Δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες όταν επέλεγα για ταξιδιωτικό μου προορισμό το Κισινάου της Μολδαβίας. Γνώριζα πως επρόκειτο να επισκεφτώ μια από τις πιο φτωχικές γωνιές της Ευρώπης και ήμουν προετοιμασμένη να αντικρίσω εικόνες θλίψης. Η Μολδαβία είναι μια χώρα η οποία διατηρεί στενή σχέση με τη Ρωσία και οι κάτοικοί της θυμούνται με νοσταλγία την εποχή που η χώρα τους ήταν τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Η γλώσσα τους είναι κοινή με τη ρουμανική, ωστόσο επιλέγουν σε καθημερινή βάση να χρησιμοποιούν τη ρωσική, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στα επίσημα έγγραφα.
Έφτασα στο Κισινάου ένα καλοκαιρινό βράδυ, λίγο πριν τις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Δεν ένιωθα όμως καμιά απειλή ή φόβο που έπρεπε να κινηθώ μόνη στην άγνωστη αυτή πόλη. Αν και βρισκόμουν εκεί πρώτη μου φορά, την ένιωθα φιλόξενη και οικεία.
Έκανα check in στο Hotel Chisinau, κι έτυχα ιδιαίτερα φιλικής αντιμετώπισης από την ευγενέστατη ρεσέψιονιστ. Επέλεξα το συγκεκριμένο ξενοδοχείο ακούγοντας τη συμβουλή μιας πολυταξιδεμένης φίλης με την οποία μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Το Hotel Chisinau μου πρόσφερε την καλτ εμπειρία της διαμονής σε ένα σοβιετικό πανδοχείο, ανάλογης αισθητικής.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, το οποίο ήταν και πολυτελείας (ίσως κάποτε) έβαλα τα γέλια! Παμπάλαια έπιπλα, ξεχαρβαλωμένα λευκά κουφώματα βαμμένα με λαδομπογιά , μια τηλεόραση της δεκαετίας του εβδομήντα με κεραία ενός μέτρου, κουβέρτες θαρρείς και με πήραν φαντάρο, μια ξύλινη ντουλάπα που επί κομμουνισμού πρέπει να θεωρούνταν μοντέρνα και μια μοκέτα που ίσως να είχε καθαριστεί από τότε που ζούσε ο Γκορμπατσόφ. Έπεσα για ύπνο χαρούμενη και με εύθυμη διάθεση. Ήμουν έτοιμη να ζήσω μια μοναδική αξέχαστη σοβιετική εμπειρία.
Την επομένη ξύπνησα ευδιάθετη και κατευθύνθηκα στη σάλα του πρωινού. Οι φωτογραφίες μιλούν καλύτερα από μόνες τους.
Καθώς έτρωγα τα τηγανητά αυγά μου σκεφτόμουν τί ένδοξες στιγμές μπορεί να έχουν φιλοξενηθεί στο χώρο αυτό και πόσο διαφορετικά να ήταν τα πράγματα επί σοβιετικής ένωσης.
Παραδίδω το κλειδί μου στη ρεσεψιόν έτοιμη να ξεχυθώ στην εξερεύνηση των νέων συντεταγμένων μου. Αυτή τη φορά η ρεσέψιονιστ είναι μια άλλη κυρία, γύρω στα πενήντα, εξίσου πρόσχαρη όμως με τη χθεσινή. Παρατηρώ πως όλοι όσοι εργάζονται στο ξενοδοχείο είναι άνω των σαράντα πέντε. Με την παλιομοδίτικη στολή τους μοιάζουν με αναπόσπαστα κομμάτια του καλτ σκηνικού.
Έξω ακριβώς από το ξενοδοχείο βρίσκεται μια πολύ όμορφη γαλάζια εκκλησία με χρυσούς τρούλους. Λατρεύω τις ρωσσορθόδοξες εκκλησίες και αυτή είναι η πρώτη μου στάση στη βόλτα μου.
Πήρα την κεντρική λεωφόρο και άρχισα να κατευθύνομαι στα πιο κεντρικά σημεία του Κισινάου. Οι καθαροί δρόμοι και οι ευχάριστες φυσιογνωμίες γύρω μου δε μαρτυρούν σε τίποτα πως βρίσκομαι στην πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης. Εκ πρώτης, παρατηρώ πολυτελή καταστήματα διαφόρων γνωστών αλυσίδων, στο δρόμο διερχόμενα οχήματα μεγάλου κυβισμού κάνουν αισθητή την παρουσία τους με προκλητικό συχνά τρόπο, τα πεζοδρόμια είναι καθαρά και στολισμένα με παρτέρια, άφθονο πράσινο και λουλούδια. Τίποτα δε προμηνύει την ένδεια που χαρακτηρίζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Ωστόσο, με μια δεύτερη ματιά ένα έμπειρο μάτι που έχει ξαναταξιδεύσει σε χώρες του ανατολικού μπλοκ θα παρατηρήσει τα σημάδια της φτώχειας στις λεπτομέρειες. Προσπερνώ τα πολυκαταστήματα με τις μεγάλες βιτρίνες. Κάθε τόσο ένα όμορφο κτήριο μου τραβά την προσοχή.
Ως κεντρικότερο σημείο του Κισινάου ορίζεται η Αψίδα του Θριάμβου. Αυτό έχω βάλει ως τελικό προορισμό στο GPS. Τη χωρίζουν περίπου δύο χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο μου. Η διαδρομή είναι ευχάριστη. Όταν τελικά έφτασα, θέλησα να ξαποστάσω στο παρκάκι δίπλα της, που μου πρόσφερε στιγμές ηρεμίας.
Η αψίδα δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική καινοτομία, χτίστηκε για να θυμίζει το θρίαμβο των Ρώσων επί των Τούρκων κατά το 1828. Παραδίπλα υπάρχει και το μνημείο του Στεφάνου του Μεγάλου, άρχοντα της Βλαχίας.
Γενικά η πόλη δε διαθέτει μεγάλο αριθμό αξιοθέατων. Εκείνο που κεντρίζει όμως το ενδιαφέρον μου αρχιτεκτονικά στο παρόν ταξίδι, είναι οι εκκλησίες τις οποίες δε χορταίνω να βλέπω. Στο πάρκο της Αψίδας βρίσκεται και ο Καθεδρικός ναός της πόλης και δίνει το όνομά του στο πάρκο αυτό.
Στέκομαι σε ένα παγκάκι να ξαποστάσω κάτω από τις παχιές σκιές των δέντρων και παρατηρώ τους ανθρώπους. Οι ρυθμοί της πόλης φαίνονται να είναι χαλαροί, άλλωστε είμαστε στα μισά του καλοκαιριού κι ακόμα και στη Μολδαβία, οι θερμοκρασίες είναι αρκετά υψηλές.
Μετά το μικρό διάλειμμα συνεχίζω τη βόλτα μου ώσπου να συναντήσω μια λιγότερο σπουδαία εκκλησία, της οποίας η αρχιτεκτονική ωστόσο δε με αφήνει αδιάφορη.
Με εντυπωσίασαν τόσο πολύ οι διαφορετικές γραμμές της που μπήκα στον πειρασμό να την επισκεφτώ και από μέσα, όπου με περίμενε μια εντυπωσιακή έκπληξη! Αντί για τη συνήθη θέση του Ιησού στον τρούλο, υπήρχε ο Πατέρας Του, όπως τον είχε φανταστεί ο δημιουργός της τοιχογραφίας.
Τελικά το είχα ανάγκη να βρεθώ σε ένα χώρο απομονωμένη λίγο από την πραγματικότητα και κάθισα να απολαύσω την ηρεμία του ναού. Στη συνέχεια κινήθηκα με πορεία προς τα πίσω στην κεντρική λεωφόρο, περνώντας από το αντίθετο πεζοδρόμιο και θαυμάζοντας τα όμορφα κτήρια με τα αρτ νουβό στοιχεία και τα επιβλητικά κυβερνητικά κτήρια.
Το κοινοβούλιο είναι ογκώδες, ορθογώνιο, ψυχρό, κατά την τυπική σοσιαλιστική αρχιτεκτονική που ήθελε να εντυπωσιάσει με το μέγεθος και την πλήρη απουσία διακοσμητικών στοιχείων.
Ευτυχώς όμως η Μολδαβία όπως και όλες οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης δίνει έμφαση ακόμα και σήμερα στα καλλιτεχνικά δρόμενα της πόλης. Η Όπερα και το Εθνικό Θέατρο είναι κτήρια που εντυπωσιάζουν, ενώ η σχέση των σοβιετικών με τις τέχνες και τη μουσική είναι κάτι που πάντα με συγκινεί.
Το ελληνικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική είναι έκδηλο, αλλά είναι κάτι που έχω ξαναδεί να αναπαράγεται ευρέως στα κράτη του ανατολικού μπλοκ.
Το δε Δικαστικό Μέγαρο μου προκαλεί δέος με το τεράστιο μέγεθός του, ωστόσο δε μπορώ να αποφανθώ εύκολα αν με γοητεύει ή με αποκρούει.
Και τα αξιοθέατα του κεντρικού μπουλεβάρ τελείωσαν κάπου εκεί. Για να νιώσω το αυθεντικό Κισινάου είχα μόνο μια επιλογή: να χωθώ στα στενά και στους παράδρομους. Δεν άργησαν να φανούν τα τεράστια μπλοκ, οι σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, οι λιγότεροι καθαροί δρόμοι, τα αφρόντιστα παραμελημένα στενά, οι γυναίκες που κουβαλούν τη δυστυχία τους τατουάζ στο πρόσωπο.
Όσο και να θέλει να καμουφλάρει την ένδειά του, το Κισινάου δε τα καταφέρνει. Άλλωστε η Μολδαβία είναι ευρέως γνωστή και για μια άλλη θλιβερή πανευρωπαϊκή πρωτιά.
Είναι η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης, γνωστή επίσης για τη διαφθορά και το εμπόριο λευκής σαρκός. Ανταγωνίζεται ενδεχομένως το Κόσοβο στη φτώχεια και το ξέπλημα χρήματος. Τη φτώχεια της δε θα τη δεις στο καθαρό και λίγο πιο εκλεπτυσμένο κέντρο της, αλλά στους παράδρομους γύρω από αυτό, στις υπαίθριες αγορές που μου θύμισαν Καζακστάν, στις γριούλες που πουλούν δυο κολοκύθες και τρία καρπούζια για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν , στις νεαρές δεσποινίδες που βγάζουν στο σφυρί τα παλιά βιβλία τους και τα πουλούν σε αυτοσχέδιους πάγκους. Ακόμα περισσότερο όμως θα το νιώσεις στους επαρχιακούς δρόμους με τις τεράστιες λακκούβες πέρα από το Κισινάου, στα χαμόσπιτα, στα άναρχα χωράφια με τα άσχημα σκιάχτρα. Όπου υπάρχει φτώχεια υπάρχει και ασχήμια συνήθως, μόνο που η Μολδαβία σε ένα κομμάτι συγκεντρώνει όλη την ομορφιά του κόσμου : πανύψηλες καλλονές με καλλίγραμμα πόδια, μπλε σκούρα μάτια και μαύρα μαλλιά, θανατηφόρος συνδυασμός, ικανός να σε κάνει προς στιγμή να επικεντρωθείς σε αυτή την ομορφιά και να παραβλέψεις τη φτώχεια και τη μιζέρια γύρω σου.
Δυστυχώς όμως η ομορφιά πολλές φορές μπορεί να αποδειχτεί κατάρα και είναι ένα νόμισμα που έχει κι άλλη όψη. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ οι δυο στις τρεις Μολδαβές είναι άνεργες, ενώ υπολογίζεται πως περίπου 300.000 γυναίκες από τη χώρα έχουν πέσει θύμα trafficking. Κάθε μια από αυτά τα βασανισμένα πλάσματα αποφέρει κέρδη στον εκάστοτε εκμεταλλευτή, της τάξεως των 250.000$ ετησίως. Κανονική προσοδοφόρα επιχείρηση, η τρίτη πιο επικερδής μετά το παρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Νόμος προσφοράς και ζήτησης…
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εμπόριο λευκής σαρκός αλλά και τρόπους βοηθείας στον ακόλουθο ιστότοπο.
https://www.a21.org/content/greece/gnqxx4?permcode=gnqxx4&site=true