Κυριακή 12/07/2009
Αναχωρήσαμε από Ε.Βενιζέλος στις 09.10, με την Aegean, χωρίς προβλήματα. Είχαμε μία πολύ καλή πτήση καί φτάσαμε στο Malpensa περίπου στις 12.00 Βρήκαμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία το λεωφορείο γιά Μπαβένο, όπου φτάσαμε περίπου στις 13.30. Καθ’οδόν εντοπίσαμε το ξενοδοχείο, το οποίο ήταν 2 χιλιόμετρα από το κέντρο τού Μπαβένο. Καλύψαμε την απόσταση πεζή (κάτι πού κάναμε συνεχώς τις επόμενες μέρες). Τό ξενοδοχείο μας, η Βίλα Ρουσέλο, ήταν αρχοντικό τού περασμένου αιώνα, με όμορφους κήπους, μπροστά στην λίμνη, με υπέροχη θέα των νησιών Μπορομέο. Το δωμάτιο επίσης με θέα στην λίμνη, αν καί μας εμπόδιζαν λίγο τα δέντρα πού ήταν μπροστά.
Η περιοχή πανέμορφη καί καταπράσινη, όλο βίλες καί αρχοντικά, με την λίμνη να κλείνεται από διαδοχικούς λόφους καί βουνά.
Ξεκινήσαμε αμέσως την περιήγησή μας. Πήραμε το τελεφερίκ από το Καρτσιάνο καί ανεβήκαμε στο όρος Μοτταρόνε, σε υψόμετρο 1350μέτρα. Η ανάβαση αυτή, πάνω από πυκνό δάσος καί γραφικά σπιτάκια, σού έδινε την αίσθηση ότι πετούσες σαν πουλί. Η Θέα σού έκοβε την ανάσα. Φτάσαμε στην κορυφή απ’όπου είχαμε μία εκπληκτική θέα σε όλη την περιοχή. Κάναμε ένα αναζωογονητικό περίπατο στο δάσος καί στην συνέχεια, παλι με το τελεφερίκ, κατεβήκαμε στο χαμηλότερο επίπεδο, στο Αλπίνο, όπου μετά από μιά πανέμορφη πεζοπορία, επισκεφθήκαμε τον αλπικό κήπο, με χιλιάδες αλπικά φυτά καί εξαίσια θέα.
Επιστρέψαμε στο Καρτσιάνο με το τελεφερίκ καί από εκεί, κάνοντας ένα μεγάλο γύρω γιατί δεν γνωρίζαμε τον σύντομο δρόμο, φτάσαμε στην Στρέσα όπου καί δειπνήσαμε.
Η Στρέσα είναι μία υπέροχη παραλίμνια πόλη, με πρωτοκλασάτα ξενοδοχεία καί γραφικότατη παραλίμνια περατζάδα.
Εδώ αρχίζουν τα μελανά σημεία τού ταξιδιού.
Θελήσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο με λεωφορείο αλλά λεωφορείο δεν υπάρχει πού να συνδέει τις γειτονικές πόλεις. Ψάξαμε γιά ταξί αλλά περαστικά ταξί καί μάλιστα με το χαρακτηριστικό κουκουρίκο στην κορυφή όπως το ξέρουμε δεν βρίσκαμε. Ρωτήσαμε καί μας είπαν πώς μόνο από την πιάτσα ίσως βρούμε αλλιώς πρέπει να καλέσουμε τηλεφωνικώς. Τυχαία βρήκαμε έναν ταξιτζή ρωτώντας σε ένα φαστ φούντ καί γιά την απόσταση των τριών χιλιομέτρων μέχρι το ξενοδοχείο μας πήρε δέκα ευρώ.
Τα τσουχτερά οικονομικά τα ψιλιαστήκαμε νωρίτερα, όταν ζητώντας μικρά εμφιαλωμένα νερά από το μπάρ τού τελεφερίκ, μας τα χρέωσε τρία ευρώ το ένα, Αλλωστε καί το εισιτήριο τού τελεφερίκ δεν ήταν φτηνό 17,50ευρώ το άτομο.
Εν πάσει περιπτώσει, είχαμε μία πολύ ωραία μέρα καί την καταφχαριστηθήκαμε.
Δευτέρα 13/07/2009
Η σημερινή μέρα μάλλον είναι η ωραίοτερη καί η πιό άνετη τού ταξιδιού.
Ξεκινήσαμε πάλι από το Καρτσιάνο, βγάλμε εισιτήριο καί γιά τα τρία νησάκια Μπορομέε πού μαζί με τα εισιτήρια εισόδου των αξιοθεάτων στοίχησε κατ’άτομο 28.50ευρώ. Λίγο πού μας ένοιαζε μπροστά σ’αυτά τα θάματα καί πράματα πού είδαμε.
Πρώτο νησάκι της επίσκεψης μας το Ιζολα Μπέλλα. Από τό καραβάκι πού άραζε είδαμε ένα πανόραμα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας : Ολόκληρο το νησάκι καταλάμβανε σχεδόν το παλάτι των Μπορομέων με έντυποσιακότατους βαθμιδωτούς κήπους καί αγάλματα. Μόνο ένα μικρό οικισμό είχε στην μία πλευρά. Ολος αυτός ο πράσινος καταρράκτης πού έφτανε μέχρι τήν λίμνη έδινε πραγματικά μία παραμυθένια εικόνα εκτός χρόνου.
Μπήκαμε στο ανάκτορο, περιδιαβήκαμε τά όμορφα δωμάτια, χωρίς να κάνουμε ααααα!
Το ααααααα! Το κάναμε στο τελευταίο του κομμάτι: στις τεχνιτές σπηλιές. Τι σπηλιές δηλαδή πού ήτανε ένας ύμνος στο υγρό στοιχείο, διακοσμημένες με βότσαλα καί αχιβάδες, τοίχοι, οροφές ,δάπεδα, δεν ήξερες τι να πρωτοκοιτάξεις. Απαγορευότανε η βιντεοσκόπηση καί ότι τράβηξα είναι τυχαίο με την κάμερα στα τυφλά. Πάντως κάτι παρόμοιο δεν έχουμε ξαναδεί.
Η έξοδος του μας έβγαλε στούς κήπους. Αυτό πού μας περίμενε δεν το ξέραμε ούτε το είχαμε φανταστεί.
Μπαίνοντας στο κάτω επίπεδο (γιατί οί κήποι είναι βαθμιδωτοί) μας περίμενε τι νομίζετε? Ένα ολόλευκο παγώνι -ζωντανό εννοώ- με ολάνοιχτη την ουρά του. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Δεν είχαμε δεί ποτέ κάτι τέτοιο ούτε ξέραμε πως υπάρχει λευκό παγώνι. Σαν ολάνοιχτη ισπανική βεντάλια από φίνα δαντέλλα. Περιδιαβήκαμε τούς κήπους πού πέρα από κάθε υπερβολή ήταν ένας Παράδεισος. Αυτές οί ορτανσίες, τα σχήματα πού είχανε δώσει στα φυτά, τα ελεύθερα παραδείσια πουλιά, η σέρα...απερίγραπτη ομορφιά.
Το δεύτερο νησάκι, το Ιζολα Σουριόρε ή Πεσκατόρι, είναι μία ζωγραφιά. Ενας ψαράδικος οικισμός, με τα πλακόστρωτά του, τα στενά δρομάκια του, τα σκαλάκια του, τις στοές του, τα μικρομάγαζα καί μία μικρή παραλία γιά μπάνιο. Εκεί είδαμε ένα αυτοκίνητο πού έβγαινε από την θάλασσα. Τα δέντρα του βγαίνανε μέσα από το νερό της λίμνης. Πολύ ευχάριστος ο περίπατος γύρω καί μέσα στο νησάκι.
Τι τρίτο νησάκι, η Ιζολα Μάντρε, είναι ολόκληρο ένας Βοτανικός Κήπος ,με την βίλα των Μπορρομέων. Το πράσινο σε οργιώδη διάσταση. Χρώματα, χρώματα, χρώματα -αλλά όχι αρώματα. Κάτι περίεργο ανάμεσα σε όλο αυτό τον πλούτο κι’όμως δεν υπήρχαν μυρωδιές . Στην μικρή πλατεία, μπροστά στην είσοδο της βίλας, υπάρχει ένα κυπαρίσσι, διαφορετικής ποικιλίας από αυτά πού ξέρουμε, τόσο πού δεν το αναγνωρίσαμε στην αρχή, τεράστιο, ψηλό, υποβασταζόμενο από παντού, ηλικίας 200χρόνων..
Μπήκαμε στην βίλα, πού τώρα είναι μουσείο με κούκλες. Πανέμορφες, ντυμένες με ρούχα εποχής. Επιστέψαμε με το καραβάκι στο Μπαβένο καί πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό γιά να ρωτήσουμε γιά τα δρομολόγια της επομένης γιά Λοκάρνο. Κανείς. Ούτε σταθμάρχης, ούτε στον γκισέ, μόνο αναρτημένες πινακίδες με τα δρομολόγια κι’αυτά μπερδεμένα. Εν πάσει περιπτώσει καταλήξαμε ότι είχε δρομολόγιο στις οκτώ περίπου καί επιστέψαμε στο ξενοδοχείο.
Καθόμασταν στον μπαλκόνι το βράδυ, χαλαρώναμε καί απολαμβάναμε όλη αυτή την ομορφιά καί την γαλήνη.
Εδώ η μέρα διαρκεί πολύ: ξημέρωνε ήδη από τις 5.30 καί στις 10.30το βράδυ ακόμη φεγγοβόλαγε.
Τα νησάκια φωταγωγημένα, τα ήρεμα νερά τις λίμνης να τα καθρεφτίζουν καί στο βάθος οί αλλεπάλληλες κορυφές των Προάλπεων. Δεν μας έκανε καρδιά να πάμε γιά ύπνο, παρ’όλη την κούραση.
Τρίτη 14/07/2009
Πρωί πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, χωρίς να πάρουμε πρωϊνό, φύγαμε γιά να προλάβουμε το τραίνο. Μην ξεχνάτε ότι είχαμε να κάνουμε τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα περπάτημα καί όταν είσαι με το ρολόϊ στο χέρι, δεν είναι ότι καλύτερο.
Εν πάσει περιπτώσει, βάλαμε τά πόδια στην πλάτη. . Προλαβαίναμε δεν προλαβαίναμε.
Τι να προλάβουμε, πού το δρομολόγιο των οκτώ δεν ίσχυε γιά εκείνη την μέρα. Γιά τις εννέα καί μισή είχε δρομολόγιο. Αδικα τόσο τρέξιμο καί τόσο άγχος. Κάτσαμε στο καφενεδάκι τού σταθμού καί περιμέναμε.
Επιβιβαστήκαμε επιτέλους καί το όνειρο άρχισε.
Αλλάξαμε τραίνο στην Ντομοντόσολα (Ιταλία) γιά το Λοκάρνο (Ελβετία) Πήραμε το τουριστικό τραίνο, πού είχε πολύ μεγάλα τζάμια μέχρι καί την οροφή, γιά νά έχουμε ανεμπόδιστη θέα.
Το μέλημα σ’αυτήν την εκδρομή ήταν ακριβώς η διαδρομή : Να διασχίσουμε την Τσεντοβάλι με το τραίνο. Είχαμε διαβάσει ότι είναι μιά από τις ωραιότερες σιδηροδρομικές διαδρομές καί όντως.
Τι δάση με καστανιές, τι αμπελώνες, τι φαράγγια, τι να τρέχουν τά νερά από κάτω, τι γέφυρες διασχίσαμε, δεν λέγεται.
Εικόνες μοναδικές καί ανεπανάληπτες, σαν παραμύθι, σαν ζωγραφιά, σαν κάτι καρτ ποστάλ πού βλέπουμε.
Καί φτάσαμε στο Λοκάρνο. Αλλάξαμε 50ευρώ σε ελβετικά φράγκα καί είπαμε να πάρουμε από ένα σάντουτς να κόψουμε την πείνα μας -την δική μου δηλαδή, γιά να είμαι ακριβοδίκαιη. Ενα μικρό ψωμάκι με μία φέτα ζαμπόν μέσα, τίποτε άλλο. Πόσο? Πέντε ευρώ παρακαλώ το ένα.
Ελβετία θα μού πείς.
Το Λοκάρνο σκέτη απογοήτευση. Μία ψυχρή πόλη. Πόλη με όλα της τα στραβά. Αχαρα καί άκομψα κτίρια, εμπορικά μαγαζιά -απλησίαστα- κανένα δέλεαρ γιά τον επισκέπτη.
Ψάξαμε γιά το ιστορικό κέντρο, ρωτούσαμε, μας στέλνανε γύρω γύρω καί τελικά δεν το βρήκαμε.
Είπαμε να δοκιμάσουμε την περίφημη ελβετική σοκολάτα. Τρελλοί είναι οί άνθρωποι? Οκτώ σοκολατάκια σε ένα κουτάκι 16ευρώ (πάντα σε αντιστοιχία μιλάω). Ας τα φάνε μόνοι τους.
Τετάρτη 15/07/2009
Με το πρωϊνό τρένο αναχωρήσαμε για Μιλάνο. Φτάσαμε στην πλατεία Ντουόμο περίπου στις 10πμ.
Ψιλόβρεχε καί στό γκρίζο φόντο το Ντουόμο, ολόλευκο, ολομάρμαρο, με όλες αυτές τις υπέροχες ανάγλυφες φιγούρες, έμοιαζε να κατεβαίνει από τον ουρανό. Τί γλυπτά ήταν αυτά, τι παιχνιδίσματα με το μάρμαρο, τι δαντελλωτά σκαλίσματα. Επιβλητικό καί συνάμα αέρινο. Μείναμε πολλή ώρα να κοιτάζουμε καί δεν το χορταίναμε. Το φέραμε γύρω, μπήκαμε μέσα (εξαιρετικά τα βιτρό του) καί πάλι στην πρόσοψη να το χαζεύουμε.
Συνεχίσαμε στην Γκαλερία Β.Εμμανουέλε. Σκέτο κόσμημα. Το αίθριο της υπέροχο.
Την διασχίσαμε καί από την άλλη έξοδο του, οδηγηθήκαμε πρός την Σκάλα τού Μιλάνο. Την είδαμε μόνο εξωτερικά. Η αλήθεια είναι πώς η αρχιτεκτονική της δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Σε νεοκλασσικό στύλ, πολύ λιτό θα έλεγα.
Από κεί πήραμε το μετρό καί φθάσαμε στο Καστέλλο Σφορτσέσκο.
Αυτό μάλιστα. Είναι Καστέλλο με τά όλα του. Σέ άριστη κατάσταση, πολύ μεγάλο σε έκταση, στεγάζει πολλά μουσεία. Εξαιρετικές συλλογές με ταπισερί καί πίνακες. Καί κάτι μοναδικό: την Πιετά Ροντανίνι, το τελευταίο γλυπτό τού Μιχαήλ Αγγέλου. Πέθανε σκαλίζοντας το.
Πέμπτη 16/07/2009
Στο αρχικό μας πρόγραμμα, είχαμε υπ’οψιν να κατεβούμε πάλι στο Μιλάνο γιά να επισκεφθούμε τον περιβόητο Μυστικό Δείπνο στην Σάντα Μαρία ντέλε Γράτσιε καί να παρακολουθήσουμε μία παράσταση στην Σκάλα, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Τρείς μήνες πρίν προσπάθησα να κλείσω εισιτήρια από το διαδίκτυο, πλήν όμως ματαίως. Είχαν εξαντληθεί όλα καί γιά το μέν καί γιά το δέ. Λάβετέ το υπ’όψιν σας αν σκοπεύετε να πάτε ποτέ.
Ετσι λοιπόν αποφασίσαμε νά κάνουμε μία χαλαρή κρουαζιερούλα στην λίμνη. Μιά θαυμάσια δίωρη παραλίμνια διαδρομή, μας έδωσε εντυπωσιακές εικόνες, περνώντας από κατάφυτες περιοχές με οργιώδη βλάστηση, υπέροχες βίλες, γραφικά νησάκια (όπως αυτά έξω από το Κανέρο Ριβιέρα) . Καί φτάσαμε στο Κανόμπιο, ένα παραλίμνιο χωριό πρίν τα ελβετικά σύνορα. Μα ήταν μία κούκλα. Πνιγμένο στα λουλούδια, με τις μουκαμβίλιες να «τρέχουν» στούς τοίχους καί τα μπαλκόνια, στενά βοτσαλωτά δρομάκια, στοές, όμορφα σπίτια. Γραφικότατο.
Γυρίσαμε το βραδάκι στο Μπαβένο καί καθήσαμε γιά φαγητό δίπλα στην λίμνη. Καί νά’ρχονται στρατιές οί πάπιες κοντά σου, να τούς πετάς ψωμάκια καί να ξεφυτρώνουν άλλες απ’το πουθενά. Καί νά’ρχονται σμήνος τα ΄σπουργίτια στο τραπέζι σου, να βάζεις ψυχουλάκια στην χούφτα σου καί να έρχονται να τσιμπολογάνε. Καί να βλέπεις τον ήλιο νά πέφτει αργά στα νερά της λίμνης καί πέρα, στο βάθος, να ασπρίζουνε οί Αλπεις.
Παρασκευή 17/07/2009
Αν θέλετε να πάρετε μία μικρή γεύση τού παράδεισου, να πάτε στην Βίλα Παλανβιτσίνο. Λίγο έξω από Στρέζα, δεκαπέντε λεπτά ευχάριστου περιπάτου καί θα βρεθείτε σ’αυτούς τούς καταπληκτικούς βοτανικούς κήπους, με συντριβάνια, με σκιερά μονοπάτια, με τρεχούμενα νερά, με ροδόκηπους. Η έκταση είναι πολύ μεγάλη καί μπορείτε να χαρείτε όλο αυτό το καταπράσινο περιβάλλον, παρέα με ελάφια, με ρόζ φλαμίγκος, με ...ασπρόμαυρους κύκνους, με ζέμπρες, παραδείσια πουλιά... Είναι σκέτη απόλαυση.
Τις επόμενες δύο μέρες, τις είχαμε προγραμματίσει γιά την λίμνη Ορτά και τη λίμνη Λουγκάνο, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε συγκοινωνία. Το πρόβλημα στην περιοχή είναι αυτό. Χρειάζεται οπωσδήποτε αυτοκίνητο.
Αναχωρήσαμε από Ε.Βενιζέλος στις 09.10, με την Aegean, χωρίς προβλήματα. Είχαμε μία πολύ καλή πτήση καί φτάσαμε στο Malpensa περίπου στις 12.00 Βρήκαμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία το λεωφορείο γιά Μπαβένο, όπου φτάσαμε περίπου στις 13.30. Καθ’οδόν εντοπίσαμε το ξενοδοχείο, το οποίο ήταν 2 χιλιόμετρα από το κέντρο τού Μπαβένο. Καλύψαμε την απόσταση πεζή (κάτι πού κάναμε συνεχώς τις επόμενες μέρες). Τό ξενοδοχείο μας, η Βίλα Ρουσέλο, ήταν αρχοντικό τού περασμένου αιώνα, με όμορφους κήπους, μπροστά στην λίμνη, με υπέροχη θέα των νησιών Μπορομέο. Το δωμάτιο επίσης με θέα στην λίμνη, αν καί μας εμπόδιζαν λίγο τα δέντρα πού ήταν μπροστά.
Η περιοχή πανέμορφη καί καταπράσινη, όλο βίλες καί αρχοντικά, με την λίμνη να κλείνεται από διαδοχικούς λόφους καί βουνά.
Ξεκινήσαμε αμέσως την περιήγησή μας. Πήραμε το τελεφερίκ από το Καρτσιάνο καί ανεβήκαμε στο όρος Μοτταρόνε, σε υψόμετρο 1350μέτρα. Η ανάβαση αυτή, πάνω από πυκνό δάσος καί γραφικά σπιτάκια, σού έδινε την αίσθηση ότι πετούσες σαν πουλί. Η Θέα σού έκοβε την ανάσα. Φτάσαμε στην κορυφή απ’όπου είχαμε μία εκπληκτική θέα σε όλη την περιοχή. Κάναμε ένα αναζωογονητικό περίπατο στο δάσος καί στην συνέχεια, παλι με το τελεφερίκ, κατεβήκαμε στο χαμηλότερο επίπεδο, στο Αλπίνο, όπου μετά από μιά πανέμορφη πεζοπορία, επισκεφθήκαμε τον αλπικό κήπο, με χιλιάδες αλπικά φυτά καί εξαίσια θέα.
Επιστρέψαμε στο Καρτσιάνο με το τελεφερίκ καί από εκεί, κάνοντας ένα μεγάλο γύρω γιατί δεν γνωρίζαμε τον σύντομο δρόμο, φτάσαμε στην Στρέσα όπου καί δειπνήσαμε.
Η Στρέσα είναι μία υπέροχη παραλίμνια πόλη, με πρωτοκλασάτα ξενοδοχεία καί γραφικότατη παραλίμνια περατζάδα.
Εδώ αρχίζουν τα μελανά σημεία τού ταξιδιού.
Θελήσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο με λεωφορείο αλλά λεωφορείο δεν υπάρχει πού να συνδέει τις γειτονικές πόλεις. Ψάξαμε γιά ταξί αλλά περαστικά ταξί καί μάλιστα με το χαρακτηριστικό κουκουρίκο στην κορυφή όπως το ξέρουμε δεν βρίσκαμε. Ρωτήσαμε καί μας είπαν πώς μόνο από την πιάτσα ίσως βρούμε αλλιώς πρέπει να καλέσουμε τηλεφωνικώς. Τυχαία βρήκαμε έναν ταξιτζή ρωτώντας σε ένα φαστ φούντ καί γιά την απόσταση των τριών χιλιομέτρων μέχρι το ξενοδοχείο μας πήρε δέκα ευρώ.
Τα τσουχτερά οικονομικά τα ψιλιαστήκαμε νωρίτερα, όταν ζητώντας μικρά εμφιαλωμένα νερά από το μπάρ τού τελεφερίκ, μας τα χρέωσε τρία ευρώ το ένα, Αλλωστε καί το εισιτήριο τού τελεφερίκ δεν ήταν φτηνό 17,50ευρώ το άτομο.
Εν πάσει περιπτώσει, είχαμε μία πολύ ωραία μέρα καί την καταφχαριστηθήκαμε.
Δευτέρα 13/07/2009
Η σημερινή μέρα μάλλον είναι η ωραίοτερη καί η πιό άνετη τού ταξιδιού.
Ξεκινήσαμε πάλι από το Καρτσιάνο, βγάλμε εισιτήριο καί γιά τα τρία νησάκια Μπορομέε πού μαζί με τα εισιτήρια εισόδου των αξιοθεάτων στοίχησε κατ’άτομο 28.50ευρώ. Λίγο πού μας ένοιαζε μπροστά σ’αυτά τα θάματα καί πράματα πού είδαμε.
Πρώτο νησάκι της επίσκεψης μας το Ιζολα Μπέλλα. Από τό καραβάκι πού άραζε είδαμε ένα πανόραμα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας : Ολόκληρο το νησάκι καταλάμβανε σχεδόν το παλάτι των Μπορομέων με έντυποσιακότατους βαθμιδωτούς κήπους καί αγάλματα. Μόνο ένα μικρό οικισμό είχε στην μία πλευρά. Ολος αυτός ο πράσινος καταρράκτης πού έφτανε μέχρι τήν λίμνη έδινε πραγματικά μία παραμυθένια εικόνα εκτός χρόνου.
Μπήκαμε στο ανάκτορο, περιδιαβήκαμε τά όμορφα δωμάτια, χωρίς να κάνουμε ααααα!
Το ααααααα! Το κάναμε στο τελευταίο του κομμάτι: στις τεχνιτές σπηλιές. Τι σπηλιές δηλαδή πού ήτανε ένας ύμνος στο υγρό στοιχείο, διακοσμημένες με βότσαλα καί αχιβάδες, τοίχοι, οροφές ,δάπεδα, δεν ήξερες τι να πρωτοκοιτάξεις. Απαγορευότανε η βιντεοσκόπηση καί ότι τράβηξα είναι τυχαίο με την κάμερα στα τυφλά. Πάντως κάτι παρόμοιο δεν έχουμε ξαναδεί.
Η έξοδος του μας έβγαλε στούς κήπους. Αυτό πού μας περίμενε δεν το ξέραμε ούτε το είχαμε φανταστεί.
Μπαίνοντας στο κάτω επίπεδο (γιατί οί κήποι είναι βαθμιδωτοί) μας περίμενε τι νομίζετε? Ένα ολόλευκο παγώνι -ζωντανό εννοώ- με ολάνοιχτη την ουρά του. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Δεν είχαμε δεί ποτέ κάτι τέτοιο ούτε ξέραμε πως υπάρχει λευκό παγώνι. Σαν ολάνοιχτη ισπανική βεντάλια από φίνα δαντέλλα. Περιδιαβήκαμε τούς κήπους πού πέρα από κάθε υπερβολή ήταν ένας Παράδεισος. Αυτές οί ορτανσίες, τα σχήματα πού είχανε δώσει στα φυτά, τα ελεύθερα παραδείσια πουλιά, η σέρα...απερίγραπτη ομορφιά.
Το δεύτερο νησάκι, το Ιζολα Σουριόρε ή Πεσκατόρι, είναι μία ζωγραφιά. Ενας ψαράδικος οικισμός, με τα πλακόστρωτά του, τα στενά δρομάκια του, τα σκαλάκια του, τις στοές του, τα μικρομάγαζα καί μία μικρή παραλία γιά μπάνιο. Εκεί είδαμε ένα αυτοκίνητο πού έβγαινε από την θάλασσα. Τα δέντρα του βγαίνανε μέσα από το νερό της λίμνης. Πολύ ευχάριστος ο περίπατος γύρω καί μέσα στο νησάκι.
Τι τρίτο νησάκι, η Ιζολα Μάντρε, είναι ολόκληρο ένας Βοτανικός Κήπος ,με την βίλα των Μπορρομέων. Το πράσινο σε οργιώδη διάσταση. Χρώματα, χρώματα, χρώματα -αλλά όχι αρώματα. Κάτι περίεργο ανάμεσα σε όλο αυτό τον πλούτο κι’όμως δεν υπήρχαν μυρωδιές . Στην μικρή πλατεία, μπροστά στην είσοδο της βίλας, υπάρχει ένα κυπαρίσσι, διαφορετικής ποικιλίας από αυτά πού ξέρουμε, τόσο πού δεν το αναγνωρίσαμε στην αρχή, τεράστιο, ψηλό, υποβασταζόμενο από παντού, ηλικίας 200χρόνων..
Μπήκαμε στην βίλα, πού τώρα είναι μουσείο με κούκλες. Πανέμορφες, ντυμένες με ρούχα εποχής. Επιστέψαμε με το καραβάκι στο Μπαβένο καί πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό γιά να ρωτήσουμε γιά τα δρομολόγια της επομένης γιά Λοκάρνο. Κανείς. Ούτε σταθμάρχης, ούτε στον γκισέ, μόνο αναρτημένες πινακίδες με τα δρομολόγια κι’αυτά μπερδεμένα. Εν πάσει περιπτώσει καταλήξαμε ότι είχε δρομολόγιο στις οκτώ περίπου καί επιστέψαμε στο ξενοδοχείο.
Καθόμασταν στον μπαλκόνι το βράδυ, χαλαρώναμε καί απολαμβάναμε όλη αυτή την ομορφιά καί την γαλήνη.
Εδώ η μέρα διαρκεί πολύ: ξημέρωνε ήδη από τις 5.30 καί στις 10.30το βράδυ ακόμη φεγγοβόλαγε.
Τα νησάκια φωταγωγημένα, τα ήρεμα νερά τις λίμνης να τα καθρεφτίζουν καί στο βάθος οί αλλεπάλληλες κορυφές των Προάλπεων. Δεν μας έκανε καρδιά να πάμε γιά ύπνο, παρ’όλη την κούραση.
Τρίτη 14/07/2009
Πρωί πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, χωρίς να πάρουμε πρωϊνό, φύγαμε γιά να προλάβουμε το τραίνο. Μην ξεχνάτε ότι είχαμε να κάνουμε τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα περπάτημα καί όταν είσαι με το ρολόϊ στο χέρι, δεν είναι ότι καλύτερο.
Εν πάσει περιπτώσει, βάλαμε τά πόδια στην πλάτη. . Προλαβαίναμε δεν προλαβαίναμε.
Τι να προλάβουμε, πού το δρομολόγιο των οκτώ δεν ίσχυε γιά εκείνη την μέρα. Γιά τις εννέα καί μισή είχε δρομολόγιο. Αδικα τόσο τρέξιμο καί τόσο άγχος. Κάτσαμε στο καφενεδάκι τού σταθμού καί περιμέναμε.
Επιβιβαστήκαμε επιτέλους καί το όνειρο άρχισε.
Αλλάξαμε τραίνο στην Ντομοντόσολα (Ιταλία) γιά το Λοκάρνο (Ελβετία) Πήραμε το τουριστικό τραίνο, πού είχε πολύ μεγάλα τζάμια μέχρι καί την οροφή, γιά νά έχουμε ανεμπόδιστη θέα.
Το μέλημα σ’αυτήν την εκδρομή ήταν ακριβώς η διαδρομή : Να διασχίσουμε την Τσεντοβάλι με το τραίνο. Είχαμε διαβάσει ότι είναι μιά από τις ωραιότερες σιδηροδρομικές διαδρομές καί όντως.
Τι δάση με καστανιές, τι αμπελώνες, τι φαράγγια, τι να τρέχουν τά νερά από κάτω, τι γέφυρες διασχίσαμε, δεν λέγεται.
Εικόνες μοναδικές καί ανεπανάληπτες, σαν παραμύθι, σαν ζωγραφιά, σαν κάτι καρτ ποστάλ πού βλέπουμε.
Καί φτάσαμε στο Λοκάρνο. Αλλάξαμε 50ευρώ σε ελβετικά φράγκα καί είπαμε να πάρουμε από ένα σάντουτς να κόψουμε την πείνα μας -την δική μου δηλαδή, γιά να είμαι ακριβοδίκαιη. Ενα μικρό ψωμάκι με μία φέτα ζαμπόν μέσα, τίποτε άλλο. Πόσο? Πέντε ευρώ παρακαλώ το ένα.
Ελβετία θα μού πείς.
Το Λοκάρνο σκέτη απογοήτευση. Μία ψυχρή πόλη. Πόλη με όλα της τα στραβά. Αχαρα καί άκομψα κτίρια, εμπορικά μαγαζιά -απλησίαστα- κανένα δέλεαρ γιά τον επισκέπτη.
Ψάξαμε γιά το ιστορικό κέντρο, ρωτούσαμε, μας στέλνανε γύρω γύρω καί τελικά δεν το βρήκαμε.
Είπαμε να δοκιμάσουμε την περίφημη ελβετική σοκολάτα. Τρελλοί είναι οί άνθρωποι? Οκτώ σοκολατάκια σε ένα κουτάκι 16ευρώ (πάντα σε αντιστοιχία μιλάω). Ας τα φάνε μόνοι τους.
Τετάρτη 15/07/2009
Με το πρωϊνό τρένο αναχωρήσαμε για Μιλάνο. Φτάσαμε στην πλατεία Ντουόμο περίπου στις 10πμ.
Ψιλόβρεχε καί στό γκρίζο φόντο το Ντουόμο, ολόλευκο, ολομάρμαρο, με όλες αυτές τις υπέροχες ανάγλυφες φιγούρες, έμοιαζε να κατεβαίνει από τον ουρανό. Τί γλυπτά ήταν αυτά, τι παιχνιδίσματα με το μάρμαρο, τι δαντελλωτά σκαλίσματα. Επιβλητικό καί συνάμα αέρινο. Μείναμε πολλή ώρα να κοιτάζουμε καί δεν το χορταίναμε. Το φέραμε γύρω, μπήκαμε μέσα (εξαιρετικά τα βιτρό του) καί πάλι στην πρόσοψη να το χαζεύουμε.
Συνεχίσαμε στην Γκαλερία Β.Εμμανουέλε. Σκέτο κόσμημα. Το αίθριο της υπέροχο.
Την διασχίσαμε καί από την άλλη έξοδο του, οδηγηθήκαμε πρός την Σκάλα τού Μιλάνο. Την είδαμε μόνο εξωτερικά. Η αλήθεια είναι πώς η αρχιτεκτονική της δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Σε νεοκλασσικό στύλ, πολύ λιτό θα έλεγα.
Από κεί πήραμε το μετρό καί φθάσαμε στο Καστέλλο Σφορτσέσκο.
Αυτό μάλιστα. Είναι Καστέλλο με τά όλα του. Σέ άριστη κατάσταση, πολύ μεγάλο σε έκταση, στεγάζει πολλά μουσεία. Εξαιρετικές συλλογές με ταπισερί καί πίνακες. Καί κάτι μοναδικό: την Πιετά Ροντανίνι, το τελευταίο γλυπτό τού Μιχαήλ Αγγέλου. Πέθανε σκαλίζοντας το.
Πέμπτη 16/07/2009
Στο αρχικό μας πρόγραμμα, είχαμε υπ’οψιν να κατεβούμε πάλι στο Μιλάνο γιά να επισκεφθούμε τον περιβόητο Μυστικό Δείπνο στην Σάντα Μαρία ντέλε Γράτσιε καί να παρακολουθήσουμε μία παράσταση στην Σκάλα, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Τρείς μήνες πρίν προσπάθησα να κλείσω εισιτήρια από το διαδίκτυο, πλήν όμως ματαίως. Είχαν εξαντληθεί όλα καί γιά το μέν καί γιά το δέ. Λάβετέ το υπ’όψιν σας αν σκοπεύετε να πάτε ποτέ.
Ετσι λοιπόν αποφασίσαμε νά κάνουμε μία χαλαρή κρουαζιερούλα στην λίμνη. Μιά θαυμάσια δίωρη παραλίμνια διαδρομή, μας έδωσε εντυπωσιακές εικόνες, περνώντας από κατάφυτες περιοχές με οργιώδη βλάστηση, υπέροχες βίλες, γραφικά νησάκια (όπως αυτά έξω από το Κανέρο Ριβιέρα) . Καί φτάσαμε στο Κανόμπιο, ένα παραλίμνιο χωριό πρίν τα ελβετικά σύνορα. Μα ήταν μία κούκλα. Πνιγμένο στα λουλούδια, με τις μουκαμβίλιες να «τρέχουν» στούς τοίχους καί τα μπαλκόνια, στενά βοτσαλωτά δρομάκια, στοές, όμορφα σπίτια. Γραφικότατο.
Γυρίσαμε το βραδάκι στο Μπαβένο καί καθήσαμε γιά φαγητό δίπλα στην λίμνη. Καί νά’ρχονται στρατιές οί πάπιες κοντά σου, να τούς πετάς ψωμάκια καί να ξεφυτρώνουν άλλες απ’το πουθενά. Καί νά’ρχονται σμήνος τα ΄σπουργίτια στο τραπέζι σου, να βάζεις ψυχουλάκια στην χούφτα σου καί να έρχονται να τσιμπολογάνε. Καί να βλέπεις τον ήλιο νά πέφτει αργά στα νερά της λίμνης καί πέρα, στο βάθος, να ασπρίζουνε οί Αλπεις.
Παρασκευή 17/07/2009
Αν θέλετε να πάρετε μία μικρή γεύση τού παράδεισου, να πάτε στην Βίλα Παλανβιτσίνο. Λίγο έξω από Στρέζα, δεκαπέντε λεπτά ευχάριστου περιπάτου καί θα βρεθείτε σ’αυτούς τούς καταπληκτικούς βοτανικούς κήπους, με συντριβάνια, με σκιερά μονοπάτια, με τρεχούμενα νερά, με ροδόκηπους. Η έκταση είναι πολύ μεγάλη καί μπορείτε να χαρείτε όλο αυτό το καταπράσινο περιβάλλον, παρέα με ελάφια, με ρόζ φλαμίγκος, με ...ασπρόμαυρους κύκνους, με ζέμπρες, παραδείσια πουλιά... Είναι σκέτη απόλαυση.
Τις επόμενες δύο μέρες, τις είχαμε προγραμματίσει γιά την λίμνη Ορτά και τη λίμνη Λουγκάνο, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε συγκοινωνία. Το πρόβλημα στην περιοχή είναι αυτό. Χρειάζεται οπωσδήποτε αυτοκίνητο.
Attachments
-
42,6 KB Προβολές: 336