Dva Srca
Member
- Μηνύματα
- 558
- Likes
- 1.056
- Επόμενο Ταξίδι
- ΗΠΑ
- Ταξίδι-Όνειρο
- Οπουδήποτε Πολυνησία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μπορεί να είμαι νέος ακόμα, όμως δε με χωράει ο τόπος. Δε μπορώ να σταθώ σε ένα σημείο, πείτε το όπως θέλετε. Ο λόγος δεν ήταν ποτέ και δεν είναι μέχρι σήμερα η κατάσταση της Ελλάδας, λόγος που έχω ακούσει σε πολλές περιπτώσεις νέων Ελλήνων πτυχιούχων που αποφασίζουν να φύγουν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα για το εξωτερικό και τον οποίο σέβομαι, ωστόσο δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Εμένα οι λόγοι μου είναι εσωτερικοί, προσωπικοί. Με κουράζει να μένω στο ίδιο σημείο για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατάσταση που εντάθηκε αφότου άρχισα να ταξιδεύω πιο ανεξάρτητα σε άλλες χώρες. Κάποτε το όνειρό μου ήταν να ζω κάθε χρόνο σε άλλη πόλη της Ελλάδος - πλέον το όνειρό μου είναι να καταφέρω να ζήσω σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες του πλανήτη.
Είπα λοιπόν να ξεκινήσω με τη γειτονιά. Η Βουλγαρία δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή για μόνιμη διαμονή, όμως ποτέ δε με ενόχλησε σαν ιδέα, αντιθέτως μάλιστα μου φαινόταν πάντα πολύ γοητευτική, αλλά δε θεωρούσα ότι ήμουν έτοιμος να εγκατασταθώ εδώ. Η Σερβία έμοιαζε εύκολος προορισμός και αυτόν κυνήγησα πρώτο. Ωστόσο, οι Σέρβοι έχουν ένα κακό που έχουν και αρκετοί Έλληνες εργοδότες: Νομίζουν ότι μόνο από εκείνους εξαρτάται μια πρόσληψη, ότι ο υποψήφιος δεν έχει σημασία τι πρόγραμμα έχει, τι υποχρεώσεις έχει, τίποτα. Σε θέλουν να εργαστείς μαζί τους, αλλά θέλουν να σου πουν αυτοί πότε θα το κάνεις. Θέλουν να μιλήσουν μαζί σου, αλλά μόνο όταν επιστρέψουν από το business meeting τους στο Λονδίνο.
Κουράστηκα με αυτή την κατάσταση και επειδή δε μου αρέσει να διαιωνίζω αυτή τη νοοτροπία, έδωσα άκυρο στους πολυαγαπημένους μου κατα τ'άλλα Σέρβους, για να ενδώσω σε μια... εναλλακτική πρόταση που ήρθε από τη Βουλγαρία. Εναλλακτική είναι ο καλύτερος τρόπος να εκφράσω την προσωπική μου στάση απέναντι στο πρώτο άκουσμα αυτής της πρότασης συνεργασίας, καθώς από τα στόματα συγγενών και φίλων άκουσα φράσεις όπως "ηλίθια/τολμηρή απόφαση, μη συμφέρουσα συμφωνία, καθόλου ελκυστικός προορισμός" και πολλά άλλα, στα οποία αποφάσισα να μη δώσω σημασία. Και το τόλμησα. Και μέχρι σήμερα δεν έχω μετανιώσει ούτε λίγο από την απόφασή μου.
Η ΑΦΙΞΗ
Κατέβηκα από το λεωφορείο σε ένα μεγάλο πλάτωμα με απόκοσμη θέα στα βουνά. Η φύση σε όλο τον δρόμο από το Πλόβντιβ μέχρι εδώ ήταν οργιώδης, με ποτάμια, ψηλές βουνοκορφές, βράχια και γυμνά φθινοπωρινά δέντρα, που φαίνονταν τόσα εκτεθειμένα κάτω από τον καθαρό ήλιο. Η θερμοκρασία ακόμα φυσιολογική. Οι εικόνες μέσα στο μυαλό μου ήταν ακόμα τόσο ανάμεικτες, καθώς μέσα στην ίδια μέρα είχα βρεθεί από το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος της Αθήνας σε μια μικρή, άγνωστη στους πολλούς πόλη της βουλγαρικής Θράκης.
Κοιτώντας από το πλάτωμα τη θέα προς τα κάτω, δεν ήξερα αν αυτό που έβλεπα θα το χαρακτήριζα ως πόλη ή χωριό. Σε μερικά σημεία το δάσος χανόταν και από το πουθενά ξεπηδούσαν δεκάδες ψηλές πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου, άχαρες και στριμωγμένες, με απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια και όνειρα στριμωγμένα στα παράθυρά τους, που μόνη θέα είχαν το παρθένο δάσος και το αρχέγονο, σχεδόν, βουνό. Άρχισα να περπατάω σέρνοντας τη βαλίτσα μου στους ατσούμπαλους δρόμους, που γεμάτοι λακούβες και σαμαράκια απειλούσαν την ακεραιότητα των λίγων και τόσο πολύτιμων προσωπικών μου αντικειμένων για τους επόμενους μήνες. Οι ρόδες της βαλίτσας ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στο χωριό εκείνη την ώρα. Κόντευε να απογευματιάσει και ήμουν βέβαιος ότι, αν για λίγο σταματούσα να τη σέρνω στο δρόμο, θα μπορούσα να ακούσω το θόρυβο του καπνού καθώς ελευθερωνόταν από τις καμινάδες των σπιτιών. Ένας κύριος με ένα τεράστιο, χνουδωτό σκυλί Αγ. Βερνάρδου (ο πρώτο που βλέπω μπροστά μου και όχι στις σελίδες κάποιου βιβλίου ή στις ταινίες του Μπετόβεν του σκύλου) πέρασε από μπροστά μου νωχελικά. Δε μου έδωσε πολύ σημασία. Τον ρώτησα πώς θα πήγαινα στη διεύθυνση που είχα γραμμένη σε ένα χαρτάκι. Απευθείας άλλαξε στάση και από νωχελικότητα απέκτησε μια ξαφνική αίσθηση ευθύνης. Κοίταξε τριγύρω του και σκάναρε τους δρόμους που ξεδιπλώνονταν από κάτω μας, έτσι όπως η πόλη ήταν αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω στο βουνό σε επίπεδα. Με πέρασε για φοιτητή έτσι όπως ήμουν με τη βαλίτσα και θεώρησε ότι μάλλον έψαχνα την τοπική φοιτητική εστία. Μου έγνεψε να πάω προς τα εκεί. Και πάλι χάθηκα. Αυτή τη φορά βρισκόμουν σε ένα πολύ μικρό δρομάκι, από αυτά που στην Αθήνα παιδεύουν ταξιτζήδες και μουσαφίρηδες, κάθε μου ανάσα άφηνε στο πέρασμά της ένα λευκό σύννεφο, σαν αυτά που έβγαιναν από τις καμινάδες και τότε το βλέμμα μου έπεσε στο μικρό κενό ανάμεσα σε δύο μονοκατοικίες. Συνειδητοποίησα τότε ότι είχα ανέβει ακόμα πιο ψηλά και έβλεπα πλέον το κέντρο της πόλης φόρα παρτίδα να ξεδιπλώνεται σαν μια όαση πολιτισμού στη μέση ενός πυκνού, αφιλόξενου δάσους. Η εκκλησία της πόλης, αφιερωμένη στον αγ.Βησσαρίωνα και αξιοσέβαστη σε μέγεθος, ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα κτίρια. Αν ήταν λίγ πιο σκοτεινά, ίσως μισή μόλις ώρα αργότερα, δε θα μπορούσα να τη διακρίνω ούτε αυτή. Άρχισα να κατευθύνομαι προς τα εκεί. Αν δε τα κατάφερνα θα έπαιρνα τηλέφωνο την επαφή μου στην πόλη, για την ώρα όμως ήθελα να δοκιμάσω την αίσθηση προσανατολισμού μου.
Ένα τέταρτο μετά, καλούσα ντροπιασμένος την επαφή μου στην πόλη. Τι Τόκυο, τι Νέα Υόρκη, τι Αθήνα (ειδικά η τελευταία, λόγω κακής ρημοτομίας), η πόλη στην οποία είχα πριν από μερικά λεπτά αποβιβαστεί φαινόταν για την ώρα τρομακτικά πιο χαοτική. Τουλάχιστον με ανακούφιζε το γεγονός ότι ήταν γραφική και είχε αυτή τη γλυκιά, τη ζεστή αίσθηση του χωριού. Καμία σχέση με μεγαλούπολη. Η επαφή μου θα με περίμενε έξω από ένα γνωστό μπαρ / σημείο κατατεθέν - δώσαμε ραντεβού σε ένα τέταρτο. Κατάφερα να το δω από ψηλά και μερικά λεπτά αργότερα στεκόμουν μπροστά του. Δεν πρόλαβα να αφήσω τη χειρολαβή της βαλίτσας, όταν ένα εντυπωσιακό, μπορντώ τζιπ με το logo της εταιρίας από τη μία άκρη μέχρι την άλλη σταμάτησε μπροστά μου. Από το τζιπ κατέβηκαν δύο νταβραντισμένοι Βούλγαροι -από αυτούς που στερεοτυπικά έχει στο μυαλό του ο μέσος Έλληνας- ο ένας με χαιρέτησε στα αγγλικά, ενώ ο άλλος έγνεψε απλά, πριν ανάψει ένα τσιγάρο από το οποίο θα ρουφούσε μόνο δύο τζούρες προτού ξεκινήσει και πάλι να οδηγεί.
"Αυτό είναι το ξενοδοχείο όπου βρίσκεται το διαμέρισμά σου", μου εξήγησε στα αγγλικά με έντονη σλαβική προφορά η επαφή μου στην πόλη, μια γυναίκα γύρω στα 35 και τοπική μάνατζερ της εταιρίας. Αποβιβαστήκαμε από το τζιπ και μπήκαμε στο ισόγειο του κτιρίου, που παραδοσιακά στη Βουλγαρία οφείλει να είναι εστιατόριο ή έστω ταβέρνα - στη δική μας περίπτωση ήταν το δεύτερο. Το τζάκι ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για εμένα, που από τα πολύ εύκρατα κλίματα της καλοκαιρινά χειμωνιάτικης Αθήνας είχα εν μια νυκτί βρεθεί στα πευκόφυτα κατσάβραχα του απόλυτου μηδενικού του κυρίου Κελσίου, φορώντας ρούχα που θύμιζαν περισσότερο ανοιξιάτικο περίπατο στην ακροθαλασσιά παρά μετανάστη (Εργασίας; Κλίματος; Μαζοχισμού; Κουλτούρας; Όλων των παραπάνω; ) που επισκέφθηκε για πρώτη φορά μετά από μήνες τα κρύα.
Καθίσαμε στην ταβέρνα και παραγγείλαμε. Η μάνατζερ μου εξήγησε τη δουλειά, πώς θα συνεργαστούμε, όλα τα βασικά για εισαγωγή. Δώσαμε ραντεβού την επόμενη ημέρα το πρωί στο γραφείο, για να ξεκινήσει κανονικά η δουλειά, αφού υπογραφούν τα απαραίτητα χαρτιά εργασίας στην τοπική υπηρεσία.
Για τους επόμενους μήνες θα ζω στο Σμόλυαν, μια πόλη 30.000 κατοίκων στην καρδιά της οροσειράς της Ροδόπης στη νότια Βουλγαρία, μια πόλη που ζει το χειμώνα και κοιμάται το καλοκαίρι, που περικλείεται από παρθένο δάσος, που οι κάτοικοί της είναι θρησκευτικά ανάμεικτοι αλλά δε μπορείς να το καταλάβεις, που η θερμοκρασία το χειμώνα είναι κατά μέσο όρο στους -8 βαθμούς, που έχει το μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας στη χώρα και που άρχισε να ελπίζει μόλις πέρυσι 40 χιλιόμετρα μακριά, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, με το άνοιγμα της συνοριακής διάβασης Ξάνθης - Zlatograd. Αλλά πάνω απ' όλα: Μια πόλη μοναδικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων.
Για τους επόμενους μήνες θα ζω σε μια περιοχή μοναδικής φυσικής ομορφιάς και ανεξερεύνητου πολιτιστικού και φυσικού πλούτου. Μέρος της δουλειάς μου εδώ είναι να παρουσιάσω τις ομορφιές, τα ενδιαφέροντα και τις παραδόσεις αυτού του τόπου στους Έλληνες με όποιον τρόπο μπορώ, με σκοπό να ενισχυθεί η τουριστική, πολιτιστική και οικονομική ανταλλαγή ανάμεσα στη βουλγαρική και την ελληνική Θράκη, αλλά και την ελληνική ενδοχώρα γενικότερα.
Σε αυτή την ενότητα, που θα ανανεώνω τακτικότατα, θα επιδιώξω να σας ταξιδέψω σε μια περιοχή που βρίσκεται τόσο κοντά, όμως δεν είναι τόσο γνωστή όσο το Μπάνσκο και άλλα τουριστικά θέρετρα της δυτικής και παρευξείνιας Βουλγαρίας, παρ' όλο που είναι πολύ πιο όμορφη. Θα απαντώ επίσης σε οποιαδήποτε ερώτησή σας σχετικά με τη βουλγαρική Θράκη. Θα σας παρουσιάσω ενδιαφέρουσες τοπικές ιστορίες, θρύλους, δοξασίες και έθιμα. Θα σας παρουσιάσω μέσω φωτογραφιών τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Και πάνω απ' όλα θα σας μεταφέρω με τη δική μου πινελιά την ταξιδιωτική μου εμπειρία, οποιοδήποτε ευτράπελο ή οτιδήποτε ενδιαφέρον θα συναντήσω κατά την παραμονή μου εδώ.
Εύχομαι να έχουμε μαζί ένα όμορφο ταξίδι, σε ένα μέρος που αγάπησα από την πρώτη στιγμή και ελπίζω να αγαπήσετε και εσείς.
Μπορεί να είμαι νέος ακόμα, όμως δε με χωράει ο τόπος. Δε μπορώ να σταθώ σε ένα σημείο, πείτε το όπως θέλετε. Ο λόγος δεν ήταν ποτέ και δεν είναι μέχρι σήμερα η κατάσταση της Ελλάδας, λόγος που έχω ακούσει σε πολλές περιπτώσεις νέων Ελλήνων πτυχιούχων που αποφασίζουν να φύγουν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα για το εξωτερικό και τον οποίο σέβομαι, ωστόσο δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Εμένα οι λόγοι μου είναι εσωτερικοί, προσωπικοί. Με κουράζει να μένω στο ίδιο σημείο για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατάσταση που εντάθηκε αφότου άρχισα να ταξιδεύω πιο ανεξάρτητα σε άλλες χώρες. Κάποτε το όνειρό μου ήταν να ζω κάθε χρόνο σε άλλη πόλη της Ελλάδος - πλέον το όνειρό μου είναι να καταφέρω να ζήσω σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες του πλανήτη.
Είπα λοιπόν να ξεκινήσω με τη γειτονιά. Η Βουλγαρία δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή για μόνιμη διαμονή, όμως ποτέ δε με ενόχλησε σαν ιδέα, αντιθέτως μάλιστα μου φαινόταν πάντα πολύ γοητευτική, αλλά δε θεωρούσα ότι ήμουν έτοιμος να εγκατασταθώ εδώ. Η Σερβία έμοιαζε εύκολος προορισμός και αυτόν κυνήγησα πρώτο. Ωστόσο, οι Σέρβοι έχουν ένα κακό που έχουν και αρκετοί Έλληνες εργοδότες: Νομίζουν ότι μόνο από εκείνους εξαρτάται μια πρόσληψη, ότι ο υποψήφιος δεν έχει σημασία τι πρόγραμμα έχει, τι υποχρεώσεις έχει, τίποτα. Σε θέλουν να εργαστείς μαζί τους, αλλά θέλουν να σου πουν αυτοί πότε θα το κάνεις. Θέλουν να μιλήσουν μαζί σου, αλλά μόνο όταν επιστρέψουν από το business meeting τους στο Λονδίνο.
Κουράστηκα με αυτή την κατάσταση και επειδή δε μου αρέσει να διαιωνίζω αυτή τη νοοτροπία, έδωσα άκυρο στους πολυαγαπημένους μου κατα τ'άλλα Σέρβους, για να ενδώσω σε μια... εναλλακτική πρόταση που ήρθε από τη Βουλγαρία. Εναλλακτική είναι ο καλύτερος τρόπος να εκφράσω την προσωπική μου στάση απέναντι στο πρώτο άκουσμα αυτής της πρότασης συνεργασίας, καθώς από τα στόματα συγγενών και φίλων άκουσα φράσεις όπως "ηλίθια/τολμηρή απόφαση, μη συμφέρουσα συμφωνία, καθόλου ελκυστικός προορισμός" και πολλά άλλα, στα οποία αποφάσισα να μη δώσω σημασία. Και το τόλμησα. Και μέχρι σήμερα δεν έχω μετανιώσει ούτε λίγο από την απόφασή μου.
Η ΑΦΙΞΗ
Κατέβηκα από το λεωφορείο σε ένα μεγάλο πλάτωμα με απόκοσμη θέα στα βουνά. Η φύση σε όλο τον δρόμο από το Πλόβντιβ μέχρι εδώ ήταν οργιώδης, με ποτάμια, ψηλές βουνοκορφές, βράχια και γυμνά φθινοπωρινά δέντρα, που φαίνονταν τόσα εκτεθειμένα κάτω από τον καθαρό ήλιο. Η θερμοκρασία ακόμα φυσιολογική. Οι εικόνες μέσα στο μυαλό μου ήταν ακόμα τόσο ανάμεικτες, καθώς μέσα στην ίδια μέρα είχα βρεθεί από το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος της Αθήνας σε μια μικρή, άγνωστη στους πολλούς πόλη της βουλγαρικής Θράκης.
Κοιτώντας από το πλάτωμα τη θέα προς τα κάτω, δεν ήξερα αν αυτό που έβλεπα θα το χαρακτήριζα ως πόλη ή χωριό. Σε μερικά σημεία το δάσος χανόταν και από το πουθενά ξεπηδούσαν δεκάδες ψηλές πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου, άχαρες και στριμωγμένες, με απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια και όνειρα στριμωγμένα στα παράθυρά τους, που μόνη θέα είχαν το παρθένο δάσος και το αρχέγονο, σχεδόν, βουνό. Άρχισα να περπατάω σέρνοντας τη βαλίτσα μου στους ατσούμπαλους δρόμους, που γεμάτοι λακούβες και σαμαράκια απειλούσαν την ακεραιότητα των λίγων και τόσο πολύτιμων προσωπικών μου αντικειμένων για τους επόμενους μήνες. Οι ρόδες της βαλίτσας ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στο χωριό εκείνη την ώρα. Κόντευε να απογευματιάσει και ήμουν βέβαιος ότι, αν για λίγο σταματούσα να τη σέρνω στο δρόμο, θα μπορούσα να ακούσω το θόρυβο του καπνού καθώς ελευθερωνόταν από τις καμινάδες των σπιτιών. Ένας κύριος με ένα τεράστιο, χνουδωτό σκυλί Αγ. Βερνάρδου (ο πρώτο που βλέπω μπροστά μου και όχι στις σελίδες κάποιου βιβλίου ή στις ταινίες του Μπετόβεν του σκύλου) πέρασε από μπροστά μου νωχελικά. Δε μου έδωσε πολύ σημασία. Τον ρώτησα πώς θα πήγαινα στη διεύθυνση που είχα γραμμένη σε ένα χαρτάκι. Απευθείας άλλαξε στάση και από νωχελικότητα απέκτησε μια ξαφνική αίσθηση ευθύνης. Κοίταξε τριγύρω του και σκάναρε τους δρόμους που ξεδιπλώνονταν από κάτω μας, έτσι όπως η πόλη ήταν αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω στο βουνό σε επίπεδα. Με πέρασε για φοιτητή έτσι όπως ήμουν με τη βαλίτσα και θεώρησε ότι μάλλον έψαχνα την τοπική φοιτητική εστία. Μου έγνεψε να πάω προς τα εκεί. Και πάλι χάθηκα. Αυτή τη φορά βρισκόμουν σε ένα πολύ μικρό δρομάκι, από αυτά που στην Αθήνα παιδεύουν ταξιτζήδες και μουσαφίρηδες, κάθε μου ανάσα άφηνε στο πέρασμά της ένα λευκό σύννεφο, σαν αυτά που έβγαιναν από τις καμινάδες και τότε το βλέμμα μου έπεσε στο μικρό κενό ανάμεσα σε δύο μονοκατοικίες. Συνειδητοποίησα τότε ότι είχα ανέβει ακόμα πιο ψηλά και έβλεπα πλέον το κέντρο της πόλης φόρα παρτίδα να ξεδιπλώνεται σαν μια όαση πολιτισμού στη μέση ενός πυκνού, αφιλόξενου δάσους. Η εκκλησία της πόλης, αφιερωμένη στον αγ.Βησσαρίωνα και αξιοσέβαστη σε μέγεθος, ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα κτίρια. Αν ήταν λίγ πιο σκοτεινά, ίσως μισή μόλις ώρα αργότερα, δε θα μπορούσα να τη διακρίνω ούτε αυτή. Άρχισα να κατευθύνομαι προς τα εκεί. Αν δε τα κατάφερνα θα έπαιρνα τηλέφωνο την επαφή μου στην πόλη, για την ώρα όμως ήθελα να δοκιμάσω την αίσθηση προσανατολισμού μου.
Ένα τέταρτο μετά, καλούσα ντροπιασμένος την επαφή μου στην πόλη. Τι Τόκυο, τι Νέα Υόρκη, τι Αθήνα (ειδικά η τελευταία, λόγω κακής ρημοτομίας), η πόλη στην οποία είχα πριν από μερικά λεπτά αποβιβαστεί φαινόταν για την ώρα τρομακτικά πιο χαοτική. Τουλάχιστον με ανακούφιζε το γεγονός ότι ήταν γραφική και είχε αυτή τη γλυκιά, τη ζεστή αίσθηση του χωριού. Καμία σχέση με μεγαλούπολη. Η επαφή μου θα με περίμενε έξω από ένα γνωστό μπαρ / σημείο κατατεθέν - δώσαμε ραντεβού σε ένα τέταρτο. Κατάφερα να το δω από ψηλά και μερικά λεπτά αργότερα στεκόμουν μπροστά του. Δεν πρόλαβα να αφήσω τη χειρολαβή της βαλίτσας, όταν ένα εντυπωσιακό, μπορντώ τζιπ με το logo της εταιρίας από τη μία άκρη μέχρι την άλλη σταμάτησε μπροστά μου. Από το τζιπ κατέβηκαν δύο νταβραντισμένοι Βούλγαροι -από αυτούς που στερεοτυπικά έχει στο μυαλό του ο μέσος Έλληνας- ο ένας με χαιρέτησε στα αγγλικά, ενώ ο άλλος έγνεψε απλά, πριν ανάψει ένα τσιγάρο από το οποίο θα ρουφούσε μόνο δύο τζούρες προτού ξεκινήσει και πάλι να οδηγεί.
"Αυτό είναι το ξενοδοχείο όπου βρίσκεται το διαμέρισμά σου", μου εξήγησε στα αγγλικά με έντονη σλαβική προφορά η επαφή μου στην πόλη, μια γυναίκα γύρω στα 35 και τοπική μάνατζερ της εταιρίας. Αποβιβαστήκαμε από το τζιπ και μπήκαμε στο ισόγειο του κτιρίου, που παραδοσιακά στη Βουλγαρία οφείλει να είναι εστιατόριο ή έστω ταβέρνα - στη δική μας περίπτωση ήταν το δεύτερο. Το τζάκι ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για εμένα, που από τα πολύ εύκρατα κλίματα της καλοκαιρινά χειμωνιάτικης Αθήνας είχα εν μια νυκτί βρεθεί στα πευκόφυτα κατσάβραχα του απόλυτου μηδενικού του κυρίου Κελσίου, φορώντας ρούχα που θύμιζαν περισσότερο ανοιξιάτικο περίπατο στην ακροθαλασσιά παρά μετανάστη (Εργασίας; Κλίματος; Μαζοχισμού; Κουλτούρας; Όλων των παραπάνω; ) που επισκέφθηκε για πρώτη φορά μετά από μήνες τα κρύα.
Καθίσαμε στην ταβέρνα και παραγγείλαμε. Η μάνατζερ μου εξήγησε τη δουλειά, πώς θα συνεργαστούμε, όλα τα βασικά για εισαγωγή. Δώσαμε ραντεβού την επόμενη ημέρα το πρωί στο γραφείο, για να ξεκινήσει κανονικά η δουλειά, αφού υπογραφούν τα απαραίτητα χαρτιά εργασίας στην τοπική υπηρεσία.
Για τους επόμενους μήνες θα ζω στο Σμόλυαν, μια πόλη 30.000 κατοίκων στην καρδιά της οροσειράς της Ροδόπης στη νότια Βουλγαρία, μια πόλη που ζει το χειμώνα και κοιμάται το καλοκαίρι, που περικλείεται από παρθένο δάσος, που οι κάτοικοί της είναι θρησκευτικά ανάμεικτοι αλλά δε μπορείς να το καταλάβεις, που η θερμοκρασία το χειμώνα είναι κατά μέσο όρο στους -8 βαθμούς, που έχει το μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας στη χώρα και που άρχισε να ελπίζει μόλις πέρυσι 40 χιλιόμετρα μακριά, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, με το άνοιγμα της συνοριακής διάβασης Ξάνθης - Zlatograd. Αλλά πάνω απ' όλα: Μια πόλη μοναδικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων.
Για τους επόμενους μήνες θα ζω σε μια περιοχή μοναδικής φυσικής ομορφιάς και ανεξερεύνητου πολιτιστικού και φυσικού πλούτου. Μέρος της δουλειάς μου εδώ είναι να παρουσιάσω τις ομορφιές, τα ενδιαφέροντα και τις παραδόσεις αυτού του τόπου στους Έλληνες με όποιον τρόπο μπορώ, με σκοπό να ενισχυθεί η τουριστική, πολιτιστική και οικονομική ανταλλαγή ανάμεσα στη βουλγαρική και την ελληνική Θράκη, αλλά και την ελληνική ενδοχώρα γενικότερα.
Σε αυτή την ενότητα, που θα ανανεώνω τακτικότατα, θα επιδιώξω να σας ταξιδέψω σε μια περιοχή που βρίσκεται τόσο κοντά, όμως δεν είναι τόσο γνωστή όσο το Μπάνσκο και άλλα τουριστικά θέρετρα της δυτικής και παρευξείνιας Βουλγαρίας, παρ' όλο που είναι πολύ πιο όμορφη. Θα απαντώ επίσης σε οποιαδήποτε ερώτησή σας σχετικά με τη βουλγαρική Θράκη. Θα σας παρουσιάσω ενδιαφέρουσες τοπικές ιστορίες, θρύλους, δοξασίες και έθιμα. Θα σας παρουσιάσω μέσω φωτογραφιών τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Και πάνω απ' όλα θα σας μεταφέρω με τη δική μου πινελιά την ταξιδιωτική μου εμπειρία, οποιοδήποτε ευτράπελο ή οτιδήποτε ενδιαφέρον θα συναντήσω κατά την παραμονή μου εδώ.
Εύχομαι να έχουμε μαζί ένα όμορφο ταξίδι, σε ένα μέρος που αγάπησα από την πρώτη στιγμή και ελπίζω να αγαπήσετε και εσείς.