Twinkie
Member
- Μηνύματα
- 1.142
- Likes
- 327
- Επόμενο Ταξίδι
- Με το νου
- Ταξίδι-Όνειρο
- Στα πέντε σημεία της Γης
-"Άν πας και δεν τους κάνεις παζάρι, θα παρεξηγηθούν. Οπότε μήν κάνεις το λάθος", μου είχε πει μια φίλη που είχε ταξιδέψει Κωνσταντινούπολη και ήξερε τα κατατόπια.
Και όχι δεν το έκανα, μάλιστα το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ που οι αγορές στο Μεγάλο Παζάρι και στην Αραβική Αγορά ήταν καλύτερες κι από εκπτώσεις στην Ελλάδα. Σχεδόν πέντε ώρες γυρνοβολούσαμε στο Μεγάλο Παζάρι με τις δεκάδες στοές και τα αμέτρητα μαγαζιά που δεν ήξερες πού να πρωτοκοιτάξεις.
Μια στοά για τα χρυσαφικά, μια για τα δέρματα, μια για τα μεταξωτά, άλλη για τους μιναρέδες, άλλη για ρούχα. Ένας πραγματικός λαβύρινθος.
-"Εγώ στο λέω δεν παζαρεύω. Ντρέπομαι".
-"Μα είσαι καλά; Αφού είναι η χαρά τους, άστο πάνω μου". Ο Δ. είχε δει έναν ναργιλέ ασημί μετρίου μεγέθους και ο τύπος που τον πουλούσε τον κοστολογούσε αρχική τιμή κάπου στα δικά μας 300 ευρώ. 15Ο να του λέω, 200 να λέει, 160 να απαντάω, 190 να λέει αγκαλιάζοντάς τον μάλιστα με χάδια λες και είχε γυναίκα στα χέρια του. Ο ναργιλές έγινε δικός μας με 170 ελληνικά ευρώ μαζί με ένα μεταξωτό φουλάρι έναντι 10 ευρώ, σκουλαρίκια από φίλντισι 15 ευρώ και γενικώς δύο σακούλες πράγματα που δεν ξεπερνούσαν ούτε στο ελάχιστο μια νύχτα διαμονής στην Πόλη.
Την προσοχή μας τράβηξε ένα μαγαζί που είχε μυρωδάτο kebab με τον σερβιτόρο να σιχτιρίζει στα ελληνικά, ένα παιδί γύρω στα 20.
-"Καλημέρα σας. Τι να φέρω;" (Τώρα απαντάς ελληνικά, αγγλικά, τουρκικοαγγλικά η νοηματική; "
-"Δύο kebab φίλε μου" του λέει ο Δ. στα ελληνικά, μας πετάει ένα tsekkurler και μετά από λίγο φέρνει δυό πιάτα και του πιάσαμε κουβέντα για το πόσοι έχουν μείνει τελικά εδώ. Με καταγωγή από την Πόλη, παπούδες και γονείς βρίσκονταν πλέον στην Θεσσαλονίκη αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο του. "Δεν νιώθω άσχημα, υπάρχουν κάμποσοι Έλληνες εδώ, περνάω καλά και έρχονται και με βλέπουν. Εγώ δεν έχω πάει ακόμα" μας λέει.
Με μια coca ανά χείρας μπας και χωνευτεί το kebab ψάχναμε να βρούμε την έξοδο από το Παζάρι, πράγμα καθόλου εύκολο και πέσαμε πάνω σε ένα μικρό μαγαζάκι που είχε κοσμήματα και έψαχνα απεγνωσμένα άλλο ένα δώρο.
-"Κοίτα τί ωραίο είναι αυτό, αλλά πόσο να το παζαρέψω αυτή τη φορά;"
-"Πήρες φόρα τώρα και ποιός σε σταματάει ε;"
Ανάμεσα στα γέλια μας, ακούστηκε η επιβλητική βαριά φωνή ενός κυρίου που αν φορούσε τουρμπάνι στο κεφάλι τον έκανες σίγουρα για Σουλτάνο. Με περήφανο μεγάλο μουστάκι, γκρίζα μαλλιά, κάπνιζε πίπα και καθόταν στην κάσα της πόρτας του μαγαζιού του κοιτώντας μας διερευνητικά.
-"Καλημέρα πατριώτες. Με λένε Κώστα. Τι να σας φυλέψω;"
Ο εκ Καππαδοκίας κύριος Κώστας έριχνε μια ματιά μόνο κι όλοι οι υπάλληλοί του ήταν στο πόδι. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν μιλούσε καλύτερα τα ελληνικά ή τα τούρκικα. Πενήντα χρόνια στην Πόλη, άνοιξε το μαγαζί στο Παζάρι τις εποχές της μεγάλης δόξας του ελληνισμού εκεί και δεν αποχωρίστηκε ούτε αυτό, ούτε την Τουρκία ποτέ.
Με τη συνοδεία ευχών για καλή συνέχεια και ένα δωράκι στο καθένα, βγήκαμε στον έξω κόσμο και στον ήλιο, την ώρα ακριβώς που ο Ιμάμης καλούσε τους πιστούς για την προσευχή του μεσημεριού. Μεμιάς λες και χάθηκε ο κόσμος από τους δρόμους.. Ο εκκωφαντικός ήχος της προσευχής έφυγε με τον αέρα μόλις μπήκαμε στην στοά της Αραβικής Αγοράς για να παρθούν τα "απαραίτητα". Μπαχάρια, τσάι, παστουρμάς, όλα από τον Βασίλη και τη γυναίκα του που μας περιποιήθηκαν με το παραπάνω και μας έδωσαν κι ένα φλασκί ρακή "από το καλό".
Ο ποδαρόδρομος από το Μεγάλο Παζάρι ως το Sultanahmet ήταν μια δόση δύσκολος, καθώς ήταν μια από τις πιο ηλιόλουστες και ζεστές ημέρες για εκείνη την εποχή στην Πόλη. Κι έτσι ένα παραδοσιακό χαμάμ ήταν ..ταμάμ.
Τα Cagaloglu Hamami είναι κάτι σαν μουσειακό προϊόν εκεί. Ένας εντυπωσιακός χώρος, χωρισμένος σε δύο τεράστιες με ατμούς αίθουσες, μια για τους άντρες, μια για τις γυναίκες. Μια αίθουσα υποδοχής, μια για καφέ, μια με τοίχους καλυμμένους από φωτογραφίες διασήμων που είχαν επισκεφτεί τα χαμάμ και μια ώρα χαλάρωσης και ξεκούρασης στα ζεστά μάρμαρα.
Οι κόθορνοι που μου έδωσαν να φορέσω για να μπω τσίτσιδη στο χαμάμ ήταν το πιο γελοίο θέαμα που φαντάζομαι θα μπορούσα να υπάρξω. Με αντέμειψε ωστόσο η γλυκύτατη τουρκάλα που ήρθε να με περιποιηθεί, ρωτώντας με διάφορα για να περάσει και η δική της ώρα.
Όταν τελείωσε η ιεροτελεστία, ένιωθα αναγεννημένη, όχι όμως και ο Δ.
-"Καλά, τέλειο;" φώναξα με μια χαρά...
-"Κοίτα καλό ήταν, αλλά αυτός ο μουστακαλής με πέθανε. Πρέπει να έχω μώλωπες στη πλάτη, να μου έχει σπάσει καμιά ελιά, σε κάποια στιγμή φοβόμουν μη πέσει πάνω μου κατά λάθος και γίνω ένα με το μάρμαρο".
-"Έλα, έλα και να δεις που θα σε πάω εγώ τώρα..".
Πείστηκε τελικά με μια βόλτα στα μαγαζιά πλάι στο Βόσπορο, όπου έχουν βγει κάποιες από τις καλύτερες φωτογραφίες με τα ψάρια να σπαρταράνε από την ψαριά των περαστικών στη γέφυρα του Γαλατά και τους ναργιλέδες να δίνουν και να παίρνουν πάνω από το τάβλι.
Και όχι δεν το έκανα, μάλιστα το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ που οι αγορές στο Μεγάλο Παζάρι και στην Αραβική Αγορά ήταν καλύτερες κι από εκπτώσεις στην Ελλάδα. Σχεδόν πέντε ώρες γυρνοβολούσαμε στο Μεγάλο Παζάρι με τις δεκάδες στοές και τα αμέτρητα μαγαζιά που δεν ήξερες πού να πρωτοκοιτάξεις.
Μια στοά για τα χρυσαφικά, μια για τα δέρματα, μια για τα μεταξωτά, άλλη για τους μιναρέδες, άλλη για ρούχα. Ένας πραγματικός λαβύρινθος.
-"Εγώ στο λέω δεν παζαρεύω. Ντρέπομαι".
-"Μα είσαι καλά; Αφού είναι η χαρά τους, άστο πάνω μου". Ο Δ. είχε δει έναν ναργιλέ ασημί μετρίου μεγέθους και ο τύπος που τον πουλούσε τον κοστολογούσε αρχική τιμή κάπου στα δικά μας 300 ευρώ. 15Ο να του λέω, 200 να λέει, 160 να απαντάω, 190 να λέει αγκαλιάζοντάς τον μάλιστα με χάδια λες και είχε γυναίκα στα χέρια του. Ο ναργιλές έγινε δικός μας με 170 ελληνικά ευρώ μαζί με ένα μεταξωτό φουλάρι έναντι 10 ευρώ, σκουλαρίκια από φίλντισι 15 ευρώ και γενικώς δύο σακούλες πράγματα που δεν ξεπερνούσαν ούτε στο ελάχιστο μια νύχτα διαμονής στην Πόλη.
Την προσοχή μας τράβηξε ένα μαγαζί που είχε μυρωδάτο kebab με τον σερβιτόρο να σιχτιρίζει στα ελληνικά, ένα παιδί γύρω στα 20.
-"Καλημέρα σας. Τι να φέρω;" (Τώρα απαντάς ελληνικά, αγγλικά, τουρκικοαγγλικά η νοηματική; "
-"Δύο kebab φίλε μου" του λέει ο Δ. στα ελληνικά, μας πετάει ένα tsekkurler και μετά από λίγο φέρνει δυό πιάτα και του πιάσαμε κουβέντα για το πόσοι έχουν μείνει τελικά εδώ. Με καταγωγή από την Πόλη, παπούδες και γονείς βρίσκονταν πλέον στην Θεσσαλονίκη αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο του. "Δεν νιώθω άσχημα, υπάρχουν κάμποσοι Έλληνες εδώ, περνάω καλά και έρχονται και με βλέπουν. Εγώ δεν έχω πάει ακόμα" μας λέει.
Με μια coca ανά χείρας μπας και χωνευτεί το kebab ψάχναμε να βρούμε την έξοδο από το Παζάρι, πράγμα καθόλου εύκολο και πέσαμε πάνω σε ένα μικρό μαγαζάκι που είχε κοσμήματα και έψαχνα απεγνωσμένα άλλο ένα δώρο.
-"Κοίτα τί ωραίο είναι αυτό, αλλά πόσο να το παζαρέψω αυτή τη φορά;"
-"Πήρες φόρα τώρα και ποιός σε σταματάει ε;"
Ανάμεσα στα γέλια μας, ακούστηκε η επιβλητική βαριά φωνή ενός κυρίου που αν φορούσε τουρμπάνι στο κεφάλι τον έκανες σίγουρα για Σουλτάνο. Με περήφανο μεγάλο μουστάκι, γκρίζα μαλλιά, κάπνιζε πίπα και καθόταν στην κάσα της πόρτας του μαγαζιού του κοιτώντας μας διερευνητικά.
-"Καλημέρα πατριώτες. Με λένε Κώστα. Τι να σας φυλέψω;"
Ο εκ Καππαδοκίας κύριος Κώστας έριχνε μια ματιά μόνο κι όλοι οι υπάλληλοί του ήταν στο πόδι. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν μιλούσε καλύτερα τα ελληνικά ή τα τούρκικα. Πενήντα χρόνια στην Πόλη, άνοιξε το μαγαζί στο Παζάρι τις εποχές της μεγάλης δόξας του ελληνισμού εκεί και δεν αποχωρίστηκε ούτε αυτό, ούτε την Τουρκία ποτέ.
Με τη συνοδεία ευχών για καλή συνέχεια και ένα δωράκι στο καθένα, βγήκαμε στον έξω κόσμο και στον ήλιο, την ώρα ακριβώς που ο Ιμάμης καλούσε τους πιστούς για την προσευχή του μεσημεριού. Μεμιάς λες και χάθηκε ο κόσμος από τους δρόμους.. Ο εκκωφαντικός ήχος της προσευχής έφυγε με τον αέρα μόλις μπήκαμε στην στοά της Αραβικής Αγοράς για να παρθούν τα "απαραίτητα". Μπαχάρια, τσάι, παστουρμάς, όλα από τον Βασίλη και τη γυναίκα του που μας περιποιήθηκαν με το παραπάνω και μας έδωσαν κι ένα φλασκί ρακή "από το καλό".
Ο ποδαρόδρομος από το Μεγάλο Παζάρι ως το Sultanahmet ήταν μια δόση δύσκολος, καθώς ήταν μια από τις πιο ηλιόλουστες και ζεστές ημέρες για εκείνη την εποχή στην Πόλη. Κι έτσι ένα παραδοσιακό χαμάμ ήταν ..ταμάμ.
Τα Cagaloglu Hamami είναι κάτι σαν μουσειακό προϊόν εκεί. Ένας εντυπωσιακός χώρος, χωρισμένος σε δύο τεράστιες με ατμούς αίθουσες, μια για τους άντρες, μια για τις γυναίκες. Μια αίθουσα υποδοχής, μια για καφέ, μια με τοίχους καλυμμένους από φωτογραφίες διασήμων που είχαν επισκεφτεί τα χαμάμ και μια ώρα χαλάρωσης και ξεκούρασης στα ζεστά μάρμαρα.
Οι κόθορνοι που μου έδωσαν να φορέσω για να μπω τσίτσιδη στο χαμάμ ήταν το πιο γελοίο θέαμα που φαντάζομαι θα μπορούσα να υπάρξω. Με αντέμειψε ωστόσο η γλυκύτατη τουρκάλα που ήρθε να με περιποιηθεί, ρωτώντας με διάφορα για να περάσει και η δική της ώρα.
Όταν τελείωσε η ιεροτελεστία, ένιωθα αναγεννημένη, όχι όμως και ο Δ.
-"Καλά, τέλειο;" φώναξα με μια χαρά...
-"Κοίτα καλό ήταν, αλλά αυτός ο μουστακαλής με πέθανε. Πρέπει να έχω μώλωπες στη πλάτη, να μου έχει σπάσει καμιά ελιά, σε κάποια στιγμή φοβόμουν μη πέσει πάνω μου κατά λάθος και γίνω ένα με το μάρμαρο".
-"Έλα, έλα και να δεις που θα σε πάω εγώ τώρα..".
Πείστηκε τελικά με μια βόλτα στα μαγαζιά πλάι στο Βόσπορο, όπου έχουν βγει κάποιες από τις καλύτερες φωτογραφίες με τα ψάρια να σπαρταράνε από την ψαριά των περαστικών στη γέφυρα του Γαλατά και τους ναργιλέδες να δίνουν και να παίρνουν πάνω από το τάβλι.