ΕΡΣΗ
Member
Φτάσαμε στη Yangon το απόγευμα, έτσι αυτή τη φορά διασχίζαμε την ευρύτερη περιοχή της πόλης με το φως της ημέρας, ώσπου να φθάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Ήταν πολύ αραιοκτισμένη, καταπράσινη με πολλές, μα πάρα πολλές μονοκατοικίες από την εποχή των Άγγλων και σκιερούς φαρδείς δρόμους. Παντού πάρκα και λίμνες, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες. Κάπου κάπου υψωνόταν και ένας μοναχικός ουρανοξύστης που είτε ήταν ήδη είτε θα γινόταν ξενοδοχείο. Θυμήθηκα τα λόγια μιας συνταξιδιώτισσάς μας αγγλίδας στο ποταμόπλοιο, ότι η Yangon της θύμιζε την Σιγκαπούρη των παιδικών της χρόνων. Όσο προχωρούσαμε άρχιζαν να εμφανίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες, εντελώς σαραβαλιασμένες σε τέτοιο σημείο που φαινόταν αδύνατο να υπήρξαν ποτέ καινούργιες. Τα πρώτα δημόσια κτίρια, τα οποία φυσικά είχαν κτισθεί επί Άγγλων και προφανώς από τότε είχε να μπει και καρφί πάνω τους, έτσι ώστε η Yangon θύμιζε τυπική πόλη της ανατολής. Θεέ μου πόσο τρέμω μήπως κάποτε ξαναγυρίσω πίσω και ανακαλύψω ότι όλα αυτά τα κτίρια καταστράφηκαν και στη θέση τους υψώθηκαν μεγαθήρια. Κάπως με καθησύχασε ότι η χούντα είχε αποφασίσει να μεταφέρει την πρωτεύουσα παρά δίπλα σε μια καινούργια τεχνική πόλη-για λόγους ασφαλείας προφανώς- οπότε είναι ενδεχόμενο κάποιο τμήμα της κίνησης να εκτονωθεί προς τα εκεί. Δεν ξέρω σήμερα πώς είναι αυτή η πόλη- όλα στην Ασία αλλάζουν με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς- πάντως στις αρχές του 2003 καταλάβαινε κανείς πώς ήταν κάποτε οι εγγλέζικες αποικιοκρατικές πόλεις. Η Yangon είναι ένα μνημείο αποικιοκρατικής αρχιτεκτονικής. Ας μη σταθώ στην ομορφιά των λιμνών της καθώς δύει ο ήλιος ( και τις ανόητες κραυγές που βγάζαμε στο θέαμα –λες και κάναμε τίποτε άλλο τις προηγούμενες μέρες σε κάθε ηλιοβασίλεμα), ούτε στην άψογη ρυμοτομία της, με τις φαρδιές λεωφόρους, να επισημάνω όμως ότι όταν και στο βαθμό που υπήρχε δημόσια συγκοινωνία όλος ο κόσμος συνωστιζόταν ο ένας πάνω στον άλλο, πολύ κρεμασμένοι από έξω και όσοι μπορούσαν καθόντουσαν στην οροφή. Αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο, βγήκαμε βόλτα στην κινέζικη συνοικία όπου όπως μας είχε πει η Σούση είναι η πιο ζωντανή περιοχή. Και πράγματι έτσι ήταν: πάγκοι παντού, να πουλάνε το κάθε τι. Θυμάμαι τόσα χρόνια μετά, έναν πάγκο να πουλά ανταλλακτικά για ομπρέλες! (μπαλένες, χερούλια κοκ). Πάρα πέρα οργίαζε το street food. Αλλά όταν λέμε street food εννοούμε pavement food: Όλοι παρασκεύαζαν τα φαγητά επί του πεζοδρομίου, κανείς δεν είχε κάποιο τραπεζάκι, βρε αδελφέ. Οι πιο τυχεροί, είχαν κάποιο καφάσι. Όσο και όρεξη να είχαμε- που δεν είχαμε- μας κόπηκε με το μαχαίρι μόλις είδαμε έναν αρουραίο γενναίων διαστάσεων να τρέχει στο πεζοδρόμιο αλαφιασμένος και να δίνει ένα σάλτο και να υπερπηδά μια πιατέλα με σουβλάκια μιας κυρίας η οποία ήταν απασχολημένη με το να παρασκευάζει κάτι άλλο. Σημασία δεν έδωσε η κυρία στον αρουραίο. Κόκαλο εμείς…
Συνεχίζεται….
Συνεχίζεται….