Εγώ και να ανοίξω ιστορία για ευρωπαϊκό προορισμό, και μάλιστα δυο βήματα από δω; Πόσο πιο κάτω θα πέσω για να διαβάσω λίγη τσο; Μικρή βουκόλα πιάσε να γράφεις, το καλό που σου θέλω.
Δε θα μιλήσω για το παρελθόν μου, δε θα επικαλεστώ πρότερο έντιμο βίο. Βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, υπόλογη μπροστά στα μάτια του πλήθους, του πάντοτε διψασμένου για τιμωρία πλήθους, του πλήθους που λαχταρά τη σύνθλιψη της ψυχής και του σώματος. Βρίσκομαι μπροστά σ’αυτή την αιμοδιψή μάζα από μάτια-κοντάρια που πληγώνουν τα σωθικά μου, λόγω των πράξεών μου. Αυτές με έφεραν ως εδώ και γι’αυτές μονάχα θα κριθώ, αυτές θα με καθορίσουν, θα μου δώσουν για όνομα μια λέξη που θα μείνει στην ιστορία να στοιχειώνει την ύπαρξή μου: ένοχη. Ή αθώα, ανάλογα την ετυμηγορία.
Μα εγώ δηλώνω ένοχη! Αψήφησα τα χρηστά ήθη, αφέθηκα στην ηδονή, κάλεσα και άλλους στα δικά μου Γόμορρα, τους καλωσόρισα στον κόσμο της αμαρτίας και τους φίλεψα τον απαγορευμένο καρπό. Και το χειρότερο, δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή, δε σκέφτηκα ποτέ ότι αυτό που κάνω δεν είναι σωστό, δεν είναι ηθικό, δεν είναι θεμιτό. Κάθε λεπτό που έπεφτα πιο κάτω και πιο κάτω στα επίπεδα της Κολάσεως, ένιωθα μιαν απίστευτη δύναμη, που όμοιά της δεν είχα νιώσει ποτέ ως ηθική ύπαρξη.
Θα ήθελα λοιπόν, να καλέσω το πλήθος, αφού του ζητήσω συγγνώμη που δεν αποστήθισα το κείμενο και αυτοσχεδιάζω, σε ένα ταξίδι στον κόσμο της αμαρτίας. Θα ήθελα να ξεναγήσω το μάλλον δυσαρεστημένο πλήθος, που δε θα δει στιγμή στα μάτια μου ίχνος απόγνωσης, μετάνοιας ή φόβου, θα ήθελα να το ξεναγήσω στον κόσμο μιας ανήθικης και ξιπασμένης, που τίποτα περισσότερο δε λαχταρά, από το άκουσμα της θανατικής της καταδίκης.
Ήταν χειμώνας, ήταν Δεκέμβρης, ήμουνα στη Νάπολη. Κουβαλούσα μαζί μου άλλες δύο ψυχές, που δεν έφταιγαν σε τίποτα, μα που τόσο ποθούσα να αφήσω σε αυτές το δικό μου Δεκέμβρη. Όμως δεν έφευγε με τίποτα. Αρχικά, προσπάθησα να χωρέσω το Κακό σε μία τυχαία ψυχή, στον ιδιοκτήτη. Ήταν χαρούμενος, υπερκινητικός, κομψός, έσφιζε από ζωή, ένιωθα πως είχε κλέψει τη δική μου και θέλησα να του το ανταποδώσω. Δεν τα κατάφερα. Πήρα τις δυο ψυχές που είχα φέρει μαζί μου από Ελλάδα και ξεκινήσαμε τις βόλτες στο ιστορικό κέντρο. Οφείλω να ομολογήσω τη χαρά μου, όταν διαπίστωσα πόσο αμαρτωλοί είναι οι ναπολετάνοι. Κινούμενοι παλιάτσοι, κάθε τους κίνηση είναι τόσο έντονη και δίολου ταπεινή, που ακόμη και η κάθε ανάσα που παίρνουν τους απομακρύνει κι άλλο από τον Παράδεισο. Άνθρωποι που περπατούν βιαστικά, που μιλούν δυνατά και που στο δρόμο τσακώνονται. Ναι! Θυμός, μίσος, οργή! Αισθήματα διόλου παραδεισένια, όσο πρέπει αμαρτωλά, για να με κάνουν να νιώσω πως εκεί ανήκω κι εγώ.
Άνθρωποι λαίμαργοι, προσπαθώντας να μας πουλήσουν τις αμαρτίες τους. Κι εμείς, τις αγοράσαμε. Και δεν ήμουν μόνο εγώ, μα και οι δύο επιπλέον ψυχές που κουβαλούσα μαζί μου σε όλο το ταξίδι, αγόρασαν αμαρτία. Σε μορφή καραμελωμένων φυστικιών, ζαχαρωτών, σε μορφή νερού, μπύρας, αγόραζαν αμαρτία και εγώ γελούσα ευτυχισμένη που σ’αυτό το ταξίδι οι χαμένοι θα ήμασταν τρεις. Κι έπειτα γέμισαν τόσο πολύ με αμαρτία, που η αμαρτία έφτασε μέχρι τα μάτια και την είδα στο βλέμμα τους, που άστραψε κοιτώντας την επιγραφή του μουσείου βασανιστηρίων. Α, εδώ να είμαστε δίκαιες. Η μία ψυχή ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των βασανιστηρίων, μονάχα η μία, αυτή που ποθούσε εμφανώς να αμαρτήσει περισσότερο από μένα.
Και συνεπαρμένοι σ’αυτό το τρενάκι που θα κατέληγε στην Κόλαση, κάναμε στάση για να αφεθούμε στην αγαπημένη μου αμαρτία, το φαγητό. Το όνομα του άντρου: pizzeria Vesi. Μα εκεί, η έγκυος γυναίκα που μας σέρβιρε, η Ρόζμαρι, ήταν ακόμη πιο αμαρτωλή. Και αυθάδης. Το πράγμα έχει ως εξής: καθίσαμε όπου προστακτικά μας υπέδειξε. Ανοίξαμε τον κατάλογο με τις πίτσες. Δεν προλάβαμε καν να τον κοιτάξουμε, όταν ήρθε και εκτυλίχθηκε ο παρακάτω διάλογος..
-Να έρθεις σε 5 λεπτά;
-Όχι.
-Συγγνώμη;
-Έχετε 5 λεπτά να παραγγείλετε και 10 λεπτά να φάτε.
-Κλείνετε;
-Ναι.
-Οκ, τότε θα φύγουμε.
-Ε, εντάξει, μπορείτε να καθίσετε και λίγο παραπάνω.
Μας είπε ψέματα, δεν έκλεισαν ούτε μες στην επόμενη ώρα. Στο μεταξύ, κόσμος έμπαινε στο μαγαζί ανοίγοντας συνεχώς την πόρτα και κάνοντάς μας να ξεπαγιάζουμε, μιας και μας είχε τοποθετήσει στο χειρότερο σημείο. Από την άλλη, ίσως απλά να μας προετοίμαζε για την Κόλαση. Και μας προετοίμαζε πολύ καλά. Ω ναι, πάρα πολύ καλά! Η δεσποινίς αυθάδης, που όπως συνειδητοποίησα από τις κριτικές όταν έψαξα στο διαδίκτυο το εν λόγω μαγαζί, ήταν απλόχερα αυθάδης, δίχως διακρίσεις. Η δεσποινής αυθάδης, λοιπόν, είχε χωρέσει όλη την Κόλαση, σε δύο πίτσες.
Ευτυχισμένη που όλοι τριγύρω μου βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο της Κολάσεως, έπεσα για ύπνο. Μα μία σκέψη βασάνιζε το μυαλό μου: δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να αφήσω το Δεκέμβρη μου.
υγ.σόρρυ χάλασε το λάπτοπ κι έχω μόνο κάτι τρισάθλιες φωτο από το κινητό