Την παραμονή των Χριστουγέννων δέχτηκα ένα δωράκι, μια επιταγή μερικών δεκάδων δολλαρίων. Αμέσως σκέφτηκα που θα μπορούσα να τα ξοδέψω, τι θα μπορούσα να αγοράσω. Το μυαλό μου πήγε σε χίλια δυο μέρη, όπως ένας υγραντήρας δωματίου (είναι της μοδώς, αφού το κλίμα του τόπου αυτού είναι πολύ ξηρό, ειδικά τη νύχτα), ή ένας υπολογιστής τάμπλετ, ή άλλα γκάτζετ. Εν τέλει αποφάσισα να την κάνω για τρεις μέρες, γιατί είχα μπαφιάσει στην πόλη από το καλοκαίρι που πήγα κάμπινγκ και χρειαζόμουν επειγόντως να αλλάξω παραστάσεις για λίγο. Επίσης ήθελα να μείνω μακριά από την κουζίνα και το νεροχύτη για καμιά-δυο μέρες.
Κοίταξα λοιπόν τι υπάρχει στο δίκτυο σε προσφορές «της τελευταίας στιγμής» και αν και βρήκα καλύτερες τιμές λίγο μακριά, στη Βρετανική Κολούμπια, σκέφτηκα πως δεν αξίζει να οδηγώ 4-5 ώρες για να κάτσω 2 μέρες. Οπότε επικεντρώθηκα στο Μπανφ και Κένμορ. Το Κένμορ είναι περί τα 80χμ από το σπίτι μου και το Μπανφ 25 πιο πέρα από το Κένμορ. Τελικά βρήκα δωμάτιο στο Κένμορ, σε ένα ολοκαίνουριο ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, στην ίδια τιμή που στο Μπανφ θα έπαιρνα ένα δωμάτιο τριών αστέρων. Η διαφορά είναι πως το Κένμορ, παρόλο χωμένο μέσα στα βουνά, δεν βρίσκεται εντός ορίων του Εθνικού Δρυμού, άρα είναι λίγο φτηνότερο. Το Μπανφ, η καρδιά του Εθνικού Δρυμού του Μπανφ, είναι μια κωμόπολη 8000 κατοίκων και 8000 ξενοδοχείων (τα παραλέω), σε στύλ Αράχωβας. Το κακό είναι πως όντας μέσα στο δρυμό, έχει απαγορευτεί η δόμηση εδώ και δεκαετίες, οπότε είναι λίγο ο ένας πάνω στον άλλο.
Το δωμάτιο κλείστηκε λοιπόν για τις 2 Ιανουαρίου, πακετάραμε χειραποσκευές, ένα δυο μπουκάλια κρασιά για το δωμάτιο, λονγκ τζονς (σκελέες), μαγιώ, σκέητς και λοιπά αξεσουάρ. Είχα προνοήσει από το Δεκέμβριο και είχα αγοράσει με airmiles (πόντοι από σούπερμάρκετ) εισιτήρια για τις θερμές πηγές του Μπανφ, καθώς και για το τελεφερίκ του όρους Σίλφορ.
Φτάσαμε στο Κένμορ κατά τις 2 το μεσημέρι, μόνο μετά από 40 λεπτά με το αυτοκίνητο! Το σκηνικό τελειώς διαφορετικό όμως, λες και διακτινιστήκαμε κάπου πολύ μακριά. Από τη βαρετή πεδιάδα της πλατυποδίας, βρεθήκαμε στη σκιά των Ρόκις, με επιβλητικό το όρος «Τρεις Αδελφές», το οποίο φαινόταν πανύψηλο από το παράθυρο του δωματίου μας. Ξεπακετάραμε, αράξαμε στο τεράστιο κρεβάτι για μισή ωρίτσα και μετά βουρ, έξω στην πόλη. Διασχίσαμε τις γραμμές του τρένου και βρεθήκαμε στο Μέην Στρητ, όπου γινόταν χαμός από κόσμο! Ήταν οι τελευταίοι επισκέπτες που έκαναν Πρωτοχρονιά εκεί και είχαν βγει για τα τελευταία ψώνια. Από όλα τα μαγαζιά ξεχωρίσαμε την ντόπια σαπωνωποιία, ένα ιταλικό «μπακάλικο» που πιο πολύ με φαρμακείο έμοιαζε στις τιμές (αγοράσαμε όμως μάυρες τρούφες, που δε φυτρώνουν εδώ), καθώς και μια κάβα που βρήκαμε πολλά ελληνικά κρασιά σε περίοπτη θέση και πολλές τσέχικες μπύρες (και δε μιλάω για Budweiser). Μετά από δυο ώρες είχαμε λυσσάξει στην πείνα, οπότε βρεθήκαμε στο Grizzly Paw, μια παμπ, που φτιάχνουν τη δική τους μπύρα μέσα στο μαγαζί. Γινόταν πανζουρλισμός, καθώς είχε παιχνίδι χόκεϊ. Ήπιαμε μερικές πολύ γευστικές μπύρες και φάγαμε το καλύτερο μπέργκερ από βίσωνα που είχαμε φάει ποτέ!
Εδώ να πω πως ο καιρός κάθε άλλο παρά καναδικό χειμώνα θύμιζε, με θετικές θερμοκρασίες και στεγνά πεζοδρόμια! Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο με τα πόδια, κοιτώντας βιτρίνες που πλέον ήταν μισοσκότεινες. Ήμασταν κουρασμένοι.
Την επομένη, αποφασίσαμε να περάσουμε τη μέρα στο Μπάνφ, αφού θα πληρώναμε για την είσοδό μας στο δρυμό. Ήπιαμε καφέ στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε. Είκοσι-πέντε χιλιόμετρα μακριά δεν είναι τίποτα, ειδικά μέσα στα πανέμορφα βουνά, με το ποτάμι στο πλάι. Ήμασταν εκεί γύρω στις 11 το πρωί. Σκεφτήκαμε να πάμε πρώτα στην κορυφή του βουνού με το τελεφερίκ, να φάμε μπραντς εκεί και μετά να κατεβούμε στις θερμές πηγές. Φτάνοντας στη βάση του τελεφερίκ, είδαμε την πινακίδα που έλεγε πως είχαν κλείσει το ίδιο πρωί για επισκευές. Απογοητευτήκαμε τελείως. Τέλος πάντων, φάγαμε τα καλύτερα αυγά μπένεντικτ πίσω στο Μπανφ, και μετά σουλατσάραμε για μια δυο ώρες στα μαγαζιά. Το καλύτερο, μακραν, το The Fudgery, ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής που φτιάχνουν φατζ μπροστά στη τζαμαρία. Επίσης φτιάχνουν μεγάλα τρουφάκια, τα οποία τιμήσαμε.
Παρένθεση: Όσο γράφω αυτό το κείμενο, η γάτα μου κοιμάται δίπλα μου στον ήλιο και ονειρεύεται. Κουνάει τα πόδια της! Κλείνει η παρένθεση.
Ήρθε η ώρα να πάμε στις θερμές πηγές. Τοποθετημένες στην πλαγιά του βουνού, σε ένα υψόμετρο περί τα 1500 μέτρα, και με την ανοιχτή πισίνα να προεξέχει σαν μπαλκόνι, με θέα την κοιλάδα και τα πανύψηλα βουνά, είναι κάτι που κάνει το μάτι σου να μη χορταίνει. Αλλάξαμε και χωθήκαμε στο ζεστό νερό, με θερμοκρασία 39 βαθμούς, την ίδια ώρα που η ατμόσφαιρα είχε -7, -8 βαθμούς Κελσίου. Οι ατμοί από το νερό αναδύονταν οπότε δεν κρυώναμε, μάλιστα, ζεσταινόμασταν και ήμασταν μισοί μέσα μισοί έξω από το νερό. Αφού μουλιάσαμε και σταφιδιάσαμε και είχε αρχίζει να πέφτει ο ήλιος, τα μαζέψαμε και επισκεφτήκαμε τον καταρράκτη, ένα-δυο χιλιόμετρα παρακάτω. Ερημιά, κανείς δεν ήταν εκει. Ο καταρράκτης Μπόου Φολς δεν είναι τίποτα επιβλητικό, αλλά ήταν μισοπαγωμένος, και το νερό πάφλαζε πάνω στους πάγους. Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και περπατήσαμε προς το γεφυράκι. Εκεί είδαμε πως είχαν φτιάξει ένα δημόσιο ανοιχτό παγοδρόμιο. Πήγαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τα παγοπέδιλά μας, τα φορέσαμε και πήγαμε να φάμε τα μούτρα μας δημοσίως. Ωραία ήταν, τα δικά μου παγοπέδιλα είναι ολοκαίνουρια και κατ’ επέκταση σκληρά και έκαναν τα πόδια μου να πονέσουν. Δεν άντεξα πάνω από 15 λεπτά, αν και έπεσα μόνο μια φορά, έπρεπε να τα βγάλω αν ήθελα να γλιτώσω τους κάλους.
Ήταν ήδη 6 η ώρα, οπότε γυρίσαμε στο Κένμορ για φαγητό. Είχαμε ακούσει για ένα ωραίο εστιατόριο που διέθετε κρήολ κουζίνα (τοπικά πιάτα της Λουιζιάνα) και οδηγήσαμε μέχρι την άλλη άκρη της πόλης να το βρούμε. Όμως είναι κλειστό τις Τρίτες, κάτι που δεν ξέραμε. Τέλος πάντων, συμβιβαστήκαμε με ένα άλλο κοντά στο ξενοδοχείο, το οποίο αποδείχτηκε μεγάλη αποτυχία. Χάλια μάυρα. Τελικά αφού αποφάγαμε, αποφασίσαμε να πάμε πάλι στο Grizzly Paw για δεύτερο δείπνο και καλή μπύρα! Είδαμε άλλο ένα παιχνίδι χόκεϊ και χαλαρώσαμε.
Την άλλη μέρα, παραδώσαμε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν και φύγαμε (σάιν-άουτ σε 30¨, λατρεύω το ίντερνετ) και διαπιστώσαμε πως το εισιτήριο που είχαμε πληρώσει την προηγουμένη για την είσοδο στο δρυμό είχε ακόμη μερικές ώρες ισχύ, οπότε βάλαμε μπρος για τη λίμνη Λουίζ.
Η λίμνη Λουίζ είναι ένα πανέμορφο τοπίο, μια γαλάζια λίμνη περιτριγυρισμένη από βουνά και έναν παγετώνα και στη μια μεριά δεσπόζει ένα ξενοδοχείο πολυτελείας. Βρίσκεται περί τα 40χλμ μακριά από το Μπανφ. Στο δρόμο είχε αρχίσει να χιονίζει! Επιτέλους χειμώνας! Φτάσαμε, και χιόνιζε ακόμη. Δυστυχώς λόγω της χιονόπτωσης δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τα γύρω βουνά, ούτε την αντίπερα όχθη της παγωμένης λίμνης, αλλά αποζημιωθήκαμε από τα γλυπτά από πάγο που βρίσκονταν πάνω στη λίμνη. Στην αυλή του Σατώ είχε ένα άις-μπαρ, ένα μπαρ υπαίθριο σμιλεμένο από πάγο. Δυστυχώς ήταν κλειστό. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε απίστευτα ντάνις και τριγυρίσαμε στην εκθαμβωτική χλίδα του Σατώ. Το φθηνότερο δωμάτιο (φαντάζομαι κάπου δίπλα στο λέβητα, χωρίς παράθυρα) κοστίζει $280.
Ήταν πολύ όμορφα, αλλά είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε και είχαμε 150χμ οδήγησης στο χιονιά, μέχρι το σπίτι. Φτάσαμε γύρω στις 6 το απόγευμα και μας περίμεναν πολύ καλά νέα στο σπίτι.
Lake Louise Dr to Calgary, AB - Google Maps
Κοίταξα λοιπόν τι υπάρχει στο δίκτυο σε προσφορές «της τελευταίας στιγμής» και αν και βρήκα καλύτερες τιμές λίγο μακριά, στη Βρετανική Κολούμπια, σκέφτηκα πως δεν αξίζει να οδηγώ 4-5 ώρες για να κάτσω 2 μέρες. Οπότε επικεντρώθηκα στο Μπανφ και Κένμορ. Το Κένμορ είναι περί τα 80χμ από το σπίτι μου και το Μπανφ 25 πιο πέρα από το Κένμορ. Τελικά βρήκα δωμάτιο στο Κένμορ, σε ένα ολοκαίνουριο ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, στην ίδια τιμή που στο Μπανφ θα έπαιρνα ένα δωμάτιο τριών αστέρων. Η διαφορά είναι πως το Κένμορ, παρόλο χωμένο μέσα στα βουνά, δεν βρίσκεται εντός ορίων του Εθνικού Δρυμού, άρα είναι λίγο φτηνότερο. Το Μπανφ, η καρδιά του Εθνικού Δρυμού του Μπανφ, είναι μια κωμόπολη 8000 κατοίκων και 8000 ξενοδοχείων (τα παραλέω), σε στύλ Αράχωβας. Το κακό είναι πως όντας μέσα στο δρυμό, έχει απαγορευτεί η δόμηση εδώ και δεκαετίες, οπότε είναι λίγο ο ένας πάνω στον άλλο.
Το δωμάτιο κλείστηκε λοιπόν για τις 2 Ιανουαρίου, πακετάραμε χειραποσκευές, ένα δυο μπουκάλια κρασιά για το δωμάτιο, λονγκ τζονς (σκελέες), μαγιώ, σκέητς και λοιπά αξεσουάρ. Είχα προνοήσει από το Δεκέμβριο και είχα αγοράσει με airmiles (πόντοι από σούπερμάρκετ) εισιτήρια για τις θερμές πηγές του Μπανφ, καθώς και για το τελεφερίκ του όρους Σίλφορ.
Φτάσαμε στο Κένμορ κατά τις 2 το μεσημέρι, μόνο μετά από 40 λεπτά με το αυτοκίνητο! Το σκηνικό τελειώς διαφορετικό όμως, λες και διακτινιστήκαμε κάπου πολύ μακριά. Από τη βαρετή πεδιάδα της πλατυποδίας, βρεθήκαμε στη σκιά των Ρόκις, με επιβλητικό το όρος «Τρεις Αδελφές», το οποίο φαινόταν πανύψηλο από το παράθυρο του δωματίου μας. Ξεπακετάραμε, αράξαμε στο τεράστιο κρεβάτι για μισή ωρίτσα και μετά βουρ, έξω στην πόλη. Διασχίσαμε τις γραμμές του τρένου και βρεθήκαμε στο Μέην Στρητ, όπου γινόταν χαμός από κόσμο! Ήταν οι τελευταίοι επισκέπτες που έκαναν Πρωτοχρονιά εκεί και είχαν βγει για τα τελευταία ψώνια. Από όλα τα μαγαζιά ξεχωρίσαμε την ντόπια σαπωνωποιία, ένα ιταλικό «μπακάλικο» που πιο πολύ με φαρμακείο έμοιαζε στις τιμές (αγοράσαμε όμως μάυρες τρούφες, που δε φυτρώνουν εδώ), καθώς και μια κάβα που βρήκαμε πολλά ελληνικά κρασιά σε περίοπτη θέση και πολλές τσέχικες μπύρες (και δε μιλάω για Budweiser). Μετά από δυο ώρες είχαμε λυσσάξει στην πείνα, οπότε βρεθήκαμε στο Grizzly Paw, μια παμπ, που φτιάχνουν τη δική τους μπύρα μέσα στο μαγαζί. Γινόταν πανζουρλισμός, καθώς είχε παιχνίδι χόκεϊ. Ήπιαμε μερικές πολύ γευστικές μπύρες και φάγαμε το καλύτερο μπέργκερ από βίσωνα που είχαμε φάει ποτέ!
Εδώ να πω πως ο καιρός κάθε άλλο παρά καναδικό χειμώνα θύμιζε, με θετικές θερμοκρασίες και στεγνά πεζοδρόμια! Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο με τα πόδια, κοιτώντας βιτρίνες που πλέον ήταν μισοσκότεινες. Ήμασταν κουρασμένοι.
Την επομένη, αποφασίσαμε να περάσουμε τη μέρα στο Μπάνφ, αφού θα πληρώναμε για την είσοδό μας στο δρυμό. Ήπιαμε καφέ στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε. Είκοσι-πέντε χιλιόμετρα μακριά δεν είναι τίποτα, ειδικά μέσα στα πανέμορφα βουνά, με το ποτάμι στο πλάι. Ήμασταν εκεί γύρω στις 11 το πρωί. Σκεφτήκαμε να πάμε πρώτα στην κορυφή του βουνού με το τελεφερίκ, να φάμε μπραντς εκεί και μετά να κατεβούμε στις θερμές πηγές. Φτάνοντας στη βάση του τελεφερίκ, είδαμε την πινακίδα που έλεγε πως είχαν κλείσει το ίδιο πρωί για επισκευές. Απογοητευτήκαμε τελείως. Τέλος πάντων, φάγαμε τα καλύτερα αυγά μπένεντικτ πίσω στο Μπανφ, και μετά σουλατσάραμε για μια δυο ώρες στα μαγαζιά. Το καλύτερο, μακραν, το The Fudgery, ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής που φτιάχνουν φατζ μπροστά στη τζαμαρία. Επίσης φτιάχνουν μεγάλα τρουφάκια, τα οποία τιμήσαμε.
Παρένθεση: Όσο γράφω αυτό το κείμενο, η γάτα μου κοιμάται δίπλα μου στον ήλιο και ονειρεύεται. Κουνάει τα πόδια της! Κλείνει η παρένθεση.
Ήρθε η ώρα να πάμε στις θερμές πηγές. Τοποθετημένες στην πλαγιά του βουνού, σε ένα υψόμετρο περί τα 1500 μέτρα, και με την ανοιχτή πισίνα να προεξέχει σαν μπαλκόνι, με θέα την κοιλάδα και τα πανύψηλα βουνά, είναι κάτι που κάνει το μάτι σου να μη χορταίνει. Αλλάξαμε και χωθήκαμε στο ζεστό νερό, με θερμοκρασία 39 βαθμούς, την ίδια ώρα που η ατμόσφαιρα είχε -7, -8 βαθμούς Κελσίου. Οι ατμοί από το νερό αναδύονταν οπότε δεν κρυώναμε, μάλιστα, ζεσταινόμασταν και ήμασταν μισοί μέσα μισοί έξω από το νερό. Αφού μουλιάσαμε και σταφιδιάσαμε και είχε αρχίζει να πέφτει ο ήλιος, τα μαζέψαμε και επισκεφτήκαμε τον καταρράκτη, ένα-δυο χιλιόμετρα παρακάτω. Ερημιά, κανείς δεν ήταν εκει. Ο καταρράκτης Μπόου Φολς δεν είναι τίποτα επιβλητικό, αλλά ήταν μισοπαγωμένος, και το νερό πάφλαζε πάνω στους πάγους. Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και περπατήσαμε προς το γεφυράκι. Εκεί είδαμε πως είχαν φτιάξει ένα δημόσιο ανοιχτό παγοδρόμιο. Πήγαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τα παγοπέδιλά μας, τα φορέσαμε και πήγαμε να φάμε τα μούτρα μας δημοσίως. Ωραία ήταν, τα δικά μου παγοπέδιλα είναι ολοκαίνουρια και κατ’ επέκταση σκληρά και έκαναν τα πόδια μου να πονέσουν. Δεν άντεξα πάνω από 15 λεπτά, αν και έπεσα μόνο μια φορά, έπρεπε να τα βγάλω αν ήθελα να γλιτώσω τους κάλους.
Ήταν ήδη 6 η ώρα, οπότε γυρίσαμε στο Κένμορ για φαγητό. Είχαμε ακούσει για ένα ωραίο εστιατόριο που διέθετε κρήολ κουζίνα (τοπικά πιάτα της Λουιζιάνα) και οδηγήσαμε μέχρι την άλλη άκρη της πόλης να το βρούμε. Όμως είναι κλειστό τις Τρίτες, κάτι που δεν ξέραμε. Τέλος πάντων, συμβιβαστήκαμε με ένα άλλο κοντά στο ξενοδοχείο, το οποίο αποδείχτηκε μεγάλη αποτυχία. Χάλια μάυρα. Τελικά αφού αποφάγαμε, αποφασίσαμε να πάμε πάλι στο Grizzly Paw για δεύτερο δείπνο και καλή μπύρα! Είδαμε άλλο ένα παιχνίδι χόκεϊ και χαλαρώσαμε.
Την άλλη μέρα, παραδώσαμε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν και φύγαμε (σάιν-άουτ σε 30¨, λατρεύω το ίντερνετ) και διαπιστώσαμε πως το εισιτήριο που είχαμε πληρώσει την προηγουμένη για την είσοδο στο δρυμό είχε ακόμη μερικές ώρες ισχύ, οπότε βάλαμε μπρος για τη λίμνη Λουίζ.
Η λίμνη Λουίζ είναι ένα πανέμορφο τοπίο, μια γαλάζια λίμνη περιτριγυρισμένη από βουνά και έναν παγετώνα και στη μια μεριά δεσπόζει ένα ξενοδοχείο πολυτελείας. Βρίσκεται περί τα 40χλμ μακριά από το Μπανφ. Στο δρόμο είχε αρχίσει να χιονίζει! Επιτέλους χειμώνας! Φτάσαμε, και χιόνιζε ακόμη. Δυστυχώς λόγω της χιονόπτωσης δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τα γύρω βουνά, ούτε την αντίπερα όχθη της παγωμένης λίμνης, αλλά αποζημιωθήκαμε από τα γλυπτά από πάγο που βρίσκονταν πάνω στη λίμνη. Στην αυλή του Σατώ είχε ένα άις-μπαρ, ένα μπαρ υπαίθριο σμιλεμένο από πάγο. Δυστυχώς ήταν κλειστό. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε απίστευτα ντάνις και τριγυρίσαμε στην εκθαμβωτική χλίδα του Σατώ. Το φθηνότερο δωμάτιο (φαντάζομαι κάπου δίπλα στο λέβητα, χωρίς παράθυρα) κοστίζει $280.
Ήταν πολύ όμορφα, αλλά είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε και είχαμε 150χμ οδήγησης στο χιονιά, μέχρι το σπίτι. Φτάσαμε γύρω στις 6 το απόγευμα και μας περίμεναν πολύ καλά νέα στο σπίτι.
Lake Louise Dr to Calgary, AB - Google Maps
Attachments
-
85,6 KB Προβολές: 84
-
211,9 KB Προβολές: 84
-
142,6 KB Προβολές: 80
-
128,4 KB Προβολές: 102
-
155,9 KB Προβολές: 80
-
122,3 KB Προβολές: 88