Kingmouf
Member
- Μηνύματα
- 100
- Likes
- 462
Περιεχόμενα
Το ταξίδι ξεκίνησε με μια επίσκεψη στο φαρμακείο… “Δώσε μου ό,τι υπάρχει σε δραμαμίνη και σχετικό. Σε διπλές ποσότητες“. Στη τσάντα μου υπήρχαν ήδη τυπωμένα τα δρομολόγια πλοίων – better safe than sorry. Και γιατί το κάνεις, ακούγεται η φωνή της μάνας μου από μέσα.
Αν δεν αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας, πώς θα τους νικήσουμε; Πώς θα χαρούμε τη ζωή;
Γιατί τώρα που γύρισα, θα έχω να θυμάμαι το απέραντο γαλάζιο, τον ήλιο να βουτάει και να αναδύεται από τη θάλασσα, το φεγγάρι να συντροφεύει τη γαλήνη του όρμου που αράξαμε δίνοντας του εξώκοσμες διαστάσεις, τον άγριο βράχο και τη ξεραϊλα να παραδίδονται στα μαγευτικά άσπρα σπιτάκια των κυκλαδονησιών, το χωριό που λέγεται Κίμωλος, τη λαδένια και τις μελιτζάνες, την “εντουράδα” στη Μήλο με τα διαλυμένα σκούτερ, το ουζάκι στη πλατεία, τη βουτιά με το πρώτο ξύπνημα, τη συντροφιά του τραγουδιού με τις Περσίδες να πέφτουν τριγύρω.
~~~~~~~~~~~
Η ώρα κοντεύει 12 τα μεσάνυχτα. Κατεβαίνω στο λιμάνι, βερμούδα, σαγιονάρα, σακίδιο στη πλάτη και μασουλάω τσίχλα. Δραμαμίνης. Γύρω μου ο κόσμος διασκεδάζει, τα κλαμπ βαράνε μουσικές, με κοιτάνε ολίγον τι περίεργα. Σύντομη επίκληση στους αγίους της θάλασσας. Δεν έχω ξαναταξιδέψει με ιστιοπλοϊκό και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι επόμενες πολλές ώρες που θα βρίσκομαι μεσοπέλαγα δεν θα με βρουν να ανακατεύομαι και να βλαστημάω. Φτάνουν και οι υπόλοιποι. Τέρμα οι προσευχές και ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Λύνουμε και ξεκινάμε. Προορισμός μας η Μήλος. Η θάλασσα φαίνεται ήσυχη. Σύντομα οι ήχοι της νυχτερινής ζωής στο λιμάνι των Χανίων γίνονται παρελθόν και μονάχα ο αέρας, το νερό και οι τριγμοί του σκάφους ακούγονται. Τα αστέρια μοναδική πηγή φωτός. Γαλήνια – όμως ακόμα δεν έχω χαλαρώσει και συνεχίζω να μασάω μανιωδώς τη τσίχλα. Δραμαμίνης.
Το αλμυρό αεράκι με νανουρίζει. Θα αναλάβω τη πρωινή βάρδια δηλώνω και τη πέφτω για ύπνο.
Χάραμα. Κάπου στο Αιγαίο.
Τίποτα τριγύρω. Μονάχα το απέραντο γαλάζιο.
Κρατάω εγώ το τιμόνι τώρα. Η θάλασσα είναι ήσυχη. Ο Αντώνης με το Χρήστο ετοιμάζουν συρτή. Δε θα αργήσει να βάλει λίγο παραπάνω αεράκι και ο Χρήστος αναλαμβάνει χαρούμενος λέγοντας ότι θα κάνουμε λίγο πιο “ιστιοπλοΐα” τώρα. Ξεκινώντας τις προετοιμασίες προσπαθούμε να μαζέψουμε τη πετονιά. Δυσκολάκι. Κάτι δε πάει καλά. Ή μάλλον κάτι πήγε πολύ καλά!
Μετά από μερικές σκηνές αίματος που κόπηκαν από τη λογοκρισία, συνεχίζουμε.
Καταπιάνομαι με τα παραγγέλματα και προσπαθώ να καταλάβω τί είναι το κάθε σχοινί. Η Φραντζέσκα πιο έμπειρη, έχει καταλάβει δέκα πράγματα μέχρι να πιάσω εγώ ένα. Δε τρέχουμε και ιδιαίτερα, αλλά εγώ το ευχαριστιέμαι, λες και κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Φτάνουμε στη Μήλο. Προσεγγίζουμε από το νότο και έτσι το διάσημο Κλέφτικο είναι ο πρώτος λογικός σταθμός του ταξιδιού μας. Φυσικά δεν είμαστε μόνοι μας. Η ώρα όμως περνάει σιγά σιγά και όλοι φεύγουν. Ο καυτός μεσημεριανός ήλιος αρχίζει να βάζει τα πορτοκαλί του χρώματα και να ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Μένουμε μόνοι. Περιτριγυρισμένοι από απόκοσμους βράχους που γίνονται τεράστιοι, σχεδόν τρομακτικοί με τις σκιές πλέον έντονες και τις κορυφές τους φωτισμένες κόκκινες. Η θάλασσα πανέμορφη και η ησυχία για πρώτη φορά μαγευτική.
Η νύχτα πέφτει. Ανοίγω τα μάτια μου όταν πια ο ήλιος βρίσκεται ξανά κοντά μας. Τα χρώματα της ανατολής υπέροχα. Ψάχνω να βρω πού άφησα τη φωτογραφική μηχανή. Κοιτάζω τη θάλασσα. Το κάλεσμα της νικάει αμαχητί την όποια φωτογραφική επιθυμία και σύντομα βρίσκομαι στο νερό. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάθε πρωινό ξύπνημα ήταν έτσι; Θα έκλειναν οι μισές εταιρείες καφέ αυτοσαρκάστηκα καθώς προσπαθούσα να ανέβω πάνω στο σκάφος για μια δεύτερη βουτιά.
Αν δεν αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας, πώς θα τους νικήσουμε; Πώς θα χαρούμε τη ζωή;
Γιατί τώρα που γύρισα, θα έχω να θυμάμαι το απέραντο γαλάζιο, τον ήλιο να βουτάει και να αναδύεται από τη θάλασσα, το φεγγάρι να συντροφεύει τη γαλήνη του όρμου που αράξαμε δίνοντας του εξώκοσμες διαστάσεις, τον άγριο βράχο και τη ξεραϊλα να παραδίδονται στα μαγευτικά άσπρα σπιτάκια των κυκλαδονησιών, το χωριό που λέγεται Κίμωλος, τη λαδένια και τις μελιτζάνες, την “εντουράδα” στη Μήλο με τα διαλυμένα σκούτερ, το ουζάκι στη πλατεία, τη βουτιά με το πρώτο ξύπνημα, τη συντροφιά του τραγουδιού με τις Περσίδες να πέφτουν τριγύρω.
~~~~~~~~~~~
Η ώρα κοντεύει 12 τα μεσάνυχτα. Κατεβαίνω στο λιμάνι, βερμούδα, σαγιονάρα, σακίδιο στη πλάτη και μασουλάω τσίχλα. Δραμαμίνης. Γύρω μου ο κόσμος διασκεδάζει, τα κλαμπ βαράνε μουσικές, με κοιτάνε ολίγον τι περίεργα. Σύντομη επίκληση στους αγίους της θάλασσας. Δεν έχω ξαναταξιδέψει με ιστιοπλοϊκό και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι επόμενες πολλές ώρες που θα βρίσκομαι μεσοπέλαγα δεν θα με βρουν να ανακατεύομαι και να βλαστημάω. Φτάνουν και οι υπόλοιποι. Τέρμα οι προσευχές και ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Λύνουμε και ξεκινάμε. Προορισμός μας η Μήλος. Η θάλασσα φαίνεται ήσυχη. Σύντομα οι ήχοι της νυχτερινής ζωής στο λιμάνι των Χανίων γίνονται παρελθόν και μονάχα ο αέρας, το νερό και οι τριγμοί του σκάφους ακούγονται. Τα αστέρια μοναδική πηγή φωτός. Γαλήνια – όμως ακόμα δεν έχω χαλαρώσει και συνεχίζω να μασάω μανιωδώς τη τσίχλα. Δραμαμίνης.
Το αλμυρό αεράκι με νανουρίζει. Θα αναλάβω τη πρωινή βάρδια δηλώνω και τη πέφτω για ύπνο.
Χάραμα. Κάπου στο Αιγαίο.
Τίποτα τριγύρω. Μονάχα το απέραντο γαλάζιο.
Κρατάω εγώ το τιμόνι τώρα. Η θάλασσα είναι ήσυχη. Ο Αντώνης με το Χρήστο ετοιμάζουν συρτή. Δε θα αργήσει να βάλει λίγο παραπάνω αεράκι και ο Χρήστος αναλαμβάνει χαρούμενος λέγοντας ότι θα κάνουμε λίγο πιο “ιστιοπλοΐα” τώρα. Ξεκινώντας τις προετοιμασίες προσπαθούμε να μαζέψουμε τη πετονιά. Δυσκολάκι. Κάτι δε πάει καλά. Ή μάλλον κάτι πήγε πολύ καλά!
Μετά από μερικές σκηνές αίματος που κόπηκαν από τη λογοκρισία, συνεχίζουμε.
Καταπιάνομαι με τα παραγγέλματα και προσπαθώ να καταλάβω τί είναι το κάθε σχοινί. Η Φραντζέσκα πιο έμπειρη, έχει καταλάβει δέκα πράγματα μέχρι να πιάσω εγώ ένα. Δε τρέχουμε και ιδιαίτερα, αλλά εγώ το ευχαριστιέμαι, λες και κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Φτάνουμε στη Μήλο. Προσεγγίζουμε από το νότο και έτσι το διάσημο Κλέφτικο είναι ο πρώτος λογικός σταθμός του ταξιδιού μας. Φυσικά δεν είμαστε μόνοι μας. Η ώρα όμως περνάει σιγά σιγά και όλοι φεύγουν. Ο καυτός μεσημεριανός ήλιος αρχίζει να βάζει τα πορτοκαλί του χρώματα και να ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Μένουμε μόνοι. Περιτριγυρισμένοι από απόκοσμους βράχους που γίνονται τεράστιοι, σχεδόν τρομακτικοί με τις σκιές πλέον έντονες και τις κορυφές τους φωτισμένες κόκκινες. Η θάλασσα πανέμορφη και η ησυχία για πρώτη φορά μαγευτική.
Η νύχτα πέφτει. Ανοίγω τα μάτια μου όταν πια ο ήλιος βρίσκεται ξανά κοντά μας. Τα χρώματα της ανατολής υπέροχα. Ψάχνω να βρω πού άφησα τη φωτογραφική μηχανή. Κοιτάζω τη θάλασσα. Το κάλεσμα της νικάει αμαχητί την όποια φωτογραφική επιθυμία και σύντομα βρίσκομαι στο νερό. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάθε πρωινό ξύπνημα ήταν έτσι; Θα έκλειναν οι μισές εταιρείες καφέ αυτοσαρκάστηκα καθώς προσπαθούσα να ανέβω πάνω στο σκάφος για μια δεύτερη βουτιά.