Το τσάι στο Ritz ήταν μία πολυτέλεια πού συχνά πυκνά η Αγκάθα πρόσφερε στον εαυτό της. Η αίθουσα Palm Court όμοια με ροκοκό ανάκτορο, γεμάτη με αντίκες είναι το πιό κατάλληλο μέρος γιά να δείς την ιεροτελεστία τού εθνικού ροφήματος. Τα ατσαλάκωτα λινά τραπεζομάντηλα, τα σκεύη από εξαιρετικά λεπτή πορσελάνη καί οι τριώροφοι ασημένιοι δίσκοι την έκαναν να νοιώθει σαν εστεμμένη της Εδουαρδιανής Αγγλίας. Απολάμβανε το αδιάκοπο πήγαινε έλα των σερβιτόρων με τους δίσκους γεμάτους μικρά σάντουιτς, σπιτική μαρμελάδα και πηχτή κρέμα καθώς και μία στρατιά από μικροσκοπικά κέικ καί θεαματικά γλυκά. Traditional Afternoon Tea at The Ritz, London - YouTube
Νάτη λοιπόν σήμερα εδώ, να δέχεται τις περιποιήσεις τού Σέρλοκ και να προσπαθεί να λύσει μυστήρια.
- Λοιπόν αγαπητέ μου, τι λέει σήμερα ο φίλος μας?
Ο Σέρλοκ άφησε το φλυτζάνι στο πιατάκι, ξερόβηξε καί διάβασε αργά καί καθαρά:
«Σαν το όνειρο
όταν υπάρχει νύχτα
χρειάζομαι εσένα
την Ζωή»
- Σαν πολύ ρομαντικό μού ακούγεται, παρατήρησε η Αγκάθα ενώ το αντέγραφε στο σημειωματάριό της. Ωστόσο δεν της διέφυγε μιά γκριμάτσα δυσαρέσκειας τού Σέρλοκ.
- Ας απολαύσουμε όμως τώρα το τσάι μας, συμπλήρωσε σε ανάλαφρο τόνο. Ες αύριον τα σπουδαία. Δεν είναι έτσι, αγαπητέ μου?
Το εκκρεμές στο σαλόνι χτύπησε οκτώ. Η Αγκάθα μόλις είχε τελειώσει το δείπνο της και καθισμένη στο γραφείο της σημείωνε στο ημερολόγιό της τις παρατηρήσεις της από τη σημερινή επίσκεψη στο V.A.M (Victoria and Albert Museum).
Γιά μιά στιγμή το χέρι έμεινε μετέωρο καί το βλέμμα καρφώθηκε σ’ αυτά τα αρχικά: V.A.M.
- Εχει γούστο, μουρμούρησε.
Ανοιξε το σημειωματάριο με το περίεργο μήνυμα. Μα βέβαια, βέβαια. Δεν πρόκειται γιά γρίφο, είναι ένα αρκτικόλεξο.
Τα αρχικά των λέξεων σχημάτιζαν ένα όνομα, μία τοποθεσία: ΣΤΟΟΥΝΧΕΤΖ.
Σήκωσε το ακουστικό με ενθουσιασμό σχηματίζοντας το νούμερο τού Σέρλοκ. Το κατέβασε πριν ολοκληρώσει. Ενοιωθε πως η παρέμβασή της περισσότερο ενόχληση παρά βοήθεια τού ήταν. Στο κάτω κάτω ήταν δική του δουλειά. Αυτή ήταν απλώς guest star.
Αλλωστε ήταν σίγουρη πως σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το τηλέφωνο.
Η επομένη βρήκε τούς φίλους μας χωριστά.
Ο Σέρλοκ βυθισμένος στις σκέψεις του στο πίσω κάθισμα τού αυτοκινήτου τού Κου Τόμσον, πού του το είχε παραχωρήσει ευχαρίστως γιά τις μετακινήσεις του, όδευε προς το Στόουνχετζ.
Από την άλλη πάλι η Αγκάθα, θυμήθηκε πως είχε μία ανοιχτή πρόσκληση από την φίλη της την Lady Baillie στο Κάστρο τού Leeds στο Kent.
- Ωραία θα είναι ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή, σκέφτηκε ετοιμάζοντας τη μικρή βαλίτσα της.
Από μακριά το κάστρο φάνταζε να αναδύεται σαν νεράϊδα από τα νερά των λιμνών πού το περιέβαλαν. Οι ωχροκίτρινες πέτρες καί οι πύργοι με τις πολεμίστρες αντικατοπτρίζονταν στα νερά κάνοντάς το να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Στις ατέλειωτες αλέες τού πάρκου λες και κυκλοφορούσε ακόμα όλη η δυναστεία των Τυδώρ.
Τα κρωξίματα των παγωνιών έφταναν στα αφτιά της Αγκάθα σαν απελπισμένες φωνές των αδικοχαμένων γυναικών.
- Τι κατάλαβε κι’ αυτός? Είπε στην λαίδη μπροστά στο πορτραίτο τού Ερρίκου. Εφαγε επτά γυναίκες ο άτιμος!
- Οτι καταλαβαίνουν όλοι. Ελάτε φίλη μου. Θέλω τη γνώμη σας. Σκέπτομαι να κληροδοτήσω το Κάστρο στο κράτος. Τί λέτε γι’ αυτό?
Ο Σέρλοκ μετά βίας συγκρατούσε την κάπα του στον δυνατό αέρα. Σφύριζε μανιασμένα ανάμεσα στούς ογκόλιθους τού Στόουνχετζ κάνοντάς τους να φαντάζουν ακόμα πιό μυστηριώδεις.
- Οι μάγισσες λείπουν γιά να συμπληρωθεί το σκηνικό, σκέφτηκε ψάχνοντας μία μία τις πέτρες.
Αυτή τη φορά ο νέος φάκελος δεν είχε σημείωμα. Οχι. Περιείχε ένα γάντι.
- Τι στο καλό, μας «πετάει το γάντι»? αναρωτήθηκε ο Σέρλοκ.
Ηταν ανάγκη να λείπει τώρα ο Γουάτσον? Ηταν αυθεντία σε κάτι τέτοια.
Είχε αναλάβει εδώ καί δύο εβδομάδες να διδάξει μία σειρά μαθημάτων στην Οξφόρδη καί θα έλειπε ακόμα τόσο.
Μπήκε στο αυτοκίνητο καί έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
- Οξφόρδη, είπε στον σωφέρ καί χώθηκε βαθιά στο κάθισμα ικανοποιημένος...
Παιζει να ειναι η πιο πρωτοτυπη ιστορια του φορουμ υπο την εννοια οτι κανεις δεν ειχε συνδυασει μυθιστορηματικη αφηγηση με ταξιδιωτικη ιστορια. Μπραβο σου!!
Ο επιστάτης κράτησε την πόρτα ανοιχτή καί άφησε τον Σέρλοκ να περάσει.
Η μεγάλη αίθουσα τού Χωλ στο Christ Church, το μεγαλύτερο καί πλουσιότερο κολέγιο της Οξφόρδης, ήταν εντελώς άδεια από ανθρώπινη παρουσία.
- Ο δόκτωρ Γουάτσον έχει ειδοποιηθεί, σέρ. Δεν θα αργήσει να τελειώσει την παράδοση του καί παρακαλεί να τον περιμένετε εδώ, αν δεν έχετε αντίρρηση.
Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο επιστάτης έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Πόσα χρόνια είχε να έρθει εδώ ο Σέρλοκ! Πάνω από δέκα. Ισως καί δεκαπέντε.
Βάλθηκε να χαζεύει ένα προς ένα τα πορτραίτα των φημισμένων αρχαίων μαθητών.
Κάθησε σε μιά καρέκλα καί σήκωσε τα μάτια του στην οροφή με τη σκαλισμένη ξυλεπένδυση.
Εκεί ήρθε ο Μορφέας καί τού σφάλισε τα βαριά από την κούραση βλέφαρα.
Τόση κούραση, πού τον έκανε να βλέπει περίεργα, αλλόκοτα όνειρα.
Ητανε λέει, κάπου στο μέλλον, εδώ στην ίδια αίθουσα, αλλά δεν ήταν το κολέγιο, ήταν μία σχολή μάγων πού την έλεγαν Χόγκουάρτ καί ήτανε ένας νεαρός, ονόματι Χάρυ Πότερ, πού όλο τον άγγιζε με το μαγικό ραβδί του καί τον μεταμόρφωνε άλλοτε σε ζώο, άλλοτε σε ξωτικό, άλλοτε σε καμπούρη.
Το βαρύ χέρι τού Γουάτσον πού έπεσε στον ώμο του, τον έκανε να τιναχτεί.
- Φίλε μου, αγαπητέ μου φίλε! Πόσο χαίρομαι πού σε βλέπω!
Ο ενθουσιασμός τού Γουάτσον ήταν έκδηλος. Τόσες μέρες με τις παραδόσεις δεν τού είχαν επιτρέψει μιά φιλική παρέα, μιά ενδιαφέρουσα συζήτηση.
- Λοιπόν φίλε μου, τι σε φέρνει εδώ? Θα με κολάκευε πολύ αν μού έλεγες πως σού έλειψε η συντροφιά μου.
Ο Σέρλοκ ένοιωσε άβολα.
- Μα ναί, βέβαια, οπωσδήποτε...
Ο Γουάτσον δεν ήθελε να παρατείνει την αμηχανία του.
- Αλλά είναι καί κάτι άλλο, έ?
- Πρόκειται γιά μιά περίεργη υπόθεση...
- Καλά, καλά, τον διέκοψε ο Γουάτσον. Θα μού τα πείς όλα στο δείπνο. Α! Πόσο χαίρομαι πού θα δειπνήσω με ένα φίλο...
Το ξενοδοχείο πού διέμενε προσωρινά ο Γουάτσον ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Ετσι τούς δόθηκε η ευκαιρία γιά ένα μεγάλο καί ωραίο περίπατο ανάμεσα στα περίφημá κολέγια της πανεπιστημιούπολης, με τούς θόλους καί τις αψίδες, με τα πλακόστρωτα δρομάκια καί τούς βαρείς πέτρινους τοίχους, τις αυλές καί τούς πυλώνες, τα παρεκκλήσια καί τούς μικρούς κήπους, με τις πλούσιες βιβλιοθήκες καί τις ακόμα πιό πλούσιες πινακοθήκες καί μουσεία.
Μιά ολόκληρη πόλη, αναλλοίωτη από το χρόνο, αφιερωμένη στη γνώση καί τη μάθηση, πού ανάθρεψε καί γαλούχησε γενιές καί γενιές επιφανών καί διανοουμένων.
Στην διάρκεια τού δείπνου ο Σέρλοκ αφηγήθηκε στον φίλο του λεπτομερώς όλη την υπόθεση. Ο Γουάτσον άκουγε προσεκτικά χωρίς να τον διακόπτει.
Στο τέλος ζήτησε διευκρινήσεις.
- Ωστε σε κάθε φάκελο βάζει καί ένα κομμάτι από πάζλ. Δεν έχουν συμπληρωθεί αρκετά ώστε να σχηματίσεις γνώμη?
- Οχι ακόμη, δυστυχώς.
- Ούτε υποθέτεις ποιός μπορεί να είναι?
- Κάπου πάει το μυαλό μου, αλλά αποστολή μου είναι να βρώ τα χειρόγραφα καί να τα βρώ ασφαλή. Ετσι αναγκάζομαι να παίζω το παιγνίδι του.
- Καί γώ πως μπορώ να βοηθήσω?
Ο Σέρλοκ τού έτεινε τον τελευταίο φάκελο. Ο Γουάτσον έβγαλε έκπληκτος το γάντι πού περιείχε.
- Ενα γάντι?
- Ακριβώς. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό?
Ο Γουάτσον άρχισε να το περιεργάζεται λεπτομερώς.
- Αντρικό γάντι, από φίνο δέρμα, προσεγμένες ραφές, μάλλινη φόδρα άριστης ποιότητας, προφανώς σκωτσέζικη...
- Λοιπόν?
Ο Γουάτσον άφησε το ποτήρι με το ουίσκι στο τραπέζι, σηκώθηκε καί βάλθηκε να σκαλίζει τη φωτιά στο τζάκι.
- Καί μού είπες ότι πρόκειται γιά χειρόγραφα της Ωστεν και τού Σαίξπηρ, έτσι?
- Ετσι.
Ο Γουάτσον άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Απότομα σταμάτησε καί στράφηκε προς τον Σέρλοκ.
- Αγαπητέ μου φίλε, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο πατέρας τού Σαίξπηρ γαντοποιός δεν ήταν?
Μόνο πού δεν χειροκρότησε ο Σέρλοκ, μόνο πού δεν φώναξε ζήτω!!
- Φίλε μου, φίλε μου, τόξερα πως μπορούσα να βασιστώ σε σένα! Στο Στράτφορντ, λοιπόν. Στο πατρικό τού Σαίξπηρ. Πλησιάζουμε, φίλε μου, πλησιάζουμε. Τι λές, θα με συνοδέψεις?
- Εχω μία υποχρέωση γιά αύριο το πρωί. Οι φοιτητές μου έχουν οργανώσει μία γιορτή στο Κάστρο τού Γουώρικ καί είμαι καλεσμένος. Ωστόσο μπορούμε να συνδυάσουμε καί τα δύο, στον δρόμο μας είναι. Ελα, λίγη διασκέδαση δεν θα μας έκανε κακό...
Η γιορτή στον κήπο τού Κάστρου του Γουώρικ είχε αρχίσει από νωρίς το πρωί. Ολες οι σκηνές πού ήταν στημένες ήταν γεμάτες από άτομα με ρούχα τού μεσαίωνα πού καταγίνονταν με ασχολίες της τότε εποχής. Μαγείρεμα σε καζάνια, μπάλωμα παπουτσιών, ράψιμο ρούχων.
Ακόμα καί οί φρουροί των πυλών κορδώνονταν μέσα στις γυαλιστερές πανοπλίες τους, έτοιμοι να τινάξουν το μακρύ δόρυ σε όποιον αόρατο εχθρό.
- Μοιάζει σαν να μπήκαμε ξαφνικά σε ένα παραμύθι, παρατήρησε ο Σέρλοκ.
- Μα είμαστε μέσα στο παραμύθι φίλε μου. Μην ξεχνάς ότι βρισκόμαστε στο Κάστρο τού Μάγου Μέρλιν, είπε γελώντας ο Γουάτσον.
- Μπα, εγώ ήξερα πως πρόκειται γιά το κάστρο τού Γουλιέλμου τού Κατακτητή.
- Εχεις μείνει πολύ πίσω αγαπητέ μου. Από τότε άλλαξε πολλά χέρια.
Εκαναν ένα μεγάλο γύρο έξω από το κάστρο, παρατηρώντας τους βαρείς γκρίζους τοίχους με τις πολεμίστρες, τα παρατηρητήρια, τούς πύργους.
Από την μεγάλη εσωτερική αυλή, πέτρινα στενά σκαλοπάτια οδηγούσαν στα σκοτεινά υπόγεια. Στούς αχανείς κήπους ο ποταμός Avon μαλάκωνε το τοπίο.
Ο Σέρλοκ έλυσε τον λαιμοδέτη του με μιά απότομη κίνηση, σαν να τού έλειπε αέρας.
- Αισθάνεσαι καλά φίλε μου? ρώτησε ο Γουάτσον με ανησυχία.
- Οχι καί τόσο. Πολλοί μάγοι με κυνηγούν τις τελευταίες μέρες. Μιά το Στόουνχετζ, μιά το όνειρο, τώρα ο Μέρλιν.
Ο Γουάτσον γέλασε τρανταχτά και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
- Δεν είναι τίποτα. Οπου νάναι θάρθει καί ο Σερ Fulke Greville. Κάτω από τον πύργο του βρισκόμαστε.
- Ποιός?
- Το φάντασμα (*) τού πύργου, φίλε μου. Και ξαναγέλασε δυνατά.
Το ίδιο κυριακάτικο πρωί η Αγκάθα συνόδευε την φίλη της Lady Baille στα θρησκευτικά της καθήκοντα. Προσωπική φίλη τού Αρχιεπισκόπου τού Καντέρμπουρι η λαίδη, συνήθιζε να εκκλησιάζεται συχνά εκεί.
Φόρτωσαν το αμάξι με καλάθια τού πικ-νικ γεμάτα καλούδια, για την εκδρομή πού θα ακολουθούσε - άγνωστο πού- καί πού ήταν έκπληξη γιά την Αγκάθα.
Ο Καθεδρικός, ένα κόσμημα της αρχιτεκτονικής, τους καλωσόρισε με την ολοκέντητη πρόσοψη πού έδινε αλαφράδα στον βαρύ όγκο καί τα ψηλά καμπαναριά.
Η λειτουργία είχε αρχίσει. Οι αγγελικές φωνές της παιδικής χορωδίας έκαναν την Αγκάθα να νοιώθει ότι αιωρείται ανάμεσα στα γοτθικά τόξα, τις θεόρατες κολώνες, τα πολύχρωμα βιτρό. Παρ’ όλα αυτά η σκιά τού Thomas Becket (**), μετά από τόσους αιώνες, βάραινε ακόμα την ιστορία τού Καθεδρικού.
(** www.eyewitnesstohistory.com/becket.htm )
- Λοιπόν αγαπητή Λαίδη, τι έκπληξη μού ετοιμάζεις? Ρώτησε η Αγκάθα βγαίνοντας από τον Καθεδρικό.
- Πικ-νικ στη θάλασσα, φίλη μου. Πάμε στο Ντόβερ.
Πράγματι ήταν έκπληξη γιά την Αγκάθα. Αλλά όχι καί τόσο ευχάριστη.
Πόσα χρόνια είχε να πάει στο Ντόβερ? Από κείνα τα χρόνια της αθωότητας, την εποχή της εφηβείας καί των πρώτων σκιρτημάτων. Από τότε πού αποχαιρέτησε ένα πολύ αγαπητό της πρόσωπο, εδώ ακριβώς στην θάλασσα τού Ντόβερ. Έφευγε γιά την Απόβαση στην Νορμανδία εκείνο το θλιβερό ηλιοβασίλεμα.
Ολα τα επόμενα ηλιοβασιλέματα έβρισκαν την Αγκάθα καρφωμένη στο ίδιο σημείο. Ανοιγε τα χέρια καί σηκωνόταν στις μύτες των παπουτσιών, σαν νάθελε να ψηλώσει, να μπορέσει να πετάξει.
Εριχνε όλη της την αγάπη στη θάλασσα και την έβλεπε να κολυμπά και να φτάνει στην απέναντι ακτή.
Τότε τα άσπρα βράχια τού Ντόβερ, της φάνταζαν σαν φτερά αγγέλων πού άνοιγαν γιά να προστατέψουν την αγάπη της.
Μέχρι πού ήρθε εκείνο το δέμα. Με τα ρούχα του, τα παρασημά του και ένα γράμμα : Επεσε υπερ Πατρίδας....
Από τότε δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο Ντόβερ...
Οσο η Αγκάθα αναπολούσε τα νιάτια της στο Ντόβερ, ο Σέρλοκ έφθανε στο Στράντφορντ-Απον-Εϊβον μόνος. Ο Γουάτσον είχε παραμείνει με τους φοιτητές του πού ετοίμαζαν μία έκπληξη. Δεν μπορούσε να τους αρνηθεί.
Το αυτοκίνητο διέσχισε τα γραφικά δρομάκια της παλιάς πόλης
καί στάθηκε έξω από το σπίτι τού Σαίξπηρ. Ενα γραφικό αγροτόσπιτο με μπαγδατί, καλοδιατηρημένο καί περιποιημένο, τώρα έλεγες θα έβγαινε η νοικοκυρά να ποτίσει τα λουλούδια της και να ταίσει τις χήνες της.
- Ενα τόσο ταπεινό σπίτι, γέννησε έναν τέτοιο κολοσσό, σκέφτηκε ο Σέρλοκ σπρώχνοντας την εξώπορτα.
Το εσωτερικό ήταν το ίδιο απλό με το εξωτερικό. Πέρασε από την κρεβατοκάμαρα όπου είχε γεννηθεί ο μεγάλος συγγραφέας, ένας απλός χώρος πού όμως απέπνεε ζεστασιά καί ζωντάνια.
Στην τραπεζαρία ένα μεγάλο τραπέζι με πάγκους γιά καθίσματα καί σε μιά γωνιά ένα ζευγάρι γάντια.
Ο Σέρλοκ χαμογέλασε. Ηταν βέβαιος πως κάτω από αυτά κρυβόταν το επόμενο βήμα της ιστορίας.
Κάθισε σε ένα παγκάκι έξω από το σπίτι, άναψε την πίπα του καί άνοιξε νωχελικά, σχεδόν ηδονικά, το νέο φάκελο. Αυτό πού έσυρε από μέσα ήταν ένα παιδικό σχέδιο: το περίγραμμα μιάς παλάμης.
-Παίζεις φίλε μου, παίζεις, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Τι στο καλό είναι πάλι τούτο? Σχέδια πού κάναμε στο τετράδιο, πίσω από την πλάτη τού καθηγητή, όταν βαριόμαστε το μάθημα?
Προσπαθούσε να στύψει το μυαλό του αλλά ο θόρυβος καί οι φωνές από μιά παρέα μαθητών δεν τον άφηναν να συγκεντρωθεί.
- Μαθητές? Παιδιά? Γιατί όχι? Τι έχω να χάσω!
- Ε, νεαρέ. Ερχεσαι λίγο σε παρακαλώ?
Ενα στρουμπουλό δεκάχρονο αγόρι γύρισε προς το μέρος του.
- Εμένα φωνάζετε κύριε?
- Ναί, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι?
Το αγόρι πλησίασε διστακτικά προς τον άγνωστο άντρα πού τον καλούσε.
- Σού λέει κάτι αυτό το σχέδιο? Τον ρώτησε ο Σέρλοκ.
Το αγόρι κοκκίνισε, κατέβασε το κεφάλι καί έδειχνε τρομοκρατημένο.
- Είστε της αστυνομίας κύριε? Σας ορκίζομαι πως δεν έχω κάνει τίποτα κακό. Δεν το ξανάκανα ούτε πρόκειται να το ξανακάνω.
Ο Σέρλοκ τάχασε με την αντίδραση τού νεαρού. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει διαβεβαιώνοντάς τον πως είναι μία απλή ερώτηση και όχι, δεν ήταν αστυνομικός. Αλλά γιατί ταράχτηκε τόσο?
- Πριν μερικές βδομάδες, κύριε, έκανα την ανοησία να ζωγραφίσω την παλάμη μου στον τοίχο τού σχολείου. Εκτος από τις ξυλιές πού έφαγα από τον δάσκαλο, ο πατέρας μου με τιμώρησε πολύ αυστηρά. Για μία ολόκληρη εβδομάδα μού στέρησε το γλυκό. Καταλαβαίνετε κύριε? Γιά μία ολόκληρη εβδομάδα.
Ο Σέρλοκ χαμογέλασε. Τα ροδαλά μάγουλα τού νεαρού φανέρωναν πόσο σκληρή τιμωρία ήταν γι’ αυτόν.
Τον ευχαρίστησε καί μπήκε στο αυτοκίνητο. Τι κουραστική μέρα, Θέε μου!
Ευτυχώς η αφέλεια και η αθωότητα τού παιδιού τού έφτιαξαν κάπως το κέφι.
Ξαφνικά πετάχτηκε στο κάθισμά του! Το παιδί το τιμώρησαν γιατί ζωγράφισε την παλάμη του στον τοίχο. Κι’ άν στην δική του περίπτωση συνέβαινε το αντίθετο? Αν ζωγράφισαν την παλάμη στον τοίχο γιατί τούς είχαν τιμωρήσει?
Πού το κάναν αυτό? Πού το κάναν αυτό? Μα στις φυλακές, πού να πάρει. Στις φυλακές! Στις φυλακές τού Πύργου τού Λονδίνου!
Σφύριζε ευδιάθετος ανεβαίνοντας τις σκάλες τού σπιτιού του. Βιαζόταν να τηλεφωνήσει στην Αγκάθα. Είχε καταλάβει πιά πως αυτό δεν ήταν ένα μυστήριο πού έπρεπε να λύσει. Ηταν ένα παιχνίδι πού έπρεπε να ακολουθήσει τούς κανόνες του. Αλλά παιχνίδι χωρίς συμπαίκτη δεν έχει καί τόσο γούστο! Δεν είναι έτσι?
Το επόμενο πρωί, η Αγκάθα τον περίμενε ανυπόμονα έξω από την πόρτα τού σπιτιού της.
Οπως τού είχε εξηγήσει στο χθεσινοβραδινό τηλεφώνημα, είχε αναλάβει να παραδώσει προσωπικά ένα γράμμα στον Επίσκοπο τού Καθεδρικού τού Γουεσμίνστερ. Την είχε επιφορτίσει με αυτό ο Αρχιεπίσκοπος τού Καντέρμπουρι, ο φίλος της Λαίδης Μπέϊλι.
- Είναι άκρως εμπιστευτικό, της τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος. Να δοθεί στα χέρια του καί πουθενά αλλού. Σας εμπιστεύομαι αγαπητή μου με εγγύηση της Λαίδης.
Ο τόνος του δεν άφησε περιθώρια στην Αγκάθα να αρνηθεί.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στον βαρύ όγκο τού Καθεδρικού τού Γουεσμίνστερ. Εμπνευσμένος από τις Βυζαντινές φόρμες καί με τα κόκκινα τούβλα του, ξεχώριζε κατά πολύ από τα άλλα θρησκευτικά κτίσματα τού Λονδίνου.
- Δεν θα αργήσω, είπε η Αγκάθα στον Σέρλοκ, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
Επέστρεψε άπραγη.
- Λοιπόν?
- Λοιπόν δεν είναι εδώ. Εχει πάει στο Γουεσμίνστερ Αμπέϊ.
Οσο η Αγκάθα ήταν μέσα στο Αβαείο τού Γουεσμίνστερ, ο Σέρλοκ απολάμβανε την αγαπημένη του πίπα χαζεύοντας ένα γύρω.
Το ίδιο το Αβαείο λες καί ήταν κεντημένο καί όχι κτισμένο. Με τις λεπτοδουλεμένες κολώνες, τα αγάλματα, τούς ρόδακες, την μνημειώδη πύλη.
Απέναντι, ο βαρύς όγκος τού Κοινοβουλίου καί πίσω να διαγράφεται η φιγούρα τού Μπίγκ Μπεν. Σίγουρα η καρδιά τού Λονδίνου χτυπούσε εδώ μαζί με τούς δείκτες του.
- Ούτε εδώ είναι, είπε η Αγκάθα απελπισμένη. Τον έχουν καλέσει επειγόντως στα Ανάκτορα τού Ουίνδσορ. Λυπάμαι αγαπητέ μου γιά την ταλαιπωρία.
Ο Σέρλοκ έκανε μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Οχι τόσο γιά την καθυστέρηση όσο πού δεν ήθελε να βρίσκεται σε χώρους των ανακτόρων. Δεν τα πήγαινε πολύ καλά με την Αυλή, από τότε, από την εποχή τού Τζάκ, πού τού αμφισβήτησαν όλες τις έρευνες καί τα συμπεράσματα καί εμμέσως πλήν σαφώς τού «βούλωσαν» το στόμα.
- Ας είναι, αγαπητή μου. Ελπίζω να είναι η τελευταία μας καθυστέρηση.
Ο Πύργος - Ανάκτορο Ουίνδσορ είναι μία ολόκληρη πόλη. Τειχισμένη, με τις επάλξεις, τούς πύργους, τα παρατηρητήρια, τις αυλές, τούς σταύλους, τις εκκλησίες, τα σπίτια με μπαγδατί ή πέτρα, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τις θολωτές πύλες.
Η Αγκάθα καί ο Σέρλοκ διέσχισαν πεζή όλη την απόσταση, μέχρι το μεγάλο κιγκλίδωμα πού χωρίζει τα Βασιλικά Διαμερίσματα, εκεί όπου απαγορεύεται να πατήσει το πόδι τού κοινού θνητού.
Ευτυχώς οι διαδικασίες έγιναν γρήγορα. Η Αγκάθα εξήγησε στον φρουρό πως ήταν προσωπική φίλη τού Επισκόπου, πως ήρθε από την επαρχία στο Λονδίνο καί επ’ ευκαιρία ήθελε να χαιρετήσει τον φίλο της καί αν είχε την καλοσύνη να τον ειδοποιήσει.
Παρέδωσε το γράμμα διακριτικά, ανακουφισμένη πού επιτέλους τελείωσε μαζί του. Ωστόσο στο μυαλό της έπλαθε σενάρια. Ακρως εμπιστευτική επιστολή? Επείγουσα κλήση από τα Ανάκτορα? Δεν είναι κακό θέμα γιά αστυνομικό βιβλίο!
- Η αποστολή εξετελέσθη, αγαπητέ μου. Πάμε γιά τον Πύργο τού Λονδίνου...