Εγραψα και δημοσιευσα αυτη την ιστορια στις 22 Μαιου, περιπου ενα μηνα μετα την αφιξη μου στην Καμπαλα....την αναδημοσιευω εδω...Για μενα αυτη η πολη και αυτη η ιστορια ειναι μια προσωπικη εμπειρια....
Η Καμπάλα, όπως και η Ρώμη, είναι γνωστή ως η πόλη των 7 λόφων. Στη μέση δεσπόζει ο λόφος Ναγκασέρο και γύρω του απλώνονται οι υπόλοιποι...αν προσπαθήσεις να μετρήσεις αυτούς τους λόφους θα απογοητευθείς...Η προσέλευση ανθρώπων, τα σκουπίδια που συσωρευτηκαν με τα χρόνια, η εντονη οικιστική δραστηριότητα έχει πλέον δημιουργησει τόσους πολλούς μικρότερους λόφους που κανείς δεν μπορεί να πεί με ακρίβεια τον αριθμό τους. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατον και να καταλάβεις πως μένεις σε κάποιο λόφο...Ισως το μόνο στοιχείο οτι είσαι στην κορυφη και όχι στις παρυφές είναι τα δένδρα και τα ακριβά σπίτια...
Η Καμπάλα είναι η ιστορία δύο πόλεων. Στις κορυφές των λόφων της απλώνονται οι γειτονιές των πρεσβειών, των ακριβών ξενοδοχείων και των πολυτελών εστιατορίων. Οι δρόμοι περιστοιχίζονται απο ανθισμένα δένδρα και λουλούδια δημιουργώντας δενδρόφυτες χωμάτινες λεωφόρους, και πεζοδρόμια με χρωματιστές τριανταφυλλιές.
Τριγύρω επιβλητικές μπανανιές, ανθισμένα μανγκο, ελαιοφοινικιές συνθέτουν ενα μωσαϊκό χρωμάτων και ήχων: στα φύλλα τους βρίσκουν καταφύγιο πολύχρωμοι παπαγάλοι, μάϊνες, αφρικάνικα γεράκια, που σε συνεπαίρνουν με τις δυνατές κραυγές τους και τα κελαήδασματα. Ανάμεσα στα δένδρα απλώνονται τα μεγάλα σπίτια με τους τεράστιους κήπους και τους ψηλούς αγκαθωτούς φράχτες , οριοθετώντας έτσι τα αόρατα σύνορα των «δύο πόλεων».
Κατεβαίνοντας τους δενδρόφυτους λόφους η πόλη αλλάζει. Η πρώτη πόλη μοιάζει να χάνεται στη βουή των δρόμων, στην χαώδη κίνηση, στο ποτάμι των ανθρώπων που περπατάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε γεννιέται η άλλη Καμπάλα, η «δεύτερη». Η ζέστη είναι αποπνικτική, μια κόκκινη λεπτή σκόνη γεμίζει τον αέρα και ανακατεύεται με το πηχτό μαύρο σύννεφο των χαλασμένων εξατμίσεων. Ασυναίσθητα καλύπτεις το πρόσωπο σου για να πάρεις ανάσα. Οι δρόμοι γεμίζουν μικροπωλητές. Νεαροί αντρες τρέχουν στα σταματημένα αυτοκίνητα και προσπαθούν να πουλήσουν κάρτες κινητών, κουνουπιέρες, φθηνα γυαλιά ηλίου, ρολόγια, πλαστικά σωσίβια. Παιδιά πουλάνε ζαχαροκάλαμα, μπανάνες, κομμάτια μάνγκο και καρπούζι.
Οι κάτοικοι της Καμπάλας δεν ζητιανεύουν. Στήνουν τα υπαίθρια μαγαζιά τους και ψάχνουν τους πελάτες τους ανάμεσα στα δεκάδες αυτοκίνητα που κινούνται στους χωματόδρομους. Στις γωνίες των δρόμων είναι οι σταθμοί των boda boda. Αραγμένα μηχανάκια περιμένουν πελάτες. Οσοι τυχεροί μεταφέρουν κόσμο κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς στη χαοτική κίνηση, ανάμεσα σε φορτηγά, τεράστιες λακούβες και ανθρώπους. Σε αυτήν την Καμπάλα κανένα κομμάτι κοινόχρηστου χώρου δεν μένει ανεκμετάλλευτο. Οι μεγάλες αλάνες έχουν μετατραπεί σε υπαίθρια «πολυκαταστήματα» επίπλων. Κατευθείαν απο την παραγωγή στην πώληση, καρέκλες, κρεββάτια, καναπέδες, τραπέζια απλώνονται κατα μήκος των δρόμων περιμένοντας υποψήφιους αγοραστές. Πιο πέρα μικρές τσίγκινες παράγκες, στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη πουλάνε εν είδη μαγαζιών, οικιακό εξοπλισμό, ρούχα, παπούτσια, πλαστικές λεκάνες. Απο τα μικρά σταντς χρωματισμένα σε έντονο μπλέ και κόκκινο, μπορείς να αγοράσεις τσάι και καφέ που θα πιείς έπιτόπου και θα αφήσεις το ποτήρι για τον επόμενο πελάτη. Αδιευκρίνιστα κομμάτια κρέατος καλυμένα απο εκατοντάδες μύγες κρέμονται απο τα τσιγκέλια των υπαίθριων κρεοπωλείων. Οι μυρωδιές απο τα μικρά εστιατόρια των δρόμων ανακατεύονται με τη μυρωδιά απο τον ιδρώτα και τις ανοιχτές αποχετεύσεις. Ενας νεαρός άνδρας ψήνει σε αυτοσχέδιες σχάρες ζουμερά λουκάνικα, κομμάτια μοσχαρίσιου λίπους, φτερούγες απο κοτόπουλο. Παραδίπλα μια γυναίκα βράζει σε τσίγκινες κατσαρόλες φύλλα μπανάνας και καλαμπόκια. Θα τα σερβίρουν στα μικρά τραπεζάκια δίπλα στις παράγκες ή θα τα τυλίξουν σε πλαστικές σακούλες για τους βιαστικούς πελάτες. Κιβώτια αναψυκτικών και μπύρας χρησιμέυουν ως καρέκλες και πάγκοι. Κλουβιά με ζωντανές κότες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη περιμένουν υποψήφιους αγοραστές. Ξυπόλητα παιδιά με βρωμικα ρούχα παίζουν ανάμεσα στα τσίγκινα μαγαζάκια. Αδέσποτα σκυλιά και γάτες τριγυρίζουν ελπίζοντας σε κάποιο ξεχασμένο κομμάτι φαγητού. Αντρες κάθονται στα υπάιθρια καφενεία πίνοντας μπύρα, η κοιμούνται στους πάγκους. Γυναίκες με πολύχρωμα φορέματα καθαρίζουν κασσάβα καθισμένες κάτω απο μεγάλες ομπρέλες. Μπροστά τους έχουν απλώσει μπανάνες, πατάτες, και καλαμπόκια. Μια κοπέλα κάθεται πίσω απο δύο πλαστικές κανάτες σκεπασμένες με ύφασμα...πουλάει φρέσκο γάλα. Δύο γυναίκες έχουν στρώσει υφάσματα και κοιμούνται μαζί με τα παιδιά τους στην άκρη του δρόμου.
Αν κοιτάξεις πίσω απο τα μαγαζάκια, και πιο πέρα, όσο μπορεί να φτάσει το βλέμμα σου θα δείς τα μισοχτισμένα πλινθινα σπίτια και τις ξύλινες παράγκες. Απλωμένα ρόυχα, παιδιά να τρέχουν, γυναίκες να σκουπίζουν τα χωμάτινα κατώφλια η να πλένουν σε μεγάλες λεκάνες. Τα λασπόνερα των δρόμων ανακατεύονται με τις εισόδους των σπιτιών, η μυρωδιά απο τις ακαθαρσίες και τα καμμένα σκουπίδια μπερδεύεται με τις μυρωδιές του φαγητού και των ανθρώπων.
Σε αυτή την δέυτερη πόλη δεν υπάρχει αρχή και τέλος.
Η Καμπάλα, όπως και η Ρώμη, είναι γνωστή ως η πόλη των 7 λόφων. Στη μέση δεσπόζει ο λόφος Ναγκασέρο και γύρω του απλώνονται οι υπόλοιποι...αν προσπαθήσεις να μετρήσεις αυτούς τους λόφους θα απογοητευθείς...Η προσέλευση ανθρώπων, τα σκουπίδια που συσωρευτηκαν με τα χρόνια, η εντονη οικιστική δραστηριότητα έχει πλέον δημιουργησει τόσους πολλούς μικρότερους λόφους που κανείς δεν μπορεί να πεί με ακρίβεια τον αριθμό τους. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατον και να καταλάβεις πως μένεις σε κάποιο λόφο...Ισως το μόνο στοιχείο οτι είσαι στην κορυφη και όχι στις παρυφές είναι τα δένδρα και τα ακριβά σπίτια...
Η Καμπάλα είναι η ιστορία δύο πόλεων. Στις κορυφές των λόφων της απλώνονται οι γειτονιές των πρεσβειών, των ακριβών ξενοδοχείων και των πολυτελών εστιατορίων. Οι δρόμοι περιστοιχίζονται απο ανθισμένα δένδρα και λουλούδια δημιουργώντας δενδρόφυτες χωμάτινες λεωφόρους, και πεζοδρόμια με χρωματιστές τριανταφυλλιές.
Τριγύρω επιβλητικές μπανανιές, ανθισμένα μανγκο, ελαιοφοινικιές συνθέτουν ενα μωσαϊκό χρωμάτων και ήχων: στα φύλλα τους βρίσκουν καταφύγιο πολύχρωμοι παπαγάλοι, μάϊνες, αφρικάνικα γεράκια, που σε συνεπαίρνουν με τις δυνατές κραυγές τους και τα κελαήδασματα. Ανάμεσα στα δένδρα απλώνονται τα μεγάλα σπίτια με τους τεράστιους κήπους και τους ψηλούς αγκαθωτούς φράχτες , οριοθετώντας έτσι τα αόρατα σύνορα των «δύο πόλεων».
Κατεβαίνοντας τους δενδρόφυτους λόφους η πόλη αλλάζει. Η πρώτη πόλη μοιάζει να χάνεται στη βουή των δρόμων, στην χαώδη κίνηση, στο ποτάμι των ανθρώπων που περπατάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε γεννιέται η άλλη Καμπάλα, η «δεύτερη». Η ζέστη είναι αποπνικτική, μια κόκκινη λεπτή σκόνη γεμίζει τον αέρα και ανακατεύεται με το πηχτό μαύρο σύννεφο των χαλασμένων εξατμίσεων. Ασυναίσθητα καλύπτεις το πρόσωπο σου για να πάρεις ανάσα. Οι δρόμοι γεμίζουν μικροπωλητές. Νεαροί αντρες τρέχουν στα σταματημένα αυτοκίνητα και προσπαθούν να πουλήσουν κάρτες κινητών, κουνουπιέρες, φθηνα γυαλιά ηλίου, ρολόγια, πλαστικά σωσίβια. Παιδιά πουλάνε ζαχαροκάλαμα, μπανάνες, κομμάτια μάνγκο και καρπούζι.
Οι κάτοικοι της Καμπάλας δεν ζητιανεύουν. Στήνουν τα υπαίθρια μαγαζιά τους και ψάχνουν τους πελάτες τους ανάμεσα στα δεκάδες αυτοκίνητα που κινούνται στους χωματόδρομους. Στις γωνίες των δρόμων είναι οι σταθμοί των boda boda. Αραγμένα μηχανάκια περιμένουν πελάτες. Οσοι τυχεροί μεταφέρουν κόσμο κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς στη χαοτική κίνηση, ανάμεσα σε φορτηγά, τεράστιες λακούβες και ανθρώπους. Σε αυτήν την Καμπάλα κανένα κομμάτι κοινόχρηστου χώρου δεν μένει ανεκμετάλλευτο. Οι μεγάλες αλάνες έχουν μετατραπεί σε υπαίθρια «πολυκαταστήματα» επίπλων. Κατευθείαν απο την παραγωγή στην πώληση, καρέκλες, κρεββάτια, καναπέδες, τραπέζια απλώνονται κατα μήκος των δρόμων περιμένοντας υποψήφιους αγοραστές. Πιο πέρα μικρές τσίγκινες παράγκες, στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη πουλάνε εν είδη μαγαζιών, οικιακό εξοπλισμό, ρούχα, παπούτσια, πλαστικές λεκάνες. Απο τα μικρά σταντς χρωματισμένα σε έντονο μπλέ και κόκκινο, μπορείς να αγοράσεις τσάι και καφέ που θα πιείς έπιτόπου και θα αφήσεις το ποτήρι για τον επόμενο πελάτη. Αδιευκρίνιστα κομμάτια κρέατος καλυμένα απο εκατοντάδες μύγες κρέμονται απο τα τσιγκέλια των υπαίθριων κρεοπωλείων. Οι μυρωδιές απο τα μικρά εστιατόρια των δρόμων ανακατεύονται με τη μυρωδιά απο τον ιδρώτα και τις ανοιχτές αποχετεύσεις. Ενας νεαρός άνδρας ψήνει σε αυτοσχέδιες σχάρες ζουμερά λουκάνικα, κομμάτια μοσχαρίσιου λίπους, φτερούγες απο κοτόπουλο. Παραδίπλα μια γυναίκα βράζει σε τσίγκινες κατσαρόλες φύλλα μπανάνας και καλαμπόκια. Θα τα σερβίρουν στα μικρά τραπεζάκια δίπλα στις παράγκες ή θα τα τυλίξουν σε πλαστικές σακούλες για τους βιαστικούς πελάτες. Κιβώτια αναψυκτικών και μπύρας χρησιμέυουν ως καρέκλες και πάγκοι. Κλουβιά με ζωντανές κότες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη περιμένουν υποψήφιους αγοραστές. Ξυπόλητα παιδιά με βρωμικα ρούχα παίζουν ανάμεσα στα τσίγκινα μαγαζάκια. Αδέσποτα σκυλιά και γάτες τριγυρίζουν ελπίζοντας σε κάποιο ξεχασμένο κομμάτι φαγητού. Αντρες κάθονται στα υπάιθρια καφενεία πίνοντας μπύρα, η κοιμούνται στους πάγκους. Γυναίκες με πολύχρωμα φορέματα καθαρίζουν κασσάβα καθισμένες κάτω απο μεγάλες ομπρέλες. Μπροστά τους έχουν απλώσει μπανάνες, πατάτες, και καλαμπόκια. Μια κοπέλα κάθεται πίσω απο δύο πλαστικές κανάτες σκεπασμένες με ύφασμα...πουλάει φρέσκο γάλα. Δύο γυναίκες έχουν στρώσει υφάσματα και κοιμούνται μαζί με τα παιδιά τους στην άκρη του δρόμου.
Αν κοιτάξεις πίσω απο τα μαγαζάκια, και πιο πέρα, όσο μπορεί να φτάσει το βλέμμα σου θα δείς τα μισοχτισμένα πλινθινα σπίτια και τις ξύλινες παράγκες. Απλωμένα ρόυχα, παιδιά να τρέχουν, γυναίκες να σκουπίζουν τα χωμάτινα κατώφλια η να πλένουν σε μεγάλες λεκάνες. Τα λασπόνερα των δρόμων ανακατεύονται με τις εισόδους των σπιτιών, η μυρωδιά απο τις ακαθαρσίες και τα καμμένα σκουπίδια μπερδεύεται με τις μυρωδιές του φαγητού και των ανθρώπων.
Σε αυτή την δέυτερη πόλη δεν υπάρχει αρχή και τέλος.