι, κι έβλεπες παντού φώτα, στην σχετικά στενή λωρίδα γης μεταξύ των δύο οροσειρών που “φασκιώνουν” την πόλη, αλλά και στις gentle πλαγιές των βουνών, εικόνα, πιστέψτε με, captivating (υποτίθεται ότι εξασκώ τα Ισπανικά μου, αλλά οι φλασιές στα Αγγλικά, φλασιές). Από τον -βόρειο- σταθμό των λεωφορείων παίρνεις μετρό(!), το μοναδικό στην Κολομβία, για να πας σχεδόν οπουδήποτε στην πόλη, γλιτώνοντας τον χρόνο και τα χρήματα που ξοδεύεις στην Μπογκοτά για να πας με ταξί στον αποκομμένο από τις γραμμές του εκεί Transmilenio, σταθμό λεωφορείων. Αμέσως δε, διαπιστώνεις ότι τα ρούχα επί ρούχων που είχες βάλει για να επιζήσεις του ψύχους στο λεωφορείο (με είχαν προειδοποιήσει σχετικά), σε κάνουν να ιδρώνεις, επειδή η θερμοκρασία στο Μεντεγίν είναι σταθερά ανοιξιάτικη (και κατά τη διάρκεια της ημέρας, με ηλιοφάνεια, σχεδόν καλοκαιρινή). Και όταν βγαίνεις για την πρώτη βόλτα σου, διαπιστώνεις ότι οι αποστάσεις είναι μικρές, και μπορείς να τριγυρίσεις άνετα. Εκεί δε που υποκλίνεσαι, είναι όταν παίρνεις τα δύο Metrocable, επεκτάσεις των δύο γραμμών του μετρό, γραμμές τελεφερίκ, για τις οποίες δεν πληρώνεις επιπλέον εισιτήριο. Μπαίνεις σε καμπίνα που χωράει έξι, κι έτσι απλά, ανεβαίνεις τις πλαγιές των βουνών, χαζεύοντας από κάτω τις... τοπικές εκδοχές των favelas που βλέπεις στο Ρίο ντε Ζανέιρο κι άλλες βραζιλιάνικες (κι όχι μόνο, φυσικά) πόλεις. Αναφέρω το Ρίο επειδή οι δύο δημοτικές αρχές, αυτές του Μεντεγίν και του Ρίο, συνεργάζονται στενά, σε διάφορους τομείς, και μεταξύ αυτών στον τομέα των δημόσιων συγκοινωνιών. Στο Ρίο θέλουν να κάνουν ό,τι κάνουν εδώ, να στήσουν δηλαδή προεκτάσεις του μετρό τους με τελεφερίκ, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι χιλιάδες χιλιάδων κάτοικοι της Cidade Maravilhosa που μένουν σε φαβέλας και δεν έχουν πρόσβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Καταλήγοντας λοιπόν, πιο εύκολα ερωτεύσιμο το Μεντεγίν από την Μπογκοτά.
Όσο για τις γυναίκες, όσοι με έχετε διαβάσει και σε άλλες ιστορίες, ξέρετε ότι δεν είναι το μόνο που με ενδιαφέρει , μπορώ να γράφω και για άλλα, είτε αρέσει όμως σε μερικούς (μερικές) εξ υμών ή όχι, αν είσαι στο Μεντεγίν και δε μοιράζεσαι τις εντυπώσεις σου από τις γυναίκες, είναι σαν να είσαι στο Παρίσι, να έχεις πάει στον Πύργο του Άιφελ, και στη βραδινή καταχώρησή σου στο μπλογκ σου, να μην αναφέρεις λέξη για τη νούμερο ένα ατραξιόν του Παρισιού. Τόσο απλά. Επειδή όμως αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο θέμα αρκετά στο προηγούμενο κείμενό μου, με μισή καρδιά το κόβω νωρίς σήμερα, “λέγοντας” μόνο ότι αυτές τις τελευταίες ημέρες με έπιασα να λέω “πωωωω” τόσο συχνά, όσο μου έχει συμβεί μέχρι στιγμής στα όχι και λίγα ταξίδια μου, μόνο στην Αβάνα και στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, στη Βραζιλία. Επαναλαμβάνω, ΤΟΣΟ συχνά, όσο μόνο σε αυτές τις άλλες δύο πόλεις.
Γιώργο, προτάσεις για Μπογκοτά, για πράγματα που μπορείς να κάνεις και μέρη στα οποία μπορείς να πας, φοβάμαι ότι δεν σου έχω. Πήγα σε “ρεστοράν-μπιραρίες” μίας τοπικής αλυσίδας (Bogota Beer Company), πήγα αρκετές φορές για καφέ σε “Juan Valdez” (άλλη τοπική αλυσίδα), πήγα γενικά σε μέρη που εύκολα και με κλειστά μάτια μπορεί να βρει κανείς στην Μπογκοτά, ακόμη και χωρίς συστάσεις. Γιατί πήγα μόνο σε τέτοια μέρη; Επειδή εκεί με πήγαιναν τα παιδιά που συνάντησα στην Μπογκοτά. Στο Ρίο (άντε πάλι με το Ρίο...) πέρασα χρόνο σε “κουφά” μέρη που δεν αναφέρονται σε κανέναν τουριστικό οδηγό, επειδή στάθηκα τυχερός, υποθέτω, και αρκετά παιδιά που συνάντησα εκεί ήταν... εντελώς μη συμβατικοί τύποι, και με πήγαιναν σε μέρη εντελώς off the beaten track. Στην Μπογκοτά με ενδιέφερε να συναντήσω κόσμο και να κουβεντιάσω, χωρίς να σκοτίζομαι για το πού θα συνέβαινε αυτό. Στο Μεντεγίν αξίζει να ψάξει κανείς το “Canciello”, ένα ροκ μπαράκι, στο rough κέντρο της πόλης. Φθηνή μπίρα, ροκιές, παραγγελιές με αγαπημένα σου τραγούδια (απλά ζητάς κάποιο από το παιδί που σου φέρνει τις μπίρες), και αμέτρητες κούπες με ποπ-κορν (χωρίς έξτρα κόστος). Εκείνο που συμβουλεύω όχι μόνο εσένα, αλλά οποιονδήποτε Έλληνα έρθει στην Κολομβία, είναι να προσέξει πολύ το ζήτημα της μετατροπής χρημάτων. Ένα ευρώ είναι περίπου 2500 πέσος, όμως αν έρθεις με ρευστό, η καλύτερη τιμή που μπορείς να βρεις είναι 2300 πέσος. Στα ανταλλακτήρια έχουν τρεις τιμές. Την πραγματική αξία του ευρώ, την τιμή που δίνουν εκείνοι, και την τιμή στην οποία πουλάνε ευρώ. Αν θέλεις να αλλάξεις 100 ευρώ, η χασούρα είναι αμελητέα. Αν όμως θέλεις να αλλάξεις 1000 ευρώ, η χασούρα ΔΕΝ είναι αμελητέα. Προσωπικά, κακώς, ταξιδεύω με ρευστό, και δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ κάρτα τράπεζας για να βγάλω χρήματα από μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Στην Κολομβία ΕΠΙΒΑΛΕΤΑΙ να χρησιμοποιήσεις τα μηχανήματα των τραπεζών, επειδή εκεί παίρνεις σε πέσος αυτό που πραγματικά αξίζει το ευρώ. Το πρόβλημα είναι όταν ανταλλάσσεις ρευστό. Εκεί είναι που σε γδέρνουν. Το ήξερα, ανοήτως νόμιζα ότι θα έβγαζα άκρη με αρκετό ψάξιμο, όμως έφαγα τα μούτρα μου. Κάθε φορά που αγοράζω κάτι αισθάνομαι σαν πόρνη που σιχαίνεται τη δουλειά της αλλά την κάνει κάθε μέρα επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Τα πάντα στην Κολομβία μού στοιχίζουν 10% περισσότερο απ' όσο έπρεπε, ακριβώς επειδή ήρθα με ρευστό και όχι με κάρτα ανάληψης μετρητών. Με πονάει, κάθε φορά, αλλά... ας πρόσεχα. Μάθετε από το λάθος μου.
Επιστρέφοντας στους Κολομβιανούς, για κάποιον λόγο περίμενα να είναι πιο ψηλοί, ίσως έχοντας στο μυαλό μου κάποιους ποδοσφαιριστές από εδώ. Τελικά, οι Κολομβιανοί είναι στην πλειοψηφία τους, στην καλύτερη για εκείνους περίπτωση, “κανονικοί”, με πολλούς να ανήκουν στην κατηγορία “κοντούληδες”. Δεν είναι και “chaparritos”, όπως αυτοαποκαλούνται με χιουμοριστική διάθεση οι αντικειμενικά κοντοί Γουατεμαλτέκοι, αλλά... Βλέπεις δε όλες τις... αποχρώσεις, από πολύ λευκό δέρμα, μέχρι “κατράμι”, με τους περισσότερους να έχουν εκείνο το ελαφρώς καφετί χρώμα που κάνει τις Ολλανδές, τις Αγγλίδες και τις Γερμανίδες να τρελαίνονται. Προσωπικά, δεν εντυπωσιάστηκα (το αντίθετο θα με ανησυχούσε). Once again, όταν σκέφτομαι όμορφο κόσμο, όμορφους ΑΝΔΡΕΣ, το μυαλό μου αυτόματα πηγαίνει στους Βραζιλιάνους (πλην νότιας Βραζιλίας) και στους Κουβανούς. Ίσως επειδή στα μάτια μου οι γυναίκες και οι άνδρες από τις συγκεκριμένες χώρες φαντάζουν πολύ πιο... εξωτικές/οί. Γούστα είναι αυτά.
Τέλος, για το πώς περνάω τις μέρες μου γενικά, το “πρόγραμμά” μου είναι αυτό που λέμε “χαλλλαρό”. Το πρώτο που κάνω το πρωί, την ώρα του πρωινού στα χόστελ μου, είναι να τσεκάρω μέιλ και να κανονίζω τις συναντήσεις της ημέρας. Τις ώρες που περνάω μόνος, κάνω βόλτες και βγάζω φωτογραφίες από κάθε τι που μου τραβάει την προσοχή, φροντίζοντας να εκμεταλλεύομαι ακόμη και τη μικρότερη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται για να εξασκήσω τα Ισπανικά μου. Κάποια στιγμή συναντάω κόσμο, και κάθε εμπειρία είναι ξεχωριστή και αξιομνημόνευτη. Στο Μεντεγίν για παράδειγμα, έχω συναντήσει έναν Ελληνοαμερικάνο που μετακόμισε εδώ πριν από έναν χρόνο μετά το διαζύγιό του, έναν Γάλλο γκέι που βγάζει λεφτά διδάσκοντας Γαλλικά, μία 20άρα “μπουκιά και συχώριο” που εμφανίστηκε στο ραντεβού μας με το προφανώς “quinceañeras” (15α γενέθλια) δώρο των δικών της (σας παραπέμπω σε όσα έγραψε λίγο πιο πάνω ο Γιώργος) φόρα-παρτίδα, και μία ακόμη κοπέλα που έχει το 10% του μισθού της να πηγαίνει αυτόματα κάθε μήνα σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο μαζεύει χρήματα για να πάει με τον πατέρα της το 2014 στη Βραζιλία για το Μουντιάλ. Η ίδια κοπέλα έβαλε τα κλάματα πριν από δύο χρόνια στην Ακρόπολη, επειδή τη μέρα που πήγε για να εκπληρώσει ένα παιδικό όνειρό της, να αγγίξει τις κολόνες της Ακρόπολης, απεργοί είχαν αποκλείσει τον “Βράχο”, και φυσικά καρφάκι δε τους κάηκε που μία κοπέλα τους εκλιπαρούσε να την αφήσουν να περάσει, έστω και για πέντε λεπτά. Σε αυτήν την πρώτη φάση του ταξιδιού-επιστροφή στη Νότια Αμερική, προτεραιότητά μου είναι να συναντάω κόσμο, αυτό μου έλειψε τους τελευταίους 10-11 μήνες στη Νοτιοανατολική Ασία. Όλα τα υπόλοιπα, το κλασικό sightseeing για παράδειγμα, έρχονται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα...
Τελευταίο γενικό σχόλιο, που αφορά αυτά που γράφω. Τρίτο κείμενο είναι αυτό από Κολομβία, πάντα διαβάζω τι έχω γράψει πριν ανεβάσω κάθε κείμενο, και διαπιστώνω ότι... δε μου βγαίνει το κέφι και η σπιρτάδα που -νομίζω ότι- είχα πέρσι, όταν έγραφα από ΗΠΑ και Λατινική Αμερική. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι όντως περνάω καλά. Η εξήγηση που μου δίνω είναι ότι οι τελευταίοι μήνες στη Μαλαισία, λόγω ειδικών συνθηκών, με... βάρυναν. Ίσως πάλι να είναι το ότι την Πρωτομαγιά που θα επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη, θα επιστρέψω για να μείνω, και να τα βάλω με το... θηρίο της ανεργίας. Μπορεί η Πρωτομαγιά να είναι μακριά, όμως υπάρχουν στιγμές που με πιάνω να το σκέφτομαι, για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2009 που άρχισα αυτό το κομμένο σε τετράμηνα-πεντάμηνα κομμάτια (για να με βλέπουν και οι δικοί μου λίγο) ταξίδι. Ελπίζω, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να είναι τα κείμενα πιο ευχάριστα, η διάθεσή μου σταδιακά να αλλάξει. Μέχρι τότε, υπομονή...
Χαιρετίσματα σε όλους από την “Πόλη της Αιώνιας Άνοιξης”
Δύο Κινεζάκια πίσω μου βλέπουν κινέζικη ταινία στο laptop τους. Ένας Αμερικάνος είναι στο MacBook του και πρέπει να σαλιαρίζει τσατάροντας με κοπέλα. Μία ηλικιωμένη (σοβαρά) κυρία από την Αγγλία διαβάζει βιβλίο αραγμένη σε έναν καναπέ. Όλα αυτά, Παρασκευή απόγευμα στο χόστελ “Μαύρο Πρόβατο”, στην περιοχή Πομπλάδο του Μεντεγίν, περιοχή-καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης, περιοχή στην οποία “μετακόμισα” σήμερα το πρωί από το κέντρο του Μεντεγίν όπου πέρασα τα τέσσερα τελευταία βράδια.
Το Μεντεγίν το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή, για αυτόν καθεαυτό τον λόγο ότι... έφθασα εδώ. Βλακωδώς σκεπτόμενος, περίμενα ο δρόμος από την Μπογκοτά μέχρι εδώ, ο δρόμος που ενώνει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας, να είναι ένας έστω ταπεινός αυτοκινητόδρομος με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση. Περίμενα. Μία ώρα μετά την αναχώρησή μας από την Μπογκοτά, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Κατάλαβα ότι ο... αυτοκινητόδρομος ήταν ένας ταπεινότατος δρομάκος της πλάκας με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, και κυρίως, μα κυρίως, με α-μέ-τρη-τες στροφές. Προσθέστε σε αυτό την τακτική του οδηγού μας να πηγαίνει με χίλια, να φρενάρει απότομα 2-3 μέτρα πίσω από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, να κόβει απότομα αριστερά για να δει αν τον έπαιρνε να προσπεράσει, να κόβει απότομα δεξιά όταν έβλεπε ότι ερχόταν φορτηγό από την άλλη πλευρά, και... you get the picture. Από τις δέκα και μισή ώρες του ταξιδιού (ταξίδεψα και μέρα ο έξυπνος, “για να χαζεύω από το παράθυρο”), πέρασα περίπου τις οκτώ με μία σακούλα στο χέρι (κυριολεκτικά), μονίμως στο “παρά κάτι” για να κάνω... ξέρετε τι. Πάνω στο δεκάωρο όμως, είδαμε τα φώτα του Μεντεγίν, και ο γράφων αισθάνθηκε σαν μόλις να του είχαν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες. Και μία ώρα αργότερα, όταν μου άνοιξε την πόρτα η κοπέλα που ήταν στη ρεσεψιόν του πρώτου χόστελ μου στο Μεντεγίν, ξέχασα και την τραυματική εμπειρία του λεωφορείου, και το πόσο χλωμός αισθανόμουν, και το πόσο κοντά είχα φθάσει μια ντουζίνα φορές να... γίνω θέαμα πάνω στο λεωφορείο. Η κοπέλα ήταν... χαρακτηριστικό δείγμα κοπέλας από το Μεντεγίν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πόσο η όψη της... απάλυνε τον πόνο μου(...).
Πέρα πάντως από το πόσο χάρηκα επειδή... απλά φθάσαμε στο Μεντεγίν, βάζοντας τέλος στο... λεωφορειακό δράμα μου, γεγονός -πιστεύω- είναι ότι τη συγκεκριμένη πόλη την ερωτεύεσαι πολύ πιο εύκολα από την Μπογκοτά. Φθάσαμε κατά τις εφτά, νωρίς το βραδάκι, κι έβλεπες παντού φώτα, στην σχετικά στενή λωρίδα γης μεταξύ των δύο οροσειρών που “φασκιώνουν” την πόλη, αλλά και στις gentle πλαγιές των βουνών, εικόνα, πιστέψτε με, captivating (υποτίθεται ότι εξασκώ τα Ισπανικά μου, αλλά οι φλασιές στα Αγγλικά, φλασιές). Από τον -βόρειο- σταθμό των λεωφορείων παίρνεις μετρό(!), το μοναδικό στην Κολομβία, για να πας σχεδόν οπουδήποτε στην πόλη, γλιτώνοντας τον χρόνο και τα χρήματα που ξοδεύεις στην Μπογκοτά για να πας με ταξί στον αποκομμένο από τις γραμμές του εκεί Transmilenio, σταθμό λεωφορείων. Αμέσως δε, διαπιστώνεις ότι τα ρούχα επί ρούχων που είχες βάλει για να επιζήσεις του ψύχους στο λεωφορείο (με είχαν προειδοποιήσει σχετικά), σε κάνουν να ιδρώνεις, επειδή η θερμοκρασία στο Μεντεγίν είναι σταθερά ανοιξιάτικη (και κατά τη διάρκεια της ημέρας, με ηλιοφάνεια, σχεδόν καλοκαιρινή). Και όταν βγαίνεις για την πρώτη βόλτα σου, διαπιστώνεις ότι οι αποστάσεις είναι μικρές, και μπορείς να τριγυρίσεις άνετα. Εκεί δε που υποκλίνεσαι, είναι όταν παίρνεις τα δύο Metrocable, επεκτάσεις των δύο γραμμών του μετρό, γραμμές τελεφερίκ, για τις οποίες δεν πληρώνεις επιπλέον εισιτήριο. Μπαίνεις σε καμπίνα που χωράει έξι, κι έτσι απλά, ανεβαίνεις τις πλαγιές των βουνών, χαζεύοντας από κάτω τις... τοπικές εκδοχές των favelas που βλέπεις στο Ρίο ντε Ζανέιρο κι άλλες βραζιλιάνικες (κι όχι μόνο, φυσικά) πόλεις. Αναφέρω το Ρίο επειδή οι δύο δημοτικές αρχές, αυτές του Μεντεγίν και του Ρίο, συνεργάζονται στενά, σε διάφορους τομείς, και μεταξύ αυτών στον τομέα των δημόσιων συγκοινωνιών. Στο Ρίο θέλουν να κάνουν ό,τι κάνουν εδώ, να στήσουν δηλαδή προεκτάσεις του μετρό τους με τελεφερίκ, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι χιλιάδες χιλιάδων κάτοικοι της Cidade Maravilhosa που μένουν σε φαβέλας και δεν έχουν πρόσβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Καταλήγοντας λοιπόν, πιο εύκολα ερωτεύσιμο το Μεντεγίν από την Μπογκοτά.
Όσο για τις γυναίκες, όσοι με έχετε διαβάσει και σε άλλες ιστορίες, ξέρετε ότι δεν είναι το μόνο που με ενδιαφέρει , μπορώ να γράφω και για άλλα, είτε αρέσει όμως σε μερικούς (μερικές) εξ υμών ή όχι, αν είσαι στο Μεντεγίν και δε μοιράζεσαι τις εντυπώσεις σου από τις γυναίκες, είναι σαν να είσαι στο Παρίσι, να έχεις πάει στον Πύργο του Άιφελ, και στη βραδινή καταχώρησή σου στο μπλογκ σου, να μην αναφέρεις λέξη για τη νούμερο ένα ατραξιόν του Παρισιού. Τόσο απλά. Επειδή όμως αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο θέμα αρκετά στο προηγούμενο κείμενό μου, με μισή καρδιά το κόβω νωρίς σήμερα, “λέγοντας” μόνο ότι αυτές τις τελευταίες ημέρες με έπιασα να λέω “πωωωω” τόσο συχνά, όσο μου έχει συμβεί μέχρι στιγμής στα όχι και λίγα ταξίδια μου, μόνο στην Αβάνα και στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, στη Βραζιλία. Επαναλαμβάνω, ΤΟΣΟ συχνά, όσο μόνο σε αυτές τις άλλες δύο πόλεις.
Γιώργο, προτάσεις για Μπογκοτά, για πράγματα που μπορείς να κάνεις και μέρη στα οποία μπορείς να πας, φοβάμαι ότι δεν σου έχω. Πήγα σε “ρεστοράν-μπιραρίες” μίας τοπικής αλυσίδας (Bogota Beer Company), πήγα αρκετές φορές για καφέ σε “Juan Valdez” (άλλη τοπική αλυσίδα), πήγα γενικά σε μέρη που εύκολα και με κλειστά μάτια μπορεί να βρει κανείς στην Μπογκοτά, ακόμη και χωρίς συστάσεις. Γιατί πήγα μόνο σε τέτοια μέρη; Επειδή εκεί με πήγαιναν τα παιδιά που συνάντησα στην Μπογκοτά. Στο Ρίο (άντε πάλι με το Ρίο...) πέρασα χρόνο σε “κουφά” μέρη που δεν αναφέρονται σε κανέναν τουριστικό οδηγό, επειδή στάθηκα τυχερός, υποθέτω, και αρκετά παιδιά που συνάντησα εκεί ήταν... εντελώς μη συμβατικοί τύποι, και με πήγαιναν σε μέρη εντελώς off the beaten track. Στην Μπογκοτά με ενδιέφερε να συναντήσω κόσμο και να κουβεντιάσω, χωρίς να σκοτίζομαι για το πού θα συνέβαινε αυτό. Στο Μεντεγίν αξίζει να ψάξει κανείς το “Canciello”, ένα ροκ μπαράκι, στο rough κέντρο της πόλης. Φθηνή μπίρα, ροκιές, παραγγελιές με αγαπημένα σου τραγούδια (απλά ζητάς κάποιο από το παιδί που σου φέρνει τις μπίρες), και αμέτρητες κούπες με ποπ-κορν (χωρίς έξτρα κόστος). Εκείνο που συμβουλεύω όχι μόνο εσένα, αλλά οποιονδήποτε Έλληνα έρθει στην Κολομβία, είναι να προσέξει πολύ το ζήτημα της μετατροπής χρημάτων. Ένα ευρώ είναι περίπου 2500 πέσος, όμως αν έρθεις με ρευστό, η καλύτερη τιμή που μπορείς να βρεις είναι 2300 πέσος. Στα ανταλλακτήρια έχουν τρεις τιμές. Την πραγματική αξία του ευρώ, την τιμή που δίνουν εκείνοι, και την τιμή στην οποία πουλάνε ευρώ. Αν θέλεις να αλλάξεις 100 ευρώ, η χασούρα είναι αμελητέα. Αν όμως θέλεις να αλλάξεις 1000 ευρώ, η χασούρα ΔΕΝ είναι αμελητέα. Προσωπικά, κακώς, ταξιδεύω με ρευστό, και δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ κάρτα τράπεζας για να βγάλω χρήματα από μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Στην Κολομβία ΕΠΙΒΑΛΕΤΑΙ να χρησιμοποιήσεις τα μηχανήματα των τραπεζών, επειδή εκεί παίρνεις σε πέσος αυτό που πραγματικά αξίζει το ευρώ. Το πρόβλημα είναι όταν ανταλλάσσεις ρευστό. Εκεί είναι που σε γδέρνουν. Το ήξερα, ανοήτως νόμιζα ότι θα έβγαζα άκρη με αρκετό ψάξιμο, όμως έφαγα τα μούτρα μου. Κάθε φορά που αγοράζω κάτι αισθάνομαι σαν πόρνη που σιχαίνεται τη δουλειά της αλλά την κάνει κάθε μέρα επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Τα πάντα στην Κολομβία μού στοιχίζουν 10% περισσότερο απ' όσο έπρεπε, ακριβώς επειδή ήρθα με ρευστό και όχι με κάρτα ανάληψης μετρητών. Με πονάει, κάθε φορά, αλλά... ας πρόσεχα. Μάθετε από το λάθος μου.
Επιστρέφοντας στους Κολομβιανούς, για κάποιον λόγο περίμενα να είναι πιο ψηλοί, ίσως έχοντας στο μυαλό μου κάποιους ποδοσφαιριστές από εδώ. Τελικά, οι Κολομβιανοί είναι στην πλειοψηφία τους, στην καλύτερη για εκείνους περίπτωση, “κανονικοί”, με πολλούς να ανήκουν στην κατηγορία “κοντούληδες”. Δεν είναι και “chaparritos”, όπως αυτοαποκαλούνται με χιουμοριστική διάθεση οι αντικειμενικά κοντοί Γουατεμαλτέκοι, αλλά... Βλέπεις δε όλες τις... αποχρώσεις, από πολύ λευκό δέρμα, μέχρι “κατράμι”, με τους περισσότερους να έχουν εκείνο το ελαφρώς καφετί χρώμα που κάνει τις Ολλανδές, τις Αγγλίδες και τις Γερμανίδες να τρελαίνονται. Προσωπικά, δεν εντυπωσιάστηκα (το αντίθετο θα με ανησυχούσε). Once again, όταν σκέφτομαι όμορφο κόσμο, όμορφους ΑΝΔΡΕΣ, το μυαλό μου αυτόματα πηγαίνει στους Βραζιλιάνους (πλην νότιας Βραζιλίας) και στους Κουβανούς. Ίσως επειδή στα μάτια μου οι γυναίκες και οι άνδρες από τις συγκεκριμένες χώρες φαντάζουν πολύ πιο... εξωτικές/οί. Γούστα είναι αυτά.
Τέλος, για το πώς περνάω τις μέρες μου γενικά, το “πρόγραμμά” μου είναι αυτό που λέμε “χαλλλαρό”. Το πρώτο που κάνω το πρωί, την ώρα του πρωινού στα χόστελ μου, είναι να τσεκάρω μέιλ και να κανονίζω τις συναντήσεις της ημέρας. Τις ώρες που περνάω μόνος, κάνω βόλτες και βγάζω φωτογραφίες από κάθε τι που μου τραβάει την προσοχή, φροντίζοντας να εκμεταλλεύομαι ακόμη και τη μικρότερη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται για να εξασκήσω τα Ισπανικά μου. Κάποια στιγμή συναντάω κόσμο, και κάθε εμπειρία είναι ξεχωριστή και αξιομνημόνευτη. Στο Μεντεγίν για παράδειγμα, έχω συναντήσει έναν Ελληνοαμερικάνο που μετακόμισε εδώ πριν από έναν χρόνο μετά το διαζύγιό του, έναν Γάλλο γκέι που βγάζει λεφτά διδάσκοντας Γαλλικά, μία 20άρα “μπουκιά και συχώριο” που εμφανίστηκε στο ραντεβού μας με το προφανώς “quinceañeras” (15α γενέθλια) δώρο των δικών της (σας παραπέμπω σε όσα έγραψε λίγο πιο πάνω ο Γιώργος) φόρα-παρτίδα, και μία ακόμη κοπέλα που έχει το 10% του μισθού της να πηγαίνει αυτόματα κάθε μήνα σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο μαζεύει χρήματα για να πάει με τον πατέρα της το 2014 στη Βραζιλία για το Μουντιάλ. Η ίδια κοπέλα έβαλε τα κλάματα πριν από δύο χρόνια στην Ακρόπολη, επειδή τη μέρα που πήγε για να εκπληρώσει ένα παιδικό όνειρό της, να αγγίξει τις κολόνες της Ακρόπολης, απεργοί είχαν αποκλείσει τον “Βράχο”, και φυσικά καρφάκι δε τους κάηκε που μία κοπέλα τους εκλιπαρούσε να την αφήσουν να περάσει, έστω και για πέντε λεπτά. Σε αυτήν την πρώτη φάση του ταξιδιού-επιστροφή στη Νότια Αμερική, προτεραιότητά μου είναι να συναντάω κόσμο, αυτό μου έλειψε τους τελευταίους 10-11 μήνες στη Νοτιοανατολική Ασία. Όλα τα υπόλοιπα, το κλασικό sightseeing για παράδειγμα, έρχονται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα...
Τελευταίο γενικό σχόλιο, που αφορά αυτά που γράφω. Τρίτο κείμενο είναι αυτό από Κολομβία, πάντα διαβάζω τι έχω γράψει πριν ανεβάσω κάθε κείμενο, και διαπιστώνω ότι... δε μου βγαίνει το κέφι και η σπιρτάδα που -νομίζω ότι- είχα πέρσι, όταν έγραφα από ΗΠΑ και Λατινική Αμερική. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι όντως περνάω καλά. Η εξήγηση που μου δίνω είναι ότι οι τελευταίοι μήνες στη Μαλαισία, λόγω ειδικών συνθηκών, με... βάρυναν. Ίσως πάλι να είναι το ότι την Πρωτομαγιά που θα επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη, θα επιστρέψω για να μείνω, και να τα βάλω με το... θηρίο της ανεργίας. Μπορεί η Πρωτομαγιά να είναι μακριά, όμως υπάρχουν στιγμές που με πιάνω να το σκέφτομαι, για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2009 που άρχισα αυτό το κομμένο σε τετράμηνα-πεντάμηνα κομμάτια (για να με βλέπουν και οι δικοί μου λίγο) ταξίδι. Ελπίζω, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να είναι τα κείμενα πιο ευχάριστα, η διάθεσή μου σταδιακά να αλλάξει. Μέχρι τότε, υπομονή...
Χαιρετίσματα σε όλους από την “Πόλη της Αιώνιας Άνοιξης”