evaT
Member
- Μηνύματα
- 1.734
- Likes
- 14.470
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ιαπωνία
Κύθνος και το εμβληματικό Σούνιο για σβήσιμο
Η νυχτερινή πλεύση (μπορεί) να κρύβει απρόσμενες συγκινήσεις. Ευχάριστες και μη.
Μας πληροφόρησαν πως γενικά οι ιστιοπλόοι, νύχτα δεν ταξιδεύουν.
Τα σκαφάκια αυτά δεν έχουν σοβαρά όργανα πλοήγησης, ραντάρ και συναφή και ειδικά όταν οι νύχτες είναι σκοτεινές είναι απαγορευτικό.
Εμείς όμως πέσαμε σε νύχτες με φεγγάρι και καπετάνιο ταχυδακτυλουργό, έτσι μεσάνυχτα είμασταν ήδη εν πλω για το επόμενο νησί.
Τα πράγματα από χαλαρά εν μέσω γενικής ευφορίας, έγιναν σε μια στιγμή αρκετά τρομαχτικά όταν άξαφνα βρέθηκε στο δρόμο μας μια αδέσποτη ογκώδης σημαδούρα, την είδαμε να έρχεται ταχύτατα καταπάνω μας, στην πραγματικότητα εμείς είχαμε την ταχύτητα, ωστόσο μπήκε στο οπτικό μας πεδίο όταν ήταν ήδη αργά, τελικά περάσαμε εντελώς ξυστά...αρκετά όμως για να καρδιοχτυπήσει όλο το πλήρωμα, κόψαμε αμέσως ταχύτητα και πιάσαμε τους φακούς να δούμε μην τυχόν υπήρχαν δίχτυα και μπλεχτούμε ή καμιά μικρή βάρκα στα κοντά, ευτυχώς δεν υπήρχε τίποτα επικίνδυνο και μάλλον η σημαδούρα είχε ξεφύγει από κάπου, ωστόσο ήταν αρκετό να μας τρομάξει τόσο που να μην κλείνει το μάτι κανενός.
Μέχρι να ξεφύγουμε από όλα τα νησάκια και να βγούμε στα πολύ ανοιχτά, τη βγάλαμε στο κατάστρωμα παρατηρώντας τον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, κάθε φως που ξεχώριζε από πλοίο, αεροπλάνο, φάρο, μόνο το βόρειο σέλας δεν είδαμε-τόση ήταν η τρομάρα που πήραμε!
'Οταν πια βγήκαμε στα ανοιχτά, πέσαμε ψόφιοι από την εξάντληση και ανέλαβαν οι σκίπερ(ς) να βοηθούν τον καπετάνιο (νομίζω).
Πάντως όταν άνοιξε το δικό μου το μάτι, είχαμε ήδη δέσει και οι μισοί είχαν βγει έξω προς αναζήτηση παγωμένου καφέ...
Η πρώτη εικόνα του λιμανιού της Κύθνου ήταν αποτρεπτική. Καμία γραφικότητα, δεν έβγαλα ούτε φωτογραφία.
Η δεύτερη το ίδιο.
Βρήκα τους άλλους να καφεδιάζονται παρακάτω και κουνήσαμε το μαντήλι στον Αντωνάκη μας που έτρεξε να προλάβει το φέρι για να συνεχίσει τις διακοπές του σε εξοχική κατοικία που διαθέτει (και) στην Αντίπαρο.
Επιστρέφοντας στο σκάφος διαπιστώσαμε ότι ένα προβληματάκι που ήδη είχαμε με την αντλία του νερού είχε χειροτερέψει, το νερό ερχόταν με το ζόρι στις παροχές, ήταν που ήταν το ντουζ ψυχοβγάλτης, μάλλον θα έπρεπε να ξεχάσουμε το πλύσιμο μέχρι να φτάσουμε σπίτι μας.
Μέρα με τη μέρα κατέρρεε το σκαφάκι.
'Ολα αυτά βέβαια τα ξεχάσαμε μόλις η άγκυρα έπεσε στην παραλία Κολώνα.
Μάσκα, βατραχοπέδιλο κ βουρ στα βραχάκια για εξερεύνηση. Η ώρα του παιδιού.
Κυριολεκτικά όμως ξαναέγινα παιδί. Το βατραχοπέδιλο, μου είχε ήδη κάνει πληγή στο πόδι. 'Οσο το φορούσα τόσο χειροτέρευε, ενώ παράλληλα είχα μεγάλες μελανιές σε χέρια και πόδια από τα σκουντουφλήματα στο σκάφος, συν διάφορα γδαρσίματα από τα βραχάκια, από μικρό παιδί που καβαλούσα ό,τι ποδήλατο έβρισκα μπροστά μου κ έφευγα στις κατηφόρες χωρίς φρένα είχα να δω τον εαυτό μου σε τέτοιο χάλι...
'Οχι πως οι άλλοι ήταν σε καλύτερη κατάσταση...εκεί που καθόμασταν έβλεπες κάποιον ματωμένο-όλο και κάποια πληγή άνοιγε-μέρος της γοητείας των διακοπών στο σκάφος
Εγώ με τον Τάσο κολυμπήσαμε κ εξερευνήσαμε την περιοχή μέχρι που μουλιάσαμε και βγάλαμε λέπια, το πήγαμε μέχρι έξω στην όμορφη παραλία όπου είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ταλαίπωροι Αθηναίοι με τα παιδάκια τους και τα τζίτζιλι μίτζιλι, που κουβαλούσαμε όλοι και θυμόμαστε με νοσταλγία (#not) όσοι είμαστε γονείς και ζήσαμε αξέχαστες στιγμές σε παραλίες με τα παιδάκια μας.
Σε λίγο κατέφθασε ο ντόκτορ Παντελής με το sup του και την Αναστασία που είχε πιαστεί από πίσω για να μην κουράζεται (χαχα) και αφού είχαν προβλέψει αδιάβροχα σακουλάκια για κινητό και λεφτά μας πρότειναν να πάμε όλοι μαζί για μια παγωμένη μπύρα στο μπητς μπαρ.
Εγώ βασικά για βατραχοπέδιλο είχα βγει, όχι για κοσμική εμφάνιση αλλά η κρύα μπύρα ήταν θεόλστατη την ώρα εκείνη, έτσι ξέχασα το χάλι μου και την πέσαμε στο μπαράκι αμπελοφιλοσοφώντας τη ζωή με παγωμένες Corona.
η θέα όπως τα πίναμε
Η θριαμβευτική επάνοδος στο σκάφος
Αυτή ήταν και η τελευταία βουτιά της κρουαζιέρας, το Σούνιο απείχε τουλάχιστον 4,5 ώρες πλεύσης και δεν θέλαμε για κανένα λόγο να ρισκάρουμε το ηλιοβασίλεμα.
Από τότε που βγάλαμε το πρόγραμμα της κρουαζιέρας, η προοπτική να διανυκτερεύσουμε κάτω από το βράχο που φιλοξενεί το Ναό του Ποσειδώνα μας έκανε πολύ δυνατό κλικ, έτσι όσο η ώρα ζύγωνε, τόσο η ανυπομονησία μεγάλωνε.
Είχα επισκεφτεί το κορυφαίο μνημείο καμιά 15ετία πριν με σχολική εκδρομή της κόρης μου και είχα ξετρελαθεί με το σημείο και την ενέργεια του μέρους. Παρότι το έζησα με εκατομμύρια παιδάκια από σχολικές εκδρομές, ακόμη θυμάμαι το συναίσθημα.
Τώρα θα το έβλεπα από κάτω προς τα επάνω. Και με την ησυχία μου.
Οι ώρες πλεύσης περνούσαν πια αργά, είμασταν όλοι κουρασμένοι και λίγο μελαγχολικοί όσο η εβδομάδα μας μαζί, τελείωνε, πάντως ό,τι κι αν είχε ο καθένας στο νου του, τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτό που αντικρίσαμε, τα συναισθήματα που μας κατέκλυσαν μόλις έγινε ορατός ο μεγαλοπρεπής βράχος του Αιγέα, παραγγελιά για την ομορφότερη στιγμή του δειλινού, όταν το σύμπαν επιτέλους σου χαμογελάει και γίνεται σκηνοθέτης απλής, γνήσιας ευτυχίας.
Σας βάζω στην ατμόσφαιρα με το βιντεάκι που μιλάει από μόνο του και τα λόγια του λόρδου Βύρωνα από το ποίημα τα Νησιά της Ελλάδας.
"Place me on Sunium's marbled steep,
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep..."
Cape Sounio-Poseidon
Παραταχτήκαμε άπαντες όρθιοι και παρατηρούσαμε υπνωτισμένοι τη μαγεία του τόπου.
Χωρίς λόγια...
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ μόνο, δεν υπήρχαν άλλα λόγια.
Λίγο αργότερα ζήσαμε και δεύτερο μυσταγωγικό γύρο, αλλά πριν αυτό είχαμε να λύσουμε τα διαδικαστικά.
Ρίξαμε άγκυρα 80-100 μέτρα από την ακτή και ο βιονικός καπετάνιος έβγαλε με το χαλασμένο ντίγκι στην ακτή την Αναστασία κάνοντας κουπί. Αποχαιρετιστήκαμε και μείναμε πια 8...
Κάπως νιώθαμε πιά αισθητά λιγότεροι...
Ο καπετάνιος κωπηλατούσε γρήγορα λες και ήταν σε videogame και μεις κατεβήκαμε να ετοιμάσουμε το τελευταίο δείπνο των διακοπών, με το νερό να τρέχει με τα χίλια ζόρια και να δυσχεραίνει τη δουλειά στην κουζίνα.
Οι "νοικοκυρές" επί το έργο
Στρώσαμε τραπέζι και μαζευτήκαμε γύρω γύρω πεινασμένοι να υποδεχτούμε την απλή μακαρονάδα, μαζί με ό,τι μας είχε απομείνει από τις προμήθειες.
Πόσο νόστιμη, πόσο πολύτιμη ήταν εκείνη η μακαρονάδα!! Δεν είχαμε περίτεχνες σάλτσες, ούτε ακριβά κρασιά, δεν είχαμε πλυθεί και ξεκουραστεί σαν άνθρωποι, όμως πραγματικά δεν μας έλειπε τίποτα.
Είμασταν στο πιο τέλειο μέρος στον κόσμο, είχαμε γαλήνη, αρμονία, είχαμε γέλιο, είχαμε συνεννόηση και συντονισμό, είχαμε γεμάτη ψυχή και τα είχαμε όλα...
Τα βράδια μας στο πλοίο ήταν συνήθως θορυβώδη. Με γέλια, πειράγματα, μουσικές και χορούς, σηκώναμε τη θαλασσογειτονιά στο πόδι!
Απόψε όμως ήταν όλοι σιωπηλοί. Μούγκα στη στρούγκα και γενικευμένη εσωστρέφεια.
Καθηλωμένοι από το σκηνικό.
Τριγύρω αγκυροβολημένα δεκάδες σκάφη, με την ίδια πρόθεση. Ποιός ξέρει από ποιά άραγε πέρατα του κόσμου έφταναν άνθρωποι εδώ να θαυμάσουν αυτά που είναι η δική μας περήφανη κληρονομιά.
Πήραμε όλοι από ένα ποτήρι κρασί, μπύρα, κάτι να πίνουμε, ενώ εγώ ανέλαβα ντιτζέι της βραδιάς.
Σύνδεσα το τηλέφωνο στα ηχεία του σκάφους ν ακούγεται η μουσική από παντού και ψάξαμε τα κορυφαία slow, παλιά κ αγαπημένα μπλουζ των έιτις, μουσικές μαγικές, τέλεια κουμπωμένες στην ατμόσφαιρα και τις αισθήσεις μας.
Τριγύρω σιωπή. Είχαμε είχε πιάσει από μια γωνιά με τα μάτια καρφωμένα στο φωτισμένο μνημείο, το φεγγάρι παραδίπλα να λούζει με το δικό του φως τα νερά, νιώθαμε το ίδιο πράγμα ο καθένας με τη δική του σκέψη, τα δικά του μάτια, πόσο ίδια αλλά και πόσο ξεχωριστά !
'Οταν πια όλοι κατέβηκαν για ύπνο, έμεινα μονάχη μου λίγο ακόμη, πάνω στο κατάστρωμα, αδυνατώντας να αποχωριστώ τη βραδιά εκείνη, βρήκα τ ακουστικά μου, επέλεξα τη μουσική που μιλάει στη δική μου ψυχή, αποσυνδέθηκα από οτιδήποτε γήινο και έτσι απλά αποχαυνώθηκα, χώθηκα ολόκληρη μέσα στη μυστηριακή αύρα της στιγμής και του τόπου.
Το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς το απολαύσαμε όλοι μαζί παρέα πριν την καληνύχτα
και γω για άλλη μια φορά εκεί πάνω μονάχη μου, για να χαθώ λίγο ακόμη, να μη χάσω ούτε μια νότα, ούτε λίγη από την ανατριχίλα των riff την ώρα που τα δάχτυλα του Μαρκ Νόπλφερ χαϊδεύουν παραπονιάρικα την κιθάρα του...
Η νυχτερινή πλεύση (μπορεί) να κρύβει απρόσμενες συγκινήσεις. Ευχάριστες και μη.
Μας πληροφόρησαν πως γενικά οι ιστιοπλόοι, νύχτα δεν ταξιδεύουν.
Τα σκαφάκια αυτά δεν έχουν σοβαρά όργανα πλοήγησης, ραντάρ και συναφή και ειδικά όταν οι νύχτες είναι σκοτεινές είναι απαγορευτικό.
Εμείς όμως πέσαμε σε νύχτες με φεγγάρι και καπετάνιο ταχυδακτυλουργό, έτσι μεσάνυχτα είμασταν ήδη εν πλω για το επόμενο νησί.
Τα πράγματα από χαλαρά εν μέσω γενικής ευφορίας, έγιναν σε μια στιγμή αρκετά τρομαχτικά όταν άξαφνα βρέθηκε στο δρόμο μας μια αδέσποτη ογκώδης σημαδούρα, την είδαμε να έρχεται ταχύτατα καταπάνω μας, στην πραγματικότητα εμείς είχαμε την ταχύτητα, ωστόσο μπήκε στο οπτικό μας πεδίο όταν ήταν ήδη αργά, τελικά περάσαμε εντελώς ξυστά...αρκετά όμως για να καρδιοχτυπήσει όλο το πλήρωμα, κόψαμε αμέσως ταχύτητα και πιάσαμε τους φακούς να δούμε μην τυχόν υπήρχαν δίχτυα και μπλεχτούμε ή καμιά μικρή βάρκα στα κοντά, ευτυχώς δεν υπήρχε τίποτα επικίνδυνο και μάλλον η σημαδούρα είχε ξεφύγει από κάπου, ωστόσο ήταν αρκετό να μας τρομάξει τόσο που να μην κλείνει το μάτι κανενός.
Μέχρι να ξεφύγουμε από όλα τα νησάκια και να βγούμε στα πολύ ανοιχτά, τη βγάλαμε στο κατάστρωμα παρατηρώντας τον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, κάθε φως που ξεχώριζε από πλοίο, αεροπλάνο, φάρο, μόνο το βόρειο σέλας δεν είδαμε-τόση ήταν η τρομάρα που πήραμε!
'Οταν πια βγήκαμε στα ανοιχτά, πέσαμε ψόφιοι από την εξάντληση και ανέλαβαν οι σκίπερ(ς) να βοηθούν τον καπετάνιο (νομίζω).
Πάντως όταν άνοιξε το δικό μου το μάτι, είχαμε ήδη δέσει και οι μισοί είχαν βγει έξω προς αναζήτηση παγωμένου καφέ...
Η πρώτη εικόνα του λιμανιού της Κύθνου ήταν αποτρεπτική. Καμία γραφικότητα, δεν έβγαλα ούτε φωτογραφία.
Η δεύτερη το ίδιο.
Βρήκα τους άλλους να καφεδιάζονται παρακάτω και κουνήσαμε το μαντήλι στον Αντωνάκη μας που έτρεξε να προλάβει το φέρι για να συνεχίσει τις διακοπές του σε εξοχική κατοικία που διαθέτει (και) στην Αντίπαρο.
Επιστρέφοντας στο σκάφος διαπιστώσαμε ότι ένα προβληματάκι που ήδη είχαμε με την αντλία του νερού είχε χειροτερέψει, το νερό ερχόταν με το ζόρι στις παροχές, ήταν που ήταν το ντουζ ψυχοβγάλτης, μάλλον θα έπρεπε να ξεχάσουμε το πλύσιμο μέχρι να φτάσουμε σπίτι μας.
Μέρα με τη μέρα κατέρρεε το σκαφάκι.
'Ολα αυτά βέβαια τα ξεχάσαμε μόλις η άγκυρα έπεσε στην παραλία Κολώνα.
Μάσκα, βατραχοπέδιλο κ βουρ στα βραχάκια για εξερεύνηση. Η ώρα του παιδιού.
Κυριολεκτικά όμως ξαναέγινα παιδί. Το βατραχοπέδιλο, μου είχε ήδη κάνει πληγή στο πόδι. 'Οσο το φορούσα τόσο χειροτέρευε, ενώ παράλληλα είχα μεγάλες μελανιές σε χέρια και πόδια από τα σκουντουφλήματα στο σκάφος, συν διάφορα γδαρσίματα από τα βραχάκια, από μικρό παιδί που καβαλούσα ό,τι ποδήλατο έβρισκα μπροστά μου κ έφευγα στις κατηφόρες χωρίς φρένα είχα να δω τον εαυτό μου σε τέτοιο χάλι...
'Οχι πως οι άλλοι ήταν σε καλύτερη κατάσταση...εκεί που καθόμασταν έβλεπες κάποιον ματωμένο-όλο και κάποια πληγή άνοιγε-μέρος της γοητείας των διακοπών στο σκάφος
Εγώ με τον Τάσο κολυμπήσαμε κ εξερευνήσαμε την περιοχή μέχρι που μουλιάσαμε και βγάλαμε λέπια, το πήγαμε μέχρι έξω στην όμορφη παραλία όπου είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ταλαίπωροι Αθηναίοι με τα παιδάκια τους και τα τζίτζιλι μίτζιλι, που κουβαλούσαμε όλοι και θυμόμαστε με νοσταλγία (#not) όσοι είμαστε γονείς και ζήσαμε αξέχαστες στιγμές σε παραλίες με τα παιδάκια μας.
Σε λίγο κατέφθασε ο ντόκτορ Παντελής με το sup του και την Αναστασία που είχε πιαστεί από πίσω για να μην κουράζεται (χαχα) και αφού είχαν προβλέψει αδιάβροχα σακουλάκια για κινητό και λεφτά μας πρότειναν να πάμε όλοι μαζί για μια παγωμένη μπύρα στο μπητς μπαρ.
Εγώ βασικά για βατραχοπέδιλο είχα βγει, όχι για κοσμική εμφάνιση αλλά η κρύα μπύρα ήταν θεόλστατη την ώρα εκείνη, έτσι ξέχασα το χάλι μου και την πέσαμε στο μπαράκι αμπελοφιλοσοφώντας τη ζωή με παγωμένες Corona.
η θέα όπως τα πίναμε
Η θριαμβευτική επάνοδος στο σκάφος
Αυτή ήταν και η τελευταία βουτιά της κρουαζιέρας, το Σούνιο απείχε τουλάχιστον 4,5 ώρες πλεύσης και δεν θέλαμε για κανένα λόγο να ρισκάρουμε το ηλιοβασίλεμα.
Από τότε που βγάλαμε το πρόγραμμα της κρουαζιέρας, η προοπτική να διανυκτερεύσουμε κάτω από το βράχο που φιλοξενεί το Ναό του Ποσειδώνα μας έκανε πολύ δυνατό κλικ, έτσι όσο η ώρα ζύγωνε, τόσο η ανυπομονησία μεγάλωνε.
Είχα επισκεφτεί το κορυφαίο μνημείο καμιά 15ετία πριν με σχολική εκδρομή της κόρης μου και είχα ξετρελαθεί με το σημείο και την ενέργεια του μέρους. Παρότι το έζησα με εκατομμύρια παιδάκια από σχολικές εκδρομές, ακόμη θυμάμαι το συναίσθημα.
Τώρα θα το έβλεπα από κάτω προς τα επάνω. Και με την ησυχία μου.
Οι ώρες πλεύσης περνούσαν πια αργά, είμασταν όλοι κουρασμένοι και λίγο μελαγχολικοί όσο η εβδομάδα μας μαζί, τελείωνε, πάντως ό,τι κι αν είχε ο καθένας στο νου του, τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτό που αντικρίσαμε, τα συναισθήματα που μας κατέκλυσαν μόλις έγινε ορατός ο μεγαλοπρεπής βράχος του Αιγέα, παραγγελιά για την ομορφότερη στιγμή του δειλινού, όταν το σύμπαν επιτέλους σου χαμογελάει και γίνεται σκηνοθέτης απλής, γνήσιας ευτυχίας.
Σας βάζω στην ατμόσφαιρα με το βιντεάκι που μιλάει από μόνο του και τα λόγια του λόρδου Βύρωνα από το ποίημα τα Νησιά της Ελλάδας.
"Place me on Sunium's marbled steep,
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep..."
Cape Sounio-Poseidon
Παραταχτήκαμε άπαντες όρθιοι και παρατηρούσαμε υπνωτισμένοι τη μαγεία του τόπου.
Χωρίς λόγια...
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ μόνο, δεν υπήρχαν άλλα λόγια.
Λίγο αργότερα ζήσαμε και δεύτερο μυσταγωγικό γύρο, αλλά πριν αυτό είχαμε να λύσουμε τα διαδικαστικά.
Ρίξαμε άγκυρα 80-100 μέτρα από την ακτή και ο βιονικός καπετάνιος έβγαλε με το χαλασμένο ντίγκι στην ακτή την Αναστασία κάνοντας κουπί. Αποχαιρετιστήκαμε και μείναμε πια 8...
Κάπως νιώθαμε πιά αισθητά λιγότεροι...
Ο καπετάνιος κωπηλατούσε γρήγορα λες και ήταν σε videogame και μεις κατεβήκαμε να ετοιμάσουμε το τελευταίο δείπνο των διακοπών, με το νερό να τρέχει με τα χίλια ζόρια και να δυσχεραίνει τη δουλειά στην κουζίνα.
Οι "νοικοκυρές" επί το έργο
Στρώσαμε τραπέζι και μαζευτήκαμε γύρω γύρω πεινασμένοι να υποδεχτούμε την απλή μακαρονάδα, μαζί με ό,τι μας είχε απομείνει από τις προμήθειες.
Πόσο νόστιμη, πόσο πολύτιμη ήταν εκείνη η μακαρονάδα!! Δεν είχαμε περίτεχνες σάλτσες, ούτε ακριβά κρασιά, δεν είχαμε πλυθεί και ξεκουραστεί σαν άνθρωποι, όμως πραγματικά δεν μας έλειπε τίποτα.
Είμασταν στο πιο τέλειο μέρος στον κόσμο, είχαμε γαλήνη, αρμονία, είχαμε γέλιο, είχαμε συνεννόηση και συντονισμό, είχαμε γεμάτη ψυχή και τα είχαμε όλα...
Τα βράδια μας στο πλοίο ήταν συνήθως θορυβώδη. Με γέλια, πειράγματα, μουσικές και χορούς, σηκώναμε τη θαλασσογειτονιά στο πόδι!
Απόψε όμως ήταν όλοι σιωπηλοί. Μούγκα στη στρούγκα και γενικευμένη εσωστρέφεια.
Καθηλωμένοι από το σκηνικό.
Τριγύρω αγκυροβολημένα δεκάδες σκάφη, με την ίδια πρόθεση. Ποιός ξέρει από ποιά άραγε πέρατα του κόσμου έφταναν άνθρωποι εδώ να θαυμάσουν αυτά που είναι η δική μας περήφανη κληρονομιά.
Πήραμε όλοι από ένα ποτήρι κρασί, μπύρα, κάτι να πίνουμε, ενώ εγώ ανέλαβα ντιτζέι της βραδιάς.
Σύνδεσα το τηλέφωνο στα ηχεία του σκάφους ν ακούγεται η μουσική από παντού και ψάξαμε τα κορυφαία slow, παλιά κ αγαπημένα μπλουζ των έιτις, μουσικές μαγικές, τέλεια κουμπωμένες στην ατμόσφαιρα και τις αισθήσεις μας.
Τριγύρω σιωπή. Είχαμε είχε πιάσει από μια γωνιά με τα μάτια καρφωμένα στο φωτισμένο μνημείο, το φεγγάρι παραδίπλα να λούζει με το δικό του φως τα νερά, νιώθαμε το ίδιο πράγμα ο καθένας με τη δική του σκέψη, τα δικά του μάτια, πόσο ίδια αλλά και πόσο ξεχωριστά !
'Οταν πια όλοι κατέβηκαν για ύπνο, έμεινα μονάχη μου λίγο ακόμη, πάνω στο κατάστρωμα, αδυνατώντας να αποχωριστώ τη βραδιά εκείνη, βρήκα τ ακουστικά μου, επέλεξα τη μουσική που μιλάει στη δική μου ψυχή, αποσυνδέθηκα από οτιδήποτε γήινο και έτσι απλά αποχαυνώθηκα, χώθηκα ολόκληρη μέσα στη μυστηριακή αύρα της στιγμής και του τόπου.
Το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς το απολαύσαμε όλοι μαζί παρέα πριν την καληνύχτα
και γω για άλλη μια φορά εκεί πάνω μονάχη μου, για να χαθώ λίγο ακόμη, να μη χάσω ούτε μια νότα, ούτε λίγη από την ανατριχίλα των riff την ώρα που τα δάχτυλα του Μαρκ Νόπλφερ χαϊδεύουν παραπονιάρικα την κιθάρα του...
Attachments
-
242,9 KB Προβολές: 0
Last edited: