Κάθε περιήγηση στις πόλεις και τα χωριά των αραβικών χωρών ξεκινά για μένα πάντα με τον ίδιο τρόπο: μέσα σε ένα βανάκι, στριμωγμένη ανάμεσα σε ντόπιες γυναίκες με πολύχρωμες μαντίλες στο κεφάλι, άντρες με παντόφλες και λευκή κάλτσα να μου ρίχνουν κλεφτές ματιές και να αποφεύγουν πάση θυσία να καθίσουν δίπλα μου, και μικρά παιδιά να κοιτούν αποσβολωμένα τα ανοιχτόχρωμα μάτια μου και να ρωτούν επαναλαμβάνοντας διαρκώς τις μόνες αγγλικές λεξούλες που γνωρίζουν “what’s your name? What’s your name” . Επιλέγω πάντα αυτό τον τρόπο μετακίνησης για να αφουγκραστώ, έστω και λίγο, τον παλμό της χώρας, εκεί όπου χτυπά πραγματικά η καρδιά της, μακριά από τουρίστες και τουριστικές ατραξιόν, στο γνήσιο ξεβόλεμα του δυτικού ανθρώπου που αν το αντέχει μπορεί να να αντλήσει στιγμές ατόφιες, γνήσιες, που θα θυμάται μια ζωή.
Βρίσκομαι στον πολύπαθο Λίβανο, τη χώρα αυτή που κλήθηκε πολλές φορές να μαζέψει τα κομμάτια της και να επανακτιστεί από τα συντρίμμια της, τη χώρα αυτή στην οποία οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν το τώρα, γιατί το αύριο πάντα είναι αβέβαιο, αποδεχόμενοι μοιραία και τη ματαιοδοξία του να ζεις μόνο για το σήμερα.
Ο Λίβανος λοιπόν είναι η πιο μοντέρνα χώρα του αραβικού κόσμου. Δεν είναι αμιγώς μουσουλμανική αφού σχεδόν οι μισοί κάτοικοί του είναι χριστιανοί, ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως δεν εξακολουθεί να είναι βαθύτατα συντηρητική. Μόλις τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να κάνει δειλά δειλά κάποια προοδευτικά βήματα, όχι όμως από τη μεγαλύτερη ομάδα των κατοίκων του.
Το λευκό κατάμεστο βαν διασχίζει απέραντες εκτάσεις, ενίοτε ερημικές, και μπαίνει σε περιοχές εμφανώς συντηρητικές, οδεύει προς τα σύνορα με την εμπόλεμη Συρία. Διαρκώς σταματά για να πάρει Σύριες προσφυγοπούλες. Ποιος ξέρει πού τις πηγαίνει, ξεχωρίζουν από τις Λιβανέζες πάντως για τον τρόπο που δένουν το μαντίλι τους. Ο Λίβανος -που ξέρει από την οδύνη του πολέμου- έχει αποτελέσει καταφύγιο για πολλούς μετανάστες από τη Συρία.
Μετά από μια αρκετά κουραστική διαδρομή φτάνω στον προορισμό μου: την αρχαία πόλη Μπάαλμπεκ – εκεί όπου επρόκειτο να αντικρίσω τα πιο επιβλητικά αρχαία ευρήματα του αραβικού κόσμου. Η πόλη Μπάαλμπεκ βρίσκεται στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου και επί της Ρωμαϊκής εποχής ονομαζόταν Ηλιούπολις. Πράγματι, ήταν επιβλητικό το θέαμα των ακτίνων του ηλίου να περνούν ανάμεσα από τις πανάρχαιες κολώνες. Η Βηρυτός από εδώ απέχει 85 χιλιόμετρα ενώ η Δαμασκός μόλις 75, ενώ η συνοριογραμμή της Συρίας είναι δίπλα, τόσο δίπλα που την αισθάνεσαι. Ο Λίβανος είναι από τις χώρες όπου έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα σημεία ζωής, έτσι και η πόλη αυτή βρέθηκε να κατοικείται ήδη από την εποχή του Χαλκού από τους Φοίνικες. Ο λαός αυτός λάτρευε τον Βάαλ, το θεό ήλιο, και προς τιμήν του έφτιαξαν τον πρώτο ναό.
Ήταν οι Έλληνες που ονόμασαν την πόλη «Ηλιούπολη» αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου που έκανε κι από εδώ το πέρασμά του, τότε που η πόλη προσαρτήθηκε στο Βασίλειο των Πτολεμαίων. Στη συνέχεια η πόλη πέρασε σε ρωμαϊκά χέρια ενώ το 15π.Χ. ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος τη μετέτρεψε σε ρωμαϊκή αποικία και γνώρισε πραγματική άνθηση. Στολίζεται με επιβλητικά γλυπτά, και μεγαλόπρεπα οικοδομήματα, προσδίδοντας κύρος στην περιοχή και καθιστώντας τη μια πόλη υψίστης σημασίας για την αυτοκρατορία.
Όταν όμως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαμελίστηκε σε Δυτική και Ανατολική, η πόλη Μπάαλμπεκ πέρασε στα χέρια του Βυζαντίου και σχεδόν χωρίς αντίσταση λίγο αργότερα σε χέρια αραβικά, κι έπειτα διαδοχικά ξανά στους Βυζαντινούς, τους Σελτζούκους Τούρκους, τους Άραβες,τους Αιγύπτιους, τους Τουρκο-Μογγόλους του Ταμερλάνου, τους Οθωμανούς.
Ήταν δέκα το πρωί και αν και Οκτώβρης, στο τμήμα αυτό του Λιβάνου είχε αρκετή ψύχρα και το πανωφόρι ήταν αναγκαίο. Η πόλη έμοιαζε έρημη, στους δρόμους δε κυκλοφορούσε ψυχή, άλλωστε οι μουσουλμάνοι δε φημίζονται για το πρωινό τους ξύπνημα εκτός κι αν πρόκειται να προσευχηθούν. Σε μια γωνία ένα μικρό παραδοσιακό καφενείο φαίνεται να ανοίγει δειλά κι εγώ δε ξέρω προς τα που να κατευθυνθώ για να βρω την είσοδο.
Κινούμαι ανατολικά, θαυμάζοντας γύρω μου το μεγαλείο των αρχαίων ευρημάτων και των κιόνων που παρά τα χρόνια και τον καταστροφικό σεισμό του 1870 στέκουν αγέρωχα, αποτελώντας πύλη στο παρελθόν. Βρίσκω τελικά την είσοδο, όπου ένας κύριος με καλωσορίζει απρόθυμα. Φαίνεται ο τουρισμός της χώρας δε φτάνει συχνά εδώ, κι αυτό ίσως επειδή τα σύνορα με τη Συρία είναι δίπλα.
Νόμιζα πως ήμουν μόνη με το Φλάφι (τη… μασκότ του Travelstories) στην αρχαία Ηλιούπολη όταν άκουσα μια αντρική φωνή πίσω μου. Ήταν ένας άντρας αρμενικής καταγωγής, κάτοικος Γερμανίας με τον οποίο συμπορευτήκαμε για λίγο συνομιλώντας ευχάριστα. Καταγόταν άλλωστε από μια αγαπημένη μου χώρα και είχαμε κοινά πράγματα να συζητήσουμε. Ξαφνικά είδαμε μια λάμψη και ακούσαμε κρότους που έμοιαζαν με πυροβολισμούς. Κοιταχτήκαμε για λίγο με γουρλωμένα μάτια. Ένας φύλακας που είδε πως φοβηθήκαμε μας είπε πως μάλλον πρόκειται για πυροβολισμούς εμπόρων ναρκωτικών στη γειτονική Συρία. Οι κάτοικοι είναι συνηθισμένοι σε καπνούς και πυροβολισμούς. Για μένα ήταν τρομακτικό και κάτι που δύσκολα θα μπορούσα να συνηθίσω. Οι πυροβολισμοί έρχονταν από τα αντικρινά βουνά που ανήκουν στη Συρία και που είναι πασπαλισμένα με χιόνι.
Προχωρώντας χωριστήκαμε με τον Αρμένιο και βρέθηκα σε μια μεγάλη ορθογώνια «πλατεία» στα δεξιά της οποίας υπήρχε ο επιβλητικός ναός που είναι εξαιρετικά καλοδιατηρημένος.
Ο ήλιος έπαιζε με τους κίονες τα παιχνίδια του, ο θεός Βάαλ θα ήταν ευχαριστημένος με την τοποθεσία που διάλεξαν οι Φοίνικες για να τον τιμήσουν. Οι έξι κίονες είναι οι μόνοι όρθιοι από τους 19 και είναι χτισμένοι σε κορινθιακό ρυθμό.
Ο ναός στέκει υπερήφανος ανά τους αιώνες, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος. Σε μαγεύει. Είναι μέχρι στιγμής ο πιο όμορφος αρχαιολογικός χώρος που έχω δει εκτός Ελλάδας. Κομμάτι της μαγείας του είναι να τον βλέπεις και χωρίς άλλους επισκέπτες γύρω του.
Απέναντι όμως ένας μικρός ναός μα σχεδόν ακέραιος με μαγεύει εξίσου καθώς στέκει ολόρθος στους αιώνες. Ο ναός αυτός είναι αφιερωμένος στο θεό Βάκχο, το Διόνυσο που έχει συνδέσει το όνομά του με το γλέντι, το κρασί, την καλοπέραση.
Μαγεμένη άφησα τον αρχαιολογικό χώρο με τη νεκρική σιγή του που διακόπτονταν συχνά από πυροβολισμούς και κινήθηκα προς τα βανάκια, για να επιστρέψω στη Βηρυτό. Ο Λίβανος έμελλε να μείνει στην καρδιά μου με τις καλύτερες εντυπώσεις ως η χώρα με τη μεγάλη θέληση. Η χώρα που σέβεται το «χτες» και το παρελθόν της, ζει για το παρόν και ονειρεύεται ένα όμορφο, ειρηνικό αύριο. Ένα αύριο μακριά από πολέμους, εχθροπραξίες, εμφυλίους, προσφυγιά, ένα αύριο μακριά από τον ανθρώπινο πόνο, με την ελπίδα μιας καινούριας ζωή. Την ελπίδα που δίνει ο έρωτας, το πρόσωπο των νέων, που θα αγαπηθούν με όλο τους το είναι και θα φέρουν στη ζωή το νέο αίμα, τη νέα ζωή.