Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.980
- Likes
- 52.508
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Ξέροντας ότι τέλη Γενάρη ολοκλήρωνα ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σαντιάγο της Χιλής, περίμενα με μεγάλη αγωνία το e-mail από τον αφέντη μου που θα μου έλεγε αν θα είχα μερικές μέρες κενό, ώστε να τις εκμεταλλευτώ για να πάω στο Tapati, τη μεγάλη γιορτή των Rapa Nui στο Νησί του Πάσχα. Επί δύο εβδομάδες άνοιγα τον υπολογιστή μου το βράδυ πριν πέσω για ύπνο, τσεκάροντας αν θα υπάρχουν ακόμη εισιτήρια για το Νησί του Πάσχα από την πρωτεύουσα της Χιλής. Οι μέρες περνούσαν, οι τιμές αυξάνονταν, οι θέσεις μειώνονταν και το πολυπόθητο e-mail δεν ερχόταν…
Στις 5:30 το πρωί ξύπνησα στον 11ο όροφο ενός ξενοδοχείου της αγαπημένης Λα Πας για να λάβω το πολυαναμενόμενο μέηλ στο λάπτοπ μου την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου ημίγυμνος μπροστά στον καθρέπτη αναρωτώμενος πώς έχω καταφέρει να γίνω σαν Νεάντερταλ με αξύριστα μούσια και ακούρευτα μαλλιά επί πάνω από δύο μήνες. Κόντεψα να καταπιώ την οδοντόβουρτσα όταν κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου βλέποντας αυτό που τόσο περίεμνα, αλλά χωρίς να τη βγάλω από το στόμα μου άρχισα να πληκτρολογώ, μπαίνοντας στο σάιτ της LAN. Το εισιτήριο Σαντιάγο-Χάνγκα Ρόα πλέον έχει ανέβει στα 738 ευρώ από τα 420 που έκανε αρχικά (έπεσε και το ευρώ χάρη και στη συνεισφορά της αδιόρθωτης ελληνικής οικονομίας με τα ψεύτικα δημοσιονομικά στοιχεία) αλλά…τουλάχιστον υπάρχει διαθεσιμότητα! Το έκλεισα με τη μία με τρεμάμενα δάχτυλα και γεμάτος χαρά βγήκα από το δωμάτιο όλο ικανοποίηση με το μυαλό αλλού γι’ αλλού. Το απορημένο βλέμμα του Βολιβιανού αχθοφόρου στον ανελκυστήρα με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ακόμη ήμουν ημίγυμνος και με μια οδοντόβουρτσα και αφρούς πράσινης κουβανικής οδοντόπαστας στο στόμα…
Οι λίγες μέρες μέχρι το πέρας της (εξαιρετικά κοπιαστικής αυτή τη φορά αλλά πραγματικά απολαυστικής) δουλειάς πέρασαν και ήρθε η ώρα να πάω στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο για την πτήση στο Νησί του Πάσχα. 5 το πρωί Κυριακής, η Αλαμέδα του Σαντιάγο είναι γεμάτη από μεθύστακες του σαββατόβραδου. Περπατάω σέρνοντας τη βαλίτσα μου στο μισοσκόταδο, ελπίζοντας πως δε θα μου την πέσει καμία από τις παρέες των ημιμέθυσων. Δεν έχω κοιμηθεί όλο το βράδυ και δε μου αρέσει να κυκλοφορώ με όλα μου τα υπάρχοντα, αλλά τελικώς όλα πήγαν ρολόι, άλλωστε γενικώς το Σαντιάγο είναι ασφαλέστατη πόλη, ακόμη και για μαγνήτες προβλημάτων με πόδια όπως εγώ.
Φτάνω μέχρι τη στάση του CentroPuerto, της μιας από τις δύο εταιρείες που κάνουν τη διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο, πληρώνω τα 1400 πέσος (λιγότερο από 2 ευρώ) στο συμπαθή χοντρούλη οδηγό και σωριάζομαι κατάκοπος σε ένα λεωφορείο που είναι εντελώς άδειο. Ξυπνάω από το σκούντημα του οδηγού που επιμένει να φωνάζει στο αυτί μου «Σε ποιο τέρμιναλ πας ρε φίλε; Ξύπνα λέμε!». Κατεβαίνω στο σωστό τέρμιναλ και καταπιάνομαι με το αγαπημένο μου χόμπι στο αεροδρόμιο του SCL: τη δωρεάν χρήση ίντερνετ που κανονικά χρειάζεται αποκωδικοποίηση, με κωδικό που σου δίνουν μόνο αν πληρώσεις. Ε, δεν τους φταίω εγώ που εδώ και τουλάχιστον 4 χρόνια έχουν τον ίδιο κωδικό… Βρίσκω και μια απάντηση από το ένα και μοναδικό guesthouse στο οποίο πρόλαβα να στείλω μέηλ: «Iorana Yorgos! Θα σας παραλάβουμε στο αεροδρόμιο του νησιού μόλις προσγειωθείτε. Η τιμή του δωματίου που ζητήσατε είναι 12.000 πέσος (16 ευρώ) και περιλαμβάνει πρωινό, μεταφορά από το αεροδρόμιο κι ένα κολιέ με λουλούδια». Κι ένα τι;;;;
_____________________________________________________________
photo by wikipedia.org
Αυτό το αρχείο εικόνας διανέμεται με τους όρους της άδειας Creative Commons / Αναφορά - Παρόμοια Διανομή 3.0 Unported
Η πτήση είναι σχεδόν γεμάτη, σχεδόν όλοι είναι μη Rapa Nui, με πολλούς ξανθούς. Ως συνήθως, μπαίνω τελευταίος στο αεροπλάνο και πηγαίνω στη θέση 26 Α. Δίπλα μου κάθεται μια εκπάγλου καλλονής ξανθιά, της ζητώ να περάσω στη θέση μου και πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου μπας και ξεκουραστώ στο πεντάωρο της πτήσης, μου πιάνει την κουβέντα. Δε θυμάμαι να έχω πιάσει πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση σε αεροπλάνο: η κοπελιά είναι ψυχολόγος, πήγε στο Rapa Nui πέρυσι το Νοέμβριο για trekking με δυο Βραζιλιάνες φίλες της αλλά έβρεχε όλες τις μέρες και δεν κατάφεραν να περπατήσουν όσο θα ήθελαν. Είναι από το Ρίο, εργάζεται ως ψυχολόγος και πιάνουμε μια μακρά συζήτηση για τις σχέσεις (ο φίλος της πέθανε πριν από λίγους μήνες σε αυτοκινητιστικό) το Ρίο (τέτοια ώρα που το διαβάζετε αυτό μάλλον εκεί είμαι), τους Rapa Nui και τους διάσημους που έχουμε γνωρίσει λόγω δουλειάς (η ίδια είναι η ψυχολόγος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, μάλιστα κάθεται και στον πάγκο, θα πάει στο Μουντιάλ και κάθε Παρασκευή στις 3 ώρα Βραζιλίας κάνει το εβδομαδιαίο ψυχολογικό session με τον Κακά μέσω Skype!). Μάλιστα φέρνει και τις φανέλες του Ρονάλντο και του Ροναλντίνιο υπογεγραμμένες για ένα φίλο της Rapa Nui (σημείωση: η λέξη απευθύνεται στους αυτόχθονες κατοίκους του Νησιού του Πάσχα, στη γλώσσα τους αλλά και στο ίδιο το νησί). Γελάσαμε πολύ, μετά κάπου βάρυνε η συζήτηση, ξαναλλάξαμε θέμα, κάτι άρχισε να λέει ότι της αρέσουν οι άνδρες με μούσια (μάλλον μετά το θάνατο του δικού της πάσχει από σύνδρομο ερωτευσιμότητας, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια κακογουστιά, αλλά αυτό θα το βρει η ίδια, ψυχολόγος είναι η G) αλλά τελικά με πήρε ο ύπνος έπεσα για ένα δίωρο ύπνο που τον χρειαζόμουν πολύ.
Με ξύπνησε η ίδια με χάιδεμα στο μούσι (ρε λες να το αφήσω;; τέτοια επιτυχία;;; μπα, μάλλον από την candid camera θα είναι) λέγοντάς μου πως προσγειωνόμαστε. Η θέα από το παράθυρο είναι αποκαλυπτική: ένα από τα πιο απομωνομένα μέρη του πλανήτη ξεδιπλώνεται μπροστά μας, με τους άδενδρους λόφους του και τα κύματα να χτυπάνε την παραλιακή, πάνω στην οποία είναι κτισμένο το αεροδρόμιο. Η G συνειδητοποιεί πως έχασε τα γυαλιά της και τελικώς τα βρίσκει, αφού αδειάζει όλη της τη χειραποσκευή στο κάθισμα, για να αποκαλυφθεί πως κουβαλάει μαζί της δύο πιστολάκια. Trekker με δύο πιστολάκια πρώτη φορά βλέπω, βγάζουμε μερικές φωτό με τα…ρεβόλβερ και κατεβαίνουμε.
Το αεροδρόμιο έχει έναν αέρα Πολυνησίας, μας καλωσορίζει ένα ομοίωμα (καχέκτυπο) μοάι και πάμε να παραλάβουμε τις βαλίτσες. Κοιτάω τις φάτσες γύρω μου: πολλές ευρωπαϊκές αλλά πλέον και αρκετές πολυνησιακές, άλλωστε στην Πολυνησία ανήκει το νησί γλωσσικά, ιστορικά, γενετικά και πολιτισμικά. Διοικητικά ανήκει στη Χιλή και μάλιστα δεν έχει καν διοικητική αυτονομία, αλλά ανήκει στην Quinta Region, παρέα με το Βαλπαραϊσο και τη Βίνια ντελ Μαρ.
Βγαίνουν οι βαλίτσες όλων και ένας-ένας γίνονται δεκτοί από ντόπιους που τους φορούν το κολιέ από λουλούδια στο λαιμό. Ήρθε και η βαλίτσα της G, χαιρετιόμαστε, μου λέει να περάσω από το guesthouse της το βράδυ να πάμε να γνωρίσω τους Rapa Nui φίλους της και χωρίζουμε. Η δική μου η βαλίτσα βγήκε τελευταία, αλλά αυτό που με ανησυχεί είναι πως το μικροσκοπικό αεροδρόμιο άδειασε. Κανείς δε με περίμενε και πάει και το λουλουδένιο μου κολιέ. Δε βαριέσαι, θα πάω με τα πόδια μέχρι την πόλη, δεν είναι και μακριά…
Τσουλάω λοιπόν τη βαλίτσα μου μέχρι την έξοδο του αεροδρομίου και αρχίζω τη βόλτα μέχρι την πόλη, η οποία σύμφωνα με το χάρτη μου είναι ακριβώς δίπλα. Πεζοδρόμιο δεν υπάρχει, αλλά με δεδομένο πως δεν έχει ούτε και αυτοκίνητα, ουδέν πρόβλημα, κινούμαι στη μέση του δρόμου.
Τα σπίτια είναι ευρύχωρα, σχετικά νέες κατασκευές σε αυτό το πολυνησιακό-Καραϊβική style, όλα με έναν όροφο, κηπάκο, μεγάλα αλλά απλά, με βαμμένη τσίγγινη οροφή που την κάνουν να φαίνεται σαν κεραμιδοσκεπή και υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, φαίνεται πως βρίσκομαι στα προάστια. Κάνει μπόλικη ζέστη, αλλά δεν έχει την ενοχλητική υγρασία της Κούβας. Δεν υπάρχει ψυχή για να ρωτήσω πού βρίσκεται το κέντρο της πόλης. Τελικά βρίσκω μια πιτσιρίκα, που μου απαντά πως «αυτό είναι το κέντρο της Hanga Roa». Αυτό είναι; Μα εδώ έχει ένα κτίσμα κάθε μισό χιλιόμετρο…
Σα να μη μου έφτανε αυτό, μας τελείωσε και η άσφαλτος και πρέπει να τσουλάω τη βαλίτσα μου στο κοκκινόχωμα. Δε βαριέσαι, παλιά μου τέχνη κόσκινο, τη βάζω κάτω, κάθομαι πάνω της, βγάζω το βιβλίο μου και περιμένω να περάσει κανένα αμάξι για να κάνω ωτοστόπ. We love ωτοστόπ anyway. Σε λιγότερο από 5 λεπτά περνάει ένα pick-up truck (αυτό που στα νιάτα μου τα λέγαμε Ντάτσουν), του κάνω σήμα και σταματάει. «Ρε μάγκα, μήπως ξέρεις πού πέφτει το Apina Tupuna;», ρωτάω. Κοντά είναι, ο τύπος προθυμοποιείται να με πετάξει μέχρι εκεί, απορώντας που δεν ήρθαν να με πάρουν από το αεροδρόμιο.
Είναι γύρω στα 25, πολύ σκούρος (αλλά όχι Rapa Nui) και μιλάει με αυτή την προφορά της Νοτίου Χιλής που με δυσκολεύει πολύ. Τελικώς προκύπτει πως είναι από την Concepcion, έχει μόλις δυο χρόνια στο νησί και είναι μηχανικός. Εξακολουθώ να χάνω τα μισά από όσα λέει, αλλά σιγά-σιγά τον συνηθίζω, άλλωστε το ίδιο ισχύει και για τα δικά μου ισπανικά στα αυτιά του. Η διαφορά είναι πως ενώ εγώ κάνω προσπάθεια να αποβάλλω την κουβανική προφορά μιλώντας πιο στάνταρ, αυτός συνεχίζει απτόητος.
Φτάνουμε στο guesthouse, που φαίνεται πολύ πιο ευρύχωρο από ό,τι περίμενα: μια μεγάλη αυλή με γκαζόν κυριολεκτικά πάνω στο κύμα, διακόσμηση από ξυλόγλυπτα σε όλο τον κήπο, υπάρχουν και δυο σκηνές στημένες, αφού το guesthouse επιτρέπει το κάμπινγκ στους χώρους του έναντι μικρού αντίτιμου. Ανοίγω τη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα για να βρεθώ σε ένα ευρύχωρο αλλά άδειο σαλόνι-τραπεζαρία. Φωνάζω αλλά δεν είναι κανείς μέσα. Βλέπω δυο τουρίστες να βγαίνουν από ένα δωμάτιο. Είναι Ολλανδοί αν κρίνω από τη βαριά προφορά στα Αγγλικά (τελικώς αποδείχθηκαν ολλανδόφωνοι Βέλγοι), ήρθαν με την ίδια πτήση με μένα, βρήκαν την ιδιοκτήτρια στο αεροδρόμιο (παρότι δεν είχαν κράτηση!) και τους έφερε στο σπίτι. Η ιδιοκτήτρια πάντως είναι άφαντη. «Σίγουρα θα πήγε στο Tapati», μου λέει ο Felipe. Σήμερα κάνουν εκείνο το κόλπο με τους κορμούς, που πέφτουν από το λόφο, είναι η κορυφαία μέρα της γιορτής. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτές τις μέρες γιορτάζουν το Tapati, αλλά «αυτό το κόλπο με τους κορμούς που πέφτουν από το λόφο» δεν το πολυκατάλαβα. Ο Felipe φιλοτιμείται να με «πετάξει» μέχρι εκεί, οπότε αφήνω τη βαλίτσα μου χύμα στο σαλόνι της ιδιοκτήτριας, κάθομαι δίπλα του στο Ντάτσουν και ξεκινάμε για το λόφο Manga Pui… Ωραία ξεκινήσαμε κι ακόμη δεν έχω δει τίποτε…
«Πρώτα θα περάσουμε από το σπίτι μου, να πάρουμε ποτά για το φεστιβάλ», λέει ο Felipe και γνέφω. Βγαίνοντας από την πόλη, περνάμε από τo κοινοβούλιο του νησιού. Αν δεν υπήρχε η ανάλογη επιγραφή θα το είχα περάσει για λαϊκή αγορά, αλλά παραδίπλα βρίσκεται η τριπλασίων διαστάσεων έδρα του Πολεμικού Ναυτικού της Χιλής, έτσι για να ξέρουμε ποιος κάνει κουμάντο. Στο ενδιάμεσο οικόπεδο πάντως, κάποιος έχει αναρτήσει ένα μεγάλο πανώ που γράφει στα ισπανικά: «Για να γνωρίζουν οι ξένοι: Το Rapa Nui ουδέποτε παρέδωσε ή παραχώρησε την ανεξαρτησία του στη Χιλή».
Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 2009, ευρισκόμενος στο Σαντιάγο παρακολούθησα τις διαμαρτυρίες των Rapa Nui για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση των continentales (ηπειρωτών Χιλιανών) στο νησί. Θέλησαν να επιβάλουν τουριστική κάρτα και στους μη Rapa Nui Χιλιανούς, περιορίζοντάς τους το δικαίωμα να μένουν και να εργάζονται στο νησί, πράγμα που κρίθηκε αντισυνταγματικό από το χιλιανό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου προκάλεσε αναταραχές στο νησί, με αποκορύφωση τον αποκλεισμό του αεροδρομίου από τους ντόπιους.
Ρώτησα το Felipe τι ποσοστό των κατοίκων του νησιού είναι πλέον Rapa Nui: λιγότεροι από τους μισούς, με συνεχώς μειούμενη τάση. Ο ίδιος ο Felipe είναι Χιλιανός, του οποίου ο πατριός παντρεύτηκε Rapa Nui και πήγε στο νησί φέρνοντας όλα του τα παιδιά μαζί. Οι μη Rapa Nui δεν έχουν δικαίωμα αγοράς γης, αλλά εκεί τελειώνουν οι περιορισμοί τους: μπορούν να εργάζονται, να διαμένουν, να νοικιάζουν, να έχουν επιχειρήσεις κι αν κάνουν και κανένα γάμο (λευκό ή μη) με κάποιον που έχει έστω και μακρινή συγγένεια με κάποιον αυτόχθονα, οι πόρτες για την απόκτηση γης είναι ανοιχτές (5 εκτάρια δικαιούνται).
«Εσύ σκοπεύεις να μείνεις εδώ;», τον ρώτησα. Ναι, αν και όχι για πάντα, λέει. Η ζωή είναι πιο εύκολη, τα λεφτά καλά. «Κοπέλα έχεις;», ξαναρωτώ αδιάκριτα. «Όχι, αλλά με τόσες τουρίστριες τι να την κάνεις την κοπέλα; Το μόνο πρόβλημα είναι που δεν ξέρω Αγγλικά. Αλλά μαθαίνω, πήρα ένα βιβλίο, μόνο που είναι δύσκολα τα άτιμα».
Το πότε βγήκαμε από τη Hanga Roa δεν το κατάλαβα, άλλωστε και η πόλη δεν είναι παρά μερικά αραιά σπίτια, ανάμεσα στα οποία υπάρχει άσφαλτος…μερικές φορές, συνήθως όχι. Φτάνουμε στο σπίτι του Felipe, που είναι στη μέση του πουθενά, άλλωστε χωρίς αμάξι δε ζεις στο νησί, εκτός κι αν έχεις άλογο: δημόσια συγκοινωνία δεν υπάρχει, ανα και σχεδόν όλοι ζουν στη Hanga Roa, όπου η τραγική εταιρεία εκμετάλλευσης προβατίσιου μαλλιού στην οποία παραχωρήθηκε το νησί τον προηγούμενο αιώνα υποχρέωσε όλους τους ντόπιους να μετοικήσουν. Όχι μόνο τους υποχρέωσε, αλλά τους έβαλε και συρματόπλεγμα γύρω-γύρω… για να μην ενοχλούν τα πρόβατά της! Κι αυτή δεν είναι η μόνη τραγική φάση την οποία πέρασαν οι κάτοικοι του νησιού… Πέρασα μερικές εβδομάδες διαβάζοντας ό,τι βρήκα και δε βρήκα για την ιστορία του Rapa Nui και ορισμένες ιστορίες είναι τουλάχιστον σπαραχτικές, φαίνεται πως η τραγωδία και το νησί είναι αλληλένδετα. Κι όπως θα μάθω λίγο αργότερα, η τραγωδία συνεχίζεται…
Το σπίτι του Felipe είναι όπως και τα υπόλοιπα που είδαμε στο «δρόμο»: απλή παραλληλόγραμμη κατασκευή, με όμορφα βαμμένο τσίγγο για στέγη, ευρύχωρο αλλά σχετικά άδειο, απλό και με τις πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, είναι προφανές πως οι κλοπές είναι πολύ σπάνιες στο νησί. Βγάζει τις σαγιονάρες του και μπαίνει μέσα, κάνοντάς μου νόημα να μπω κι εγώ. Κάνω να βγάλω τα παπούτσια μου, αλλά μου λέει πως δε χρειάζεται. Μέσα υπάρχει μια ευρύχωρη κουζίνα, ο Felipe ανοίγει το ψυγείο και παίρνει ένα μπουκάλι Coca-Cola και το βάζει στη μασχάλη του. «Πεινάς; Να σου φτιάξω ένα σάντουιτς;», λέει γενναιόδωρα, αλλά αρνούμαι, παρότι μ’ έχει κόψει λόρδα. Θα πιω πάντως νεράκι από το ψυγείο και ρίχνω μια ματιά τριγύρω. Στο βάθος του δωματίου υπάρχει ένα άστρωτο διπλό κρεβάτι και δίπλα του τρεις βαλίτσες, εμφανώς γεμάτες με ρούχα. «Θα πας ταξίδι;», ρωτάω. «Χαχα, μπα, εγώ δε φεύγω πολύ συχνά, έχω να πάω στην ήπειρο πάνω από ένα εξάμηνο. Απλά ήρθαν οι αδερφές μου και η μάνα μου για επίσκεψη, θα τις γνωρίσεις, είναι στο Tapati. Τώρα που είναι καλοκαίρι, έρχονται οι συγγενείς όλων για επίσκεψη». Και με το Tapati έχουν κι ένα λόγο παραπάνω, σκέφτομαι.
Κάνουμε το γύρο του σπιτιού διότι ο Felipe ψάχνει για μπύρες, αλλά τελικώς έμεινε μόνο με την Coca-Cola. Ο κήπος του είναι πάλι απλός, γεμάτος εργαλεία, υπάρχει ένας ευτραφής σκύλος, αλλά το κυρίως στοιχείο είναι η θέα προς τη θάλασσα. Δίπλα υπάρχει μια οικοδομή, ρωτάω αν κάνει ο ίδιος επέκταση. «Μπα, κάποιος άλλος είναι, continental κι αυτός». Μπαίνουμε στο αμάξι και μου λέει πως θα σταματήσουμε σε κάποιο μαγαζί για μπύρες, είναι απαραίτητες για το φεστιβάλ. Το μαγαζάκι είναι ένα απλό παντοπωλείο, η πωλήτρια δεν είναι Rapa Nui ούτε αυτή, αλλά υποθέτω πως όλοι οι… Ραπανούηδες θα έχουν πάει στο φεστιβάλ. Πληρώνω εγώ τις μπύρες –παρά την επιμονή του Felipe- διότι ο άνθρωπος που κάνει μεγάλη χάρη, οι συγκοινωνίες στο νησί είναι ακριβούτσικες τέτοια εποχή. Ακριβούτσικες είναι και οι μπύρες, περίπου 2,5$ η μία. Όλα ακριβούτσικα είναι στο νησί, τόσο απομονωμένο που είναι –από τα πιο απομωνομένα μέρη στον πλανήτη, το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο είναι τα Pitcairn, 2000 χλμ μακριά με μόνιμο πληθυσμό κάτω από 50 άτομα- τα μεταφορικά έξοδα είναι τερατώδη.
Παίρνουμε το χωματόδρομο για το λόφο Maunga Pui. Με εντυπωσιάζει το γεγονός πως υπάρχουν μπόλικα δέντρα. Τα περισσότερα είναι ευκάλυπτοι βέβαια, άρα πρόσφατη πρόσθεση, αλλά όπως και να’ χει, έχοντας διαβάσει πως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στις εσωτερικές έριδες και την τελική καταστροφή των moai ήταν η αποψίλωση των δασών, εκπλήσσομαι. Ο Felipe οδηγεί γρήγορα, βγάζω το χέρι μου και προσπαθώ να αγγίξω τα φύλλα ενός δέντρου που δεν μπορώ να αναγνωρίσω. Ο Felipe ανοίγει τη μπύρα του με τα δόντια, συνεχίζει να οδηγεί με το ένα χέρι και γελάει: «Έχουν αγκάθια αυτά τα φύλλα που προσπαθείς να αγγίξεις… Θα σου τσακίσουν το χέρι, χαχα». Καλή πληροφορία, μαζεύω το κουλό μου και αναρωτιέμαι γιατί δε μου το είπε λίγο νωρίτερα… «Για ξαναπές λίγο αυτό με τους κορμούς, δεν το πολυκατάλαβα», του ζητάω. «Α, κοίτα. Ανεβαίνουν το λόφο, δένουν πάνω τους κάτι κορμούς από μπανανιές, και μετά πέφτουν, cachay;». Αυτό το “cachay” είναι κάτι σαν το «το’ πιασες;» και το χρησιμοποιεί κάθε τρεις και λίγο, αλλά εγώ δεν το’ πιασα ακόμη. «Πέφτουν; Πώς πέφτουν δηλαδή;», ξαναρωτώ. «Να, cachay, τους σπρώχνουν από πίσω, μετά πέφτουν cachay, και μετά όποιος φτάσει πιο μακριά νίκησε και η ομάδα του παίρνει πόντους, cachay; Νομίζω τους δίνουν και 500.000 πέσος άμα νικήσουν ή κάτι τέτοιο, cachay;».
Εξακολουθώ να απορώ, κυρίως επειδή το «πέφτουν» θα έπρεπε να είναι «τσουλάνε». Όπως θα διαπιστώσω σε λίγο, αυτό που κάνουν οι Rapa Nui είναι να φτιάχνουν αυτοσχέδια έλκηθρα και να τσουλάνε με φόρα τον πιο απότομο λόφο του νησιού. Αλλά δεν παίζει και πολύ ρόλο, διότι φτάσαμε στο Maunga Pui και θα το “cachay” πολύ καλύτερα ιδίοις όμμασι…
Η θέα του λόφου είναι επιβλητική. Δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός, είναι όμως καραφλός με ψηλό γκαζόν που μοιάζει με στάχυ και φοβερά απότομος. Ο Felipe πλησιάζει για να παρκάρει και διαπιστώνουμε πως έχει συγκεντρωθεί ένα τεράστιο πλήθος για τα δεδομένα του νησιού, ίσως και πάνω από 4.000, που είναι και ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων. Υπάρχουν βαν που πουλάνε hot dogs και μια τεράστια ουρά ατόμων που περιμένει να σερβιριστεί σε πλαστικά πιατάκια όρθια το κρεατάκι που ψήνεται στη σχάρα.
Κάτω από ένα δέντρο βρίσκεται και η οικογένεια του Felipe, την οποία και χαιρετάμε. Λίγα μέτρα πιο κάτω κάνουν μπαμ τα ξανθά μαλλιά της G που με χαιρετάει εγκάρδια και μου συστήνει κάτι Ιταλούς που μένουν στο ίδιο guesthouse με εκείνη. Πιάνουμε κουβέντα για λίγα λεπτά στα Ιταλικά κι επιστρέφω στο Felipe, που μου ανακοινώνει πως ο διαγωνισμός θα ξεκινήσει στις 5, άρα έχουμε αρκετή ώρα ακόμη. «Θα ανέβεις στο λόφο;», τον ρωτάω. «Μπα, το έκανα πέρσυ, cachay; Είναι πολύ κουραστικό cachay κι άμα το κάνεις μια φορά cachay, δεν έχει νόημα να το ξανακάνεις, cachay;». Εγώ θέλω να ανέβω, από εκεί θα «κυλήσουν» οι Rapa Nui, των οποίων δεκάδες συγγενείς πλέον βρίσκονται ανάμεσά μας, τρώγοντας κρέας στα κάρβουνα, παίζοντας παραδοσιακά μουσικά όργανα και περιμένοντας την εκκίνηση του δρώμενου.
«Πάμε στην Anakena να αφήσουμε κάτι γειτόνισσες κι επιστρέφουμε», λέει ο Felipe. Η Anakena είναι η καλύτερη από τις δύο παραλίες του νησιού και δε με χαλάει καθόλου να τη δω, άλλωστε έχουμε χρόνο μέχρι το δρώμενο. Οι «γειτόνισσες» είναι δυο δίδυμες εικοσάχρονες με πράσινα μάτια, ο μικρός τους αδερφός και ο τετράχρονος ανηψιός τους. Πήγαιναν στην παραλία για μπάνιο, αλλά έπαθαν βλάβη κι ο Felipe προθυμοποιήθηκε να τις πάει αυτός, μάλλον επειδή είναι και χαριτωμένες γκομενίτσες. Ξεκινάμε για την Anakena από άλλον ένα δρόμο, με το τοπίο να είναι καραφλό και να θυμίζει κάτι από Highlands, ενώ φυσάει πολύ δυνατός αέρας. Οι κοπελιές είναι κι αυτές continentales, έχουν 15 χρόνια που μένουν στο νησί, τους αρέσει, αλλά θα πάνε στο Σαντιάγο να σπουδάσουν και μάλλον δε θα γυρίσουν πίσω, άλλωστε έχουν οικογένεια στην «ήπειρο».
Ξαφνικά, στη μέση του δρόμου, ο Felipe κάνει μια παράκαμψη. «Θα σε πάω να δεις το Ahu Akivi», μου λέει και το μόνο που ξέρω είναι πως ahu λένε τις τελετουργικές πλατφόρμες πάνω στις οποίες έβαζαν τα moai τους οι Rapa Nui. Παίρνουμε ένα χωματόδρομο της κακιάς ώρας, με λακούβες που τραντάζουν το αμάξι, αλλά ο Felipe γελάει. «Σόρι για το κούνημα, αλλά αυτό πρέπει να το δεις», λέει. Φρενάρει, τραβάει χειρόφρενο και μου δείχνει ένα φράχτη στη μέση του πουθενά. Στο βάθος φαίνονται μερικά άλογα, από αυτά που βλέπει κανείς κατά χιλιάδες σε όλα τα μέρη του νησιού, να βόσκουν αμέριμνα. Είναι τα ίδια άλογα που ζωγράφιζε ο Γκωγκέν στα Islas Marquesas, από εκεί τα έφεραν άλλωστε. Σήμερα είναι περισσότερα από τους ανθρώπους στο νησί. «Πήγαινε, θα σε περιμένουμε», μου λέει και οι άλλοι δεν κάνουν καμία κίνηση να βγουν από το φορτηγάκι.
Βγαίνω και πλησιάζω το φράχτη. Μπροστά μου πέντε άλογα που μασουλούν γρασίδι, δε φαίνεται να τα απασχολεί η παρουσία μου. Και τότε τα είδα. Επτά όρθια παρατεταγμένα moai μπροστά μου. Moai καταβεβλημένα από το χρόνο, που όμως ακόμη περικλείουν mana, τη διαβόητη ενέργεια των προγόνων για την οποία φτιάχτηκαν πάνω από τα 800 αγάλματα που σώζονται σήμερα, τα περισσότερα πεσμένα λόγω των εμφυλίων πολέμων. Μπροστά τους ένα μικρό ahu (πλατφόρμα) από ηφαιστειογενείς πέτρες και πίσω τους ο γαλάζιος ουρανός με τα σύννεφα να τρέχουν σαν τρελά από το δυνατό αέρα. Το μόνο που ακούγεται είναι ο αέρας και η όλη σκηνή έχει κάτι το βιβλικό.
Υπάρχουν φορές που η ιστορία ενός τόπου σε λυγίζει, όταν θες να δεις κάτι τόσο πολύ για τόσον καιρό και ξαφνικά το βλέπεις μπροστά σου απρόσμενα και συνειδητοποιείς ότι πατάς ιστορική γη. Νιώθω όλο το βάρος να πέφτει στους ώμους μου, το θέαμα είναι επιβλητικό. Τα μάτια μου δακρύζουν και πέφτω στα γόνατα. Πιάνω το πρόσωπό μου και προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυα χαράς που είμαι εκεί, τα δάκρυα μελαγχολίας για όλη τη θλιβερή ιστορία που κρύβει το νησί και το χώμα που πατάω: το Hotu Motua, την οικοδόμηση των πρώτων κοινοτήτων, την ακμή τους, τις έριδες, τον κανιβαλισμό, την αλληλοεξόντωση, τους Ολλανδούς πρώτους επισκέπτες, τους Περουβιανούς δουλέμπορους που διέλυσαν τη ζωντανή ιστορία του νησιού παίρνοντας μαζί τους 2500 σκλάβους, τους 111 Rapa Nui που απέμειναν να κρατούν την ακρωτηριασμένη παράδοση, οι απόγονοι των οποίων βρίσκονται σε ένα λόφο λίγα χιλιόμετρα μακριά, έτοιμοι να τσουλήσουν πάνω σε μπαμπού για να αναβιώσουν μια κουλτούρα που είναι καταδικασμένη να πεθάνει, την αοικιοκρατία, την εταιρεία που συμπεριφέρθηκε στους ντόπιους σα να ήταν κατώτεροι από τα πρόβατά της...
Το βλέμμα των moai έχει κάτι το ζωντανό, το σοβαρό, το αμείλικτο. Ποιοι συνάνυρωποί μας μπήκαν σε τόσο κόπο για να τιμήσουν τη μνήμη των προγόνων τους; Τι περίμεναν σε αντάλλαγμα για την έγερση των moai; Δε θα μάθουμε ποτέ, αλλά τουλάχιστον τα moai θα είναι εκεί, σαν γραμματόσημο από χαμένο γράμμα που δεν εστάλη ποτέ και το καρφίτσωσαν στον τοίχο. Ο αέρας είναι κρύος, αλλά τα δάκρυά μου είναι ζεστά και συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω πότε έκλαψα για τελευταία φορά. Φιλώ το χώμα, σκουπίζω τα δάκρυά μου, σηκώνομαι και γυρίζω στο φορτηγάκι.
«Άργησες, έβγαλες πολλές φωτογραφίες;», με ρωτάει η μια από τις πρασινομάτες δίδυμες. Φωτογραφίες; Καμία δεν έβγαλα ο ηλίθιος… Τρέχω πίσω προς τα moai να βγάλω μια στα γρήγορα, μα μόλις τα ξαναντικρύζω συνειδητοποιώ πως τίποτε δε γίνεται στα γρήγορα εδώ, αυτά τα αγάλματα επί αιώνες βρίσκονταν εκεί. Βγάζω δυο φωτογραφίες κι επιστρέφω προς το ξεβαμμένο φορτηγάκι του Felipe περπατώντας προς τα πίσω, μη μπορώντας να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους. Βάζει μπρος τη μηχανή και κατευθυνόμαστε προς την Anakena, ενώ προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τι είναι αυτό που μου προκάλεσε τόσο συναισθηματική αντίδραση, εγώ είμαι από ψύχραιμος έως αναίσθητος… Όσο η μηχανή Chevrolet κάνει φασαρία πάνω στις λακούβες, μου’ρχεται ένα τραγουδάκι στο νου που ταιριάζει και με το τοπίο αλλά και με την αίσθηση πως όλα γίνονται για την ιστορία, για την τιμή των προγόνων μας: το Ode to my Family των Cranberries…
Η πρώτη θέα
Φτάνουμε στην παραλία Anakena, που από μακριά φαίνεται αρκετά εντυπωσιακή, τόσο για τους φοίνικες και την κατάλευκη άμμο, όσο και για το ότι στη μέση της δεσπόζουν άλλα επιβλητικά moai, που σε κοιτούν στα μάτια. Αφήνουμε τους επίδοξους λουόμενους στην παραλία και ζητάω από το Felipe να με αφήσει να ρίξω μια ματιά στο τοπίο, δεν ξέρω αν θα έχω την ευκαιρία να την επισκεφθώ κάποια άλλη μέρα. Με αποτρέπει, λέγοντας πως αν θέλω να ανέβω το λόφο και να δω από κοντά το haka pei (αυτό με τους κορμούς) και φυσικά με πείθει.
Με το που επιστρέφουμε στο λόφο, τα πλήθη πλέον είναι πυκνότερα. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν αρχίσει ήδη την ανάβαση, η οποία εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύκολη. Στο κάτω-κάτω μιλάμε για ένα λόφο που δε φτάνει τα 500 μέτρα ύψος και το έδαφος είναι σχετικά σταθερό. Ξεκινάω το ανέβασμα για να διαπιστώσω πως το πρόβλημα είναι η κλίση. Πρέπει να είναι γύρω στις 45 μοίρες και δυσκολεύεσαι πολύ να μην πέσεις. Παρόλα αυτά, μπροστά μου δυο παιδάκια Rapa Nui προσπαθούν να ανέβουν, κουβαλώντας μάλιστα μαζί τους ένα μίνι έλκηθρο από κορμούς από μπανανιές. Ε, δε γίνεται να ανέβουν τα παιδάκια και να μείνω εγώ πίσω…
Πολύ λαχάνιασμα στο ανέβασμα και στο καπάκι κάθε πέντε λεπτά ρίχνει και μια περίεργη βροχή των 30-40 δευτερολέπτων, με δυνατό άνεμο όμως, από αυτές που σου σπάνε τα νεύρα. Το να κάνεις παύση είναι αδύνατον λόγω της κλίσης κι εξακολουθώ να απορώ με το πόσο δύσκολη είναι η ανάβαση σε ένα λοφίσκο της πλάκας. Μετά από 25 λεπτά λαχανιάσματος, φτάνω στην κορυφή.
Το θέαμα είναι εντυπωσιακό: καμιά διακοσαριά ήρωες που ανέβηκαν το λόφο (οι περισσότεροι αυτόχθονες) χαζεύουν 20 Rapa Nui που είναι ντυμένοι όπως οι αρχαίοι πρόγονοί τους, δηλαδή όχι και τόσο ντυμένοι, έχοντας βάψει το σώμα τους με αρχέγονες τεχνικές, οι οποίοι ετοιμάζουν τα αυτοσχέδια «έλκηθρα». Αυτά αποτελούνται από δυο κορμούς από μπανανιές, δεμένους με αυτοσχέδιους σπάγκους μεταξύ τους και… τίποτε άλλο. Οι πρώτοι γενναίοι ήδη δοκιμάζουν το έλκηθρό τους καθήμενοι πάνω του χωρίς κανένα στήριγμα, κοιτώντας προς τα κάτω, στην απίθανη κλίση του λόφου. Στη βάση του λόφου βρίσκεται όλο το πλήθος, καθώς και οι κριτές, που θα μετρήσουν το ποιος κατάφερε να φτάσει πιο μακριά.
Οι εικόνες στην κορυφή του λόφου είναι εικόνες κατάνυξης κι επιβεβαιώνουν αυτό που μου είχαν πει: το ετήσιο Tapati δε γιορτάζεται ώστε το νησί να προσελκύσει τουρίστες, δεν έχει καθόλου τουριστικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί την υπέρτατη έκφραση πολιτισμού των Rapa Nui κι έναν από τους τρόπους που έχουν σήμερα να αναβιώσουν τα έθιμα των προγόνων τους και να υποδηλώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Οι συμμετέχοντες πιάνονται χέρι-χέρι και σχηματίζουν ένα κύκλο στην κορυφή του λόφου. Στο κέντρο του, ο επικεφαλής τους –βαμμένος κάτασπρος από το πρόσωπο μέχρι τα νύχια των ποδιών- τους καλεί φυσώντας μέσα σε ένα τεράστιο όστρακο και τους κάνει μια ομιλία στην ακατάληπτή τους –για μένα- πολυνησιακή γλώσσα. Σε όλη μου τη διαμονή στο νησί δεν είδα ποτέ δύο Rapa Nui να μιλάνε μεταξύ τους στα ισπανικά, αλλά στις εκδηλώσεις του Tapati (από το πρωί μέχρι το βράδυ) ακόμη και στους ξένους μιλούν μόνο στα Rapa Nui κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Μαγκιά τους. Η ομιλία φαίνεται να έχει έναν πατριωτικό συγκινητικό τόνο και ο μολυβί ουρανός με τα ταχύτατα κινούμενα σύννεφα δημιουργεί μια βαριά ατμόσφαιρα. Πιάνονται χέρι-χέρι, ψέλνουν μαζί μια αρχέγονη προσευχή και… το haka pei ξεκινάει…
Οι κριτές από κάτω δίνουν το έναυσμα, διευκρινίζοντας πως πρώτα θα γίνει ο διαγωνισμός των γυναικών. Άλλωστε όλο το Tapati γίνεται με το διαχωρισμό των συμμετεχόντων σε δύο ομάδες, που διαγωνίζονται στα πάντα (από το θέατρο μέχρι το ψάρεμα και…το τσούλημα από ένα λόφο κλίσης 45 μοιρών!) με σκοπό να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους βαθμούς, ώστε να στεφθεί βασίλισσα η δική τους υποψήφια. Η πρώτη γυναίκα –βαμμένη κι αυτή με τρόπο που θυμίζει τα πολυνησιακά ξαδερφάκια των Rapa Nui, τους Μαορί- κάθεται πάνω στο «έλκηθρο». Κρατάει σφιχτά τους δύο σπάγκους και κάθεται παράλληλα με τους κορμούς από τις μπανανιές, ατενίζοντας τη βάση του λόφου, ενώ τέσσερις συμπαίκτες της την στηρίζουν για να μην τσουλήσει πριν την ώρα της. Όταν δίνεται το σήμα με το όστρακο τη σπρώχνουν με όση φόρα έχουν και… το έλκηθρο εξαφανίζεται προς την πλαγιά… πηγαίνει απίστευτα γρήγορα, κάνοντας πολλές αναπηδήσεις, που πρέπει να της τσακίζουν την πλάτη και τον πισινό. Όπως τσουλάει προς τα κάτω αποκτά περισσότερη ταχύτητα και φτάνοντας πλέον στην επίπεδη κοιλάδα, σταματά έχοντας διανύσει άλλα 50-60 μέτρα, χάρη στην ταχύτητα της πτώσης…
Η διαγωνιζόμενη σηκώνεται, πανηγυρίζει, πνίγεται στις αγκαλιές των δικών της και οι κριτές σπεύδουν –ιππεύοντας άλογα- να μετρήσουν την επίδοσή της με ένα είδος αρχαίας μεζούρας. Η όλη εικόνα είναι σουρεαλιστική: αλαλαγμοί στα πολυνησιακά Rapa Nui και η επόμενη διαγωνιζόμενη ετοιμάζεται με τον ίδιο τρόπο, ενώ οι σύντροφοί της την ενθαρρύνουν με κραυγές και χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη. Η ίδια βγάζει μια κραυγή πριν την…απογείωση κι εντός λίγων δευτερολέπτων παρ’ την κάτω κι αυτή, να τσουλάει με μεγάλη ταχύτητα και να ουρλιάζει σε κάθε αναπήδηση. Όταν φτάνει στο σημείο…προσγείωσης αγκαλιάζει την ανταγωνίστρια υποψήφια βασίλισσα, σε μια ένδειξη fair play.
Οι γυναίκες τελείωσαν και ήρθε η ώρα των ανδρών. Είναι όλοι τους καλογυμνασμένοι, οι περισσότεροι με μακριά μαλλιά και φορούν ένα απλό δερμάτινο κάλυμμα στα απόκρυφα σημεία. Ένας-ένας πέφτουν με τα έλκηθρά τους, πανηγυρίζοντας κάθε φορά που καταφέρνουν να υπερκεράσουν την προηγούμενη επίδοση. Η παρουσία τουριστών, φωτογράφων, άλλων Rapa Nui που τους παρακολουθούν δε φαίνεται να τους απασχολεί καθόλου: ο κάθε διαγωνιζόμενος είναι σε μια φάση trance, γεμάτος ενθουσιασμό για το επικείμενο γκρεμοτσάκισμά του.
Εγώ ακόμη παλεύω να μην πέσω στην πλαγιά και πασχίζω να απαθανατίσω τις μοναδικές σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά μου. Σπάνια βλέπει κανείς ένα λαό να αναβιώνει αρχαίες παραδόσεις με τόση πίστη, καμία διάθεση εμπορευματοποίησης (δεν υπάρχει εισιτήριο για την παρουσία στα αγωνίσματα, εδώ σε ολόκληρο το νησί δεν υπάρχουν εισιτήρια στους αρχαιολογικούς χώρους πριν μιας μικρής εξαίρεσης) και πραγματικό πάθος: οι άνθρωποι περιμένουν όλο το χρόνο να φτάσει ο Φλεβάρης για να έχουν την ευκαιρία να τραγουδήσουν, να φάνε, να διαγωνιστούν στο κανώ, να ψαρέψουν και να χορέψουν όπως το έκαναν επί αιώνες οι πρόγονοί τους, σε συνθήκες πλήρους και αδιάκοπης απομόνωσης από τον υπόλοιπο πλανήτη. Το Νησί του Πάσχα δεν είναι μόνο γεωγραφικά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο κατοικήσιμο σημείο του πλανήτη, αλλά και πολιτιστικά. Εδώ επιβιώνουν αρχέγονες παραδόσεις από ένα λαό που έφτασε τόσο κοντά στον αφανισμό κι όμως επιμένει να υπάρχει.
Το αγώνισμα τελειώνει και όλοι δείχνουν πανευτυχείς. Εγώ παραμένω για λίγο στην κορυφή του λόφου χαζεύοντας προς τα κάτω, απορώντας ακόμη με το φαινόμενο που αντίκρισα, ενώ ένας ευγενέστατος Rapa Nui – bodybuilder με ενημερώνει πως το Tapati θα συνεχιστεί το βράδυ με πολιτιστικές εκδηλώσεις στην ειδική πλατφόρμα που έχει στηθεί λίγες εκατοντάδες μέτρα από το λιμάνι της Hanga Roa.
Κατεβαίνω το λόφο αφού γκρεμοτσακίζομαι δυο φορές, υπό ασθενή βροχή. Ψάχνω να βρω το φορτηγάκι του Felipe, μπας και θελήσει να με γυρίσει στη Hanga Roa, αλλά δεν μπορώ να τον εντοπίσω μέσα στο γενικό χαμό: εκατοντάδες άτομα μαζεύουν το πικ νικ τους και φεύγουν, αυτοκίνητα ξεπαρκάρουν, οι διαγωνιζόμενοι εξακολουθούν να αλληλοσυγχαίρονται και να αγκαλιάζονται, την ίδια ώρα που μερικοί Rapa Nui καλπάζουν με τα άλογά τους προς την πόλη, βάζοντας άλλη μια βιβλική πινελιά στο quasi ιρλανδικό τοπίο που ξετυλίγεται μπροστά μου.
Τα περισσότερα αυτοκίνητα έχουν φύγει και το παίρνω απόφαση πως μάλλον θα πρέπει να περπατήσω υπό βροχή τα εναπομείναντα χιλιόμετρα μέχρι τη Hanga Roa, όπου – για να μην ξεχνιόμαστε- ακόμη δεν έχω πού να κοιμηθώ. Και τότε βλέπω μπροστά μου το Φελιπε. Ο από μηχανής Θεός θα με σώσει και πάλι: με έψαχνε επίμονα κάνοντας βόλτες με το φορτηγάκι του και θέλει να με επιστρέψει στο guesthouse όπου άφησα τη βαλίτσα μου. Δόξα και τιμή και στους μη Rapa Nui κατοίκους του νησιού…
Ανεβαίνοντας το λόφο.
Ετοιμασία των ελκήθρων.
Βάψιμο των διαγωνιζομένων...
Τελική δοκιμή πριν φύγει...
Η ομιλία του αρχηγού.
Αρχέγονος ψαλμός κάτω από συννεφιασμένο ουρανό, πριν την έναρξη της δοκιμασίας.
Ενδεικτική της κλίσης του λόφου
Ο περί ου ο... λόφος. Οι γραμμές είναι από τα έλκηθρα, μόλις έχει τελειώσει το event.
Στο δρόμο της επιστροφής, o Felipe θα κάνει άλλη μια στάση για να δούμε ένα moai που στέκεται μόνο του αρκετά μέτρα από το δρόμο. Παρότι κοντεύει επτά, ο ήλιος χτυπάει κατακέφαλα, στο νησί δε δύει μέχρι τις εννιά και τα σύννεφα της βροχής έχουν φύγει προς το παρόν. «Δεν ξέρω να σου πως και πολλά, αλλά νομίζω πως αυτό το moai το χρησιμοποιούσαν ως ηλιακό ρολόι, κοίτα τον ίσκιο του». Η θέα του moai στο ερημικό τοπίο με το δυνατό άνεμο και τον ήλιο για backdrop είναι εντυπωσιακή κι αναρωτιέμαι στα πόσα moai σταματάει κανείς να ανατριχιάζει. Θυμάμαι μια φράση από τα ημερολόγια του Τσε στο Περού: «Πώς μπορεί κανείς να νιώσει νοσταλγία για ένα πολιτισμό που δε γνώρισε ποτέ;»
Συνεχίζουμε για την πόλη, ο Felipe θέλει να με αφήσει στο guesthouse, αλλά επειδή ξανάρχισε η βροχή, προτιμώ να κατέβω λίγο νωρίτερα, ώστε να φάω κάτι. Σημειώνω το τηλέφωνό του και δεσμεύομαι να τον κεράσω ψαράκι τη μεθεπόμενη. Είμαι πολύ τυχερός που με μάζεψε ο άνθρωπος. Μέσα σε λίγες ώρες στο νησί μπήκα σε σπίτι ντόπιου, είδα το καλύτερο κομμάτι του Tapati και πήγα ήδη σε τρία σημεία με moai, τα δύο τελείως off the beaten track κι όλα αυτά χάρη στο Felipe, το φορτηγάκι του και την κυρία που δεν ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο και με «υποχρέωσε» να κάνω το αγαπημένο μου ωτοστόπ, την καλύτερη μέθοδο ταξιδιού στον κόσμο.
Μπαίνω σε ένα μικρό σαντουιτσάδικο με δύο τραπέζια που είχα σταμπάρει στο δρόμο από το αεροδρόμιο. Παίρνω ένα «completo» κι ένα αναψυκτικό για 4 ευρώ και το καταβροχθίζω σε δευτερόλεπτα, πεινούσα σα λύκος. Για άλλη μια φορά, το κατάστημα ανήκε σε continental κι όχι σε αυτόχθονα. Αρχίζω να αναρωτιέμαι πού διάολο απασχολούνται αυτές οι εκατοντάδες των Rapa Nui που είδα στο λόφο. Είναι ψαράδες; Υπάλληλοι σε εταιρείες άλλων στο ίδιο τους το νησί; Εξωτικοί χορευτές σε τουριστικά σόου στα ξενοδοχειάκια του νησιού; Κτηματίες; Άεργοι;
Προχωράω για το guesthouse σε ένα δρόμο που λόγω βροχής είναι σκέτη λάσπη. Ακόμη και μέσα στην πόλη τα άλογα εξακολουθούν να βόσκουν αμέριμνα, πολλές φορές κατά δεκάδες. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τη χρησιμότητά τους: είναι σταμπαρισμένα, άρα σε κάποιον ανήκουν, αλλά είναι τελείως ελεύθερα σε όλο το νησί. Κάτι σαν τις γάτες στη Μύκονο, αλλά τα αλογάκια παράγουν μεγαλύτερες «νάρκες», τις οποίες προσπαθώ να αποφύγω μες στη λάσπη.
Φτάνω στο Apina Tupuna, μπαίνω μέσα, αλλά και πάλι κανείς δεν είναι εκεί. Βάζω μια φωνή και ξαναβγαίνουν οι γνωστοί Βέλγοι, το ζευγαράκι που κάνει RTW (Round The World trip), όπως και οι περισσότεροι από τους μη Χιλιανούς επισκέπτες του νησιού, με δεδομένο πως με εισιτήριο τύπου «ο γύρος του κόσμου» η στάση στο νησί δε σε επιβαρύνει οικονομικά. Μιλάμε για το ταξίδι τους και είναι προφανές πως βρισκόμαστε σε άλλη σελίδα. «Το Μάτσου Πίτσου; Έλα μωρέ, πέτρες είναι. Πανέμορφο τοπίο, αλλά είχαμε κάνει ήδη τρεις μήνες στην Κεντρική Αμερική και είδαμε πολλούς ναούς στην Ονδούρα, τη Γουατεμάλα το Μεξικό, από πυραμίδες άλλο τίποτε. Αν το αναλύσεις, όλοι οι ναοί ίδιοι είναι», λένε και μένω άφωνος. Αν όχι για τίποτε άλλο, επειδή το Μάτσου Πίτσου απλά δεν είναι καν ναός. Εκεί βλέπει κανείς ολόκληρη τη δομή της κοινωνίας των Ίνκα, την πειραματική μελέτη των φυτειών ανά υψόμετρο, 18 διαφορετικά στιλ αρχιτεκτονικής, τη συμβίωση φύσης-οργανικής αρχιτεκτονικής (που δεν τη βλέπεις πουθενά στην Κεντρική Αμερική) και κυρίως την όλη φιλοσοφία των Ίνκας ανέγγιχτη από τους Ισπανούς, που καμία σχέση δεν έχει με την κοσμοθεωρία των Μάγιας και των Αζτέκων. Το άλλο σοκ είναι πως αφιέρωσαν μόλις μια εβδομάδα στο Περού διότι «σε σχέση με τις άλλες χώρες είναι μάλλον βαρετό»… Εγώ πάλι σε όσες χώρες κι αν πάω δε βρίσκω σύγκριση για το Περού που έχει απολύτως τα πάντα. Ούτε καν η αγαπημένη Ινδία, το μυστικιστικό Θιβέτ, η πολύμορφη Ινδονησία και η μαγική Αιθιοπία δεν μπορούν να το εκθρονίσουν από το την αφρόκρεμα στο ταξιδιωτικό μου πάνθεον. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά 20 μέρες στη συμπαθέστατη Νικαράγουα και μόλις έξι στο Περού είναι αν μη τι άλλο πρωτότυπη επιλογή.
Τέλος πάντων, τα παιδιά, όπως και σχεδόν όλοι δηλαδή, θα συνεχίσουν για Ταϊτή, άλλωστε είναι ο μόνος άλλος προορισμός –πλην Σαντιάγο- που εξυπηρετεί το αεροδρόμιο του νησιού. Μετά θα πάνε για λίγο στη Νέα Ζηλανδία κι από εκεί θα επιστρέψουν στην Αγγλία, απ’ όπου θα πάνε σπίτι τους μετά από έξι μήνες ταξιδιού. Κλασικό RTW δηλαδή.
Κλασικά θα έπρεπε κι εγώ να βρω αυτή την ιδιοκτήτρια μπας και μου δώσει κανένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Αφού δεν ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο, μάλλον δε γνωρίζει την ύπαρξή μου καν και γούστο θα’ χει εν μέσω Tapati να ψάχνω κατάλυμα με τη βαλίτσα στο χέρι υπό βροχή. Κάνω το γύρω του σπιτιού φωνάζοντας και ακούγεται μια βαριεστημένη φωνή μέσα από ένα παράθυρο.
-Τι θες; με ρωτάει ένα πρόσωπο με χαρακτηριστικά Παπούα, ξυνισμένο ύφος και διάθεση νταλικιέρη μετά από 12ωρη πόση αλκοόλ και hangover στους αδελφούς Χαϊτίδη.
-Εμ, είμαι αυτός που άφησε τη βαλίτσα του στο σαλόνι και…να δηλαδή είχα μια επιβεβαίωση από εσάς στο μέηλ μου πως έχετε κρεβάτι για μένα και πως…
-Ψέματα λες, δεν επιβεβαίωσα τίποτε, ορίστε και το βιβλίο των κρατήσεων, μου λέει και πετάει από το παράθυρο ένα σχολικό τετράδιο με ορνιθοσκαλίσματα που προσγειώνεται με μαθηματική ακρίβεια στη μύτη μου. Ευτυχώς που κρατάνε τις κρατήσεις σε σχολικό τετράδιο κι όχι σε βιβλίο λογιστικής διότι θα έψαχνα νέα μύτη.
Δεν κατάλαβα γιατί θα έπρεπε να κοιτάξω εγώ το βιβλίο κρατήσεων της μαντάμ «Καλωσήρθατε στο νησί μας», αλλά το μαζεύω και του ρίχνω μια ματιά. Ακόμη κι αν υπήρχε κράτηση, αποκλείεται να την έβρισκε σε ένα τετράδιο όπου υπάρχουν τα πάντα, από αυτοσχέδια sudoku (λάθος λυμένα κιόλας) μέχρι τη λίστα για ψώνια της Τετάρτης.
-Λοιπόν, κράτηση εδώ δεν υπάρχει, αλλά βλέπω πως θα αγοράσετε μπόλικες γλυκοπατάτες.
-Είσαι και εξυπνάκιας, ε; Τέλος πάντων αυτή η χαζή που μου κάνει τις κρατήσεις φταίει, ξέχασε να το σημειώσει.
Αυτή η «χαζή» τουλάχιστον ήταν ευγενέστατη, μου είχε υποσχεθεί και γιρλάντα με λουλούδια στο λαιμό, ενώ η «έξυπνη» που συνεχίζει να βρίζει πίσω από την κουρτίνα προς το παρόν το μόνο που μου έχει προσφέρει είναι ένα ιπτάμενο τετράδιο και μια πρώτη επαφή με αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως κλασική αγένεια Rapa Nui. Ακόμη και οι ίδιοι οι αυτόχθονες παραδέχονται πως δεν είναι και οι φιλικότεροι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά η πρώτη γνωριμία μου με την κυρία Ελβίρα είναι λίγο rough around the edges. Τις επόμενες μέρες θα μάθω πως πρόκειται για μια από τις πιο cult προσωπικότητες στο νησί…
Προς το παρόν με ενδιαφέρει να βρω ένα δωμάτιο, η ίδια λέει πως έχει ένα διαθέσιμο και πηγαίνει σε μια αποθηκούλα στον κήπο, απ’ όπου βγάζει ένα στρώμα, το οποίο δυσκολεύεται να κουβαλήσει μέχρι το σπίτι. Την πλησιάζω ρωτώντας αν θέλει βοήθεια στο κουβάλημα για να μου απαντήσει με ένα θερμό «Εσύ τι λες;» και μουρμουράει κάτι για «τουρίστες που αφήνουν τις βαλίτσες τους σε ξένα σπίτια και μετά πουλάνε και πνεύμα».. Ο μεγάλος έρωτας του Yorgos με την απόγονο της τελευταίας βασίλισσας των Rapa Nui (δεν κάνω πλάκα) μόλις ξεκίνησε…
Το μοναχικό moai
Μπαίνει στο σαλόνι, την ακολουθώ στο διάδρομο, ανοίγει μια πόρτα και βλέπω ένα δωμάτιο δύο επί δυόμιση μέτρα χωρίς έπιπλα, με ένα παράθυρο κι ένα κρεβάτι. Πετάει πάνω το στρώμα, το στρώνει πρόχειρα με τα πεντακάθαρα πάντως σεντόνια, που ρίχνει ένα γκεσταπίτικο βλέμμα και λέει «Αυτό είναι το δωμάτιό σου. Δε θέλω μουρμούρες». Πηγαίνουμε στην τραπεζαρία και οι οδηγίες έχουν τον ίδιο στρατιωτικό τόνο: «Το πρωινό είναι 8:30-9:30. Αν έρθεις 9:31 δε θα φας τίποτε, κατάλαβες; Όχι να μου ξυπνάτε ό,τι ώρα σας καπνίσει και μετά να έχετε κι απαιτήσεις!». Κάθομαι προσοχή, της λέω ένα «Μάλιστα στρατηγέ μου», μου ρίχνει άλλο ένα βλέμμα αποδοκιμασίας/αηδίας και προχωρά στην κουζίνα. «Εδώ είναι τα ποτήρια, εκεί τα πιάτα, μαγειρεύεις ό,τι θες αλλά αν δεν τα πλένεις θα σου κόψω τα πόδια. Δεν είναι χοιροστάσιο εδώ μέσα, κατάλαβες;». Η γυναίκα ή με μισεί ή προσπαθεί να με διώξει, αλλιώς δεν εξηγείται τέτοιο καλωσόρισμα. Εγώ πάλι διασκεδάζω πολύ με τις ατάκες της, το όλο σύνολο εμφάνισης/προφοράς/κινήσεων δημιουργεί ένα φολκλορικό θέαμα που μου κοστίζει μόλις 16 ευρώ την ημέρα, με πρωινό αλλά χωρίς λουλουδένια γιρλάντα. Το πολύχρωμο παρεό, η μύτη Παπούα, το γυαλί χαρλεά Rayban και το καπέλο με τα φρούτα την κάνουν πιο γραφική απ’ όσο μπορώ να περιγράψω. «Κατέβαινε το χρήμα τώρα, διότι σε βλέπω τι απατεώνας είσαι, θα φύγεις χωρίς να πληρώσεις», λέει με τον καλό λόγο στο στόμα.
Βγαίνω στον κηπάκο και βλέπω πάλι τους δύο Βέλγους που νομίζουν πως το Μάτσου Πίτσου είναι «απλές πέτρες», σκέτος ναός και πως το Περού «δεν έχει και πολλά να πει» και μου λένε πως η μαντάμ Ελβίρα τους πρότεινε να πάνε αύριο εκδρομή με έναν Αυστραλό ανεπίσημο ξεναγό που μένει στο νησί για να δουν το νοτιοανατολικό κομμάτι. Η τιμή είναι 60$ το άτομο! Πανάκριβο μου φαίνεται και το άκουσμα του Αυστραλού δε μου κάνει κλικ, ειδικά από την ώρα που τον πρότεινε η κυρα-Ελβίρα. Τους λέω πως θα το σκεφτώ κι αν θέλουν να πάνε, ας πάνε και μόνοι τους αν δεν τους έχω απαντήσει.
Πηγαίνω μια βόλτα στη Hanga Roa, καθώς δύει ο ήλιος. Το κέντρο της πόλης είναι λιγότερο από 500 μέτρα από το σπίτι της κυρα-Ελβίρας, αλλά το τι είναι κέντρο και τι όχι είναι ασαφές: δεν υπάρχει κεντρική πλατεία, κάποιο μνημείο, δημαρχείο ή κάτι που να στοιχειοθετεί πως τα σκόρπια σπίτια και τα μικρά εστιατόρια είναι κάτι παραπάνω από ένα ξεχασμένο σημείο πάνω σε ένα απομονωμένο νησί στη μέση του Ειρηνικού. Νεαροί Rapa Nui κάθονται έξω από ένα ίντερνετ καφέ και μιλάνε ζωηρά. Από τις κινήσεις τους συμπεραίνω πως μιλάνε για το Tapati, προφανώς για το διαγωνισμό ψαρέματος με παραδοσιακά κανώ της επόμενης ημέρας. Η παραλιακή της πόλης περιλαμβάνει και μια μίνι παραλία, ένα moai (που με backdrop δυο τουριστικά εστιατόρια πάντως χάνει όλη την ατμοσφαιρικότητά του), μπόλικα κύματα που χτυπούν αλύπητα τους ηφαιστειογενείς βράχους κι ένα μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα, ανάλογο της θλιβερής ιστορίας του νησιού.
Βρίσκω ένα καταπληκτικό μινιμαλιστικό φούρνο που πουλάει empanadas. Ο ιδιοκτήτης είναι ευγενέστατος… αλλά ούτε αυτός είναι Rapa Nui, είναι Καταλανός. Σε γενικές γραμμές οι Rapa Nui είναι από αδιάφοροι προς τους τουρίστες, αλλά όχι εχθρικοί (η μαντάμ Ελβίρα δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα). Το πρόβλημά τους είναι η εποίκηση των continentals κι όχι οι τουρίστες, που στο κάτω-κάτω συντηρούν και την οικονομία του νησιού.
Βγαίνοντας το βράδυ κάνω μια βόλτα στους πίσω δρόμους. Τα σπίτια είναι όλα απλά αλλά μεγάλα, δε βλέπω καθόλου φτώχεια, αλλά και καμία επίδειξη πλούτου. Είναι εμφανές πως το νησί ζει κυρίως από τον τουρισμό, αφού υπάρχουν γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων, μαγαζάκια με σουβενίρ, σόου με παραδοσιακούς χορούς και μπόλικα πανδοχεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι φορτική η ατμόσφαιρα και σε κανένα στενάκι ή κατάστημα δε βλέπεις πολύ κόσμο συγκεντρωμένο. Οι βραδινές δραστηριότητες του Tapati (διαγωνισμός νοσταλγικού τραγουδιού σήμερα!) φιλοξενούνται σε μια εξέδρα στην παραλία, όπου δεν υπάρχει εισιτήριο και συγκεντρώνεται όλο το νησί, ενώ continentales πωλούν σουβλάκια, μπύρες και empanadas σε αυτοσχέδια περίπτερα. Αυτόχθονες κάνουν καμάκι σε ανοιχτόχρωμες τουρίστριες, οικογένειες continentales παρίστανται με τα παιδιά τους και μια χούφτα backpackers τα λέει σε ένα τραπέζι.
Είμαι πολύ κουρασμένος και αποφασίζω να γυρίσω πίσω, όπου δεν υπάρχει ίχνος της κυρα-Ελβίρας. Προσπαθώ να κάνω ντους στη χαλασμένη μπανιέρα της κυρα-Ελβίρας (μεγάλη αποτυχία, θες τρία χέρια για να συγκρατάς το λαστιχάκι του ντους με όλες τις τρύπες που έχει) και πέφτω ξερός στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι. Μόλις πριν 17 ώρες βρισκόμουν στον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας της Χιλής και τώρα είμαι ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους, έχοντας δει το Haka Pei και το απίστευτο θέαμα των ερημικών moai, ακούω τα κύματα και αύριο θα πάω να εξερευνήσω τα κυριότερα αξιοθέατα του νησιού με την ησυχία μου. Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να δω τα κύματα από τη βεράντα της κυρα-Ελβίρας μια τελευταία φορά πριν πέσω για ύπνο. Στο βάθος του κήπου, μπροστά από τα κύματα, δύο ξυλόγλυπτα moai ξεχωρίζουν στο σκοτάδι, με τον αφρό των κυμάτων να είναι το μόνο πράγμα που φαίνεται πίσω τους. Δεν μπορώ να περιμένω για αύριο.
Το πρωινό είναι μινιμαλιστικό, αλλά να πω την αλήθεια δεν περίμενα και τίποτε διαφορετικό από το guesthouse της Ελβίρας. Το ψωμάκι είναι τρυφερό (αλλά μόνο ένα), η μαρμελάδα σπιτική (αλλά λίγη) ο χυμός συσκευασμένος και φρούτα δεν τρώω. Ψάχνω να βρω την Ελβίρα αλλά δεν είναι πουθενά, άρα δεν ξέρω αν μας βρήκε τον Αυστραλό για τον οποίο μας είχε μιλήσει, μάλλον καλύτερα έτσι. Γνωρίζω τον Ιγνάσιο, ξανθότατο Περουβιανό –καταλανικής καταγωγής- μηχανικό της LAN (τσάμπα αεροπορικά εισιτήρια!) που ζει στο Σαντιάγο και τον Τέρο, Φινλανδό που κάνει RTW. Δυστυχώς έχουν νοικιάσει μαζί μια «γουρούνα»» στην οποία δε χωράω, είναι μόνο για δύο άτομα. Πάω στην πόλη να δω αν μπορώ να νοικιάσω μηχανή, ή έστω μηχανάκι. Η ελπίδα μου ήταν πως, ως νησί, θα είναι πολύ χαλαροί με τους όρους ενοικίασης. Πριτς! Την πατήσαμε. Ακόμη και για μηχανάκι ζητάνε διεθνές δίπλωμα (εγώ έχω ελληνικό για πενηντάρι κι αυτό το έχασα πριν δυο χρόνια…) τύπου Α, ό,τι σημαίνει αυτό. Αυτοκίνητο δεν ξέρω να οδηγώ, τα οργανωμένα τουρ έφυγαν ήδη όλα κι έμεινα μόνος μου στη Hanga Roa.
Με πλησιάζει μια θεϊκή μορφή, ένας τύπος που αυτοσυστήνεται ως ariki, το οποίο μέχρι κι εγώ –από την ανάγνωση της ιστορίας του νησιού- ξέρω πως σημαίνει φύλαρχος. Ο τύπος κυκλοφορεί ξιπόλητος, έχει καμιά δεκαριά τατουάζ, κατάλευκη κοτσίδα μέχρι τη μέση, είναι γύρω στα πενήντα και προτείνει να μου δείξει αυτός το νησί με αυτοκίνητο που θα νοικιάσω αλλά θα οδηγεί αυτός. Η ιδέα του να κάνω τουρ με ένα μισότρελο Rapa Nui που μπλέκει τη Δευτέρα Παρουσία με το Hotu Motua (μυθικός πιονέρος της εποίκησης του νησιού) και τα moai με το «σάπιο καθεστώς της Χιλιάνικης Αυτοκρατορίας που μας καταδυναστεύει» είναι ελκυστική αλλά φοβάμαι πως από ξενάγηση δε θα λέει πολλά και δε μου περισσεύουν οι μέρες, το κόστος είναι ολίγον too much και προτιμώ να κάνω κάτι DIY. Περνάω πάντως από ένα πρακτορείο όπου μου εξηγούν τι περιλαμβάνει το ολοήμερο τουρ τους στο νοτιοανατολικό κομμάτι του νησιού (εκεί που βρίσκεται ο κυρίως όγκος από τα αξιοθέατα), παίρνω εγγυήσεις πως η ξεναγός είναι «καλύτερη κι από όσο φαντάζομαι» και πως θα πάμε σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος και το κλείνω για την επόμενη με 25 ευρουδάκια (ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου είναι Ισπανός και δέχεται ευρώ σε καταπληκτικό rate,αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν υπάρχει και καμιά επιχείρηση που να ανήκει σε αυτόχθονα). Άρα αύριο τουρ …σήμερα τι; Ας αυτοσχεδιάσουμε λοιπόν…
Μπρος στον κίνδυνο να μείνω στη Hanga Roa χωρίς να κάνω τίποτε, βρίσκω ένα ταξιτζή (continental, φυσικά…). Η τιμή που μου δίνει για την επίσκεψη του βόρειου νησιού δε με συναρπάζει, όπως και η ιδέα του να το κάνω για ταξί. Για trekking παραείναι μεγάλη η απόσταση, οπότε προκύπτει (σε στιλ «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;») πως ο τύπος έχει και δυο άλογα. Πάμε σπίτι του, τα σελώνουμε και φεύγουμε καβάλα για τα ΒΔ παράλια. Εκεί που θα πήγαινα με έναν Αυστραλό της κυρα-Ελβίρας για 60$, ξαφνικά βρίσκομαι καβάλα στο Φρέντυ να κάνω galloping σε ένα τοπίο μαγικό, στο οποίο ακούγονται μόνο ο καλπασμός, ο αέρας και τα κύματα. Τελικά είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, σκέφτομαι καθώς κατευθυνόμαστε βόρεια της Hanga Roa…
Με δεδομένο πως την τελευταία φορά που ίππευσα εκτός Κούβας το άλογο αποφάσισε να με πάει καλπάζοντας στα σύνορα με την Κολομβία αφού μου έχωσε μια κεφαλιά και αφηνιάζοντας, προσπάθησα να πάρω το Φρέντυ χαλαρά στο ξεκίνημα. Δύσκολο πράγμα. Πώς να πάρεις στα χαλαρά ένα άλογο τόσο πειθαρχημένο, όμορφο και δυνατό; Η λευκή κάθετη λωρίδα στο κούτελό του σχεδιάσθηκε για χάϊδεμα και με το παραμικρό σφίξιμο των ποδιών το περπάτημα γίνεται trot κι από εκεί gallop, υπακούοντας άψογα σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση του χαλιναριού προς τα πλάγια.
Το τοπίο είναι φτιαγμένο για ιππασία κι αυτό. Χαραμιζόταν το νησί πριν την άφιξη των Ευρωπαίων, οπότε και δεν υπήρχαν άλογα και αγελάδες: σήμερα τα ζώα είναι υπερδιπλάσια του μόνιμου ανθρώπινου πληθυσμού του νησιού και ανεξαιρέτως βόσκουν όλα αμέριμνα.
Ο συμπαθής continental ταξιτζής επιμένει να με προσφωνεί “flaquito” σε κάθε πρόταση, που δεν έχει και τόση πλάκα, αλλά όσες φορές κι αν του υπενθυμίσω πως έχω όνομα, αυτός το χαβά του. Είναι παντρεμένος με Rapa Nui, αλλά η ζωή στο νησί δεν είναι φοβερά ευχάριστη, κυρίως λόγω των ντόπιων: «Ακόμη και για μένα που είμαι παντρεμένος με ντόπια, δε με δέχθηκαν καλά στην αρχή. Τώρα είμαστε ΟΚ, ζούμε ήσυχα, αλλά το σχέδιο είναι να φύγουμε κάποια στιγμή». Τη γυναίκα του τη γνώρισε στο νότο της Χιλής, όπου σπούδασαν παρέα. Όποιος Rapa Nui θέλει να σπουδάσει, πρέπει να φύγει και πολλοί όταν επιστρέφουν είναι άλλοι άνθρωποι, πράγαμα απολύτως λογικό. Θυμάμαι τι μου είχε πει ο μισότρελος ariki πριν λίγες ώρες: «Υπάρχουν δυο ειδών Rapa Nui. Αυτοί που δεν έχουν φύγει ποτέ από το νησί κι αυτοί που έζησαν έστω και για λίγο αλλού.»
Περνάμε μπροστά από δυο σπίτια που βρίσκονται στη μέση του πουθενά. Ρωτάω το συνοδοιπόρο κατά πόσον μένει κάποιος εκεί. «Αμέ. Υπάρχουν μερικοί παλαβοί που ζουν μόνιμα εκτός της Hanga Roa. Αν έχεις αμάξι ή άλογο δεν έχεις πρόβλημα, μετακινείσαι άνετα.». Η ιδιωτική περιουσία είναι περιφραγμένη με πασσάλους από κλαδιά δέντρων και αυτή είναι η μόνη εμφανής ανθρώπινη παρέμβαση στο τοπίο με το χαμηλό γρασίδι, τα αμέριμνα άλογα, τους καραφλούς πράσινους λοφίσκους, τις ηφαιστειογενείς πέτρες σε όλο το μήκος και πλάτος και φυσικά το βαθύ γαλάζιο. Με ρωτάει πώς μου φαίνεται η θάλασσα και απαντώ πως είναι όμορφη, αλλά δεν είμαι από τους φανατικούς του υγρού στοιχείου. Άνετα θα μπορούσα να ζω χωρίς να τη βλέπω επί μήνες, σε αντίθεση με πολλούς φίλους, ιδίως Κουβανούς. «Ε, καλά, τώρα θα πάμε σε ένα μέρος που θα την εκτιμήσεις περισσότερο», μου λέει.
Το μέρος αυτό είναι η σπηλιά Ana Kakenga, γνωστή και ως «Δύο Παράθυρα». Κατεβαίνουμε από τα άλογα, τα δένουμε σε ένα παλούκι δίπλα σε μια επεξηγηματική πινακίδα που έχει ξεθωριάσει και παίρνουμε τους φακούς που έφερε μαζί του ο αλογάς, ο ένας εκ των οποίων αποδεικνύεται άχρηστος. Ο άλλος πάντως κάνει όλη τη διαφορά, αφού η είσοδος στη σπηλιά γίνεται ουσιαστικά στα τέσσερα. Από κάποιο σημείο η σπηλιά γίνετια πιο ευρύχωρη και γρήγορα δικαιολογεί το όνομά της: υπάρχουν δύο έξοδοι προς απόκρημνους γκρεμούς πάνω από τη θάλασσα. Το νερό κάτω μας θυμίζει Αιγαίο, είναι πολύ διαφανές και τα κύματα με το δυνατό αέρα προκαλούν έναν ήχο που φαντάζει πολύ οικείος, ξαφνικά έχω ένα déjà vu από παιδικά καλοκαίρια στην Εύβοια.
Το μέρος δεν είναι εκθαμβωτικό, αλλά έχει ατμόσφαιρα, που διακόπτεται μόνο από τις επίμονες ερωτήσεις «Σου αρέσει, flaquito; Είδες που σε έφερα flaquito; Τι έχεις να πεις για τη θάλασσα τώρα flaquito;». Κάθομαι στην έξοδο της σπηλιάς κοιτώντας το γκρεμό από κάτω και σκέφτομαι πως πριν μερικούς αιώνες κάποιοι Πολυνήσιοι τη χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο, ίσως για αποθήκη, ίσως για φύλαξη κειμηλίων ή ακόιμη και για ανθρωποθυσίες, ποιος ξέρει; Και κάθονταν εκεί ακριβώς που κάθομαι εγώ, βλέποντας την ίδια θέα σε ένα τοπίο που δεν έχει αλλάξει καθόλου από τότε.
Δε νιώθω τη ρίγη της πρώτης θέας των moai (ολίγον δύσκολο με τα “flaquito” για background) αλλά ειδικά η θέα των γκρεμών προς τα αριστερά με το τοπίο α λα highlands δίνει ένα βουκολικά αρχέγονο τόνο στην εικόνα. Αν χτίσουν έστω και ένα περίπτερο, ο τόνος αυτός θα χαθεί. Καλομελέτα κι έρχεται… Το νησί δε θα μείνει για πολύ ακόμη όπως είναι σήμερα, ήδη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 15 χρόνια και οι περεταίρω αλλαγές είναι αναπόφευκτες…
Θέα από τη σπηλιά με τα "δύο παράθυρα"
Ανεμοδαρμένα βραχώδη παράλια, βορείως της Hanga Roa
Ξανακαβαλάμε τα άλογα και συνεχίζουμε, επισκεπτόμενοι δυο μικρότερα αρχαιολογικά μνημεία: ένα μικρό σύμπλεγμα σπηλαίων που χρησίμευε ως αποθήκη τροφίμων και τα υπολείμματα σπιτιών από την εποχή που το νησί ήταν χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Το τοπίο δίπλα είναι γυμνό και σε προκαλεί να φανταστείς πώς ζούσαν οι Rapa Nui, αλλά είναι και παραπλανητικό: οι επικρατέστερη θεωρία λέει πως η φύση τότε δεν έμοιαζε σε τίποτε με το μελαγχολικό καραφλό σημερινό τοπίο.
Αρχίζουμε να επιστρέφουμε προς τη Hanga Roa, αφού σταματάμε για να δω άλλο ένα μοναχικό moai. Για άλλη μια φορά εντυπωσιάζομαι από το θέαμα και την αντίθεση του παγωμένου βλέμματός του με τη γαλήνη του ουρανού και της θάλασσας από πίσω του. Με εξαίρεση τα πρώτα 7 moai που είδα στο Ahu Akivi, όλα τα υπόλοιπα έχουν την πλάτη τους προς τη θάλασσα. Γιατί; Τι το ιδιαίτερο είχαν τα πρώτα 7 moai; Με εκνευρίζει που ξέρω πως δε θα το μάθουμε ποτέ, αλλά από την άλλη είναι και από τα στοιχεία που υπογραμμίζουν το μυστήριο του νησιού. Κατά βάθος ξέρω πως η ύπαρξη αυτών των ερωτημάτων είναι που μου προκαλεί αυτή την ακατάσχετη έλξη προς το νησί. Ίσως αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα να μην το είχα επισκεφθεί καν. Μπα, ψέματα λέω… Δεν υπάρχει αρχαιολογικός χώρος που να μη θέλω να επισκεφθώ στον πλανήτη Γη…
Η ιδέα πλέον είναι να κατευθυνθούμε νοτίως της Hanga Roa, να φτάσουμε κοντά στο μονοπάτι για το Orongo, όπου θα αποχαιρετίσω το Φρέντυ και τον τύπο που εξακολουθεί να με αποκαλεί flaquito και θα ανέβω με τα πόδια μέχρι τον κρατήρα του ηφαιστείου, με σκοπό να επισκεφθώ το αρχαιολογικό σύμπλεγμα που βρίσκεται εκεί. Απολαμβάνω το τελευταίο μισάωρο ιππασίας περνώντας κάτω από ευκαλύπτους σε ένα χωματόδρομο όπου για άλλη μια φορά δε φαίνεται κανείς στον ορίζοντα. Θα’ θελα να’ ξερα πού βρίσκονται όλοι, πώς είναι δυνατόν όπου κι αν πηγαίνω να μη βλέπω ψυχή. Ψέματα λέω, δε θα’ θελα να το ξέρω καθόλου, μου αρκεί να ελπίζω πως δε θα βρίσκονται όλοι στο Orongo.
Ανεβαίνοντας –με τα πόδια πλέον- το μονοπάτι για το Orongo αναλογίζομαι τα όσα έχω διαβάσει για το μέρος, περπατώντας κάτω από δυο ευκαλύπτους που μου προσφέρουν στιγμιαία λίγο ίσκιο. Κάποια στιγμή οι Rapa Nui έκαναν μια στροφή στα πιστεύω τους και θα υιοθετήσουν μια περίεργη τελετή που μοιάζει με τρίαθλο, κατά την οποία νέοι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για τον τίτλο του ανθρώπου-πουλιού, τον οποίο κατακτούσε όποιος κατάφερνε να πάρει πρώτος το αβγό ενός πουλιού που γεννούσε σε ένα νησάκι απέναντι από τον κρατήρα του ηφαιστείου. Η όλη τελετή γινόταν μια φορά το χρόνο και κατά πολλούς αναδείκνυε μια προσωπικότητα που επί ένα χρόνο είχε και διοικητικές αρμοδιότητες στο νησί. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο καλύτερα οργανωμένος στο νησί, ο μόνος με είσοδο (10$) και μέρος της γοητείας του αποτελεί η θέα προς τα νησάκια στα οποία έπρεπε να φτάσουν μετά χιλίων κόπων οι διαγωνιζόμενοι και –κυρίως- η θέα στο εσωτερικό του κρατήρα.
Συνεχίζω να ανεβαίνω το μονοπάτι, πίνοντας το νερό μου, το οποίο αρχίζει να λιγοστεύει, αλλά θεωρώ πως το διαχειρίζομαι σωστά. Τα πόδια μου αρχίζουν να πονάνε, αλλά η προσμονή γι’ αυτό που θα αντικρίσω στο τέλος του trek είναι μεγάλη. Το να πηγαίνει κανείς απροετοίμαστος σε κάποιο μέρος δεν είναι απαραίτητα κακό, ειδικά αν αυτό συνεπάγεται πως δεν έχει οπτική επαφή με αυτό που θα συναντήσει.
Μη έχοντας δει ούτε μια φωτογραφία του ηφαιστειακού κρατήρα, η πρώτη κιόλας θέα μου κόβει την ανάσα… Στέκομαι στην άκρη του κρατήρα του Orongo και προσπαθώ να χωνέψω αυτό που βλέπω: έναν σχεδόν τέλεια σχηματισμένο ηφαιστειακό κύκλο σε ένα ύψωμα στο νότιο άκρο του νησιού, γεμάτο από γαλαζοπράσινο νερό και επιπλέοντα φυτά μου μοιάζουν με λειχήνες σε όλες τις πιθανές αποχρώσεις του πράσινου. Ο αέρας φυσάει τόσο δυνατά που νομίζω πως θα με παρασύρει και συνειδητοποιώ πως πρέπει να απομακρυνθώ από την άκρη του κρατήρα, αλλά δε θέλω. Το θέαμα είναι μοναδικό και η αίσθηση μαγνητική. Ανοίγω τα χέρια για να νιώσω τον αέρα και παραλίγο να πέσω στο γκρεμό. Ο αέρας βουίζει την ώρα που η φύση οργιάζει μπροστά μου. Κάθε φορά που βλέπω κρατήρα συγκινούμαι, θυμάμαι την Ινδονησία, την πίκρα για την απέλαση και τη νοσταλγία για εκείνο το ταξίδι που ξεκίνησε ως απλή επίσκεψη και κατέληξε σε μια ευχάριστη Οδύσσεια, την πρώτη που έκανα ολομόναχος, χωρίς ταξιδιωτική παρέα πρινα πό πάνω από μια δεκαετία και μου ενστάλαξε την πεποίθηση πως ακόμη και μόνος δεν πρόκειται να σταματήσω να ταξιδεύω. Και δεν πρόκειται διότι όταν βλέπεις μέρη σαν κι αυτά νιώθεις ολόκληρος, νιώθεις πως ζεις, η καρδιά σου χτυπάει δυνατά και ξέρεις πως για κάτι τέτοιες στιγμές είναι που η ζωή έχει νόημα…
Είναι δύσκολο να αποτυπωθεί το θέαμα από τη δική μου μηχανή της πλάκας. Παραθέτω μια φωτογραφία που μου έστειλε φίλος και την ξεσήκωσε από το Διαδίκτυο, που δίνει μερική εικόνα του πώς είναι ο κρατήρας του Orongo
Έκατσα να κοιτάω τον κρατήρα με τον πολύ δυνατό αέρα να βουίζει στα αυτιά μου. Δίπλα μου είδα να ξεπροβάλει ένα ζευγάρι μεσηλίκων, από το ίδιο μονοπάτι που ανέβηκα κι εγώ. Μου ζητάνε να τους βγάλω φωτογραφία και πιάνουμε την κουβέντα. Είναι Χιλιανοί από το Σαντιάγο, ήρθαν για 10 μέρες και αύριο θα νοικιάσουν αυτοκίνητο. Με καλούν να πάω μαζί τους, αλλά τελικά θα προτιμήσω το οργανωμένο τουρ διότι θα επισκεφθεί όλα τα κύρια αρχαιολογικά σημεία –κανένα εκ των οποίων δεν έχω επισκεφθεί ακόμη- τα καλύτερα έρχονται, λέμε - κι επειδή άκουσα τα καλύτερα για την ξεναγό που θα μας συνοδεύσει. Το ζευγάρι είναι συμπαθέστατο, δάσκαλοι και οι δύο με έντονο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον και τους ρωτάω αν έχουν την ίδια εντύπωση με μένα σε ό,τι αφορά τη μη φιλικότητα των ντόπιων. Αυτοί μένουν σε ένα γνωστό γλύπτη Rapa Nui που είναι προσωπικός τους φίλος, αλλά συναινούν πως τουλάχιστον στην αρχή είναι λίγο δύσκολο να σπάσει ο πάγος, ειδικά αν ο επισκέπτης είναι continental.
Προσπαθώ να πάρω μερικές φωτογραφίες του κρατήρα, αλλά είναι αδύνατον. Δε χωρά με τίποτε ούτε το μέγεθος της περιμέτρου του ούτε και το μεγαλείο της εικόνας. Πίσω από τον κρατήρα η θάλασσα είναι καταγάλανη με πολύ αφρό λόγω του δυνατού αέρα, ενώ σε κάποιο σημείο του ο κρατήρας είναι «σπασμένος», φαίνεται να έχει μια ρωγμή στο χείλος του, σα να έχεις ένα πιάτο της σούπας, του οποίου ένα κομμάτι έχει ξεκολλήσει. Χάρη σε αυτό το κομμάτι μπορείς να διακρίνεις την αντίθεση ανάμεσα στα πράσινα νερά στο εσωτερικό του κρατήρα και του έντονου μπλε του ωκεανού, φανταστική εικόνα.
Προχωράω προς τα δυτικά, εκεί που βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Orongo. Οι ενημερωτικές ταμπέλες διευκρινίζουν πως οι χαμηλές κατασκευές από πλίνθους (που θυμίζουν Δρακόλιμνες) είναι μερική ανακατασκευή του καλύτερου δείγματος των παραδοσιακών σπιτιών των Rapa Nui και η ανάλυση της κοινωνικής τους δομής είναι αρκετά διαφωτιστική. Προσπαθώ να φανταστώ τον κρατήρα στην εποχή των τελετών-δοκιμασιών και κοιτώντας προς τα πίσω διακρίνω και τα τρία νησάκια (Motu Nui, Motu Iti και Motu Kao Kao) στα οποία έπρεπε να φτάσουν οι διαγωνιζόμενοι. Αν ποτέ ανακαλυφθεί η μηχανή του χρόνου, αυτό είναι από τα πρώτα σημεία όπου θα ήθελα να μεταφερθώ.
Λίγο πιο κάτω βρίσκει κανείς πετρογλυφικά σε αρκετά καλή κατάσταση. Τι κρίμα να μην έχουν διασωθεί σχεδόν καθόλου RongoRongo, οι ξύλινες επιγραφές στις οποίες αποτύπωναν στο μυστηριώδες αλφάβητό τους οι Rapa Nui μηνύματα που δε θα μάθουμε ποτέ, αφού οι λίγοι εκλεκτοί που ήξεραν να τα διαβάζουν χάθηκαν για πάντα από προσώπου γης… Ενώ χαζεύω από κοντά ένα από τα πετρογλυφικά, ανατρέχω νοητά για άλλη μια φορά τη θλιβερή ιστορία του νησιού. Στα πολύ πρόχειρα, περιληπτικά και χωρίς να αναλύσουμε όλες τις εκδοχές, μια σχετικά αποδεκτή βερσιόν έχει ως εξής:
Κάποια στιγμή ένας τύπος Hotu Matua, λόγω ερίδων στη γενέτειρά του για τη διαδοχή του θρόνου, θα πάρει μερικούς συγγενείς και οπαδούς του από μια μακρινή χώρα ονόματι Hiva (ένας Θεός ξέρει πού ήταν αυτό, αλλά μάλλον για Πολυνησία μιλάμε, όλες οι ανθρωπολογικές ενδείξεις προς τα εκεί κλίνουν, φοβάμαι πως οι θεωρίες περί αμερικανικών φύλων του Heyerdahl είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά) και θα καταφέρει να φτάσει στο Rapa Nui. Με δεδομένο πως χρησιμοποίησε κανώ κι έπρεπε να διασχίσει το μισό Ειρηνικό, αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα, αλλά οι Πολυνήσιοι ήταν φοβεροί ναυσιπλόοι για τα δεδομένα της τεχνολογικής τους εποχής, οπότε δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς.
Φτάνει λοιπόν ο Hotu Motua στο ακατοίκητο νησί, όπου αναδεικνύεται στον πρώτο ariki του Rapa Nui, χάρη στο mana, την υπερφυσική ενέργεια που τον διακατέχει. Οι απόγονοί του θα χωριστούν σε οκτώ γενεαλογικά δέντρα και θα κατοικούν το νησί αναπτύσσοντας μια δική τους κουλτούρα, χάρη στην απομόνωση που τους προσφέρει η γεωγραφική του θέση, επί αιώνες. Μια κουλτούρα που θα δημιουργήσει τις πλατφόρμες ahu, τα αγάλματα moai, τις επιγραφές RongoRongo (διάβασα πως σώζονται μόλις 29, κανένα εξ’ αυτών στο νησί, έχω τη μεγάλη τύχη να έχω δει τρία σε μουσεία ανά τον κόσμο... μου μένουν άλλα 26!) κι ένα κοινωνικό ιστό φοβερά πολύπλοκο για ένα νησί που μάλλον δε θα πρέπει να είχε ποτέ πάνω από 10.000 κατοίκους.
Η πρώτη επαφή με τους Ευρωπαίους γίνεται την Κυριακή του Πάσχα (εξ’ ου και το όνομα του νησιού) του 1722 με το πλήρωμα ενός ολλανδικού πλοίου, του οποίου ο καπετάνιος γράφει έκπληκτος στο ημερολόγιό του πως οι ντόπιοι κατενθουσιασμένοι πηδούσαν στο κατάστρωμα, τους άρπαζαν τα καπέλα και αλαλάζοντας επέστρεφαν στο νησί σε πλήρη έκσταση, κάτι που μου θύμισε τις περιγραφές των πρώτων επαφών των Ευρωπαίων με τους κατοίκους της Ταϊτής. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τα moai ακόμη βρίσκονταν όρθια εκείνη την εποχή.
Η επόμενη επαφή ήταν… μισό αιώνα αργότερα, όταν ένας Ισπανός αποφάσισε το νησί θα έπρεπε να ανήκει στον Ισπανό αυτοκράτορα επειδή αυτός το… χαρτογράφησε, αλλά μάλλον δεν ασχολήθηκε κανείς από την Ισπανία μαζί του. Ο κάπτεν Κουκ (φοβερή μορφή…) πέρασε και αυτός μια βόλτα λίγα χρόνια αργότερα κι είναι από τους πρώτους που μιλάει για «πεσμένα αγάλματα», ενώ Βρετανός γιατρός που έφτασε στο νησί το 1868 επιβεβαιώνει πως δεν είχε μείνει ούτε ένα moai όρθιο. Το πιθανότερο είναι πως στο μεταξύ οι εσωτερικοί πόλεμοι οδήγησαν στην καταστροφή τους από αντιμαχόμενες φατρίες, ενδεχομένως οδηγούμενες σε σύγκρουση λόγω έλλειψης πόρων.
Η πραγματική καταστροφή πάντως δεν ήταν οι εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά η επιδρομή των «έξω». Το 1805 Αμερικανοί δουλέμποροι θα απαγάγουν κατοίκους του νησιού, ενώ το κακό θα παραγίνει το 1862-1864 όταν Περουβιανοί θα αρπάξουν 2500 κατοίκους (!) και θα τους στείλουν να δουλέψουν ως δούλοι στη συλλογή guano και στα ορυχεία. Μετά από παρέμβαση του Επισκόπου της Ταϊτής οι επιζήσαντες –δεκαέξι όλοι κι όλοι!- θα «επιστραφούν» στο νησί, όπου θα μεταφέρουν όμως την ευλογιά και τη φυματίωση, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των Rapa Nui να πέσει στους 111. Τραγική εξέλιξη, μακάρι να μην είχαν επιστρέψει ποτέ οι δεκαέξι... Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι μνήμονες αλλά και οι αναγνώστες των Rongorongo, με αποτέλεσμα η γραπτή και προφορική παράδοση του νησιού να υποστεί ένα ισχυρότατο πλήγμα.
Έπειτα ήρθαν ιεραπόστολοι, ένας Γάλλος κτηματίας που έκανε το νησί προσωπικό του ράντσο εκμεταλλευόμενος στυγνά τους ντόπιους που εν τέλει θα τον δολοφονήσουν και η κυβέρνηση της Χιλής που…αποφάσισε πως το νησί της ανήκει και το προσάρτησε το 1888. Οι Χιλιανοί παραχώρησαν το νησί σε μια εταιρεία εκμετάλλευσης μαλλιού που ανάγκασε τους ντόπιους να μετακομίσουν όλοι στη Hanga Roa, όπου και τους περιέφραξε για να μην... ενοχλούν τα πρόβατά της στη βοσκή. Το 1964 οι Rapa Nui θα αναγνωριστούν ως πολίτες της Χιλής και μόλις το 1968 θα δημιουργηθεί το αεροδρόμιο στο οποίο έφτασα κι εγώ, ώστε πλέον το νησί αν έχει συχνότερη επικοινωνία με τον έξω κόσμο από το… ετήσιο καράβι.
Όλα αυτά τα τραγικά συνέβησαν σε ένα νησάκι που στο μακρύτερο σημείο του δεν ξεπερνά τα 25 χιλιόμετρα και το ομορφότερο σημείο του βρίσκεται εκεί, μπροστά μου, στον κρατήρα του Orongo, εκεί όπου μερικές εκατονταετίες νωρίτερα κρινόταν η γενναιότητα των νέων της φυλής των Rapa Nui. Δύσκολα μπορεί κανείς να μη μελαγχολήσει σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, 3878 χιλιόμετρα μακριά από τη Χιλή και 2250 χιλιόμετρα από τα νησιά Pitcairn των 50 κατοίκων… Η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά του πλανήτη γίνεται εντονότερη όταν κοιτάς τα πετρογλυφικά που στέκουν ερημικά πάνω από τον κρατήρα.
Φοβερή αίσθηση, αλλά είναι ώρα να πάρω το δρόμο της επιστροφής για τη Hanga Roa, γεμάτος από εικόνες και συναισθήματα. Τα πόδια μου έβγαλαν φουσκάλες, ο πισινός μου πονάει από την ιππασία και θέλω να φτάσω σύντομα στο guesthouse για να κάνω ένα μπανάκι… Αμ δε…
Θέα των μικρών νησιών ανοιχτά του Rapa Nui από τον κρατήρα
Ο κρατήρας...
Και στο "σπασμένο" κομμάτι του κρατήρα, με το μικρό χώρο όπου γίνονταν οι τελετές δίπλα του
Παίρνω το μονοπάτι της επιστροφής. Είναι ερημικό, πάνω σε κοκκινόχωμα, με θάμνους αριστερά και δεξιά και πού και πού υπάρχει κανένας ευκάλυπτος για να με προστατεύει από τον ήλιο. Μου αρέσει που δεν υπάρχει κανείς, συμβάλλει στην εικόνα απομόνωσης του νησιού. Το μονοπάτι έχει όμως διάφορες διχάλες χωρίς σηματοδότηση και αυτή τη φορά δεν έχω τη θέα του υπερυψωμένου κρατήρα να με προσανατολίζει. Ε, σε κάποια από αυτές τις διχάλες, ενδεχομένως και σε όλες, πήρα τη λάθος στροφή…
Υποτίθεται πως ο δρόμος για τη Hanga Roa θα με έβγαζε στην πόλη σε 45 λεπτά. Γενικώς έχω γρήγορο βήμα, οπότε άρχισα να παραξενεύομαι που μετά από σχεδόν μια ώρα δεν έβλεπα πουθενά την πόλη. Μου τελείωσε και το νερό, άρχισαν να πονάνε τα πέλματά μου μετά από τόσες ώρες και κοιτάζω μπας και βρω καμιά ψυχή να μου υποδείξει τη σωστή κατεύθυνση. Μπα, τζίφος. Όλο κοκκινόχωμα, μπροστά μου ανηφόρες που κρύβουν τη θέα του νησιού και πίσω πυκνά δέντρα.
Προχωράω, ανεβαίνω και την επόμενη χωμάτινη ανηφόρα, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: μπροστά ξεπροβάλλει άλλη ανηφόρα. Θα την ανέβω κι αυτή για να δω ένα σημείο πολιτισμού: το αεροδρόμιο. Κινούμαι παράλληλα με τον φαινομενικά ατέλειωτο αεροδιάδρομο, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο το προς τα ποια από τις δύο κατευθύνσεις θα πρέπει να πάρω. Τελικά αποφασίζω να αφήσω το δρόμο και να πάω προς το διάδρομο προσγείωσης, αν τον διασχίσω θα βγω στο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας όμως εκεί βλέπω πως έχει συρματόπλεγμα. Περπατάω παράλληλά του για πάνω από μισή ώρα μέσα στους θάμνους για να διαπιστώσω πως πηγαίνω προς τη λάθος κατεύθυνση… Άντε πάλι πίσω.
Έχω κορακιάσει και στο καπάκι με χτύπησε και η χρόνια κατάσταση στα πέλματα με το αριστερό να έχει κοκαλώσει. Φαντάζομαι τα πρωτοσέλιδα: «Πέθανε από τη δίψα δίπλα στο αεροδρόμιο του Rapa Nui», ή "Ηλίθιος τουρίστας χάθηκε σε νησί μεγέθους τουαλέτας". Σέρνω το πόδι μου για μπόλικη ώρα, αλλά δε βλέπω φως στον ορίζοντα. Μάλλον πρέπει να πηδήξω το συρματόπλεγμα και να βρεθώ στο διάδρομο προσγείωσης, μπας και βρω καμιά ψυχή εκεί μέσα. Το αεροδρόμιο φαίνεται εντελώς άδειο, άλλωστε δεν είναι ότι έχει και πολλές πτήσεις την ημέρα… Καταφέρνω να πηδήξω το συρματόπλεγμα και πέφτω με τον πισινό πάνω σε κάτι σκληρό. Μετά από μια κραυγή, σηκώνομαι για να δω ότι είναι το κρανίο μιας αγελάδας. Τέλεια! Χάθηκα σε ένα νησί δύο σπιθαμών, έχω έξαρση πελματιαίας απονεύρωσης, ξεφλουδίζω από τον ήλιο, διψάω όσο δεν πάει και στον κώλο μου έχω τα κέρατα μιας ψόφιας αγελάδας. Πώς τα κατάφερα πάλι...
Εξαιρετικά, συνεχίζω να προχωράω παράλληλα με το αδιαπέραστο συρματόπλεγμα, μέχρι που βρίσκω ένα σπιτάκι με μπόλικα ραντάρ στην τσίγκινη σκεπή του, μάλλον πρόκειται για «πύργο» (λέμε τώρα…) τηλεπικοινωνιών. Βλέπω ένα παιδάκι στην πόρτα, επιτέλους πολιτισμός! Πηγαίνω προς την πόρτα, χτυπάω και μπαίνω μέσα, όπου ένας έξαλλος Rapa Nui με διάθεση Ελβίρας με καλωσορίζει: «Ποιος σου είπε ότι μπορείς να μπεις εδώ; Ουστ αμέσως! Δρόμο λέμε!». Του λέω ότι χάθηκα αλλά δε θα μου απαντήσει αν δε βγω πρώτα έξω. Βγαίνω έξω, αλλά δε θα μου απαντήσει αν δεν ξαναπηδήξω το συρματόπλεγμα. Από φιλοξενία σκίζουν οι Ραπανούηδες. Τελικά –όλο καλή διάθεση- αφού έκανα τον καουμπόη και πάλι, μου δείχνει προς τα πού είναι η πόλη (αντίθετα από εκεί που πήγαινα βεβαίως), νερό δε μου δίνει («ούτε για μας δε φτάνει») και μου’ ριξε και δυο μπινελίκια. Μια χαρά.
Τουλάχιστον ξέρω προς τα πού είναι η πόλη. Συνεχίζω σέρνοντας το πόδι, το οποίο ξέρω πως θέλει 4-5 μέρες φυσιοθεραπεία πλέον, έχω κάνει τόσες εγχειρήσεις στα πέλματα που αν μάθει ο γιατρός μου τι περπάτημα έχω ρίξει θα με εκτελέσει. Επιτέλους βρίσκω άσφαλτο και μερικά σπιτάκια. Πάρα πολύ όμορφα σπίτια, μπαίνω σε ένα να ρωτήσω για κατευθύνσεις και μου ανοίγει μια ευγενέστατη continental, με κερνάει και μπισκοτάκι… γιατί δε μπορούν να είναι έτσι και οι Rapa Nui;
Βρήκα και το μοναδικό βενζινάδικο του νησιού. Μπαίνω μέσα, παίρνω νερό και το πίνω όλο πριν καλά-καλά το πληρώσω στο ταμείο. Ζητάω συγγνώμη από την εξωτική καλλονή με το λουλουδάκι στο αυτί, που μου χαρίζει ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. «Διψούσατε ε; Ανεβήκατε στο Orongo; Α, είμαστε πολύ περήφανοι για την παράδοσή μας εδώ.» Με καλεί να μη χάσω τις βραδινές δραστηριότητες του Tapati. Mε το πόδι μου σε τέτοια χάλια δεν είμαι και πολύ σίγουρος, αλλά δε χάνεται αυτό, θα έχουν αναπαράσταση της ιστορίας του νησιού σε θεατρικο-μουσικό διαγωνισμό, λέει.
Το μονοπάτι προς τη Hanga Roa (που έγινε δρόμος)
Σπιτάκι στο δρόμο προς τη Hanga Roa.
Φτάνω στη Hanga Roa από την πίσω πλευρά της πόλης, περνώντας από σπιτάκια με όμορφους, προσεγμένους κήπους, αυλές με ξυλόγλυπτα έπιπλα και –δυστυχώς για μένα – μπόλικα τσοπανόσκυλα. Νιώθω τα πέλματά μου πολύ σκληρά και κάνω μια στάση για να φάω ένα «βρώμικο», το οποίο όχι μόνο δεν ήταν βρώμικο, αλλά ήταν και από τα καλύτερα σάντουιτς που έχω φάει ποτέ, με μια μυστηριώδη σάλτσα-αποκάλυψη. Συνεχίζω προς το σπίτι της κυρα-Ελβίρας με αργό βήμα, σέρνοντας ουσιαστικά το αριστερό πόδι.
Περνάω από το δημοτικό γυμναστήριο, απ’ όπου ακούγονται μουσικές. Μπαίνω και αρχικά εκπλήσσομαι από το γυμναστήριο: ωραίο παρκέ, επαγγελματικός φωτεινός πίνακας και.. καμιά δεκαριά υπερσύγχρονα μηχανήματα αδυνατίσματος και γυμναστικής στον περίγυρο της κεντρικής εξέδρας, όπου ντόπιοι κάνουν ποδήλατο, κοιλιακούς ή βάρη. Μάλιστα, έτσι εξηγούνται οι κορμάρες των Rapa Nui. Η μουσική προέρχεται από το παρκέ, όπου μια ομάδα από καμιά εικοσαριά κυρίες φαίνεται να κάνει πρόβα για το βραδινό διαγωνισμό του Tapati. Έχουν σχηματίσει ένα κύκλο και κάνουν μια χορογραφία που θυμίζει έντονα Χαβάη. Οι μισές περίπου φορούν λουλούδια στο αυτί τους και παρεό, πράγμα που κάνει ειδικά τις νέες να φαίνονται πολύ εξωτικές.
Έκατσα να τις χαζεύω λίγο και συνέχισα προς το κέντρο της «πόλης» που ουσιαστικά έχει 7-8 δρόμους όλους κι όλους. Ένας από αυτούς είναι και ο παραλιακός, στον οποίο δεσπόζει η μικρή παραλία, το λιμανάκι και –τι άλλο;- ένα moai. Ανάμεσα στους ντόπιους που κάνουν μπάνιο, ψαροταβέρνες γκουρμέ που σερβίρουν σετ μενού για 10-12 ευρώ και το γραφείο τουριστικών πληροφοριών, σίγουρα χάνει πολύ σε impact. Σκέφτομαι για άλλη μια φορά πόσο τυχερός είμαι που πέτυχα τον Φελίπε και η πρώτη μου επαφή με τα moai ήταν στο Ahu Akivi, σε βουκολικά ήσυχο τοπίο και με συντροφιά μερικά ανέμελα άλογα. Υποθέτω πως οι περισσότεροι επισκέπτες θα βλέπουν πρώτα τα moai της παραλιακής οδού. Πάλι τυχερός ήμουν.
Αρχίζει να ψιχαλίζει, πράγμα πολύ συνηθισμένο για τον άστατο καιρό του νησιού με τις αμέτρητες εναλλαγές. Βρίσκω ένα ίντερνετ καφέ, όπου διαπιστώνω πως μέχρι που μπορείς να συνδεθείς με το δικό σου λάπτοπ αν θες. Κοιτώντας για το ουράνιο τόξο που σχηματίζεται έξω, βλέπω κι ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο αραγμένο στα ανοιχτά, αφού το λιμανάκι του νησιού δεν έχει υποδομές ούτε για να υποδεχθεί φουσκωτό. Υποτίθεται πως το Νησί του Πάσχα είναι από τα πιο απομονωμένα σημεία του πλανήτη, κι όμως έχει ταχύτατο και φτηνότατο ίντερνετ και τακτικά επιβατηγά πλοία. Δύο πράγματα που στην Κούβα δεν τα βλέπουμε ούτε στα όνειρά μας, δηλαδή. Αναρωτιέμαι αν είναι πιο αποκομμένοι οι Κουβανοί από τους Ραπανούηδες απ’τον «έξω κόσμο»… Φιντέλ, ακούς;
Με το που τελειώνω με τα μέηλ μου, πάω για μια ακόμη βολτίτσα, με το αριστερό πέλμα να συνεχίζει να με προβληματίζει έντονα. Ευτυχώς αύριο θα πάω με οργανωμένο τουρ και θα γλιτώσω το πολύ περπάτημα, αλλιώς με βλέπω να φτάνω στη Βραζιλία κουτσός. Η εκκλησία του χωριού είναι μικρή και δίπλα της είναι θαμμένος ένας ιεραπόστολος. Κάθομαι στο παγκάκι έξω και βγάζω τα παπούτσια μου ώστε να δω τα πέλματά μου. Εκτός από την απονεύρωση, έχω καταφέρει να βγάλω φουσκάλες σε 8 δάχτυλα, οι δύο ματωμένες μάλιστα. Έξοχα.
Τα δέκα λεπτάκια μέχρι το guesthouse ήταν ένα μικρό μαρτύριο, αλλά φτάνοντας ήξερα πως θα έκανα ένα ζεστό ντουσάκι και θα ξεκούραζα τα πόδια μου πριν πάω στο Tapati. Ποιος ξέρει, ίσως να μου έκανε κι ένα ποδόλουτρο η Ελβίρα… Χαχα, λέμε και καμιά κοτσάνα να περάσει η ώρα… «Εδώ είσαι εσύ με τα μούσια;», ακούγεται η αγριοφωνάρα της. «Μου χρωστάς 60 δολάρια! Μη σου πω 180!», φωνάζει χωρίς καν να με έχει δει. Το δωμάτιο της το πλήρωσα από την πρώτη στιγμή, οπότε δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεται. «Γιατί 180 κι όχι 2364 δολάρια;», τη ρωτάω με ειλικρινή απορία για το ποσό που έβγαλε. Έρχεται, αράζει τον τεράστιο πισινό της σε τρεις καρέκλες –τις οποίες γεμίζει πλήρως- βγάζει ένα τσιγάρο, το ανάβει και με κοιτάει μέσα από τα ultra cool blades γυαλιά ηλίου της.
- Πού ήσουν σήμερα το πρωί; Ρωτάει λες και είχαμε κανένα ραντεβού. Το ύφος της, το τσιγάρο και τα μαύρα γυαλιά θυμίζουν ανάκριση της Γκεστάπο.
- Πήγα για ιππασία και μετά για trekking στο Orongo, απαντώ.
- Το ξέρεις ότι εγώ σας βρήκα τον Αυστραλό για να σας κάνει τουρ; Ήρθε το πρωί κατά τις 11 ο άνθρωπος και δε βρήκε κανέναν.
- Ναι, αλλά εμάς δε μας είπατε τίποτε. Μάλιστα σας έψαχνα το πρωί και ήσασταν άφαντη. Τι έπρεπε να κάνουμε, να κάτσουμε να χάσουμε όλη τη μέρα μυρίζοντας τα νύχια μας αν εσάς σας κάπνισε να μας βρείτε κάποιον για το τουρ;
- Α, δεν ξέρω, μου χρωστάς 180 δολάρια, 60 για τον καθένα σας. Σε καθιστώ υπεύθυνο και για τους δυο Βέλγους διότι αυτοί δε μιλάνε Ισπανικά. Και είσαι κι εξυπνάκιας!
- Κυρα-Ελβίρα, άκου να δεις, πονάνε τα πόδια μου, χάθηκα και έκανα τον καουμπόη επί ώρες, προσγειώθηκα στο κρανίο μιας αγελάδας και θέλω να κάνω ντους στη ντουσιέρα σου, που δε δουλεύει κιόλας! Αν σας τα πληρώσουν οι Βέλγοι, μπράβο. Από μένα δε θα πάρετε φράγκο για τουρ που δε ζήτησα, δεν έγινε και κανείς δε με ενημέρωσε πως κλείστηκε.
Την παρατάω στο σαλόνι και μπαίνω στο ντους. Με τρεις τρύπες στο καλώδιο, το να πετύχεις τις σταγόνες είναι μια πρόκληση, αφού το νερό φεύγει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη κι έτσι, απίστευτες ποσότητες από κοκκινόχωμα ξεπλένονται από κάθε σπιθαμή μου.
«Καλά, δε θα σε χρεώσω. Αλλά να ξέρεις πως ό,τι κι αν μου ζητήσεις δε θα το κάνω. Ούτε ταξί για το αεροδρόμιο, ούτε για τίποτε άλλο. Διότι είστε ανεύθυνοι και αγενείς. Εσύ ειδικά με τα μούσια, από την πρώτη στιγμή σε αντιπάθησα». Τι κρίμα. Διότι εγώ από τότε που δεν ήρθε να με πάρει στο αεροδρόμιο, με έβρισε όταν με πρωτοείδε και μου πέταξε κι ένα τετράδιο στη μύτη, την είχα κατασυμπαθήσει. Αν είχαν διαγωνισμό «Μις Στραβόξυλο 2010» στο Tapati θα έβγαινε με πινοτσετικό ποσοστό.
Ακόμη κι αφού τελειώσω το ντους μου, έξω έχει ήλιο. Συγκεκριμένα ηλιοβασίλεμα, με φόντο τη θάλασσα κι εκείνο το πελώριο κρουαζιερόπλοιο. Μπορεί να πει κανείς ό,τι θέλει για την Ελβίρα, αλλά το guesthouse έχει εκπληκτική θέα. Κάθομαι λίγο στο γκαζόν και τη χαζεύω, όπου μου πιάνει την κουβέντα ο ξανθός Περουβιανός Ιγνάσιο. Πολύ ωραίος τύπος, σε λίγες εβδομάδες παίρνει μετάθεση στη γενέτειρά του Λίμα, μετά από 11 χρόνια εργασίας στην Ευρώπη και τη Νότιο Αμερική για τη LAN. Μιλάμε για τα όσα είδαμε, εγώ με άλογο και τα ποδαράκια μου κι αυτός με τη «γουρούνα» που έχει νοικιάσει με τον Φινλανδό του διπλανού δωματίου. «Έχεις ιδέα γιατί με βρίζει συνέχεια η Ελβίρα;», τον ρωτάω. «Μπα, έτσι είναι αυτή, πέντε μέρες έχω εδώ και τις πέντε κακοδιάθετη είναι. Στο αεροδρόμιο μας πέρασε μια γιρλάντα στο λαιμό και μας είπε να μην την τσαλακώσουμε γιατί θέλει να την ξαναχρησιμοποιήσει, αλλιώς θα πρέπει να την πληρώσουμε! Φοβερό καλωσόρισμα!». Ανταλλάσσουμε προβληματισμούς για το νησί, το Περού και τις ζωές μας. Περίεργο πώς δυο παντελώς άγνωστοι ανοίγονται έτσι απλά. Μάλλον είναι η αίσθηση του ότι πατάς σε μια κουκίδα στη μέση του χάρτη μακριά από όλα που σε κάνει να νιώθεις τον πλησίον πιο κοντά σου.
Ο Ιγνάσιο θα πάει για ντους. Μαθαίνω πως υπάρχει κι άλλο ντους στο σπίτι, χωρίς κανένα ελάττωμα, αλλά παρότι δεν το χρησιμοποιεί, η Ελβίρα δε μας το έδειξε ποτέ. Γιατί να εξυπηρετήσεις ένα τουρίστα αν μπορείς να τον βασανίσεις;
Κάνω διατάσεις επί ένα μισάωρο και το πέλμα μου νιώθει καλύτερα, μπορώ να περπατήσω μέχρι το Tapati χωρίς να το σέρνω. Περπατάω κατά μήκος της παραλιακής απολαμβάνοντας το φανταστικό ηλιοβασίλεμα που χάνεται στον Ειρηνικό. Οι μέρες κρατάνε μέχρι τις 9:30 στο νησί τέτοια εποχή. Φτάνω στη σκηνή που έχουν στήσει για τις νυχτερινές δραστηριότητες του Tapati. Μερικές εκατοντάδες πλαστικές καρέκλες έχουν στηθεί μπροστά, αλλά ο περισσότερος κόσμος βρίσκεται στα κιόσκια, τρώγοντας empanadas, τεράστιες σούβλες με κρέας βουτηγμένες σε καυτερή μαγιονέζα και πίνοντας μπύρα. Continentales, Ραπανούηδες, τουρίστες, αστυνομικοί, όλοι εδώ βρίσκονται. Η σκηνή είναι διακοσμημένη με δέντρα, αναπαραστάσεις κυμάτων, βουνών, ενός ηφαιστείου και κάποιων κανώ. Πολύ καλό σκηνικό, επαγγελματική δουλειά. Πιάνω μια πλαστική καρέκλα και κάθομαι δίπλα σε μια μαμά Rapa Nui με τα τρία κοριτσάκια της. Μου χαμογελάει και λέει “Ioarana”.
Ξεκινά η παρουσίαση της πολιτιστικής βραδιάς. Οι παρουσιαστές είναι ένας Νεοζηλανδός (με καλά ισπανικά, πρέπει να ζει στο νησί για πολλά χρόνια) και μια Rapa Nui. Η παρουσίαση γίνεται αρχικά στα Rapa Nui, ακολουθεί μετάφραση στα ισπανικά και μετά μια κουτσουρεμένη μετάφραση στα Αγγλικά. Ευχαριστούν τους πάντες για την παρουσία τους, τους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες κι εξηγούν τι θα δούμε: Δύο διαγωνιζόμενες ομάδες, η κάθε μία εκ των οποίων προσπαθεί να κερδίσει πόντους για τη γενική βαθμολογία του Tapati, που θα αναδείξει το ποια από τις αρχηγούς των δυο ομάδων θα στεφθεί βασίλισσα της χρονιάς. Η κάθε ομάδα θα «ανεβάσει» ένα έργο διάρκειας μέχρι 40 λεπτά, στο οποίο πρέπει να αναβιώσουν κάποιον από τους δεκάδες θρύλους της ιστορίας του νησιού που επιβίωσε μέσω της προφορικής παράδοσης. Δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν καμία αλλαγή στο περιεχόμενο του μύθου, όλη η παράσταση θα είναι στα Rapa Nui και θα βαθμολογηθούν με βάση την πιστή απόδοση της υπόθεσης, το υποκριτικό ταλέντο, τις χορογραφίες, τη μουσική (ζωντανή υπόκρουση παρακαλώ και μόνο με χρήση παραδοσιακών οργάνων), τα κοστούμια και τη γενικότερη παρουσία. Κάθομαι μόλις μια θέση δίπλα στην κριτική επιτροπή, που αποτελείται αποκλειστικά από Ραπανούηδες και φαίνεται να παίρνουν το ρόλο τους πολύ στα σοβαρά.
Πολύ σοβαρή είναι και η παραγωγή της πρώτης θεατρικής ομάδας. Αναβιώνουν το μύθο για το πώς δυο αντιμαχόμενες φατρίες έφτασαν να δολοφονήσουν η μία τον αρχηγό της άλλης. Οι νικητές θα επικρατήσουν χάρη σε μια σοφή ηλικιωμένη που θα τους αναπτερώσει το ηθικό και θα τους προμηθεύσει το δηλητήριο που θα κρίνει την αναμέτρηση. Όσο οι πρώτοι διαγωνιζόμενοι βγαίνουν στη σκηνή, τρεις άλλοι βρίσκονται στο πίσω μέρος της παίζοντας αρχαία ταμπούρλα και φυσώντας μέσα σε τεράστια κοχύλια, προκαλώντας ένα πολύ εύηχο και ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα. Μια διακριτική φωνή εξηγεί την εξέλιξη του μύθου στα Rapa Nui και τα Ισπανικά. Είναι προφανές πως το Tapati γίνεται από τους ντόπιους για τους ντόπιους: δε χρεώνουν είσοδο σε καμία δραστηριότητα, ελάχιστες επεξηγήσεις στα Αγγλικά και οι ντόπιοι το παίρνουν φοβερά σοβαρά, ώρες-ώρες μου δίνουν την εντύπωση πως περιμένουν όλο το χρόνο γι’ αυτό. Όποιος περιμένει να δει μια τουριστική γιορτούλα για την προσέλκυση τουριστών θα εκπλαγεί.
Η παράσταση ήταν εκπληκτική. Κάτι η μουσική, κάτι το βίαιο των μαχών (με φανταστικές σκηνές πάλης), κάτι οι κραυγές των ηττημένων που σκίζουν τη νύχτα κάτω από την ημισέλινο, μου έμεινε αξέχαστη. Οι διαγωνιζόμενοι είναι βαμμένοι από πάνω μέχρι κάτω, κρατούν δόρατα και φορούν προβιές, ενώ η σκηνή της ανθρωποφαγίας του αντίπαλου αρχηγού είναι ανατριχιαστική. Σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι για ένα λαό να έχει επίγνωση της ιστορίας του και να μη ντρέπεται να φανερώσει και πτυχές που αποτελούν ταμπού (π.χ κανιβαλισμός). Με το που ολοκληρώνει η πρώτη ομάδα, όλοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Η μαμά δίπλα μου με κοιτάει και με ρωτάει αν μου άρεσε. «Έπαθα την πλάκα μου», της λέω με πάσα ειλικρίνεια. «Είναι η ιστορία μας, δε θα μας την πάρουν ποτέ», λέει. «Όσοι continentales και να έρθουν, εμένα τα παιδιά μου θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους ως Rapa Nui», λέει και υποσημειώνει πως η άλλη ομάδα θα είναι ακόμη καλύτερη. «Αν και δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική… η υποψήφια βασίλισσα είναι η ξαδέλφη μου», λέει όλο καμάρι.
Έχοντας δει και τη δεύτερη παράσταση, νιώθω σχεδόν κατάνυξη. Τι φοβερό μέρος αυτό το νησί. Θυμάμαι πριν λίγους μήνες στο ταξίδι στο Νεπάλ… Παρκάραμε τη μοτοσικλέτα έξω από ένα θιβετιανό καταυλισμό με τη συνταξιδιώτισσά μου, την ίδια που είχαμε ταξιδέψει και στο Θιβέτ παλιότερα. Φτάνοντας στον καταυλισμό ξεκίνησε η προσευχή στο ναό. Μας κάλεσαν μέσα και ανατριχιάσαμε βλέποντας τα πεντάχρονα πιτσιρίκια να προσεύχονται με τις χαρακτηριστικές κινήσεις της κεφαλής, να παίζουν θιβετιανή μουσική και να ψέλνουν σε μια γλώσσα που ομιλείται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και ανήκει σε μια κουλτούρα που απειλείται με οριστικό αφανισμό από έναν αδίστακτο δυνάστη. Βγαίνοντας από τον καταυλισμό ρώτησα τη Μαριάννα τι είναι αυτό που έχει το Θιβέτ και μας κάνει να ανατριχιάζουμε έτσι. «Δεν το πιάνεις ρε Γιώργο; Ενέργεια έχει, σε ηλεκτρίζει». Έτσι νιώθω και τώρα, ηλεκτρισμένος, είναι αυτό το κάτι αρχέγονο που εξαφανίζεται και σε κάνει να νιώθεις μελαγχολία, ξέροντας ότι τα παιδιά σου δε θα το δουν ποτέ. Είμαι ΠΟΛΥ τυχερός άνθρωπος, σκέφτομαι, σέρνοντας το πόδι μου στο guesthouse της Ελβίρας… Οι περισσότεροι φίλοι μου στην Αβάνα ούτε μπορούν να ονειρευτούν ένα ταξίδι σαν κι αυτό…
Κοιμήθηκα μια χαρά. Ίσως επειδή δεν είδα την κυρα-Ελβίρα πριν πέσω για ύπνο…
Κατά τις 9 πήγα στο τοπικό πρακτορείο (με τον Ισπανό ιδιοκτήτη) και περίμενα να ξεκινήσει το τουρ. Δυστυχώς ο καιρός ήταν χάλια, με μια δυνατή βροχή να με αναγκάζει να γυρίσω πίσω ώστε να πάρω τη βολιβιανή αξίας ενός ευρώ ομπρέλα μου. «Άμα βγάλει κι αυτή τη μέρα θα είναι η καλύτερη αγορά που έχω κάνει», σκέφτηκα προσπαθώντας να την ανοίξω. Τρεις εβδομάδες μετά δηλώνω περήφανα πως έβγαλε και τις βροχές της Βραζιλίας, και τις ανήκουστες νεροποντές του Μπουένος Άιρες και τη σημερινή επτάωρη νεροποντή στην Αβάνα. Όπου πάω βρέχει, το ξέρω.
Στο λεωφορειάκι είμαστε 14 άτομα και η ξενάγηση θα γίνει σε δύο γλώσσες από την Α, μια πανέμορφη continental Χιλιανή με προφορά που προδίδει πολύχρονη παρουσία στις ΗΠΑ. Πιάνουμε κουβέντα πριν ξεκινήσει να μαζεύει κόσμο από τις διάφορες ποσάδας. Ζει στο νησί επί 12 χρόνια, περνώντας πάντως αρκετό καιρό εκτός νησιού, ο ένας από τους… επτά πατριούς της παντρεύτηκε Ράπα Νούι, ο μπαμπάς της είναι Γερμανός και σκοπεύει να εξακολουθήσει να έχει το νησί ως μόνιμη κατοικία. Αυτό που δε μου είπε, και έμαθα αργότερα από τα συμφραζόμενά της, είναι πως είναι η κόρη του Γερμανού αρχαιολόγου που έγραψε το σοβαρότερο από τα βιβλία που διάβασα για την ιστορία του νησιού…
Ο βασικός λόγος που πήρα το τουρ είναι πως δεν κατάφερα να νοικιάσω μοτοσικλέτα λόγω έλλειψης διπλώματος και πως τα πόδια και ο χρόνος που έχω δεν αρκούν για να καλύψω το κομμάτι του νησιού που μου έχει απομείνει. Η ελπίδα μου είναι πως η ξεναγός θα μπορέσει να μου λύσει τις απορίες που έχω, πως θα αφιερώσουμε πολύ χρόνο στα αρχαία και τη φύση και λίγο έως καθόλου στα ψώνια και πως σ’ αυτό το 10ωρο (!) τουρ θα έχω όλο το χρόνο να απολαύσω κάθε ένα από τα σημεία που θα επισκεφθούμε. Λοιπόν, οι απαιτήσεις μου καλύφθηκαν πλήρως, μην πω και πέραν κάθε προσδοκίας, πράγμα ασυνήθιστο για τουρ τόσο χαμηλού κόστους (25 ευρώ για κάλυψη πολλών χιλιομέτρων επί 10 ώρες) και χωρίς εξειδικευμένο target group.
Τα ονόματα των αρχαιολογικών χώρων (πάντα ανοικτών, χωρίς εισιτήρια, συρματοπλέγματα, φύλακες, απλά βρίσκονται εκεί, στη διάθεση του οποιουδήποτε για να τα μελετήσει) δεν έχουν σημασία. Αυτό που χαράσσεται εν τέλει στη μνήμη είναι οι εικόνες και τα συναισθήματα.
Είδα επιτέλους από κοντά το Vinapu, τον αρχαιολογικό χώρο που ενέπνευσε τη θεωρία του Heyerdahl περί εποίκησης του νησιού από γνώστες της αρχιτεκτονικής του αλτιπλάνο, που σήμερα θεωρείται άκυρη, αλλά και μόνο επειδή προέρχεται από τον εμπνευστή του Kontiki είναι άξια αναφοράς. Μεγαλιθική αρχιτεκτονική που δεν ήρθε από το Περού και αργότερα έφθινε, αλλά –όπως δείχνουν οι τελευταίες έρευνες- εξελίχθηκε στο νησί με το πέρασμα πολλών αιώνων.
Είδα δεκάδες moai πεσμένα, αφημένα επί αιώνες να θυμίζουν πως κάποτε ο απομονωμένος αυτός πολιτισμός έφτασε σε τέτοιο σημείο διχασμού που οι αντιμαχόμενες ευκαιριακές συμμαχίες έφτασαν στο σημείο να καταστρέφουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν οι αντίπαλοί τους: τα μνημεία στους προγόνους τους. Η εικόνα των πεσμένων moai με τον ήχο των κυμάτων και του δυνατού αέρα για μοναδικό soundtrack είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Το ότι ήμασταν τόσο λίγοι και είχαμε όλο το χρόνο να περιεργαστούμε, να αφουγκραστούμε και να κάστουμε απλά δίπλα στους πεσμένους γίγαντες ήταν από τα απροσδόκητα συν μιας οργανωμένης ξενάγησης.
Ξεχωριστή εικόνα ήταν και ο κόλπος όπου υποτίθεται πως ετάφη ο Hotu Matua, αν και κανένα εύρημα δεν υποστηρίζει το συγκεκριμένο προφορικό μύθο. Η Α μας μετέδωσε τη φρίκη των Ευρωπαίων στη θέα των πολλών ανθρώπινων οστών που ξεβράζονταν στις ακτές του νησιού, αφού οι Rapa Nui δεν έθαβαν τους νεκρούς τους, αλλά τους άφηναν να πλεύσουν στη θάλασσα. Γνωρίζοντας τις κανιβαλιστικές συνήθειες των Πολυνησίων, οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι θεώρησαν πως όποιο οστό έβρισκαν μπροστά τους ήταν υπόλειμμα ανθρωποφαγίας…
Μάθαμε για τα μάτια των moai, το πώς αυτά διακοσμούνταν με πέτρες για κόρη ματιών και φτερά από κόκορες για βλέφαρα και προσπάθησα να φανταστώ πόσο πιο επιβλητικά θα ήταν τα αγάλματα στην ακμή τους, όταν σε κοιτούσαν στα μάτια.
Για πρώτη φορά αντίκρισα και moai με «καπέλα» ή «τουρμπάνια», φτιαγμένα πάλι από μεγαλιθικές πέτρες. Παρότι υπάρχουν αρκετές θεωρίες για το πώς οι Rapa Nui μετέφεραν τα moai από το λατομείο ως το χώρο ανέγερσής τους, και μάλιστα μερικές από αυτές εφαρμόσθηκαν και πειραματικά ακόμη και από τον ίδιο τον Heyerdahl παρουσία του τότε δημάρχου του νησιού, οι ντόπιοι μύθοι υποστηρίζουν πως τα αγάλματα… περπατούσαν για να φθάσουν στη σημείο όπου βρίσκονται σήμερα. Τα «καπέλα» τους δίνουν πάντως άλλη αίγλη και πρόσθετο μυστήριο, αφού απαιτούσαν άλλη τεχνική για να στερεωθούν στην κεφαλή του κάθε αγάλματος. Και γιατί μερικά moai να φορούν καπέλα και κάποια άλλα όχι; «Το πιθανότερο είναι πως κάποιος καλλιτέχνης πρόσθεσε το καπέλο ως τεχνοτροπία, οι υπόλοιποι το θεώρησαν πρωτοποριακό ή ενισχυτικό της ενέργειας mana που περικλείει τα moai και άρχισαν όλοι να το αντιγράφουν», μας απάντησε η Α, πάντα χαμογελαστή αλλά και καλύπτοντας συνεχώς το πρόσωπό της από τον ήλιο. Αν το είχα κάνει κι εγώ, δε θα ήμουν σαν αστακός την επόμενη ημέρα…
Ένα από τα θετικά των οργανωμένων τουρ είναι πως γνωρίζεις και κόσμο. Και σε τουρ στο Νησί του Πάσχα γνωρίζεις αρκετά αντισυμβατικό κόσμο, όπως την… κυβερνήτη των νήσων Pitcairn. Σχεδόν πήδηξα από τη χαρά μου μόλις μου είπε την ιδιότητά της. Τα Pitcairn είναι το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο στο Rapa Nui και η ιστορία τους είναι πολύ γνωστή σε όσους έχουν διαβάσει την ανταρσία του Bounty ή έχουν δει κάποια από τις μεταφορές της στη μεγάλη οθόνη: πρόκειται για το σύμπλεγμα νήσων στο οποίο κατέφυγε ο Fletcher Christian μετά την ανταρσία στην οποία πρωτοστάτησε σε πλοίο του βρετανικού στόλου που εστάλη στην Ταϊτή προκειμένου να μεταφυτευτούν.. αρτόδεντρα στη Βρετανία. Τον έψαχναν επί πολλά χρόνια οι βρετανικές αρχές στον Ειρηνικό προκειμένου να οδηγηθεί σε ναυτοδικείο, αλλά –σε αντίθεση με άλλους- δε βρέθηκε ποτέ. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ανακαλύφθηκε πως οι απόγονοί του ζούσαν σε κάτι απομονωμένα νησάκια που ο ίδιος ανακάλυψε, παρέα με τις Ταϊτινές ερωμένες του, τα περί ων ο λόγος νησάκια Pitcairn…
Η κυρία κυβερνήτης των Pitcarin ήρθε στο νησί του Πάσχα με το κρουαζιερόπλοιο που είδα από το σπίτι της Ελβίρας. Είναι Βρετανίδα, η θητεία της θα διαρκέσει δύο χρόνια και μαζί της είχε και τον επόμενο δάσκαλο του μοναδικού σχολείου των Pitcairn, ο οποίος επίσης θα πήγαινε για διετή θητεία στο νησί κι ανυπομονούσε… Το Νησί του Πάσχα ήταν η τελευταία στάση του κρουαζιερόπλοιου πριν το νησί που θα τον φιλοξενούσε σε πλήρη απομόνωση για τα επόμενα δυο χρόνια… Ρε τι δουλειές υπάρχουν στον κόσμο… Άκου δάσκαλος στα νησιά Pitcairn…
Ήξερα αρκετά πράγματα για τα Pitcairn, αλλά έμαθα περισσότερα. Η κυρία κυβερνήτης δεν κουράστηκε να απαντά στις ερωτήσεις μου και μάλιστα εξεπλάγη που γνώριζα για τις διαβόητες δίκες περί παιδεραστίας που συγκλόνισαν το νησί προ ολίγων ετών. «Μα πώς το ξέρεις αυτό;», ρώτησε. Ε, όταν σπούδαζα στην Αγγλία ήμασταν υποχρεωμένοι να διαβάζουμε καθημερινά εφημερίδες σε τουλάχιστον πέντε γλώσσες από τουλάχιστον τρεις ηπείρους ώστε να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά μας καθήκοντα, μια συνήθεια που μου έμεινε μέχρι σήμερα και στην οποία βοηθά το ίντερνετ (τελευταία έχω εντρυφήσει στις αγκολέζικες εφημερίδες, που παραδόξως κατεβαίνουν και γρήγορα στον συνήθως απαράδεκτο κουβανικό server). Έτσι, πριν λίγα χρόνια είχα διαβάσει για το ακόλουθο σκάνδαλο που έκανε τη μισή Βρετανία να θυμηθεί έστω και στιγμιαία πως έχει υπό την κηδεμονία της κι ένα σύμπλεγμα νησιών στη μέση του Ειρηνικού: κάποιοι άνδρες του νησιού έπαιρναν κοριτσάκια ως συζύγους από πολύ μικρή ηλικία, στηριζόμενοι στο εθιμοτυπικό δίκαιο που έφεραν από την Ταϊτή οι πρόγονοι του Fletcher, το οποίο όμως ερχόταν σε σύγκρουση με το βρετανικό δίκαιο.
Η κυβερνήτης (ρε μήπως έπρεπε να την αποκαλώ Your Majesty ή τίποτε τέτοιο; ) με ενημέρωσε πλήρως: όλος κι όλος ο πληθυσμός του μοναδικού κατοικήσιμου νησιού του αρχιπελάγους Pitcairn είναι… 50 άτομα. Από αυτούς, οι 24 είναι άνδρες, εκ των οποίων οι 8 καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση, μειώνοντας έτσι τον τοπικό ανδρικό πληθυσμό κατά 33%! Με δεδομένο πως αυτοί οι 8 καταδικασθέντες ήταν και σχεδόν οι μόνοι άνδρες σε παραγωγική ηλικία, το νησί απειλήθηκε μα αφανισμό, οπότε όλοι έκαναν τα στραβά μάτια και –μόλις αποσύρθηκαν οι Βρετανοί ρεπόρτερ του BBC μετά την κάλυψη της δίκης (για πρώτη φορά φιλοξένησαν και ρεπόρτερ στα Pitcairn!)- οι παιδεραστές-βιαστές ουσιαστικά αποφυλακίσθηκαν ή τέλος πάντων τελούν υπό ανεφάρμοστο κατ’ οίκον περιορισμό. Έμαθα επίσης πως το νησί πλέον φιλοξενεί και ένα ζεύγος ξένων, οι οποίοι ζήτησαν και πήραν άδεια παραμονής και πρακτικά αποτελούν τους μόνους μη απόγονους του Fletcher στο νησί! Νησί στο οποίο για να φτάσεις πρέπει να περάσεις αρκετό καιρό σε πλοίο… Ενδιαφέρουσα περίπτωση τα Pitcairn, από καιρό τα έχω βάλει στο μάτι, αλλά προέχουν άλλες προτεραιότητες… Είναι εκπληκτικό πάντως το τι μπορεί να μάθει κανείς παρατηρώντας πεσμένα moai στη μέση του Ειρηνικού…
Το τουρ συνεχίζεται κι οδηγούμαστε σ’ ένα μέρος θρυλικό: το λατομείο Rano Raraku, το ηφαιστειογενές βουνό όπου λαξεύονταν τα moai. Από την ώρα που φτάνεις στο parking του λατομείου βλέπεις από μακριά δεκάδες moai: άλλα πεσμένα, άλλα μισοθαμμένα, άλλα ακόμη μισολαξευμένα μέσα στο βράχο… Μας ζητούν το εισιτήριό μας, το οποίο εγώ δεν έχω μαζί μου. Κυκλοφορώντας χωρίς οδηγό, νόμιζα πως ήταν απαραίτητο μόνο για το Orongo, αλλά η κοπελιά στην καλύβα που εκτελεί χρέη ταμείου με πιστεύει: «Ε για να το λέτε, έτσι θα είναι! Ώστε πήγατε στο Orongo μόνος σας εχθές, ε; Α, εσείς πρέπει να είστε αυτός με το μούσι που χάθηκε και πήγε να πηδήξει το συρματόπλεγμα στο αεροδρόμιο εχθές, χαχα, τι γέλιο!»… Ρεντίκολο σε όλο το νησί έχω γίνει μου φαίνεται και η μόνη λύση είναι το ξύρισμα ώστε να μη με αναγνωρίζουν…
Ενώ χαριεντιζόμαστε στον έλεγχο εισιτηρίων, η μελαμψή ξεναγός ενός γερμανόφωνου γκρουπ με κοιτά επίμονα. Μου γνέφει δείχνοντας τη μπλούζα μου. Κοιτάω να δω τι μπλούζα φοράω. Α, είναι αυτή που αγόρασα πριν λίγους μήνες στο Taos του New Mexico και απεικονίζει το Τζερόνιμο και μερικούς άλλους επιφανείς Ινδιάνους με τα όπλα τους και λέει «Homeland Security – Fighting Terrorism Since 1492». Η ξεναγός έχει περίεργη όψη, χωρίς να είναι ο ορισμός του κάλλους είναι αναμφισβήτητα εξωτική. Με πλησιάζει και μου λέει πως της αρέσει το μπλουζάκι μου. «Είναι επαναστατικό κι έχει σοκάρει και τους βαρετούς Γερμανούς τους οποίους συνοδεύω. Εύγε!». Λίγες ώρες αργότερα θα τα έπινα μαζί της στο Tapati ενώ αυτή θα έκλαιγε φωνάζοντας από θυμό…
Ανεβαίνουμε προς το λατομείο και το θέαμα με τα δεκάδες moai ξεδιπλώνεται μπροστά μας… Τι να πεις και τι να φωτογραφίσεις… Το μονοπάτι περνά δίπλα από moai, πάνω από moai, κάτω από moai… «Προφανώς εδώ κατασκευάστηκαν όλα τα moai του νησιού», μας λέει η Α, πάντα χαμογελαστή. Λατρεύω τους ανθρώπους που αγαπάνε τη δουλειά τους. «Αυτό που δεν είναι προφανές είναι πως υπάρχουν πολλά moai θαμμένα ακόμη. Ας πούμε εκεί που κάθεσαι, Yorgos, βλέπεις εκείνο το εξόγκωμα πίσω σου;». Γυρίζω και το βλέπω… Μια στρογγυλή πέτρα κάθεται ειρηνικά ανάμεσα σε καμιά δεκαριά όρθια, περήφανα moai. Μπροστά τους φαίνεται ασήμαντη. «Ε, αυτό είναι η άκρη της μύτης ενός moai μήκους 8,5 μέτρων!», λέει και ξαφνικά όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους. Πιο πίσω, ένα άλλο εξόγκωμα είναι η άκρη του λοβού ενός moai και σε ένα ύψωμα μπροστά μας ξεπροβάλλουν τα χείλη ενός άλλου. Ξαφνικά φαίνεται να είμαστε περικυκλωμένοι από φανερά και άφαντα moai και όσο πιο πολύ προσέχεις, τόσο πιο εύκολα διακρίνεις πως βρίσκεσαι σε ένα βουνό από μύτες, μάτια, χείλη, αυτιά και σώματα από αρχέγονα αγάλματα…
Η Α θα μας δείξει το μεγαλύτερο moai που λαξεύτηκε ποτέ, άνω των είκοσι μέτρων. Βρίσκεται ακόμη μέσα στο βουνό, βρισκόταν υπό επεξεργασία όταν εγκαταλείφθηκε κι ως εκ τούτου δεν αποκολλήθηκε ποτέ από το βουνό. Ο τρόπος λάξευσής τους γίνεται εύκολα κατανοητός παρατηρώντας τα ημιτελή moai, ενώ η Α θα μας εξηγήσει πως πολλά εγκαταλείφθηκαν αφού ολοκληρώθηκαν διότι κατά τη μεταφορά τους έσπασαν. Εξακολουθώ να απορώ με την εμμονή των Rapa Nui. Έμπαιναν σε όλο αυτόν τον μπελά να λαξεύσουν τεράστια αγάλματα για να τιμήσουν προγόνους που με τη σειρά τους θα τους όπλιζαν με το ιερό mana. Μετά το δύσκολο έργο της λάξευσης χρησιμοποιώντας απλά πέτρες (οι Rapa Nui ήταν στην λίθινη εποχή μέχρι την άφιξη του «έξω κόσμου»), έπρεπε και να τα μεταφέρουν για πολλά χιλιόμετρα μέχρι την παραλία και αν κάποιο έσπαγε, το εγκατέλειπαν και ξανάρχιζαν τη διαδικασία από την αρχή.
Και πώς τα μετέφεραν; Υπάρχουν πολλές θεωρίες, αλλά η καλύτερη είναι αυτή των ντόπιων: τα αγάλματα περπατούσαν! Η Α πάντως έχει πιο… γήινες ερμηνείες: τα μετέφεραν πάνω σε κορμούς, χρησιμοποίησαν χαλίκια για να τα σέρνουν ή απλά τα μετέφεραν όπως μεταφέρουμε ένα ψυγείο, κινούμενοι αριστερά-δεξιά σε διαγώνιες κινήσεις. Σε αυτή την περίπτωση έχει μια βάση και η θεωρία του…περπατήματος, αφού είναι και η μόνη θεωρία που θέλει τα moai να μεταφέρονται όρθια.
Όπως κι αν τα μετέφεραν οι άνθρωποι, τα τοποθετούσαν με πλάτη προς τη θάλασσα, κοιτώντας πάντα προ το εσωτερικό του νησιού, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις γενικώς έχουν την τιμητική τους στο λατομείο Rano Raraku: είδαμε με moai με μουσάκι, με πόδια, moai γονατιστό, moai με πετρογλυφικά, μέχρι και πετρογλυφικές αναπαραστάσεις καραβιού με κατάρτια, που προφανώς έγινε μετά την πρώτη επαφή με τους Ολλανδούς πειρατές. Επίσης είδαμε και το μεγαλύτερο moai που λαξεύτηκε ποτέ, μήκους άνω των είκοσι μέτρων, το οποίο ακόμη βρισκόταν σε φάση κατασκευής και οι δημιουργοί του δεν πρόλαβαν να το αποκολλήσουν από το βουνό. Η Α μας έδειξε τα «εργαλεία» των Rapa Nui για τη λάξευση των moai, απλές μακρόστενες πέτρες σε μέγεθος ανανά με ανεπαίσθητες εσοχές ώστε να «βολεύονται» μέσα τους τα δάχτυλα, ιδίως ο αντίχειρας, και να εφαρμόζεται η πίεση κατάλληλα κατά τη σφυρηλάτηση. Έπιασα μία και είδα πόσο καλά εφαρμόζει στο χέρι. Δεν έχω καμία ιδέα αν πρόκειται για αυθεντική πέτρα –μάλλον όχι- αλλά η αίσθηση ήταν όμορφη, σου’ ρχεται να αρχίσεις το σκάλισμα επιτόπου.
Εμένα πάντως εξακολουθούν να με προβληματίζουν τα ημιτελή moai που βρίσκονται κάτω από τα πόδια μας. Δεν υπάρχουν σχέδια ανασκαφής τους; «Δυστυχώς όχι», απαντά η Α. Προς το παρόν δεν υπάρχουν σχέδια ούτε για ασφαλτόστρωση των δρόμων, ούτε για διάνοιξη νέων δρόμων στο νησί, για παράδειγμα στο βορειοδυτικό κομμάτι του, όπου ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς είναι με τα πόδια, αφού το τερέν δεν ευνοεί ούτε καν την ιππασία.
Ενώ ανεβαίνουμε προς ένα πανοραμικό σημείο, ρωτάω την Α για τον τρόπο διοίκησης του νησιού. Ανήκει στην Πέμπτη επαρχία της Χιλής και δεν έχει τον παραμικρό βαθμό ανεξαρτησίας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και σε άλλες απομακρυσμένες επαρχίες της χώρας, στο νησί δεν υπάρχουν φόροι και πολλά προϊόντα είναι επιδοτούμενα από την κεντρική κυβέρνηση, όπως η βενζίνη, που είναι πραγματικά φτηνή. Η Α έχει νιώσει την εχθρικότητα των Rapa Nui απέναντι στους continentales Χιλιανούς, αν και όχι στο πετσί της, αφού η ίδια έχει ζήσει στο νησί πάρα πολλά χρόνια και δεν είναι πρόσφατη άφιξη. «Στο κάτω-κάτω, ο κόσμος σου συμπεριφέρεται ανάλογα με το σεβασμό που θα δείξεις απέναντι στον πολιτισμό και την κληρονομιά τους κι εγώ δεν προκαλώ καθόλου. Αλλά ναι, έχω δει ανθρώπους να δέχονται επιθέσεις απλά και μόνο επειδή ήρθαν εδώ ώστε να βρουν μια καλύτερη ζωή. Οι Rapa Nui λένε πως θέλουν να είναι ανεξάρτητο έθνος, αλλά αυτό είναι οικονομικώς αδύνατον, το νησί δεν είναι βιώσιμο οικονομικά. Αυτό που ίσως θα είχε ενδιαφέρον είναι η τελευταία τάση, που προωθεί ένα είδος διοικητικής ανεξαρτησίας στα πλαίσια του κράτους της Χιλής, σε συνδυασμό με τα άλλα απομακρυσμένα νησιά της Χιλής».
Φτάνουμε στο πανοραμικό σημείο και από ψηλά βλέπουμε μια παραλία στο βάθος, και μπροστά της μια σειρά από δεκαπέντε παραταγμένα moai, το κατά πολλούς εντυπωσιακότερο σημείο του νησιού, το Ahu Tongariki. Η Α μας υποδεικνύει πως θα πάμε εκεί αμέσως μετά το μεσημεριανό, το οποίο όλοι οι υπόλοιποι έχουν επιλέξει να συμπεριλάβουν στο τουρ, για δεκαπέντε έξτρα ευρώ.
Ρωτάω την Α τι νομίζει ότι μπορώ να κάνω ενόσω οι υπόλοιποι θα τρώνε το lunchbox τους. «Έχει μια ηφαιστειογενή λίμνη εκεί πάνω, αν πάρεις αυτό το μονοπάτι, αλλά δεν νομίζω πως έχεις χρ…». Πριν τελειώσει τη φράση της έχω φύγει ήδη. Ηφαιστειογενής λίμνη και θα τη χάσω; Ανεβαίνω γρήγορα την ανηφόρα και μετά η ανάβαση γίνεται λίγο πιο απότομη, αλλά σε καμία περίπτωση δύσκολη, ακόμη και για το ταλαιπωρημένο αριστερό μου πέλμα, την ενόχληση του οποίου δεν είχα νιώσει σε όλο το τουρ. Είναι περίεργο το πόσο μπορεί να απορροφηθεί κανείς σε κάτι που τον ενδιαφέρει και να ξεχάσει ακόμη και τον σωματικό πόνο.
Η λίμνη είναι πολύ όμορφη, με καλάμια που ξεπροβάλλουν από το νερό και μια ένοχη ησυχία που προσθέτει μυστήριο στο τοπίο. Ένα άγριο άλογο με προσπερνά αδιάφορα, ώσπου βρίσκει φρέσκο χορτάρι και στέκεται για να βοσκήσει. Η σκηνή είναι από βουκολική ως βιβλική, μέχρι που φτάνει ένα γκρουπάκι για να με επαναφέρει στο σύμπαν και να μου θυμίσει πως πρέπει να κατέβω στο πάρκιγκ ώστε να συνεχίσουμε το τουρ. Κατεβαίνοντας βλέπω και πάλι την εξωτική ξεναγό του γκρουπ. Κοιτάει και πάλι το μπλουζάκι μου, μου κάνει ένα νεύμα και μου λέει «θα τα πούμε το βράδυ». Αλήθεια; Πού; Από πότε την ξέρω εγώ αυτή τη μελαμψή ξεναγό;
Κατεβαίνω και βλέπω τους υπολοίπους να τελειώνουν το γεύμα τους, που δε μου φαίνεται και τίποτε το φοβερό: ρύζι με κοτόπουλο σε ένα πλαστικό κουτάκι συν ένα αναψυκτικό και ένα συσκευασμένο γλυκάκι. Η Α εκπλήσσεται που πρόλαβα να γυρίσω τόσο γρήγορα, ενώ ένα συμπαθές ζευγάρι πλησιάζει το τραπέζι μας και εξηγεί πως προσφέρουν παραδοσιακό γεύμα στο σπίτι τους, με ohu μαγειρεμένο σε «σκεπαστό» φούρνο στο χώμα, παραδοσιακό body painting και σε οικογενειακό περιβάλλον με ντόπια μουσική. Ακούγεται αρκετά ενδιαφέρον, παρότι με τιμή ολίγον τσουχτερή, ωστόσο οι μόνοι που ενδιαφέρονται δυστυχώς αναχωρούν από το νησί το βράδυ, οπότε πάει στράφι η καλή προσπάθεια προώθησης του event από το μεσήλικο ζευγάρι. Η κυρία είναι Βραζιλιάνα, με βαριά προφορά καριόκα, και ο σύντροφός της είναι Χιλιανός. Γιατί πρέπει να περιμένω ότι κάποιοι που προσφέρουν μια σπιτική αναβίωση παλαιών γαστρονομικών συνηθειών πρέπει να είναι σώνει και καλά αυθεντικοί απόγονοι Rapa Nui; Δεν ξέρω. Υποτίθεται πως ζούμε σε ένα πολυπολιτισμικό κόσμο, έτσι δεν είναι; Μήπως δεν είναι αλλοδαποί οι περισσότεροι χορευτές που προσφέρουν συρτάκι και χασαποσέρβικο στη «Γωνιά του Πειραιά» ή οι τσολιάδες έξω από τις χασαποταβέρνες στη Χασιά; Ίσως είναι ρατσιστική η λογική μου, ίσως γεμάτη στερεότυπα, αλλά νομίζω πως θα το γεύμα που προσφέρουν θα πουλιόταν πολύ ευκολότερα αν οι δυο τους ήταν Rapa Nui με πολυνησιακά χαρακτηριστικά. Γιατί όμως αποκλείουμε δυο μη αυτόχθονες από το να διασώσουν μια παραδοσιακή συνήθεια που έτσι κι αλλιώς αργοπεθαίνει; Επειδή το DNA τους είναι διαφορετικό;
Μπαίνουμε στο λεωφορειάκι, που σε λίγα δευτερόλεπτα μας μεταφέρει στο Ahu Tongariki. Ήδη βγαίνοντας στο πάρκιγκ έχει κανείς μια θέα του ανεπανάληπτου θεάματος των δεκαπέντε τεράστιων moai με τα κύματα να σκάνε πίσω τους για backdrop. Πλησιάζω σχεδόν υπνωτισμένος, ακολουθώντας τους άλλους υπνωτισμένους από την όψη των αγαλμάτων που φαίνονται πελώρια. Απίστευτο το θέαμα, σκέφτομαι και προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω χρησιμοποιήσει την ίδια κλισέ φράση από την ώρα που προσγειώθηκα στο νησί. Η Α μας εξηγεί την τιτάνια προσπάθεια που έγινε για την επανέγερση των moai: το όλο εγχείρημα ξεκίνησε χάρη σε έναν Ιάπωνα εργαζόμενο εταιρείας γερανών, που πρότεινε στην εταιρεία του το σχέδιο ως τρόπο διαφήμισης, υποβάλλοντας την πρόταση στο «κουτί προτάσεων» της εταιρείας! Δίπλα μας κείτονται τα «καπέλα» των moai, μόνο ένα εκ των οποίων βρήκε το δρόμο του στην κεφαλή του αγάλματος. Τα υπόλοιπα κάθονται εκεί, περιμένοντας ίσως τον επόμενο Ιάπωνα τουρίστα που θα μιλήσει με το αφεντικό του…
Οι διαφωτιστικές επεξηγήσεις της Α συνεχίζονται, με αναφορές και στις ζημιές που υπέστη το Ahu Tongariki με το τσουνάμι που προκάλεσε ο τεράστιος σεισμός του 1960 στη Χιλή.
Πλησιάζω τα παραταγμένα moai. Σκέφτομαι πως αν είχα καταφέρει να νοικιάσω μοτοσικλέτα θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί μόνος μου, την ώρα που θα ήθελα. Πώς θα είναι να κοιτάς το Ahu Tongariki κατά το ηλιοβασίλεμα; Ή να κάνεις πικνίκ πάνω στη μοτοσικλέτα σου κοιτώντας τα αστέρια; Όλο μουρμούρα είμαι. Αν είχα νοικιάσει μοτοσικλέτα θα έχανα σίγουρα άλλα πράγματα.
Μια Μεξικανή από το ίδιο λεωφορειάκι με μένα με ρωτά αν μπορώ να την πάρω μια φωτογραφία. «Ξέρετε, δε θα με πιστεύουν οι φίλοι μου ότι ήρθα εδώ αν δε βγάλω έστω μια φωτογραφία όπου να εμφανίζομαι κι εγώ», λέει. Άλλος ένας άνθρωπος που ταξιδεύει μόνος του στο Νησί του Πάσχα. Μέχρι στιγμής οι περισσότεροι που γνώρισα στο νησί είναι lone travelers, πραγματικά περίεργο. Πιάνουμε την κουβέντα, η κοπέλα είναι αεροσυνοδός κι έτσι δεν πλήρωσε για το εισιτήριο, όπως κι ο Ιγνάσιο δηλαδή, ενώ σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το ταξίδι ως μέρος κάποιου round-the-world-trip, πράγμα λογικό αν σκεφθεί κανείς πόσο απομονωμένο είναι. «Είναι το πιο μαγικό μέρος που έχω δει ποτέ», λέει η πολυταξιδεμένη Μεξικανή.
Επιστρέφουμε προς το πάρκιγκ και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο Ahu Tongariki και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να το πάρω ακόμη μια φωτογραφία. Κι άλλη μία, και μία ακόμη και μία τελευταία… Κοιτάζω να δω αν οι υπόλοιποι μπήκαν στο λεωφορειάκι και διαπιστώνω πως όλοι βγάζουν αυτή την «τελευταία» φωτογραφία… Κανείς δε θέλει να φύγει.
Εικόνα από το λατομείο με τα διάσπαρτα moai
Τελικώς φυσικά και φύγαμε για να περάσουμε από το Ahu Te Pito Pura, ένα περίεργο αρχαιολογικό μνημείο, όπου βρίσκεται μια ολοστρόγγυλη κοτρόνα περικυκλωμένη από μικρότερες, που έχει μαγνητικές ιδιότητες, αφού όταν τοποθετείς πάνω της μια πυξίδα, οι δείκτες της τρελαίνονται. Συνηθισμένο φαινόμενο για πολλές πέτρες που περιέχουν σίδηρο, αλλά το περίεργο με τη συγκεκριμένη είναι πως, σύμφωνα με το θρύλο, είναι η ιερή πέτρα που έφερε μαζί του ο Hotu Motua από την Πολυνησία και για την οποία έχουν λάβει χώρα πολλές πολεμικές συρράξεις. Επιστημονικές μελέτες έδειξαν πως η πέτρα είναι «αυτόχθονη» και σε καμία περίπτωση δεν ήρθε από άλλο νησί, αλλά ο μύθος είναι μύθος…
Οι πολεμικές συρράξεις ήταν στην ημερήσια διάταξη στο νησί απ’ ό,τι φαίνεται πάντως. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ήταν αυτή ανάμεσα στα Μεγάλα Αυτιά και τα Μικρά Αυτιά: σε κάποια χρονική στιγμή οι κάτοικοι του νησιού χωρίστηκαν –για άλλη μια φορά στην ιστορία τους- σε δύο φατρίες, η μία εκ των οποίων τοποθετούσε ξύλινους κυλίνδρους στους λοβούς της, προκειμένου να επιμηκύνει τα αυτιά των μελών της. Τα Μεγάλα Αυτιά επικράτησαν και ταπείνωναν συνεχώς τα Μικρά Αυτιά, σε σημείο που τους υποχρέωσαν να καθαρίσουν το νησί από τις διάσπαρτες πέτρες, προκειμένου να αυξηθεί η καλλιεργήσιμη έκταση. Τα Μικρά Αυτιά ξεσηκώθηκαν και τους απώθησαν σε ένα απομονωμένο σημείο του νησιού, όπου τα ταμπουρωμένα Μεγάλα Αυτιά έφτιαξαν χαρακώματα, με σκοπό να παγιδεύσουν τους εχθρούς τους, να τους ρίξουν μέσα και να τους κάψουν ζωντανούς, με τα χόρτα που είχαν τοποθετήσει στα χαντάκια. Έπεσαν όμως θύματα προδοσίας από μία Μικρό Αυτί που είχε παντρευτεί κάποιον δικό τους, με αποτέλεσμα να πέσουν οι ίδιοι στην παγίδα τους. Επιβίωσαν μόλις τρία Μεγάλα Αυτιά, οι δύο εκ των οποίων συνελήφθησαν κι εκτελέστηκαν. Ο τρίτος και τελευταίος πάντως κατάφερε να ξεφύγει και να κάνει και απογόνους, που ζουν στο νησί και είναι και υπερήφανοι για το γενεαλογικό του δέντρο. Άλλη μια ιστορία ενδεικτική του πόσο έντονα αποτυπωμένη είναι η ιστορία του νησιού σε κάθε Rapa Nui…
Η τελευταία στάση του μαραθώνιου τουρ ήταν στην παραλία Anakena. Ως παραλία είναι πανέμορφη κι έχει και το προνόμιο να είναι η μοναδική παραλία στον κόσμο με δύο αρχαιολογικά μνημεία (ένα με moai κι ένα με ahu), πραγματικά εκπληκτικός συνδυασμός. Όσο οι υπόλοιποι –που ήταν και φαγωμένοι- πήγαν για μια βουτιά, εγώ «χτύπησα» μια σαντουιτσάρα με τηγανητές πατάτες σε ένα από τα καλυβάκια-μπαρ της παραλίας. Εκεί γνώρισα κι ένα Γάλλο που ζει στο Σαντιάγο όπου εργάζεται ως προγραμματιστής διότι «στη Χιλή πληρώνουν καλύτερα από τη Γαλλία», πράγμα που δεν με εκπλήσσει πλέον με τη Χιλή. Μαζί του ήταν και η Χιλιανή κοπέλα του, θα περνούσαν τρεις εβδομάδες στο νησί, κάνοντας κυρίως scuba diving. Για όλους έχει κάτι το νησί.
Περπάτησα λίγο κατά μήκος της παραλίας ώστε να δω τα moai. Με όλο το σαματά από τους λουόμενους χάνουν πολύ σε ατμόσφαιρα, αλλά ο συνδυασμός με τους κοκοφοίνικες από πίσω είναι εντυπωσιακός, όπως και να το κάνουμε. Η μία ώρα που μας έδωσε η Α πέρασε πολύ γρήγορα, μπήκαμε στο βανάκι κι επιστρέψαμε στην Hanga Roa, χωρίς να κάνουμε στάση στο Ahu Akivi, το σημείο όπου πρωτοείδα moai. Το τουρ ήταν πάμφθηνο, διαφωτιστικό και η Α καταπληκτική στη δουλειά της.
Τα πόδια μου έχουν γίνει μαρμελάδα, οπότε επιβάλλεται η επιστροφή στο σπίτι. Η κυρα-Ελβίρα δεν είναι εκεί, είναι όμως ο Ιγνάσιο με το Φινλανδό, που γύρισαν από άλλη μια βόλτα με τη «γουρούνα» που έχουν νοικιάσει. Τους λέω για το πόσο διαφωτιστικό ήταν το τουρ κι ο Ιγνάσιο αποφασίζει να κάνει κι αυτός ένα, αφού του μένουν άλλες τέσσερις μέρες στο νησί. Αποφασίζουμε να πάμε μαζί μέχρι το ίντερνετ καφέ, συζητώντας για το νησί, το Περού, τα προσωπικά μας και την Κούβα. Στη μέση της διαδρομής, μια ξανθιά τρέχει από πίσω μου και με χτυπά στην πλάτη ευγενικά. «Πού ήσουν; Σε ψάχνω εδώ και τρεις μέρες!», λέει χαμογελαστή η G, η βραζιλιάνα θεά/ψυχολόγος της εθνικής ομάδας/trekker με πιστολάκι. «Είμαι στο μπαρ εδώ παραπάνω και τα λέω με τους φίλους μου, είναι όλοι Rapa Nui, θα ήθελα πολύ να τους γνωρίσεις», μου λέει και φυσικά δέχομαι, αφού πρώτα δώσω ραντεβού με τον Ιγνάσιο και το Φινλανδό στο βραδινό Tapati.
Οι φίλοι της G είναι κλασικοί Rapa Nui: καλογυμνασμένοι, μακρυμάλληδες, καμάκηδες και όχι ιδιαίτερα φιλόξενοι. Η παρουσία μου στο μπαρ γίνεται δεκτή με βλέμματα δυσπιστίας κι ένα μόνο χαμόγελο, αυτό της G. Καθόμαστε, συστηνόμαστε, πίνουμε κι ένα ποτάκι, αλλά έχω την εντύπωση πως η παρουσία μου ενοχλεί τους πάντες πλην της G, που συνεχώς με ρωτάει για τις εντυπώσεις μου από το νησί. Τελικώς κανονίζουμε να βρεθούμε στη Botafogo του Ρίο σε λίγες μέρες, αφού κι οι δύο θα κατευθυνθούμε προς Βραζιλία την επόμενη εβδομάδα. Μου δίνει ένα φιλί υπό τα ξινισμένα βλέμματα των Rapa Nui, που με αποχαιρετούν ψυχρά και συνεχίζω προς το Tapati. Μόλις απέκτησα προσωπική ξεναγό στη Botafogo!
Απόψε το Tapati έχει διαγωνισμό χορού. Για άλλη μια φορά η τεράστια εξέδρα δίπλα στη θάλασσα αποτελεί το θέατρο του διαγωνισμού, με τις δύο αντίπαλες πολυπληθείς ομάδες να είναι ντυμένες με παραδοσιακά ρούχα, να τραγουδούν σε απόλυτη συμφωνία και να παίζουν παραδοσιακά όργανα, δημιουργώντας ένα φαντασμαγορικό θέαμα που βρίσκεται όμως μακριά από το κιτς και το χαζοτουριστικό και πολύ κοντύτερα στο αρχέγονο, πράγμα σπάνιο για τέτοιου είδους παράσταση. Το ξέχασα… Δεν είναι παράσταση, το Tapati είναι η αναβίωση των παραδόσεων του νησιού, που πρωτίστως γίνεται για την τόνωση της ταυτότητας των ντόπιων και λιγότερο για τη μια χούφτα τουριστών που έτυχε να περνάει από το νησί τη συγκεκριμένη εβδομάδα.
Πηγαίνοντας να πάρω ένα αναψυκτικό, διακρίνω ένα πάγκο που σερβίρει φρεσκομαγειρεμένες empanadas. Παραγγέλνω τρεις και δευτερόλεπτα αργότερα ακούω να μου ψιθυρίζουν από πίσω στο αυτί: «Κι αυτή την προφορά από το Πουέρτο Ρίκο πού τη βρήκες εσύ, Έλληνας άνθρωπος;». Γυρίζω και βλέπω την εξωτική μελαμψή Rapa Nui ξεναγό να μου χαμογελάει αφοπλιστικά. Της λέω πως η προφορά είναι από την Κούβα (πάντως η πορτορικάνικη είναι ό,τι πιο κοντινό), τη ρωτάω πώς ξέρει από πού είμαι κι αυτή απαντά δείχνοντάς μου ένα τραπέζι στο οποίο καθόταν ο Ιγνάσιο με τον Φινλανδό, μου κλείνει το μάτι και λέει «όποιος ενδιαφέρεται, ρωτάει». Παίρνω τις empanadas και πάω να κάτσω μαζί τους, σε ένα τραπέζι μακριά από τη σκηνή όπου συνεχίζει να εκτυλίσσεται ο μαραθώνιος μουσικός διαγωνισμός, στον οποίο τη δεδομένη στιγμή πρωταγωνιστούσαν παιδικές χορωδίες που τραγουδούσαν στα Rapa Nui.
Η παρέα φαίνεται ενδιαφέρουσα: ο πάντα γελαστός Ιγνάσιο, ο Φινλανδός που –μη μιλώντας Ισπανικά είναι αφοσιωμένος στο να κοιτά τη μπύρα του, ένας τεράστιος Βάσκος ονόματι Ιγκόρ και στη μέση η επιβλητική παρουσία της ξεναγού, της οποίας το όνομα εξακολουθώ να αγνοώ. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το Φινλανδό, που απεγνωσμένα προσπαθεί να καταλάβει. Πιστός στον όρκο του διερμηνέα, κάθομαι δίπλα του και του μεταφράζω τα όσα λέγονται, κάνοντας whispering: «Λένε ότι πίνεις πολύ, πράγμα συνηθισμένο για τους Φινλανδούς, οι οποίοι έχουν άθλια φήμη στο νησί σύμφωνα με την ξεναγό, από τότε που ένας συμπατριώτης σου γκρέμισε ένα moai σε κατάσταση μέθης». Ο Φινλανδός με κοιτά, ξαφνικά χαμογελά και μου λέει όλο χαρά πως την έχει ακούσει τη σχετική ιστορία και το λέει σαν να είναι περήφανος για τα κατορθώματα του συμπατριώτη του, πράγμα που προκαλεί το γέλιο των άλλων.
Η ξεναγός προτείνει να σηκωθούμε από το τραπέζι και να συνεχίσουμε το ποτάκι μας στα βράχια, δίπλα στη θάλασσα. Βρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας, ίσως η μπυρίτσα που κρατάει να μην είναι η πρώτη της. Στο δρόμο για τα βράχια με ρωτάει αν θέλω να καπνίσω λίγη μαριχουάνα και μου συστήνεται: είναι η Ε, γεννημένη στο νησί, αλλά πλέον μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Γερμανία και το Νησί του Πάσχα. Ενώ το τσιγαριλίκι αλλάζει χέρια, ο Ιγκόρ πιάνει την κουβέντα στον Ιγνάσιο, ο Φινλανδός συνεχίζει να επικεντρώνεται στη μπύρα του αδυνατώντας να κατανοήσει τη γλώσσα συζήτησης κι εμένα μου πιάνει την κουβέντα η Ε.
«Στο είπα πως θα βρισκόμασταν απόψε στο Tapati, έτσι δεν είναι; Φορούσες φοβερό μπλουζάκι σήμερα, όλο το γκρουπ μου με ρωτούσε πού το βρήκες. Οι Γερμανοί είναι σαν τους Αμερικάνους, σοκάρονται ή ενθουσιάζονται με το παραμικρό είναι πολύ εύκολο να τους εντυπωσιάσεις». Τη ρώτησα τι ακριβώς κάνει στη Γερμανία και μου απάντησε σε άπταιστα Γερμανικά, κοιτώντας με δυσπιστία για να δει αν τα καταλαβαίνω. Ο πατέρας της είναι Γερμανός, η μητέρα της Rapa Nui και πήγε στη Γερμανία για να σπουδάσει τη γλώσσα. Σήμερα κάνει την ξεναγό για γερμανόφωνα κι αγγλόφωνα γκρουπ. «Κατάλαβες τίποτε από όσα είπα;», ρωτάει με ανωτερότητα. «Τα πάντα, άλλωστε τα Hochdeutsch σου είναι αργά, καθαρά και σαφή», απαντώ επίσης στα Γερμανικά. Τη ρωτάω για το πώς ήταν η ζωή στο νησί, για τα παιδικά της χρόνια. Απαντά πάλι στα Γερμανικά, αλλά αυτή τη φορά το βλέμμα της είναι μελαγχολικό και ξαφνικά γυρίζει στα Ισπανικά: «Εγώ μεγάλωσα σε ένα νησί πολύ διαφορετικό από αυτό το χάλι που βλέπεις τώρα. Στο δρόμο άκουγες μόνο Rapa Nui, δρόμοι δεν υπήρχαν και οι Χιλιανοί ήταν όλοι μετρημένοι στα δάχτυλα. Ζούσαμε αλλιώς, πιο ξένοιαστα, όπως αρμόζει σε ένα νησί στη μέση του πουθενά… Η μητέρα μου μας κοίμιζε με ιστορίες των προγόνων μας, οι γείτονές μας μαγείρευαν ohu ακόμη… Ξέρεις τι είναι το ohu; Πάλι καλά, διότι σε λίγα χρόνια δε θα ξέρει κανείς. Πηγαίναμε βόλτες με τα άλογα, μας χτυπούσε ο αέρας, στις κούνιες τραγουδούσαμε στα Rapa Nui. Οι γονείς μου μας έλεγαν πως τις δεκαετίες του ’50 ερχόταν ένα πλοίο το χρόνο, με το ταχυδρομείο του νησιού. Μετά φτιάχτηκε το αεροδρόμιο κι άρχισαν να έρχονται και οι πτήσεις, στην αρχή πολύ αραιά… Τώρα έχουμε 50.000 τουρίστες το χρόνο. Και καλά κάνουν κι έρχονται, κι εγώ από αυτούς ζω αλλά πού πάνε τα λεφτά του τουρισμού;».
Ακούγοντας Ισπανικά αντί για Γερμανικά, ο Ιγκόρ και ο Ιγνάσιο έρχονται και συμμετέχουν κι αυτοί στη συζήτηση. Ο Ιγκόρ έχει τη δική του ιστορία με το νησί, πηγαίνει κάθε χρόνο για ένα μήνα εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Όταν πρωτοπήγε δεν υπήρχαν δρόμοι, τώρα υπάρχουν περισσότερα γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων από ποτέ.
«Ναι, να έρθουν και τα αυτοκίνητα… Αλλά ποιος τα νοικιάζει; Οι Χιλιανοί! Έρχονται εδώ, στήνουν εταιρείες, βγάζουν λεφτά, στήνουν νέες εταιρείες κι έρχονται όλο και περισσότεροι…το νησί δεν αντέχει τόσους κατοίκους, ούτε ως οικονομία ούτε ως πληθυσμός. Ξέρεις πόσο λίγο νερό έχουμε; Ποιος θα πρέπει να φύγει αυτοί ή εμείς;», λέει η Ε, εμφανώς πιο εκνευρισμένη από πριν. Η μελαγχολία έχει δώσει τη θέση της στο θυμό. Ενώ πίνει μια γουλιά από τη μπύρα της, αποφασίζω να την τσιτώσω λίγο: «Οι Χιλιανοί πάντως λένε ότι οι Rapa Nui τους συμπεριφέρονται πολύ άσχημα, μερικές φορές και βίαια».
Η έκρηξη ήταν αναμενόμενη. Η Ε κάνει τα μάτια της χαραμάδες και συνεχίζει στα Γερμανικά: «Α ναι, ε; Είμαστε και ρατσιστές εμείς οι Rapa Nui, το ξέχασα αυτό. Όταν μας προσάρτησαν στη Χιλή χωρίς να μας ρωτήσουν, δεν είπαμε τίποτε. Όταν πούλησαν όλους τους προγόνους μου για σκλάβους στο Περού, οι Rapa Nui ήταν άτακτοι. Μετά μας φέρανε αυτή την εταιρεία με το μαλλί, που μακάρι να σαπίσουν όλοι στην κόλαση, βάλανε τους παππούδες μας να μένουν πίσω από συρματοπλέγματα, σαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν ερχόντουσαν οι καραμπινέροι του Πινοσέτ και πλάκωναν τον κόσμο στο ξύλο, δεν ξεσηκώθηκε κανείς, ήμασταν καλά παιδιά. Και τώρα που έρχονται οι Χιλιανοί επειδή μυρίστηκαν το χρήμα του τουρισμού, μας λένε και ρατσιστές! Ποιοι; Αυτοί που μας είχαν σαν ζώα! Αχ τους καημένους τους Χιλιανούς, τους συμπεριφερόμαστε και άσχημα ε; Να μην ξανάρθουν! Τα καθάρματα! Έχουν και παράπονο κιόλας, που έρχονται εδώ και βγάζουν όσα λεφτά δεν έχουν ονειρευτεί ποτέ τους». Πλέον φωνάζει δυνατά και βλέπω περισσότερα κεφάλια να κοιτούν προς τα βράχια που βρισκόμαστε εμείς παρά προς το Tapati.
«Ναι, αλλά το νησί δεν είναι αυτάρκες. Χωρίς τις επιδοτήσεις, την εξαίρεση από τους φόρους, τα πακέτα, τα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες από τη Χιλή δε θα μπορούσε να σταθεί οικονομικά, έτσι δεν είναι; Δες τη βενζίνη, έχει τη μισή τιμή εδώ από όσο στη Χιλή. Και τα εισιτήριά σας για τη Χιλή είναι κάτω του κόστους», λέει ο Ιγνάσιο, που εργάζεται και για τη LAN.
«Τρίχες! Αν ήμασταν μόνο οι ντόπιοι στο νησί θα ζούσαμε μια χαρά με τα έσοδα του τουρισμού. Αλλά βέβαια, ήρθαν οι εξυπνάκηδες οι Χιλιανοί και πρέπει να τους ταϊσουμε κι αυτούς: αυτούς που κάνουν δήθεν επενδύσεις, τους μπάτσους που μας δέρνουνε όταν κλείνουμε το αεροδρόμιο, το δικαστή, το δάσκαλο του σχολείου που δεν μιλάει ούτε τη γλώσσα των παιδιών μας, τους ταξιτζήδες… Και παίρνουν κι όλα τα λεφτά. Ξέρεις ποιος διαχειρίζεται τα μνημεία του νησιού; Η CONAF! Δηλαδή μια κρατική αγροτική εταιρεία που υποτίθεται πως ήρθε στο νησί για να κάνει αναδάσωση. Βλέπεις κανένα δέντρο πουθενά; Ούτε ένα δέντρο δεν κατάφεραν να φυτέψουν! Αλλά τα 10$ που πλήρωσες όταν πήγες στο Orongo πήγαν στην τσέπη τους. Τα έσοδα από τη ΔΙΚΗ ΜΟΥ κληρονομιά πάνε στο κράτος της Χιλής. Μας έστειλε η UNESCO κάτι εκατομμύρια και δεν έφτασαν ποτέ εδώ, έμειναν στο Βαλπαραϊσο, διότι εκεί υπαγόμαστε. Έχεις δει ποτέ κρατικό οργανισμό αναδάσωσης που υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας να κάνει τουριστική πολιτική; Αλλά βέβαια, επειδή δεν μπόρεσαν να βάλουν χέρι στον τουρισμό μας αλλιώς, το κάνουν μέσω της CONAF με το μανδύα της οικολογίας. Άσε που όλα τα πακέτα τουρισμού είναι για τα μπάζα! Οι μισοί τουρίστες έρχονται και μένουν σε ένα ξενοδοχείο… το Iorana. Τι κατάλαβε από την κουλτούρα του νησιού ένας που μένει στο Iorana; Εσύ πού μένεις;», με ρωτάει δείχνοντας με τον δείκτη της το πρόσωπό μου.
«Στο Apina Tupuna», απαντώ και πριν προλάβω να πως τις εντυπώσεις μου από την κυρα-Ελβίρα βλέπω το πρόσωπο της Ε να μαλακώνει. «Α, πάλι καλά… Μένεις στην Ελβίρα, τη θεία μου. Τουλάχιστον βλέπεις τις κόρες της να μαγειρεύουν παραδοσιακά κάθε μέρα, ένα σπίτι με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αυθεντικά ξυλόγλυπτα και τα Σάββατα μαζεύονται και τραγουδάνε στη γλώσσα μας». Η Ελβίρα είναι θεία της Ε; Έτσι εξηγείται το ταμπεραμέντο… πάει σόι το βασίλειο…
«Η Ελβίρα είναι η απόγονος της τελευταίας βασίλισσας του νησιού, από εκείνους τους 111 που επέζησαν της φυματίωσης που μας κόλλησαν οι continentales. Βασικά, όλοι οι Rapa Nui που βλέπεις σήμερα στο νησί είμαστε οι ευγενείς, διότι μόνο αυτοί επέζησαν, ήταν οι μόνοι που δεν πάρθηκαν ως σκλάβοι. Η Ελβίρα έχει κάνει πολλά για το νησί, μέχρι και η πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας είναι. Αλλά για λεφτά δεν θα την εμπιστευόμουν καθόλου… Παρότι είναι θεία μου, πρέπει να παραδεχθώ πως είναι σατανική, ούτε νερό στο παιδί της δε δίνει! Αλλά αν διοικούσε αυτή το νησί δε θα είχε μείνει ούτε ένας continental, θα τους είχε σουτάρει όλους».
Φαίνεται να έχει ηρεμήσει, τραβάει και δυο τζούρες από το τσιγαριλίκι πριν μου το πασάρει και τα βάζει πάλι με τους continentales. «Μερικοί έρχονται εδώ και κάνουν και τους ξεναγούς… Δε μας έφταναν οι ξένοι που διάβασαν ένα βιβλίο και νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, έχουμε και τους Χιλιανούς που ούτε αυτό το ένα βιβλίο δε διάβασαν! Άσχετοι όλοι τους, παίρνουν γκρουπ και τους λένε μπαρούφες! Εσύ σήμερα ας πούμε ποιον ξεναγό είχες;». Απαντώ πως είχα την Α και πως έμεινα ενθουσιασμένος. Η Ε σοβαρεύει, η φωνή της βαθαίνει και μιλάει με σεβασμό: «Για την Α δεν μπορώ να πω τίποτε. Όταν ο πατέρας της έκανε ανθρωπολογικές μελέτες στο νησί, εγώ δεν είχα γεννηθεί καν κι αυτή ξέρει και σέβεται τον κόσμο. Είναι από τις λίγες continentales που δικαίως μένουν εδώ. Αλλά έχει κάτι άλλους άσχετους! Άσε που τα πακέτα είναι τσάμπα, γι’ αυτό έχουμε τον τουρισμό που έχουμε… Τη δεκαετία του ’90 μπήκαν και τα ναρκωτικά με τους νεοχίπηδες, είναι μεγάλο πρόβλημα… Οι νέοι δεν έχουν δουλειά, τις δουλειές τις παίρνουν όλες οι continentales, οπότε και οι δικοί μας τι να κάνουν; Κάθονται σε μια γωνιά και καπνίζουν για να περάσει η ώρα. Κανονικά θα έπρεπε η είσοδος στα αρχαιολογικά πάρκα να είναι πολύ υψηλότερη. Θα γίνει τώρα, βέβαια. Από την Πρωτομαγιά αντί για 10$ θα κοστίζει 80$. Αλλά ξέρεις ποιος θα παίρνει πάλι τα λεφτά; Αυτή η γ… η CONAF, τα καθάρματα! Στο διάολο να πάνε!».
Πλέον κλαίει και φωνάζει ταυτόχρονα, ευτυχώς έχουμε απομακρυνθεί από το Tapati και δεν αποτελούμε πια θέαμα. Δίπλα μας, σε μια λιμνούλα που έχει δημιουργηθεί από το νερό που φέρνουν τα κύματα, δυο τσίτσιδα τρίχρονα Rapa Nui παίζουν τσιρίζοντας, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μας. Ο Ιγνάσιο προσπαθεί να αλλάξει το θέμα και ο Ιγκόρ –επί χρόνια φίλος της Ε- καταφέρνει να την ηρεμήσει και να την κάνει να γελάσει. Η συζήτηση πια παίρνει άλλη τροπή, πιο φιλική, λιγότερο επιθετική, πιο χαλαρή. Μιλάμε για τη Γερμανία, για τη χώρα των Βάσκων, για την Ταϊτή, στην οποία θα κατευθυνθεί κι ο Φινλανδός σε τρεις μέρες αν καταφέρει να ξυπνήσει διότι η πτήση είναι πρωινή και με τις μπύρες που κατεβάζει κάθε βράδυ δεν τον βλέπω καλά…
Κάτσαμε ένα τετράωρο δίπλα στα κύματα. Η Ε ήταν πολύ πιο φιλική μαζί μου και συζητήσαμε για κάτι επαγγελματικά σχέδια που έχω για το απώτερο μέλλον, που περιλαμβάνουν και το Νησί του Πάσχα. «Λες να γίνω κι εγώ ένα ακόμη βάρος στην κοινωνία σας; Να με κυνηγάει η κυρα-Ελβίρα με το σκουπόξυλο σε όλο το νησί;». Κατά την Ε, ένας ακόμη ξένος δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι ξένοι δεν έχουν απαιτήσεις, προσλαμβάνουν ντόπιους και γενικώς δεν προκαλούν τριβές. Για όλα φταίνε οι continentales, ορισμένοι από αυτούς πάνε στο νησί για να αποφύγουν τις συνέπειες του νόμου στην ηπειρωτική Χιλή (ένα από τα αιτήματα των Rapa Nui διαδηλωτών ήταν ο έλεγχος του ποινικού μητρώου όλων των continentales αφού αποκαλύφθηκε πως μια χούφτα εμπόρων ναρκωτικών το είχε μετατρέψει σε καταφύγιο) και πλέον αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, αλλοιώνοντας τη δημογραφική και πολιτιστική του σύσταση. Μου εξηγεί τις νομοθετικές παραμέτρους, μου δίνει το μέηλ της και μου λέει πως αν θέλω κάποια μέρα να κάνω κάτι στο νησί, καλό θα είναι να τα πηγαίνω καλά με την Ελβίρα. «Η πραγματική εξουσία στο νησί είναι αυτή», μου λέει.
Κοιτάει τα τρίχρονα που παίζουν με ένα καβούρι που έχει την ατυχία να πέσει στα χέρια τους. «Σε τι νησί θα μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά; Αγνώριστο θα είναι σε 10 χρόνια…».
Αποχαιρετιζόμαστε κι εγώ με τον Ιγνάσιο προσπαθούμε να βρούμε ταξί για το σπίτι, αφού τα πόδια μου πονάνε και δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μεγάλη απόσταση. Τελικώς δε βρίσκουμε κι επιστρέφουμε περπατώντας, αφήνοντας πίσω τον Φινλανδό, που λέει πως θα κάτσει «για μια-δυο μπυρίτσες ακόμη». Προβλέπω να γκρεμιστεί κι άλλο moai από φινλανδικά χέρια…
Στην επιστροφή αναγκαστικά κάνουμε στάσεις για να κάνω διατάσεις στα ταλαιπωρημένα μου πέλματα. Ο Ιγνάσιο στοχάζεται για το μέλλον του νησιού, λέγοντας πως ίσως να τα καταφέρουν οι ντόπιοι να διατηρήσουν την ταυτότητά τους.
Εγώ είμαι πολύ πιο απαισιόδοξος, το βλέπω πια ως τετελεσμένο γεγονός. «Δεν το βλέπεις ρε Ιγνάσιο; Από την ώρα που έμειναν μόλις 111 άνθρωποι, λογικό ήταν να αρχίσουν οι προσμίξεις. Χάθηκε η καθαρότητα της φυλής, που και ως έννοια είναι κάτι το τελείως ξεπερασμένο. Φυσικά και θα τους έτρωγε η Χιλή από κάποιο σημείο κι έπειτα. 2500 κάτοικοι σε ένα κράτος 15 εκατομμυρίων δε θα μπορούσαν να ζουν μόνοι τους. Το μόνο πράγμα που τους διατηρούσε τόσον καιρό ήταν η γεωγραφική απομόνωση, αλλά κι αυτή εκμηδενίστηκε με την είσοδο των αεροπορικών πτήσεων. Από την ώρα που οι continentales ζουν καλύτερα εδώ παρά στη Χιλή –διότι τα χρήματα από τον τουρισμό είναι πολύ καλά, η Ε μας είπε πως βγάζει πάνω από 100$/ημέρα ως ξεναγός- επόμενο ήταν να μετοικήσουν εδώ, ο νόμος το επιτρέπει. Πάει, το νησί τελείωσε από την ώρα που κατασκευάστηκε ο αεροδιάδρομος το ’68. Η ανάπτυξη ήταν αναπόφευκτη και μαζί της και η παγκοσμιοποίηση, όπως και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Τα ίδια που θα γίνουν και στην
Κούβα μόλις πέσει το εμπάργκο, δηλαδή. Οι μόνες περιοχές του πλανήτη που διατηρούν ένα βαθμό πολιτιστικής μοναδικότητας είναι αυτές που για πολιτικούς ή γεωγραφικούς λόγους μένουν απομονωμένες. Όταν κι αυτά τα αναχώματα πέφτουν, ακολουθούν όλες την πορεία που ακολουθεί και ο υπόλοιπος πλανήτης, της ομογενοποίησης, αφού ο κόσμος δεν απαρνείται τα υλικά αγαθά για να διατηρήσει μια φολκλορική ρομαντικότητα που καμία πρακτική χρησιμότητα δεν έχει στην εποχή του χρήματος. Γι’ αυτό σκιζόμαστε να ταξιδεύουμε, διότι είμαστε η τελευταία γενιά που έχει την ευκαιρία να δει έναν πλανήτη που ακόμη δεν είναι τελείως ομογενοποιημένος, έτσι δεν είναι;»
Ο Ιγνάσιο κουνάει το κεφάλι του. «Ξέρεις, το πρωί πέρασα συμπτωματικά έξω από το σπίτι της Ε, χωρίς να ξέρω ποια είναι. Την είδα με το γιο της… Είναι περίπου τεσσάρων χρονών και κατάξανθος, καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά της μητέρας του. Πήγα να τον χαϊδέψω, του μίλησα στα Ισπανικά και η Ε μου είπε πως μιλάει μόνο Γερμανικά. Ακόμη δηλαδή και η Ε, που είναι η σημαιοφόρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Rapa Nui έχει μεγαλώσει το παιδί της ως Γερμανό! Δίκιο έχεις, πάει η τοπική κουλτούρα, τελείωσε…».
Φτάσαμε στο σπίτι της Ελβίρας κουτουλώντας, αφού έχει σβήσει τα εξωτερικά φώτα, με αποτέλεσμα να κοντέψουμε να γκρεμοτσακιστούμε στα βράχια. Έπεσα ξερός στο κρεβάτι μου, απολαμβάνοντας τον ήχο των κυμάτων στην τελευταία μου βραδιά στο νησί. Τελευταία για την ώρα δηλαδή…
Φάτσα-κάρτα μπροστά μου στο πρωινό, βρίσκω την Ελβίρα. «Φεύγεις σήμερα, ε; Ευτυχώς! Διότι θα έρθουν κάτι άλλοι κι εσένα δε σε υπολόγιζα». Πάντα με την καλή κουβέντα στο στόμα αυτή η γυναίκα… «Ε, τότε να σας αδειάζω τη γωνιά, μη σας ταλαιπωρώ κιόλας», απαντάω κοιτώντας να δω αν υπάρχει κάτι παραπάνω από τις δύο φρυγανιές για πρωινό. «Μπα, μην κοιτάς, δύο είναι όλες κι όλες», λέει ο Ιγνάσιο που έχει τελειώσει ήδη το πρωινό του και κοιτάει το τεράστιο κρουαζιερόπλοιο που φιγουράρει στον ορίζοντα, με ένα απίστευτο ουράνιο τόξο από πάνω του να φαίνεται ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα του πανέμορφου κήπου της Ελβίρας.
Πιάνω πάλι την κουβέντα με τον Ιγνάσιο και στρίβουμε ένα τσιγαράκι μιλώντας για τα χθεσινά τεκταινόμενα, τον Φινλανδό που γύρισε πάλι σκνίπα και δε λέει να ξυπνήσει και συμφωνούμε να πάμε παρέα στο μουσείο, αφού πρώτα παραδώσουμε τη «γουρούνα».
Όσο ο Ιγνάσιο ψάχνει τα κλειδιά κι ετοιμάζεται, προσπαθώ να πιάσω την κουβέντα στην Ελβίρα. Τώρα που έμαθα πως είναι και η απόγονος της τελευταίας βασίλισσας του νησιού, μου κεντρίζει το ενδιαφέρον περισσότερο.
- Εχθές το βράδυ μιλούσα με την ανιψιά σας, την Ε, της λέω.
- Μμμ, ωραίες παρέες κάνει η ανιψιά μου, λέει ενώ γράφει κάτι ορνιθοσκαλίσματα στο τετράδιο που μου πέταξε στη μύτη πριν λίγες μέρες.
- Μου είπαν πως είστε προσωπικότητα στο νησί…
- Φυσικά και είμαι! Τι θα ήταν το Rapa Nui χωρίς εμένα; Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Εγώ είμαι πρόεδρος ομάδας ποδοσφαίρου που έχει πάρει τίτλους! Έχω 6 παιδιά και έντεκα εγγόνια, όλοι τους εξέχουσες φυσιογνωμίες. Το βλέπεις αυτό το κρουαζιερόπλοιο εκεί; Ο ανιψιός μου κατάφερε να το φέρει. Θα φέρει κι άλλα, θα έρθει πολύς τουρισμός, θα γεμίσουμε τουρίστες. Εγώ έκανα αγώνες για να μη χαθούν οι παραδόσεις του νησιού, φτιάξαμε συλλόγους που διέσωσαν τα τραγούδια μας και τους χορούς μας. Έχω κάνει πολλά εγώ!
- Γιατί δε βάζετε υποψηφιότητα για δήμαρχος; Τη ρωτάω για πείραγμα.
- Αν έβαζα θα κέρδιζα εύκολα! Αλλά έχω άλλες δουλειές τώρα. Αλλά ξέρω το αξίζω, θα είχα λύσει όλα τα προβλήματα εγώ, όχι σαν τη δήμαρχό μας, που είναι μια άχρηστη και μισή…
- Δηλαδή τι αλλαγές θα κάνατε;
- Α, θα τα έφτιαχνα όλα, δρόμους, αρχαιολογικά πάρκα, φεστιβάλ, μεγάλα ξενοδοχεία, επενδύσεις, μεγαλύτερο αεροδρόμιο…
Καταστροφικό μου ακούγεται το σενάριο, αλλά πριν το επεξεργαστώ η Ελβίρα καρφώνει το βλέμμα της στον Ιγνάσιο, που βγαίνει από το δωμάτιό του.
- Εσύ φεύγεις σήμερα, ε; Ρωτάει με εχθρικό ύφος τον Περουβιανό.
- Ε, όχι, αφού είχαμε πει πως θα μείνω όλη την εβδομάδα και η κράτησή μου…
- Α, πρέπει να φύγεις! Έχω άλλους τουρίστες που έρχονται σήμερα!
- Μα, αφού είχα κάνει κράτηση και μου απαντήσατε μέσω μέηλ…
- Δεν τα απαντάω εγώ τα μέηλ, τα απαντάει μια ηλίθια! Λοιπόν, μέχρι τις 12 να έχεις γίνει καπνός…
Ο Ιγνάσιο κουνάει το κεφάλι του, αλλά μάλλον σκέφτηκε πως προτιμά να πάει σε άλλο ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Καβαλάμε τη «γουρούνα» και πάμε να την παραδώσουμε. Για άλλη μια φορά δεν εκπλήσσομαι που το γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων ανήκει σε continental. Η έκπληξη είναι η τιμή ενοικίασης αυτοκινήτων και μοτοσικλέτας, πραγματικά χαμηλές, ίσως και λόγω της δραματικής αύξησης των αντίστοιχων εταιριών στο νησί τα τελευταία χρόνια.
Μας έπιασε βροχή και χρειάστηκε να περιμένουμε, οπότε πιάσαμε κουβέντα με το παλικάρι που νοικιάζει τις μοτοσικλέτες. Τα ίδια παράπονα για ακόμη μια φορά: οι Rapa Nui δεν του μιλάνε καν, τα παιδιά του μέχρι που τα γιουχάρουν στο σχολείο κι ο ίδιος απλά μένει στο νησί διότι οι μισθοί είναι ασύγκριτα καλύτεροι από ό,τι στην ηπειρωτική Χιλή και σύντομα θα ανοίξει και δική του εταιρεία.
Επιτέλους σταμάτησε η βροχή και κατευθυνθήκαμε προς το μουσείο, που βρίσκεται στα προάστια της Hanga Roa, μέσω ενός χωματόδρομου, που με τη βροχή έχει μετατραπεί σε βούρκο. Πριν εισέλθουμε, επισκεπτόμαστε τα τελευταία moai που θα έβλεπα στο νησί. Ένα από αυτά έχει μάτια και βλέφαρα, όπως εικάζεται πως είχαν όλα. Υπό το ψιλόβροχο που μόλις ξανάρχισε, η εικόνα είναι λίγο μελαγχολική, με τον τελετουργικό κύκλο να θυμίζει στους επισκέπτες πως κάποιος είναι θαμμένος εκεί και δεν πρέπει να πατάνε και το τεράστιο κρουαζιερόπλοιο στο βάθος να φαντάζει απειλητικό. Αναρωτιέμαι πότε θα ξαναέρθω στο νησί, πιάνοντας την κουβέντα με τον Ιγνάσιο. Του εξηγώ τα σχέδιά μου για τη μετοίκηση στο Περού, όπου κι αυτός επιστρέφει σε λίγους μήνες, μετά από χρόνια «εξορίας» στο εξωτερικό. «Μπορεί να γίνουμε και γείτονες», λέει χαμογελώντας. Μακάρι.
Το μουσείο είναι πολύ μικρό, αλλά πολύ κατατοπιστικό, με εξαιρετικά πλάνα και επεξήγης των διαφόρων θεωριών. Επί μιάμιση ώρα κάθομαι και μελετώ τα εκθέματα, μεταξύ των οποίων κι ένα ανατριχιαστικό RongoRongo. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα που άφησα το μουσείο για το τέλος ή αν έπρεπε να είχα πάει από την αρχή. Το σίγουρο είναι πως από την πολλή ορθοστασία στο μουσείο, το αριστερό μου πέλμα έχει γίνει πάλι κόκαλο και είναι αδύνατον να επιστρέψω περπατώντας, οπότε ο Ιγνάσιο πάει να καλέσει ένα ταξί, μέσω της κοπελιάς που εκδίδει τα εισιτήρια. «Ξέρετε, εδώ τα ταξί αργούν λίγο, μπορεί να χρειαστείτε μισή ώρα, ίσως και παραπάνω». Δε με ενοχλεί καθόλου, έχω ακόμη πολύ χρόνο μέχρι να φύγει το αεροπλάνο μου, οπότε αγοράζω ένα από τα βιβλία προς πώληση στο μουσείο και χάνομαι στη μυθολογία των Rapa Nui.
Όταν έρχεται στο ταξί, πιάνω την κουβέντα με τον continental οδηγό. Τον ρωτάω πώς τα περνάει στο νησί και η απάντησή του είναι πιο ευθεία κι από τις προηγούμενες: «Σκατά! Πώς να τα περνάω δηλαδή; Εγώ είμαι εδώ για οικονομικούς λόγους, διότι αν δουλεύεις, μπορείς να βγάλεις χρήματα. Αλλά οι Rapa Nui είναι όλοι τους αλήτες. Μέχρι και τους αστυνομικούς δέρνουν, είναι συμμορίτες σου λέω, μαζεύονται 5-10 άτομα κι έρχονται και σε πλακώνουν στο ξύλο έξω από το σπίτι σου για να σε εκφοβίσουν και να φύγεις από το νησί. Λένε ότι τους παίρνουμε τις δουλειές… Ψέματα! Αυτοί δε δουλεύουν! Εγώ φταίω δηλαδή που είμαι εργατικός; Φυσικά κι έχω περισσότερη δουλειά, διότι εγώ είμαι στο τιμόνι 12 ώρες, όχι 5 που κάθονται αυτοί. Τους καλούν από τη βάση των ταξί κι αυτοί απαντούν πως είναι απασχολημένοι, όταν ουσιαστικά είναι για ψάρεμα ή παίζουν ποδόσφαιρο. Δεν δουλεύουν οι άνθρωποι, είναι τεμπέληδες, γιατί δεν αφήνουν εμάς να δουλέψουμε; Μετά μας κατηγορούν ότι ήρθαμε και τους κλέβουμε τα χρήματα…»
Φτάνουμε στο σπίτι της Ελβίρας, όπου θα πάρω το σάκο μου για να πάω στο αεροδρόμιο. Ο ταξιτζής δεν εκπλήσσεται που υπάρχουν αποσκευές πεταμένες στον κήπο. Εγώ πάλι εκπλήσσομαι και ρωτάω τον Ιγνάσιο αν είναι δικά του τα υπάρχοντα. Αποδεικνύεται πως είναι των Βέλγων, μάλλον δεν άδειασαν το δωμάτιο πριν την ώρα τους και η Ελβίρα αποφάσισε να τους κάνει έξωση, ενώ τα ρούχα και οι σάκοι τους γίνονται μούσκεμα μέσα στη λάσπη.
Αποχαιρετώ τον Ιγνάσιο και συνεχίζω για το αεροδρόμιο, με τον ταξιτζή να «πλέκει το εγκώμιο» της Ελβίρας. «Είναι τελείως τρελή η γυναίκα, είχε μια οικιακή βοηθό από την Κονσεψιόν και την πλάκωσε στο ξύλο με το τηγάνι. Αμ τους τουρίστες; Τους βρίζει συνέχεια, το είδες και με τα μάτια σου, τους πέταξε τα ρούχα στο δρόμο. Αλλά αν της κάνεις καμιά μήνυση, θα σου πουν πως είσαι ρατσιστής και θα σου έρθουν για επίσκεψη τριάντα μαντράχαλοι το βράδυ, να τρομάξουν τα παιδιά σου. Εγώ πάντως στις κόρες μου τους έχω απαγορεύσει να κάνουν παρέα με τους Rapa Nui, ακόμη κι η δασκάλα τους δηλητηριάζει το μυαλό…».
Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, στην είσοδο του οποίου δεσπόζει η φιγούρα της Ελβίρας, κρατώντας κολιέ από κοχύλια. «Θαύμασέ την!», λέει ο ταξιτζής. «Τώρα θα υποδεχθεί άλλους τουρίστες, για χάρη των οποίων μάλλον έκανε έξωση στους άλλους. Μετά θα πετάξει κι αυτούς και ούτω καθεξής… Κοίτα φάτσα!». Η φάτσα είναι όντως εντυπωσιακή, είναι κάτι μεταξύ του Mister T (“you fool!”) και του Mike Tyson στο πιο γυναικείο και τροπικό, με τα εκπληκτικά τεράστια γυαλιά να καλύπτουν σχεδόν όλο το πρόσωπο, δίνοντάς της κι ένα look α λα Ρόμποκοπ.
Το check-in και η πτήση είναι βαρετές διαδικασίες, χωρίς καμία ουσία, όπως πάντα. Όσο βρίσκομαι στον αέρα ξεφυλλίζω το ημερολόγιό μου και κοιτάω τις φωτογραφίες. Ήδη νιώθω μια μελαγχολία, παρότι σε λίγες ώρες θα είμαι στο Ρίο. Το νησί είναι μαγικό και στην ιδέα ότι την επόμενη φορά που θα βρίσκομαι στη Χιλή θα είμαι μόλις 4,5 ώρες και 286 ευρώ μακριά του (ακόμη και τώρα που γράφω, τόσο είναι το εισιτήριο), δε νομίζω πως θα κρατηθώ. Είναι από αυτά τα μέρη που θέλεις να πας και να ξαναπάς, ειδικά για μένα που άφησα τόσα πράγματα χωρίς να τα επισκεφθώ. Αν όλα πάνε καλά, σε λίγους μήνες θα είμαι εκεί πάλι, αυτή τη φορά, με τα πόδια μου σε καλύτερη κατάσταση και το δίπλωμα για μηχανή στην τσέπη.
Είμαι κατά των μικρών ταξιδίων σε διάρκεια, προτιμώ να «αποθηκεύω» χρόνο, ενέργεια και χρήματα για μεγαλύτερες, πολύμηνες αναζητήσεις, αλλά αυτό ήταν από τις εξαιρέσεις. Έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες, στο μεταξύ πέρασα από άλλες 5 χώρες, αλλά το Rapa Nui μου έμεινε ανεξίτηλο και μου φαίνεται σαν χθες ο περασμένος Φλεβάρης. Όποιος φτάσει μέχρι τη Χιλή ή την Ταϊτή, είναι κρίμα να μην «πεταχτεί» μέχρι το Rapa Nui, προτού αυτό καταλήξει ένα απλό open air αρχαιολογικό μνημείο, αντί για αυτό που (ακόμη) είναι: ένα από τα πραγματικά ξεχωριστά μέρη του πλανήτη Γη.
ΤΕΛΟΣ
Στις 5:30 το πρωί ξύπνησα στον 11ο όροφο ενός ξενοδοχείου της αγαπημένης Λα Πας για να λάβω το πολυαναμενόμενο μέηλ στο λάπτοπ μου την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου ημίγυμνος μπροστά στον καθρέπτη αναρωτώμενος πώς έχω καταφέρει να γίνω σαν Νεάντερταλ με αξύριστα μούσια και ακούρευτα μαλλιά επί πάνω από δύο μήνες. Κόντεψα να καταπιώ την οδοντόβουρτσα όταν κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου βλέποντας αυτό που τόσο περίεμνα, αλλά χωρίς να τη βγάλω από το στόμα μου άρχισα να πληκτρολογώ, μπαίνοντας στο σάιτ της LAN. Το εισιτήριο Σαντιάγο-Χάνγκα Ρόα πλέον έχει ανέβει στα 738 ευρώ από τα 420 που έκανε αρχικά (έπεσε και το ευρώ χάρη και στη συνεισφορά της αδιόρθωτης ελληνικής οικονομίας με τα ψεύτικα δημοσιονομικά στοιχεία) αλλά…τουλάχιστον υπάρχει διαθεσιμότητα! Το έκλεισα με τη μία με τρεμάμενα δάχτυλα και γεμάτος χαρά βγήκα από το δωμάτιο όλο ικανοποίηση με το μυαλό αλλού γι’ αλλού. Το απορημένο βλέμμα του Βολιβιανού αχθοφόρου στον ανελκυστήρα με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ακόμη ήμουν ημίγυμνος και με μια οδοντόβουρτσα και αφρούς πράσινης κουβανικής οδοντόπαστας στο στόμα…
Οι λίγες μέρες μέχρι το πέρας της (εξαιρετικά κοπιαστικής αυτή τη φορά αλλά πραγματικά απολαυστικής) δουλειάς πέρασαν και ήρθε η ώρα να πάω στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο για την πτήση στο Νησί του Πάσχα. 5 το πρωί Κυριακής, η Αλαμέδα του Σαντιάγο είναι γεμάτη από μεθύστακες του σαββατόβραδου. Περπατάω σέρνοντας τη βαλίτσα μου στο μισοσκόταδο, ελπίζοντας πως δε θα μου την πέσει καμία από τις παρέες των ημιμέθυσων. Δεν έχω κοιμηθεί όλο το βράδυ και δε μου αρέσει να κυκλοφορώ με όλα μου τα υπάρχοντα, αλλά τελικώς όλα πήγαν ρολόι, άλλωστε γενικώς το Σαντιάγο είναι ασφαλέστατη πόλη, ακόμη και για μαγνήτες προβλημάτων με πόδια όπως εγώ.
Φτάνω μέχρι τη στάση του CentroPuerto, της μιας από τις δύο εταιρείες που κάνουν τη διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο, πληρώνω τα 1400 πέσος (λιγότερο από 2 ευρώ) στο συμπαθή χοντρούλη οδηγό και σωριάζομαι κατάκοπος σε ένα λεωφορείο που είναι εντελώς άδειο. Ξυπνάω από το σκούντημα του οδηγού που επιμένει να φωνάζει στο αυτί μου «Σε ποιο τέρμιναλ πας ρε φίλε; Ξύπνα λέμε!». Κατεβαίνω στο σωστό τέρμιναλ και καταπιάνομαι με το αγαπημένο μου χόμπι στο αεροδρόμιο του SCL: τη δωρεάν χρήση ίντερνετ που κανονικά χρειάζεται αποκωδικοποίηση, με κωδικό που σου δίνουν μόνο αν πληρώσεις. Ε, δεν τους φταίω εγώ που εδώ και τουλάχιστον 4 χρόνια έχουν τον ίδιο κωδικό… Βρίσκω και μια απάντηση από το ένα και μοναδικό guesthouse στο οποίο πρόλαβα να στείλω μέηλ: «Iorana Yorgos! Θα σας παραλάβουμε στο αεροδρόμιο του νησιού μόλις προσγειωθείτε. Η τιμή του δωματίου που ζητήσατε είναι 12.000 πέσος (16 ευρώ) και περιλαμβάνει πρωινό, μεταφορά από το αεροδρόμιο κι ένα κολιέ με λουλούδια». Κι ένα τι;;;;
_____________________________________________________________
photo by wikipedia.org
Αυτό το αρχείο εικόνας διανέμεται με τους όρους της άδειας Creative Commons / Αναφορά - Παρόμοια Διανομή 3.0 Unported
Η πτήση είναι σχεδόν γεμάτη, σχεδόν όλοι είναι μη Rapa Nui, με πολλούς ξανθούς. Ως συνήθως, μπαίνω τελευταίος στο αεροπλάνο και πηγαίνω στη θέση 26 Α. Δίπλα μου κάθεται μια εκπάγλου καλλονής ξανθιά, της ζητώ να περάσω στη θέση μου και πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου μπας και ξεκουραστώ στο πεντάωρο της πτήσης, μου πιάνει την κουβέντα. Δε θυμάμαι να έχω πιάσει πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση σε αεροπλάνο: η κοπελιά είναι ψυχολόγος, πήγε στο Rapa Nui πέρυσι το Νοέμβριο για trekking με δυο Βραζιλιάνες φίλες της αλλά έβρεχε όλες τις μέρες και δεν κατάφεραν να περπατήσουν όσο θα ήθελαν. Είναι από το Ρίο, εργάζεται ως ψυχολόγος και πιάνουμε μια μακρά συζήτηση για τις σχέσεις (ο φίλος της πέθανε πριν από λίγους μήνες σε αυτοκινητιστικό) το Ρίο (τέτοια ώρα που το διαβάζετε αυτό μάλλον εκεί είμαι), τους Rapa Nui και τους διάσημους που έχουμε γνωρίσει λόγω δουλειάς (η ίδια είναι η ψυχολόγος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, μάλιστα κάθεται και στον πάγκο, θα πάει στο Μουντιάλ και κάθε Παρασκευή στις 3 ώρα Βραζιλίας κάνει το εβδομαδιαίο ψυχολογικό session με τον Κακά μέσω Skype!). Μάλιστα φέρνει και τις φανέλες του Ρονάλντο και του Ροναλντίνιο υπογεγραμμένες για ένα φίλο της Rapa Nui (σημείωση: η λέξη απευθύνεται στους αυτόχθονες κατοίκους του Νησιού του Πάσχα, στη γλώσσα τους αλλά και στο ίδιο το νησί). Γελάσαμε πολύ, μετά κάπου βάρυνε η συζήτηση, ξαναλλάξαμε θέμα, κάτι άρχισε να λέει ότι της αρέσουν οι άνδρες με μούσια (μάλλον μετά το θάνατο του δικού της πάσχει από σύνδρομο ερωτευσιμότητας, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια κακογουστιά, αλλά αυτό θα το βρει η ίδια, ψυχολόγος είναι η G) αλλά τελικά με πήρε ο ύπνος έπεσα για ένα δίωρο ύπνο που τον χρειαζόμουν πολύ.
Με ξύπνησε η ίδια με χάιδεμα στο μούσι (ρε λες να το αφήσω;; τέτοια επιτυχία;;; μπα, μάλλον από την candid camera θα είναι) λέγοντάς μου πως προσγειωνόμαστε. Η θέα από το παράθυρο είναι αποκαλυπτική: ένα από τα πιο απομωνομένα μέρη του πλανήτη ξεδιπλώνεται μπροστά μας, με τους άδενδρους λόφους του και τα κύματα να χτυπάνε την παραλιακή, πάνω στην οποία είναι κτισμένο το αεροδρόμιο. Η G συνειδητοποιεί πως έχασε τα γυαλιά της και τελικώς τα βρίσκει, αφού αδειάζει όλη της τη χειραποσκευή στο κάθισμα, για να αποκαλυφθεί πως κουβαλάει μαζί της δύο πιστολάκια. Trekker με δύο πιστολάκια πρώτη φορά βλέπω, βγάζουμε μερικές φωτό με τα…ρεβόλβερ και κατεβαίνουμε.
Το αεροδρόμιο έχει έναν αέρα Πολυνησίας, μας καλωσορίζει ένα ομοίωμα (καχέκτυπο) μοάι και πάμε να παραλάβουμε τις βαλίτσες. Κοιτάω τις φάτσες γύρω μου: πολλές ευρωπαϊκές αλλά πλέον και αρκετές πολυνησιακές, άλλωστε στην Πολυνησία ανήκει το νησί γλωσσικά, ιστορικά, γενετικά και πολιτισμικά. Διοικητικά ανήκει στη Χιλή και μάλιστα δεν έχει καν διοικητική αυτονομία, αλλά ανήκει στην Quinta Region, παρέα με το Βαλπαραϊσο και τη Βίνια ντελ Μαρ.
Βγαίνουν οι βαλίτσες όλων και ένας-ένας γίνονται δεκτοί από ντόπιους που τους φορούν το κολιέ από λουλούδια στο λαιμό. Ήρθε και η βαλίτσα της G, χαιρετιόμαστε, μου λέει να περάσω από το guesthouse της το βράδυ να πάμε να γνωρίσω τους Rapa Nui φίλους της και χωρίζουμε. Η δική μου η βαλίτσα βγήκε τελευταία, αλλά αυτό που με ανησυχεί είναι πως το μικροσκοπικό αεροδρόμιο άδειασε. Κανείς δε με περίμενε και πάει και το λουλουδένιο μου κολιέ. Δε βαριέσαι, θα πάω με τα πόδια μέχρι την πόλη, δεν είναι και μακριά…
Τσουλάω λοιπόν τη βαλίτσα μου μέχρι την έξοδο του αεροδρομίου και αρχίζω τη βόλτα μέχρι την πόλη, η οποία σύμφωνα με το χάρτη μου είναι ακριβώς δίπλα. Πεζοδρόμιο δεν υπάρχει, αλλά με δεδομένο πως δεν έχει ούτε και αυτοκίνητα, ουδέν πρόβλημα, κινούμαι στη μέση του δρόμου.
Τα σπίτια είναι ευρύχωρα, σχετικά νέες κατασκευές σε αυτό το πολυνησιακό-Καραϊβική style, όλα με έναν όροφο, κηπάκο, μεγάλα αλλά απλά, με βαμμένη τσίγγινη οροφή που την κάνουν να φαίνεται σαν κεραμιδοσκεπή και υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, φαίνεται πως βρίσκομαι στα προάστια. Κάνει μπόλικη ζέστη, αλλά δεν έχει την ενοχλητική υγρασία της Κούβας. Δεν υπάρχει ψυχή για να ρωτήσω πού βρίσκεται το κέντρο της πόλης. Τελικά βρίσκω μια πιτσιρίκα, που μου απαντά πως «αυτό είναι το κέντρο της Hanga Roa». Αυτό είναι; Μα εδώ έχει ένα κτίσμα κάθε μισό χιλιόμετρο…
Σα να μη μου έφτανε αυτό, μας τελείωσε και η άσφαλτος και πρέπει να τσουλάω τη βαλίτσα μου στο κοκκινόχωμα. Δε βαριέσαι, παλιά μου τέχνη κόσκινο, τη βάζω κάτω, κάθομαι πάνω της, βγάζω το βιβλίο μου και περιμένω να περάσει κανένα αμάξι για να κάνω ωτοστόπ. We love ωτοστόπ anyway. Σε λιγότερο από 5 λεπτά περνάει ένα pick-up truck (αυτό που στα νιάτα μου τα λέγαμε Ντάτσουν), του κάνω σήμα και σταματάει. «Ρε μάγκα, μήπως ξέρεις πού πέφτει το Apina Tupuna;», ρωτάω. Κοντά είναι, ο τύπος προθυμοποιείται να με πετάξει μέχρι εκεί, απορώντας που δεν ήρθαν να με πάρουν από το αεροδρόμιο.
Είναι γύρω στα 25, πολύ σκούρος (αλλά όχι Rapa Nui) και μιλάει με αυτή την προφορά της Νοτίου Χιλής που με δυσκολεύει πολύ. Τελικώς προκύπτει πως είναι από την Concepcion, έχει μόλις δυο χρόνια στο νησί και είναι μηχανικός. Εξακολουθώ να χάνω τα μισά από όσα λέει, αλλά σιγά-σιγά τον συνηθίζω, άλλωστε το ίδιο ισχύει και για τα δικά μου ισπανικά στα αυτιά του. Η διαφορά είναι πως ενώ εγώ κάνω προσπάθεια να αποβάλλω την κουβανική προφορά μιλώντας πιο στάνταρ, αυτός συνεχίζει απτόητος.
Φτάνουμε στο guesthouse, που φαίνεται πολύ πιο ευρύχωρο από ό,τι περίμενα: μια μεγάλη αυλή με γκαζόν κυριολεκτικά πάνω στο κύμα, διακόσμηση από ξυλόγλυπτα σε όλο τον κήπο, υπάρχουν και δυο σκηνές στημένες, αφού το guesthouse επιτρέπει το κάμπινγκ στους χώρους του έναντι μικρού αντίτιμου. Ανοίγω τη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα για να βρεθώ σε ένα ευρύχωρο αλλά άδειο σαλόνι-τραπεζαρία. Φωνάζω αλλά δεν είναι κανείς μέσα. Βλέπω δυο τουρίστες να βγαίνουν από ένα δωμάτιο. Είναι Ολλανδοί αν κρίνω από τη βαριά προφορά στα Αγγλικά (τελικώς αποδείχθηκαν ολλανδόφωνοι Βέλγοι), ήρθαν με την ίδια πτήση με μένα, βρήκαν την ιδιοκτήτρια στο αεροδρόμιο (παρότι δεν είχαν κράτηση!) και τους έφερε στο σπίτι. Η ιδιοκτήτρια πάντως είναι άφαντη. «Σίγουρα θα πήγε στο Tapati», μου λέει ο Felipe. Σήμερα κάνουν εκείνο το κόλπο με τους κορμούς, που πέφτουν από το λόφο, είναι η κορυφαία μέρα της γιορτής. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτές τις μέρες γιορτάζουν το Tapati, αλλά «αυτό το κόλπο με τους κορμούς που πέφτουν από το λόφο» δεν το πολυκατάλαβα. Ο Felipe φιλοτιμείται να με «πετάξει» μέχρι εκεί, οπότε αφήνω τη βαλίτσα μου χύμα στο σαλόνι της ιδιοκτήτριας, κάθομαι δίπλα του στο Ντάτσουν και ξεκινάμε για το λόφο Manga Pui… Ωραία ξεκινήσαμε κι ακόμη δεν έχω δει τίποτε…
«Πρώτα θα περάσουμε από το σπίτι μου, να πάρουμε ποτά για το φεστιβάλ», λέει ο Felipe και γνέφω. Βγαίνοντας από την πόλη, περνάμε από τo κοινοβούλιο του νησιού. Αν δεν υπήρχε η ανάλογη επιγραφή θα το είχα περάσει για λαϊκή αγορά, αλλά παραδίπλα βρίσκεται η τριπλασίων διαστάσεων έδρα του Πολεμικού Ναυτικού της Χιλής, έτσι για να ξέρουμε ποιος κάνει κουμάντο. Στο ενδιάμεσο οικόπεδο πάντως, κάποιος έχει αναρτήσει ένα μεγάλο πανώ που γράφει στα ισπανικά: «Για να γνωρίζουν οι ξένοι: Το Rapa Nui ουδέποτε παρέδωσε ή παραχώρησε την ανεξαρτησία του στη Χιλή».
Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 2009, ευρισκόμενος στο Σαντιάγο παρακολούθησα τις διαμαρτυρίες των Rapa Nui για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση των continentales (ηπειρωτών Χιλιανών) στο νησί. Θέλησαν να επιβάλουν τουριστική κάρτα και στους μη Rapa Nui Χιλιανούς, περιορίζοντάς τους το δικαίωμα να μένουν και να εργάζονται στο νησί, πράγμα που κρίθηκε αντισυνταγματικό από το χιλιανό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου προκάλεσε αναταραχές στο νησί, με αποκορύφωση τον αποκλεισμό του αεροδρομίου από τους ντόπιους.
Ρώτησα το Felipe τι ποσοστό των κατοίκων του νησιού είναι πλέον Rapa Nui: λιγότεροι από τους μισούς, με συνεχώς μειούμενη τάση. Ο ίδιος ο Felipe είναι Χιλιανός, του οποίου ο πατριός παντρεύτηκε Rapa Nui και πήγε στο νησί φέρνοντας όλα του τα παιδιά μαζί. Οι μη Rapa Nui δεν έχουν δικαίωμα αγοράς γης, αλλά εκεί τελειώνουν οι περιορισμοί τους: μπορούν να εργάζονται, να διαμένουν, να νοικιάζουν, να έχουν επιχειρήσεις κι αν κάνουν και κανένα γάμο (λευκό ή μη) με κάποιον που έχει έστω και μακρινή συγγένεια με κάποιον αυτόχθονα, οι πόρτες για την απόκτηση γης είναι ανοιχτές (5 εκτάρια δικαιούνται).
«Εσύ σκοπεύεις να μείνεις εδώ;», τον ρώτησα. Ναι, αν και όχι για πάντα, λέει. Η ζωή είναι πιο εύκολη, τα λεφτά καλά. «Κοπέλα έχεις;», ξαναρωτώ αδιάκριτα. «Όχι, αλλά με τόσες τουρίστριες τι να την κάνεις την κοπέλα; Το μόνο πρόβλημα είναι που δεν ξέρω Αγγλικά. Αλλά μαθαίνω, πήρα ένα βιβλίο, μόνο που είναι δύσκολα τα άτιμα».
Το πότε βγήκαμε από τη Hanga Roa δεν το κατάλαβα, άλλωστε και η πόλη δεν είναι παρά μερικά αραιά σπίτια, ανάμεσα στα οποία υπάρχει άσφαλτος…μερικές φορές, συνήθως όχι. Φτάνουμε στο σπίτι του Felipe, που είναι στη μέση του πουθενά, άλλωστε χωρίς αμάξι δε ζεις στο νησί, εκτός κι αν έχεις άλογο: δημόσια συγκοινωνία δεν υπάρχει, ανα και σχεδόν όλοι ζουν στη Hanga Roa, όπου η τραγική εταιρεία εκμετάλλευσης προβατίσιου μαλλιού στην οποία παραχωρήθηκε το νησί τον προηγούμενο αιώνα υποχρέωσε όλους τους ντόπιους να μετοικήσουν. Όχι μόνο τους υποχρέωσε, αλλά τους έβαλε και συρματόπλεγμα γύρω-γύρω… για να μην ενοχλούν τα πρόβατά της! Κι αυτή δεν είναι η μόνη τραγική φάση την οποία πέρασαν οι κάτοικοι του νησιού… Πέρασα μερικές εβδομάδες διαβάζοντας ό,τι βρήκα και δε βρήκα για την ιστορία του Rapa Nui και ορισμένες ιστορίες είναι τουλάχιστον σπαραχτικές, φαίνεται πως η τραγωδία και το νησί είναι αλληλένδετα. Κι όπως θα μάθω λίγο αργότερα, η τραγωδία συνεχίζεται…
Το σπίτι του Felipe είναι όπως και τα υπόλοιπα που είδαμε στο «δρόμο»: απλή παραλληλόγραμμη κατασκευή, με όμορφα βαμμένο τσίγγο για στέγη, ευρύχωρο αλλά σχετικά άδειο, απλό και με τις πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, είναι προφανές πως οι κλοπές είναι πολύ σπάνιες στο νησί. Βγάζει τις σαγιονάρες του και μπαίνει μέσα, κάνοντάς μου νόημα να μπω κι εγώ. Κάνω να βγάλω τα παπούτσια μου, αλλά μου λέει πως δε χρειάζεται. Μέσα υπάρχει μια ευρύχωρη κουζίνα, ο Felipe ανοίγει το ψυγείο και παίρνει ένα μπουκάλι Coca-Cola και το βάζει στη μασχάλη του. «Πεινάς; Να σου φτιάξω ένα σάντουιτς;», λέει γενναιόδωρα, αλλά αρνούμαι, παρότι μ’ έχει κόψει λόρδα. Θα πιω πάντως νεράκι από το ψυγείο και ρίχνω μια ματιά τριγύρω. Στο βάθος του δωματίου υπάρχει ένα άστρωτο διπλό κρεβάτι και δίπλα του τρεις βαλίτσες, εμφανώς γεμάτες με ρούχα. «Θα πας ταξίδι;», ρωτάω. «Χαχα, μπα, εγώ δε φεύγω πολύ συχνά, έχω να πάω στην ήπειρο πάνω από ένα εξάμηνο. Απλά ήρθαν οι αδερφές μου και η μάνα μου για επίσκεψη, θα τις γνωρίσεις, είναι στο Tapati. Τώρα που είναι καλοκαίρι, έρχονται οι συγγενείς όλων για επίσκεψη». Και με το Tapati έχουν κι ένα λόγο παραπάνω, σκέφτομαι.
Κάνουμε το γύρο του σπιτιού διότι ο Felipe ψάχνει για μπύρες, αλλά τελικώς έμεινε μόνο με την Coca-Cola. Ο κήπος του είναι πάλι απλός, γεμάτος εργαλεία, υπάρχει ένας ευτραφής σκύλος, αλλά το κυρίως στοιχείο είναι η θέα προς τη θάλασσα. Δίπλα υπάρχει μια οικοδομή, ρωτάω αν κάνει ο ίδιος επέκταση. «Μπα, κάποιος άλλος είναι, continental κι αυτός». Μπαίνουμε στο αμάξι και μου λέει πως θα σταματήσουμε σε κάποιο μαγαζί για μπύρες, είναι απαραίτητες για το φεστιβάλ. Το μαγαζάκι είναι ένα απλό παντοπωλείο, η πωλήτρια δεν είναι Rapa Nui ούτε αυτή, αλλά υποθέτω πως όλοι οι… Ραπανούηδες θα έχουν πάει στο φεστιβάλ. Πληρώνω εγώ τις μπύρες –παρά την επιμονή του Felipe- διότι ο άνθρωπος που κάνει μεγάλη χάρη, οι συγκοινωνίες στο νησί είναι ακριβούτσικες τέτοια εποχή. Ακριβούτσικες είναι και οι μπύρες, περίπου 2,5$ η μία. Όλα ακριβούτσικα είναι στο νησί, τόσο απομονωμένο που είναι –από τα πιο απομωνομένα μέρη στον πλανήτη, το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο είναι τα Pitcairn, 2000 χλμ μακριά με μόνιμο πληθυσμό κάτω από 50 άτομα- τα μεταφορικά έξοδα είναι τερατώδη.
Παίρνουμε το χωματόδρομο για το λόφο Maunga Pui. Με εντυπωσιάζει το γεγονός πως υπάρχουν μπόλικα δέντρα. Τα περισσότερα είναι ευκάλυπτοι βέβαια, άρα πρόσφατη πρόσθεση, αλλά όπως και να’ χει, έχοντας διαβάσει πως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στις εσωτερικές έριδες και την τελική καταστροφή των moai ήταν η αποψίλωση των δασών, εκπλήσσομαι. Ο Felipe οδηγεί γρήγορα, βγάζω το χέρι μου και προσπαθώ να αγγίξω τα φύλλα ενός δέντρου που δεν μπορώ να αναγνωρίσω. Ο Felipe ανοίγει τη μπύρα του με τα δόντια, συνεχίζει να οδηγεί με το ένα χέρι και γελάει: «Έχουν αγκάθια αυτά τα φύλλα που προσπαθείς να αγγίξεις… Θα σου τσακίσουν το χέρι, χαχα». Καλή πληροφορία, μαζεύω το κουλό μου και αναρωτιέμαι γιατί δε μου το είπε λίγο νωρίτερα… «Για ξαναπές λίγο αυτό με τους κορμούς, δεν το πολυκατάλαβα», του ζητάω. «Α, κοίτα. Ανεβαίνουν το λόφο, δένουν πάνω τους κάτι κορμούς από μπανανιές, και μετά πέφτουν, cachay;». Αυτό το “cachay” είναι κάτι σαν το «το’ πιασες;» και το χρησιμοποιεί κάθε τρεις και λίγο, αλλά εγώ δεν το’ πιασα ακόμη. «Πέφτουν; Πώς πέφτουν δηλαδή;», ξαναρωτώ. «Να, cachay, τους σπρώχνουν από πίσω, μετά πέφτουν cachay, και μετά όποιος φτάσει πιο μακριά νίκησε και η ομάδα του παίρνει πόντους, cachay; Νομίζω τους δίνουν και 500.000 πέσος άμα νικήσουν ή κάτι τέτοιο, cachay;».
Εξακολουθώ να απορώ, κυρίως επειδή το «πέφτουν» θα έπρεπε να είναι «τσουλάνε». Όπως θα διαπιστώσω σε λίγο, αυτό που κάνουν οι Rapa Nui είναι να φτιάχνουν αυτοσχέδια έλκηθρα και να τσουλάνε με φόρα τον πιο απότομο λόφο του νησιού. Αλλά δεν παίζει και πολύ ρόλο, διότι φτάσαμε στο Maunga Pui και θα το “cachay” πολύ καλύτερα ιδίοις όμμασι…
Η θέα του λόφου είναι επιβλητική. Δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός, είναι όμως καραφλός με ψηλό γκαζόν που μοιάζει με στάχυ και φοβερά απότομος. Ο Felipe πλησιάζει για να παρκάρει και διαπιστώνουμε πως έχει συγκεντρωθεί ένα τεράστιο πλήθος για τα δεδομένα του νησιού, ίσως και πάνω από 4.000, που είναι και ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων. Υπάρχουν βαν που πουλάνε hot dogs και μια τεράστια ουρά ατόμων που περιμένει να σερβιριστεί σε πλαστικά πιατάκια όρθια το κρεατάκι που ψήνεται στη σχάρα.
Κάτω από ένα δέντρο βρίσκεται και η οικογένεια του Felipe, την οποία και χαιρετάμε. Λίγα μέτρα πιο κάτω κάνουν μπαμ τα ξανθά μαλλιά της G που με χαιρετάει εγκάρδια και μου συστήνει κάτι Ιταλούς που μένουν στο ίδιο guesthouse με εκείνη. Πιάνουμε κουβέντα για λίγα λεπτά στα Ιταλικά κι επιστρέφω στο Felipe, που μου ανακοινώνει πως ο διαγωνισμός θα ξεκινήσει στις 5, άρα έχουμε αρκετή ώρα ακόμη. «Θα ανέβεις στο λόφο;», τον ρωτάω. «Μπα, το έκανα πέρσυ, cachay; Είναι πολύ κουραστικό cachay κι άμα το κάνεις μια φορά cachay, δεν έχει νόημα να το ξανακάνεις, cachay;». Εγώ θέλω να ανέβω, από εκεί θα «κυλήσουν» οι Rapa Nui, των οποίων δεκάδες συγγενείς πλέον βρίσκονται ανάμεσά μας, τρώγοντας κρέας στα κάρβουνα, παίζοντας παραδοσιακά μουσικά όργανα και περιμένοντας την εκκίνηση του δρώμενου.
«Πάμε στην Anakena να αφήσουμε κάτι γειτόνισσες κι επιστρέφουμε», λέει ο Felipe. Η Anakena είναι η καλύτερη από τις δύο παραλίες του νησιού και δε με χαλάει καθόλου να τη δω, άλλωστε έχουμε χρόνο μέχρι το δρώμενο. Οι «γειτόνισσες» είναι δυο δίδυμες εικοσάχρονες με πράσινα μάτια, ο μικρός τους αδερφός και ο τετράχρονος ανηψιός τους. Πήγαιναν στην παραλία για μπάνιο, αλλά έπαθαν βλάβη κι ο Felipe προθυμοποιήθηκε να τις πάει αυτός, μάλλον επειδή είναι και χαριτωμένες γκομενίτσες. Ξεκινάμε για την Anakena από άλλον ένα δρόμο, με το τοπίο να είναι καραφλό και να θυμίζει κάτι από Highlands, ενώ φυσάει πολύ δυνατός αέρας. Οι κοπελιές είναι κι αυτές continentales, έχουν 15 χρόνια που μένουν στο νησί, τους αρέσει, αλλά θα πάνε στο Σαντιάγο να σπουδάσουν και μάλλον δε θα γυρίσουν πίσω, άλλωστε έχουν οικογένεια στην «ήπειρο».
Ξαφνικά, στη μέση του δρόμου, ο Felipe κάνει μια παράκαμψη. «Θα σε πάω να δεις το Ahu Akivi», μου λέει και το μόνο που ξέρω είναι πως ahu λένε τις τελετουργικές πλατφόρμες πάνω στις οποίες έβαζαν τα moai τους οι Rapa Nui. Παίρνουμε ένα χωματόδρομο της κακιάς ώρας, με λακούβες που τραντάζουν το αμάξι, αλλά ο Felipe γελάει. «Σόρι για το κούνημα, αλλά αυτό πρέπει να το δεις», λέει. Φρενάρει, τραβάει χειρόφρενο και μου δείχνει ένα φράχτη στη μέση του πουθενά. Στο βάθος φαίνονται μερικά άλογα, από αυτά που βλέπει κανείς κατά χιλιάδες σε όλα τα μέρη του νησιού, να βόσκουν αμέριμνα. Είναι τα ίδια άλογα που ζωγράφιζε ο Γκωγκέν στα Islas Marquesas, από εκεί τα έφεραν άλλωστε. Σήμερα είναι περισσότερα από τους ανθρώπους στο νησί. «Πήγαινε, θα σε περιμένουμε», μου λέει και οι άλλοι δεν κάνουν καμία κίνηση να βγουν από το φορτηγάκι.
Βγαίνω και πλησιάζω το φράχτη. Μπροστά μου πέντε άλογα που μασουλούν γρασίδι, δε φαίνεται να τα απασχολεί η παρουσία μου. Και τότε τα είδα. Επτά όρθια παρατεταγμένα moai μπροστά μου. Moai καταβεβλημένα από το χρόνο, που όμως ακόμη περικλείουν mana, τη διαβόητη ενέργεια των προγόνων για την οποία φτιάχτηκαν πάνω από τα 800 αγάλματα που σώζονται σήμερα, τα περισσότερα πεσμένα λόγω των εμφυλίων πολέμων. Μπροστά τους ένα μικρό ahu (πλατφόρμα) από ηφαιστειογενείς πέτρες και πίσω τους ο γαλάζιος ουρανός με τα σύννεφα να τρέχουν σαν τρελά από το δυνατό αέρα. Το μόνο που ακούγεται είναι ο αέρας και η όλη σκηνή έχει κάτι το βιβλικό.
Υπάρχουν φορές που η ιστορία ενός τόπου σε λυγίζει, όταν θες να δεις κάτι τόσο πολύ για τόσον καιρό και ξαφνικά το βλέπεις μπροστά σου απρόσμενα και συνειδητοποιείς ότι πατάς ιστορική γη. Νιώθω όλο το βάρος να πέφτει στους ώμους μου, το θέαμα είναι επιβλητικό. Τα μάτια μου δακρύζουν και πέφτω στα γόνατα. Πιάνω το πρόσωπό μου και προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυα χαράς που είμαι εκεί, τα δάκρυα μελαγχολίας για όλη τη θλιβερή ιστορία που κρύβει το νησί και το χώμα που πατάω: το Hotu Motua, την οικοδόμηση των πρώτων κοινοτήτων, την ακμή τους, τις έριδες, τον κανιβαλισμό, την αλληλοεξόντωση, τους Ολλανδούς πρώτους επισκέπτες, τους Περουβιανούς δουλέμπορους που διέλυσαν τη ζωντανή ιστορία του νησιού παίρνοντας μαζί τους 2500 σκλάβους, τους 111 Rapa Nui που απέμειναν να κρατούν την ακρωτηριασμένη παράδοση, οι απόγονοι των οποίων βρίσκονται σε ένα λόφο λίγα χιλιόμετρα μακριά, έτοιμοι να τσουλήσουν πάνω σε μπαμπού για να αναβιώσουν μια κουλτούρα που είναι καταδικασμένη να πεθάνει, την αοικιοκρατία, την εταιρεία που συμπεριφέρθηκε στους ντόπιους σα να ήταν κατώτεροι από τα πρόβατά της...
Το βλέμμα των moai έχει κάτι το ζωντανό, το σοβαρό, το αμείλικτο. Ποιοι συνάνυρωποί μας μπήκαν σε τόσο κόπο για να τιμήσουν τη μνήμη των προγόνων τους; Τι περίμεναν σε αντάλλαγμα για την έγερση των moai; Δε θα μάθουμε ποτέ, αλλά τουλάχιστον τα moai θα είναι εκεί, σαν γραμματόσημο από χαμένο γράμμα που δεν εστάλη ποτέ και το καρφίτσωσαν στον τοίχο. Ο αέρας είναι κρύος, αλλά τα δάκρυά μου είναι ζεστά και συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω πότε έκλαψα για τελευταία φορά. Φιλώ το χώμα, σκουπίζω τα δάκρυά μου, σηκώνομαι και γυρίζω στο φορτηγάκι.
«Άργησες, έβγαλες πολλές φωτογραφίες;», με ρωτάει η μια από τις πρασινομάτες δίδυμες. Φωτογραφίες; Καμία δεν έβγαλα ο ηλίθιος… Τρέχω πίσω προς τα moai να βγάλω μια στα γρήγορα, μα μόλις τα ξαναντικρύζω συνειδητοποιώ πως τίποτε δε γίνεται στα γρήγορα εδώ, αυτά τα αγάλματα επί αιώνες βρίσκονταν εκεί. Βγάζω δυο φωτογραφίες κι επιστρέφω προς το ξεβαμμένο φορτηγάκι του Felipe περπατώντας προς τα πίσω, μη μπορώντας να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους. Βάζει μπρος τη μηχανή και κατευθυνόμαστε προς την Anakena, ενώ προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τι είναι αυτό που μου προκάλεσε τόσο συναισθηματική αντίδραση, εγώ είμαι από ψύχραιμος έως αναίσθητος… Όσο η μηχανή Chevrolet κάνει φασαρία πάνω στις λακούβες, μου’ρχεται ένα τραγουδάκι στο νου που ταιριάζει και με το τοπίο αλλά και με την αίσθηση πως όλα γίνονται για την ιστορία, για την τιμή των προγόνων μας: το Ode to my Family των Cranberries…
Η πρώτη θέα
Φτάνουμε στην παραλία Anakena, που από μακριά φαίνεται αρκετά εντυπωσιακή, τόσο για τους φοίνικες και την κατάλευκη άμμο, όσο και για το ότι στη μέση της δεσπόζουν άλλα επιβλητικά moai, που σε κοιτούν στα μάτια. Αφήνουμε τους επίδοξους λουόμενους στην παραλία και ζητάω από το Felipe να με αφήσει να ρίξω μια ματιά στο τοπίο, δεν ξέρω αν θα έχω την ευκαιρία να την επισκεφθώ κάποια άλλη μέρα. Με αποτρέπει, λέγοντας πως αν θέλω να ανέβω το λόφο και να δω από κοντά το haka pei (αυτό με τους κορμούς) και φυσικά με πείθει.
Με το που επιστρέφουμε στο λόφο, τα πλήθη πλέον είναι πυκνότερα. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν αρχίσει ήδη την ανάβαση, η οποία εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύκολη. Στο κάτω-κάτω μιλάμε για ένα λόφο που δε φτάνει τα 500 μέτρα ύψος και το έδαφος είναι σχετικά σταθερό. Ξεκινάω το ανέβασμα για να διαπιστώσω πως το πρόβλημα είναι η κλίση. Πρέπει να είναι γύρω στις 45 μοίρες και δυσκολεύεσαι πολύ να μην πέσεις. Παρόλα αυτά, μπροστά μου δυο παιδάκια Rapa Nui προσπαθούν να ανέβουν, κουβαλώντας μάλιστα μαζί τους ένα μίνι έλκηθρο από κορμούς από μπανανιές. Ε, δε γίνεται να ανέβουν τα παιδάκια και να μείνω εγώ πίσω…
Πολύ λαχάνιασμα στο ανέβασμα και στο καπάκι κάθε πέντε λεπτά ρίχνει και μια περίεργη βροχή των 30-40 δευτερολέπτων, με δυνατό άνεμο όμως, από αυτές που σου σπάνε τα νεύρα. Το να κάνεις παύση είναι αδύνατον λόγω της κλίσης κι εξακολουθώ να απορώ με το πόσο δύσκολη είναι η ανάβαση σε ένα λοφίσκο της πλάκας. Μετά από 25 λεπτά λαχανιάσματος, φτάνω στην κορυφή.
Το θέαμα είναι εντυπωσιακό: καμιά διακοσαριά ήρωες που ανέβηκαν το λόφο (οι περισσότεροι αυτόχθονες) χαζεύουν 20 Rapa Nui που είναι ντυμένοι όπως οι αρχαίοι πρόγονοί τους, δηλαδή όχι και τόσο ντυμένοι, έχοντας βάψει το σώμα τους με αρχέγονες τεχνικές, οι οποίοι ετοιμάζουν τα αυτοσχέδια «έλκηθρα». Αυτά αποτελούνται από δυο κορμούς από μπανανιές, δεμένους με αυτοσχέδιους σπάγκους μεταξύ τους και… τίποτε άλλο. Οι πρώτοι γενναίοι ήδη δοκιμάζουν το έλκηθρό τους καθήμενοι πάνω του χωρίς κανένα στήριγμα, κοιτώντας προς τα κάτω, στην απίθανη κλίση του λόφου. Στη βάση του λόφου βρίσκεται όλο το πλήθος, καθώς και οι κριτές, που θα μετρήσουν το ποιος κατάφερε να φτάσει πιο μακριά.
Οι εικόνες στην κορυφή του λόφου είναι εικόνες κατάνυξης κι επιβεβαιώνουν αυτό που μου είχαν πει: το ετήσιο Tapati δε γιορτάζεται ώστε το νησί να προσελκύσει τουρίστες, δεν έχει καθόλου τουριστικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί την υπέρτατη έκφραση πολιτισμού των Rapa Nui κι έναν από τους τρόπους που έχουν σήμερα να αναβιώσουν τα έθιμα των προγόνων τους και να υποδηλώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Οι συμμετέχοντες πιάνονται χέρι-χέρι και σχηματίζουν ένα κύκλο στην κορυφή του λόφου. Στο κέντρο του, ο επικεφαλής τους –βαμμένος κάτασπρος από το πρόσωπο μέχρι τα νύχια των ποδιών- τους καλεί φυσώντας μέσα σε ένα τεράστιο όστρακο και τους κάνει μια ομιλία στην ακατάληπτή τους –για μένα- πολυνησιακή γλώσσα. Σε όλη μου τη διαμονή στο νησί δεν είδα ποτέ δύο Rapa Nui να μιλάνε μεταξύ τους στα ισπανικά, αλλά στις εκδηλώσεις του Tapati (από το πρωί μέχρι το βράδυ) ακόμη και στους ξένους μιλούν μόνο στα Rapa Nui κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Μαγκιά τους. Η ομιλία φαίνεται να έχει έναν πατριωτικό συγκινητικό τόνο και ο μολυβί ουρανός με τα ταχύτατα κινούμενα σύννεφα δημιουργεί μια βαριά ατμόσφαιρα. Πιάνονται χέρι-χέρι, ψέλνουν μαζί μια αρχέγονη προσευχή και… το haka pei ξεκινάει…
Οι κριτές από κάτω δίνουν το έναυσμα, διευκρινίζοντας πως πρώτα θα γίνει ο διαγωνισμός των γυναικών. Άλλωστε όλο το Tapati γίνεται με το διαχωρισμό των συμμετεχόντων σε δύο ομάδες, που διαγωνίζονται στα πάντα (από το θέατρο μέχρι το ψάρεμα και…το τσούλημα από ένα λόφο κλίσης 45 μοιρών!) με σκοπό να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους βαθμούς, ώστε να στεφθεί βασίλισσα η δική τους υποψήφια. Η πρώτη γυναίκα –βαμμένη κι αυτή με τρόπο που θυμίζει τα πολυνησιακά ξαδερφάκια των Rapa Nui, τους Μαορί- κάθεται πάνω στο «έλκηθρο». Κρατάει σφιχτά τους δύο σπάγκους και κάθεται παράλληλα με τους κορμούς από τις μπανανιές, ατενίζοντας τη βάση του λόφου, ενώ τέσσερις συμπαίκτες της την στηρίζουν για να μην τσουλήσει πριν την ώρα της. Όταν δίνεται το σήμα με το όστρακο τη σπρώχνουν με όση φόρα έχουν και… το έλκηθρο εξαφανίζεται προς την πλαγιά… πηγαίνει απίστευτα γρήγορα, κάνοντας πολλές αναπηδήσεις, που πρέπει να της τσακίζουν την πλάτη και τον πισινό. Όπως τσουλάει προς τα κάτω αποκτά περισσότερη ταχύτητα και φτάνοντας πλέον στην επίπεδη κοιλάδα, σταματά έχοντας διανύσει άλλα 50-60 μέτρα, χάρη στην ταχύτητα της πτώσης…
Η διαγωνιζόμενη σηκώνεται, πανηγυρίζει, πνίγεται στις αγκαλιές των δικών της και οι κριτές σπεύδουν –ιππεύοντας άλογα- να μετρήσουν την επίδοσή της με ένα είδος αρχαίας μεζούρας. Η όλη εικόνα είναι σουρεαλιστική: αλαλαγμοί στα πολυνησιακά Rapa Nui και η επόμενη διαγωνιζόμενη ετοιμάζεται με τον ίδιο τρόπο, ενώ οι σύντροφοί της την ενθαρρύνουν με κραυγές και χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη. Η ίδια βγάζει μια κραυγή πριν την…απογείωση κι εντός λίγων δευτερολέπτων παρ’ την κάτω κι αυτή, να τσουλάει με μεγάλη ταχύτητα και να ουρλιάζει σε κάθε αναπήδηση. Όταν φτάνει στο σημείο…προσγείωσης αγκαλιάζει την ανταγωνίστρια υποψήφια βασίλισσα, σε μια ένδειξη fair play.
Οι γυναίκες τελείωσαν και ήρθε η ώρα των ανδρών. Είναι όλοι τους καλογυμνασμένοι, οι περισσότεροι με μακριά μαλλιά και φορούν ένα απλό δερμάτινο κάλυμμα στα απόκρυφα σημεία. Ένας-ένας πέφτουν με τα έλκηθρά τους, πανηγυρίζοντας κάθε φορά που καταφέρνουν να υπερκεράσουν την προηγούμενη επίδοση. Η παρουσία τουριστών, φωτογράφων, άλλων Rapa Nui που τους παρακολουθούν δε φαίνεται να τους απασχολεί καθόλου: ο κάθε διαγωνιζόμενος είναι σε μια φάση trance, γεμάτος ενθουσιασμό για το επικείμενο γκρεμοτσάκισμά του.
Εγώ ακόμη παλεύω να μην πέσω στην πλαγιά και πασχίζω να απαθανατίσω τις μοναδικές σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά μου. Σπάνια βλέπει κανείς ένα λαό να αναβιώνει αρχαίες παραδόσεις με τόση πίστη, καμία διάθεση εμπορευματοποίησης (δεν υπάρχει εισιτήριο για την παρουσία στα αγωνίσματα, εδώ σε ολόκληρο το νησί δεν υπάρχουν εισιτήρια στους αρχαιολογικούς χώρους πριν μιας μικρής εξαίρεσης) και πραγματικό πάθος: οι άνθρωποι περιμένουν όλο το χρόνο να φτάσει ο Φλεβάρης για να έχουν την ευκαιρία να τραγουδήσουν, να φάνε, να διαγωνιστούν στο κανώ, να ψαρέψουν και να χορέψουν όπως το έκαναν επί αιώνες οι πρόγονοί τους, σε συνθήκες πλήρους και αδιάκοπης απομόνωσης από τον υπόλοιπο πλανήτη. Το Νησί του Πάσχα δεν είναι μόνο γεωγραφικά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο κατοικήσιμο σημείο του πλανήτη, αλλά και πολιτιστικά. Εδώ επιβιώνουν αρχέγονες παραδόσεις από ένα λαό που έφτασε τόσο κοντά στον αφανισμό κι όμως επιμένει να υπάρχει.
Το αγώνισμα τελειώνει και όλοι δείχνουν πανευτυχείς. Εγώ παραμένω για λίγο στην κορυφή του λόφου χαζεύοντας προς τα κάτω, απορώντας ακόμη με το φαινόμενο που αντίκρισα, ενώ ένας ευγενέστατος Rapa Nui – bodybuilder με ενημερώνει πως το Tapati θα συνεχιστεί το βράδυ με πολιτιστικές εκδηλώσεις στην ειδική πλατφόρμα που έχει στηθεί λίγες εκατοντάδες μέτρα από το λιμάνι της Hanga Roa.
Κατεβαίνω το λόφο αφού γκρεμοτσακίζομαι δυο φορές, υπό ασθενή βροχή. Ψάχνω να βρω το φορτηγάκι του Felipe, μπας και θελήσει να με γυρίσει στη Hanga Roa, αλλά δεν μπορώ να τον εντοπίσω μέσα στο γενικό χαμό: εκατοντάδες άτομα μαζεύουν το πικ νικ τους και φεύγουν, αυτοκίνητα ξεπαρκάρουν, οι διαγωνιζόμενοι εξακολουθούν να αλληλοσυγχαίρονται και να αγκαλιάζονται, την ίδια ώρα που μερικοί Rapa Nui καλπάζουν με τα άλογά τους προς την πόλη, βάζοντας άλλη μια βιβλική πινελιά στο quasi ιρλανδικό τοπίο που ξετυλίγεται μπροστά μου.
Τα περισσότερα αυτοκίνητα έχουν φύγει και το παίρνω απόφαση πως μάλλον θα πρέπει να περπατήσω υπό βροχή τα εναπομείναντα χιλιόμετρα μέχρι τη Hanga Roa, όπου – για να μην ξεχνιόμαστε- ακόμη δεν έχω πού να κοιμηθώ. Και τότε βλέπω μπροστά μου το Φελιπε. Ο από μηχανής Θεός θα με σώσει και πάλι: με έψαχνε επίμονα κάνοντας βόλτες με το φορτηγάκι του και θέλει να με επιστρέψει στο guesthouse όπου άφησα τη βαλίτσα μου. Δόξα και τιμή και στους μη Rapa Nui κατοίκους του νησιού…
Ανεβαίνοντας το λόφο.
Ετοιμασία των ελκήθρων.
Βάψιμο των διαγωνιζομένων...
Τελική δοκιμή πριν φύγει...
Η ομιλία του αρχηγού.
Αρχέγονος ψαλμός κάτω από συννεφιασμένο ουρανό, πριν την έναρξη της δοκιμασίας.
Ενδεικτική της κλίσης του λόφου
Ο περί ου ο... λόφος. Οι γραμμές είναι από τα έλκηθρα, μόλις έχει τελειώσει το event.
Στο δρόμο της επιστροφής, o Felipe θα κάνει άλλη μια στάση για να δούμε ένα moai που στέκεται μόνο του αρκετά μέτρα από το δρόμο. Παρότι κοντεύει επτά, ο ήλιος χτυπάει κατακέφαλα, στο νησί δε δύει μέχρι τις εννιά και τα σύννεφα της βροχής έχουν φύγει προς το παρόν. «Δεν ξέρω να σου πως και πολλά, αλλά νομίζω πως αυτό το moai το χρησιμοποιούσαν ως ηλιακό ρολόι, κοίτα τον ίσκιο του». Η θέα του moai στο ερημικό τοπίο με το δυνατό άνεμο και τον ήλιο για backdrop είναι εντυπωσιακή κι αναρωτιέμαι στα πόσα moai σταματάει κανείς να ανατριχιάζει. Θυμάμαι μια φράση από τα ημερολόγια του Τσε στο Περού: «Πώς μπορεί κανείς να νιώσει νοσταλγία για ένα πολιτισμό που δε γνώρισε ποτέ;»
Συνεχίζουμε για την πόλη, ο Felipe θέλει να με αφήσει στο guesthouse, αλλά επειδή ξανάρχισε η βροχή, προτιμώ να κατέβω λίγο νωρίτερα, ώστε να φάω κάτι. Σημειώνω το τηλέφωνό του και δεσμεύομαι να τον κεράσω ψαράκι τη μεθεπόμενη. Είμαι πολύ τυχερός που με μάζεψε ο άνθρωπος. Μέσα σε λίγες ώρες στο νησί μπήκα σε σπίτι ντόπιου, είδα το καλύτερο κομμάτι του Tapati και πήγα ήδη σε τρία σημεία με moai, τα δύο τελείως off the beaten track κι όλα αυτά χάρη στο Felipe, το φορτηγάκι του και την κυρία που δεν ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο και με «υποχρέωσε» να κάνω το αγαπημένο μου ωτοστόπ, την καλύτερη μέθοδο ταξιδιού στον κόσμο.
Μπαίνω σε ένα μικρό σαντουιτσάδικο με δύο τραπέζια που είχα σταμπάρει στο δρόμο από το αεροδρόμιο. Παίρνω ένα «completo» κι ένα αναψυκτικό για 4 ευρώ και το καταβροχθίζω σε δευτερόλεπτα, πεινούσα σα λύκος. Για άλλη μια φορά, το κατάστημα ανήκε σε continental κι όχι σε αυτόχθονα. Αρχίζω να αναρωτιέμαι πού διάολο απασχολούνται αυτές οι εκατοντάδες των Rapa Nui που είδα στο λόφο. Είναι ψαράδες; Υπάλληλοι σε εταιρείες άλλων στο ίδιο τους το νησί; Εξωτικοί χορευτές σε τουριστικά σόου στα ξενοδοχειάκια του νησιού; Κτηματίες; Άεργοι;
Προχωράω για το guesthouse σε ένα δρόμο που λόγω βροχής είναι σκέτη λάσπη. Ακόμη και μέσα στην πόλη τα άλογα εξακολουθούν να βόσκουν αμέριμνα, πολλές φορές κατά δεκάδες. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τη χρησιμότητά τους: είναι σταμπαρισμένα, άρα σε κάποιον ανήκουν, αλλά είναι τελείως ελεύθερα σε όλο το νησί. Κάτι σαν τις γάτες στη Μύκονο, αλλά τα αλογάκια παράγουν μεγαλύτερες «νάρκες», τις οποίες προσπαθώ να αποφύγω μες στη λάσπη.
Φτάνω στο Apina Tupuna, μπαίνω μέσα, αλλά και πάλι κανείς δεν είναι εκεί. Βάζω μια φωνή και ξαναβγαίνουν οι γνωστοί Βέλγοι, το ζευγαράκι που κάνει RTW (Round The World trip), όπως και οι περισσότεροι από τους μη Χιλιανούς επισκέπτες του νησιού, με δεδομένο πως με εισιτήριο τύπου «ο γύρος του κόσμου» η στάση στο νησί δε σε επιβαρύνει οικονομικά. Μιλάμε για το ταξίδι τους και είναι προφανές πως βρισκόμαστε σε άλλη σελίδα. «Το Μάτσου Πίτσου; Έλα μωρέ, πέτρες είναι. Πανέμορφο τοπίο, αλλά είχαμε κάνει ήδη τρεις μήνες στην Κεντρική Αμερική και είδαμε πολλούς ναούς στην Ονδούρα, τη Γουατεμάλα το Μεξικό, από πυραμίδες άλλο τίποτε. Αν το αναλύσεις, όλοι οι ναοί ίδιοι είναι», λένε και μένω άφωνος. Αν όχι για τίποτε άλλο, επειδή το Μάτσου Πίτσου απλά δεν είναι καν ναός. Εκεί βλέπει κανείς ολόκληρη τη δομή της κοινωνίας των Ίνκα, την πειραματική μελέτη των φυτειών ανά υψόμετρο, 18 διαφορετικά στιλ αρχιτεκτονικής, τη συμβίωση φύσης-οργανικής αρχιτεκτονικής (που δεν τη βλέπεις πουθενά στην Κεντρική Αμερική) και κυρίως την όλη φιλοσοφία των Ίνκας ανέγγιχτη από τους Ισπανούς, που καμία σχέση δεν έχει με την κοσμοθεωρία των Μάγιας και των Αζτέκων. Το άλλο σοκ είναι πως αφιέρωσαν μόλις μια εβδομάδα στο Περού διότι «σε σχέση με τις άλλες χώρες είναι μάλλον βαρετό»… Εγώ πάλι σε όσες χώρες κι αν πάω δε βρίσκω σύγκριση για το Περού που έχει απολύτως τα πάντα. Ούτε καν η αγαπημένη Ινδία, το μυστικιστικό Θιβέτ, η πολύμορφη Ινδονησία και η μαγική Αιθιοπία δεν μπορούν να το εκθρονίσουν από το την αφρόκρεμα στο ταξιδιωτικό μου πάνθεον. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά 20 μέρες στη συμπαθέστατη Νικαράγουα και μόλις έξι στο Περού είναι αν μη τι άλλο πρωτότυπη επιλογή.
Τέλος πάντων, τα παιδιά, όπως και σχεδόν όλοι δηλαδή, θα συνεχίσουν για Ταϊτή, άλλωστε είναι ο μόνος άλλος προορισμός –πλην Σαντιάγο- που εξυπηρετεί το αεροδρόμιο του νησιού. Μετά θα πάνε για λίγο στη Νέα Ζηλανδία κι από εκεί θα επιστρέψουν στην Αγγλία, απ’ όπου θα πάνε σπίτι τους μετά από έξι μήνες ταξιδιού. Κλασικό RTW δηλαδή.
Κλασικά θα έπρεπε κι εγώ να βρω αυτή την ιδιοκτήτρια μπας και μου δώσει κανένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Αφού δεν ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο, μάλλον δε γνωρίζει την ύπαρξή μου καν και γούστο θα’ χει εν μέσω Tapati να ψάχνω κατάλυμα με τη βαλίτσα στο χέρι υπό βροχή. Κάνω το γύρω του σπιτιού φωνάζοντας και ακούγεται μια βαριεστημένη φωνή μέσα από ένα παράθυρο.
-Τι θες; με ρωτάει ένα πρόσωπο με χαρακτηριστικά Παπούα, ξυνισμένο ύφος και διάθεση νταλικιέρη μετά από 12ωρη πόση αλκοόλ και hangover στους αδελφούς Χαϊτίδη.
-Εμ, είμαι αυτός που άφησε τη βαλίτσα του στο σαλόνι και…να δηλαδή είχα μια επιβεβαίωση από εσάς στο μέηλ μου πως έχετε κρεβάτι για μένα και πως…
-Ψέματα λες, δεν επιβεβαίωσα τίποτε, ορίστε και το βιβλίο των κρατήσεων, μου λέει και πετάει από το παράθυρο ένα σχολικό τετράδιο με ορνιθοσκαλίσματα που προσγειώνεται με μαθηματική ακρίβεια στη μύτη μου. Ευτυχώς που κρατάνε τις κρατήσεις σε σχολικό τετράδιο κι όχι σε βιβλίο λογιστικής διότι θα έψαχνα νέα μύτη.
Δεν κατάλαβα γιατί θα έπρεπε να κοιτάξω εγώ το βιβλίο κρατήσεων της μαντάμ «Καλωσήρθατε στο νησί μας», αλλά το μαζεύω και του ρίχνω μια ματιά. Ακόμη κι αν υπήρχε κράτηση, αποκλείεται να την έβρισκε σε ένα τετράδιο όπου υπάρχουν τα πάντα, από αυτοσχέδια sudoku (λάθος λυμένα κιόλας) μέχρι τη λίστα για ψώνια της Τετάρτης.
-Λοιπόν, κράτηση εδώ δεν υπάρχει, αλλά βλέπω πως θα αγοράσετε μπόλικες γλυκοπατάτες.
-Είσαι και εξυπνάκιας, ε; Τέλος πάντων αυτή η χαζή που μου κάνει τις κρατήσεις φταίει, ξέχασε να το σημειώσει.
Αυτή η «χαζή» τουλάχιστον ήταν ευγενέστατη, μου είχε υποσχεθεί και γιρλάντα με λουλούδια στο λαιμό, ενώ η «έξυπνη» που συνεχίζει να βρίζει πίσω από την κουρτίνα προς το παρόν το μόνο που μου έχει προσφέρει είναι ένα ιπτάμενο τετράδιο και μια πρώτη επαφή με αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως κλασική αγένεια Rapa Nui. Ακόμη και οι ίδιοι οι αυτόχθονες παραδέχονται πως δεν είναι και οι φιλικότεροι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά η πρώτη γνωριμία μου με την κυρία Ελβίρα είναι λίγο rough around the edges. Τις επόμενες μέρες θα μάθω πως πρόκειται για μια από τις πιο cult προσωπικότητες στο νησί…
Προς το παρόν με ενδιαφέρει να βρω ένα δωμάτιο, η ίδια λέει πως έχει ένα διαθέσιμο και πηγαίνει σε μια αποθηκούλα στον κήπο, απ’ όπου βγάζει ένα στρώμα, το οποίο δυσκολεύεται να κουβαλήσει μέχρι το σπίτι. Την πλησιάζω ρωτώντας αν θέλει βοήθεια στο κουβάλημα για να μου απαντήσει με ένα θερμό «Εσύ τι λες;» και μουρμουράει κάτι για «τουρίστες που αφήνουν τις βαλίτσες τους σε ξένα σπίτια και μετά πουλάνε και πνεύμα».. Ο μεγάλος έρωτας του Yorgos με την απόγονο της τελευταίας βασίλισσας των Rapa Nui (δεν κάνω πλάκα) μόλις ξεκίνησε…
Το μοναχικό moai
Μπαίνει στο σαλόνι, την ακολουθώ στο διάδρομο, ανοίγει μια πόρτα και βλέπω ένα δωμάτιο δύο επί δυόμιση μέτρα χωρίς έπιπλα, με ένα παράθυρο κι ένα κρεβάτι. Πετάει πάνω το στρώμα, το στρώνει πρόχειρα με τα πεντακάθαρα πάντως σεντόνια, που ρίχνει ένα γκεσταπίτικο βλέμμα και λέει «Αυτό είναι το δωμάτιό σου. Δε θέλω μουρμούρες». Πηγαίνουμε στην τραπεζαρία και οι οδηγίες έχουν τον ίδιο στρατιωτικό τόνο: «Το πρωινό είναι 8:30-9:30. Αν έρθεις 9:31 δε θα φας τίποτε, κατάλαβες; Όχι να μου ξυπνάτε ό,τι ώρα σας καπνίσει και μετά να έχετε κι απαιτήσεις!». Κάθομαι προσοχή, της λέω ένα «Μάλιστα στρατηγέ μου», μου ρίχνει άλλο ένα βλέμμα αποδοκιμασίας/αηδίας και προχωρά στην κουζίνα. «Εδώ είναι τα ποτήρια, εκεί τα πιάτα, μαγειρεύεις ό,τι θες αλλά αν δεν τα πλένεις θα σου κόψω τα πόδια. Δεν είναι χοιροστάσιο εδώ μέσα, κατάλαβες;». Η γυναίκα ή με μισεί ή προσπαθεί να με διώξει, αλλιώς δεν εξηγείται τέτοιο καλωσόρισμα. Εγώ πάλι διασκεδάζω πολύ με τις ατάκες της, το όλο σύνολο εμφάνισης/προφοράς/κινήσεων δημιουργεί ένα φολκλορικό θέαμα που μου κοστίζει μόλις 16 ευρώ την ημέρα, με πρωινό αλλά χωρίς λουλουδένια γιρλάντα. Το πολύχρωμο παρεό, η μύτη Παπούα, το γυαλί χαρλεά Rayban και το καπέλο με τα φρούτα την κάνουν πιο γραφική απ’ όσο μπορώ να περιγράψω. «Κατέβαινε το χρήμα τώρα, διότι σε βλέπω τι απατεώνας είσαι, θα φύγεις χωρίς να πληρώσεις», λέει με τον καλό λόγο στο στόμα.
Βγαίνω στον κηπάκο και βλέπω πάλι τους δύο Βέλγους που νομίζουν πως το Μάτσου Πίτσου είναι «απλές πέτρες», σκέτος ναός και πως το Περού «δεν έχει και πολλά να πει» και μου λένε πως η μαντάμ Ελβίρα τους πρότεινε να πάνε αύριο εκδρομή με έναν Αυστραλό ανεπίσημο ξεναγό που μένει στο νησί για να δουν το νοτιοανατολικό κομμάτι. Η τιμή είναι 60$ το άτομο! Πανάκριβο μου φαίνεται και το άκουσμα του Αυστραλού δε μου κάνει κλικ, ειδικά από την ώρα που τον πρότεινε η κυρα-Ελβίρα. Τους λέω πως θα το σκεφτώ κι αν θέλουν να πάνε, ας πάνε και μόνοι τους αν δεν τους έχω απαντήσει.
Πηγαίνω μια βόλτα στη Hanga Roa, καθώς δύει ο ήλιος. Το κέντρο της πόλης είναι λιγότερο από 500 μέτρα από το σπίτι της κυρα-Ελβίρας, αλλά το τι είναι κέντρο και τι όχι είναι ασαφές: δεν υπάρχει κεντρική πλατεία, κάποιο μνημείο, δημαρχείο ή κάτι που να στοιχειοθετεί πως τα σκόρπια σπίτια και τα μικρά εστιατόρια είναι κάτι παραπάνω από ένα ξεχασμένο σημείο πάνω σε ένα απομονωμένο νησί στη μέση του Ειρηνικού. Νεαροί Rapa Nui κάθονται έξω από ένα ίντερνετ καφέ και μιλάνε ζωηρά. Από τις κινήσεις τους συμπεραίνω πως μιλάνε για το Tapati, προφανώς για το διαγωνισμό ψαρέματος με παραδοσιακά κανώ της επόμενης ημέρας. Η παραλιακή της πόλης περιλαμβάνει και μια μίνι παραλία, ένα moai (που με backdrop δυο τουριστικά εστιατόρια πάντως χάνει όλη την ατμοσφαιρικότητά του), μπόλικα κύματα που χτυπούν αλύπητα τους ηφαιστειογενείς βράχους κι ένα μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα, ανάλογο της θλιβερής ιστορίας του νησιού.
Βρίσκω ένα καταπληκτικό μινιμαλιστικό φούρνο που πουλάει empanadas. Ο ιδιοκτήτης είναι ευγενέστατος… αλλά ούτε αυτός είναι Rapa Nui, είναι Καταλανός. Σε γενικές γραμμές οι Rapa Nui είναι από αδιάφοροι προς τους τουρίστες, αλλά όχι εχθρικοί (η μαντάμ Ελβίρα δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα). Το πρόβλημά τους είναι η εποίκηση των continentals κι όχι οι τουρίστες, που στο κάτω-κάτω συντηρούν και την οικονομία του νησιού.
Βγαίνοντας το βράδυ κάνω μια βόλτα στους πίσω δρόμους. Τα σπίτια είναι όλα απλά αλλά μεγάλα, δε βλέπω καθόλου φτώχεια, αλλά και καμία επίδειξη πλούτου. Είναι εμφανές πως το νησί ζει κυρίως από τον τουρισμό, αφού υπάρχουν γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων, μαγαζάκια με σουβενίρ, σόου με παραδοσιακούς χορούς και μπόλικα πανδοχεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι φορτική η ατμόσφαιρα και σε κανένα στενάκι ή κατάστημα δε βλέπεις πολύ κόσμο συγκεντρωμένο. Οι βραδινές δραστηριότητες του Tapati (διαγωνισμός νοσταλγικού τραγουδιού σήμερα!) φιλοξενούνται σε μια εξέδρα στην παραλία, όπου δεν υπάρχει εισιτήριο και συγκεντρώνεται όλο το νησί, ενώ continentales πωλούν σουβλάκια, μπύρες και empanadas σε αυτοσχέδια περίπτερα. Αυτόχθονες κάνουν καμάκι σε ανοιχτόχρωμες τουρίστριες, οικογένειες continentales παρίστανται με τα παιδιά τους και μια χούφτα backpackers τα λέει σε ένα τραπέζι.
Είμαι πολύ κουρασμένος και αποφασίζω να γυρίσω πίσω, όπου δεν υπάρχει ίχνος της κυρα-Ελβίρας. Προσπαθώ να κάνω ντους στη χαλασμένη μπανιέρα της κυρα-Ελβίρας (μεγάλη αποτυχία, θες τρία χέρια για να συγκρατάς το λαστιχάκι του ντους με όλες τις τρύπες που έχει) και πέφτω ξερός στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι. Μόλις πριν 17 ώρες βρισκόμουν στον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας της Χιλής και τώρα είμαι ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους, έχοντας δει το Haka Pei και το απίστευτο θέαμα των ερημικών moai, ακούω τα κύματα και αύριο θα πάω να εξερευνήσω τα κυριότερα αξιοθέατα του νησιού με την ησυχία μου. Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να δω τα κύματα από τη βεράντα της κυρα-Ελβίρας μια τελευταία φορά πριν πέσω για ύπνο. Στο βάθος του κήπου, μπροστά από τα κύματα, δύο ξυλόγλυπτα moai ξεχωρίζουν στο σκοτάδι, με τον αφρό των κυμάτων να είναι το μόνο πράγμα που φαίνεται πίσω τους. Δεν μπορώ να περιμένω για αύριο.
Το πρωινό είναι μινιμαλιστικό, αλλά να πω την αλήθεια δεν περίμενα και τίποτε διαφορετικό από το guesthouse της Ελβίρας. Το ψωμάκι είναι τρυφερό (αλλά μόνο ένα), η μαρμελάδα σπιτική (αλλά λίγη) ο χυμός συσκευασμένος και φρούτα δεν τρώω. Ψάχνω να βρω την Ελβίρα αλλά δεν είναι πουθενά, άρα δεν ξέρω αν μας βρήκε τον Αυστραλό για τον οποίο μας είχε μιλήσει, μάλλον καλύτερα έτσι. Γνωρίζω τον Ιγνάσιο, ξανθότατο Περουβιανό –καταλανικής καταγωγής- μηχανικό της LAN (τσάμπα αεροπορικά εισιτήρια!) που ζει στο Σαντιάγο και τον Τέρο, Φινλανδό που κάνει RTW. Δυστυχώς έχουν νοικιάσει μαζί μια «γουρούνα»» στην οποία δε χωράω, είναι μόνο για δύο άτομα. Πάω στην πόλη να δω αν μπορώ να νοικιάσω μηχανή, ή έστω μηχανάκι. Η ελπίδα μου ήταν πως, ως νησί, θα είναι πολύ χαλαροί με τους όρους ενοικίασης. Πριτς! Την πατήσαμε. Ακόμη και για μηχανάκι ζητάνε διεθνές δίπλωμα (εγώ έχω ελληνικό για πενηντάρι κι αυτό το έχασα πριν δυο χρόνια…) τύπου Α, ό,τι σημαίνει αυτό. Αυτοκίνητο δεν ξέρω να οδηγώ, τα οργανωμένα τουρ έφυγαν ήδη όλα κι έμεινα μόνος μου στη Hanga Roa.
Με πλησιάζει μια θεϊκή μορφή, ένας τύπος που αυτοσυστήνεται ως ariki, το οποίο μέχρι κι εγώ –από την ανάγνωση της ιστορίας του νησιού- ξέρω πως σημαίνει φύλαρχος. Ο τύπος κυκλοφορεί ξιπόλητος, έχει καμιά δεκαριά τατουάζ, κατάλευκη κοτσίδα μέχρι τη μέση, είναι γύρω στα πενήντα και προτείνει να μου δείξει αυτός το νησί με αυτοκίνητο που θα νοικιάσω αλλά θα οδηγεί αυτός. Η ιδέα του να κάνω τουρ με ένα μισότρελο Rapa Nui που μπλέκει τη Δευτέρα Παρουσία με το Hotu Motua (μυθικός πιονέρος της εποίκησης του νησιού) και τα moai με το «σάπιο καθεστώς της Χιλιάνικης Αυτοκρατορίας που μας καταδυναστεύει» είναι ελκυστική αλλά φοβάμαι πως από ξενάγηση δε θα λέει πολλά και δε μου περισσεύουν οι μέρες, το κόστος είναι ολίγον too much και προτιμώ να κάνω κάτι DIY. Περνάω πάντως από ένα πρακτορείο όπου μου εξηγούν τι περιλαμβάνει το ολοήμερο τουρ τους στο νοτιοανατολικό κομμάτι του νησιού (εκεί που βρίσκεται ο κυρίως όγκος από τα αξιοθέατα), παίρνω εγγυήσεις πως η ξεναγός είναι «καλύτερη κι από όσο φαντάζομαι» και πως θα πάμε σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος και το κλείνω για την επόμενη με 25 ευρουδάκια (ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου είναι Ισπανός και δέχεται ευρώ σε καταπληκτικό rate,αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν υπάρχει και καμιά επιχείρηση που να ανήκει σε αυτόχθονα). Άρα αύριο τουρ …σήμερα τι; Ας αυτοσχεδιάσουμε λοιπόν…
Μπρος στον κίνδυνο να μείνω στη Hanga Roa χωρίς να κάνω τίποτε, βρίσκω ένα ταξιτζή (continental, φυσικά…). Η τιμή που μου δίνει για την επίσκεψη του βόρειου νησιού δε με συναρπάζει, όπως και η ιδέα του να το κάνω για ταξί. Για trekking παραείναι μεγάλη η απόσταση, οπότε προκύπτει (σε στιλ «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;») πως ο τύπος έχει και δυο άλογα. Πάμε σπίτι του, τα σελώνουμε και φεύγουμε καβάλα για τα ΒΔ παράλια. Εκεί που θα πήγαινα με έναν Αυστραλό της κυρα-Ελβίρας για 60$, ξαφνικά βρίσκομαι καβάλα στο Φρέντυ να κάνω galloping σε ένα τοπίο μαγικό, στο οποίο ακούγονται μόνο ο καλπασμός, ο αέρας και τα κύματα. Τελικά είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, σκέφτομαι καθώς κατευθυνόμαστε βόρεια της Hanga Roa…
Με δεδομένο πως την τελευταία φορά που ίππευσα εκτός Κούβας το άλογο αποφάσισε να με πάει καλπάζοντας στα σύνορα με την Κολομβία αφού μου έχωσε μια κεφαλιά και αφηνιάζοντας, προσπάθησα να πάρω το Φρέντυ χαλαρά στο ξεκίνημα. Δύσκολο πράγμα. Πώς να πάρεις στα χαλαρά ένα άλογο τόσο πειθαρχημένο, όμορφο και δυνατό; Η λευκή κάθετη λωρίδα στο κούτελό του σχεδιάσθηκε για χάϊδεμα και με το παραμικρό σφίξιμο των ποδιών το περπάτημα γίνεται trot κι από εκεί gallop, υπακούοντας άψογα σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση του χαλιναριού προς τα πλάγια.
Το τοπίο είναι φτιαγμένο για ιππασία κι αυτό. Χαραμιζόταν το νησί πριν την άφιξη των Ευρωπαίων, οπότε και δεν υπήρχαν άλογα και αγελάδες: σήμερα τα ζώα είναι υπερδιπλάσια του μόνιμου ανθρώπινου πληθυσμού του νησιού και ανεξαιρέτως βόσκουν όλα αμέριμνα.
Ο συμπαθής continental ταξιτζής επιμένει να με προσφωνεί “flaquito” σε κάθε πρόταση, που δεν έχει και τόση πλάκα, αλλά όσες φορές κι αν του υπενθυμίσω πως έχω όνομα, αυτός το χαβά του. Είναι παντρεμένος με Rapa Nui, αλλά η ζωή στο νησί δεν είναι φοβερά ευχάριστη, κυρίως λόγω των ντόπιων: «Ακόμη και για μένα που είμαι παντρεμένος με ντόπια, δε με δέχθηκαν καλά στην αρχή. Τώρα είμαστε ΟΚ, ζούμε ήσυχα, αλλά το σχέδιο είναι να φύγουμε κάποια στιγμή». Τη γυναίκα του τη γνώρισε στο νότο της Χιλής, όπου σπούδασαν παρέα. Όποιος Rapa Nui θέλει να σπουδάσει, πρέπει να φύγει και πολλοί όταν επιστρέφουν είναι άλλοι άνθρωποι, πράγαμα απολύτως λογικό. Θυμάμαι τι μου είχε πει ο μισότρελος ariki πριν λίγες ώρες: «Υπάρχουν δυο ειδών Rapa Nui. Αυτοί που δεν έχουν φύγει ποτέ από το νησί κι αυτοί που έζησαν έστω και για λίγο αλλού.»
Περνάμε μπροστά από δυο σπίτια που βρίσκονται στη μέση του πουθενά. Ρωτάω το συνοδοιπόρο κατά πόσον μένει κάποιος εκεί. «Αμέ. Υπάρχουν μερικοί παλαβοί που ζουν μόνιμα εκτός της Hanga Roa. Αν έχεις αμάξι ή άλογο δεν έχεις πρόβλημα, μετακινείσαι άνετα.». Η ιδιωτική περιουσία είναι περιφραγμένη με πασσάλους από κλαδιά δέντρων και αυτή είναι η μόνη εμφανής ανθρώπινη παρέμβαση στο τοπίο με το χαμηλό γρασίδι, τα αμέριμνα άλογα, τους καραφλούς πράσινους λοφίσκους, τις ηφαιστειογενείς πέτρες σε όλο το μήκος και πλάτος και φυσικά το βαθύ γαλάζιο. Με ρωτάει πώς μου φαίνεται η θάλασσα και απαντώ πως είναι όμορφη, αλλά δεν είμαι από τους φανατικούς του υγρού στοιχείου. Άνετα θα μπορούσα να ζω χωρίς να τη βλέπω επί μήνες, σε αντίθεση με πολλούς φίλους, ιδίως Κουβανούς. «Ε, καλά, τώρα θα πάμε σε ένα μέρος που θα την εκτιμήσεις περισσότερο», μου λέει.
Το μέρος αυτό είναι η σπηλιά Ana Kakenga, γνωστή και ως «Δύο Παράθυρα». Κατεβαίνουμε από τα άλογα, τα δένουμε σε ένα παλούκι δίπλα σε μια επεξηγηματική πινακίδα που έχει ξεθωριάσει και παίρνουμε τους φακούς που έφερε μαζί του ο αλογάς, ο ένας εκ των οποίων αποδεικνύεται άχρηστος. Ο άλλος πάντως κάνει όλη τη διαφορά, αφού η είσοδος στη σπηλιά γίνεται ουσιαστικά στα τέσσερα. Από κάποιο σημείο η σπηλιά γίνετια πιο ευρύχωρη και γρήγορα δικαιολογεί το όνομά της: υπάρχουν δύο έξοδοι προς απόκρημνους γκρεμούς πάνω από τη θάλασσα. Το νερό κάτω μας θυμίζει Αιγαίο, είναι πολύ διαφανές και τα κύματα με το δυνατό αέρα προκαλούν έναν ήχο που φαντάζει πολύ οικείος, ξαφνικά έχω ένα déjà vu από παιδικά καλοκαίρια στην Εύβοια.
Το μέρος δεν είναι εκθαμβωτικό, αλλά έχει ατμόσφαιρα, που διακόπτεται μόνο από τις επίμονες ερωτήσεις «Σου αρέσει, flaquito; Είδες που σε έφερα flaquito; Τι έχεις να πεις για τη θάλασσα τώρα flaquito;». Κάθομαι στην έξοδο της σπηλιάς κοιτώντας το γκρεμό από κάτω και σκέφτομαι πως πριν μερικούς αιώνες κάποιοι Πολυνήσιοι τη χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο, ίσως για αποθήκη, ίσως για φύλαξη κειμηλίων ή ακόιμη και για ανθρωποθυσίες, ποιος ξέρει; Και κάθονταν εκεί ακριβώς που κάθομαι εγώ, βλέποντας την ίδια θέα σε ένα τοπίο που δεν έχει αλλάξει καθόλου από τότε.
Δε νιώθω τη ρίγη της πρώτης θέας των moai (ολίγον δύσκολο με τα “flaquito” για background) αλλά ειδικά η θέα των γκρεμών προς τα αριστερά με το τοπίο α λα highlands δίνει ένα βουκολικά αρχέγονο τόνο στην εικόνα. Αν χτίσουν έστω και ένα περίπτερο, ο τόνος αυτός θα χαθεί. Καλομελέτα κι έρχεται… Το νησί δε θα μείνει για πολύ ακόμη όπως είναι σήμερα, ήδη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 15 χρόνια και οι περεταίρω αλλαγές είναι αναπόφευκτες…
Θέα από τη σπηλιά με τα "δύο παράθυρα"
Ανεμοδαρμένα βραχώδη παράλια, βορείως της Hanga Roa
Ξανακαβαλάμε τα άλογα και συνεχίζουμε, επισκεπτόμενοι δυο μικρότερα αρχαιολογικά μνημεία: ένα μικρό σύμπλεγμα σπηλαίων που χρησίμευε ως αποθήκη τροφίμων και τα υπολείμματα σπιτιών από την εποχή που το νησί ήταν χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Το τοπίο δίπλα είναι γυμνό και σε προκαλεί να φανταστείς πώς ζούσαν οι Rapa Nui, αλλά είναι και παραπλανητικό: οι επικρατέστερη θεωρία λέει πως η φύση τότε δεν έμοιαζε σε τίποτε με το μελαγχολικό καραφλό σημερινό τοπίο.
Αρχίζουμε να επιστρέφουμε προς τη Hanga Roa, αφού σταματάμε για να δω άλλο ένα μοναχικό moai. Για άλλη μια φορά εντυπωσιάζομαι από το θέαμα και την αντίθεση του παγωμένου βλέμματός του με τη γαλήνη του ουρανού και της θάλασσας από πίσω του. Με εξαίρεση τα πρώτα 7 moai που είδα στο Ahu Akivi, όλα τα υπόλοιπα έχουν την πλάτη τους προς τη θάλασσα. Γιατί; Τι το ιδιαίτερο είχαν τα πρώτα 7 moai; Με εκνευρίζει που ξέρω πως δε θα το μάθουμε ποτέ, αλλά από την άλλη είναι και από τα στοιχεία που υπογραμμίζουν το μυστήριο του νησιού. Κατά βάθος ξέρω πως η ύπαρξη αυτών των ερωτημάτων είναι που μου προκαλεί αυτή την ακατάσχετη έλξη προς το νησί. Ίσως αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα να μην το είχα επισκεφθεί καν. Μπα, ψέματα λέω… Δεν υπάρχει αρχαιολογικός χώρος που να μη θέλω να επισκεφθώ στον πλανήτη Γη…
Η ιδέα πλέον είναι να κατευθυνθούμε νοτίως της Hanga Roa, να φτάσουμε κοντά στο μονοπάτι για το Orongo, όπου θα αποχαιρετίσω το Φρέντυ και τον τύπο που εξακολουθεί να με αποκαλεί flaquito και θα ανέβω με τα πόδια μέχρι τον κρατήρα του ηφαιστείου, με σκοπό να επισκεφθώ το αρχαιολογικό σύμπλεγμα που βρίσκεται εκεί. Απολαμβάνω το τελευταίο μισάωρο ιππασίας περνώντας κάτω από ευκαλύπτους σε ένα χωματόδρομο όπου για άλλη μια φορά δε φαίνεται κανείς στον ορίζοντα. Θα’ θελα να’ ξερα πού βρίσκονται όλοι, πώς είναι δυνατόν όπου κι αν πηγαίνω να μη βλέπω ψυχή. Ψέματα λέω, δε θα’ θελα να το ξέρω καθόλου, μου αρκεί να ελπίζω πως δε θα βρίσκονται όλοι στο Orongo.
Ανεβαίνοντας –με τα πόδια πλέον- το μονοπάτι για το Orongo αναλογίζομαι τα όσα έχω διαβάσει για το μέρος, περπατώντας κάτω από δυο ευκαλύπτους που μου προσφέρουν στιγμιαία λίγο ίσκιο. Κάποια στιγμή οι Rapa Nui έκαναν μια στροφή στα πιστεύω τους και θα υιοθετήσουν μια περίεργη τελετή που μοιάζει με τρίαθλο, κατά την οποία νέοι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για τον τίτλο του ανθρώπου-πουλιού, τον οποίο κατακτούσε όποιος κατάφερνε να πάρει πρώτος το αβγό ενός πουλιού που γεννούσε σε ένα νησάκι απέναντι από τον κρατήρα του ηφαιστείου. Η όλη τελετή γινόταν μια φορά το χρόνο και κατά πολλούς αναδείκνυε μια προσωπικότητα που επί ένα χρόνο είχε και διοικητικές αρμοδιότητες στο νησί. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο καλύτερα οργανωμένος στο νησί, ο μόνος με είσοδο (10$) και μέρος της γοητείας του αποτελεί η θέα προς τα νησάκια στα οποία έπρεπε να φτάσουν μετά χιλίων κόπων οι διαγωνιζόμενοι και –κυρίως- η θέα στο εσωτερικό του κρατήρα.
Συνεχίζω να ανεβαίνω το μονοπάτι, πίνοντας το νερό μου, το οποίο αρχίζει να λιγοστεύει, αλλά θεωρώ πως το διαχειρίζομαι σωστά. Τα πόδια μου αρχίζουν να πονάνε, αλλά η προσμονή γι’ αυτό που θα αντικρίσω στο τέλος του trek είναι μεγάλη. Το να πηγαίνει κανείς απροετοίμαστος σε κάποιο μέρος δεν είναι απαραίτητα κακό, ειδικά αν αυτό συνεπάγεται πως δεν έχει οπτική επαφή με αυτό που θα συναντήσει.
Μη έχοντας δει ούτε μια φωτογραφία του ηφαιστειακού κρατήρα, η πρώτη κιόλας θέα μου κόβει την ανάσα… Στέκομαι στην άκρη του κρατήρα του Orongo και προσπαθώ να χωνέψω αυτό που βλέπω: έναν σχεδόν τέλεια σχηματισμένο ηφαιστειακό κύκλο σε ένα ύψωμα στο νότιο άκρο του νησιού, γεμάτο από γαλαζοπράσινο νερό και επιπλέοντα φυτά μου μοιάζουν με λειχήνες σε όλες τις πιθανές αποχρώσεις του πράσινου. Ο αέρας φυσάει τόσο δυνατά που νομίζω πως θα με παρασύρει και συνειδητοποιώ πως πρέπει να απομακρυνθώ από την άκρη του κρατήρα, αλλά δε θέλω. Το θέαμα είναι μοναδικό και η αίσθηση μαγνητική. Ανοίγω τα χέρια για να νιώσω τον αέρα και παραλίγο να πέσω στο γκρεμό. Ο αέρας βουίζει την ώρα που η φύση οργιάζει μπροστά μου. Κάθε φορά που βλέπω κρατήρα συγκινούμαι, θυμάμαι την Ινδονησία, την πίκρα για την απέλαση και τη νοσταλγία για εκείνο το ταξίδι που ξεκίνησε ως απλή επίσκεψη και κατέληξε σε μια ευχάριστη Οδύσσεια, την πρώτη που έκανα ολομόναχος, χωρίς ταξιδιωτική παρέα πρινα πό πάνω από μια δεκαετία και μου ενστάλαξε την πεποίθηση πως ακόμη και μόνος δεν πρόκειται να σταματήσω να ταξιδεύω. Και δεν πρόκειται διότι όταν βλέπεις μέρη σαν κι αυτά νιώθεις ολόκληρος, νιώθεις πως ζεις, η καρδιά σου χτυπάει δυνατά και ξέρεις πως για κάτι τέτοιες στιγμές είναι που η ζωή έχει νόημα…
Είναι δύσκολο να αποτυπωθεί το θέαμα από τη δική μου μηχανή της πλάκας. Παραθέτω μια φωτογραφία που μου έστειλε φίλος και την ξεσήκωσε από το Διαδίκτυο, που δίνει μερική εικόνα του πώς είναι ο κρατήρας του Orongo
Έκατσα να κοιτάω τον κρατήρα με τον πολύ δυνατό αέρα να βουίζει στα αυτιά μου. Δίπλα μου είδα να ξεπροβάλει ένα ζευγάρι μεσηλίκων, από το ίδιο μονοπάτι που ανέβηκα κι εγώ. Μου ζητάνε να τους βγάλω φωτογραφία και πιάνουμε την κουβέντα. Είναι Χιλιανοί από το Σαντιάγο, ήρθαν για 10 μέρες και αύριο θα νοικιάσουν αυτοκίνητο. Με καλούν να πάω μαζί τους, αλλά τελικά θα προτιμήσω το οργανωμένο τουρ διότι θα επισκεφθεί όλα τα κύρια αρχαιολογικά σημεία –κανένα εκ των οποίων δεν έχω επισκεφθεί ακόμη- τα καλύτερα έρχονται, λέμε - κι επειδή άκουσα τα καλύτερα για την ξεναγό που θα μας συνοδεύσει. Το ζευγάρι είναι συμπαθέστατο, δάσκαλοι και οι δύο με έντονο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον και τους ρωτάω αν έχουν την ίδια εντύπωση με μένα σε ό,τι αφορά τη μη φιλικότητα των ντόπιων. Αυτοί μένουν σε ένα γνωστό γλύπτη Rapa Nui που είναι προσωπικός τους φίλος, αλλά συναινούν πως τουλάχιστον στην αρχή είναι λίγο δύσκολο να σπάσει ο πάγος, ειδικά αν ο επισκέπτης είναι continental.
Προσπαθώ να πάρω μερικές φωτογραφίες του κρατήρα, αλλά είναι αδύνατον. Δε χωρά με τίποτε ούτε το μέγεθος της περιμέτρου του ούτε και το μεγαλείο της εικόνας. Πίσω από τον κρατήρα η θάλασσα είναι καταγάλανη με πολύ αφρό λόγω του δυνατού αέρα, ενώ σε κάποιο σημείο του ο κρατήρας είναι «σπασμένος», φαίνεται να έχει μια ρωγμή στο χείλος του, σα να έχεις ένα πιάτο της σούπας, του οποίου ένα κομμάτι έχει ξεκολλήσει. Χάρη σε αυτό το κομμάτι μπορείς να διακρίνεις την αντίθεση ανάμεσα στα πράσινα νερά στο εσωτερικό του κρατήρα και του έντονου μπλε του ωκεανού, φανταστική εικόνα.
Προχωράω προς τα δυτικά, εκεί που βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Orongo. Οι ενημερωτικές ταμπέλες διευκρινίζουν πως οι χαμηλές κατασκευές από πλίνθους (που θυμίζουν Δρακόλιμνες) είναι μερική ανακατασκευή του καλύτερου δείγματος των παραδοσιακών σπιτιών των Rapa Nui και η ανάλυση της κοινωνικής τους δομής είναι αρκετά διαφωτιστική. Προσπαθώ να φανταστώ τον κρατήρα στην εποχή των τελετών-δοκιμασιών και κοιτώντας προς τα πίσω διακρίνω και τα τρία νησάκια (Motu Nui, Motu Iti και Motu Kao Kao) στα οποία έπρεπε να φτάσουν οι διαγωνιζόμενοι. Αν ποτέ ανακαλυφθεί η μηχανή του χρόνου, αυτό είναι από τα πρώτα σημεία όπου θα ήθελα να μεταφερθώ.
Λίγο πιο κάτω βρίσκει κανείς πετρογλυφικά σε αρκετά καλή κατάσταση. Τι κρίμα να μην έχουν διασωθεί σχεδόν καθόλου RongoRongo, οι ξύλινες επιγραφές στις οποίες αποτύπωναν στο μυστηριώδες αλφάβητό τους οι Rapa Nui μηνύματα που δε θα μάθουμε ποτέ, αφού οι λίγοι εκλεκτοί που ήξεραν να τα διαβάζουν χάθηκαν για πάντα από προσώπου γης… Ενώ χαζεύω από κοντά ένα από τα πετρογλυφικά, ανατρέχω νοητά για άλλη μια φορά τη θλιβερή ιστορία του νησιού. Στα πολύ πρόχειρα, περιληπτικά και χωρίς να αναλύσουμε όλες τις εκδοχές, μια σχετικά αποδεκτή βερσιόν έχει ως εξής:
Κάποια στιγμή ένας τύπος Hotu Matua, λόγω ερίδων στη γενέτειρά του για τη διαδοχή του θρόνου, θα πάρει μερικούς συγγενείς και οπαδούς του από μια μακρινή χώρα ονόματι Hiva (ένας Θεός ξέρει πού ήταν αυτό, αλλά μάλλον για Πολυνησία μιλάμε, όλες οι ανθρωπολογικές ενδείξεις προς τα εκεί κλίνουν, φοβάμαι πως οι θεωρίες περί αμερικανικών φύλων του Heyerdahl είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά) και θα καταφέρει να φτάσει στο Rapa Nui. Με δεδομένο πως χρησιμοποίησε κανώ κι έπρεπε να διασχίσει το μισό Ειρηνικό, αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα, αλλά οι Πολυνήσιοι ήταν φοβεροί ναυσιπλόοι για τα δεδομένα της τεχνολογικής τους εποχής, οπότε δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς.
Φτάνει λοιπόν ο Hotu Motua στο ακατοίκητο νησί, όπου αναδεικνύεται στον πρώτο ariki του Rapa Nui, χάρη στο mana, την υπερφυσική ενέργεια που τον διακατέχει. Οι απόγονοί του θα χωριστούν σε οκτώ γενεαλογικά δέντρα και θα κατοικούν το νησί αναπτύσσοντας μια δική τους κουλτούρα, χάρη στην απομόνωση που τους προσφέρει η γεωγραφική του θέση, επί αιώνες. Μια κουλτούρα που θα δημιουργήσει τις πλατφόρμες ahu, τα αγάλματα moai, τις επιγραφές RongoRongo (διάβασα πως σώζονται μόλις 29, κανένα εξ’ αυτών στο νησί, έχω τη μεγάλη τύχη να έχω δει τρία σε μουσεία ανά τον κόσμο... μου μένουν άλλα 26!) κι ένα κοινωνικό ιστό φοβερά πολύπλοκο για ένα νησί που μάλλον δε θα πρέπει να είχε ποτέ πάνω από 10.000 κατοίκους.
Η πρώτη επαφή με τους Ευρωπαίους γίνεται την Κυριακή του Πάσχα (εξ’ ου και το όνομα του νησιού) του 1722 με το πλήρωμα ενός ολλανδικού πλοίου, του οποίου ο καπετάνιος γράφει έκπληκτος στο ημερολόγιό του πως οι ντόπιοι κατενθουσιασμένοι πηδούσαν στο κατάστρωμα, τους άρπαζαν τα καπέλα και αλαλάζοντας επέστρεφαν στο νησί σε πλήρη έκσταση, κάτι που μου θύμισε τις περιγραφές των πρώτων επαφών των Ευρωπαίων με τους κατοίκους της Ταϊτής. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τα moai ακόμη βρίσκονταν όρθια εκείνη την εποχή.
Η επόμενη επαφή ήταν… μισό αιώνα αργότερα, όταν ένας Ισπανός αποφάσισε το νησί θα έπρεπε να ανήκει στον Ισπανό αυτοκράτορα επειδή αυτός το… χαρτογράφησε, αλλά μάλλον δεν ασχολήθηκε κανείς από την Ισπανία μαζί του. Ο κάπτεν Κουκ (φοβερή μορφή…) πέρασε και αυτός μια βόλτα λίγα χρόνια αργότερα κι είναι από τους πρώτους που μιλάει για «πεσμένα αγάλματα», ενώ Βρετανός γιατρός που έφτασε στο νησί το 1868 επιβεβαιώνει πως δεν είχε μείνει ούτε ένα moai όρθιο. Το πιθανότερο είναι πως στο μεταξύ οι εσωτερικοί πόλεμοι οδήγησαν στην καταστροφή τους από αντιμαχόμενες φατρίες, ενδεχομένως οδηγούμενες σε σύγκρουση λόγω έλλειψης πόρων.
Η πραγματική καταστροφή πάντως δεν ήταν οι εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά η επιδρομή των «έξω». Το 1805 Αμερικανοί δουλέμποροι θα απαγάγουν κατοίκους του νησιού, ενώ το κακό θα παραγίνει το 1862-1864 όταν Περουβιανοί θα αρπάξουν 2500 κατοίκους (!) και θα τους στείλουν να δουλέψουν ως δούλοι στη συλλογή guano και στα ορυχεία. Μετά από παρέμβαση του Επισκόπου της Ταϊτής οι επιζήσαντες –δεκαέξι όλοι κι όλοι!- θα «επιστραφούν» στο νησί, όπου θα μεταφέρουν όμως την ευλογιά και τη φυματίωση, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των Rapa Nui να πέσει στους 111. Τραγική εξέλιξη, μακάρι να μην είχαν επιστρέψει ποτέ οι δεκαέξι... Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι μνήμονες αλλά και οι αναγνώστες των Rongorongo, με αποτέλεσμα η γραπτή και προφορική παράδοση του νησιού να υποστεί ένα ισχυρότατο πλήγμα.
Έπειτα ήρθαν ιεραπόστολοι, ένας Γάλλος κτηματίας που έκανε το νησί προσωπικό του ράντσο εκμεταλλευόμενος στυγνά τους ντόπιους που εν τέλει θα τον δολοφονήσουν και η κυβέρνηση της Χιλής που…αποφάσισε πως το νησί της ανήκει και το προσάρτησε το 1888. Οι Χιλιανοί παραχώρησαν το νησί σε μια εταιρεία εκμετάλλευσης μαλλιού που ανάγκασε τους ντόπιους να μετακομίσουν όλοι στη Hanga Roa, όπου και τους περιέφραξε για να μην... ενοχλούν τα πρόβατά της στη βοσκή. Το 1964 οι Rapa Nui θα αναγνωριστούν ως πολίτες της Χιλής και μόλις το 1968 θα δημιουργηθεί το αεροδρόμιο στο οποίο έφτασα κι εγώ, ώστε πλέον το νησί αν έχει συχνότερη επικοινωνία με τον έξω κόσμο από το… ετήσιο καράβι.
Όλα αυτά τα τραγικά συνέβησαν σε ένα νησάκι που στο μακρύτερο σημείο του δεν ξεπερνά τα 25 χιλιόμετρα και το ομορφότερο σημείο του βρίσκεται εκεί, μπροστά μου, στον κρατήρα του Orongo, εκεί όπου μερικές εκατονταετίες νωρίτερα κρινόταν η γενναιότητα των νέων της φυλής των Rapa Nui. Δύσκολα μπορεί κανείς να μη μελαγχολήσει σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, 3878 χιλιόμετρα μακριά από τη Χιλή και 2250 χιλιόμετρα από τα νησιά Pitcairn των 50 κατοίκων… Η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά του πλανήτη γίνεται εντονότερη όταν κοιτάς τα πετρογλυφικά που στέκουν ερημικά πάνω από τον κρατήρα.
Φοβερή αίσθηση, αλλά είναι ώρα να πάρω το δρόμο της επιστροφής για τη Hanga Roa, γεμάτος από εικόνες και συναισθήματα. Τα πόδια μου έβγαλαν φουσκάλες, ο πισινός μου πονάει από την ιππασία και θέλω να φτάσω σύντομα στο guesthouse για να κάνω ένα μπανάκι… Αμ δε…
Θέα των μικρών νησιών ανοιχτά του Rapa Nui από τον κρατήρα
Ο κρατήρας...
Και στο "σπασμένο" κομμάτι του κρατήρα, με το μικρό χώρο όπου γίνονταν οι τελετές δίπλα του
Παίρνω το μονοπάτι της επιστροφής. Είναι ερημικό, πάνω σε κοκκινόχωμα, με θάμνους αριστερά και δεξιά και πού και πού υπάρχει κανένας ευκάλυπτος για να με προστατεύει από τον ήλιο. Μου αρέσει που δεν υπάρχει κανείς, συμβάλλει στην εικόνα απομόνωσης του νησιού. Το μονοπάτι έχει όμως διάφορες διχάλες χωρίς σηματοδότηση και αυτή τη φορά δεν έχω τη θέα του υπερυψωμένου κρατήρα να με προσανατολίζει. Ε, σε κάποια από αυτές τις διχάλες, ενδεχομένως και σε όλες, πήρα τη λάθος στροφή…
Υποτίθεται πως ο δρόμος για τη Hanga Roa θα με έβγαζε στην πόλη σε 45 λεπτά. Γενικώς έχω γρήγορο βήμα, οπότε άρχισα να παραξενεύομαι που μετά από σχεδόν μια ώρα δεν έβλεπα πουθενά την πόλη. Μου τελείωσε και το νερό, άρχισαν να πονάνε τα πέλματά μου μετά από τόσες ώρες και κοιτάζω μπας και βρω καμιά ψυχή να μου υποδείξει τη σωστή κατεύθυνση. Μπα, τζίφος. Όλο κοκκινόχωμα, μπροστά μου ανηφόρες που κρύβουν τη θέα του νησιού και πίσω πυκνά δέντρα.
Προχωράω, ανεβαίνω και την επόμενη χωμάτινη ανηφόρα, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: μπροστά ξεπροβάλλει άλλη ανηφόρα. Θα την ανέβω κι αυτή για να δω ένα σημείο πολιτισμού: το αεροδρόμιο. Κινούμαι παράλληλα με τον φαινομενικά ατέλειωτο αεροδιάδρομο, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο το προς τα ποια από τις δύο κατευθύνσεις θα πρέπει να πάρω. Τελικά αποφασίζω να αφήσω το δρόμο και να πάω προς το διάδρομο προσγείωσης, αν τον διασχίσω θα βγω στο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας όμως εκεί βλέπω πως έχει συρματόπλεγμα. Περπατάω παράλληλά του για πάνω από μισή ώρα μέσα στους θάμνους για να διαπιστώσω πως πηγαίνω προς τη λάθος κατεύθυνση… Άντε πάλι πίσω.
Έχω κορακιάσει και στο καπάκι με χτύπησε και η χρόνια κατάσταση στα πέλματα με το αριστερό να έχει κοκαλώσει. Φαντάζομαι τα πρωτοσέλιδα: «Πέθανε από τη δίψα δίπλα στο αεροδρόμιο του Rapa Nui», ή "Ηλίθιος τουρίστας χάθηκε σε νησί μεγέθους τουαλέτας". Σέρνω το πόδι μου για μπόλικη ώρα, αλλά δε βλέπω φως στον ορίζοντα. Μάλλον πρέπει να πηδήξω το συρματόπλεγμα και να βρεθώ στο διάδρομο προσγείωσης, μπας και βρω καμιά ψυχή εκεί μέσα. Το αεροδρόμιο φαίνεται εντελώς άδειο, άλλωστε δεν είναι ότι έχει και πολλές πτήσεις την ημέρα… Καταφέρνω να πηδήξω το συρματόπλεγμα και πέφτω με τον πισινό πάνω σε κάτι σκληρό. Μετά από μια κραυγή, σηκώνομαι για να δω ότι είναι το κρανίο μιας αγελάδας. Τέλεια! Χάθηκα σε ένα νησί δύο σπιθαμών, έχω έξαρση πελματιαίας απονεύρωσης, ξεφλουδίζω από τον ήλιο, διψάω όσο δεν πάει και στον κώλο μου έχω τα κέρατα μιας ψόφιας αγελάδας. Πώς τα κατάφερα πάλι...
Εξαιρετικά, συνεχίζω να προχωράω παράλληλα με το αδιαπέραστο συρματόπλεγμα, μέχρι που βρίσκω ένα σπιτάκι με μπόλικα ραντάρ στην τσίγκινη σκεπή του, μάλλον πρόκειται για «πύργο» (λέμε τώρα…) τηλεπικοινωνιών. Βλέπω ένα παιδάκι στην πόρτα, επιτέλους πολιτισμός! Πηγαίνω προς την πόρτα, χτυπάω και μπαίνω μέσα, όπου ένας έξαλλος Rapa Nui με διάθεση Ελβίρας με καλωσορίζει: «Ποιος σου είπε ότι μπορείς να μπεις εδώ; Ουστ αμέσως! Δρόμο λέμε!». Του λέω ότι χάθηκα αλλά δε θα μου απαντήσει αν δε βγω πρώτα έξω. Βγαίνω έξω, αλλά δε θα μου απαντήσει αν δεν ξαναπηδήξω το συρματόπλεγμα. Από φιλοξενία σκίζουν οι Ραπανούηδες. Τελικά –όλο καλή διάθεση- αφού έκανα τον καουμπόη και πάλι, μου δείχνει προς τα πού είναι η πόλη (αντίθετα από εκεί που πήγαινα βεβαίως), νερό δε μου δίνει («ούτε για μας δε φτάνει») και μου’ ριξε και δυο μπινελίκια. Μια χαρά.
Τουλάχιστον ξέρω προς τα πού είναι η πόλη. Συνεχίζω σέρνοντας το πόδι, το οποίο ξέρω πως θέλει 4-5 μέρες φυσιοθεραπεία πλέον, έχω κάνει τόσες εγχειρήσεις στα πέλματα που αν μάθει ο γιατρός μου τι περπάτημα έχω ρίξει θα με εκτελέσει. Επιτέλους βρίσκω άσφαλτο και μερικά σπιτάκια. Πάρα πολύ όμορφα σπίτια, μπαίνω σε ένα να ρωτήσω για κατευθύνσεις και μου ανοίγει μια ευγενέστατη continental, με κερνάει και μπισκοτάκι… γιατί δε μπορούν να είναι έτσι και οι Rapa Nui;
Βρήκα και το μοναδικό βενζινάδικο του νησιού. Μπαίνω μέσα, παίρνω νερό και το πίνω όλο πριν καλά-καλά το πληρώσω στο ταμείο. Ζητάω συγγνώμη από την εξωτική καλλονή με το λουλουδάκι στο αυτί, που μου χαρίζει ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. «Διψούσατε ε; Ανεβήκατε στο Orongo; Α, είμαστε πολύ περήφανοι για την παράδοσή μας εδώ.» Με καλεί να μη χάσω τις βραδινές δραστηριότητες του Tapati. Mε το πόδι μου σε τέτοια χάλια δεν είμαι και πολύ σίγουρος, αλλά δε χάνεται αυτό, θα έχουν αναπαράσταση της ιστορίας του νησιού σε θεατρικο-μουσικό διαγωνισμό, λέει.
Το μονοπάτι προς τη Hanga Roa (που έγινε δρόμος)
Σπιτάκι στο δρόμο προς τη Hanga Roa.
Φτάνω στη Hanga Roa από την πίσω πλευρά της πόλης, περνώντας από σπιτάκια με όμορφους, προσεγμένους κήπους, αυλές με ξυλόγλυπτα έπιπλα και –δυστυχώς για μένα – μπόλικα τσοπανόσκυλα. Νιώθω τα πέλματά μου πολύ σκληρά και κάνω μια στάση για να φάω ένα «βρώμικο», το οποίο όχι μόνο δεν ήταν βρώμικο, αλλά ήταν και από τα καλύτερα σάντουιτς που έχω φάει ποτέ, με μια μυστηριώδη σάλτσα-αποκάλυψη. Συνεχίζω προς το σπίτι της κυρα-Ελβίρας με αργό βήμα, σέρνοντας ουσιαστικά το αριστερό πόδι.
Περνάω από το δημοτικό γυμναστήριο, απ’ όπου ακούγονται μουσικές. Μπαίνω και αρχικά εκπλήσσομαι από το γυμναστήριο: ωραίο παρκέ, επαγγελματικός φωτεινός πίνακας και.. καμιά δεκαριά υπερσύγχρονα μηχανήματα αδυνατίσματος και γυμναστικής στον περίγυρο της κεντρικής εξέδρας, όπου ντόπιοι κάνουν ποδήλατο, κοιλιακούς ή βάρη. Μάλιστα, έτσι εξηγούνται οι κορμάρες των Rapa Nui. Η μουσική προέρχεται από το παρκέ, όπου μια ομάδα από καμιά εικοσαριά κυρίες φαίνεται να κάνει πρόβα για το βραδινό διαγωνισμό του Tapati. Έχουν σχηματίσει ένα κύκλο και κάνουν μια χορογραφία που θυμίζει έντονα Χαβάη. Οι μισές περίπου φορούν λουλούδια στο αυτί τους και παρεό, πράγμα που κάνει ειδικά τις νέες να φαίνονται πολύ εξωτικές.
Έκατσα να τις χαζεύω λίγο και συνέχισα προς το κέντρο της «πόλης» που ουσιαστικά έχει 7-8 δρόμους όλους κι όλους. Ένας από αυτούς είναι και ο παραλιακός, στον οποίο δεσπόζει η μικρή παραλία, το λιμανάκι και –τι άλλο;- ένα moai. Ανάμεσα στους ντόπιους που κάνουν μπάνιο, ψαροταβέρνες γκουρμέ που σερβίρουν σετ μενού για 10-12 ευρώ και το γραφείο τουριστικών πληροφοριών, σίγουρα χάνει πολύ σε impact. Σκέφτομαι για άλλη μια φορά πόσο τυχερός είμαι που πέτυχα τον Φελίπε και η πρώτη μου επαφή με τα moai ήταν στο Ahu Akivi, σε βουκολικά ήσυχο τοπίο και με συντροφιά μερικά ανέμελα άλογα. Υποθέτω πως οι περισσότεροι επισκέπτες θα βλέπουν πρώτα τα moai της παραλιακής οδού. Πάλι τυχερός ήμουν.
Αρχίζει να ψιχαλίζει, πράγμα πολύ συνηθισμένο για τον άστατο καιρό του νησιού με τις αμέτρητες εναλλαγές. Βρίσκω ένα ίντερνετ καφέ, όπου διαπιστώνω πως μέχρι που μπορείς να συνδεθείς με το δικό σου λάπτοπ αν θες. Κοιτώντας για το ουράνιο τόξο που σχηματίζεται έξω, βλέπω κι ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο αραγμένο στα ανοιχτά, αφού το λιμανάκι του νησιού δεν έχει υποδομές ούτε για να υποδεχθεί φουσκωτό. Υποτίθεται πως το Νησί του Πάσχα είναι από τα πιο απομονωμένα σημεία του πλανήτη, κι όμως έχει ταχύτατο και φτηνότατο ίντερνετ και τακτικά επιβατηγά πλοία. Δύο πράγματα που στην Κούβα δεν τα βλέπουμε ούτε στα όνειρά μας, δηλαδή. Αναρωτιέμαι αν είναι πιο αποκομμένοι οι Κουβανοί από τους Ραπανούηδες απ’τον «έξω κόσμο»… Φιντέλ, ακούς;
Με το που τελειώνω με τα μέηλ μου, πάω για μια ακόμη βολτίτσα, με το αριστερό πέλμα να συνεχίζει να με προβληματίζει έντονα. Ευτυχώς αύριο θα πάω με οργανωμένο τουρ και θα γλιτώσω το πολύ περπάτημα, αλλιώς με βλέπω να φτάνω στη Βραζιλία κουτσός. Η εκκλησία του χωριού είναι μικρή και δίπλα της είναι θαμμένος ένας ιεραπόστολος. Κάθομαι στο παγκάκι έξω και βγάζω τα παπούτσια μου ώστε να δω τα πέλματά μου. Εκτός από την απονεύρωση, έχω καταφέρει να βγάλω φουσκάλες σε 8 δάχτυλα, οι δύο ματωμένες μάλιστα. Έξοχα.
Τα δέκα λεπτάκια μέχρι το guesthouse ήταν ένα μικρό μαρτύριο, αλλά φτάνοντας ήξερα πως θα έκανα ένα ζεστό ντουσάκι και θα ξεκούραζα τα πόδια μου πριν πάω στο Tapati. Ποιος ξέρει, ίσως να μου έκανε κι ένα ποδόλουτρο η Ελβίρα… Χαχα, λέμε και καμιά κοτσάνα να περάσει η ώρα… «Εδώ είσαι εσύ με τα μούσια;», ακούγεται η αγριοφωνάρα της. «Μου χρωστάς 60 δολάρια! Μη σου πω 180!», φωνάζει χωρίς καν να με έχει δει. Το δωμάτιο της το πλήρωσα από την πρώτη στιγμή, οπότε δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεται. «Γιατί 180 κι όχι 2364 δολάρια;», τη ρωτάω με ειλικρινή απορία για το ποσό που έβγαλε. Έρχεται, αράζει τον τεράστιο πισινό της σε τρεις καρέκλες –τις οποίες γεμίζει πλήρως- βγάζει ένα τσιγάρο, το ανάβει και με κοιτάει μέσα από τα ultra cool blades γυαλιά ηλίου της.
- Πού ήσουν σήμερα το πρωί; Ρωτάει λες και είχαμε κανένα ραντεβού. Το ύφος της, το τσιγάρο και τα μαύρα γυαλιά θυμίζουν ανάκριση της Γκεστάπο.
- Πήγα για ιππασία και μετά για trekking στο Orongo, απαντώ.
- Το ξέρεις ότι εγώ σας βρήκα τον Αυστραλό για να σας κάνει τουρ; Ήρθε το πρωί κατά τις 11 ο άνθρωπος και δε βρήκε κανέναν.
- Ναι, αλλά εμάς δε μας είπατε τίποτε. Μάλιστα σας έψαχνα το πρωί και ήσασταν άφαντη. Τι έπρεπε να κάνουμε, να κάτσουμε να χάσουμε όλη τη μέρα μυρίζοντας τα νύχια μας αν εσάς σας κάπνισε να μας βρείτε κάποιον για το τουρ;
- Α, δεν ξέρω, μου χρωστάς 180 δολάρια, 60 για τον καθένα σας. Σε καθιστώ υπεύθυνο και για τους δυο Βέλγους διότι αυτοί δε μιλάνε Ισπανικά. Και είσαι κι εξυπνάκιας!
- Κυρα-Ελβίρα, άκου να δεις, πονάνε τα πόδια μου, χάθηκα και έκανα τον καουμπόη επί ώρες, προσγειώθηκα στο κρανίο μιας αγελάδας και θέλω να κάνω ντους στη ντουσιέρα σου, που δε δουλεύει κιόλας! Αν σας τα πληρώσουν οι Βέλγοι, μπράβο. Από μένα δε θα πάρετε φράγκο για τουρ που δε ζήτησα, δεν έγινε και κανείς δε με ενημέρωσε πως κλείστηκε.
Την παρατάω στο σαλόνι και μπαίνω στο ντους. Με τρεις τρύπες στο καλώδιο, το να πετύχεις τις σταγόνες είναι μια πρόκληση, αφού το νερό φεύγει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη κι έτσι, απίστευτες ποσότητες από κοκκινόχωμα ξεπλένονται από κάθε σπιθαμή μου.
«Καλά, δε θα σε χρεώσω. Αλλά να ξέρεις πως ό,τι κι αν μου ζητήσεις δε θα το κάνω. Ούτε ταξί για το αεροδρόμιο, ούτε για τίποτε άλλο. Διότι είστε ανεύθυνοι και αγενείς. Εσύ ειδικά με τα μούσια, από την πρώτη στιγμή σε αντιπάθησα». Τι κρίμα. Διότι εγώ από τότε που δεν ήρθε να με πάρει στο αεροδρόμιο, με έβρισε όταν με πρωτοείδε και μου πέταξε κι ένα τετράδιο στη μύτη, την είχα κατασυμπαθήσει. Αν είχαν διαγωνισμό «Μις Στραβόξυλο 2010» στο Tapati θα έβγαινε με πινοτσετικό ποσοστό.
Ακόμη κι αφού τελειώσω το ντους μου, έξω έχει ήλιο. Συγκεκριμένα ηλιοβασίλεμα, με φόντο τη θάλασσα κι εκείνο το πελώριο κρουαζιερόπλοιο. Μπορεί να πει κανείς ό,τι θέλει για την Ελβίρα, αλλά το guesthouse έχει εκπληκτική θέα. Κάθομαι λίγο στο γκαζόν και τη χαζεύω, όπου μου πιάνει την κουβέντα ο ξανθός Περουβιανός Ιγνάσιο. Πολύ ωραίος τύπος, σε λίγες εβδομάδες παίρνει μετάθεση στη γενέτειρά του Λίμα, μετά από 11 χρόνια εργασίας στην Ευρώπη και τη Νότιο Αμερική για τη LAN. Μιλάμε για τα όσα είδαμε, εγώ με άλογο και τα ποδαράκια μου κι αυτός με τη «γουρούνα» που έχει νοικιάσει με τον Φινλανδό του διπλανού δωματίου. «Έχεις ιδέα γιατί με βρίζει συνέχεια η Ελβίρα;», τον ρωτάω. «Μπα, έτσι είναι αυτή, πέντε μέρες έχω εδώ και τις πέντε κακοδιάθετη είναι. Στο αεροδρόμιο μας πέρασε μια γιρλάντα στο λαιμό και μας είπε να μην την τσαλακώσουμε γιατί θέλει να την ξαναχρησιμοποιήσει, αλλιώς θα πρέπει να την πληρώσουμε! Φοβερό καλωσόρισμα!». Ανταλλάσσουμε προβληματισμούς για το νησί, το Περού και τις ζωές μας. Περίεργο πώς δυο παντελώς άγνωστοι ανοίγονται έτσι απλά. Μάλλον είναι η αίσθηση του ότι πατάς σε μια κουκίδα στη μέση του χάρτη μακριά από όλα που σε κάνει να νιώθεις τον πλησίον πιο κοντά σου.
Ο Ιγνάσιο θα πάει για ντους. Μαθαίνω πως υπάρχει κι άλλο ντους στο σπίτι, χωρίς κανένα ελάττωμα, αλλά παρότι δεν το χρησιμοποιεί, η Ελβίρα δε μας το έδειξε ποτέ. Γιατί να εξυπηρετήσεις ένα τουρίστα αν μπορείς να τον βασανίσεις;
Κάνω διατάσεις επί ένα μισάωρο και το πέλμα μου νιώθει καλύτερα, μπορώ να περπατήσω μέχρι το Tapati χωρίς να το σέρνω. Περπατάω κατά μήκος της παραλιακής απολαμβάνοντας το φανταστικό ηλιοβασίλεμα που χάνεται στον Ειρηνικό. Οι μέρες κρατάνε μέχρι τις 9:30 στο νησί τέτοια εποχή. Φτάνω στη σκηνή που έχουν στήσει για τις νυχτερινές δραστηριότητες του Tapati. Μερικές εκατοντάδες πλαστικές καρέκλες έχουν στηθεί μπροστά, αλλά ο περισσότερος κόσμος βρίσκεται στα κιόσκια, τρώγοντας empanadas, τεράστιες σούβλες με κρέας βουτηγμένες σε καυτερή μαγιονέζα και πίνοντας μπύρα. Continentales, Ραπανούηδες, τουρίστες, αστυνομικοί, όλοι εδώ βρίσκονται. Η σκηνή είναι διακοσμημένη με δέντρα, αναπαραστάσεις κυμάτων, βουνών, ενός ηφαιστείου και κάποιων κανώ. Πολύ καλό σκηνικό, επαγγελματική δουλειά. Πιάνω μια πλαστική καρέκλα και κάθομαι δίπλα σε μια μαμά Rapa Nui με τα τρία κοριτσάκια της. Μου χαμογελάει και λέει “Ioarana”.
Ξεκινά η παρουσίαση της πολιτιστικής βραδιάς. Οι παρουσιαστές είναι ένας Νεοζηλανδός (με καλά ισπανικά, πρέπει να ζει στο νησί για πολλά χρόνια) και μια Rapa Nui. Η παρουσίαση γίνεται αρχικά στα Rapa Nui, ακολουθεί μετάφραση στα ισπανικά και μετά μια κουτσουρεμένη μετάφραση στα Αγγλικά. Ευχαριστούν τους πάντες για την παρουσία τους, τους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες κι εξηγούν τι θα δούμε: Δύο διαγωνιζόμενες ομάδες, η κάθε μία εκ των οποίων προσπαθεί να κερδίσει πόντους για τη γενική βαθμολογία του Tapati, που θα αναδείξει το ποια από τις αρχηγούς των δυο ομάδων θα στεφθεί βασίλισσα της χρονιάς. Η κάθε ομάδα θα «ανεβάσει» ένα έργο διάρκειας μέχρι 40 λεπτά, στο οποίο πρέπει να αναβιώσουν κάποιον από τους δεκάδες θρύλους της ιστορίας του νησιού που επιβίωσε μέσω της προφορικής παράδοσης. Δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν καμία αλλαγή στο περιεχόμενο του μύθου, όλη η παράσταση θα είναι στα Rapa Nui και θα βαθμολογηθούν με βάση την πιστή απόδοση της υπόθεσης, το υποκριτικό ταλέντο, τις χορογραφίες, τη μουσική (ζωντανή υπόκρουση παρακαλώ και μόνο με χρήση παραδοσιακών οργάνων), τα κοστούμια και τη γενικότερη παρουσία. Κάθομαι μόλις μια θέση δίπλα στην κριτική επιτροπή, που αποτελείται αποκλειστικά από Ραπανούηδες και φαίνεται να παίρνουν το ρόλο τους πολύ στα σοβαρά.
Πολύ σοβαρή είναι και η παραγωγή της πρώτης θεατρικής ομάδας. Αναβιώνουν το μύθο για το πώς δυο αντιμαχόμενες φατρίες έφτασαν να δολοφονήσουν η μία τον αρχηγό της άλλης. Οι νικητές θα επικρατήσουν χάρη σε μια σοφή ηλικιωμένη που θα τους αναπτερώσει το ηθικό και θα τους προμηθεύσει το δηλητήριο που θα κρίνει την αναμέτρηση. Όσο οι πρώτοι διαγωνιζόμενοι βγαίνουν στη σκηνή, τρεις άλλοι βρίσκονται στο πίσω μέρος της παίζοντας αρχαία ταμπούρλα και φυσώντας μέσα σε τεράστια κοχύλια, προκαλώντας ένα πολύ εύηχο και ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα. Μια διακριτική φωνή εξηγεί την εξέλιξη του μύθου στα Rapa Nui και τα Ισπανικά. Είναι προφανές πως το Tapati γίνεται από τους ντόπιους για τους ντόπιους: δε χρεώνουν είσοδο σε καμία δραστηριότητα, ελάχιστες επεξηγήσεις στα Αγγλικά και οι ντόπιοι το παίρνουν φοβερά σοβαρά, ώρες-ώρες μου δίνουν την εντύπωση πως περιμένουν όλο το χρόνο γι’ αυτό. Όποιος περιμένει να δει μια τουριστική γιορτούλα για την προσέλκυση τουριστών θα εκπλαγεί.
Η παράσταση ήταν εκπληκτική. Κάτι η μουσική, κάτι το βίαιο των μαχών (με φανταστικές σκηνές πάλης), κάτι οι κραυγές των ηττημένων που σκίζουν τη νύχτα κάτω από την ημισέλινο, μου έμεινε αξέχαστη. Οι διαγωνιζόμενοι είναι βαμμένοι από πάνω μέχρι κάτω, κρατούν δόρατα και φορούν προβιές, ενώ η σκηνή της ανθρωποφαγίας του αντίπαλου αρχηγού είναι ανατριχιαστική. Σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι για ένα λαό να έχει επίγνωση της ιστορίας του και να μη ντρέπεται να φανερώσει και πτυχές που αποτελούν ταμπού (π.χ κανιβαλισμός). Με το που ολοκληρώνει η πρώτη ομάδα, όλοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Η μαμά δίπλα μου με κοιτάει και με ρωτάει αν μου άρεσε. «Έπαθα την πλάκα μου», της λέω με πάσα ειλικρίνεια. «Είναι η ιστορία μας, δε θα μας την πάρουν ποτέ», λέει. «Όσοι continentales και να έρθουν, εμένα τα παιδιά μου θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους ως Rapa Nui», λέει και υποσημειώνει πως η άλλη ομάδα θα είναι ακόμη καλύτερη. «Αν και δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική… η υποψήφια βασίλισσα είναι η ξαδέλφη μου», λέει όλο καμάρι.
Έχοντας δει και τη δεύτερη παράσταση, νιώθω σχεδόν κατάνυξη. Τι φοβερό μέρος αυτό το νησί. Θυμάμαι πριν λίγους μήνες στο ταξίδι στο Νεπάλ… Παρκάραμε τη μοτοσικλέτα έξω από ένα θιβετιανό καταυλισμό με τη συνταξιδιώτισσά μου, την ίδια που είχαμε ταξιδέψει και στο Θιβέτ παλιότερα. Φτάνοντας στον καταυλισμό ξεκίνησε η προσευχή στο ναό. Μας κάλεσαν μέσα και ανατριχιάσαμε βλέποντας τα πεντάχρονα πιτσιρίκια να προσεύχονται με τις χαρακτηριστικές κινήσεις της κεφαλής, να παίζουν θιβετιανή μουσική και να ψέλνουν σε μια γλώσσα που ομιλείται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και ανήκει σε μια κουλτούρα που απειλείται με οριστικό αφανισμό από έναν αδίστακτο δυνάστη. Βγαίνοντας από τον καταυλισμό ρώτησα τη Μαριάννα τι είναι αυτό που έχει το Θιβέτ και μας κάνει να ανατριχιάζουμε έτσι. «Δεν το πιάνεις ρε Γιώργο; Ενέργεια έχει, σε ηλεκτρίζει». Έτσι νιώθω και τώρα, ηλεκτρισμένος, είναι αυτό το κάτι αρχέγονο που εξαφανίζεται και σε κάνει να νιώθεις μελαγχολία, ξέροντας ότι τα παιδιά σου δε θα το δουν ποτέ. Είμαι ΠΟΛΥ τυχερός άνθρωπος, σκέφτομαι, σέρνοντας το πόδι μου στο guesthouse της Ελβίρας… Οι περισσότεροι φίλοι μου στην Αβάνα ούτε μπορούν να ονειρευτούν ένα ταξίδι σαν κι αυτό…
Κοιμήθηκα μια χαρά. Ίσως επειδή δεν είδα την κυρα-Ελβίρα πριν πέσω για ύπνο…
Κατά τις 9 πήγα στο τοπικό πρακτορείο (με τον Ισπανό ιδιοκτήτη) και περίμενα να ξεκινήσει το τουρ. Δυστυχώς ο καιρός ήταν χάλια, με μια δυνατή βροχή να με αναγκάζει να γυρίσω πίσω ώστε να πάρω τη βολιβιανή αξίας ενός ευρώ ομπρέλα μου. «Άμα βγάλει κι αυτή τη μέρα θα είναι η καλύτερη αγορά που έχω κάνει», σκέφτηκα προσπαθώντας να την ανοίξω. Τρεις εβδομάδες μετά δηλώνω περήφανα πως έβγαλε και τις βροχές της Βραζιλίας, και τις ανήκουστες νεροποντές του Μπουένος Άιρες και τη σημερινή επτάωρη νεροποντή στην Αβάνα. Όπου πάω βρέχει, το ξέρω.
Στο λεωφορειάκι είμαστε 14 άτομα και η ξενάγηση θα γίνει σε δύο γλώσσες από την Α, μια πανέμορφη continental Χιλιανή με προφορά που προδίδει πολύχρονη παρουσία στις ΗΠΑ. Πιάνουμε κουβέντα πριν ξεκινήσει να μαζεύει κόσμο από τις διάφορες ποσάδας. Ζει στο νησί επί 12 χρόνια, περνώντας πάντως αρκετό καιρό εκτός νησιού, ο ένας από τους… επτά πατριούς της παντρεύτηκε Ράπα Νούι, ο μπαμπάς της είναι Γερμανός και σκοπεύει να εξακολουθήσει να έχει το νησί ως μόνιμη κατοικία. Αυτό που δε μου είπε, και έμαθα αργότερα από τα συμφραζόμενά της, είναι πως είναι η κόρη του Γερμανού αρχαιολόγου που έγραψε το σοβαρότερο από τα βιβλία που διάβασα για την ιστορία του νησιού…
Ο βασικός λόγος που πήρα το τουρ είναι πως δεν κατάφερα να νοικιάσω μοτοσικλέτα λόγω έλλειψης διπλώματος και πως τα πόδια και ο χρόνος που έχω δεν αρκούν για να καλύψω το κομμάτι του νησιού που μου έχει απομείνει. Η ελπίδα μου είναι πως η ξεναγός θα μπορέσει να μου λύσει τις απορίες που έχω, πως θα αφιερώσουμε πολύ χρόνο στα αρχαία και τη φύση και λίγο έως καθόλου στα ψώνια και πως σ’ αυτό το 10ωρο (!) τουρ θα έχω όλο το χρόνο να απολαύσω κάθε ένα από τα σημεία που θα επισκεφθούμε. Λοιπόν, οι απαιτήσεις μου καλύφθηκαν πλήρως, μην πω και πέραν κάθε προσδοκίας, πράγμα ασυνήθιστο για τουρ τόσο χαμηλού κόστους (25 ευρώ για κάλυψη πολλών χιλιομέτρων επί 10 ώρες) και χωρίς εξειδικευμένο target group.
Τα ονόματα των αρχαιολογικών χώρων (πάντα ανοικτών, χωρίς εισιτήρια, συρματοπλέγματα, φύλακες, απλά βρίσκονται εκεί, στη διάθεση του οποιουδήποτε για να τα μελετήσει) δεν έχουν σημασία. Αυτό που χαράσσεται εν τέλει στη μνήμη είναι οι εικόνες και τα συναισθήματα.
Είδα επιτέλους από κοντά το Vinapu, τον αρχαιολογικό χώρο που ενέπνευσε τη θεωρία του Heyerdahl περί εποίκησης του νησιού από γνώστες της αρχιτεκτονικής του αλτιπλάνο, που σήμερα θεωρείται άκυρη, αλλά και μόνο επειδή προέρχεται από τον εμπνευστή του Kontiki είναι άξια αναφοράς. Μεγαλιθική αρχιτεκτονική που δεν ήρθε από το Περού και αργότερα έφθινε, αλλά –όπως δείχνουν οι τελευταίες έρευνες- εξελίχθηκε στο νησί με το πέρασμα πολλών αιώνων.
Είδα δεκάδες moai πεσμένα, αφημένα επί αιώνες να θυμίζουν πως κάποτε ο απομονωμένος αυτός πολιτισμός έφτασε σε τέτοιο σημείο διχασμού που οι αντιμαχόμενες ευκαιριακές συμμαχίες έφτασαν στο σημείο να καταστρέφουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν οι αντίπαλοί τους: τα μνημεία στους προγόνους τους. Η εικόνα των πεσμένων moai με τον ήχο των κυμάτων και του δυνατού αέρα για μοναδικό soundtrack είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Το ότι ήμασταν τόσο λίγοι και είχαμε όλο το χρόνο να περιεργαστούμε, να αφουγκραστούμε και να κάστουμε απλά δίπλα στους πεσμένους γίγαντες ήταν από τα απροσδόκητα συν μιας οργανωμένης ξενάγησης.
Ξεχωριστή εικόνα ήταν και ο κόλπος όπου υποτίθεται πως ετάφη ο Hotu Matua, αν και κανένα εύρημα δεν υποστηρίζει το συγκεκριμένο προφορικό μύθο. Η Α μας μετέδωσε τη φρίκη των Ευρωπαίων στη θέα των πολλών ανθρώπινων οστών που ξεβράζονταν στις ακτές του νησιού, αφού οι Rapa Nui δεν έθαβαν τους νεκρούς τους, αλλά τους άφηναν να πλεύσουν στη θάλασσα. Γνωρίζοντας τις κανιβαλιστικές συνήθειες των Πολυνησίων, οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι θεώρησαν πως όποιο οστό έβρισκαν μπροστά τους ήταν υπόλειμμα ανθρωποφαγίας…
Μάθαμε για τα μάτια των moai, το πώς αυτά διακοσμούνταν με πέτρες για κόρη ματιών και φτερά από κόκορες για βλέφαρα και προσπάθησα να φανταστώ πόσο πιο επιβλητικά θα ήταν τα αγάλματα στην ακμή τους, όταν σε κοιτούσαν στα μάτια.
Για πρώτη φορά αντίκρισα και moai με «καπέλα» ή «τουρμπάνια», φτιαγμένα πάλι από μεγαλιθικές πέτρες. Παρότι υπάρχουν αρκετές θεωρίες για το πώς οι Rapa Nui μετέφεραν τα moai από το λατομείο ως το χώρο ανέγερσής τους, και μάλιστα μερικές από αυτές εφαρμόσθηκαν και πειραματικά ακόμη και από τον ίδιο τον Heyerdahl παρουσία του τότε δημάρχου του νησιού, οι ντόπιοι μύθοι υποστηρίζουν πως τα αγάλματα… περπατούσαν για να φθάσουν στη σημείο όπου βρίσκονται σήμερα. Τα «καπέλα» τους δίνουν πάντως άλλη αίγλη και πρόσθετο μυστήριο, αφού απαιτούσαν άλλη τεχνική για να στερεωθούν στην κεφαλή του κάθε αγάλματος. Και γιατί μερικά moai να φορούν καπέλα και κάποια άλλα όχι; «Το πιθανότερο είναι πως κάποιος καλλιτέχνης πρόσθεσε το καπέλο ως τεχνοτροπία, οι υπόλοιποι το θεώρησαν πρωτοποριακό ή ενισχυτικό της ενέργειας mana που περικλείει τα moai και άρχισαν όλοι να το αντιγράφουν», μας απάντησε η Α, πάντα χαμογελαστή αλλά και καλύπτοντας συνεχώς το πρόσωπό της από τον ήλιο. Αν το είχα κάνει κι εγώ, δε θα ήμουν σαν αστακός την επόμενη ημέρα…
Ένα από τα θετικά των οργανωμένων τουρ είναι πως γνωρίζεις και κόσμο. Και σε τουρ στο Νησί του Πάσχα γνωρίζεις αρκετά αντισυμβατικό κόσμο, όπως την… κυβερνήτη των νήσων Pitcairn. Σχεδόν πήδηξα από τη χαρά μου μόλις μου είπε την ιδιότητά της. Τα Pitcairn είναι το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο στο Rapa Nui και η ιστορία τους είναι πολύ γνωστή σε όσους έχουν διαβάσει την ανταρσία του Bounty ή έχουν δει κάποια από τις μεταφορές της στη μεγάλη οθόνη: πρόκειται για το σύμπλεγμα νήσων στο οποίο κατέφυγε ο Fletcher Christian μετά την ανταρσία στην οποία πρωτοστάτησε σε πλοίο του βρετανικού στόλου που εστάλη στην Ταϊτή προκειμένου να μεταφυτευτούν.. αρτόδεντρα στη Βρετανία. Τον έψαχναν επί πολλά χρόνια οι βρετανικές αρχές στον Ειρηνικό προκειμένου να οδηγηθεί σε ναυτοδικείο, αλλά –σε αντίθεση με άλλους- δε βρέθηκε ποτέ. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ανακαλύφθηκε πως οι απόγονοί του ζούσαν σε κάτι απομονωμένα νησάκια που ο ίδιος ανακάλυψε, παρέα με τις Ταϊτινές ερωμένες του, τα περί ων ο λόγος νησάκια Pitcairn…
Η κυρία κυβερνήτης των Pitcarin ήρθε στο νησί του Πάσχα με το κρουαζιερόπλοιο που είδα από το σπίτι της Ελβίρας. Είναι Βρετανίδα, η θητεία της θα διαρκέσει δύο χρόνια και μαζί της είχε και τον επόμενο δάσκαλο του μοναδικού σχολείου των Pitcairn, ο οποίος επίσης θα πήγαινε για διετή θητεία στο νησί κι ανυπομονούσε… Το Νησί του Πάσχα ήταν η τελευταία στάση του κρουαζιερόπλοιου πριν το νησί που θα τον φιλοξενούσε σε πλήρη απομόνωση για τα επόμενα δυο χρόνια… Ρε τι δουλειές υπάρχουν στον κόσμο… Άκου δάσκαλος στα νησιά Pitcairn…
Ήξερα αρκετά πράγματα για τα Pitcairn, αλλά έμαθα περισσότερα. Η κυρία κυβερνήτης δεν κουράστηκε να απαντά στις ερωτήσεις μου και μάλιστα εξεπλάγη που γνώριζα για τις διαβόητες δίκες περί παιδεραστίας που συγκλόνισαν το νησί προ ολίγων ετών. «Μα πώς το ξέρεις αυτό;», ρώτησε. Ε, όταν σπούδαζα στην Αγγλία ήμασταν υποχρεωμένοι να διαβάζουμε καθημερινά εφημερίδες σε τουλάχιστον πέντε γλώσσες από τουλάχιστον τρεις ηπείρους ώστε να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά μας καθήκοντα, μια συνήθεια που μου έμεινε μέχρι σήμερα και στην οποία βοηθά το ίντερνετ (τελευταία έχω εντρυφήσει στις αγκολέζικες εφημερίδες, που παραδόξως κατεβαίνουν και γρήγορα στον συνήθως απαράδεκτο κουβανικό server). Έτσι, πριν λίγα χρόνια είχα διαβάσει για το ακόλουθο σκάνδαλο που έκανε τη μισή Βρετανία να θυμηθεί έστω και στιγμιαία πως έχει υπό την κηδεμονία της κι ένα σύμπλεγμα νησιών στη μέση του Ειρηνικού: κάποιοι άνδρες του νησιού έπαιρναν κοριτσάκια ως συζύγους από πολύ μικρή ηλικία, στηριζόμενοι στο εθιμοτυπικό δίκαιο που έφεραν από την Ταϊτή οι πρόγονοι του Fletcher, το οποίο όμως ερχόταν σε σύγκρουση με το βρετανικό δίκαιο.
Η κυβερνήτης (ρε μήπως έπρεπε να την αποκαλώ Your Majesty ή τίποτε τέτοιο; ) με ενημέρωσε πλήρως: όλος κι όλος ο πληθυσμός του μοναδικού κατοικήσιμου νησιού του αρχιπελάγους Pitcairn είναι… 50 άτομα. Από αυτούς, οι 24 είναι άνδρες, εκ των οποίων οι 8 καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση, μειώνοντας έτσι τον τοπικό ανδρικό πληθυσμό κατά 33%! Με δεδομένο πως αυτοί οι 8 καταδικασθέντες ήταν και σχεδόν οι μόνοι άνδρες σε παραγωγική ηλικία, το νησί απειλήθηκε μα αφανισμό, οπότε όλοι έκαναν τα στραβά μάτια και –μόλις αποσύρθηκαν οι Βρετανοί ρεπόρτερ του BBC μετά την κάλυψη της δίκης (για πρώτη φορά φιλοξένησαν και ρεπόρτερ στα Pitcairn!)- οι παιδεραστές-βιαστές ουσιαστικά αποφυλακίσθηκαν ή τέλος πάντων τελούν υπό ανεφάρμοστο κατ’ οίκον περιορισμό. Έμαθα επίσης πως το νησί πλέον φιλοξενεί και ένα ζεύγος ξένων, οι οποίοι ζήτησαν και πήραν άδεια παραμονής και πρακτικά αποτελούν τους μόνους μη απόγονους του Fletcher στο νησί! Νησί στο οποίο για να φτάσεις πρέπει να περάσεις αρκετό καιρό σε πλοίο… Ενδιαφέρουσα περίπτωση τα Pitcairn, από καιρό τα έχω βάλει στο μάτι, αλλά προέχουν άλλες προτεραιότητες… Είναι εκπληκτικό πάντως το τι μπορεί να μάθει κανείς παρατηρώντας πεσμένα moai στη μέση του Ειρηνικού…
Το τουρ συνεχίζεται κι οδηγούμαστε σ’ ένα μέρος θρυλικό: το λατομείο Rano Raraku, το ηφαιστειογενές βουνό όπου λαξεύονταν τα moai. Από την ώρα που φτάνεις στο parking του λατομείου βλέπεις από μακριά δεκάδες moai: άλλα πεσμένα, άλλα μισοθαμμένα, άλλα ακόμη μισολαξευμένα μέσα στο βράχο… Μας ζητούν το εισιτήριό μας, το οποίο εγώ δεν έχω μαζί μου. Κυκλοφορώντας χωρίς οδηγό, νόμιζα πως ήταν απαραίτητο μόνο για το Orongo, αλλά η κοπελιά στην καλύβα που εκτελεί χρέη ταμείου με πιστεύει: «Ε για να το λέτε, έτσι θα είναι! Ώστε πήγατε στο Orongo μόνος σας εχθές, ε; Α, εσείς πρέπει να είστε αυτός με το μούσι που χάθηκε και πήγε να πηδήξει το συρματόπλεγμα στο αεροδρόμιο εχθές, χαχα, τι γέλιο!»… Ρεντίκολο σε όλο το νησί έχω γίνει μου φαίνεται και η μόνη λύση είναι το ξύρισμα ώστε να μη με αναγνωρίζουν…
Ενώ χαριεντιζόμαστε στον έλεγχο εισιτηρίων, η μελαμψή ξεναγός ενός γερμανόφωνου γκρουπ με κοιτά επίμονα. Μου γνέφει δείχνοντας τη μπλούζα μου. Κοιτάω να δω τι μπλούζα φοράω. Α, είναι αυτή που αγόρασα πριν λίγους μήνες στο Taos του New Mexico και απεικονίζει το Τζερόνιμο και μερικούς άλλους επιφανείς Ινδιάνους με τα όπλα τους και λέει «Homeland Security – Fighting Terrorism Since 1492». Η ξεναγός έχει περίεργη όψη, χωρίς να είναι ο ορισμός του κάλλους είναι αναμφισβήτητα εξωτική. Με πλησιάζει και μου λέει πως της αρέσει το μπλουζάκι μου. «Είναι επαναστατικό κι έχει σοκάρει και τους βαρετούς Γερμανούς τους οποίους συνοδεύω. Εύγε!». Λίγες ώρες αργότερα θα τα έπινα μαζί της στο Tapati ενώ αυτή θα έκλαιγε φωνάζοντας από θυμό…
Ανεβαίνουμε προς το λατομείο και το θέαμα με τα δεκάδες moai ξεδιπλώνεται μπροστά μας… Τι να πεις και τι να φωτογραφίσεις… Το μονοπάτι περνά δίπλα από moai, πάνω από moai, κάτω από moai… «Προφανώς εδώ κατασκευάστηκαν όλα τα moai του νησιού», μας λέει η Α, πάντα χαμογελαστή. Λατρεύω τους ανθρώπους που αγαπάνε τη δουλειά τους. «Αυτό που δεν είναι προφανές είναι πως υπάρχουν πολλά moai θαμμένα ακόμη. Ας πούμε εκεί που κάθεσαι, Yorgos, βλέπεις εκείνο το εξόγκωμα πίσω σου;». Γυρίζω και το βλέπω… Μια στρογγυλή πέτρα κάθεται ειρηνικά ανάμεσα σε καμιά δεκαριά όρθια, περήφανα moai. Μπροστά τους φαίνεται ασήμαντη. «Ε, αυτό είναι η άκρη της μύτης ενός moai μήκους 8,5 μέτρων!», λέει και ξαφνικά όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους. Πιο πίσω, ένα άλλο εξόγκωμα είναι η άκρη του λοβού ενός moai και σε ένα ύψωμα μπροστά μας ξεπροβάλλουν τα χείλη ενός άλλου. Ξαφνικά φαίνεται να είμαστε περικυκλωμένοι από φανερά και άφαντα moai και όσο πιο πολύ προσέχεις, τόσο πιο εύκολα διακρίνεις πως βρίσκεσαι σε ένα βουνό από μύτες, μάτια, χείλη, αυτιά και σώματα από αρχέγονα αγάλματα…
Η Α θα μας δείξει το μεγαλύτερο moai που λαξεύτηκε ποτέ, άνω των είκοσι μέτρων. Βρίσκεται ακόμη μέσα στο βουνό, βρισκόταν υπό επεξεργασία όταν εγκαταλείφθηκε κι ως εκ τούτου δεν αποκολλήθηκε ποτέ από το βουνό. Ο τρόπος λάξευσής τους γίνεται εύκολα κατανοητός παρατηρώντας τα ημιτελή moai, ενώ η Α θα μας εξηγήσει πως πολλά εγκαταλείφθηκαν αφού ολοκληρώθηκαν διότι κατά τη μεταφορά τους έσπασαν. Εξακολουθώ να απορώ με την εμμονή των Rapa Nui. Έμπαιναν σε όλο αυτόν τον μπελά να λαξεύσουν τεράστια αγάλματα για να τιμήσουν προγόνους που με τη σειρά τους θα τους όπλιζαν με το ιερό mana. Μετά το δύσκολο έργο της λάξευσης χρησιμοποιώντας απλά πέτρες (οι Rapa Nui ήταν στην λίθινη εποχή μέχρι την άφιξη του «έξω κόσμου»), έπρεπε και να τα μεταφέρουν για πολλά χιλιόμετρα μέχρι την παραλία και αν κάποιο έσπαγε, το εγκατέλειπαν και ξανάρχιζαν τη διαδικασία από την αρχή.
Και πώς τα μετέφεραν; Υπάρχουν πολλές θεωρίες, αλλά η καλύτερη είναι αυτή των ντόπιων: τα αγάλματα περπατούσαν! Η Α πάντως έχει πιο… γήινες ερμηνείες: τα μετέφεραν πάνω σε κορμούς, χρησιμοποίησαν χαλίκια για να τα σέρνουν ή απλά τα μετέφεραν όπως μεταφέρουμε ένα ψυγείο, κινούμενοι αριστερά-δεξιά σε διαγώνιες κινήσεις. Σε αυτή την περίπτωση έχει μια βάση και η θεωρία του…περπατήματος, αφού είναι και η μόνη θεωρία που θέλει τα moai να μεταφέρονται όρθια.
Όπως κι αν τα μετέφεραν οι άνθρωποι, τα τοποθετούσαν με πλάτη προς τη θάλασσα, κοιτώντας πάντα προ το εσωτερικό του νησιού, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις γενικώς έχουν την τιμητική τους στο λατομείο Rano Raraku: είδαμε με moai με μουσάκι, με πόδια, moai γονατιστό, moai με πετρογλυφικά, μέχρι και πετρογλυφικές αναπαραστάσεις καραβιού με κατάρτια, που προφανώς έγινε μετά την πρώτη επαφή με τους Ολλανδούς πειρατές. Επίσης είδαμε και το μεγαλύτερο moai που λαξεύτηκε ποτέ, μήκους άνω των είκοσι μέτρων, το οποίο ακόμη βρισκόταν σε φάση κατασκευής και οι δημιουργοί του δεν πρόλαβαν να το αποκολλήσουν από το βουνό. Η Α μας έδειξε τα «εργαλεία» των Rapa Nui για τη λάξευση των moai, απλές μακρόστενες πέτρες σε μέγεθος ανανά με ανεπαίσθητες εσοχές ώστε να «βολεύονται» μέσα τους τα δάχτυλα, ιδίως ο αντίχειρας, και να εφαρμόζεται η πίεση κατάλληλα κατά τη σφυρηλάτηση. Έπιασα μία και είδα πόσο καλά εφαρμόζει στο χέρι. Δεν έχω καμία ιδέα αν πρόκειται για αυθεντική πέτρα –μάλλον όχι- αλλά η αίσθηση ήταν όμορφη, σου’ ρχεται να αρχίσεις το σκάλισμα επιτόπου.
Εμένα πάντως εξακολουθούν να με προβληματίζουν τα ημιτελή moai που βρίσκονται κάτω από τα πόδια μας. Δεν υπάρχουν σχέδια ανασκαφής τους; «Δυστυχώς όχι», απαντά η Α. Προς το παρόν δεν υπάρχουν σχέδια ούτε για ασφαλτόστρωση των δρόμων, ούτε για διάνοιξη νέων δρόμων στο νησί, για παράδειγμα στο βορειοδυτικό κομμάτι του, όπου ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς είναι με τα πόδια, αφού το τερέν δεν ευνοεί ούτε καν την ιππασία.
Ενώ ανεβαίνουμε προς ένα πανοραμικό σημείο, ρωτάω την Α για τον τρόπο διοίκησης του νησιού. Ανήκει στην Πέμπτη επαρχία της Χιλής και δεν έχει τον παραμικρό βαθμό ανεξαρτησίας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και σε άλλες απομακρυσμένες επαρχίες της χώρας, στο νησί δεν υπάρχουν φόροι και πολλά προϊόντα είναι επιδοτούμενα από την κεντρική κυβέρνηση, όπως η βενζίνη, που είναι πραγματικά φτηνή. Η Α έχει νιώσει την εχθρικότητα των Rapa Nui απέναντι στους continentales Χιλιανούς, αν και όχι στο πετσί της, αφού η ίδια έχει ζήσει στο νησί πάρα πολλά χρόνια και δεν είναι πρόσφατη άφιξη. «Στο κάτω-κάτω, ο κόσμος σου συμπεριφέρεται ανάλογα με το σεβασμό που θα δείξεις απέναντι στον πολιτισμό και την κληρονομιά τους κι εγώ δεν προκαλώ καθόλου. Αλλά ναι, έχω δει ανθρώπους να δέχονται επιθέσεις απλά και μόνο επειδή ήρθαν εδώ ώστε να βρουν μια καλύτερη ζωή. Οι Rapa Nui λένε πως θέλουν να είναι ανεξάρτητο έθνος, αλλά αυτό είναι οικονομικώς αδύνατον, το νησί δεν είναι βιώσιμο οικονομικά. Αυτό που ίσως θα είχε ενδιαφέρον είναι η τελευταία τάση, που προωθεί ένα είδος διοικητικής ανεξαρτησίας στα πλαίσια του κράτους της Χιλής, σε συνδυασμό με τα άλλα απομακρυσμένα νησιά της Χιλής».
Φτάνουμε στο πανοραμικό σημείο και από ψηλά βλέπουμε μια παραλία στο βάθος, και μπροστά της μια σειρά από δεκαπέντε παραταγμένα moai, το κατά πολλούς εντυπωσιακότερο σημείο του νησιού, το Ahu Tongariki. Η Α μας υποδεικνύει πως θα πάμε εκεί αμέσως μετά το μεσημεριανό, το οποίο όλοι οι υπόλοιποι έχουν επιλέξει να συμπεριλάβουν στο τουρ, για δεκαπέντε έξτρα ευρώ.
Ρωτάω την Α τι νομίζει ότι μπορώ να κάνω ενόσω οι υπόλοιποι θα τρώνε το lunchbox τους. «Έχει μια ηφαιστειογενή λίμνη εκεί πάνω, αν πάρεις αυτό το μονοπάτι, αλλά δεν νομίζω πως έχεις χρ…». Πριν τελειώσει τη φράση της έχω φύγει ήδη. Ηφαιστειογενής λίμνη και θα τη χάσω; Ανεβαίνω γρήγορα την ανηφόρα και μετά η ανάβαση γίνεται λίγο πιο απότομη, αλλά σε καμία περίπτωση δύσκολη, ακόμη και για το ταλαιπωρημένο αριστερό μου πέλμα, την ενόχληση του οποίου δεν είχα νιώσει σε όλο το τουρ. Είναι περίεργο το πόσο μπορεί να απορροφηθεί κανείς σε κάτι που τον ενδιαφέρει και να ξεχάσει ακόμη και τον σωματικό πόνο.
Η λίμνη είναι πολύ όμορφη, με καλάμια που ξεπροβάλλουν από το νερό και μια ένοχη ησυχία που προσθέτει μυστήριο στο τοπίο. Ένα άγριο άλογο με προσπερνά αδιάφορα, ώσπου βρίσκει φρέσκο χορτάρι και στέκεται για να βοσκήσει. Η σκηνή είναι από βουκολική ως βιβλική, μέχρι που φτάνει ένα γκρουπάκι για να με επαναφέρει στο σύμπαν και να μου θυμίσει πως πρέπει να κατέβω στο πάρκιγκ ώστε να συνεχίσουμε το τουρ. Κατεβαίνοντας βλέπω και πάλι την εξωτική ξεναγό του γκρουπ. Κοιτάει και πάλι το μπλουζάκι μου, μου κάνει ένα νεύμα και μου λέει «θα τα πούμε το βράδυ». Αλήθεια; Πού; Από πότε την ξέρω εγώ αυτή τη μελαμψή ξεναγό;
Κατεβαίνω και βλέπω τους υπολοίπους να τελειώνουν το γεύμα τους, που δε μου φαίνεται και τίποτε το φοβερό: ρύζι με κοτόπουλο σε ένα πλαστικό κουτάκι συν ένα αναψυκτικό και ένα συσκευασμένο γλυκάκι. Η Α εκπλήσσεται που πρόλαβα να γυρίσω τόσο γρήγορα, ενώ ένα συμπαθές ζευγάρι πλησιάζει το τραπέζι μας και εξηγεί πως προσφέρουν παραδοσιακό γεύμα στο σπίτι τους, με ohu μαγειρεμένο σε «σκεπαστό» φούρνο στο χώμα, παραδοσιακό body painting και σε οικογενειακό περιβάλλον με ντόπια μουσική. Ακούγεται αρκετά ενδιαφέρον, παρότι με τιμή ολίγον τσουχτερή, ωστόσο οι μόνοι που ενδιαφέρονται δυστυχώς αναχωρούν από το νησί το βράδυ, οπότε πάει στράφι η καλή προσπάθεια προώθησης του event από το μεσήλικο ζευγάρι. Η κυρία είναι Βραζιλιάνα, με βαριά προφορά καριόκα, και ο σύντροφός της είναι Χιλιανός. Γιατί πρέπει να περιμένω ότι κάποιοι που προσφέρουν μια σπιτική αναβίωση παλαιών γαστρονομικών συνηθειών πρέπει να είναι σώνει και καλά αυθεντικοί απόγονοι Rapa Nui; Δεν ξέρω. Υποτίθεται πως ζούμε σε ένα πολυπολιτισμικό κόσμο, έτσι δεν είναι; Μήπως δεν είναι αλλοδαποί οι περισσότεροι χορευτές που προσφέρουν συρτάκι και χασαποσέρβικο στη «Γωνιά του Πειραιά» ή οι τσολιάδες έξω από τις χασαποταβέρνες στη Χασιά; Ίσως είναι ρατσιστική η λογική μου, ίσως γεμάτη στερεότυπα, αλλά νομίζω πως θα το γεύμα που προσφέρουν θα πουλιόταν πολύ ευκολότερα αν οι δυο τους ήταν Rapa Nui με πολυνησιακά χαρακτηριστικά. Γιατί όμως αποκλείουμε δυο μη αυτόχθονες από το να διασώσουν μια παραδοσιακή συνήθεια που έτσι κι αλλιώς αργοπεθαίνει; Επειδή το DNA τους είναι διαφορετικό;
Μπαίνουμε στο λεωφορειάκι, που σε λίγα δευτερόλεπτα μας μεταφέρει στο Ahu Tongariki. Ήδη βγαίνοντας στο πάρκιγκ έχει κανείς μια θέα του ανεπανάληπτου θεάματος των δεκαπέντε τεράστιων moai με τα κύματα να σκάνε πίσω τους για backdrop. Πλησιάζω σχεδόν υπνωτισμένος, ακολουθώντας τους άλλους υπνωτισμένους από την όψη των αγαλμάτων που φαίνονται πελώρια. Απίστευτο το θέαμα, σκέφτομαι και προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω χρησιμοποιήσει την ίδια κλισέ φράση από την ώρα που προσγειώθηκα στο νησί. Η Α μας εξηγεί την τιτάνια προσπάθεια που έγινε για την επανέγερση των moai: το όλο εγχείρημα ξεκίνησε χάρη σε έναν Ιάπωνα εργαζόμενο εταιρείας γερανών, που πρότεινε στην εταιρεία του το σχέδιο ως τρόπο διαφήμισης, υποβάλλοντας την πρόταση στο «κουτί προτάσεων» της εταιρείας! Δίπλα μας κείτονται τα «καπέλα» των moai, μόνο ένα εκ των οποίων βρήκε το δρόμο του στην κεφαλή του αγάλματος. Τα υπόλοιπα κάθονται εκεί, περιμένοντας ίσως τον επόμενο Ιάπωνα τουρίστα που θα μιλήσει με το αφεντικό του…
Οι διαφωτιστικές επεξηγήσεις της Α συνεχίζονται, με αναφορές και στις ζημιές που υπέστη το Ahu Tongariki με το τσουνάμι που προκάλεσε ο τεράστιος σεισμός του 1960 στη Χιλή.
Πλησιάζω τα παραταγμένα moai. Σκέφτομαι πως αν είχα καταφέρει να νοικιάσω μοτοσικλέτα θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί μόνος μου, την ώρα που θα ήθελα. Πώς θα είναι να κοιτάς το Ahu Tongariki κατά το ηλιοβασίλεμα; Ή να κάνεις πικνίκ πάνω στη μοτοσικλέτα σου κοιτώντας τα αστέρια; Όλο μουρμούρα είμαι. Αν είχα νοικιάσει μοτοσικλέτα θα έχανα σίγουρα άλλα πράγματα.
Μια Μεξικανή από το ίδιο λεωφορειάκι με μένα με ρωτά αν μπορώ να την πάρω μια φωτογραφία. «Ξέρετε, δε θα με πιστεύουν οι φίλοι μου ότι ήρθα εδώ αν δε βγάλω έστω μια φωτογραφία όπου να εμφανίζομαι κι εγώ», λέει. Άλλος ένας άνθρωπος που ταξιδεύει μόνος του στο Νησί του Πάσχα. Μέχρι στιγμής οι περισσότεροι που γνώρισα στο νησί είναι lone travelers, πραγματικά περίεργο. Πιάνουμε την κουβέντα, η κοπέλα είναι αεροσυνοδός κι έτσι δεν πλήρωσε για το εισιτήριο, όπως κι ο Ιγνάσιο δηλαδή, ενώ σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το ταξίδι ως μέρος κάποιου round-the-world-trip, πράγμα λογικό αν σκεφθεί κανείς πόσο απομονωμένο είναι. «Είναι το πιο μαγικό μέρος που έχω δει ποτέ», λέει η πολυταξιδεμένη Μεξικανή.
Επιστρέφουμε προς το πάρκιγκ και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο Ahu Tongariki και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να το πάρω ακόμη μια φωτογραφία. Κι άλλη μία, και μία ακόμη και μία τελευταία… Κοιτάζω να δω αν οι υπόλοιποι μπήκαν στο λεωφορειάκι και διαπιστώνω πως όλοι βγάζουν αυτή την «τελευταία» φωτογραφία… Κανείς δε θέλει να φύγει.
Εικόνα από το λατομείο με τα διάσπαρτα moai
Τελικώς φυσικά και φύγαμε για να περάσουμε από το Ahu Te Pito Pura, ένα περίεργο αρχαιολογικό μνημείο, όπου βρίσκεται μια ολοστρόγγυλη κοτρόνα περικυκλωμένη από μικρότερες, που έχει μαγνητικές ιδιότητες, αφού όταν τοποθετείς πάνω της μια πυξίδα, οι δείκτες της τρελαίνονται. Συνηθισμένο φαινόμενο για πολλές πέτρες που περιέχουν σίδηρο, αλλά το περίεργο με τη συγκεκριμένη είναι πως, σύμφωνα με το θρύλο, είναι η ιερή πέτρα που έφερε μαζί του ο Hotu Motua από την Πολυνησία και για την οποία έχουν λάβει χώρα πολλές πολεμικές συρράξεις. Επιστημονικές μελέτες έδειξαν πως η πέτρα είναι «αυτόχθονη» και σε καμία περίπτωση δεν ήρθε από άλλο νησί, αλλά ο μύθος είναι μύθος…
Οι πολεμικές συρράξεις ήταν στην ημερήσια διάταξη στο νησί απ’ ό,τι φαίνεται πάντως. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ήταν αυτή ανάμεσα στα Μεγάλα Αυτιά και τα Μικρά Αυτιά: σε κάποια χρονική στιγμή οι κάτοικοι του νησιού χωρίστηκαν –για άλλη μια φορά στην ιστορία τους- σε δύο φατρίες, η μία εκ των οποίων τοποθετούσε ξύλινους κυλίνδρους στους λοβούς της, προκειμένου να επιμηκύνει τα αυτιά των μελών της. Τα Μεγάλα Αυτιά επικράτησαν και ταπείνωναν συνεχώς τα Μικρά Αυτιά, σε σημείο που τους υποχρέωσαν να καθαρίσουν το νησί από τις διάσπαρτες πέτρες, προκειμένου να αυξηθεί η καλλιεργήσιμη έκταση. Τα Μικρά Αυτιά ξεσηκώθηκαν και τους απώθησαν σε ένα απομονωμένο σημείο του νησιού, όπου τα ταμπουρωμένα Μεγάλα Αυτιά έφτιαξαν χαρακώματα, με σκοπό να παγιδεύσουν τους εχθρούς τους, να τους ρίξουν μέσα και να τους κάψουν ζωντανούς, με τα χόρτα που είχαν τοποθετήσει στα χαντάκια. Έπεσαν όμως θύματα προδοσίας από μία Μικρό Αυτί που είχε παντρευτεί κάποιον δικό τους, με αποτέλεσμα να πέσουν οι ίδιοι στην παγίδα τους. Επιβίωσαν μόλις τρία Μεγάλα Αυτιά, οι δύο εκ των οποίων συνελήφθησαν κι εκτελέστηκαν. Ο τρίτος και τελευταίος πάντως κατάφερε να ξεφύγει και να κάνει και απογόνους, που ζουν στο νησί και είναι και υπερήφανοι για το γενεαλογικό του δέντρο. Άλλη μια ιστορία ενδεικτική του πόσο έντονα αποτυπωμένη είναι η ιστορία του νησιού σε κάθε Rapa Nui…
Η τελευταία στάση του μαραθώνιου τουρ ήταν στην παραλία Anakena. Ως παραλία είναι πανέμορφη κι έχει και το προνόμιο να είναι η μοναδική παραλία στον κόσμο με δύο αρχαιολογικά μνημεία (ένα με moai κι ένα με ahu), πραγματικά εκπληκτικός συνδυασμός. Όσο οι υπόλοιποι –που ήταν και φαγωμένοι- πήγαν για μια βουτιά, εγώ «χτύπησα» μια σαντουιτσάρα με τηγανητές πατάτες σε ένα από τα καλυβάκια-μπαρ της παραλίας. Εκεί γνώρισα κι ένα Γάλλο που ζει στο Σαντιάγο όπου εργάζεται ως προγραμματιστής διότι «στη Χιλή πληρώνουν καλύτερα από τη Γαλλία», πράγμα που δεν με εκπλήσσει πλέον με τη Χιλή. Μαζί του ήταν και η Χιλιανή κοπέλα του, θα περνούσαν τρεις εβδομάδες στο νησί, κάνοντας κυρίως scuba diving. Για όλους έχει κάτι το νησί.
Περπάτησα λίγο κατά μήκος της παραλίας ώστε να δω τα moai. Με όλο το σαματά από τους λουόμενους χάνουν πολύ σε ατμόσφαιρα, αλλά ο συνδυασμός με τους κοκοφοίνικες από πίσω είναι εντυπωσιακός, όπως και να το κάνουμε. Η μία ώρα που μας έδωσε η Α πέρασε πολύ γρήγορα, μπήκαμε στο βανάκι κι επιστρέψαμε στην Hanga Roa, χωρίς να κάνουμε στάση στο Ahu Akivi, το σημείο όπου πρωτοείδα moai. Το τουρ ήταν πάμφθηνο, διαφωτιστικό και η Α καταπληκτική στη δουλειά της.
Τα πόδια μου έχουν γίνει μαρμελάδα, οπότε επιβάλλεται η επιστροφή στο σπίτι. Η κυρα-Ελβίρα δεν είναι εκεί, είναι όμως ο Ιγνάσιο με το Φινλανδό, που γύρισαν από άλλη μια βόλτα με τη «γουρούνα» που έχουν νοικιάσει. Τους λέω για το πόσο διαφωτιστικό ήταν το τουρ κι ο Ιγνάσιο αποφασίζει να κάνει κι αυτός ένα, αφού του μένουν άλλες τέσσερις μέρες στο νησί. Αποφασίζουμε να πάμε μαζί μέχρι το ίντερνετ καφέ, συζητώντας για το νησί, το Περού, τα προσωπικά μας και την Κούβα. Στη μέση της διαδρομής, μια ξανθιά τρέχει από πίσω μου και με χτυπά στην πλάτη ευγενικά. «Πού ήσουν; Σε ψάχνω εδώ και τρεις μέρες!», λέει χαμογελαστή η G, η βραζιλιάνα θεά/ψυχολόγος της εθνικής ομάδας/trekker με πιστολάκι. «Είμαι στο μπαρ εδώ παραπάνω και τα λέω με τους φίλους μου, είναι όλοι Rapa Nui, θα ήθελα πολύ να τους γνωρίσεις», μου λέει και φυσικά δέχομαι, αφού πρώτα δώσω ραντεβού με τον Ιγνάσιο και το Φινλανδό στο βραδινό Tapati.
Οι φίλοι της G είναι κλασικοί Rapa Nui: καλογυμνασμένοι, μακρυμάλληδες, καμάκηδες και όχι ιδιαίτερα φιλόξενοι. Η παρουσία μου στο μπαρ γίνεται δεκτή με βλέμματα δυσπιστίας κι ένα μόνο χαμόγελο, αυτό της G. Καθόμαστε, συστηνόμαστε, πίνουμε κι ένα ποτάκι, αλλά έχω την εντύπωση πως η παρουσία μου ενοχλεί τους πάντες πλην της G, που συνεχώς με ρωτάει για τις εντυπώσεις μου από το νησί. Τελικώς κανονίζουμε να βρεθούμε στη Botafogo του Ρίο σε λίγες μέρες, αφού κι οι δύο θα κατευθυνθούμε προς Βραζιλία την επόμενη εβδομάδα. Μου δίνει ένα φιλί υπό τα ξινισμένα βλέμματα των Rapa Nui, που με αποχαιρετούν ψυχρά και συνεχίζω προς το Tapati. Μόλις απέκτησα προσωπική ξεναγό στη Botafogo!
Απόψε το Tapati έχει διαγωνισμό χορού. Για άλλη μια φορά η τεράστια εξέδρα δίπλα στη θάλασσα αποτελεί το θέατρο του διαγωνισμού, με τις δύο αντίπαλες πολυπληθείς ομάδες να είναι ντυμένες με παραδοσιακά ρούχα, να τραγουδούν σε απόλυτη συμφωνία και να παίζουν παραδοσιακά όργανα, δημιουργώντας ένα φαντασμαγορικό θέαμα που βρίσκεται όμως μακριά από το κιτς και το χαζοτουριστικό και πολύ κοντύτερα στο αρχέγονο, πράγμα σπάνιο για τέτοιου είδους παράσταση. Το ξέχασα… Δεν είναι παράσταση, το Tapati είναι η αναβίωση των παραδόσεων του νησιού, που πρωτίστως γίνεται για την τόνωση της ταυτότητας των ντόπιων και λιγότερο για τη μια χούφτα τουριστών που έτυχε να περνάει από το νησί τη συγκεκριμένη εβδομάδα.
Πηγαίνοντας να πάρω ένα αναψυκτικό, διακρίνω ένα πάγκο που σερβίρει φρεσκομαγειρεμένες empanadas. Παραγγέλνω τρεις και δευτερόλεπτα αργότερα ακούω να μου ψιθυρίζουν από πίσω στο αυτί: «Κι αυτή την προφορά από το Πουέρτο Ρίκο πού τη βρήκες εσύ, Έλληνας άνθρωπος;». Γυρίζω και βλέπω την εξωτική μελαμψή Rapa Nui ξεναγό να μου χαμογελάει αφοπλιστικά. Της λέω πως η προφορά είναι από την Κούβα (πάντως η πορτορικάνικη είναι ό,τι πιο κοντινό), τη ρωτάω πώς ξέρει από πού είμαι κι αυτή απαντά δείχνοντάς μου ένα τραπέζι στο οποίο καθόταν ο Ιγνάσιο με τον Φινλανδό, μου κλείνει το μάτι και λέει «όποιος ενδιαφέρεται, ρωτάει». Παίρνω τις empanadas και πάω να κάτσω μαζί τους, σε ένα τραπέζι μακριά από τη σκηνή όπου συνεχίζει να εκτυλίσσεται ο μαραθώνιος μουσικός διαγωνισμός, στον οποίο τη δεδομένη στιγμή πρωταγωνιστούσαν παιδικές χορωδίες που τραγουδούσαν στα Rapa Nui.
Η παρέα φαίνεται ενδιαφέρουσα: ο πάντα γελαστός Ιγνάσιο, ο Φινλανδός που –μη μιλώντας Ισπανικά είναι αφοσιωμένος στο να κοιτά τη μπύρα του, ένας τεράστιος Βάσκος ονόματι Ιγκόρ και στη μέση η επιβλητική παρουσία της ξεναγού, της οποίας το όνομα εξακολουθώ να αγνοώ. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το Φινλανδό, που απεγνωσμένα προσπαθεί να καταλάβει. Πιστός στον όρκο του διερμηνέα, κάθομαι δίπλα του και του μεταφράζω τα όσα λέγονται, κάνοντας whispering: «Λένε ότι πίνεις πολύ, πράγμα συνηθισμένο για τους Φινλανδούς, οι οποίοι έχουν άθλια φήμη στο νησί σύμφωνα με την ξεναγό, από τότε που ένας συμπατριώτης σου γκρέμισε ένα moai σε κατάσταση μέθης». Ο Φινλανδός με κοιτά, ξαφνικά χαμογελά και μου λέει όλο χαρά πως την έχει ακούσει τη σχετική ιστορία και το λέει σαν να είναι περήφανος για τα κατορθώματα του συμπατριώτη του, πράγμα που προκαλεί το γέλιο των άλλων.
Η ξεναγός προτείνει να σηκωθούμε από το τραπέζι και να συνεχίσουμε το ποτάκι μας στα βράχια, δίπλα στη θάλασσα. Βρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας, ίσως η μπυρίτσα που κρατάει να μην είναι η πρώτη της. Στο δρόμο για τα βράχια με ρωτάει αν θέλω να καπνίσω λίγη μαριχουάνα και μου συστήνεται: είναι η Ε, γεννημένη στο νησί, αλλά πλέον μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Γερμανία και το Νησί του Πάσχα. Ενώ το τσιγαριλίκι αλλάζει χέρια, ο Ιγκόρ πιάνει την κουβέντα στον Ιγνάσιο, ο Φινλανδός συνεχίζει να επικεντρώνεται στη μπύρα του αδυνατώντας να κατανοήσει τη γλώσσα συζήτησης κι εμένα μου πιάνει την κουβέντα η Ε.
«Στο είπα πως θα βρισκόμασταν απόψε στο Tapati, έτσι δεν είναι; Φορούσες φοβερό μπλουζάκι σήμερα, όλο το γκρουπ μου με ρωτούσε πού το βρήκες. Οι Γερμανοί είναι σαν τους Αμερικάνους, σοκάρονται ή ενθουσιάζονται με το παραμικρό είναι πολύ εύκολο να τους εντυπωσιάσεις». Τη ρώτησα τι ακριβώς κάνει στη Γερμανία και μου απάντησε σε άπταιστα Γερμανικά, κοιτώντας με δυσπιστία για να δει αν τα καταλαβαίνω. Ο πατέρας της είναι Γερμανός, η μητέρα της Rapa Nui και πήγε στη Γερμανία για να σπουδάσει τη γλώσσα. Σήμερα κάνει την ξεναγό για γερμανόφωνα κι αγγλόφωνα γκρουπ. «Κατάλαβες τίποτε από όσα είπα;», ρωτάει με ανωτερότητα. «Τα πάντα, άλλωστε τα Hochdeutsch σου είναι αργά, καθαρά και σαφή», απαντώ επίσης στα Γερμανικά. Τη ρωτάω για το πώς ήταν η ζωή στο νησί, για τα παιδικά της χρόνια. Απαντά πάλι στα Γερμανικά, αλλά αυτή τη φορά το βλέμμα της είναι μελαγχολικό και ξαφνικά γυρίζει στα Ισπανικά: «Εγώ μεγάλωσα σε ένα νησί πολύ διαφορετικό από αυτό το χάλι που βλέπεις τώρα. Στο δρόμο άκουγες μόνο Rapa Nui, δρόμοι δεν υπήρχαν και οι Χιλιανοί ήταν όλοι μετρημένοι στα δάχτυλα. Ζούσαμε αλλιώς, πιο ξένοιαστα, όπως αρμόζει σε ένα νησί στη μέση του πουθενά… Η μητέρα μου μας κοίμιζε με ιστορίες των προγόνων μας, οι γείτονές μας μαγείρευαν ohu ακόμη… Ξέρεις τι είναι το ohu; Πάλι καλά, διότι σε λίγα χρόνια δε θα ξέρει κανείς. Πηγαίναμε βόλτες με τα άλογα, μας χτυπούσε ο αέρας, στις κούνιες τραγουδούσαμε στα Rapa Nui. Οι γονείς μου μας έλεγαν πως τις δεκαετίες του ’50 ερχόταν ένα πλοίο το χρόνο, με το ταχυδρομείο του νησιού. Μετά φτιάχτηκε το αεροδρόμιο κι άρχισαν να έρχονται και οι πτήσεις, στην αρχή πολύ αραιά… Τώρα έχουμε 50.000 τουρίστες το χρόνο. Και καλά κάνουν κι έρχονται, κι εγώ από αυτούς ζω αλλά πού πάνε τα λεφτά του τουρισμού;».
Ακούγοντας Ισπανικά αντί για Γερμανικά, ο Ιγκόρ και ο Ιγνάσιο έρχονται και συμμετέχουν κι αυτοί στη συζήτηση. Ο Ιγκόρ έχει τη δική του ιστορία με το νησί, πηγαίνει κάθε χρόνο για ένα μήνα εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Όταν πρωτοπήγε δεν υπήρχαν δρόμοι, τώρα υπάρχουν περισσότερα γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων από ποτέ.
«Ναι, να έρθουν και τα αυτοκίνητα… Αλλά ποιος τα νοικιάζει; Οι Χιλιανοί! Έρχονται εδώ, στήνουν εταιρείες, βγάζουν λεφτά, στήνουν νέες εταιρείες κι έρχονται όλο και περισσότεροι…το νησί δεν αντέχει τόσους κατοίκους, ούτε ως οικονομία ούτε ως πληθυσμός. Ξέρεις πόσο λίγο νερό έχουμε; Ποιος θα πρέπει να φύγει αυτοί ή εμείς;», λέει η Ε, εμφανώς πιο εκνευρισμένη από πριν. Η μελαγχολία έχει δώσει τη θέση της στο θυμό. Ενώ πίνει μια γουλιά από τη μπύρα της, αποφασίζω να την τσιτώσω λίγο: «Οι Χιλιανοί πάντως λένε ότι οι Rapa Nui τους συμπεριφέρονται πολύ άσχημα, μερικές φορές και βίαια».
Η έκρηξη ήταν αναμενόμενη. Η Ε κάνει τα μάτια της χαραμάδες και συνεχίζει στα Γερμανικά: «Α ναι, ε; Είμαστε και ρατσιστές εμείς οι Rapa Nui, το ξέχασα αυτό. Όταν μας προσάρτησαν στη Χιλή χωρίς να μας ρωτήσουν, δεν είπαμε τίποτε. Όταν πούλησαν όλους τους προγόνους μου για σκλάβους στο Περού, οι Rapa Nui ήταν άτακτοι. Μετά μας φέρανε αυτή την εταιρεία με το μαλλί, που μακάρι να σαπίσουν όλοι στην κόλαση, βάλανε τους παππούδες μας να μένουν πίσω από συρματοπλέγματα, σαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν ερχόντουσαν οι καραμπινέροι του Πινοσέτ και πλάκωναν τον κόσμο στο ξύλο, δεν ξεσηκώθηκε κανείς, ήμασταν καλά παιδιά. Και τώρα που έρχονται οι Χιλιανοί επειδή μυρίστηκαν το χρήμα του τουρισμού, μας λένε και ρατσιστές! Ποιοι; Αυτοί που μας είχαν σαν ζώα! Αχ τους καημένους τους Χιλιανούς, τους συμπεριφερόμαστε και άσχημα ε; Να μην ξανάρθουν! Τα καθάρματα! Έχουν και παράπονο κιόλας, που έρχονται εδώ και βγάζουν όσα λεφτά δεν έχουν ονειρευτεί ποτέ τους». Πλέον φωνάζει δυνατά και βλέπω περισσότερα κεφάλια να κοιτούν προς τα βράχια που βρισκόμαστε εμείς παρά προς το Tapati.
«Ναι, αλλά το νησί δεν είναι αυτάρκες. Χωρίς τις επιδοτήσεις, την εξαίρεση από τους φόρους, τα πακέτα, τα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες από τη Χιλή δε θα μπορούσε να σταθεί οικονομικά, έτσι δεν είναι; Δες τη βενζίνη, έχει τη μισή τιμή εδώ από όσο στη Χιλή. Και τα εισιτήριά σας για τη Χιλή είναι κάτω του κόστους», λέει ο Ιγνάσιο, που εργάζεται και για τη LAN.
«Τρίχες! Αν ήμασταν μόνο οι ντόπιοι στο νησί θα ζούσαμε μια χαρά με τα έσοδα του τουρισμού. Αλλά βέβαια, ήρθαν οι εξυπνάκηδες οι Χιλιανοί και πρέπει να τους ταϊσουμε κι αυτούς: αυτούς που κάνουν δήθεν επενδύσεις, τους μπάτσους που μας δέρνουνε όταν κλείνουμε το αεροδρόμιο, το δικαστή, το δάσκαλο του σχολείου που δεν μιλάει ούτε τη γλώσσα των παιδιών μας, τους ταξιτζήδες… Και παίρνουν κι όλα τα λεφτά. Ξέρεις ποιος διαχειρίζεται τα μνημεία του νησιού; Η CONAF! Δηλαδή μια κρατική αγροτική εταιρεία που υποτίθεται πως ήρθε στο νησί για να κάνει αναδάσωση. Βλέπεις κανένα δέντρο πουθενά; Ούτε ένα δέντρο δεν κατάφεραν να φυτέψουν! Αλλά τα 10$ που πλήρωσες όταν πήγες στο Orongo πήγαν στην τσέπη τους. Τα έσοδα από τη ΔΙΚΗ ΜΟΥ κληρονομιά πάνε στο κράτος της Χιλής. Μας έστειλε η UNESCO κάτι εκατομμύρια και δεν έφτασαν ποτέ εδώ, έμειναν στο Βαλπαραϊσο, διότι εκεί υπαγόμαστε. Έχεις δει ποτέ κρατικό οργανισμό αναδάσωσης που υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας να κάνει τουριστική πολιτική; Αλλά βέβαια, επειδή δεν μπόρεσαν να βάλουν χέρι στον τουρισμό μας αλλιώς, το κάνουν μέσω της CONAF με το μανδύα της οικολογίας. Άσε που όλα τα πακέτα τουρισμού είναι για τα μπάζα! Οι μισοί τουρίστες έρχονται και μένουν σε ένα ξενοδοχείο… το Iorana. Τι κατάλαβε από την κουλτούρα του νησιού ένας που μένει στο Iorana; Εσύ πού μένεις;», με ρωτάει δείχνοντας με τον δείκτη της το πρόσωπό μου.
«Στο Apina Tupuna», απαντώ και πριν προλάβω να πως τις εντυπώσεις μου από την κυρα-Ελβίρα βλέπω το πρόσωπο της Ε να μαλακώνει. «Α, πάλι καλά… Μένεις στην Ελβίρα, τη θεία μου. Τουλάχιστον βλέπεις τις κόρες της να μαγειρεύουν παραδοσιακά κάθε μέρα, ένα σπίτι με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αυθεντικά ξυλόγλυπτα και τα Σάββατα μαζεύονται και τραγουδάνε στη γλώσσα μας». Η Ελβίρα είναι θεία της Ε; Έτσι εξηγείται το ταμπεραμέντο… πάει σόι το βασίλειο…
«Η Ελβίρα είναι η απόγονος της τελευταίας βασίλισσας του νησιού, από εκείνους τους 111 που επέζησαν της φυματίωσης που μας κόλλησαν οι continentales. Βασικά, όλοι οι Rapa Nui που βλέπεις σήμερα στο νησί είμαστε οι ευγενείς, διότι μόνο αυτοί επέζησαν, ήταν οι μόνοι που δεν πάρθηκαν ως σκλάβοι. Η Ελβίρα έχει κάνει πολλά για το νησί, μέχρι και η πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας είναι. Αλλά για λεφτά δεν θα την εμπιστευόμουν καθόλου… Παρότι είναι θεία μου, πρέπει να παραδεχθώ πως είναι σατανική, ούτε νερό στο παιδί της δε δίνει! Αλλά αν διοικούσε αυτή το νησί δε θα είχε μείνει ούτε ένας continental, θα τους είχε σουτάρει όλους».
Φαίνεται να έχει ηρεμήσει, τραβάει και δυο τζούρες από το τσιγαριλίκι πριν μου το πασάρει και τα βάζει πάλι με τους continentales. «Μερικοί έρχονται εδώ και κάνουν και τους ξεναγούς… Δε μας έφταναν οι ξένοι που διάβασαν ένα βιβλίο και νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, έχουμε και τους Χιλιανούς που ούτε αυτό το ένα βιβλίο δε διάβασαν! Άσχετοι όλοι τους, παίρνουν γκρουπ και τους λένε μπαρούφες! Εσύ σήμερα ας πούμε ποιον ξεναγό είχες;». Απαντώ πως είχα την Α και πως έμεινα ενθουσιασμένος. Η Ε σοβαρεύει, η φωνή της βαθαίνει και μιλάει με σεβασμό: «Για την Α δεν μπορώ να πω τίποτε. Όταν ο πατέρας της έκανε ανθρωπολογικές μελέτες στο νησί, εγώ δεν είχα γεννηθεί καν κι αυτή ξέρει και σέβεται τον κόσμο. Είναι από τις λίγες continentales που δικαίως μένουν εδώ. Αλλά έχει κάτι άλλους άσχετους! Άσε που τα πακέτα είναι τσάμπα, γι’ αυτό έχουμε τον τουρισμό που έχουμε… Τη δεκαετία του ’90 μπήκαν και τα ναρκωτικά με τους νεοχίπηδες, είναι μεγάλο πρόβλημα… Οι νέοι δεν έχουν δουλειά, τις δουλειές τις παίρνουν όλες οι continentales, οπότε και οι δικοί μας τι να κάνουν; Κάθονται σε μια γωνιά και καπνίζουν για να περάσει η ώρα. Κανονικά θα έπρεπε η είσοδος στα αρχαιολογικά πάρκα να είναι πολύ υψηλότερη. Θα γίνει τώρα, βέβαια. Από την Πρωτομαγιά αντί για 10$ θα κοστίζει 80$. Αλλά ξέρεις ποιος θα παίρνει πάλι τα λεφτά; Αυτή η γ… η CONAF, τα καθάρματα! Στο διάολο να πάνε!».
Πλέον κλαίει και φωνάζει ταυτόχρονα, ευτυχώς έχουμε απομακρυνθεί από το Tapati και δεν αποτελούμε πια θέαμα. Δίπλα μας, σε μια λιμνούλα που έχει δημιουργηθεί από το νερό που φέρνουν τα κύματα, δυο τσίτσιδα τρίχρονα Rapa Nui παίζουν τσιρίζοντας, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μας. Ο Ιγνάσιο προσπαθεί να αλλάξει το θέμα και ο Ιγκόρ –επί χρόνια φίλος της Ε- καταφέρνει να την ηρεμήσει και να την κάνει να γελάσει. Η συζήτηση πια παίρνει άλλη τροπή, πιο φιλική, λιγότερο επιθετική, πιο χαλαρή. Μιλάμε για τη Γερμανία, για τη χώρα των Βάσκων, για την Ταϊτή, στην οποία θα κατευθυνθεί κι ο Φινλανδός σε τρεις μέρες αν καταφέρει να ξυπνήσει διότι η πτήση είναι πρωινή και με τις μπύρες που κατεβάζει κάθε βράδυ δεν τον βλέπω καλά…
Κάτσαμε ένα τετράωρο δίπλα στα κύματα. Η Ε ήταν πολύ πιο φιλική μαζί μου και συζητήσαμε για κάτι επαγγελματικά σχέδια που έχω για το απώτερο μέλλον, που περιλαμβάνουν και το Νησί του Πάσχα. «Λες να γίνω κι εγώ ένα ακόμη βάρος στην κοινωνία σας; Να με κυνηγάει η κυρα-Ελβίρα με το σκουπόξυλο σε όλο το νησί;». Κατά την Ε, ένας ακόμη ξένος δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι ξένοι δεν έχουν απαιτήσεις, προσλαμβάνουν ντόπιους και γενικώς δεν προκαλούν τριβές. Για όλα φταίνε οι continentales, ορισμένοι από αυτούς πάνε στο νησί για να αποφύγουν τις συνέπειες του νόμου στην ηπειρωτική Χιλή (ένα από τα αιτήματα των Rapa Nui διαδηλωτών ήταν ο έλεγχος του ποινικού μητρώου όλων των continentales αφού αποκαλύφθηκε πως μια χούφτα εμπόρων ναρκωτικών το είχε μετατρέψει σε καταφύγιο) και πλέον αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, αλλοιώνοντας τη δημογραφική και πολιτιστική του σύσταση. Μου εξηγεί τις νομοθετικές παραμέτρους, μου δίνει το μέηλ της και μου λέει πως αν θέλω κάποια μέρα να κάνω κάτι στο νησί, καλό θα είναι να τα πηγαίνω καλά με την Ελβίρα. «Η πραγματική εξουσία στο νησί είναι αυτή», μου λέει.
Κοιτάει τα τρίχρονα που παίζουν με ένα καβούρι που έχει την ατυχία να πέσει στα χέρια τους. «Σε τι νησί θα μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά; Αγνώριστο θα είναι σε 10 χρόνια…».
Αποχαιρετιζόμαστε κι εγώ με τον Ιγνάσιο προσπαθούμε να βρούμε ταξί για το σπίτι, αφού τα πόδια μου πονάνε και δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μεγάλη απόσταση. Τελικώς δε βρίσκουμε κι επιστρέφουμε περπατώντας, αφήνοντας πίσω τον Φινλανδό, που λέει πως θα κάτσει «για μια-δυο μπυρίτσες ακόμη». Προβλέπω να γκρεμιστεί κι άλλο moai από φινλανδικά χέρια…
Στην επιστροφή αναγκαστικά κάνουμε στάσεις για να κάνω διατάσεις στα ταλαιπωρημένα μου πέλματα. Ο Ιγνάσιο στοχάζεται για το μέλλον του νησιού, λέγοντας πως ίσως να τα καταφέρουν οι ντόπιοι να διατηρήσουν την ταυτότητά τους.
Εγώ είμαι πολύ πιο απαισιόδοξος, το βλέπω πια ως τετελεσμένο γεγονός. «Δεν το βλέπεις ρε Ιγνάσιο; Από την ώρα που έμειναν μόλις 111 άνθρωποι, λογικό ήταν να αρχίσουν οι προσμίξεις. Χάθηκε η καθαρότητα της φυλής, που και ως έννοια είναι κάτι το τελείως ξεπερασμένο. Φυσικά και θα τους έτρωγε η Χιλή από κάποιο σημείο κι έπειτα. 2500 κάτοικοι σε ένα κράτος 15 εκατομμυρίων δε θα μπορούσαν να ζουν μόνοι τους. Το μόνο πράγμα που τους διατηρούσε τόσον καιρό ήταν η γεωγραφική απομόνωση, αλλά κι αυτή εκμηδενίστηκε με την είσοδο των αεροπορικών πτήσεων. Από την ώρα που οι continentales ζουν καλύτερα εδώ παρά στη Χιλή –διότι τα χρήματα από τον τουρισμό είναι πολύ καλά, η Ε μας είπε πως βγάζει πάνω από 100$/ημέρα ως ξεναγός- επόμενο ήταν να μετοικήσουν εδώ, ο νόμος το επιτρέπει. Πάει, το νησί τελείωσε από την ώρα που κατασκευάστηκε ο αεροδιάδρομος το ’68. Η ανάπτυξη ήταν αναπόφευκτη και μαζί της και η παγκοσμιοποίηση, όπως και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Τα ίδια που θα γίνουν και στην
Κούβα μόλις πέσει το εμπάργκο, δηλαδή. Οι μόνες περιοχές του πλανήτη που διατηρούν ένα βαθμό πολιτιστικής μοναδικότητας είναι αυτές που για πολιτικούς ή γεωγραφικούς λόγους μένουν απομονωμένες. Όταν κι αυτά τα αναχώματα πέφτουν, ακολουθούν όλες την πορεία που ακολουθεί και ο υπόλοιπος πλανήτης, της ομογενοποίησης, αφού ο κόσμος δεν απαρνείται τα υλικά αγαθά για να διατηρήσει μια φολκλορική ρομαντικότητα που καμία πρακτική χρησιμότητα δεν έχει στην εποχή του χρήματος. Γι’ αυτό σκιζόμαστε να ταξιδεύουμε, διότι είμαστε η τελευταία γενιά που έχει την ευκαιρία να δει έναν πλανήτη που ακόμη δεν είναι τελείως ομογενοποιημένος, έτσι δεν είναι;»
Ο Ιγνάσιο κουνάει το κεφάλι του. «Ξέρεις, το πρωί πέρασα συμπτωματικά έξω από το σπίτι της Ε, χωρίς να ξέρω ποια είναι. Την είδα με το γιο της… Είναι περίπου τεσσάρων χρονών και κατάξανθος, καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά της μητέρας του. Πήγα να τον χαϊδέψω, του μίλησα στα Ισπανικά και η Ε μου είπε πως μιλάει μόνο Γερμανικά. Ακόμη δηλαδή και η Ε, που είναι η σημαιοφόρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Rapa Nui έχει μεγαλώσει το παιδί της ως Γερμανό! Δίκιο έχεις, πάει η τοπική κουλτούρα, τελείωσε…».
Φτάσαμε στο σπίτι της Ελβίρας κουτουλώντας, αφού έχει σβήσει τα εξωτερικά φώτα, με αποτέλεσμα να κοντέψουμε να γκρεμοτσακιστούμε στα βράχια. Έπεσα ξερός στο κρεβάτι μου, απολαμβάνοντας τον ήχο των κυμάτων στην τελευταία μου βραδιά στο νησί. Τελευταία για την ώρα δηλαδή…
Φάτσα-κάρτα μπροστά μου στο πρωινό, βρίσκω την Ελβίρα. «Φεύγεις σήμερα, ε; Ευτυχώς! Διότι θα έρθουν κάτι άλλοι κι εσένα δε σε υπολόγιζα». Πάντα με την καλή κουβέντα στο στόμα αυτή η γυναίκα… «Ε, τότε να σας αδειάζω τη γωνιά, μη σας ταλαιπωρώ κιόλας», απαντάω κοιτώντας να δω αν υπάρχει κάτι παραπάνω από τις δύο φρυγανιές για πρωινό. «Μπα, μην κοιτάς, δύο είναι όλες κι όλες», λέει ο Ιγνάσιο που έχει τελειώσει ήδη το πρωινό του και κοιτάει το τεράστιο κρουαζιερόπλοιο που φιγουράρει στον ορίζοντα, με ένα απίστευτο ουράνιο τόξο από πάνω του να φαίνεται ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα του πανέμορφου κήπου της Ελβίρας.
Πιάνω πάλι την κουβέντα με τον Ιγνάσιο και στρίβουμε ένα τσιγαράκι μιλώντας για τα χθεσινά τεκταινόμενα, τον Φινλανδό που γύρισε πάλι σκνίπα και δε λέει να ξυπνήσει και συμφωνούμε να πάμε παρέα στο μουσείο, αφού πρώτα παραδώσουμε τη «γουρούνα».
Όσο ο Ιγνάσιο ψάχνει τα κλειδιά κι ετοιμάζεται, προσπαθώ να πιάσω την κουβέντα στην Ελβίρα. Τώρα που έμαθα πως είναι και η απόγονος της τελευταίας βασίλισσας του νησιού, μου κεντρίζει το ενδιαφέρον περισσότερο.
- Εχθές το βράδυ μιλούσα με την ανιψιά σας, την Ε, της λέω.
- Μμμ, ωραίες παρέες κάνει η ανιψιά μου, λέει ενώ γράφει κάτι ορνιθοσκαλίσματα στο τετράδιο που μου πέταξε στη μύτη πριν λίγες μέρες.
- Μου είπαν πως είστε προσωπικότητα στο νησί…
- Φυσικά και είμαι! Τι θα ήταν το Rapa Nui χωρίς εμένα; Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Εγώ είμαι πρόεδρος ομάδας ποδοσφαίρου που έχει πάρει τίτλους! Έχω 6 παιδιά και έντεκα εγγόνια, όλοι τους εξέχουσες φυσιογνωμίες. Το βλέπεις αυτό το κρουαζιερόπλοιο εκεί; Ο ανιψιός μου κατάφερε να το φέρει. Θα φέρει κι άλλα, θα έρθει πολύς τουρισμός, θα γεμίσουμε τουρίστες. Εγώ έκανα αγώνες για να μη χαθούν οι παραδόσεις του νησιού, φτιάξαμε συλλόγους που διέσωσαν τα τραγούδια μας και τους χορούς μας. Έχω κάνει πολλά εγώ!
- Γιατί δε βάζετε υποψηφιότητα για δήμαρχος; Τη ρωτάω για πείραγμα.
- Αν έβαζα θα κέρδιζα εύκολα! Αλλά έχω άλλες δουλειές τώρα. Αλλά ξέρω το αξίζω, θα είχα λύσει όλα τα προβλήματα εγώ, όχι σαν τη δήμαρχό μας, που είναι μια άχρηστη και μισή…
- Δηλαδή τι αλλαγές θα κάνατε;
- Α, θα τα έφτιαχνα όλα, δρόμους, αρχαιολογικά πάρκα, φεστιβάλ, μεγάλα ξενοδοχεία, επενδύσεις, μεγαλύτερο αεροδρόμιο…
Καταστροφικό μου ακούγεται το σενάριο, αλλά πριν το επεξεργαστώ η Ελβίρα καρφώνει το βλέμμα της στον Ιγνάσιο, που βγαίνει από το δωμάτιό του.
- Εσύ φεύγεις σήμερα, ε; Ρωτάει με εχθρικό ύφος τον Περουβιανό.
- Ε, όχι, αφού είχαμε πει πως θα μείνω όλη την εβδομάδα και η κράτησή μου…
- Α, πρέπει να φύγεις! Έχω άλλους τουρίστες που έρχονται σήμερα!
- Μα, αφού είχα κάνει κράτηση και μου απαντήσατε μέσω μέηλ…
- Δεν τα απαντάω εγώ τα μέηλ, τα απαντάει μια ηλίθια! Λοιπόν, μέχρι τις 12 να έχεις γίνει καπνός…
Ο Ιγνάσιο κουνάει το κεφάλι του, αλλά μάλλον σκέφτηκε πως προτιμά να πάει σε άλλο ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Καβαλάμε τη «γουρούνα» και πάμε να την παραδώσουμε. Για άλλη μια φορά δεν εκπλήσσομαι που το γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων ανήκει σε continental. Η έκπληξη είναι η τιμή ενοικίασης αυτοκινήτων και μοτοσικλέτας, πραγματικά χαμηλές, ίσως και λόγω της δραματικής αύξησης των αντίστοιχων εταιριών στο νησί τα τελευταία χρόνια.
Μας έπιασε βροχή και χρειάστηκε να περιμένουμε, οπότε πιάσαμε κουβέντα με το παλικάρι που νοικιάζει τις μοτοσικλέτες. Τα ίδια παράπονα για ακόμη μια φορά: οι Rapa Nui δεν του μιλάνε καν, τα παιδιά του μέχρι που τα γιουχάρουν στο σχολείο κι ο ίδιος απλά μένει στο νησί διότι οι μισθοί είναι ασύγκριτα καλύτεροι από ό,τι στην ηπειρωτική Χιλή και σύντομα θα ανοίξει και δική του εταιρεία.
Επιτέλους σταμάτησε η βροχή και κατευθυνθήκαμε προς το μουσείο, που βρίσκεται στα προάστια της Hanga Roa, μέσω ενός χωματόδρομου, που με τη βροχή έχει μετατραπεί σε βούρκο. Πριν εισέλθουμε, επισκεπτόμαστε τα τελευταία moai που θα έβλεπα στο νησί. Ένα από αυτά έχει μάτια και βλέφαρα, όπως εικάζεται πως είχαν όλα. Υπό το ψιλόβροχο που μόλις ξανάρχισε, η εικόνα είναι λίγο μελαγχολική, με τον τελετουργικό κύκλο να θυμίζει στους επισκέπτες πως κάποιος είναι θαμμένος εκεί και δεν πρέπει να πατάνε και το τεράστιο κρουαζιερόπλοιο στο βάθος να φαντάζει απειλητικό. Αναρωτιέμαι πότε θα ξαναέρθω στο νησί, πιάνοντας την κουβέντα με τον Ιγνάσιο. Του εξηγώ τα σχέδιά μου για τη μετοίκηση στο Περού, όπου κι αυτός επιστρέφει σε λίγους μήνες, μετά από χρόνια «εξορίας» στο εξωτερικό. «Μπορεί να γίνουμε και γείτονες», λέει χαμογελώντας. Μακάρι.
Το μουσείο είναι πολύ μικρό, αλλά πολύ κατατοπιστικό, με εξαιρετικά πλάνα και επεξήγης των διαφόρων θεωριών. Επί μιάμιση ώρα κάθομαι και μελετώ τα εκθέματα, μεταξύ των οποίων κι ένα ανατριχιαστικό RongoRongo. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα που άφησα το μουσείο για το τέλος ή αν έπρεπε να είχα πάει από την αρχή. Το σίγουρο είναι πως από την πολλή ορθοστασία στο μουσείο, το αριστερό μου πέλμα έχει γίνει πάλι κόκαλο και είναι αδύνατον να επιστρέψω περπατώντας, οπότε ο Ιγνάσιο πάει να καλέσει ένα ταξί, μέσω της κοπελιάς που εκδίδει τα εισιτήρια. «Ξέρετε, εδώ τα ταξί αργούν λίγο, μπορεί να χρειαστείτε μισή ώρα, ίσως και παραπάνω». Δε με ενοχλεί καθόλου, έχω ακόμη πολύ χρόνο μέχρι να φύγει το αεροπλάνο μου, οπότε αγοράζω ένα από τα βιβλία προς πώληση στο μουσείο και χάνομαι στη μυθολογία των Rapa Nui.
Όταν έρχεται στο ταξί, πιάνω την κουβέντα με τον continental οδηγό. Τον ρωτάω πώς τα περνάει στο νησί και η απάντησή του είναι πιο ευθεία κι από τις προηγούμενες: «Σκατά! Πώς να τα περνάω δηλαδή; Εγώ είμαι εδώ για οικονομικούς λόγους, διότι αν δουλεύεις, μπορείς να βγάλεις χρήματα. Αλλά οι Rapa Nui είναι όλοι τους αλήτες. Μέχρι και τους αστυνομικούς δέρνουν, είναι συμμορίτες σου λέω, μαζεύονται 5-10 άτομα κι έρχονται και σε πλακώνουν στο ξύλο έξω από το σπίτι σου για να σε εκφοβίσουν και να φύγεις από το νησί. Λένε ότι τους παίρνουμε τις δουλειές… Ψέματα! Αυτοί δε δουλεύουν! Εγώ φταίω δηλαδή που είμαι εργατικός; Φυσικά κι έχω περισσότερη δουλειά, διότι εγώ είμαι στο τιμόνι 12 ώρες, όχι 5 που κάθονται αυτοί. Τους καλούν από τη βάση των ταξί κι αυτοί απαντούν πως είναι απασχολημένοι, όταν ουσιαστικά είναι για ψάρεμα ή παίζουν ποδόσφαιρο. Δεν δουλεύουν οι άνθρωποι, είναι τεμπέληδες, γιατί δεν αφήνουν εμάς να δουλέψουμε; Μετά μας κατηγορούν ότι ήρθαμε και τους κλέβουμε τα χρήματα…»
Φτάνουμε στο σπίτι της Ελβίρας, όπου θα πάρω το σάκο μου για να πάω στο αεροδρόμιο. Ο ταξιτζής δεν εκπλήσσεται που υπάρχουν αποσκευές πεταμένες στον κήπο. Εγώ πάλι εκπλήσσομαι και ρωτάω τον Ιγνάσιο αν είναι δικά του τα υπάρχοντα. Αποδεικνύεται πως είναι των Βέλγων, μάλλον δεν άδειασαν το δωμάτιο πριν την ώρα τους και η Ελβίρα αποφάσισε να τους κάνει έξωση, ενώ τα ρούχα και οι σάκοι τους γίνονται μούσκεμα μέσα στη λάσπη.
Αποχαιρετώ τον Ιγνάσιο και συνεχίζω για το αεροδρόμιο, με τον ταξιτζή να «πλέκει το εγκώμιο» της Ελβίρας. «Είναι τελείως τρελή η γυναίκα, είχε μια οικιακή βοηθό από την Κονσεψιόν και την πλάκωσε στο ξύλο με το τηγάνι. Αμ τους τουρίστες; Τους βρίζει συνέχεια, το είδες και με τα μάτια σου, τους πέταξε τα ρούχα στο δρόμο. Αλλά αν της κάνεις καμιά μήνυση, θα σου πουν πως είσαι ρατσιστής και θα σου έρθουν για επίσκεψη τριάντα μαντράχαλοι το βράδυ, να τρομάξουν τα παιδιά σου. Εγώ πάντως στις κόρες μου τους έχω απαγορεύσει να κάνουν παρέα με τους Rapa Nui, ακόμη κι η δασκάλα τους δηλητηριάζει το μυαλό…».
Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, στην είσοδο του οποίου δεσπόζει η φιγούρα της Ελβίρας, κρατώντας κολιέ από κοχύλια. «Θαύμασέ την!», λέει ο ταξιτζής. «Τώρα θα υποδεχθεί άλλους τουρίστες, για χάρη των οποίων μάλλον έκανε έξωση στους άλλους. Μετά θα πετάξει κι αυτούς και ούτω καθεξής… Κοίτα φάτσα!». Η φάτσα είναι όντως εντυπωσιακή, είναι κάτι μεταξύ του Mister T (“you fool!”) και του Mike Tyson στο πιο γυναικείο και τροπικό, με τα εκπληκτικά τεράστια γυαλιά να καλύπτουν σχεδόν όλο το πρόσωπο, δίνοντάς της κι ένα look α λα Ρόμποκοπ.
Το check-in και η πτήση είναι βαρετές διαδικασίες, χωρίς καμία ουσία, όπως πάντα. Όσο βρίσκομαι στον αέρα ξεφυλλίζω το ημερολόγιό μου και κοιτάω τις φωτογραφίες. Ήδη νιώθω μια μελαγχολία, παρότι σε λίγες ώρες θα είμαι στο Ρίο. Το νησί είναι μαγικό και στην ιδέα ότι την επόμενη φορά που θα βρίσκομαι στη Χιλή θα είμαι μόλις 4,5 ώρες και 286 ευρώ μακριά του (ακόμη και τώρα που γράφω, τόσο είναι το εισιτήριο), δε νομίζω πως θα κρατηθώ. Είναι από αυτά τα μέρη που θέλεις να πας και να ξαναπάς, ειδικά για μένα που άφησα τόσα πράγματα χωρίς να τα επισκεφθώ. Αν όλα πάνε καλά, σε λίγους μήνες θα είμαι εκεί πάλι, αυτή τη φορά, με τα πόδια μου σε καλύτερη κατάσταση και το δίπλωμα για μηχανή στην τσέπη.
Είμαι κατά των μικρών ταξιδίων σε διάρκεια, προτιμώ να «αποθηκεύω» χρόνο, ενέργεια και χρήματα για μεγαλύτερες, πολύμηνες αναζητήσεις, αλλά αυτό ήταν από τις εξαιρέσεις. Έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες, στο μεταξύ πέρασα από άλλες 5 χώρες, αλλά το Rapa Nui μου έμεινε ανεξίτηλο και μου φαίνεται σαν χθες ο περασμένος Φλεβάρης. Όποιος φτάσει μέχρι τη Χιλή ή την Ταϊτή, είναι κρίμα να μην «πεταχτεί» μέχρι το Rapa Nui, προτού αυτό καταλήξει ένα απλό open air αρχαιολογικό μνημείο, αντί για αυτό που (ακόμη) είναι: ένα από τα πραγματικά ξεχωριστά μέρη του πλανήτη Γη.
ΤΕΛΟΣ
Attachments
-
64 KB Προβολές: 3.231