olympicbird
Member
- Μηνύματα
- 15
- Likes
- 49
- Επόμενο Ταξίδι
- ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ
( ΠεριγραφήοδοιπορικούΑθήνα – Κωνσταντινούπολη – Rise – Rostov Volgograd – Moscow )
Ήταν απόγευμα , μέρες Ιουνίου, ο καιρός ζεστός αλλά όχι υπερβολικά ακόμη όταν πήραμε την απόφαση για ένα ταξίδι μακρινό.
Μακρινό όπως βλέποντας στους χάρτες τα χιλιόμετρα και σκεπτόμενοι την σακαράκα μας ανάμεσα σε όλους αυτούς τους δρόμους του Βορά και Ανατολής πού έμοιαζαν σαν νεύρα ανθρωπίνου σώματος.
Μεταξύ μας, μετά από αυτό το ταξίδι, αν θα είχα λόγους να ξανάπαω εκεί, οί λόγοι θα ήταν λίγοι μέν άλλα έντονοι όπως και η εμπειρίες. Θα μπορούσε να ήταν ο ταλαντευόμενος αισθισιασμός των γυναικών, κάτι, ανάμεσα στο πάθος που επιθυμούν οι μεσόγειοι και η κρυφά ανήθικη ψυχρότητα. Θα μπορούσε να ήταν οι μακρές φωτεινές νύκτες. Ακόμη, θα μπορούσε να ήταν το μυστήριο από τα πεσμένα σύμβολα τσιμεντένια σφυροδρέπανα στην μέση του πουθενά, στις απέραντες εκτάσεις ανακαταμένα με ιδρωμένο χώμα πρωινής πάχνης.
Όπως και να’ χει, ακόμη και σαν εμπειρία που ίσως δεν ξαναδοκίμαζα, άφησε πίσω της αποτυπωμένες αισθήσεις στο μυαλό μου που δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν με ακρίβεια αλλά σίγουρα είχαν κάποια γοητεία.
Μέσα από τους γρίφους που δημιουργούν οι λέξεις μου, κάπου βαθιά στην περιγραφή έχει δημιουργηθεί ένα πάζλ που ο καθενάς μπορεί να το συναρμολογήσει με διαφορετική λογική και οι σχηματιζόμενες εικόνες να απέχουν μεταξύ τους, όμως, να δίνουν διαυγείς ζωγραφικούς πίνακες.
Ξεκινήσαμε όταν οι χάρτες , οι διαδρομές και οι βίζες ήταν έτοιμα.
Είναι από τα πρωινά που δεν μπορείς να περιμένεις να ξημερώσουν. Η ιδέα ότι πάς στο άγνωστο με βαρκούλα .. το αυτοκίνητο, είναι μια πρόκληση. Πολύ πρωί λοιπόν, γύρω στις 4:00 έβαζα μπρος.
Καλοκαιρινή πρωινή διαδρομή δροσιστικής υφής στην φιλόξενη Ελλάδα με πρώτη στάση μυρουδιά πρωϊνού λιμανιού Θεσσαλονίκης σε μια πόλη που προσπαθεί να ξυπνίσει.
Θα ακολουθούσαμε την διαδρομή από Τουρκία και όχι την λογική από Ευρώπη. Η Βουλγαρία φάνταζε σε διαδικασίες υπερβολικά αργή ακόμη και για μια Tranzit Viza που περίμμενες αιώνια αν δεν είχες το «σωστό» Διαβατήριο. Από Τουρκία οι δρόμοι ήταν ανοικτοί, για το Ουζμπεκιστάνικο (Πρώϊν ΕΣΣΔ) Διαβατήριο της συντρόφου μου εν αντιθέσει με αυτούς της Βουλγαρίας.
Απόγευμα της ίδιας μέρας, στα Ελληνοτουρκικά σύνορα στους Κήπους. Φωτογράφιζα σαν τρελός την συνοριακή γραμμή και το ποτάμι που ενώνει την Ελλάδα με Ανατολή.
Δεν ξέρω γιατί, μάλλον θα είναι το συναίσθημα που νιώθουν όλοι οι Έλληνες όταν βλέπουν ότι η Ελλάδα τελειώνει εκεί. Ένα δέος και μια μικρή ρίγη αυτό σημαίνει πολλά.
Αν και έχω ταξιδέψει αρκετά, πάντα από αέρος με το αεροπλάνο, δεν ένοιωσα όπως τώρα με το αυτοκίνητο, δυο συναισθήματα ταυτόχρονα, συγκρουόμενα, λύπη που αφήνω πίσω μου την Ελλάδα, χαρά για αυτή την άγνωστη κουλτούρα που με περιμένει.
Μερικά κορναρίσματα χαιρετισμού στους φαντάρους μας εκεί και πιάσαμε τα 120 χιλιόμετρα την ώρα «βαδίζοντας» προς Κωνσταντινούπολη.
Βραδιά στην καλοκαιρινή και λαδοτσικνισμένη Κωνσταντινούπολη, πίνοντας την δυνατή μπύρα « EFES » . Τεμενάδες από τα Τζαμιά και μουσουλμανικές προσευχές, χτύποι από ζάρια και πούλια, παιδικές φωνές, ήταν μια γλυκιά συμπλήρωση εικόνας που ήθελα να αποτυπώσω πάνω στο ψηφιακό φιλμ, μάταια όμως.
Η Τουρκία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να καλυφθεί σε αυτό το οδοιπορικό, γιατί η δικιά της ξεχωριστή μαγεία αξίζει μερικές σελίδες γεμάτες από εμπειρίες μου εκεί.
Στην Τραπεζούντα, και με την βοήθεια υπερβολικά φιλόξενων Τούρκων βρήκαμε γρήγορα ποιος έβγαζε εισητήρια για ένα πλοίο που με κάποιο τρόπο και άτυπες διαδικασίες γραμμένες με στυλό διαρκείας, θα μας έβγαζε στο αλαργινό Λιμάνι, εκεί απέναντι, απέναντι στην Μαύρη Θάλλασα.
Το παλιό Ελληνικό σαπιοκάραβο που κάποτε έκανε το δρομολόγιο από την ευλογημένη Τήνο στο Πειραιά, το βρήκαμε ως ένα από τα δύο και μοναδικά ακριβοπληρωμένα μέσα μεταφοράς από την Τραπεζούντα στο Ρωσικό Sochi . Δυστυχώς, κανένας άλλος τρόπος να περάσουμε στην Ρωσία εφόσον τα σύνορα ήταν κλειστά στην Γεωργία μετά το Batumi λόγω συρράξεων στο κρατίδιο της Αμπχαζίας, ο ανατολικός ημίγυρος της Μαύρης Θάλασσας δεν μπορούσε να κλείσει.
Ως παρένθεση πρίν συνεχίσω, αρκετές μέρες αργότερα, κατά την επιστροφή, σαν μια κρυφή μου ταξειδιωτική περιέργια, προσπάθησα να περάσω, αλλά τα μοναδικά οχήματα που περνούσαν προς Sohumi (αντίστροφα από την άλλη πλευρά της Γεωργίας) αυτήν την φορά, ήταν των Ηνωμένων Εθνών, είτε των πολιτών με Ρώσσικο Διαβατήριο. Η συντροφός μου, τώρα μπορούσε να περάσει την συνοριακή πόρτα, εκεί, όπου το Ευρωπαϊκό δικό μου διαβατήριο δεν μπορούσε. Είχε μια δόση ειρωνίας ο σαν σε αντάρτικο αγώνα συνοριοφύλακας κοιτώντας το.
Με 500 δολάρια για την μεταφορά του αυτοκινήτου από την Τραπεζούντα και εμάς των δύο, μετά από παζάρια ωρών στην Ουζμπέκιστανικη 1 διάλεκτο κατορθώσαμε την επόμενη μέρα να επιβιβαστούμε στον σκυλοπνίχτη με το ξαναβαπτισμένο όνομα « Karden » . Τα ανύπαρκτα ή τρισάλθια σωσίβια είχαν θέσεις δηλωμένες στην Ελληνική Γλώσσα και μόνο, απομεινάρια που μύριζαν Αιγαίο, ειρωνία σαν και αυτήν του συνοριοφύλακα η έκφραση του προσώπου μου για το ότι μπορούσα μόνο εγώ ως Ελλην εκεί να τα διαβάσω.
Θα πρέπει να ήταν γύρω στις 12:00 το μεσημέρι όταν είχαμε πλέον στα χέρια μας τα κλειδιά της βαριά μπογιατισμένης και παντού τσιγαροφαγωμένης 2 καμπίνας. Η μπογιά μύριζε έντονα λες και ήθελε να καλύψει την πραγματική σήψη που επικρατούσε στο βάθος στο μέταλλο και την σκουριά που σίγουρα είχαν κάνει μια αρμονική συμφωνία για το μέλλον αυτού του καραβιού.
Δεν είχε καμία σημασία για όλους αυτούς του τυχαίους περαστικούς, ναύτες και επιβάτες αν το πλοίο έφυγε τελικά στις 4:00 το πρωί. Αυτή η καθυστέρηση των 16 ωρών ήταν φυσιολογική !
Οι δικές μας στάθμες ανθρώπινων αντοχών αναμονής φάνηκαν πολύ μικρότερες στα πρότυπα των δικών τους. Ρωτούσα και ξαναρωτούσα «γιατί» τον χοντρό καπετάνιο που ήταν μια έκδοση ψαρά που ξέφυγε από την τράτα του. Το μόνο που απαντούσε ήταν « Ονιον σερ… ονιον…» (Εις την ελληνικήν …Κρεμμύδια).
Χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος για να καταλάβω ότι ο άνθρωπος δεν ήταν τρελός αλλά εννοούσε ότι περιμένει φορτηγά με κρεμμύδια .
Είχα αρχίσει να νιώθω την Ρώσικη κουλτούρα βλέποντας από νωρίς πάνω στο πλοίο γυναικείες παρέες στο κατάστρωμα καθώς άνοιγαν ταψιά γεμάτα «Πλοφ» 3 . Ταυτόχρονα, ξεδίπλωναν τις μεγάλες μαντίλες από τα κορμιά των μπουκαλιών βότκας, γεύση καυτού οινοπνεύματος στο καυτό καλοκαίρι της Τραπεζούντας και της λαμαρίνας του καταστρώματος. Γεύση, ερμητική, μόνο για τα δικά τους χείλια, φανταζόμουν καθώς τις κοιτούσα, προέλευσης κάπου βαθιά στην άγνωστη Ρωσία.
Περνούσαν ώρες πίνοντας, σαγηνεύοντας άντρες, από αυτούς τους λιγοστούς Ρώσους εμπόρους σαν να ήσαν γοργόνες της αντιπέρας όχθης, με άφθονο χορό, εφαπτώμενα ιδρωμένα σώματα που χάνονταν ανα στιγμές σε σκοτεινές πλευρές του πλοίου σαν της Μαύρης Θάλασσας. Το πλοίο ταξίδευε, αργά την νύκτα και ο μόνος ήχος που άφηνε πίσω του ήταν Ρώσικες γυναικείες φωνές και γέλια αναμιγμένα με τραγούδια που ωθούσαν το νου σε τροπικούς χορούς μέσα από Ρώσικους χειμώνες . Τέτοια η αντίθεση.
Με τόσες εικόνες να περιστρέφονται στην σκέψη, καθώς μετέφερα τις φωτογραφίες της ημέρας από την κάμερα στο φορητό, στον ελάχιστο εξοπλισμό μου. Δύο μόνο ώρες ύπνος στην μικρή κουκέτα με το λερωμένο φινιστρίνι, δεν άντεχα να χάσω την κάθε εικόνα που απλόχερα μου προσφέρεται. Ρουφούσα την δικιά μου βότκα, αυτή της ζωής.
Πρωϊ πια. Κάθισα στο μπαρ του καταστρώματος έχοντας ακόμη στην όσφρησή μου την μυρουδιά λαδομπογιάς με υγρασία Μαύρης Θάλασσας, κοιτούσα πέρα ως πέρα αυτήν την Θάλασσα μήπως και δω κάπου την ακτή . Πρέπει στα δεξιά μου στο βάθος να ήταν η Αμπχαζία μα που να φανεί στην θολουριασμένη ατμόσφαιρα. Αυτό που δεν έβλεπα πάντα με συνάρπαζε.
Μια γυναικεία φωνή που μου ψέλλισε κάτι βαριεστημένα στην Ρωσική γλώσσα έκοψε τις σκέψεις μου, αν και αυτές αντικαταστάθηκαν από την όμορφη εικόνα της.
Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 18 χρονών σκέφθηκα .
Έκανα μια γκριμάτσα για αυτά που δεν καταλάβαινα αλλά την αντικατέστησα αμέσως με την λέξη « coffee » .
Κατάλαβε.. Δεν με ρώτησε πώς .. έφτιαξε καραβίσιο νεροζούμι ζεστό μεσ’ την καλοκαιρινή αύρα και μου το έδωσε σε λευκό πλαστικό ποτηράκι.
Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα (το ποτηράκι και το καφέ υγρό μέσα του) και είπα σχετικά ψιθυριστά …- Σε πολλά μπορώ να κάνω υποχωρήσεις σε αυτήν την ζωή.. αλλά στον πρωινό καφέ μου.. Ποτέ.
Με κοιτούσε ανέκφραστη και με υπομονή ελέφαντα λες και δεν έπρεπε να πω αυτό που δεν καταλάβαινε.
Τον καφέ, εκείνο το πρωί τον έφτιαξα μόνος μου με παγωμένο νερό σε ένα ποτήρι μπύρας, όταν μπήκα πίσω από το πάγκο …
Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό καθώς πλήρωνα και έστειλε ένα χαμόγελο καθώς απομακρυνόμουν με τον καφέ μου σαν να μου έλεγε ευχαριστώ που έμαθε τι είναι κρύος καφές.
Συνέχισα να κοιτώ μήπως το βλέμμα μου ακουμπήσει σε κάποια ακτή.
Ώρες μετά , 5:00 απογευματινή, προσεγγίζαμε το λιμάνι του Sochi πρώτη μου φορά σε εδάφη που κάποτε ήταν απροσπέλαστα.
Από μακριά, κτίσματα μέσα στο βάθος μεγαλεπήβολα κουτιά μπλεγμένα με άλλα κλασσικής αρχιτεκτονικής. Πολύ πράσινο αλλά και υγρασία που έκαναν την αναπνοή μας δύσκολη μέσα στην ζέστη.
Αυτόν τον φάρο του λιμανιού θα δυσκολευτώ να τον ξεχάσω αφού τον περιτριγυρίζαμε πολλές ώρες μέχρι να πάρουμε άδεια εισόδου στο λιμάνι. Το γέρικο πλοίο λες και έβρισκε κάθε λόγο να αργεί. Οι δώδεκα ώρες έγιναν δυο μέρες μέχρι τα σχοινιά του πλοίου να δέσουν Ρωσία.
Μερικές ώρες ακόμη διατυπώσεις για να εισέλθει το αυτοκίνητο στο έδαφος τους. Χαρτιά πηγαινοερχόντουσαν, σφραγίδες αμέτρητες και η Ελληνική μπλε άδεια κυκλοφορίας του Υπουργείου άρπαξε και αυτή μια σφραγίδα που ήταν άδεια για μεταφορά… γελάδων. Είναι να γελάς όσο μαθαίνεις την πανικόβλητη κουλτούρα τους που μεταλλάσσεται.
8:00 το βράδυ πια στο κοσμοπολίτικο Sochi , περίεργη αίσθηση έχει το μέρος που κάνει τις διακοπές του ο Πούτιν είπα μέσα μου. Η Ρώσικη φρεγάτα έλειπε από το Λιμάνι πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν εκεί.
Παραγγείλαμε μπύρα, και άφθονο κρέας για να πάρουμε δυνάμεις. Ήμασταν εξαντλημένοι. Πουθενά δεν δέχονται euro αν και είχε ξεπεράσει το δολάριο.
Μαύρη αγορά για την μετατροπή του δολαρίου σε καλύτερες τιμές δεν υπήρχε πια.
Ακόμη όμως ήταν νωρίς για να καταλάβω την σύγχρονη Ρωσία.
Παρ’ όλο το ελάχιστο του ύπνου, η νύστα δεν είχε καμία θέση εκείνη την στιγμή, ήμουν στην Ρωσία, και δεν ήθελα να σταματήσω ούτε για μια στιγμή να κοιτώ κάθε τι που συμπλήρωνε όλα αυτά που χρόνια είχα στο μυαλό μου για την μυστικότητα που τους περιέβαλε.
Στο Sochi δεν υπήρχε παραλία όπως εμείς την έχουμε στο μυαλό μας. Το εκεί καθεστώς μέχρι και το 91 είχε αφήσει σημάδια που δεν άλλαξαν . Εριξαν σύμβολα, γελοιοποίησαν την ιστορία τους εν ονόματι του «ελεύθερου εμπορίου» αλλά οι μεγάλες σιδεριές, συρματοπλέγματα, κάμερες, πελώρια τσιμεντένια τοιχία, ήταν εκεί, αφήνοντας απροσπέλαστη με λογική οδό την παραλία.
Προσπάθησα, θα μπορούσα να πω, να φθάσω σε μια παραλία, για να δω το ηλιοβασίλεμα του Sochi , δίπλα μου όμως και ανάμεσα στους λίγους λουόμενους πηγαινοερχόντουσαν αστυνομικοί, είτε σαν παρέες, είτε μόνοι τους με κάποιο ύφος ανωτερότητας που λες και δεν είχε αυτό ξεφτίσει.
Δεν ένοιωσα, ούτε καν για μια στιγμή αφηρημένα αφημένος στο ηλιοβασίλεμα και στο θολό γαλάζιο της Μαύρης Θάλλασας. Δεν μπόρεσα.
Κυριλλικούς χαρακτήρες δεν μπορούσα να διαβάσω και τίποτα δεν είχε φτιαχτεί για τουρίστες, μόνο λίγες επιγραφές μπάρ και κάτι που φέρνει σαν club είχαν λατινικούς χαρακτήρες.
Το ρούβλι, αποδείχθηκε ένα ακριβό νόμισμα που έκανε το δολάριο να μοιάζει μικρό, οι υποδιαιρέσεις του δεν είχαν όμως και αξία ουσιαστική λόγω ακρίβειας. Κάτι ανάλογο με την είσοδο του Euro στην Ευρωζώνη
Ηταν αργά το απόγευμα, αλλα η υπερβολική υγρασία σε συνδιασμό με την ζέστη έκανε πιο όλο και πιο δύσκολη την αναπνοή.
Ξεκινήσαμε μέσα στην νύκτα ξέροντας ότι αρχικά ο προορισμός μας και η αφορμή ίσως ήταν κάποιο μακρινό πρόσωπο σε ένα χωριό έξω από το Volgograd . Το χωρίο αυτό δεν υπήρχε στον χάρτη. Τραβήξαμε τον Ε97 μέσα από ατελείωτες στροφές προσπενώντας μας κάθε τόσο,με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα της επιτρεπόμενης, υπερπολυτελή αμάξια, όπως αυτά που έβλεπα στο Sochi δίπλα στα γνωστά Lada .
Τα εξελιγμένα Lada με έκαναν να θαυμάσω πόσο βαθιά έφτασε η δυτική βελόνα στην σχεδίαση που μετέτρεψε το ηρωικό κουτί σε πορσελάνινες καμπύλες.
Εμαθα ότι η φορολογία ήταν ανύπαρκτη για αυτά τα πολυτελή αυτοκίνητα και γιαυτό υπήρχαν σε αφθονία.
Βρισκόμασταν στους σκοτεινούς πρόποδες της Καυκάσιας οροσειράς. Ακολούθησα με οδηγίες της συντρόφου μου τον πρώην Α148 μέχρι το Krasnodar , ή λέξη μου θύμισε «σταυροδρόμι» μάλλον από το Αγγλικό cross , αλλά πραγματικά αποδείχθηκε ότι ήταν η πόλη που δήλωνε το τέλος της Καυκάσιας οροσειράς και την αρχή των ατελείωτων πεδιάδων της Ρωσίας.
Μετά τις στροφές οι απέραντες ευθείες. Ήταν πολύ σκοτεινά, ταξίδευα όλο το βράδυ και η σύντροφος μου κοιμόταν πια.
Αριστερά και δεξιά μου ψηλά δέντρα να τρέχω ανάμεσα τους. Ούτε ένα αυτοκίνητο, λες και προχωρούσα σε μια Ρωσία πολλά χρόνια πριν. Αυτό που χαρακτηριστικά θυμάμαι από εκείνο το βράδυ ήταν ότι στο φωτισμό από τους προβολείς του αυτοκινήτου έβλεπες χιλιάδες άσπρους κόκκους σαν να έπεφτε χιόνι με μεγάλη πυκνότητα. Ήταν τα χιλιάδες κουνούπια που αυτοκτονούσαν τυφλωμένα από τα φώτα σαν μην είχαν άλλη μοίρα στην διάρκεια αυτής της νύκτας.
Ακολούθησα, βάση χάρτη τον Μ29 για 129 ακόμη χιλιόμετρα μέχρι το Rostov . Η πρώτη αχτίδα ανατολής με βρήκε λίγα χιλιόμετρα πριν μπω σε αυτήν την πόλη. Η φωτογραφία που τράβηξα λίγο πρίν η εξάντληση με καθηλώσει συμπληρώνει αυτό που δεν μπόρεσα να εκφράσω με γραφή.
Η επόμενη φωτογραφία δείχνει εμένα να αναρωτιέμαι για ποια βενζίνη να διαλέξω από αυτές μεταξύ των ΑΝ 80/92/95/98 και ΔΤ . Αν θέλετε την συμβουλή μου ποτέ μην βάλετε 80 και ΔΤ, προφανώς την έχουν για να κινούν κάτι αγροτικά μηχανήματα μεγάλου κυβισμού που ήξεραν και ακόμη ξέρουν να σκάβουν την Ρώσικη Γή, ή , για παλιά ρώσικα φορτηγά που καπνίζουν μαζούτ σαν τα μεγάλα ατμόπλοια άλλων εποχών.
Άλλωστε σε άλλη εποχή δεν ήμασταν;
Surovikino από τον Μ21 μέχρι να πιάσουμε το δρόμο προς το χωρίο Perelozofski που ήταν ο όχι τελειωτικός προορισμός μας. Ξέραμε καλά πως θα συνεχίζαμε σε άλλους δρόμους μέχρι να δούμε μια Ρωσία που να καλύπτει σχετική ικανοποίηση και όχι μάζα ανακατεμένων πολιτισμών βγαλμένων από μαύρη αγορά.
Επι της ευκαιρίας, κρατάτε σε ανεξάρτητο πορτοφόλι 2-3000 ρούβλια για τα τροχαία και ανύπαρκτα πρόστιμα που αναίτια ζητούν κάθε 80 περίπου χιλιόμετρα οι πλατο-καπελάδες, μόδα και αυτή βγαλμένη από κομουνισμό που ξέμεινε σε άδεια ταμεία.
Σου χαμογελούν μεν με τα χρυσά τους δόντια για να είναι πιο μικρός ο πόνος όταν αποχωρίζεσαι τα ευρώ σου που γίνονταν ρούβλια σαν νερό. Ηταν και τα χρυσά δόντια μια κουλτούρα που δήλωνε παλαιότητα και υπεροχή με τον τόνο στο «ή». 10 χρυσά δόντια να σου χαμογελούν ήταν ίσως αξιωματικός που πρέπει να φέρει στο σπίτι του το βράδυ τουλάχιστον μερικές αράδες λιγδωμένα χαρτονομίσματα για να αγοράσει άφθονη Βότκα για αυτόν και την γυναίκα του ίσως.
Είπα γυναίκα; «Ευτελές αντικείμενο τέρψης» ορολογία που κάνει τα δόντια να τρίζουν αν το ακούσει δυτικός. Η θηλυκή ύπαρξη που για μας είναι πεμπτουσία ζωής και ομορφιάς εκεί μάλλον έτσι είναι.Αν αυτό σοκάρει, σοκάρει εμάς.
Τι ράτσα είναι αυτή αναρωτήθηκα πολλές φορές μέσα μου. Δεν μιλούν, πίνουν, μεθούν, σε κοιτούν σαν να θέλουν να φύγεις και να μην χαλάσεις την χαλασμένη τους γαλήνη.
Ρωτούσες στον δρόμο κάποιον τυχαίο περαστικό, σε κοιτούσε, χαμήλωνε τα μάτια του και ψέλλιζε «ευθεία» , αν πάντα ακολουθούσα αυτήν την ευθεία που μου έλεγαν, είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα είχα γυρίσει ακόμη, θα έπιανα Σιβηρία μεταξύ σοβαρού και κωμικοτραγικά γέλιου.
Συνεχίσαμε στον Μ21, μου θύμιζε άρμα μάχης όταν ήμουν στα τεθωρακισμένα, μα, και ο δρόμος έτσι έμοιαζε, σαν να πέρασαν εκατοντάδες άρματα από πάνω του, με τις άπειρες λακκούβες και ρωγμές, σχισμένη άσφαλτο από εγκατάλειψη που ο στρατός δεν άντεχε να διορθώνει.
Όταν έφθασα στο Volgograd , το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το επιβλητικό ρολόι του σταθμού των τραίνων, με τα χρυσο-καλυμένα σφυροδρέπανα.
Η πανέμορφη γέφυρα του ποταμού Volga και τα μακρόστενα ποταμόπλοια ήταν η ομορφιά μιας Ρωσίας σαν και αυτής που έψαχνα να βρώ, ανάμεσα στις αντιθέσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Η επόμενη και ίσως τελευταία για την ίδια μέρα ανάλυση στις σκέψεις μου ήταν στο ξενοδοχείο « Volgograd » όταν αναρωτήθηκα για το εάν όσο πιο βόρεια πάμε τόσο η Ρωσία ομορφαίνει. Δεν ευσταθούσε η σκέψη αν και είχε ένα ποσοστό αλήθειας. Αποτελεί ακόμη και σήμερα, ένα από τα ερωτηματικά μου ανάμεσα στα μισοεγκαταλελειμένα χωριουδάκια στον δρόμο για το Volgograd που μόνο ξερά χόρτα ανάμεσα σε σωλήνες φυσικού αερίου, ξυπνούν στον τριγμό τους ξυπόλιτα πιτσιρίκια σε απόλυτα σκοτεινούς δρόμους. Περνούν όμως από αυτούς τους δρόμους εκείνα τα πολυτελή αμάξια.
2500 ρούβλια για να βρω την ησυχία μου και δώρο ο καφές στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Επειδή τα χρήματα ήταν πολλά αυτήν την φορά το ξενοδοχείο δεν μας κοίταξε σαν πρόσφυγες αλλά σαν τουρίστες, και οι διατυπώσεις , τα χαρτιά , τα police registration , ήταν λεπτομέρειες, όταν αλλού ήταν λόγοι για να μην νιώθουμε καλοδεχούμενοι. Μήνες πέρασαν για να αποδείξω ή να αποδεχτώ ότι δεν ήταν κάτι επάνω μου ή το Ελληνικό μου διαβατήριο, αλλά η ξεθωριασμένη ζωή τους που χρωματίζεται μόνο από γυναικεία κραγιόν ανακατεμένο με ρούβλια.
Εκείνο το βράδυ κάθισα στο μπαρ του Ξενοδοχείου πίνοντας ζεστό τσάι και παρακολουθώντας ρώσικες ρεκλάμες (διαφημίσεις) . Στα δεξιά μου, στο υπερμεγεθές παράθυρο, έβλεπες το ρυθμικό τραιμόπαιγμα απο λάμπες νέον να θυμίζουν δυτικό πολιτισμό σαν να βρισκόμουν σε πλατείες Ευρώπης. Μελετούσα τον χάρτη της επόμενης μέρας.
Δυο υπέροχες υπάρξεις απέναντί μου στο άλλο τραπεζάκι, ήταν ότι εγώ σωματικά θεωρούσα γυναίκες, εγώ και κάθε άντρας ίσως. Αυτό που μια ζωή είχα φυτεμένο στο μυαλό μου σαν ιδανικά σωματικό κάθονταν απέναντί μου σαν ουράνιο τόξο που κάλυπτε όλο τον ορίζοντα και τα φωτά της πόλης.
Η μία ήταν μια συμπλήρωση του ερωτικού χάσματος που προκαλούσε η άλλη. Η μια νέα, κρυστάλλινη αίσθηση γοητείας με σώμα που μόνο Θεϊκό χέρι μπορεί να δώσει. Μαλλιά χυτά, ξανθιά, μακριά έως εκεί όπου οι καμπύλες διεγείρουν.
Η άλλη, αφοπλιστικά σοβαρή ως συμπλήρωση της ωριμοτητάς της, ίσως και μιας υπερβολής στην φαντασίωση ενός κουμουνισμού πάνω στο κορμί και στο φόρεμα της.
Αν δεν ήξερα τι είναι έρωτας, τότε σίγουρα θα είχα ερωτευθεί εκείνο το βράδυ. Είχαν πια νόημα οι χάρτες και οι ρώσικες ρεκλάμες;
Ήταν μια μέθη από αισθήσεις που σιγοψιθύριζαν στο αφτί μου με ρώσικα που δεν καταλάβαινα. Πόση αντίθεση δίπλα στα σφυροδρέπανα και στα φωτάκια νέον.
Ενας προθάλαμος σάουνας, με πλακάκια εισόδου ανοικτά πράσινα όπως αυτά που μου θυμίζουν μελαγχολικές παιδικές ηλικίες ενώ στο ξύλινο παράθυρο καθώς κλείνω τα βλέφαρά μου, διάθλαση στο τζάμι, ψηφιδωτού του Λένιν, έμοιαζε σαν όνειρο με χαμηλό φωτισμό στο παραμύθι του Μικρού Πρίγκιπα με το όνομα Ρωσία.
Τι νόημα θα είχε να περιγράψω τον Μ6 που μας ξέβγαλε την μεθ’επομένη στην Μόσχα μετά από 1200 χιλιόμετρα δρόμου σε μια τεθλασμένη ευθεία;
Αν η Μόσχα ως τυπικό τέλος του ταξιδιού, λίγο πιο διαφορετικού από τα γκρούπ των τουριστών που καταλήγουν εκεί, μου πρόσφερε την κόκκινη πλατεία ως μια έκφραση δέους, οι σταθμοί του μετρό τους ως έργο τέχνης που δεν μπορεί καμιά μηχανή να δημιουργήσει και τα χρώματα που αντανακλούν τα μάρμαρα στο μαυσωλείο, ως τιμή για αυτούς που δώσαν αίμα και ψυχή στα ιδανικά του σφυροδρέπανου, μπορεί και μιας πιο διαφοροποιημένης ελευθερίας που θα ήθελαν να έχουν, τότε, τότε εγώ θα ήμουν ένας απλός τουρίστας εκείνου του γκρούπ.
Είναι αμέτρητα συναισθήματα, μπλεγμένα μέχρι σήμερα, μερικά ζητούν σελίδες για να γραφτούν και άλλα ζητούν ψυχή και αισθήσεις για να τα κρατήσεις φυλαγμένα. Τα υπόλοιπα τα αφήνω σε εσάς , έτσι με τον ίδιο τρόπο που κλείνει μια διαθήκη, και αν οι απορίες σας είναι πολλές, τίποτα δεν σας κρατάει να δείξετε λίγο θάρρος και να πάτε εκεί, στην συνοριακή γραμμή όπου το φως της ημέρας δεν φεύγει τελείως. Εκεί όπου τα Mac Donald ’ s προσπαθούν αναίμακτα να εδραιώσουν δύση ανάμεσα στους άστεγους .
Μια εικόνα μόνο, που στην θυμισή της πολύ αργότερα, επιρεασμένος από μουσική, με έκανε να δακρύσω ήταν όταν είδα την γριούλα που ζητιάνευε γονατιστή σαν Παναγιά για λίγα καπίκια, έδωσα ένα κομμάτι του εαυτού μου εκεί, συναίσθημα μαζί με βρώμικο χρήμα . Σήκωσε το κεφάλι της, για να δει σε ποιόν πρέπει να ψελλίσει το « Spaciba », και είδα μόνο επιδερμίδα ρουφηγμένη σε κόκαλα μαζεμένα με στήθος γυμνό λες και ο θάνατος ήταν πίσω της στο μάρμαρο που στήριζε τον Λένιν.
Πριν προλάβω να γυρίσω την ματιά μου τα χρήματα είχαν γίνει Βότκα που εκστασιασμένη σαν ολύμπιο ύδωρ έπινε.
Γεώργιος Τ.
« Ποτέ μην προσπαθήσεις να ρωτήσεις»
« Πότε μην ψάξεις για βενζινάδικο που να έχει αέρα για τα λάστιχα»
« Ποτέ μην ελπίσεις σε ευγένεια αν διαθέτεις λίγα»
« Ποτέ μην νιώσεις ελεύθερος»
« Ποτέ.. μην πεις ποτέ»
Σημ. Συν.: 1.Η σύντροφός μου γύρισε μετά από ένα μήνα, αφότου εγώ πέρασα στο Ελληνικό έδαφος. Μετά από αγώνες, πολλά δολάρια και διπλωματικές καταστάσεις επέστρεψε με μια ρωγμή στην καρδιά για την Ρωσία που κάποτε αγαπούσε. Το ημερολόγιο του ταξιδιού αυτού έκλεισε ανεπιστρεπτί. Αχ, ναι.. ο λόγος… Ελειπε μια σφραγίδα από το διαβατήριο αυτή που δεν μπαίνει όταν δηλώσεις ότι μου άρεσε… η Ελλάδα.
1 Δεν γνώριζα, έμαθα εκεί, από την σύντροφο μου που την μιλούσε ότι η Ουζμπεκιστάνική διάλεκτος έχει και Τούρκικα στοιχεία , πάλι τυχεροί σταθήκαμε στο παζάρι μας.
2 Παντού καψίματα με κυκλικό σχήμα , τρύπες από τσιγάρα περασμένων προσφύγων ίσως.
3 Ασιάτικης προέλευσης φαγητό με ρύζι , αρνήσιο κρέας και ένα σωρό άλλα υλικά που κάπου έχω την συνταγή…
4 Μέχρι την στιγμή που γράφτηκε το παρόν δεν υπήρχε, όπως μας εξήγησαν φορολογική επιβάρυνση για τα πολυτελή αμάξια , με κάθε επιφύλαξη για το τι ισχύει τώρα.
Ήταν απόγευμα , μέρες Ιουνίου, ο καιρός ζεστός αλλά όχι υπερβολικά ακόμη όταν πήραμε την απόφαση για ένα ταξίδι μακρινό.
Μακρινό όπως βλέποντας στους χάρτες τα χιλιόμετρα και σκεπτόμενοι την σακαράκα μας ανάμεσα σε όλους αυτούς τους δρόμους του Βορά και Ανατολής πού έμοιαζαν σαν νεύρα ανθρωπίνου σώματος.
Μεταξύ μας, μετά από αυτό το ταξίδι, αν θα είχα λόγους να ξανάπαω εκεί, οί λόγοι θα ήταν λίγοι μέν άλλα έντονοι όπως και η εμπειρίες. Θα μπορούσε να ήταν ο ταλαντευόμενος αισθισιασμός των γυναικών, κάτι, ανάμεσα στο πάθος που επιθυμούν οι μεσόγειοι και η κρυφά ανήθικη ψυχρότητα. Θα μπορούσε να ήταν οι μακρές φωτεινές νύκτες. Ακόμη, θα μπορούσε να ήταν το μυστήριο από τα πεσμένα σύμβολα τσιμεντένια σφυροδρέπανα στην μέση του πουθενά, στις απέραντες εκτάσεις ανακαταμένα με ιδρωμένο χώμα πρωινής πάχνης.
Όπως και να’ χει, ακόμη και σαν εμπειρία που ίσως δεν ξαναδοκίμαζα, άφησε πίσω της αποτυπωμένες αισθήσεις στο μυαλό μου που δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν με ακρίβεια αλλά σίγουρα είχαν κάποια γοητεία.
Μέσα από τους γρίφους που δημιουργούν οι λέξεις μου, κάπου βαθιά στην περιγραφή έχει δημιουργηθεί ένα πάζλ που ο καθενάς μπορεί να το συναρμολογήσει με διαφορετική λογική και οι σχηματιζόμενες εικόνες να απέχουν μεταξύ τους, όμως, να δίνουν διαυγείς ζωγραφικούς πίνακες.
Ξεκινήσαμε όταν οι χάρτες , οι διαδρομές και οι βίζες ήταν έτοιμα.
Είναι από τα πρωινά που δεν μπορείς να περιμένεις να ξημερώσουν. Η ιδέα ότι πάς στο άγνωστο με βαρκούλα .. το αυτοκίνητο, είναι μια πρόκληση. Πολύ πρωί λοιπόν, γύρω στις 4:00 έβαζα μπρος.
Καλοκαιρινή πρωινή διαδρομή δροσιστικής υφής στην φιλόξενη Ελλάδα με πρώτη στάση μυρουδιά πρωϊνού λιμανιού Θεσσαλονίκης σε μια πόλη που προσπαθεί να ξυπνίσει.
Θα ακολουθούσαμε την διαδρομή από Τουρκία και όχι την λογική από Ευρώπη. Η Βουλγαρία φάνταζε σε διαδικασίες υπερβολικά αργή ακόμη και για μια Tranzit Viza που περίμμενες αιώνια αν δεν είχες το «σωστό» Διαβατήριο. Από Τουρκία οι δρόμοι ήταν ανοικτοί, για το Ουζμπεκιστάνικο (Πρώϊν ΕΣΣΔ) Διαβατήριο της συντρόφου μου εν αντιθέσει με αυτούς της Βουλγαρίας.
Απόγευμα της ίδιας μέρας, στα Ελληνοτουρκικά σύνορα στους Κήπους. Φωτογράφιζα σαν τρελός την συνοριακή γραμμή και το ποτάμι που ενώνει την Ελλάδα με Ανατολή.
Δεν ξέρω γιατί, μάλλον θα είναι το συναίσθημα που νιώθουν όλοι οι Έλληνες όταν βλέπουν ότι η Ελλάδα τελειώνει εκεί. Ένα δέος και μια μικρή ρίγη αυτό σημαίνει πολλά.
Αν και έχω ταξιδέψει αρκετά, πάντα από αέρος με το αεροπλάνο, δεν ένοιωσα όπως τώρα με το αυτοκίνητο, δυο συναισθήματα ταυτόχρονα, συγκρουόμενα, λύπη που αφήνω πίσω μου την Ελλάδα, χαρά για αυτή την άγνωστη κουλτούρα που με περιμένει.
Μερικά κορναρίσματα χαιρετισμού στους φαντάρους μας εκεί και πιάσαμε τα 120 χιλιόμετρα την ώρα «βαδίζοντας» προς Κωνσταντινούπολη.
Βραδιά στην καλοκαιρινή και λαδοτσικνισμένη Κωνσταντινούπολη, πίνοντας την δυνατή μπύρα « EFES » . Τεμενάδες από τα Τζαμιά και μουσουλμανικές προσευχές, χτύποι από ζάρια και πούλια, παιδικές φωνές, ήταν μια γλυκιά συμπλήρωση εικόνας που ήθελα να αποτυπώσω πάνω στο ψηφιακό φιλμ, μάταια όμως.
Η Τουρκία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να καλυφθεί σε αυτό το οδοιπορικό, γιατί η δικιά της ξεχωριστή μαγεία αξίζει μερικές σελίδες γεμάτες από εμπειρίες μου εκεί.
Στην Τραπεζούντα, και με την βοήθεια υπερβολικά φιλόξενων Τούρκων βρήκαμε γρήγορα ποιος έβγαζε εισητήρια για ένα πλοίο που με κάποιο τρόπο και άτυπες διαδικασίες γραμμένες με στυλό διαρκείας, θα μας έβγαζε στο αλαργινό Λιμάνι, εκεί απέναντι, απέναντι στην Μαύρη Θάλλασα.
Το παλιό Ελληνικό σαπιοκάραβο που κάποτε έκανε το δρομολόγιο από την ευλογημένη Τήνο στο Πειραιά, το βρήκαμε ως ένα από τα δύο και μοναδικά ακριβοπληρωμένα μέσα μεταφοράς από την Τραπεζούντα στο Ρωσικό Sochi . Δυστυχώς, κανένας άλλος τρόπος να περάσουμε στην Ρωσία εφόσον τα σύνορα ήταν κλειστά στην Γεωργία μετά το Batumi λόγω συρράξεων στο κρατίδιο της Αμπχαζίας, ο ανατολικός ημίγυρος της Μαύρης Θάλασσας δεν μπορούσε να κλείσει.
Ως παρένθεση πρίν συνεχίσω, αρκετές μέρες αργότερα, κατά την επιστροφή, σαν μια κρυφή μου ταξειδιωτική περιέργια, προσπάθησα να περάσω, αλλά τα μοναδικά οχήματα που περνούσαν προς Sohumi (αντίστροφα από την άλλη πλευρά της Γεωργίας) αυτήν την φορά, ήταν των Ηνωμένων Εθνών, είτε των πολιτών με Ρώσσικο Διαβατήριο. Η συντροφός μου, τώρα μπορούσε να περάσει την συνοριακή πόρτα, εκεί, όπου το Ευρωπαϊκό δικό μου διαβατήριο δεν μπορούσε. Είχε μια δόση ειρωνίας ο σαν σε αντάρτικο αγώνα συνοριοφύλακας κοιτώντας το.
Με 500 δολάρια για την μεταφορά του αυτοκινήτου από την Τραπεζούντα και εμάς των δύο, μετά από παζάρια ωρών στην Ουζμπέκιστανικη 1 διάλεκτο κατορθώσαμε την επόμενη μέρα να επιβιβαστούμε στον σκυλοπνίχτη με το ξαναβαπτισμένο όνομα « Karden » . Τα ανύπαρκτα ή τρισάλθια σωσίβια είχαν θέσεις δηλωμένες στην Ελληνική Γλώσσα και μόνο, απομεινάρια που μύριζαν Αιγαίο, ειρωνία σαν και αυτήν του συνοριοφύλακα η έκφραση του προσώπου μου για το ότι μπορούσα μόνο εγώ ως Ελλην εκεί να τα διαβάσω.
Θα πρέπει να ήταν γύρω στις 12:00 το μεσημέρι όταν είχαμε πλέον στα χέρια μας τα κλειδιά της βαριά μπογιατισμένης και παντού τσιγαροφαγωμένης 2 καμπίνας. Η μπογιά μύριζε έντονα λες και ήθελε να καλύψει την πραγματική σήψη που επικρατούσε στο βάθος στο μέταλλο και την σκουριά που σίγουρα είχαν κάνει μια αρμονική συμφωνία για το μέλλον αυτού του καραβιού.
Δεν είχε καμία σημασία για όλους αυτούς του τυχαίους περαστικούς, ναύτες και επιβάτες αν το πλοίο έφυγε τελικά στις 4:00 το πρωί. Αυτή η καθυστέρηση των 16 ωρών ήταν φυσιολογική !
Οι δικές μας στάθμες ανθρώπινων αντοχών αναμονής φάνηκαν πολύ μικρότερες στα πρότυπα των δικών τους. Ρωτούσα και ξαναρωτούσα «γιατί» τον χοντρό καπετάνιο που ήταν μια έκδοση ψαρά που ξέφυγε από την τράτα του. Το μόνο που απαντούσε ήταν « Ονιον σερ… ονιον…» (Εις την ελληνικήν …Κρεμμύδια).
Χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος για να καταλάβω ότι ο άνθρωπος δεν ήταν τρελός αλλά εννοούσε ότι περιμένει φορτηγά με κρεμμύδια .
Είχα αρχίσει να νιώθω την Ρώσικη κουλτούρα βλέποντας από νωρίς πάνω στο πλοίο γυναικείες παρέες στο κατάστρωμα καθώς άνοιγαν ταψιά γεμάτα «Πλοφ» 3 . Ταυτόχρονα, ξεδίπλωναν τις μεγάλες μαντίλες από τα κορμιά των μπουκαλιών βότκας, γεύση καυτού οινοπνεύματος στο καυτό καλοκαίρι της Τραπεζούντας και της λαμαρίνας του καταστρώματος. Γεύση, ερμητική, μόνο για τα δικά τους χείλια, φανταζόμουν καθώς τις κοιτούσα, προέλευσης κάπου βαθιά στην άγνωστη Ρωσία.
Περνούσαν ώρες πίνοντας, σαγηνεύοντας άντρες, από αυτούς τους λιγοστούς Ρώσους εμπόρους σαν να ήσαν γοργόνες της αντιπέρας όχθης, με άφθονο χορό, εφαπτώμενα ιδρωμένα σώματα που χάνονταν ανα στιγμές σε σκοτεινές πλευρές του πλοίου σαν της Μαύρης Θάλασσας. Το πλοίο ταξίδευε, αργά την νύκτα και ο μόνος ήχος που άφηνε πίσω του ήταν Ρώσικες γυναικείες φωνές και γέλια αναμιγμένα με τραγούδια που ωθούσαν το νου σε τροπικούς χορούς μέσα από Ρώσικους χειμώνες . Τέτοια η αντίθεση.
Με τόσες εικόνες να περιστρέφονται στην σκέψη, καθώς μετέφερα τις φωτογραφίες της ημέρας από την κάμερα στο φορητό, στον ελάχιστο εξοπλισμό μου. Δύο μόνο ώρες ύπνος στην μικρή κουκέτα με το λερωμένο φινιστρίνι, δεν άντεχα να χάσω την κάθε εικόνα που απλόχερα μου προσφέρεται. Ρουφούσα την δικιά μου βότκα, αυτή της ζωής.
Πρωϊ πια. Κάθισα στο μπαρ του καταστρώματος έχοντας ακόμη στην όσφρησή μου την μυρουδιά λαδομπογιάς με υγρασία Μαύρης Θάλασσας, κοιτούσα πέρα ως πέρα αυτήν την Θάλασσα μήπως και δω κάπου την ακτή . Πρέπει στα δεξιά μου στο βάθος να ήταν η Αμπχαζία μα που να φανεί στην θολουριασμένη ατμόσφαιρα. Αυτό που δεν έβλεπα πάντα με συνάρπαζε.
Μια γυναικεία φωνή που μου ψέλλισε κάτι βαριεστημένα στην Ρωσική γλώσσα έκοψε τις σκέψεις μου, αν και αυτές αντικαταστάθηκαν από την όμορφη εικόνα της.
Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 18 χρονών σκέφθηκα .
Έκανα μια γκριμάτσα για αυτά που δεν καταλάβαινα αλλά την αντικατέστησα αμέσως με την λέξη « coffee » .
Κατάλαβε.. Δεν με ρώτησε πώς .. έφτιαξε καραβίσιο νεροζούμι ζεστό μεσ’ την καλοκαιρινή αύρα και μου το έδωσε σε λευκό πλαστικό ποτηράκι.
Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα (το ποτηράκι και το καφέ υγρό μέσα του) και είπα σχετικά ψιθυριστά …- Σε πολλά μπορώ να κάνω υποχωρήσεις σε αυτήν την ζωή.. αλλά στον πρωινό καφέ μου.. Ποτέ.
Με κοιτούσε ανέκφραστη και με υπομονή ελέφαντα λες και δεν έπρεπε να πω αυτό που δεν καταλάβαινε.
Τον καφέ, εκείνο το πρωί τον έφτιαξα μόνος μου με παγωμένο νερό σε ένα ποτήρι μπύρας, όταν μπήκα πίσω από το πάγκο …
Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό καθώς πλήρωνα και έστειλε ένα χαμόγελο καθώς απομακρυνόμουν με τον καφέ μου σαν να μου έλεγε ευχαριστώ που έμαθε τι είναι κρύος καφές.
Συνέχισα να κοιτώ μήπως το βλέμμα μου ακουμπήσει σε κάποια ακτή.
Ώρες μετά , 5:00 απογευματινή, προσεγγίζαμε το λιμάνι του Sochi πρώτη μου φορά σε εδάφη που κάποτε ήταν απροσπέλαστα.
Από μακριά, κτίσματα μέσα στο βάθος μεγαλεπήβολα κουτιά μπλεγμένα με άλλα κλασσικής αρχιτεκτονικής. Πολύ πράσινο αλλά και υγρασία που έκαναν την αναπνοή μας δύσκολη μέσα στην ζέστη.
Αυτόν τον φάρο του λιμανιού θα δυσκολευτώ να τον ξεχάσω αφού τον περιτριγυρίζαμε πολλές ώρες μέχρι να πάρουμε άδεια εισόδου στο λιμάνι. Το γέρικο πλοίο λες και έβρισκε κάθε λόγο να αργεί. Οι δώδεκα ώρες έγιναν δυο μέρες μέχρι τα σχοινιά του πλοίου να δέσουν Ρωσία.
Μερικές ώρες ακόμη διατυπώσεις για να εισέλθει το αυτοκίνητο στο έδαφος τους. Χαρτιά πηγαινοερχόντουσαν, σφραγίδες αμέτρητες και η Ελληνική μπλε άδεια κυκλοφορίας του Υπουργείου άρπαξε και αυτή μια σφραγίδα που ήταν άδεια για μεταφορά… γελάδων. Είναι να γελάς όσο μαθαίνεις την πανικόβλητη κουλτούρα τους που μεταλλάσσεται.
8:00 το βράδυ πια στο κοσμοπολίτικο Sochi , περίεργη αίσθηση έχει το μέρος που κάνει τις διακοπές του ο Πούτιν είπα μέσα μου. Η Ρώσικη φρεγάτα έλειπε από το Λιμάνι πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν εκεί.
Παραγγείλαμε μπύρα, και άφθονο κρέας για να πάρουμε δυνάμεις. Ήμασταν εξαντλημένοι. Πουθενά δεν δέχονται euro αν και είχε ξεπεράσει το δολάριο.
Μαύρη αγορά για την μετατροπή του δολαρίου σε καλύτερες τιμές δεν υπήρχε πια.
Ακόμη όμως ήταν νωρίς για να καταλάβω την σύγχρονη Ρωσία.
Παρ’ όλο το ελάχιστο του ύπνου, η νύστα δεν είχε καμία θέση εκείνη την στιγμή, ήμουν στην Ρωσία, και δεν ήθελα να σταματήσω ούτε για μια στιγμή να κοιτώ κάθε τι που συμπλήρωνε όλα αυτά που χρόνια είχα στο μυαλό μου για την μυστικότητα που τους περιέβαλε.
Στο Sochi δεν υπήρχε παραλία όπως εμείς την έχουμε στο μυαλό μας. Το εκεί καθεστώς μέχρι και το 91 είχε αφήσει σημάδια που δεν άλλαξαν . Εριξαν σύμβολα, γελοιοποίησαν την ιστορία τους εν ονόματι του «ελεύθερου εμπορίου» αλλά οι μεγάλες σιδεριές, συρματοπλέγματα, κάμερες, πελώρια τσιμεντένια τοιχία, ήταν εκεί, αφήνοντας απροσπέλαστη με λογική οδό την παραλία.
Προσπάθησα, θα μπορούσα να πω, να φθάσω σε μια παραλία, για να δω το ηλιοβασίλεμα του Sochi , δίπλα μου όμως και ανάμεσα στους λίγους λουόμενους πηγαινοερχόντουσαν αστυνομικοί, είτε σαν παρέες, είτε μόνοι τους με κάποιο ύφος ανωτερότητας που λες και δεν είχε αυτό ξεφτίσει.
Δεν ένοιωσα, ούτε καν για μια στιγμή αφηρημένα αφημένος στο ηλιοβασίλεμα και στο θολό γαλάζιο της Μαύρης Θάλλασας. Δεν μπόρεσα.
Κυριλλικούς χαρακτήρες δεν μπορούσα να διαβάσω και τίποτα δεν είχε φτιαχτεί για τουρίστες, μόνο λίγες επιγραφές μπάρ και κάτι που φέρνει σαν club είχαν λατινικούς χαρακτήρες.
Το ρούβλι, αποδείχθηκε ένα ακριβό νόμισμα που έκανε το δολάριο να μοιάζει μικρό, οι υποδιαιρέσεις του δεν είχαν όμως και αξία ουσιαστική λόγω ακρίβειας. Κάτι ανάλογο με την είσοδο του Euro στην Ευρωζώνη
Ηταν αργά το απόγευμα, αλλα η υπερβολική υγρασία σε συνδιασμό με την ζέστη έκανε πιο όλο και πιο δύσκολη την αναπνοή.
Ξεκινήσαμε μέσα στην νύκτα ξέροντας ότι αρχικά ο προορισμός μας και η αφορμή ίσως ήταν κάποιο μακρινό πρόσωπο σε ένα χωριό έξω από το Volgograd . Το χωρίο αυτό δεν υπήρχε στον χάρτη. Τραβήξαμε τον Ε97 μέσα από ατελείωτες στροφές προσπενώντας μας κάθε τόσο,με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα της επιτρεπόμενης, υπερπολυτελή αμάξια, όπως αυτά που έβλεπα στο Sochi δίπλα στα γνωστά Lada .
Τα εξελιγμένα Lada με έκαναν να θαυμάσω πόσο βαθιά έφτασε η δυτική βελόνα στην σχεδίαση που μετέτρεψε το ηρωικό κουτί σε πορσελάνινες καμπύλες.
Εμαθα ότι η φορολογία ήταν ανύπαρκτη για αυτά τα πολυτελή αυτοκίνητα και γιαυτό υπήρχαν σε αφθονία.
Βρισκόμασταν στους σκοτεινούς πρόποδες της Καυκάσιας οροσειράς. Ακολούθησα με οδηγίες της συντρόφου μου τον πρώην Α148 μέχρι το Krasnodar , ή λέξη μου θύμισε «σταυροδρόμι» μάλλον από το Αγγλικό cross , αλλά πραγματικά αποδείχθηκε ότι ήταν η πόλη που δήλωνε το τέλος της Καυκάσιας οροσειράς και την αρχή των ατελείωτων πεδιάδων της Ρωσίας.
Μετά τις στροφές οι απέραντες ευθείες. Ήταν πολύ σκοτεινά, ταξίδευα όλο το βράδυ και η σύντροφος μου κοιμόταν πια.
Αριστερά και δεξιά μου ψηλά δέντρα να τρέχω ανάμεσα τους. Ούτε ένα αυτοκίνητο, λες και προχωρούσα σε μια Ρωσία πολλά χρόνια πριν. Αυτό που χαρακτηριστικά θυμάμαι από εκείνο το βράδυ ήταν ότι στο φωτισμό από τους προβολείς του αυτοκινήτου έβλεπες χιλιάδες άσπρους κόκκους σαν να έπεφτε χιόνι με μεγάλη πυκνότητα. Ήταν τα χιλιάδες κουνούπια που αυτοκτονούσαν τυφλωμένα από τα φώτα σαν μην είχαν άλλη μοίρα στην διάρκεια αυτής της νύκτας.
Ακολούθησα, βάση χάρτη τον Μ29 για 129 ακόμη χιλιόμετρα μέχρι το Rostov . Η πρώτη αχτίδα ανατολής με βρήκε λίγα χιλιόμετρα πριν μπω σε αυτήν την πόλη. Η φωτογραφία που τράβηξα λίγο πρίν η εξάντληση με καθηλώσει συμπληρώνει αυτό που δεν μπόρεσα να εκφράσω με γραφή.
Η επόμενη φωτογραφία δείχνει εμένα να αναρωτιέμαι για ποια βενζίνη να διαλέξω από αυτές μεταξύ των ΑΝ 80/92/95/98 και ΔΤ . Αν θέλετε την συμβουλή μου ποτέ μην βάλετε 80 και ΔΤ, προφανώς την έχουν για να κινούν κάτι αγροτικά μηχανήματα μεγάλου κυβισμού που ήξεραν και ακόμη ξέρουν να σκάβουν την Ρώσικη Γή, ή , για παλιά ρώσικα φορτηγά που καπνίζουν μαζούτ σαν τα μεγάλα ατμόπλοια άλλων εποχών.
Άλλωστε σε άλλη εποχή δεν ήμασταν;
Surovikino από τον Μ21 μέχρι να πιάσουμε το δρόμο προς το χωρίο Perelozofski που ήταν ο όχι τελειωτικός προορισμός μας. Ξέραμε καλά πως θα συνεχίζαμε σε άλλους δρόμους μέχρι να δούμε μια Ρωσία που να καλύπτει σχετική ικανοποίηση και όχι μάζα ανακατεμένων πολιτισμών βγαλμένων από μαύρη αγορά.
Επι της ευκαιρίας, κρατάτε σε ανεξάρτητο πορτοφόλι 2-3000 ρούβλια για τα τροχαία και ανύπαρκτα πρόστιμα που αναίτια ζητούν κάθε 80 περίπου χιλιόμετρα οι πλατο-καπελάδες, μόδα και αυτή βγαλμένη από κομουνισμό που ξέμεινε σε άδεια ταμεία.
Σου χαμογελούν μεν με τα χρυσά τους δόντια για να είναι πιο μικρός ο πόνος όταν αποχωρίζεσαι τα ευρώ σου που γίνονταν ρούβλια σαν νερό. Ηταν και τα χρυσά δόντια μια κουλτούρα που δήλωνε παλαιότητα και υπεροχή με τον τόνο στο «ή». 10 χρυσά δόντια να σου χαμογελούν ήταν ίσως αξιωματικός που πρέπει να φέρει στο σπίτι του το βράδυ τουλάχιστον μερικές αράδες λιγδωμένα χαρτονομίσματα για να αγοράσει άφθονη Βότκα για αυτόν και την γυναίκα του ίσως.
Είπα γυναίκα; «Ευτελές αντικείμενο τέρψης» ορολογία που κάνει τα δόντια να τρίζουν αν το ακούσει δυτικός. Η θηλυκή ύπαρξη που για μας είναι πεμπτουσία ζωής και ομορφιάς εκεί μάλλον έτσι είναι.Αν αυτό σοκάρει, σοκάρει εμάς.
Τι ράτσα είναι αυτή αναρωτήθηκα πολλές φορές μέσα μου. Δεν μιλούν, πίνουν, μεθούν, σε κοιτούν σαν να θέλουν να φύγεις και να μην χαλάσεις την χαλασμένη τους γαλήνη.
Ρωτούσες στον δρόμο κάποιον τυχαίο περαστικό, σε κοιτούσε, χαμήλωνε τα μάτια του και ψέλλιζε «ευθεία» , αν πάντα ακολουθούσα αυτήν την ευθεία που μου έλεγαν, είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα είχα γυρίσει ακόμη, θα έπιανα Σιβηρία μεταξύ σοβαρού και κωμικοτραγικά γέλιου.
Συνεχίσαμε στον Μ21, μου θύμιζε άρμα μάχης όταν ήμουν στα τεθωρακισμένα, μα, και ο δρόμος έτσι έμοιαζε, σαν να πέρασαν εκατοντάδες άρματα από πάνω του, με τις άπειρες λακκούβες και ρωγμές, σχισμένη άσφαλτο από εγκατάλειψη που ο στρατός δεν άντεχε να διορθώνει.
Όταν έφθασα στο Volgograd , το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το επιβλητικό ρολόι του σταθμού των τραίνων, με τα χρυσο-καλυμένα σφυροδρέπανα.
Η πανέμορφη γέφυρα του ποταμού Volga και τα μακρόστενα ποταμόπλοια ήταν η ομορφιά μιας Ρωσίας σαν και αυτής που έψαχνα να βρώ, ανάμεσα στις αντιθέσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Η επόμενη και ίσως τελευταία για την ίδια μέρα ανάλυση στις σκέψεις μου ήταν στο ξενοδοχείο « Volgograd » όταν αναρωτήθηκα για το εάν όσο πιο βόρεια πάμε τόσο η Ρωσία ομορφαίνει. Δεν ευσταθούσε η σκέψη αν και είχε ένα ποσοστό αλήθειας. Αποτελεί ακόμη και σήμερα, ένα από τα ερωτηματικά μου ανάμεσα στα μισοεγκαταλελειμένα χωριουδάκια στον δρόμο για το Volgograd που μόνο ξερά χόρτα ανάμεσα σε σωλήνες φυσικού αερίου, ξυπνούν στον τριγμό τους ξυπόλιτα πιτσιρίκια σε απόλυτα σκοτεινούς δρόμους. Περνούν όμως από αυτούς τους δρόμους εκείνα τα πολυτελή αμάξια.
2500 ρούβλια για να βρω την ησυχία μου και δώρο ο καφές στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Επειδή τα χρήματα ήταν πολλά αυτήν την φορά το ξενοδοχείο δεν μας κοίταξε σαν πρόσφυγες αλλά σαν τουρίστες, και οι διατυπώσεις , τα χαρτιά , τα police registration , ήταν λεπτομέρειες, όταν αλλού ήταν λόγοι για να μην νιώθουμε καλοδεχούμενοι. Μήνες πέρασαν για να αποδείξω ή να αποδεχτώ ότι δεν ήταν κάτι επάνω μου ή το Ελληνικό μου διαβατήριο, αλλά η ξεθωριασμένη ζωή τους που χρωματίζεται μόνο από γυναικεία κραγιόν ανακατεμένο με ρούβλια.
Εκείνο το βράδυ κάθισα στο μπαρ του Ξενοδοχείου πίνοντας ζεστό τσάι και παρακολουθώντας ρώσικες ρεκλάμες (διαφημίσεις) . Στα δεξιά μου, στο υπερμεγεθές παράθυρο, έβλεπες το ρυθμικό τραιμόπαιγμα απο λάμπες νέον να θυμίζουν δυτικό πολιτισμό σαν να βρισκόμουν σε πλατείες Ευρώπης. Μελετούσα τον χάρτη της επόμενης μέρας.
Δυο υπέροχες υπάρξεις απέναντί μου στο άλλο τραπεζάκι, ήταν ότι εγώ σωματικά θεωρούσα γυναίκες, εγώ και κάθε άντρας ίσως. Αυτό που μια ζωή είχα φυτεμένο στο μυαλό μου σαν ιδανικά σωματικό κάθονταν απέναντί μου σαν ουράνιο τόξο που κάλυπτε όλο τον ορίζοντα και τα φωτά της πόλης.
Η μία ήταν μια συμπλήρωση του ερωτικού χάσματος που προκαλούσε η άλλη. Η μια νέα, κρυστάλλινη αίσθηση γοητείας με σώμα που μόνο Θεϊκό χέρι μπορεί να δώσει. Μαλλιά χυτά, ξανθιά, μακριά έως εκεί όπου οι καμπύλες διεγείρουν.
Η άλλη, αφοπλιστικά σοβαρή ως συμπλήρωση της ωριμοτητάς της, ίσως και μιας υπερβολής στην φαντασίωση ενός κουμουνισμού πάνω στο κορμί και στο φόρεμα της.
Αν δεν ήξερα τι είναι έρωτας, τότε σίγουρα θα είχα ερωτευθεί εκείνο το βράδυ. Είχαν πια νόημα οι χάρτες και οι ρώσικες ρεκλάμες;
Ήταν μια μέθη από αισθήσεις που σιγοψιθύριζαν στο αφτί μου με ρώσικα που δεν καταλάβαινα. Πόση αντίθεση δίπλα στα σφυροδρέπανα και στα φωτάκια νέον.
Ενας προθάλαμος σάουνας, με πλακάκια εισόδου ανοικτά πράσινα όπως αυτά που μου θυμίζουν μελαγχολικές παιδικές ηλικίες ενώ στο ξύλινο παράθυρο καθώς κλείνω τα βλέφαρά μου, διάθλαση στο τζάμι, ψηφιδωτού του Λένιν, έμοιαζε σαν όνειρο με χαμηλό φωτισμό στο παραμύθι του Μικρού Πρίγκιπα με το όνομα Ρωσία.
Τι νόημα θα είχε να περιγράψω τον Μ6 που μας ξέβγαλε την μεθ’επομένη στην Μόσχα μετά από 1200 χιλιόμετρα δρόμου σε μια τεθλασμένη ευθεία;
Αν η Μόσχα ως τυπικό τέλος του ταξιδιού, λίγο πιο διαφορετικού από τα γκρούπ των τουριστών που καταλήγουν εκεί, μου πρόσφερε την κόκκινη πλατεία ως μια έκφραση δέους, οι σταθμοί του μετρό τους ως έργο τέχνης που δεν μπορεί καμιά μηχανή να δημιουργήσει και τα χρώματα που αντανακλούν τα μάρμαρα στο μαυσωλείο, ως τιμή για αυτούς που δώσαν αίμα και ψυχή στα ιδανικά του σφυροδρέπανου, μπορεί και μιας πιο διαφοροποιημένης ελευθερίας που θα ήθελαν να έχουν, τότε, τότε εγώ θα ήμουν ένας απλός τουρίστας εκείνου του γκρούπ.
Είναι αμέτρητα συναισθήματα, μπλεγμένα μέχρι σήμερα, μερικά ζητούν σελίδες για να γραφτούν και άλλα ζητούν ψυχή και αισθήσεις για να τα κρατήσεις φυλαγμένα. Τα υπόλοιπα τα αφήνω σε εσάς , έτσι με τον ίδιο τρόπο που κλείνει μια διαθήκη, και αν οι απορίες σας είναι πολλές, τίποτα δεν σας κρατάει να δείξετε λίγο θάρρος και να πάτε εκεί, στην συνοριακή γραμμή όπου το φως της ημέρας δεν φεύγει τελείως. Εκεί όπου τα Mac Donald ’ s προσπαθούν αναίμακτα να εδραιώσουν δύση ανάμεσα στους άστεγους .
Μια εικόνα μόνο, που στην θυμισή της πολύ αργότερα, επιρεασμένος από μουσική, με έκανε να δακρύσω ήταν όταν είδα την γριούλα που ζητιάνευε γονατιστή σαν Παναγιά για λίγα καπίκια, έδωσα ένα κομμάτι του εαυτού μου εκεί, συναίσθημα μαζί με βρώμικο χρήμα . Σήκωσε το κεφάλι της, για να δει σε ποιόν πρέπει να ψελλίσει το « Spaciba », και είδα μόνο επιδερμίδα ρουφηγμένη σε κόκαλα μαζεμένα με στήθος γυμνό λες και ο θάνατος ήταν πίσω της στο μάρμαρο που στήριζε τον Λένιν.
Πριν προλάβω να γυρίσω την ματιά μου τα χρήματα είχαν γίνει Βότκα που εκστασιασμένη σαν ολύμπιο ύδωρ έπινε.
Γεώργιος Τ.
« Ποτέ μην προσπαθήσεις να ρωτήσεις»
« Πότε μην ψάξεις για βενζινάδικο που να έχει αέρα για τα λάστιχα»
« Ποτέ μην ελπίσεις σε ευγένεια αν διαθέτεις λίγα»
« Ποτέ μην νιώσεις ελεύθερος»
« Ποτέ.. μην πεις ποτέ»
Σημ. Συν.: 1.Η σύντροφός μου γύρισε μετά από ένα μήνα, αφότου εγώ πέρασα στο Ελληνικό έδαφος. Μετά από αγώνες, πολλά δολάρια και διπλωματικές καταστάσεις επέστρεψε με μια ρωγμή στην καρδιά για την Ρωσία που κάποτε αγαπούσε. Το ημερολόγιο του ταξιδιού αυτού έκλεισε ανεπιστρεπτί. Αχ, ναι.. ο λόγος… Ελειπε μια σφραγίδα από το διαβατήριο αυτή που δεν μπαίνει όταν δηλώσεις ότι μου άρεσε… η Ελλάδα.
1 Δεν γνώριζα, έμαθα εκεί, από την σύντροφο μου που την μιλούσε ότι η Ουζμπεκιστάνική διάλεκτος έχει και Τούρκικα στοιχεία , πάλι τυχεροί σταθήκαμε στο παζάρι μας.
2 Παντού καψίματα με κυκλικό σχήμα , τρύπες από τσιγάρα περασμένων προσφύγων ίσως.
3 Ασιάτικης προέλευσης φαγητό με ρύζι , αρνήσιο κρέας και ένα σωρό άλλα υλικά που κάπου έχω την συνταγή…
4 Μέχρι την στιγμή που γράφτηκε το παρόν δεν υπήρχε, όπως μας εξήγησαν φορολογική επιβάρυνση για τα πολυτελή αμάξια , με κάθε επιφύλαξη για το τι ισχύει τώρα.
Last edited by a moderator: