Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.382
- Likes
- 18.942
- Επόμενο Ταξίδι
- Μαδρίτη πάλι :)
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
Περιεχόμενα
Τόσα ταξίδια κάνω. Πότε…με τον άντρα μου, πότε… με ένα παιδί, πότε… με δύο παιδιά, πότε… με τον άντρα μου και ένα παιδί, κάναμε και…όλοι μαζί. Μια φορά πήγα ταξίδι με φίλες μου και μια πήγα και μόνη μου. Κοινώς, κάνω ταξίδια με κάθε πιθανό συνδυασμό για παρέα, εκμεταλλευόμενη διάφορες ιδέες και ευκαιρίες. Και κάθε φορά προσαρμόζω το πρόγραμμα ανάλογα με τα γούστα της παρέας μου.
Ένα συνδυασμό μόνο δεν είχα κάνει. Δεν είχα πάει πουθενά με τη μητέρα μου. Της αρέσουν τόσο τα ταξίδια και η οποία έχει εμπειρία μόνο από group και σκέφτηκα τι καλά που θα ήταν να βρω έναν κοντινό μικρό προορισμό, που θα άρεσε και στη μαμά μου να πάμε για ένα τριήμερο!
Κατά βάθος ένιωθα ότι της το όφειλα και λίγο, αφού εκείνη τόσες και τόσες φορές μου έχει “κρατήσει” τα παιδιά μου για να πάω εγώ ταξίδι με τον άντρα μου. Τώρα ήταν και η σειρά… του άντρα μου (φυσικά) να “κρατήσει” τα παιδιά για να πάω ταξίδι με τη μαμά μου.
Έτσι σκέφτηκα το Μόναχο. Εγώ δεν είχα πάει ποτέ Γερμανία και το Μόναχο μου φαινόταν κατάλληλο για τριήμερο με μαμά! Η τουλάχιστον αυτά που ήθελα να δούμε, ήταν του τριημέρου.
Η πρότασή μου έγινε αποδεκτή. Αρχικά υπήρξε ένα ξάφνιασμα ολίγων λεπτών. Μετά (σύμφωνα με το μαμαδίστικο πρωτόκολλο) έκανε λίγο τη δύσκολη, προβάλλοντας μικροπροβληματάκια και στο τέλος μου είπε ότι είχε και την έγκριση του μπαμπά, και μου έδωσε το ok!
Κλείνω εισιτήρια με Lufthansa. Ενημερώνω και μια φίλη μου (που ήξερα ότι “ψήνεται” για Μόναχο) και μετά από δυο μέρες μου ανακοινώνει ότι έκλεισε και εκείνη με μια φίλη της τις ίδιες ημερομηνίες με μας. Έτσι έκλεισα ξενοδοχείο για δύο δίκλινα δωμάτια και πήγαμε στο Μόναχο τέσσερις γυναίκες (διαφόρων ηλικιών), στο οποίο κυκλοφορήσαμε πότε μαζί και πότε χώρια, ανάλογα με τα κέφια μας.
1η ημέρα
Είχαμε μια πολύ πρωινή πτήση (των 6:00π.μ.). Φτάσαμε πολύ πρωί και χωρίς καθυστερήσεις (γύρω στις 9:00π.μ.). Πήραμε το τρένο και πήγαμε κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο μας. Το ξενοδοχείο μας λεγόταν Hotel Luitpold και βρισκόταν πολύ κοντά στην Karlplatz, την οποία όμως δεν την πολύ-είδαμε γιατί έκαναν έργα.
Το δωμάτιό μας ήταν μικρό, αλλά τα είχε όλα. Η συρόμενη πόρτα της τουαλέτας μας, είχε ένα “θεματάκι”, αλλά μακάρι όλα τα προβλήματα στα ταξίδια να ήταν σαν αυτό. Το αγνοήσαμε φυσικά. Βοήθησε σ’ αυτό και το ότι ήταν και αρκετά φθηνό το δωμάτιο. Δεν ξέρω πως το βρήκα με 57€ το δίκλινο με πρωινό. Και ήταν και το Σαββατοκύριακο της Αποκριάς!
Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε αμέσως βόλτα. Πρώτη εξόρμηση που αλλού; Στην Marienplatz. Διασχίσαμε τον εμπορικό πεζόδρομο, τον οποίο έμελε τις επόμενες μέρες να τον διασχίσουμε πολλές φορές αφού δεν χρησιμοποιήσαμε καθόλου το metro. Δεν επιχειρήσαμε εξ’ αρχής να μάθουμε πως λειτουργεί το σύστημα με τα εισιτήρια, μας άρεσε και το περπάτημα, μας φάνηκαν και όλα κοντά, δεν έκανε και καθόλου κρύο (αν και Μάρτιος μήνας) και τελικά δεν το χρησιμοποιήσαμε.
Αφού περάσαμε κάτω από το πολύ χαρακτηριστικό σημείο της πόλης, την Πύλη Karlstor (ότι απέμεινε δηλαδή από τη μεσαιωνική οχύρωση της πόλης), χαλαρά περπατήσαμε στην Kaufingerstrasse, χαζεύοντας τις βιτρίνες και ενίοτε μπαίνοντας και μέσα στα μαγαζιά. Φροντίσαμε όμως στις 12:00 η ώρα να έχουμε φτάσει στην Marienplatz και μάλιστα να είμαστε κάτω από τον πύργο του ρολογιού του νέου Δημαρχείου.
Εκεί βέβαια ζοριστήκαμε λίγο μέχρι να καταλάβουμε πιο είναι το νέο Δημαρχείο και πιο το παλιό, γιατί το νέο έμοιαζε παλιό και το παλιό με νέο. Γνωρίζοντας όμως ότι το διάσημο ρολόι βρίσκεται στο νέο Δημαρχείο….το ξεκαθαρίσαμε το θέμα σύντομα. Οπότε στις 12:00 ακριβώς είμαστε εκεί για να καμαρώσουμε μαζί με πολλούς άλλους την παράστασή του glockenspiel.
Τώρα η λέξη παράσταση είναι κάπως υπερβολική. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποιες φιγούρες, που φιλοξενούνται στο ρολόι του Δημαρχείου, οι οποίες στριφογυρίζουν και “χορεύουν” μπαινοβγαίνοντας από την κρυψώνα τους, παρουσιάζοντας σκηνές από τη μεσαιωνική εποχή. Απλά χαριτωμένο… Αυτό γίνεται κάποιες συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Η μία από αυτές ήταν στις 12:00 το μεσημέρι. Το show διαρκεί 12’ και τελειώνει με την έξοδο ενός πουλιού κούκου που “κλείνει” την παράσταση.
Και εκεί που ασχολιόμουν με το να βγάζω φωτογραφίες το ρολόι, το Δημαρχείο, την πλατεία, εκεί χάνω για λίγο από τα μάτια μου…τη μαμά μου. Τελικά… είχε σταθεί λίγο πιο πέρα και είχε πιάσει την κουβέντα με έναν Έλληνα του Μονάχου.
Και την ακούω να λέει:
-«Και τα παιδιά είναι εδώ; και κατεβαίνετε στην Ελλάδα;» «Α! με τη σύνταξη πια». Μπήκα και εγώ στη συζήτηση για λίγο και μετά αποχαιρετηθήκαμε όλοι ευχαριστημένοι!
-«Μαμά μου»… «Έχει πολύ ελληνικό στοιχείο εδώ. Δεν είναι παράξενο πράγμα να συναντιούνται δύο Έλληνες στο δρόμο εδώ στο Μόναχο. Αν είναι να πιάνεις την κουβέντα τόση ώρα με όλους όσους συναντήσουμε αλίμονό μας! Μόνο αυτό θα προλάβουμε να κάνουμε και τίποτα άλλο».
Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες συνεχίσαμε προς το Rezidenz, την κατοικία των βασιλιάδων. Είναι το πρώην βασιλικό παλάτι των Βαυβαρών μοναρχών του Οίκου Wittelsbach, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Μονάχου Ένα παλάτι όπως όλα της κεντρικής Ευρώπης. Είχε πολλές και μεγάλες αίθουσες, χλιδή, χρυσάφια, έργα τέχνης, τα οποία και θαυμάσαμε μέσα σε ένα δύωρο. Αυτό το παλάτι αποτελεί επίσης και το πατρικό του “δικού μας”, του Όθωνα, του 1ου βασιλιά του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach ήταν το πλήρες όνομά του. Αργότερα έμαθα ότι δίπλα στο παλάτι υπάρχει η Theatinekirche, μια εκκλησία που στεγάζει τον οικογενειακό τάφο της Βαυαρικής Δυναστείας. Εκεί μεταξύ των διαφόρων άλλων τάφων, βρίσκεται και αυτός του Όθωνα, αλλά και αυτός της αγαπημένης του Αμαλίας. Κρίμα που δεν ήμουν καλά “διαβασμένη” και δεν πήγα στην Theatine. Μα ήταν δίπλα…..!
Βγαίνοντας όμως από το παλάτι συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε χορτάσει μεν…. χλιδή, αλλά τα στομάχια μας ήταν άδεια. Είχαμε ξυπνήσει πρωί και τώρα “έκανε χοντρή πείνα”.
Που να πάμε; Μα…στο Μόναχο είμαστε. Που αλλού; Σε μπυραρία.
Σε ποια;
Τα γουργουρητά μας οδήγησαν στην πρώτη μπυραρία που μας “γυάλισε”. Τυχαία να μπεις να φας κάπου στο Μόναχο, θα έχεις πάει σε μια πολύ καλή μπυραρία. Πήγαμε στην Paulaner im Tal. Ωραίο περιβάλλον και ωραία μπύρα. Μόνο που το φαγητό παρά ήταν Γερμανικό…για τα γούστα μου. Φάγαμε κότσι και ξινολάχανο. Δύσκολο φαγητό για μένα τουλάχιστον. Το ξινολάχανο δεν μου άρεσε, και το κότσι οριακά. Λουκάνικα έπρεπε να πάρω. Ευτυχώς θα είχα ακόμα ευκαιρίες τις επόμενες δυόμισι μέρες για να τα γευτώ.
Φταίει που θέλω να δοκιμάζω και τα παραδοσιακά φαγητά του κάθε τόπου! Και με την Ευρώπη έχει καλώς. Όταν θα αρχίσω την…… Ασία θα έχω θέμα.
Αφού “καρδαμώσαμε”, είπαμε να πάμε μια βόλτα προς τη Victualienmarkt.
Πρόκειται για μια πολύ όμορφη υπαίθρια αγορά τροφίμων, η οποία εκτός από τους πάγκους τροφίμων είχε και μπυραρίες και μακρόστενα ξύλινα τραπέζια και κόσμο που έπινε μπύρες.
Προσπεράσαμε το πολύ χαρακτηριστικό Βαυβαρικό γαϊτανάκι της αγοράς, που είναι γεμάτο με συμβολικές φιγούρες και χωθήκαμε στα στενά πίσω από την αγορά και χαζέψαμε σε μαγαζάκια, τα οποία αποτελούν τη χαρά του συλλέκτη. Γκραβούρες, παλιές καρτ-ποστάλ και μικροαντικείμενα αντίκες ήταν το εμπόρευμα, ικανό να μας κρατήσει εκεί πολύ ώρα.
Έχετε δει πιο τακτοποιημένο πάγκο;
Στη συνέχεια επιστρέψαμε στην Marienplatz. Είπαμε να καθίσουμε να φάμε σε ένα από τα γνωστά καφέ της πλατείας κανένα γλυκό. Καθίσαμε λοιπόν στον πάνω όροφο του Café Rischart δίπλα στην τζαμαρία του έχοντας ορατότητα στην πλατεία. Δεν ξέραμε τι να πρωτοπάρουμε από τη μεγάλη ποικιλία των γλυκών της βιτρίνας. Με δυσκολία διαλέξαμε 4 πάστες που τελικά τις μοιραστήκαμε.
Δεν μου έφταναν τα γλυκά, αργότερα στο γυρισμό μας μέσω του γνωστού πεζόδρομου “χτύπησα” και ένα hot-dog από μια καντίνα του δρόμου (γιατί το ξινολάχανο προφανώς …δεν…. “μ’έπιασε”). Η κοπελιά της καντίνας άκουσε τα ελληνικά μας και μας ευχήθηκε “καλή όρεξη” στα ελληνικά. Πάλι έκανε εντύπωση στη μαμά μου το ότι συναντήσαμε και… πάλι κάποιον Έλληνα που μας μίλησε. Όσες φορές και να της είπα μέσα στο τριήμερο ότι το Μόναχο έχει πολλούς Έλληνες, εκείνη συνέχιζε να ξαφνιάζεται που τους συναντούσε!!! Είχε το γούστο του και αυτό!
Είναι ντυμένος έτσι επειδή είναι ένας Βαυβαρός παραδοσιακά ντυμένος ή επειδή ήταν απόκριες;
Ήταν ακόμα νωρίς, αλλά η πολύ πρωινή πτήση και το περπάτημα της ημέρας μας είχε αποτελειώσει. Καλύτερα να πάμε για ξεκούραση για να είμαστε αύριο πιο ντούροι.
Η σημερινή ημέρα ήταν πολύ “ήσυχη”. Ομολογώ ότι δεν είχε κάτι το εντυπωσιακό. Μια πλατεία, ένα παλάτι (που σαν να τα έχω ξαναδεί και αλλού), μέτριο φαγητό, ένα γλυκό. Αυτά. Είμαστε και κουρασμένες.
Η επόμενη μέρα όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε όλα τα highlights του ταξιδιού.
Ένα συνδυασμό μόνο δεν είχα κάνει. Δεν είχα πάει πουθενά με τη μητέρα μου. Της αρέσουν τόσο τα ταξίδια και η οποία έχει εμπειρία μόνο από group και σκέφτηκα τι καλά που θα ήταν να βρω έναν κοντινό μικρό προορισμό, που θα άρεσε και στη μαμά μου να πάμε για ένα τριήμερο!
Κατά βάθος ένιωθα ότι της το όφειλα και λίγο, αφού εκείνη τόσες και τόσες φορές μου έχει “κρατήσει” τα παιδιά μου για να πάω εγώ ταξίδι με τον άντρα μου. Τώρα ήταν και η σειρά… του άντρα μου (φυσικά) να “κρατήσει” τα παιδιά για να πάω ταξίδι με τη μαμά μου.
Έτσι σκέφτηκα το Μόναχο. Εγώ δεν είχα πάει ποτέ Γερμανία και το Μόναχο μου φαινόταν κατάλληλο για τριήμερο με μαμά! Η τουλάχιστον αυτά που ήθελα να δούμε, ήταν του τριημέρου.
Η πρότασή μου έγινε αποδεκτή. Αρχικά υπήρξε ένα ξάφνιασμα ολίγων λεπτών. Μετά (σύμφωνα με το μαμαδίστικο πρωτόκολλο) έκανε λίγο τη δύσκολη, προβάλλοντας μικροπροβληματάκια και στο τέλος μου είπε ότι είχε και την έγκριση του μπαμπά, και μου έδωσε το ok!
Κλείνω εισιτήρια με Lufthansa. Ενημερώνω και μια φίλη μου (που ήξερα ότι “ψήνεται” για Μόναχο) και μετά από δυο μέρες μου ανακοινώνει ότι έκλεισε και εκείνη με μια φίλη της τις ίδιες ημερομηνίες με μας. Έτσι έκλεισα ξενοδοχείο για δύο δίκλινα δωμάτια και πήγαμε στο Μόναχο τέσσερις γυναίκες (διαφόρων ηλικιών), στο οποίο κυκλοφορήσαμε πότε μαζί και πότε χώρια, ανάλογα με τα κέφια μας.
1η ημέρα
Είχαμε μια πολύ πρωινή πτήση (των 6:00π.μ.). Φτάσαμε πολύ πρωί και χωρίς καθυστερήσεις (γύρω στις 9:00π.μ.). Πήραμε το τρένο και πήγαμε κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο μας. Το ξενοδοχείο μας λεγόταν Hotel Luitpold και βρισκόταν πολύ κοντά στην Karlplatz, την οποία όμως δεν την πολύ-είδαμε γιατί έκαναν έργα.
Το δωμάτιό μας ήταν μικρό, αλλά τα είχε όλα. Η συρόμενη πόρτα της τουαλέτας μας, είχε ένα “θεματάκι”, αλλά μακάρι όλα τα προβλήματα στα ταξίδια να ήταν σαν αυτό. Το αγνοήσαμε φυσικά. Βοήθησε σ’ αυτό και το ότι ήταν και αρκετά φθηνό το δωμάτιο. Δεν ξέρω πως το βρήκα με 57€ το δίκλινο με πρωινό. Και ήταν και το Σαββατοκύριακο της Αποκριάς!
Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε αμέσως βόλτα. Πρώτη εξόρμηση που αλλού; Στην Marienplatz. Διασχίσαμε τον εμπορικό πεζόδρομο, τον οποίο έμελε τις επόμενες μέρες να τον διασχίσουμε πολλές φορές αφού δεν χρησιμοποιήσαμε καθόλου το metro. Δεν επιχειρήσαμε εξ’ αρχής να μάθουμε πως λειτουργεί το σύστημα με τα εισιτήρια, μας άρεσε και το περπάτημα, μας φάνηκαν και όλα κοντά, δεν έκανε και καθόλου κρύο (αν και Μάρτιος μήνας) και τελικά δεν το χρησιμοποιήσαμε.
Αφού περάσαμε κάτω από το πολύ χαρακτηριστικό σημείο της πόλης, την Πύλη Karlstor (ότι απέμεινε δηλαδή από τη μεσαιωνική οχύρωση της πόλης), χαλαρά περπατήσαμε στην Kaufingerstrasse, χαζεύοντας τις βιτρίνες και ενίοτε μπαίνοντας και μέσα στα μαγαζιά. Φροντίσαμε όμως στις 12:00 η ώρα να έχουμε φτάσει στην Marienplatz και μάλιστα να είμαστε κάτω από τον πύργο του ρολογιού του νέου Δημαρχείου.
Εκεί βέβαια ζοριστήκαμε λίγο μέχρι να καταλάβουμε πιο είναι το νέο Δημαρχείο και πιο το παλιό, γιατί το νέο έμοιαζε παλιό και το παλιό με νέο. Γνωρίζοντας όμως ότι το διάσημο ρολόι βρίσκεται στο νέο Δημαρχείο….το ξεκαθαρίσαμε το θέμα σύντομα. Οπότε στις 12:00 ακριβώς είμαστε εκεί για να καμαρώσουμε μαζί με πολλούς άλλους την παράστασή του glockenspiel.
Τώρα η λέξη παράσταση είναι κάπως υπερβολική. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποιες φιγούρες, που φιλοξενούνται στο ρολόι του Δημαρχείου, οι οποίες στριφογυρίζουν και “χορεύουν” μπαινοβγαίνοντας από την κρυψώνα τους, παρουσιάζοντας σκηνές από τη μεσαιωνική εποχή. Απλά χαριτωμένο… Αυτό γίνεται κάποιες συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Η μία από αυτές ήταν στις 12:00 το μεσημέρι. Το show διαρκεί 12’ και τελειώνει με την έξοδο ενός πουλιού κούκου που “κλείνει” την παράσταση.
Και εκεί που ασχολιόμουν με το να βγάζω φωτογραφίες το ρολόι, το Δημαρχείο, την πλατεία, εκεί χάνω για λίγο από τα μάτια μου…τη μαμά μου. Τελικά… είχε σταθεί λίγο πιο πέρα και είχε πιάσει την κουβέντα με έναν Έλληνα του Μονάχου.
Και την ακούω να λέει:
-«Και τα παιδιά είναι εδώ; και κατεβαίνετε στην Ελλάδα;» «Α! με τη σύνταξη πια». Μπήκα και εγώ στη συζήτηση για λίγο και μετά αποχαιρετηθήκαμε όλοι ευχαριστημένοι!
-«Μαμά μου»… «Έχει πολύ ελληνικό στοιχείο εδώ. Δεν είναι παράξενο πράγμα να συναντιούνται δύο Έλληνες στο δρόμο εδώ στο Μόναχο. Αν είναι να πιάνεις την κουβέντα τόση ώρα με όλους όσους συναντήσουμε αλίμονό μας! Μόνο αυτό θα προλάβουμε να κάνουμε και τίποτα άλλο».
Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες συνεχίσαμε προς το Rezidenz, την κατοικία των βασιλιάδων. Είναι το πρώην βασιλικό παλάτι των Βαυβαρών μοναρχών του Οίκου Wittelsbach, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Μονάχου Ένα παλάτι όπως όλα της κεντρικής Ευρώπης. Είχε πολλές και μεγάλες αίθουσες, χλιδή, χρυσάφια, έργα τέχνης, τα οποία και θαυμάσαμε μέσα σε ένα δύωρο. Αυτό το παλάτι αποτελεί επίσης και το πατρικό του “δικού μας”, του Όθωνα, του 1ου βασιλιά του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach ήταν το πλήρες όνομά του. Αργότερα έμαθα ότι δίπλα στο παλάτι υπάρχει η Theatinekirche, μια εκκλησία που στεγάζει τον οικογενειακό τάφο της Βαυαρικής Δυναστείας. Εκεί μεταξύ των διαφόρων άλλων τάφων, βρίσκεται και αυτός του Όθωνα, αλλά και αυτός της αγαπημένης του Αμαλίας. Κρίμα που δεν ήμουν καλά “διαβασμένη” και δεν πήγα στην Theatine. Μα ήταν δίπλα…..!
Βγαίνοντας όμως από το παλάτι συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε χορτάσει μεν…. χλιδή, αλλά τα στομάχια μας ήταν άδεια. Είχαμε ξυπνήσει πρωί και τώρα “έκανε χοντρή πείνα”.
Που να πάμε; Μα…στο Μόναχο είμαστε. Που αλλού; Σε μπυραρία.
Σε ποια;
Τα γουργουρητά μας οδήγησαν στην πρώτη μπυραρία που μας “γυάλισε”. Τυχαία να μπεις να φας κάπου στο Μόναχο, θα έχεις πάει σε μια πολύ καλή μπυραρία. Πήγαμε στην Paulaner im Tal. Ωραίο περιβάλλον και ωραία μπύρα. Μόνο που το φαγητό παρά ήταν Γερμανικό…για τα γούστα μου. Φάγαμε κότσι και ξινολάχανο. Δύσκολο φαγητό για μένα τουλάχιστον. Το ξινολάχανο δεν μου άρεσε, και το κότσι οριακά. Λουκάνικα έπρεπε να πάρω. Ευτυχώς θα είχα ακόμα ευκαιρίες τις επόμενες δυόμισι μέρες για να τα γευτώ.
Φταίει που θέλω να δοκιμάζω και τα παραδοσιακά φαγητά του κάθε τόπου! Και με την Ευρώπη έχει καλώς. Όταν θα αρχίσω την…… Ασία θα έχω θέμα.
Αφού “καρδαμώσαμε”, είπαμε να πάμε μια βόλτα προς τη Victualienmarkt.
Πρόκειται για μια πολύ όμορφη υπαίθρια αγορά τροφίμων, η οποία εκτός από τους πάγκους τροφίμων είχε και μπυραρίες και μακρόστενα ξύλινα τραπέζια και κόσμο που έπινε μπύρες.
Προσπεράσαμε το πολύ χαρακτηριστικό Βαυβαρικό γαϊτανάκι της αγοράς, που είναι γεμάτο με συμβολικές φιγούρες και χωθήκαμε στα στενά πίσω από την αγορά και χαζέψαμε σε μαγαζάκια, τα οποία αποτελούν τη χαρά του συλλέκτη. Γκραβούρες, παλιές καρτ-ποστάλ και μικροαντικείμενα αντίκες ήταν το εμπόρευμα, ικανό να μας κρατήσει εκεί πολύ ώρα.
Στη συνέχεια επιστρέψαμε στην Marienplatz. Είπαμε να καθίσουμε να φάμε σε ένα από τα γνωστά καφέ της πλατείας κανένα γλυκό. Καθίσαμε λοιπόν στον πάνω όροφο του Café Rischart δίπλα στην τζαμαρία του έχοντας ορατότητα στην πλατεία. Δεν ξέραμε τι να πρωτοπάρουμε από τη μεγάλη ποικιλία των γλυκών της βιτρίνας. Με δυσκολία διαλέξαμε 4 πάστες που τελικά τις μοιραστήκαμε.
Δεν μου έφταναν τα γλυκά, αργότερα στο γυρισμό μας μέσω του γνωστού πεζόδρομου “χτύπησα” και ένα hot-dog από μια καντίνα του δρόμου (γιατί το ξινολάχανο προφανώς …δεν…. “μ’έπιασε”). Η κοπελιά της καντίνας άκουσε τα ελληνικά μας και μας ευχήθηκε “καλή όρεξη” στα ελληνικά. Πάλι έκανε εντύπωση στη μαμά μου το ότι συναντήσαμε και… πάλι κάποιον Έλληνα που μας μίλησε. Όσες φορές και να της είπα μέσα στο τριήμερο ότι το Μόναχο έχει πολλούς Έλληνες, εκείνη συνέχιζε να ξαφνιάζεται που τους συναντούσε!!! Είχε το γούστο του και αυτό!
Είναι ντυμένος έτσι επειδή είναι ένας Βαυβαρός παραδοσιακά ντυμένος ή επειδή ήταν απόκριες;
Ήταν ακόμα νωρίς, αλλά η πολύ πρωινή πτήση και το περπάτημα της ημέρας μας είχε αποτελειώσει. Καλύτερα να πάμε για ξεκούραση για να είμαστε αύριο πιο ντούροι.
Η σημερινή ημέρα ήταν πολύ “ήσυχη”. Ομολογώ ότι δεν είχε κάτι το εντυπωσιακό. Μια πλατεία, ένα παλάτι (που σαν να τα έχω ξαναδεί και αλλού), μέτριο φαγητό, ένα γλυκό. Αυτά. Είμαστε και κουρασμένες.
Η επόμενη μέρα όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε όλα τα highlights του ταξιδιού.
Last edited: