mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.746
- Likes
- 8.104
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Ή μάλλον κάθε τσομπάνα στη στάνη της. Μόνο που καιρό τώρα, στάνη δεν έβλεπα. Κι έτσι, όταν έπεσε πρόταση να στανι-άρω, την αποδέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι θα κάνετε δηλαδή στη θέση μου; Πόσο εύκολα θα απέρριπτε κάποιος ιταλός μια καλή μακαρονάδα, κάποιος ψαράς ένα σούπερ-δόλωμα, ένα ποντίκι λίγο τυράκι με τρούπες;
Μόνο που, για να λέμε και του λόγου το αληθές, τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι όπως τα περίμενα. Μετά από αίμα, δάκρυα (πολλά δάκρυα, κάποια και λίγο κροκοδείλια μη πω ψέματα) κι ιδρώτα, το πρόγραμμα οριστικοποιήθηκε ή μάλλον οριστικοποιήθηκε ότι μετά από όλα τα παραπάνω σωματικά παράγωγα, πρόγραμμα δεν είχαμε πλην της αφίξεως στα Πυρηναία κι ενός ρημαδοχοτέλ 5 (πέντε) μέρες μετά την άφιξή μας. Πέντε. Φάηβ.
Πάμε όμως να πιάσουμε τη μέρα από το πρωί. Ήταν Κυριακή πρωί και ο ήλιος έλαμπε κίτρινος. Τα πράγματα τα είχα έτοιμα, πλην κάποιων λεπτομερειών. Ο στόχος να ξυπνήσω πρωί και να δουλέψω δεν επετεύχθη. Καλά αρχίσαμε. Κάθισα καμιά ώρα στο πισί για να νιώθω ότι κάτι έκανα και αφού καθυστέρησα όπως πάντα, έφτασα τελευταία στιγμή στο σταθμό του Καμπανιάλ, που πάνω από 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου δεν ήταν, έτσι όμως που είχα μουλαρώσει (που ήμουν φορτωμένη σα το μουλάρι), έγιναν. Η 5ωρη διαδρομή μέχρι τη Θαραγόθα δεν είχε κάτι το αξιόλογο, πλην της πρώτης ώρας, που ήμασταν στην Κομουνιτατ Βαλενθιάνα, όπου το τοπίο ήταν καταπράσινο κι εγώ καταπασχολημένη να γράφω το Ντισκάσιον του συνεδριακού πέηπερ σε χαρτί για να νιώθω ότι κάτι κάνω. Μετά που αποφάσισα να χαζέψω τη θέα, η θέα μετατράπηκε σε εκείνο το δονκιχωτικό ισιάδι που όλοι ξέρουμε.
Η άφιξη στη Θαραγόθα, πετυχεσιά. Μόλις με είδε ο συνταξιδιώτης μου, ξεκίνησε τα παράπονα ότι είπα ότι θα κουβαλάω μόνο έναν σάκο (έναν είχα όντως κι αυτό μισό, ο άλλος ήταν γεμάτος φαγητά). Μετά από μια πολύ επεισοδιακή αρχή που δε θα γράψω γιατί την κρατάω για σενάριο στο Μπόλυγουντ, πλησιάσαμε στα σύνορα. Δεν ήταν ακριβώς ότι το αποφασίσαμε, δεν ήταν ακριβώς ότι το συμφωνήσαμε, αλλά το τιμόνι μίλησε και ποιοί ήμασταν εμείς που θα φέρουμε αντίρρηση σ’αυτό τον οδηγό των άστρων, που κρατούσε στα χέρια του την τύχη μας, όπως κρατάει καθημερινά στα χέρια την τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων; Χωρίς λοιπόν να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στη Γαλλία. Ω ναι, στη Γαλλία!
Περνώντας το Φροντέρα δελ Πορταλέτ, αυτοκίνητα είναι σταματημένα στα δεξιά μας. Εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε;(σκεφτήκαμε)
Κι έτσι, σταματήσαμε κι εμείς να θαυμάσουμε κείνη τη βουνίσια μύτη που φορά γύρω της ένα πέπλο μυστηρίου, άσπρο σαν την τρέλα, πυκνό σα τη νύχτα, πουπουλένιο σα το βαρύ πάπλωμα που πέφτει πάνω σου τα κρύα πρωινά.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι ότι δεν είχαμε πρόγραμμα επειδή δεν είχαμε ψάξει τίποτα. Το ακριβές πρόβλημα στο εν λόγω ταξίδι, ήταν ο υπερβολικός όγκος πληροφορίας, που μας αποπροσανατόλιζε. Απ’τη στιγμή που περάσαμε τα σύνορα όμως, το πλάνο φάνταζε ξεκάθαρο, σαν τα νερά ενός ποταμού. Είχαμε δει ένα μέρος στο φουργοπερφέκτο ένα-δυό χιλιόμετρα απ’τα σύνορα. [FRANCIA][Furgopefecto] Laruns (Pirineo francés)
Απ΄το πρώτο δευτερόλεπτο που το είδαμε στις οθόνες του κινητού μας μέχρι το πρώτο κλάσμα του δευτερολέπτου που το αντικρύσαμε από κοντά, ήμασταν σίγουροι ότι θα είναι το καλύτερο μέρος που θα κοιμηθούμε σε όλο το ταξίδι. Και δεν είχαμε άδικο.
Τί να πρωτοπώ γι’αυτό το ευλογημένο μέρος; Γενικά είμαι από τα άτομα που λένε και λένε και τίποτα δε λένε. Εδώ όμως, είναι τόσα αυτά που θέλω να πω που πραγματικά δε βρίσκω λόγια! Τα βουνά απλωνόταν το ένα μετά το άλλο, σε σειρά, έτσι τοποθετημένα ώστε όλα να βλέπουν και όλα να είναι ορατά. Στη μέση, ένα ποτάμι διέσχιζε την καταπράσινη κοιλάδα δίνοντας εκείνη τη χαρακτηριστική γεύση που μπορεί να δώσει μία μόνο σταγόνα τρούφας στο ριζότο ή το μασκαρπόνε σε ένα αυθεντικό τιραμισού. Δεν ήταν πολύ αργά για καλοκαιρινή βραδιά, οι ώρες όμως στα βουνά μετράνε διαφορετικά. Ο ήλιος εκεί δεν είναι τόσο παντοδύναμος όσο σε μια παραλία, στην πεδιάδα, στην πόλη. Το σκοτάδι έρχεται προτού να καταλάβει ο ήλιος ότι πέρασε η ώρα του. Κι έτσι φως και σκοτάδι πλέκονται κι αρχίζουν να δημιουργούν σκιες και οι σκιες σκέψεις σκοτεινές και κάπως έτσι βγαίνουν οι θρύλοι. Μιλώντας για θρύλους, η ομίχλη, άλλο απαραίτητο συστατικό στη θρυλοσυνταγή, έκανε τη βροντερή εμφάνισή της και το κρύο που δημιούργησε η υγρασία σε συνδυασμό με την έλλειψη φωτός μας έκανε να ξεχάσουμε γλήγορα ότι είναι καλοκαίρι και ότι η καρδιά μας πρέπει να είναι ανάλαφρη.
Ντύνοντας λοιπόν καρδιά τε και σώμα με φουτεράκι, βγήκαμε για την πρώτη αναγνωριστική βόλτα. Δε φτάσαμε μακριά, την εντύπωσή μας έκλεψε όμως μία πόρσε που ήταν παρκαρισμένη και δίπλα της είχε στημένη μια σκηνή. Ήταν τόσο αντιφατική η εικόνα, που ο συντας (κατα το συνταξιδιώτης) μου δεν κρατήθηκε και την απαθανάτισε (ακόμα περιμένω τις φωτογραφίες γενικότερα). Τη δική μου καρδιά ωστόσο δεν έκλεψε η πόρσε, όχι, εγώ είμαι κορίτσι με αρχές και δεν κοιτάζω τα πλούτη. Τη δική μου καρδιά έκλεψαν τα πολλά μικρά σπιτάκια – καμπάνιας που πουλούσαν σπιτικό τυρί. Αυτά είναι! Είμαστε στα γαλλικά Πυρηναία, αγελάδες βόσκουν στα δεξά και στα ζερβά και σπιτικό τυρί μας περιμένει να το γευτούμε! Ένιωσα σα τη Χάιντι των Άλπεων εκείνη τη θερινή βραδιά, μόνο που η Χάιντι ήταν η τσοπάνα και οι ΄Αλπεις τα Πυρηναία. Καλύτερα!
Τις φαντασιώσεις αυτές διέκοψε η συνειδητοποίηση ότι κανείς μας δεν είχε πορτοφόλι μαζί του. Δεν πειράζει! Θα ξαναπερνούσαμε αύριο και θα αγοράζαμε όλο το τυρί του κόσμου. Η μοίρα είχε όμως άλλα σχέδια, υπερ μας. Στο γυρισμό ένα αγροτικό ήταν σταματημένο κοντά στο αμάξι μας. Ένας συμπαθής μεσήλιξ μας ρώτησε στα γαλλικά αν θέλουμε τυρί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο-πανέξυπνος αλλά δεν το χει καθόλου με τις γλώσσες- συντας το έπιασε κι έγνεψε καταφατικά. Το ντίλι ωστόσο το έκανα εγώ. Στην καρότσα, έβγαλε ένα μεγάλο κεφάλι κασέρι. Έκοψε μια φέτα τόσο λεπτή που αν είχε περισσότερο φως, θα μπορούσες να δεις απέναντι και μας την έδωσε να δοκιμάσουμε. Οι βουκολικοί μου κάλυκες αμέσως ανταποκρίθηκαν, το ίδιο και οι ιβηρικοί κάλυκες του συντα μου. Έβγαλε μια ζυγαριά απ’αυτές που έχουν οι περιπλανώμενοι φρουτάδες στα χωριά, με το γάντζο. Ζύγισε ένα κομμάτι και μας το έδωσε. Το νυχάκι του, εκτός από άκοπο, κατίμαυρο. Χέρι δε ξέρω αν είχε πλύνει για κείνη τη μέρα μην πω για κείνη τη βδομάδα. Έτσι ξεχωρίζει το καλό το κασέρι το αυθεντικό! Στο μεταξύ πίσω μας είχε μαζευτεί ουρά γάλλων που ποθούσαν αυτό που-μέχρι στιγμής-μόνο εγώ είχα.
Έφυγα και δεν κοίταξα πίσω! Ο συντας ανέλαβε να φτιάξει το «κρεβάτι» μέσα στο κρίσλερ μινιβαν. Εγώ το δύσκολο εργο της κοπής του νεοαποκτηθέντος αριστουργήματος για να συνοδέψει την τσοπανίσια κολοκυθόπιτα και τη μπύρα που ευτυχώς δεν είχε ζεσταθεί. Τελικά το πρώτο βράδυ δεν περιείχε μόνο το καλύτερο μέρος αλλά και τον καλύτερο ύπνο. Γουελ ο γουελ...
Ή μάλλον κάθε τσομπάνα στη στάνη της. Μόνο που καιρό τώρα, στάνη δεν έβλεπα. Κι έτσι, όταν έπεσε πρόταση να στανι-άρω, την αποδέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι θα κάνετε δηλαδή στη θέση μου; Πόσο εύκολα θα απέρριπτε κάποιος ιταλός μια καλή μακαρονάδα, κάποιος ψαράς ένα σούπερ-δόλωμα, ένα ποντίκι λίγο τυράκι με τρούπες;
Μόνο που, για να λέμε και του λόγου το αληθές, τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι όπως τα περίμενα. Μετά από αίμα, δάκρυα (πολλά δάκρυα, κάποια και λίγο κροκοδείλια μη πω ψέματα) κι ιδρώτα, το πρόγραμμα οριστικοποιήθηκε ή μάλλον οριστικοποιήθηκε ότι μετά από όλα τα παραπάνω σωματικά παράγωγα, πρόγραμμα δεν είχαμε πλην της αφίξεως στα Πυρηναία κι ενός ρημαδοχοτέλ 5 (πέντε) μέρες μετά την άφιξή μας. Πέντε. Φάηβ.
Πάμε όμως να πιάσουμε τη μέρα από το πρωί. Ήταν Κυριακή πρωί και ο ήλιος έλαμπε κίτρινος. Τα πράγματα τα είχα έτοιμα, πλην κάποιων λεπτομερειών. Ο στόχος να ξυπνήσω πρωί και να δουλέψω δεν επετεύχθη. Καλά αρχίσαμε. Κάθισα καμιά ώρα στο πισί για να νιώθω ότι κάτι έκανα και αφού καθυστέρησα όπως πάντα, έφτασα τελευταία στιγμή στο σταθμό του Καμπανιάλ, που πάνω από 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου δεν ήταν, έτσι όμως που είχα μουλαρώσει (που ήμουν φορτωμένη σα το μουλάρι), έγιναν. Η 5ωρη διαδρομή μέχρι τη Θαραγόθα δεν είχε κάτι το αξιόλογο, πλην της πρώτης ώρας, που ήμασταν στην Κομουνιτατ Βαλενθιάνα, όπου το τοπίο ήταν καταπράσινο κι εγώ καταπασχολημένη να γράφω το Ντισκάσιον του συνεδριακού πέηπερ σε χαρτί για να νιώθω ότι κάτι κάνω. Μετά που αποφάσισα να χαζέψω τη θέα, η θέα μετατράπηκε σε εκείνο το δονκιχωτικό ισιάδι που όλοι ξέρουμε.
Η άφιξη στη Θαραγόθα, πετυχεσιά. Μόλις με είδε ο συνταξιδιώτης μου, ξεκίνησε τα παράπονα ότι είπα ότι θα κουβαλάω μόνο έναν σάκο (έναν είχα όντως κι αυτό μισό, ο άλλος ήταν γεμάτος φαγητά). Μετά από μια πολύ επεισοδιακή αρχή που δε θα γράψω γιατί την κρατάω για σενάριο στο Μπόλυγουντ, πλησιάσαμε στα σύνορα. Δεν ήταν ακριβώς ότι το αποφασίσαμε, δεν ήταν ακριβώς ότι το συμφωνήσαμε, αλλά το τιμόνι μίλησε και ποιοί ήμασταν εμείς που θα φέρουμε αντίρρηση σ’αυτό τον οδηγό των άστρων, που κρατούσε στα χέρια του την τύχη μας, όπως κρατάει καθημερινά στα χέρια την τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων; Χωρίς λοιπόν να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στη Γαλλία. Ω ναι, στη Γαλλία!
Περνώντας το Φροντέρα δελ Πορταλέτ, αυτοκίνητα είναι σταματημένα στα δεξιά μας. Εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε;(σκεφτήκαμε)
Κι έτσι, σταματήσαμε κι εμείς να θαυμάσουμε κείνη τη βουνίσια μύτη που φορά γύρω της ένα πέπλο μυστηρίου, άσπρο σαν την τρέλα, πυκνό σα τη νύχτα, πουπουλένιο σα το βαρύ πάπλωμα που πέφτει πάνω σου τα κρύα πρωινά.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι ότι δεν είχαμε πρόγραμμα επειδή δεν είχαμε ψάξει τίποτα. Το ακριβές πρόβλημα στο εν λόγω ταξίδι, ήταν ο υπερβολικός όγκος πληροφορίας, που μας αποπροσανατόλιζε. Απ’τη στιγμή που περάσαμε τα σύνορα όμως, το πλάνο φάνταζε ξεκάθαρο, σαν τα νερά ενός ποταμού. Είχαμε δει ένα μέρος στο φουργοπερφέκτο ένα-δυό χιλιόμετρα απ’τα σύνορα. [FRANCIA][Furgopefecto] Laruns (Pirineo francés)
Απ΄το πρώτο δευτερόλεπτο που το είδαμε στις οθόνες του κινητού μας μέχρι το πρώτο κλάσμα του δευτερολέπτου που το αντικρύσαμε από κοντά, ήμασταν σίγουροι ότι θα είναι το καλύτερο μέρος που θα κοιμηθούμε σε όλο το ταξίδι. Και δεν είχαμε άδικο.
Τί να πρωτοπώ γι’αυτό το ευλογημένο μέρος; Γενικά είμαι από τα άτομα που λένε και λένε και τίποτα δε λένε. Εδώ όμως, είναι τόσα αυτά που θέλω να πω που πραγματικά δε βρίσκω λόγια! Τα βουνά απλωνόταν το ένα μετά το άλλο, σε σειρά, έτσι τοποθετημένα ώστε όλα να βλέπουν και όλα να είναι ορατά. Στη μέση, ένα ποτάμι διέσχιζε την καταπράσινη κοιλάδα δίνοντας εκείνη τη χαρακτηριστική γεύση που μπορεί να δώσει μία μόνο σταγόνα τρούφας στο ριζότο ή το μασκαρπόνε σε ένα αυθεντικό τιραμισού. Δεν ήταν πολύ αργά για καλοκαιρινή βραδιά, οι ώρες όμως στα βουνά μετράνε διαφορετικά. Ο ήλιος εκεί δεν είναι τόσο παντοδύναμος όσο σε μια παραλία, στην πεδιάδα, στην πόλη. Το σκοτάδι έρχεται προτού να καταλάβει ο ήλιος ότι πέρασε η ώρα του. Κι έτσι φως και σκοτάδι πλέκονται κι αρχίζουν να δημιουργούν σκιες και οι σκιες σκέψεις σκοτεινές και κάπως έτσι βγαίνουν οι θρύλοι. Μιλώντας για θρύλους, η ομίχλη, άλλο απαραίτητο συστατικό στη θρυλοσυνταγή, έκανε τη βροντερή εμφάνισή της και το κρύο που δημιούργησε η υγρασία σε συνδυασμό με την έλλειψη φωτός μας έκανε να ξεχάσουμε γλήγορα ότι είναι καλοκαίρι και ότι η καρδιά μας πρέπει να είναι ανάλαφρη.
Ντύνοντας λοιπόν καρδιά τε και σώμα με φουτεράκι, βγήκαμε για την πρώτη αναγνωριστική βόλτα. Δε φτάσαμε μακριά, την εντύπωσή μας έκλεψε όμως μία πόρσε που ήταν παρκαρισμένη και δίπλα της είχε στημένη μια σκηνή. Ήταν τόσο αντιφατική η εικόνα, που ο συντας (κατα το συνταξιδιώτης) μου δεν κρατήθηκε και την απαθανάτισε (ακόμα περιμένω τις φωτογραφίες γενικότερα). Τη δική μου καρδιά ωστόσο δεν έκλεψε η πόρσε, όχι, εγώ είμαι κορίτσι με αρχές και δεν κοιτάζω τα πλούτη. Τη δική μου καρδιά έκλεψαν τα πολλά μικρά σπιτάκια – καμπάνιας που πουλούσαν σπιτικό τυρί. Αυτά είναι! Είμαστε στα γαλλικά Πυρηναία, αγελάδες βόσκουν στα δεξά και στα ζερβά και σπιτικό τυρί μας περιμένει να το γευτούμε! Ένιωσα σα τη Χάιντι των Άλπεων εκείνη τη θερινή βραδιά, μόνο που η Χάιντι ήταν η τσοπάνα και οι ΄Αλπεις τα Πυρηναία. Καλύτερα!
Τις φαντασιώσεις αυτές διέκοψε η συνειδητοποίηση ότι κανείς μας δεν είχε πορτοφόλι μαζί του. Δεν πειράζει! Θα ξαναπερνούσαμε αύριο και θα αγοράζαμε όλο το τυρί του κόσμου. Η μοίρα είχε όμως άλλα σχέδια, υπερ μας. Στο γυρισμό ένα αγροτικό ήταν σταματημένο κοντά στο αμάξι μας. Ένας συμπαθής μεσήλιξ μας ρώτησε στα γαλλικά αν θέλουμε τυρί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο-πανέξυπνος αλλά δεν το χει καθόλου με τις γλώσσες- συντας το έπιασε κι έγνεψε καταφατικά. Το ντίλι ωστόσο το έκανα εγώ. Στην καρότσα, έβγαλε ένα μεγάλο κεφάλι κασέρι. Έκοψε μια φέτα τόσο λεπτή που αν είχε περισσότερο φως, θα μπορούσες να δεις απέναντι και μας την έδωσε να δοκιμάσουμε. Οι βουκολικοί μου κάλυκες αμέσως ανταποκρίθηκαν, το ίδιο και οι ιβηρικοί κάλυκες του συντα μου. Έβγαλε μια ζυγαριά απ’αυτές που έχουν οι περιπλανώμενοι φρουτάδες στα χωριά, με το γάντζο. Ζύγισε ένα κομμάτι και μας το έδωσε. Το νυχάκι του, εκτός από άκοπο, κατίμαυρο. Χέρι δε ξέρω αν είχε πλύνει για κείνη τη μέρα μην πω για κείνη τη βδομάδα. Έτσι ξεχωρίζει το καλό το κασέρι το αυθεντικό! Στο μεταξύ πίσω μας είχε μαζευτεί ουρά γάλλων που ποθούσαν αυτό που-μέχρι στιγμής-μόνο εγώ είχα.
Έφυγα και δεν κοίταξα πίσω! Ο συντας ανέλαβε να φτιάξει το «κρεβάτι» μέσα στο κρίσλερ μινιβαν. Εγώ το δύσκολο εργο της κοπής του νεοαποκτηθέντος αριστουργήματος για να συνοδέψει την τσοπανίσια κολοκυθόπιτα και τη μπύρα που ευτυχώς δεν είχε ζεσταθεί. Τελικά το πρώτο βράδυ δεν περιείχε μόνο το καλύτερο μέρος αλλά και τον καλύτερο ύπνο. Γουελ ο γουελ...