• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Άγιος Δομήνικος Καραϊβική Καραϊβική - Yaman

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.784
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
..θα ευχηθω να σε τρεχει ο D απο νησι σε νησι και να του κουβαλας και τις βαλιτσες! Και να χαλασει το βαπορι και να μεινεις ενα μηνα στο νησι , στην παραλια! Και αφου δεν κοκκινιζεις απο ντροπη , να κοκκινισεις απο τον ηλιο!
Μα τα χιλια ραστα! Δεν ευχομουν να κερδισω το τζοκερ καλυτερα :haha:
Ανυπομονω να βγειτε - κι εμεις μαζι - στο Union :) O Yorgos δε μπορει να βαλει φωτος , αλλα φανταζομαι κατι τετοιο θα εβλεπε φευγοντας απο το
Hillsborough bay..
awww.carriacou.net_photos_off_to_freedom.jpg
 

TEARY29

Member
Μηνύματα
24
Likes
14
Ταξίδι-Όνειρο
ρωσία
Μα τα χιλια ραστα! Δεν ευχομουν να κερδισω το τζοκερ καλυτερα :haha:
Ανυπομονω να βγειτε - κι εμεις μαζι - στο Union :) O Yorgos δε μπορει να βαλει φωτος , αλλα φανταζομαι κατι τετοιο θα εβλεπε φευγοντας απο το
Hillsborough bay..
awww.carriacou.net_photos_off_to_freedom.jpg
θέλουμε κ άλλο,θέλουμε κ άλλο,θέλουμε κ άλλο!!!!!!!!!!!!!!:clap::clap::clap::clap:
 

alma

Member
Μηνύματα
4.102
Likes
17.516
Τέλεια μέχρι το σημείο που μείνατε μεσοπέλαγα.Αλλά κι αυτό θα το ξεπεράσατε σίγουρα.Κατά τ'άλλα τώρα που ανοίγει ο καιρός διαβάζουμε κι αυτές τις ιστορίες σου κι ονειρευόμαστε ήλιο και παραλίες.Yaman!:clap:
 

Krazykat

Member
Μηνύματα
268
Likes
543
Μάστα σμάσα ονσάμα ρίφα, γιάμαν. «Τι λέει μωρέ αυτή;», με ρωτάει ζητώντας μετάφραση από τα Αγγλικά στα Αγγλικά. «Must have smashed on some reef», λέω και πλέον είναι οριστικό...
Σούλντα λίβδα όφις σούνα... Νομίζω ότι οι καλόπιστοι συνάδελφοι έχουν αρχίσει να υποψιάζονται ότι δεν είναι ΤΟΣΟ ξεκαρδιστικές οι δικογραφίες που μου' χουν λάχει, αλλά κάτι άλλο παίζει...

Να 'σαι καλά ρε Γιώργο! Και καλό ΣΚ, όπου βρίσκεσαι...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.980
Likes
52.500
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιμέναμε, περιμέναμε και στο τέλος εμφανίστηκε μια… βάρκα. Ούτε η ακτοφυλακή, ούτε κάποιο φέρυ να μας πάρει μαζί με τις βαλίτσες μας, ούτε κάποιο μεγάλο σκάφος να μας ρυμουλκήσει: μια βάρκα, μισή στο μέγεθος από τη δική μας. Απόρησα, αλλά είδα τον Leroy με απόλυτη φυσικότητα να δένει το σχοινί της βάρκας στην πλώρη της δικής μας με απόλυτη σιγουριά και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η ρυμούλκηση ξεκίνησε. Με μια βαρκούλα να ρυμουλκεί μια βάρκα με 17 άτομα και δυο τόνους αποσκευές και εμπορεύματα, πηγαίναμε πιο αργά κι από τον Τσάρτα όταν γύριζε στην άμυνα, αλλά πηγαίναμε. Λίγα μέτρα από την ακτή, διακρίναμε και το μισοβυθισμένο Jasper «Αχ, τι κρίμα, έχω τόσες αναμνήσεις από αυτή τη μπακατέλα», λέει μια χοντρούλα δίπλα μου με νοσταλγία. Το Jasper μάλλον δε θα ξανακάνει καμία διαδρομή, έκλεισε τον κύκλο της ζωής του την ίδια μέρα που θα το παίρναμε κι εμείς για πρώτη φορά.


Το Union άρχισε να ξεπροβάλλει μπροστά μας, αλλά δεν έβλεπα πουθενά το Clifton, το λιμανάκι που υποτίθεται πως αποτελεί σημαντικό (για τα δεδομένα της περιοχής) κόμβο και κέντρο όπου αράζουν τα γιοτ. «Δεν είναι το Clifton αυτό», μας επιβεβαίωσε ο ήρωας σύζυγος της μέγαιρας, «δεν μπορούν να μας ρυμουλκήσουν μέχρι εκεί».



Στην τσιμεντένια προβλήτα του άγνωστου λιμανιού μας περιμένει όλους ένα Ντάτσουν με δυο αυτοσχέδιους πάγκους στην καρότσα του. Ξεφορτώνουμε τις βαλίτσες, τα εμπορεύματα (μεταξύ των οποίων και κάτι προπέλες που… διέφυγαν του τελωνειακού ελέγχου) και οι ντόπιοι μας κάνουν νόημα να στριμωχτούμε στην καρότσα του Ντάτσουν για να μας οδηγήσουν στο immigration. This is too much for μαντάμ Σουσού, ε όχι και σε Ντάτσουν! «Εγώ δεν μπαίνω εκεί πίσω, σας το λέω!», φωνάζει και εξασφαλίζει θέση δίπλα στον οδηγό, που αξιολόγησε πως αν την άφηνε στην καρότσα θα είχε να κάνει με ανθρώπινη πολεμική σειρήνα σε αξιοθαύμαστα ντεσιμπέλ, κι έτσι στερηθήκαμε κι εμείς τη χαρά του να έχουμε τον ευχάριστο χαρακτήρα της in our face. Ο σύζυγός της πάντως είναι σε εύθυμη κατάσταση: «Κοίτα πόσο λαθρεμπόριο κάνουν, τίποτε από αυτά δεν περνάει τελωνείο», λέει χαμογελώντας, ενώ παρακολουθώ το εμπόρευμα να… ξαλαφρώνεται από το Ντάτσουν προοδευτικά, πριν φτάσουμε στο τελωνείο.


Το Union, από το λίγο που το είδαμε, δε θύμιζε σε τίποτε το «νησάκι που λειτουργεί ως μεταγωγικό κέντρο και ως βάση για ιστιοπλοϊκά και για εκδρομές». Μικρά σπίτια, σχετικά φτωχά παρατάσσονται σε δρόμους από χαλίκι, με φτωχικά μαγαζάκια και ντόπιους (μερικοί εκ των οποίων ξυπόλητοι) που μας χαιρετούν με αγκαλιά τα μωρά τους. Το Ντάτσουν μας φαίνεται να είναι το θέαμα της ημέρας που όλοι μαζεύτηκαν να δουν.
Ήλπιζα πως οι διαδικασίες στο τελωνείο και το immigration θα είναι σύντομες, μπας και βρούμε τρόπο να πάμε σε αυτό το τιμημένο Mayreau πριν πέσει ο ήλιος, αλλά πού τέτοια τύχη. Στην αρχή μας είπαν να περιμένουμε, μετά παραδώσαμε τα διαβατήριά μας και ξαναπεριμέναμε, συμπληρώσαμε κάτι έντυπα που είχαν περισσότερα πεδία από το συνολικό πληθυσμό του Union και θυμηθήκαμε ότι στον Άγιο Βικέντιο και τις Γρεναδίνες τα πράγματα είναι πιο γραφειοκρατικά από τη Γρενάδα. Ξαναπεριμέναμε, πήραν τις αποσκευές μας για να τις ελέγξουν, ξαναπεριμέναμε και μετά μας γνωστοποίησαν ότι θα πρέπει να πληρώσουμε και συνολικά 46 δολάρια Καραϊβικής επειδή περάσαμε το τελωνείο μετά τις 4, δηλαδή μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας και τους κουράσαμε τους ανθρώπους.



Το ποσό θα πρέπει να πληρωθεί από όλους τους επιβάτες που πέρασαν immigration, αλλά η Μαντάμ έχει φροντίσει να γίνει καπνός χωρίς να πληρώσει το ποσό που της αναλογεί. Και πριν εξαφανιστεί μου έδωσε το μέιλ της, ώστε να της στείλω και τις φωτογραφίες που έβγαλα εν πλω, προφανώς για να τις δείξει στις φίλες της στο κομμωτήριο των 300$/χτένισμα και να τους διηγηθεί το πώς γλίτωσε από του χάρου τα δόντια, περιστοιχισμένη από βρωμοντόπιους και μερικούς άθλιους backpackers, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον πρέπει να ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος, διότι είχε και μια Samsonite. Το μέιλ της ανήκει στο server του υπερπολυτελούς Mustique, του ιδιωτικού νησιού που ανοίγει τις πόρτες του μόνο σε διάσημους και πλούσιους. «Ξέρετε, είμαι μέλος και του club Mustique», λέει με αυταρέσκεια και –πριν προλάβω να της ανακοινώσω ότι ΧΕΣΤΗΚΑ- συμπληρώνει «Στείλτε μου τις φωτογραφίες, αλλά όχι σήμερα, αύριο σε παρακαλώ, διότι σήμερα θα είμαι εν πτήση και δε θα μπορέσω να τις λάβω». Τη διαβεβαίωσα πως θα τις λάβει άμεσα και πέταξα το χαρτάκι με το μέιλ στο σκουπιδοτενεκέ του τελωνείου.


Τελικώς το «πρόστιμο» το πληρώσαμε εμείς κι ο Έρικ, ο οποίος ενδιαφέρθηκε και να μας βρει κάποιον να μας πάει μέχρι το Mayreau. Μας έβαλε στο τράνσφερ που ήρθε να τον πάρει για να τον πάει στο – περιέργως- οικονομικότατο yacht club όπου θα περνούσαν το βράδυ τους, όπου ελπίζαμε ότι θα βρούμε κάποιον βαρκάρη να μας πάει απέναντι σε αυτό το τιμημένο Mayreau, που θα εισηγηθώ να το μετονομάσουν σε Ιθάκη. Βρήκαμε έναν συμπαθή τυπάκο, μετά από λίγο παζάρι και μερικά yaman τα βρήκαμε στα 50 ευρώ και μπήκαμε στη βάρκα του, μαζί με τη Samsonite που με έχει φέρει στα όρια του λουμπάγκο. Η θάλασσα είναι ακόμη πιο κυματώδης από πριν και δε θέλω άλλες συγκινήσεις. «Δε μου λες κάπτεν, θα φτάσουμε απέναντι με αυτό το κύμα ή να βάλω τα μπρατσάκια μου;». Yaman, λέει ο τυπάς και δεν κατάλαβα σε ποιο από τα δύο ενδεχόμενα αναφερόταν η κατάφαση.



Μάλλον στο δεύτερο. Έχω ανέβει σε φουσκωτά, έχω ναυαγήσει στην Ινδονησία, έχω κάνει ταξίδι σε φέρι με 8 μποφόρ με όλο το επιβατικό κοινό να επιστρέφει στη φύση την ημερήσια κατανάλωση τροφής του, αλλά τέτοιες αναταράξεις δεν έχω ξαναδεί. Σε κάθε κύμα τιναζόμασταν τουλάχιστον μισό μέτρο καθέτως, προσπαθούσα να κρατηθώ ώστε ο πισινός μου να προσγειώνεται εντός σκάφους, ο σάκος μου σηκωνόταν τουλάχιστον 40 εκατοστά σε κάθε ανατάραξη, αλλά ο κάπταιν εκεί, ατάραχος. Στο βάθος ξεπροβάλλει το Mayreau, και το θέαμα είναι μαγικό, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα: μια απίστευτη παρθένα παραλία (ούτε καρέκλες, ούτε μια αιώρα, ούτε μια καλύβα, μια ΠΑΡΘΕΝΑ παραλία), πίσω της μερικοί λοφίσκοι και στην κορυφή ενός εξ αυτών ο ένας και μοναδικός οικισμός του νησιού των 300 ψυχών.



Κατεβαίνουμε από τη βάρκα και περπατάμε μέχρι το τέρμα της απαρχαιωμένης προβλήτας, αφήνοντας πίσω το σάκο και τη Samsonite. Ο ήλιος δύει στο βάθος, πίσω από μερικά σύννεφα και το θέαμα είναι καταπληκτικό. Κι ακόμη πιο καταπληκτικό είναι ότι είναι όλο δικό μας. Δεν υπάρχει ψυχή: απ’ τη μια μεριά το ηλιοβασίλεμα κι απ’ την άλλη η εκπληκτική παραλία και μια συστάδα σπιτιών στην κορυφή του λόφου. Βγάζουμε μια-δυο φωτογραφίες πριν μας αποχαιρετήσει ο ήλιος και χαζεύουμε το θέαμα για λίγα λεπτά ακόμη, μονολογώντας πως μόνο και γι’ αυτό άξιζε τον κόπο να φτάσουμε ως εδώ.


Επειδή τίποτε σε αυτή τη ζωή δεν αποκτάται χωρίς κόπο… θα πρέπει να ανεβούμε και την επικλινή ανηφόρα. Κι αν για τον D το θέμα είναι απλό, διότι έχει να κουβαλήσει έναν σάκο, για μένα είναι μια άσκηση επιμονής, φυσικής κατάστασης και αυτοσυγκράτησης, αφού ο πειρασμός του να αφήσω τη Samsonite «κατά λάθος» να πάρει την κατηφόρα και να συνοδεύσει τον ήλιο στη βουτιά του στο πέλαγος, είναι μεγάλη.


Ο ιδρώτας ρέει σαν ποτάμι, αλλά με τα πολλά φτάνουμε στον οικισμό. Ρωτάω πού βρίσκεται αυτός ο Dennis που μας έχουν συστήσει και όλοι φαίνεται να ξέρουν, από την οικογένεια που κάθεται βαριεστημένα στο περβάζι ενός ξύλινου σπιτιού μέχρι έναν υπερκινητικό ράστα που χοροπηδάει σαν κατσίκι. Το Dennis Hideaway είναι ένα guesthouse με 5-6 δωμάτια σε ένα μεγάλο κτίριο, με μια αυλή με μπαρ και ένα μικρό αλλά σικάτο εστιατόριο, μια μικροσκοπική πισίνα (ζήτημα αν χωρούν δυο άνθρωποι μέσα) και φαίνεται να είναι το κέντρο δράσης του νησιού.



Αναζητούμε τον Dennis και μας δείχνουν έναν σοβαροφανή 40άρη που φοράει λευκό σκούφο και παλεύει πάνω από τη φωτιά, στην κουζίνα που φαίνεται – κρίνοντας από την παρουσίαση των πιάτων τουλάχιστον- να σερβίρει πραγματικά αξιόλογο φαγητό. Το μάτι μου γυαλίζει, επιτέλους δικαιούμαστε ένα δείπνο γκουρμέ, αλλά πριν από αυτό πρέπει να βρούμε και πού θα κοιμηθούμε. Και κυρίως να κάνουμε κι ένα ντους.


Ο Dennis, παρά το στρες που φαίνεται να του προκαλεί το μαγείρεμα για τους 10-15 καλεσμένους, βρίσκει λίγο χρόνο και για να μας καλωσορίσει, αλλά το χαμόγελό του φαίνεται αμήχανο. «Κράτηση έχετε ρε παιδιά;». Απαντάμε με βλακώδη φυσικότητα πως δεν έχουμε. «Και πού θα σας βάλω ρε παιδιά; Δεν υπάρχει κρεβάτι ούτε για δείγμα, φανταστείτε ότι μέχρι και το σπίτι μου έδωσα σε κάποιους που εμφανίστηκαν και θα κοιμηθώ στο πάτωμα του γείτονα. Λυπάμαι, δεν έχω να σας βάλω πουθενά».


Δε σκιαζόμαστε, κι αν δε μείνουμε στου Dennis, θα μείνουμε κάπου αλλού. Καθόμαστε στο μπαρ να πιούμε ένα ποτό, αλλά εκεί ένας ντόπιος μας ξεφουρνίζει το καλύτερο, όταν τον ρωτάμε για άλλο κατάλυμα. «Τι άλλο; Δεν υπάρχει άλλο… Ένα κατάλυμα έχει το νησί και είναι αυτό εδώ. Κι είναι τόσο φουλ που από τους 15 τουρίστες που βλέπετε εδώ, οι 6 μένουν σε καναπέδες σε γειτονικά σπίτια…». Όμορφα. Αποφασίζουμε να μείνει ο D με τις αποσκευές στο μπαρ κι εγώ να κάνω μια βόλτα στον οικισμό προς άγραν κρεβατιού. Αδυνατώ να πιστέψω πως δεν υπάρχει ένας ακόμη ντόπιος που να έφτιαξε έστω ένα κατάλυμα της πλάκας, ή να του περισσεύουν δυο κρεβάτια προς διάθεση με αντάλλαγμα λίγα δολάρια.



Βγαίνοντας από του Dennis, ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά. Πολύ ανηφορικά. Ρωτάω μια γιαγιά που βρίσκω αν ξέρει πού μπορώ να κοιμηθώ. Προκύπτει πως κι αυτή μακρινή ξαδέρφη του Τζαμαϊκανού υπουργού πρέπει να είναι, γιατί δεν κατάλαβα γρι, οπότε και προχωράω στον επόμενο, ένα ράστα που ήπιε περισσότερους μπάφους απ’ όσες πλαστικές έκανε η Μαντάμ Σουσού και με κοιτάει με βλέμμα πετρωμένο για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικώς μου δείχνει ένα σπιτάκι ακόμη πιο πάνω στο δρόμο, του οποίου η –μη χοντρούλα!- κοπελίτσα ιδιοκτήτρια μου γνωστοποιεί πως «sorry mon, gave my mattresses away to some Canadians who’re eatin’ at Dennis’”. Περνάω μπροστά από ένα ράστα μπαρ με 5 θαμώνες. Ο ένας είναι νέος πατέρας που στο ένα του χέρι κρατάει το τρίχρονο κοριτσάκι του, στο άλλο μια μπύρα και χοροπηδάει με απίστευτη ενέργεια «Come on in, mon! One love, one heart…” τραγουδάει στους ρυθμούς του Bob Marley συνοδευόμενος από τους άλλους 4 ενθουσιώδεις θαμώνες, αλλά εγώ ψάχνω κατάλυμα…


Ένας έφηβος ψάχνει με το κινητό του αλλά δε βρίσκει τίποτε, μια κυρία μου κουνάει απογοητευτικά το κεφάλι, δυο πιτσιρίκες συμπάσχουν αλλά δεν τους περισσεύει ούτε χώρος στον καναπέ τους… Τελικώς μια γιαγιά λέει πως υπάρχει μια Φρανσίλα up there. Πού δηλαδή; «Up there», λέει και δείχνει ένα λασπωμένο μονοπάτι που οδηγεί στο σκοτάδι. Επιστρέφω στου Dennis, παίρνω τον D και τη Samsonite και ξεκινάμε το Γολγοθά για το πιο απομακρυσμένο σπίτι του οικισμού. Στο δρόμο ο D θα διαπραγματευτεί την τιμή με την αετονύχισσα μεσάζουσα γιαγιά. Ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε και σπίτι δε βλέπουμε. Τελικώς καταλήγουμε σε ένα τσιμεντένιο μονοπατάκι, που περνάει μέσα από ένα σκοτεινό κήπο για να καταλήξει σε ένα πορτοκαλί, ξύλινο, ευρύχωρο σπίτι. Η ιδιοκτήτρια είναι μια λιγομίλητη τροφαντή 35χρονη μαυρούλα με πράσινα μάτια, ονόματι Φρανσίλα που θα μας δείξει δυο δωμάτια, ένα με ένα ανθρώπινο κρεβάτι και κανα-δυο έπιπλα και το άλλο με ένα κρεβάτι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Εννοείται πως θα τα πάρουμε και επειδή τα 198 εκατοστά του D δε χωράνε στο μικρό κρεβάτι, για άλλη μια φορά θα θυσιαστώ φίλε αναγνώστη.


Πριν κατέβουμε να περπατήσουμε τον οικισμό και να δειπνήσουμε σαν άνθρωποι, δικαιούμαστε ένα καλό ζεστό ντους. Δεν κρατιέμαι και πηγαίνω σούμπιτος στο ντους το οποίο… απλώς δακρύζει. Αραιές, κρύες σταγόνες πέφτουν βασανιστικά αργά στο κρανίο μου, που διψάει για μια ολική κάθαρση από άμμο, ιδρώτα και αλάτι. Το λάστιχο που κρεέμεται από τη βρύση όμως εξασφαλίζει κάποιες σταγόνες μόνο όταν βρίσκεται μόλις λίγα εκατοστά από το πάτωμα. Ή θα πρέπει να κάνω ντους οριζοντιωμένος στο τσιμεντένιο πάτωμα του ντους ή θα πρέπει απλά να γεμίσω τον κουβά και να κάνω ντους σαν… Κουβανός. So much for το ζεστό (τρομάρα μου) ντους που περίμενα.



Ακόμη κι έτσι, οι κρύες... κουβαδιές είναι ευλογία και νιώθω ανανεωμένος. Όσο ο D απολαμβάνει τις χαρές τους ντους με τον κουβά βγαίνω στο ξύλινο μπαλκόνι, όπου η Φρανσίλα σερφάρει με έναν ολοκαίνουριο TOSHIBA. Μου εξηγεί πως δεν έχει wi-fi διότι είναι ακριβό, ωστόσο καταφέρνει «συνήθως» να «κλέβει» το σήμα από το διπλανό σχολείο κι έτσι επικοινωνεί με την αδερφή της στο εξωτερικό.



Ρίχνω μια ματιά στο σπίτι: καινούρια τηλεόραση, αξιοπρεπέστατη επίπλωση, σύγχρονες αν και όχι υπερμοντέρνες οικιακές συσκευές και της περισσεύουν και δυο υπνοδωμάτια. Τη ρωτάω με τι ασχολείται και μου δείχνει μερικά βραχιολάκια που κρέμονται από ένα κόντρα πλακέ. «Πουλάω βραχιολάκια και σκουλαρίκια στους τουρίστες που έρχονται εδώ», λέει και απορώ αν κάποιος μπορεί με αυτή την πηγή εσόδων να συντηρεί ένα τόσο αξιοπρεπές σπίτι. «Δεν έρχονται και πολλά πλοία εδώ, αλλά όποτε έρχεται κάποιο πηγαίνω μέχρι την προβλήτα και όλο και κάτι πουλάω. Καμιά φορά πηγαίνω μέχρι την πρωτεύουσα.». Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς πωλώντας βραχιολάκια ευτελούς αξίας καλύπτει έστω και τα μεταφορικά για να φτάσει μέχρι την πρωτεύουσα, ειδικά από την ώρα που ο τουρισμός είναι ελάχιστος και η υψηλή περίοδος διαρκεί μόλις τρεις μήνες. Γενικώς στο ταξίδι είδαμε σχετικά μεγάλα, όχι πολυτελή, αλλά άνετα σπίτια σε χώρες που τέλος πάντων δεν είναι και τίποτε οικονομικές υπερδυνάμεις και η απορία θα μου μείνει, τουλάχιστον μέχρι την Αγία Λουκία.


Από την άκρη του μπαλκονιού της Φρανσίλα θαυμάζει κανείς μια υπέροχη πανοραμική θέα του κόλπου του Mayreau και των γειτονικών νησιών. Μόνο από εκεί συνειδητοποιεί κανείς πως πίσω από τον κόλπο βρίσκεται μια λίμνη, που διαχωρίζεται από την παραλία με μια λεπτή λωρίδα τροπικής βλάστησης. «Και μάλλον έχετε και την καλύτερη θέα στο νησί εδώ, ε;», ρωτάω. Το χαμόγελο της Φρανσίλα είναι αφοπλιστικό: «Έτσι λέω κι εγώ!». Εμφανίζεται και ο γιος της, που μου ρίχνει δυο κεφάλια και χαίρομαι που έμαθα που ασχολείται με το μπάσκετ. Γούστο θα έχει ο επόμενος αστέρας του ΝΒΑ να είναι από το Mayreau, άλλωστε κι ο Tim Duncan από τις Παρθένες Νήσους είναι, οπότε why not?


Ο D κουβαδοπλήθηκε και είμαστε έτοιμοι για το δείπνο που τόσο δικαιούμαστε. Κάνουμε μια βόλτα στον οικισμό και πίνουμε από ένα χυμό σε ένα πολύχρωμο ράστα μπαράκι, διακοσμημένο με πιθανές και απίθανες σημαίες, καθώς και φωτογραφίες του Bob Marley. Οι τιμές είναι λίγο τσιμπημένες, αλλά οι χυμοί είναι φρέσκοι και το περιβάλλον χαλαρό και φιλικό. Εκτός από δυο παρέες ντόπιων, μια τετράδα Καναδών πίσω μας πίνει τη μπυρίτσα της και είναι προφανές πως είναι ιδιοκτήτες κάποιου από τα 4-5 ιστιοπλοϊκά που έχουν ρίξει άγκυρα λίγα μέτρα από την προβλήτα όπου καταφτάσαμε κι εμείς.


Περπατάμε τους δύο δρόμους όλους κι όλους και βλέπουμε ένα χωριό όπου όλοι βρίσκονται έξω, από τα μωρά μέχρι τις γιαγιάδες, η μουσική ρέει άφθονη από σπίτια και τα δυο-τρία rum bars και πέραν των δυο εστιατορίων, του ενός μίνι μάρκετ και του καταλύματος του Dennis δε φαίνεται να υπάρχει κάποια άλλη εμπορική δραστηριότητα. Οι ντόπιοι φαίνονται εξαιρετικά φιλικοί, όχι ιδιαίτερα εύποροι και ορισμένοι μάλλον τελούν υπό… κατάνυξη από κάτι που ήπιαν ή «ήπιαν», αν κρίνω από το ότι η πεντάδα των τύπων που χοροπηδούσε στο μπαρ που είδαμε ανεβαίνοντας εξακολουθεί να πάλλεται χωρίς σταματημό και να μας προσκαλεί να τα πιούμε μαζί τους. Δυστυχώς πεινάμε τόσο που τα στομάχια μας μάς οδηγούν στου Dennis, οπότε τα ρούμια, τα τσιγαριλίκια και τα γιοχοχο θα τα αφήσουμε για άλλη ευκαιρία.


Κάτι οι συστάσεις, κάτι η παρουσίαση των πιάτων, κάτι τα σερβίτσια, έχουμε υψηλές απαιτήσεις από την κουζίνα του Dennis. Το φαγητό θα προκύψει αξιοπρεπές, αλλά κάτω του αναμενομένου, παρότι προτιμήσαμε τις τοπικές σπεσιαλιτέ Καραϊβικής. Βέβαια ο D βρήκε κάτι άλλο να εκθειάσει. «Κοίταξέ την, σκέτος έρωτας είναι» λέει και το γνωστό γλαρωμένο ύφος κάνει και πάλι την εμφάνισή του, καρφώνοντας άλλη μια σερβιτόρα. «Και δουλεύει κιόλας η κοπελίτσα!». Χαριτωμένη είναι η κοπέλα και δεν είναι και ιδιαίτερα καλή στη δουλειά της, αλλά ο D έχει γλαρώσει.



Προσπαθώ να του αποσπάσω την προσοχή αναφέροντας την αυριανή μέρα. Μας είπαν να μη χάσουμε την ημερήσια εκδρομή στα Tobago Cays αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς είναι, πέραν του ότι περιλαμβάνει μετάβαση σε κάτι υποτίθεται πανέμορφα νησάκια, όπου κάνεις snorkeling και μπάνιο. Ως μισοπαραλίας δεν τρελαίνομαι κιόλας, αλλά αφού το Mayreau είναι τόσο κοντά κρίμα είναι να μην πάμε, κι εξάλλου ξέρω πως ό,τι κι αν είναι του D θα του αρέσει. Όχι τόσο όσο η εργαζόμενη σερβιτόρα, αλλά θα του αρέσει. «Καταπληκτική σερβιτόρα, να αφήσουμε καλό φιλοδώρημα!» επιμένει, παρότι η κοπέλα τα έφερε όλα λάθος, ξέχασε τα μαχαιροπίρουνα και δεν ήξερε να μας υποδείξει ούτε που βρίσκεται η τουαλέτα. Αργότερα μάθαμε πως ήταν η πρώτη της μέρα στη δουλειά, οπότε χαλάλι και το φιλοδώρημα γιατί όλοι κάποτε είχαμε πρώτη μέρα σε κάποια δουλειά και δεν είναι πάντα κι από τις καλύτερες εμπειρίες.


Οι Καναδοί και ο D ενδιαφέρονται να μάθουν πού κοιμηθήκαμε και πιάνουμε κουβέντα. Μας λένε να μη χάσουμε τα Tobago Cays και πως ο ίδιος ο Dennis μπορεί να μας κλείσει μια εκδρομή για εκεί για 60$ το κεφάλι. Επίσης μάθαμε ότι την επόμενη το απόγευμα έχει και πλοίο για τον Άγιο Βικέντιο, οπότε το πρόγραμμα της επομένης είναι πλέον δεδομένο: πρωινό στου Dennis, αφήνουμε τις βαλίτσες μας εκεί, πηγαίνουμε στα Tobago Cays, επιστρέφουμε, κάνουμε ένα ντους και παίρνουμε το καράβι για τον Άγιο Βικέντιο.



Ο Dennis είναι απασχολημένος με την κουζίνα και τους μάγειρες δεν τους ενοχλούμε ποτέ επί τω έργω, αλλά ξεκλέβω δυο λεπτά για να βεβαιωθώ πως δε θα πάθουμε καμιά νίλα αύριο. «Δεν μου λες βρε Dennis, αυτός ο βαρκάρης που μας βρήκες για αύριο είναι ΟΚ;». Μονολεκτική απάντηση: Yaman. «Επειδή σήμερα ένα πλοίο βυθίστηκε, μετά μια βάρκα μας άφησε στη μέση του πουθενά και στο τέλος κόντεψα να πάθω δισκοπάθεια σε ένα κρις κραφτ… γι’ αυτό ρωτάω». Ξανά Yaman. «Θα έχει κανένα snorkeling gear να μας δώσει; Γιατί εμείς δεν έχουμε». Ξύνει το κεφάλι του, στιγμιαία φαίνεται να προβληματίστηκε, αλλά τελικά θα με καθησυχάσει με μια αιφνιδιαστική απάντηση: Yaman.


Ο οικισμός ησυχάζει από νωρίς, οι κάτοικοι επιστρέφουν στο εσωτερικό των σπιτιών τους, τα 2-3 μπαρ κλείνουν και μεις οδηγούμαστε στης Φρανσίλα υπό το φως ενός κινητού. Έχει φεγγάρι και η πανοραμική θέα του κόλπου είναι ακόμη καλύτερη υπό το φεγγαρόφως, αλλά δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Τα κουνούπια έκαναν επιδρομή στο δωμάτιό μου μπαίνοντας από μια σχισμή της σίτας, οπότε το ροχαλητό του D διακοπτόταν συχνά από τα εκδικητικά ΠΛΑΤΣ που βεβαίωναν άλλη μια αφαίρεση κουνουποζωής στην άνιση μάχη μου απέναντι στους ιπτάμενους μπελάδες.
 

alma

Member
Μηνύματα
4.102
Likes
17.516
Υπέροχα!!!!!!Παρά τις αναποδιές γνώρισες τόσα γραφικά μέρη όπου ο μαζικός τουρισμός είναι άγνωστη έννοια.Άλλωστε αυτοί οι μικροί οικισμοί είναι συνήθως οι πιο χαριτωμένοι.

Υ.Γ.Ωστόσο θα μπορούσες να στείλεις στη Μαντάμ Σουσού τις φωτογραφίες.Τόσα περάσατε μαζί!Yaman!!!
 

maltakias

Member
Μηνύματα
2.538
Likes
3.226
Επόμενο Ταξίδι
Όπου λάχει
Ταξίδι-Όνειρο
Περού
Σε ευχαριστούμε και τα λοιπά.......

Παρένθεση στη διήγηση.
Τώρα που έρχεται ο Πάπας στα μέρη σας κάτσε πίσω από κανέναν επίσημο -αλά Μητσάρας- να σε δούμε.
Κατά προτίμηση με πλακάτ που να γράφει "Φιλιά στο Travelstories"!
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.980
Likes
52.500
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Τελικώς κοιμήθηκα 3-4 ώρες διότι ο D είχε τη διαύγεια να σηκωθεί και να ζητήσει από τη Φρανσίλα ένα «φιδάκι», το οποίο μας απάλλαξε από τα απανωτά «βζζζζζν» στα αυτιά μας γύρω στις 3 το πρωί.
Το πρωινό ντους θα ήταν άσκηση υπομονής, χάσιμο χρόνου και μάλλον άχρηστο, αφού σε δυο ωρίτσες θα βρισκόμασταν σε κάποιο Tobago Cay και θα δροσίζαμε τα καλογυμνασμένα (τι τρέχουμε στα γυμναστήρια της Αβάνας; ), σμιλεμένα (με μυστρί), ποθητά (έτσι μας είπαν και το χάψαμε) κορμιά μας στα νερά της Καραϊβικής, οπότε το αφήσαμε. Σπρώξαμε τη μισητή Samsonite μέχρι του Dennis, όπου δοκιμάσαμε και το πρωινό του, που ήταν πάλι καλό, αλλά τίποτε το τρομερό. Περιττό να πω πως είδα κι έπαθα να κάνω τον D να ξεκολλήσει από την εργαζόμενη νωχελική σερβιτόρα, αλλά ευτυχώς είχα σύμμαχο το μοναδικό πράγμα που κινεί τον D: την προοπτική τροπικών νησιών με παραλίες.
Μας πλησίασε μια ηλικιωμένη Καναδή για να μας ρωτήσει αν είμαστε εμείς που θα πάμε στα Tobago Cays. «Το βρίσκω πολύ ακριβό για 60$. Πέρσι πήγαμε με την οργανωμένη εκδρομή από το Canouan, κόστιζε 100$, αλλά μας πήγαν με ένα τεράστιο καταμαράν, ήμασταν 100 άνθρωποι πάνω, ήταν all inclusive, πίναμε ό,τι θέλαμε, κάναμε χορογραφίες με το προσωπικό του καταμαράν και μας σέρβιραν και αστακό». Έτσι που το περιέγραψε, τρομακτικό ακούστηκε όταν τη φαντάστηκα στο όλο σκηνικό, πολύ χάρηκα που δεν περάσαμε καν από το Canouan.
Κατεβήκαμε στην προβλήτα και περιμέναμε αυτόν τον «καπετάνιο» που μας είχε κλείσει ο Dennis, για τον οποίον το μόνο που ξέραμε ήταν πως είναι "πολύ υπεύθυνος". Η παραλία είναι πάλι άδεια, φανταστικό θέαμα πραγματικά, ο D να θέλει να κάνουμε μια βουτιά στα γρήγορα (με 3-4 απλωτές… καταλάβατε), τελικώς εμφανίστηκε μια βάρκα, που δε θα μπορούσε παρά να είναι αυτή που ήρθε για μας.
Στη θέα της βάρκας πάγωσα. Μετά τις εμπειρίες της προηγούμενης ημέρας, (θυμίζω: ένα βυθισμένο Jasper, ένα μισοναυάγιο με τον Leroy και τη Μαντάμ Σουσού, και τέλος μια βάρκα-κομπρεσέρ προς Mayreau) περίμενα κάτι «υπεύθυνο». Αυτό που εμφανίστηκε μπροστά μας ήταν ολίγον yaman. Ένας ράστα γύρω στα 50 με μειωμένη όραση, μπλουζάκι της εθνικής ομάδας μπέιζμπολ της Κούβας, πειρατικό καπέλο (!) και μια βάρκα της κακιάς ώρας ονόματι… OCEAN PANIC II. Δεν ήξερα τι έπρεπε να με ανησυχήσει περισσότερο:
Α) Ότι ο «υπεύθυνος» καπετάνιος είναι συνταξιούχος ράστα που φοράει πειρατικό καπέλο;
Β) Ότι μας κοιτάει μισοκλείνοντας τα μάτια όπως κάνουν οι μύωπες;
Γ) Ότι η βάρκα μας ονομάζεται Ocean Panic;
Δ) Ή ότι είναι το Ocean Panic II, το οποίο υποδηλώνει ότι υπήρχε και Ocean Panic I, την τύχη του οποίου δε θέλω να μάθω αλλά μπορώ να μαντέψω;

Μπαίνουμε μέσα, όπου υπάρχει κι ένας άλλος ράσταμαν, κάπως πιο σοβαροφανής. Χαιρετιόμαστε, τον ρωτάω αν έχουν snorkeling gear και μου λέει πως όχι. Όπα, καλά αρχίσαμε. «Αλλά θα βρούμε, yaman». Ε, άμα το λέει ο βοηθός του «υπεύθυνου» βαρκάρη, έτσι θα είναι. Ρωτάω και το βαρκάρη αν έχει πάει στην Κούβα και μου λέει πως ναι, τον πήγαν κάποιοι φίλοι. Μισή ώρα αργότερα λέει πως όχι, δεν έχει πάει ποτέ. Ό,τι να’ ναι.

Πριν φύγουμε, εμφανίζεται και η Καναδή γιαγιά που ήθελε να χορεύει σε καταμαράν με 100 τουρίστες και να πίνει σφηνάκια σε all inclusive. «Σκάλα έχετε;» ρωτάει το βαρκάρη, που φυσικά απαντάει αρνητικά. «Ε, τότε δεν μπορώ να έρθω», λέει και μας πιάνει μια βαθιά απελπισία. Μη σας πω ότι σκοτείνιασε κι ο ουρανός, δυο γλάροι αυτοκτόνησαν πέφτοντας με μανία στον κορμό ενός φοίνικα και τα ψάρια άρχισαν να πετάγονται στη στεριά, δείγματα ότι και η φύση θρηνούσε μαζί μας για την απώλεια της χορευτογιαγιάς.

Ξεκινάμε την εκδρομή, για την οποία δεν έχουμε ιδέα τι περιλαμβάνει, πού θα πάμε, τι θα κάνουμε και πότε θα γυρίσουμε. «Δε μου λες κάπτεν, περιλαμβάνεται κανένα γεύμα;», ρωτάω αφελώς. «Όχι», λέει ο κάπτεν. «Αλλά θα βρούμε, yaman», λέει και ξανασμίγει τα φρύδια του μπας και δει μπροστά του, χωρίς να αποχωρίζεται το πειρατικό του καπέλο.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά έχουμε βγει από τον κόλπο του Mayreau και το αεράκι έχει σηκώσει λίγο κύμα, αλλά ο κάπτεν Χουκ το πάει καλά. Μπροστά μας ξεπροβάλλουν ιστιοπλοϊκά. Πολλά ιστιοπλοϊκά. Πάρα πολλά ιστιοπλοϊκά. Και το γιατί βρίσκονται εκεί γίνεται πασιφανές λίγο αργότερα: ένα αρχιπέλαγος από μικροσκοπικά νησάκια, με κατάλευκες παραλίες, μερικά με πυκνές φοινικογραμμές που από μακριά φαίνονται ειδυλλιακά. Ο D γουρλώνει τα μάτια. Ε, ακόμη κι εγώ, το ομολογώ. «Θα σας αφήσουμε εδώ σε ένα νησάκι να δείτε τα ιγκουάνα. Μετά να βουτήξετε να δείτε το βυθό, έχει κάτι χελώνες, θα σας φέρω εγώ snorkeling gear», λέει ο βοηθός, σημειώνοντας πως μετά θα ερχόντουσαν να μας πάρουν για να μας πάνε σε κάποιο άλλο νησί, όπου αν θέλαμε θα μπορούσαμε να φάμε αστακό.

Στο νησάκι βρίσκονται και άλλοι τουρίστες, φυσικά Καναδοί, που έχουν έρθει με τα ιστιοπλοϊκά τους. Ο βοηθός μας αφήνει στην παραλία και μας υποδεικνύει να ανεβούμε προς τα πάνω ώστε να δούμε τα ιγκουάνα. Έχουμε ξαναδεί από δαύτα μπόλικα, δε λείπουν στην Κούβα (άλλωστε η ονομασία τους στους Ινδιάνους της Κούβας οφείλεται), αλλά ομολογουμένως ήταν πάρα πολλά και τεραστίων διαστάσεων, στην απομόνωση του λοφίσκου του μικροσκοπικού νησιού. Στην παραλιούλα του νησιού βλέπω τον κάπτεν να έρχεται με έναν αναπνευστήρα και μια μάσκα και μου τα παραδίδει. Σωστός ο yaman.

Και βουτάμε στο νερό. Εκ πρώτης όψεως θολό και η άμμος στο βυθό έχει και κοχύλια, το οποίο δεν κάνει την είσοδο και φοβερά εύκολη. Δεν το βρίσκω και φοβερό θέαμα, εντάξει, μερικά τροπικά νησάκια με καλούτσικες παραλίες και θολό βυθό, σκέφτομαι καθώς βάζω τη μάσκα μου και προχωράω, προσπαθώντας να φτάσω τον άνθρωπο-ψάρι.

Και ξαφνικά ΖΑΠ (που έλεγε και ο Μπονάτσος), νιώθω κάτι να περνάει από κάτω μου. Και τότε την είδα: μια θαλάσσια χελώνα, να βρίσκεται ένα με ενάμισι μέτρο από κάτω μου και να κολυμπάει με μια αγέρωχη χάρη, τινάζοντας τα άκρα της κάθε λίγα δευτερόλεπτα για να δώσει μια απίστευτα φυσική ώθηση στο όστρακό της και να πεταχτεί μερικά μέτρα παραπάνω. Την ακολουθώ, κολυμπώ ακριβώς πάνω της και βλέπω πως δίπλα της έχει και τα δυο μικρά της. Δε φαίνεται να σκιάζεται καμιά από τις τρεις τους που ένας όγκος 77 κιλών και 183 εκατοστών τις παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής. Κάνω μια στροφή μπας και βρω πού είναι ο D και τότε βλέπω τη δεύτερη: μια ΤΕΡΑΣΤΙΑ χελώνα, με διάμετρο κελύφους πολύ πάνω από ένα μέτρο περνάει από κάτω μου, αδιάφορη, ανέμελη και με φοβερή χάρη. Προσπαθώ να την πλησιάσω, αλλά με μια απότομη κίνηση φεύγει πέντε-έξι μέτρα μακριά και συνεχίζει αμέριμνη τη βόλτα της. Κολυμπώντας λίγο πιο βαθιά συνειδητοποιώ πως όλες είναι πολύ μεγαλύτερες από τις τρεις πρώτες, που προφανώς ήταν μπεμπέ. Αυτές είναι οι «κάτι χελώνες» που έλεγε ο βοηθός του κάπτεν; Όλος ο βυθός είναι γεμάτος από χελώνες τεραστίων διαστάσεων που κολυμπούν ανάμεσα σε λίγα αλλά πολύχρωμα ψάρια, με μια αρμονία που ηρεμεί και ναρκομανή σε συνθήκες στέρησης. Κατάφερα να αγγίξω το κέλυφος μίας κι αυτή έφυγε μακριά μου, κάνοντας μια βουτιά προς τα κάτω με φοβερή επιτάχυνση. Ο άνθρωπος-ψάρι βέβαια, το πήγε μακρύτερα το θέμα: έπιασε μια χελώνα από το κέλυφος και τον πήγε βόλτα. Δεν μου ακούγεται και φοβερά οικολογικό, αλλά ομολογώ πως ζήλεψα.
Οι χελώνες μου κράτησαν το ενδιαφέρον για κανένα μισάωρο, οπότε και βγήκα για να διαβάσω το βιβλίο μου. Μετά ξαναζήλεψα, ξαναμπήκα για κανένα τέταρτο, βγήκα, διάβασα άλλα δυο κεφάλαια, κι ακόμη να φανεί ο D. Εμφανίζεται και το Ocean Panic II και με ρωτούν πού βρίσκεται ο D. «Βλέπεις εκείνο το νησί μακριά;», ρωτάω. «Yaman», λέει ο κάπτεν. «Ωραία, εκείνο το νησί από πίσω του, που ίσα που φαίνεται το βλέπεις;», ξαναρωτάω. Πάλι yaman μου είπε. «Ε, το τρίτο νησί ακόμη πιο πίσω το βλέπεις;». Προβληματίστηκε ο κάπτεν, που αμφιβάλλω αν έβλεπε και μένα που ήμουν στο μισό μέτρο και απαντάει ειλικρινώς: No man, I don’t see it. «Ε, εκεί είναι o D». Με κοιτάει με μισόκλειστα μάτια, δύσπιστος. «No way, ‘mon. Too far to swim all da way there». Χα, αδαή κάπτεν, έτσι νόμιζα κι εγώ πριν γνωρίσω τον άνθρωπο-δελφίνι, που αντί για επιδερμίδα έχει λέπια, που αντί για πνεύμονες έχει μπουκάλες, που αντί για πόδια έχει προπέλες…

Ο κάπτεν βαρέθηκε να περιμένει, πήγε μια βόλτα, ξαναήρθε σε μισή ώρα, οπότε κι εμφανίστηκε και ο D με ιστορίες από χελώνες, ψάρια, γοργόνες και φυσικά μερικά όστρακα. Μπήκαμε στη βάρκα και ο κάπτεν με τον πιο σοβαρό τυπάκο με το αλαβάστρινο κορμί μας πήγαν σε ένα μικρό νησάκι, όπου μια γιαγιά (η μαμά του τυπάκου όπως μάθαμε αργότερα) στήνει καθημερινά ένα κιόσκι και πουλάει παγωμένα αναψυκτικά και μπύρες, που έπρεπε να ανοίξει κανείς με τα δόντια, αφού ξέχασε το ανοιχτήρι (organized is her middle name). Το νησάκι είναι ακατοίκητο, αλλά δυο τρεις ντόπιοι έχουν στήσει ένα μπάρμπεκιου και μαγειρεύουν αστακό, τον οποίον σερβίρουν σε όσους γιωτάδες περνάνε από κει. Ο αλαβάστρινος φαίνεται πως θέλει πολύ να φάμε αστακό, χωρίς να είναι πιεστικός, αλλά αστακό στις 11 το πρωί και σε τετραπλάσια τιμή από της Αβάνας, είπαμε να τον αποφύγουμε. Άλλωστε ο στόχος μας είναι να φάμε κάτι γκουρμέ στο Kingstown το απόγευμα.

Ο D θα μπει στον πειρασμό να κολυμπήσει και στο αστακονησάκι, το οποίο είναι συμπαθέστατο με πεντακάθαρα νερά, μια κούνια που κρέμεται από δύο φοίνικες και τις μυρωδιές από τα μπαχαρικά να γεμίζουν τον υγρό αέρα. Ο κάπτεν μας είπε να μείνουμε όσο θέλουμε, αλλά ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στο Mayreau, όπου μας περιμένουν οι αποσκευές μας, ένα ντουσάκι στου Dennis και το πλοίο που –αν ο Dennis το έχει ειδοποιήσει- θα μας μεταφέρει στον Άγιο Βικέντιο (το νησί εννοώ, διότι στην ομώνυμη χώρα είμαστε ήδη).

Η επιστροφή στο Mayreau θα γίνει από την πίσω μεριά… άλλη μια απίστευτη παραλία ξεδιπλώνεται μπροστά μας, για άλλη μια φορά χωρίς ούτε μια ομπρέλα. Μέχρι πότε θα μείνει παρθένο αυτό το μέρος;

Στην προβλήτα βρίσκονται και 7 ντόπιοι εκτός από μας, επομένως το πλοίο θα έρθει σίγουρα. Αν δεν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων δεν περνάει, αλλά με τόσα άτομα είμαστε σίγουροι πως θα σκάσει μύτη, όπως και έγινε. Η διαδρομή πρέπει να διήρκησε κανένα δίωρο, αλλά και πάλι είχε φοβερό κούνημα. Η άφιξη στο Kingstown πάντως αποζημιώνει. Μιας που δεν το είχαμε δει το πρώτο βράδυ (μόνο το karaoke είχαμε επισκεφθεί), η θέα από το πλοίο είναι μαγική: Ένα συμπαγές λιμανάκι, κουρνιασμένο σε έναν καταπράσινο φυσικό όρμο, από τους λόφους του οποίου κρέμονται ξύλινα σπιτάκια. Είναι προφανές πως πρόκειται για μεγαλούτσικη πόλη, αλλά ακόμη κι έτσι είναι γραφικότατη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.

Φυσικά κράτηση δεν έχουμε πουθενά. Βγαίνουμε στο λιμάνι και ψάχνουμε κατάλυμα, περνώντας από τον κεντρικό της δρόμο, που είναι γεμάτος από κόσμο που κάνει τα τελευταία του ψώνια, πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Χωρίς να χρειαστεί να περπατήσουμε πολύ, βρίσκουμε μπροστά μας ένα boutique hotel σε πέτρινο κτίριο, με όμορφα έπιπλα και μια πανέμορφη αλλά υπερβολικά συντηρητικά ντυμένη ρεσεψιονίστ. Δωμάτιο με δυο κρεβάτια δεν έχει, αλλά της έχει μείνει ένα με ένα διπλό κρεβάτι και το παίρνουμε αμέσως. Ζεστό νερό, δορυφορική τηλεόραση (με ειδήσεις για τα χάλια της Ελλάδας, την κλείσαμε αμέσως και βάλαμε ένα μουσικό κανάλι που έπαιζε Marley), πρίζα για ξύρισμα κι όλα αυτά σε ένα μικρό αλλά πολύ καλόγουστο ξενοδοχείο για 60$.

Είναι Παρασκευή απόγευμα και το σχέδιο είναι να βρούμε να φάμε κάπου πραγματικά καλά και στη συνέχεια να βγούμε κάπου που να έχει ντόπιους, πράγμα φαινομενικά εύκολο, αφού η πόλη δεν έχει καθόλου τουρισμό, όλοι κατευθύνονται σε μικρότερα νησάκια, πιο τουριστικά. Το πού θα φάμε είναι δεδομένο, κάτω από ξενοδοχείο ακριβώς βρίσκεται ένα από τα λίγα γκουρμεδάκια της πόλης, αλλά για το πού θα βγούμε σκεφτήκαμε να ρωτήσουμε τη ρεσεψιονίστ. Η οποία είναι μια γλυκύτατη κοπέλα με ιντελεκτουέλ γυαλιά, πανέμορφο πρόσωπο, λεπτή φιγούρα και περίεργα μεγάλο στήθος, το οποίο προσπαθεί επιμελώς να κρύψει κάτω από μια τεράστια μπλούζα τροφίμου ψυχιατρείου. Δεν είναι βαμμένη, είναι ντυμένη εξωφρενικά συντηρητικά και φαίνεται εξαιρετικά καλοσυνάτη. Όταν τη ρωτάω πού βγαίνουν οι νέοι, μου υποδεικνύει δυο-τρία μαγαζιά κι ένα… πάρκινγκ, αλλά με μια δόση αποστροφής και αποδοκιμασίας. Υποθέτω πως υπάρχουν και καλύτερα, πιο καθώς πρέπει μέρη όπου βγαίνει η πιο ηθική νεολαία.
-Εσείς δηλαδή όταν βγαίνετε πού πηγαίνετε;
-Εγώ; Εγώ καλέ δε βγαίνω! Είμαι Χριστιανή, με τους Μεθοδιστές!
-Ε καλά, κι εμείς Χριστιανοί είμαστε (περίπου όσο είμαστε και χορεύτριες, αλλά λέμε τώρα), αλλά βγαίνουμε.
-Μμμμ, δεν νομίζω να είστε και πολύ Χριστιανοί αν βγαίνετε, δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, λέει καλοσυνάτα αλλά και με μια θλίψη στα μάτια που «καλά παιδιά» σαν και μας κυλιούνται στο βούρκο της νυχτερινής ζωής (shock), βγαίνουν μέχρι αργά (σχώρα με Παναγιά μου) και ποιος ξέρει… μπορεί να κάνουν και προγαμιαίο σεξ (καλά Τμήμα Ηθών σε αυτό το φόρουμ δεν υπάρχει; ).
Με λίγα λόγια, πέσαμε στην 25χρονη κυρία Λουκά της Καραϊβικής στο πιο μαύρο, χυμώδες και καλόκαρδο. Αλλά εύκολα τη φαντάζομαι σε διαδήλωση κατά της φούστας του Ρουβά…

Αποφασίζουμε να συζητήσουμε την επιρροή των Μεθοδιστών στα φωτομοντέλα της Καραϊβικής μεταξύ τυρού και αχλαδιού, στο γκουρμεδάκι. Μπήκα εξαιρετικά καλά προδιατεθειμένος, αφού ο χώρος είναι σεμνός αλλά όμορφος, με ωραίο φωτισμό και πέτρινους τοίχους σε στιλ πειρατικού καταγωγίου, και το μενού τουλάχιστον ελπιδοφόρο. Όστρακο σε σάλτσα λεμονιού με πινελιές από σοκολάτα ο ένας, φιλέτο από κοτόπουλο με σταφίδες, κάρυ από καρύδα και ολίγον σουσάμι με rosemary ο άλλος, συν τα πρώτα, ίσον με το ζόρι τη βάση, αναλογικά με τις προσδοκίες πάντα. Δεν το’ χουν στη μαγειρική οι άνθρωποι απ’ ό,τι φαίνεται, κάνοντας λάθος ακόμη και τις θερμοκρασίες των υλικών. Πήγε να το σώσει κάπως το lemon pie, αλλά για την κουζίνα του δε θα τον προτιμήσουμε ούτε τον Άγιο Βικέντιο, ούτε τη Γρενάδα. Ευτυχώς έχουν άλλες χάρες.

Παρασκευή βραδάκι είναι, τα στομαχάκια μας τα γεμίσαμε, την επομένη δεν υπάρχει λόγος πολύ πρωινής αφύπνισης, οπότε παίρνουμε σβάρνα τους δρόμους, ώστε να δούμε τις νυκτερινές επιλογές της πόλης. Δυο στενά πιο κάτω, μπροστά από ένα φαστφουντάδικο, είναι μαζεμένοι καμιά εκατοστή νέοι. Νέοι και ουχί νέες, καλά το έγραψα. Τα ρουχαλάκια είναι gangsta style, η μουσική που ακούγεται από τα μεγάφωνα μια μάλλον επιθετική ραπ, τα βλέμματα από αγριεμένα έως εχθρικά και ο ορισμός «καγκουροπάρτι» έρχεται γάντι σε μια ατμόσφαιρα ανεξήγητα τεταμένη.

-Τη νιώθεις και συ μια ένταση; Ρωτάω τον γίγαντα.
- Ναι.
-Άρα δεν είναι ιδέα μου. Πού νομίζεις ότι οφείλεται;
-Μα είναι πασιφανές, λέει ο D. Δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα στον ορίζοντα. Η γυναικεία παρουσία μαλακώνει τον άντρα, αποσπά την προσοχή και ελαφρώς αποβλακώνει τα πλήθη.

Μεγάλε Φιντέλ… μέχρι και αυτό σωστά το σκέφτηκες. Κι αν δεν υπήρχαν οι μουλάτες με τα καυτά σορτς, τα πρόστυχα χείλη, το αισθησιακό περπάτημα, θα τις είχε ανακαλύψει η Επανάσταση. Πράγματι, εδώ, λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα από την Κούβα, μια εκατοστή νέοι κοιτιούνται μάγκικα, ακούν μια μουσική που δε γίνεται ούτε να τη χορέψεις ούτε να τη σιγοτραγουδήσεις, η ψυχαγωγία τους περιορίζεται στο να κρατάνε ένα ποτό και να κοιτιούνται, ντυμένοι σαν τους αμερικανούς χιπ χόπερς που είδαν σε κάποια αμερικάνικη ταινία.

Παρακάτω, τα ίδια και χειρότερα. Κάτι κουραδόμαγκες βρίζονται, ένας άστεγος κατουράει μπροστά σε ένα ζευγάρι, ένας τυπάς καπνίζει επιδεικτικά με ύφος βαρύμαγκα στηριγμένος σε μια κολώνα, μερικοί πιτσιρικάδες κάθονται και κάνουν μπάφους δίπλα σε στοιβαγμένα σκουπίδια, ένα πρεζάκι έχει σωριαστεί και οι περαστικοί περνούν αδιάφορα δίπλα του και κανείς δε φαίνεται να χαμογελάει στα σκοτεινά –αλλά καθόλου άσχημα αρχιτεκτονικά- στενάκια του Kingstown. Τι πήγε στραβά σε αυτή την πόλη; Είναι επειδή είναι μεγαλύτερη από τις άλλες; Μάλλον δίκιο έχει η Μεθοδίστρια που κάθεται σπίτι της.

Επιμένω πως ορισμένα από τα κτίρια δεν είναι άσχημα και οι πίσω δρόμοι έχουν και πολλές πέτρινες καμάρες, αλλά ο D έχει στραβώσει. «Μην πας να το ωραιοποιήσεις, χάλια είναι». Υπερβολικός είναι, αλλά δεν έχει τελείως άδικο. Από πλευράς ατμόσφαιρας τουλάχιστον, η πόλη αποπνέει κάτι το καγκουραίικο, σχεδόν επιθετικό, καμία σχέση με την πρώτη μας βραδιά με το karaoke, τη βραδιά κάτω από τα αστέρια στο Carriacou, τους φτωχούς αλλά χαρωπούς και πρόθυμους κατοίκους του Mayreau. Πέσαμε για ύπνο. Αύριο είναι Σάββατο και έχει σειρά η εβδομαδιαία αγορά του Kingstown, για την οποία ανυπομονώ, κι αν προλάβουμε ίσως κάνουμε κι έναν ολόκληρο κύκλο του νησιού του Αγίου Βικεντίου.
CIMG2689.JPG
 
Last edited by a moderator:

KLEOPATRA

Member
Μηνύματα
5.870
Likes
2.265
Ταξίδι-Όνειρο
Ειρηνικος ..παντου
Θεικη φωτο .
(για να συμπληρωσω το stream)


ΥΓ Αγαπω D.
 

coccobill

Member
Μηνύματα
326
Likes
348
Ταξίδι-Όνειρο
Σανγκρι-Λα
Κανονικα, σε καποιες ιστοριες διπλα στο "ευχαριστω" θα'πρεπε να υπαρχει και το "αι σιχτιρ" η το "γ*μω την τυχη και την κριση μου" κουμπακι....
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.651
Μηνύματα
906.212
Μέλη
39.401
Νεότερο μέλος
Engie

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom