gmavro75
Member
- Μηνύματα
- 436
- Likes
- 563
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ταξίδι στο χρόνο
Η αυτοσχέδια ταμπέλα έδειχνε προς Μεσαριά. Τα βήματά μας, μας οδήγησαν στο ανηφορικό τσιμεντένιο μονοπάτι που κατέληγε στα λίγα καλοδιατηρημένα σπιτάκια του οικισμού. Η διαδρομή από Μερσίνη μέχρι εκεί μέσα από μονοπάτια που πέρναγαν από πανέμορφες παραλίες και δύσβατες λοφοπλαγιές, μας είχαν στεγνώσει το στόμα και στη Μεσαριά, δε μπορεί, κάτι θα βρίσκαμε να σβήσουμε τη δίψα μας και να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το Σταυρό. Η ώρα θα ήταν έξι και ο καλοκαιρινός ήλιος, ψηλά ακόμα, χάραζε το χρυσό του μονοπάτι στα νερά του Αιγαίου λούζοντας ταυτόχρονα το χωριό με αυτό το φως που μόνο στις Κυκλάδες συναντάς. Στην εικόνα, το soundtrack είχαν αναλάβει αναρίθμητα τζιτζίκια. Ψυχή, πουθενά. Πλησιάσαμε ένα σπίτι από τα εφτά συνολικά, χτυπήσαμε την πόρτα, σιωπή. Ένα δεύτερο, τα ίδια. Πόλη φάντασμα? Καθίσαμε κάτω από μια σκιά που πρόσφερε ένα μπαλκόνι και τότε είδαμε τη κυρά Σοφία να βγαίνει από ένα άλλο σπιτάκι με τη σκούπα την αχυρένια στα χέρια και να επιδίδεται στην καθαριότητα της ασβεστωμένης της αυλής. Πλησιάσαμε, τη χαιρετήσαμε, και μας συστήθηκε: «Μεσαριά, σπίτια εφτά, κάτοικοι ένας, εγώ! Η κυρά Σοφία της Μεσαριάς, ελάτε μέσα να σας κεράσω σταφύλι από τον κήπο μου, να μου κάνετε και παρέα». Άνοιξε την χαμηλή αυλόπορτα, και μας υποδέχτηκε.
Τραπέζι μεγάλο, φιλόξενο, και πάνω η πιατέλα με τα σταφύλια. Γύρω-γύρω στο δωμάτιο ντιβάνια και παντού φωτογραφίες οι περισσότερες ασπρόμαυρες. Μια συλλογή αναμνήσεων από τα 78 χρόνια της ζωής της οικοδέσποινας, ίσως η μόνη και πιο πιστή καθημερινή της παρέα… Οι ιστορίες της, χρονικά ανακατεμένες, για την εποχή που το χωριό είχε εκατό κατοίκους και η οικογένειά της είχε το φούρνο του χωριού, για την κατοχή που έκρυβαν τρόφιμα στους τοίχους, για τον άντρα της που έχασε πριν από καιρό, για τα παιδιά και τα εγγόνια της που ζουν στη Νάξο (όσα βγάνει η Πάρος και η Ναξιά, δε βγάζουν όλα τα νησιά), και για την καθημερινότητά της. Δικά της τα σταφύλια, και το πεπόνι που ακολούθησε, παλιά είχε και κότες. Περνάει ο κόσμος και την βλέπει, της κάνει παρέα, «και σήμερα δεν είχε έρθει κανείς, και έλεγα κάποιον θα στείλει ο Θεός». Γράφει ποιήματα, για τον τόπο της και τη μοναξιά. Μιλάει με τα φαντάσματα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και νοιώθει σα να είναι εδώ… Τι έργο να παίζει πίσω από τα θαμπά της μάτια την ώρα που διηγείται, αναρωτιέμαι… Μας πάει «βόλτα» στο χωριό και στο χρόνο. Εδώ ήταν ο φούρνος, έτσι βάζαμε το ψωμί, και του Σταυρού στο μεγάλο Πανηγύρι εμείς ψήναμε εκατό ταψιά! Εκεί έμενε ο πατέρας της, αλλού ο αδελφός της… σ΄ αυτά τα σκαλιά μαζεύονταν και κουβεντιάζανε τα Καλοκαιρινά απογεύματα…
Λίγο πριν πάρουμε τη στροφή και αφήσουμε πίσω μας το Χωριό γύρισα και έριξα μια τελευταία ματιά. Η κυρά-Σοφία σκούπιζε, την αυλή της και το χωριό είχε πάψει να είναι έρημο. Ήταν γεμάτο ιστορίες, γλυκόπικρες αναμνήσεις, και τις αχνές φιγούρες των προσώπων από τις φωτογραφίες να γεμίζουν τις αυλές και να μας αποχαιρετάνε. Ο ήλιος έπαιρνε να κοκκινίζει, άλλη μια μέρα έφτανε στο τέλος της. Σε λίγο η κυρά-Σοφία θα άναβε το φως σε ένα χωριό που σβήνει και θα έπεφτε για ύπνο αγκαλιά με τα αγαπημένα της φαντάσματα…
Τραπέζι μεγάλο, φιλόξενο, και πάνω η πιατέλα με τα σταφύλια. Γύρω-γύρω στο δωμάτιο ντιβάνια και παντού φωτογραφίες οι περισσότερες ασπρόμαυρες. Μια συλλογή αναμνήσεων από τα 78 χρόνια της ζωής της οικοδέσποινας, ίσως η μόνη και πιο πιστή καθημερινή της παρέα… Οι ιστορίες της, χρονικά ανακατεμένες, για την εποχή που το χωριό είχε εκατό κατοίκους και η οικογένειά της είχε το φούρνο του χωριού, για την κατοχή που έκρυβαν τρόφιμα στους τοίχους, για τον άντρα της που έχασε πριν από καιρό, για τα παιδιά και τα εγγόνια της που ζουν στη Νάξο (όσα βγάνει η Πάρος και η Ναξιά, δε βγάζουν όλα τα νησιά), και για την καθημερινότητά της. Δικά της τα σταφύλια, και το πεπόνι που ακολούθησε, παλιά είχε και κότες. Περνάει ο κόσμος και την βλέπει, της κάνει παρέα, «και σήμερα δεν είχε έρθει κανείς, και έλεγα κάποιον θα στείλει ο Θεός». Γράφει ποιήματα, για τον τόπο της και τη μοναξιά. Μιλάει με τα φαντάσματα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και νοιώθει σα να είναι εδώ… Τι έργο να παίζει πίσω από τα θαμπά της μάτια την ώρα που διηγείται, αναρωτιέμαι… Μας πάει «βόλτα» στο χωριό και στο χρόνο. Εδώ ήταν ο φούρνος, έτσι βάζαμε το ψωμί, και του Σταυρού στο μεγάλο Πανηγύρι εμείς ψήναμε εκατό ταψιά! Εκεί έμενε ο πατέρας της, αλλού ο αδελφός της… σ΄ αυτά τα σκαλιά μαζεύονταν και κουβεντιάζανε τα Καλοκαιρινά απογεύματα…
Λίγο πριν πάρουμε τη στροφή και αφήσουμε πίσω μας το Χωριό γύρισα και έριξα μια τελευταία ματιά. Η κυρά-Σοφία σκούπιζε, την αυλή της και το χωριό είχε πάψει να είναι έρημο. Ήταν γεμάτο ιστορίες, γλυκόπικρες αναμνήσεις, και τις αχνές φιγούρες των προσώπων από τις φωτογραφίες να γεμίζουν τις αυλές και να μας αποχαιρετάνε. Ο ήλιος έπαιρνε να κοκκινίζει, άλλη μια μέρα έφτανε στο τέλος της. Σε λίγο η κυρά-Σοφία θα άναβε το φως σε ένα χωριό που σβήνει και θα έπεφτε για ύπνο αγκαλιά με τα αγαπημένα της φαντάσματα…
Attachments
-
124 KB Προβολές: 220