paefstra
Member
- Μηνύματα
- 13.941
- Likes
- 44.933
Αναίσθητη στη Βενετία
Το ταξιδια στη Βενετία για το σόι μας συνδέθηκαν με βαριούς αναστεναγμούς εδώ και χρόνια. Ότι είναι πάντα λάθος, λάθος στιγμή για ένα λάθος ταξίδι.
Την αρχή έκανε η γιαγιά μου.
Όταν πέθανε ο παππούς μου τον κλάψανε πικρά οι δυο κόρες. Ήταν και ο ξαφικός θάνατος, λίγο η πικρή ιστορία του, που ήρθαν ξένοι πρόσφυγες διασχίζοντας τη Μαύρη Θάλασσα, μικρά παιδάκια κι αυτός κι η γιαγιά μου το '22, δεν θυμόντουσαν τίποτε σχεδόν από τη Ρώσικη πεδιάδα από όπου ξεκίνησαν. Ακόμη και το όνομα του χωριού εκεί μεταφέρθηκε λάθος στην ιστορία της οικογένειας και παιδεύτηκα για να το βρω στο Google. Επιβίωσαν στη νέα “πατρίδα” ως ξένοι, καθώς ξέρω ότι η προγιαγιά μου μιλούσε κυρίως ρωσικά. Μετά ήρθε η τρέλα του πολέμου, του εμφυλίου, άφησε ο παππούς γυναίκα, μάνα και παιδιά για να φύγει στο βουνό αντάρτης, μετά φυλακή και η περίεργη ιστορία που επαναλάμβανε για χρόνια η μάνα μου ως ένα τραύμα ανοιχτό, πως τον είδε έξω από τη φυλακή 4 ετών πρώτη φορά και πως την παραμέρισε από μπροστά του για να τρέξει να συναντήσει τη γιαγιά μου, λες και το παιδί ήταν ξένο, και του είπε η γιαγιά μου “το δικό σου είναι”, καθώς είχε γεννήσει το δεύτερο λίγο αφού έφυγε στο Bουνό.
Καθόμασταν με τον αδερφό μου και αναρωτιόμασταν πώς δυο γυναίκες, η μάνα του και η γυναίκα του με τα μωρά στο σπίτι τα έβγαλαν πέρα για 4 και βάλε με τον πόλεμο χρόνια, δεν εννοώ πως επιβίωσαν, γιατί δούλεψαν σαν σκυλιά, αλλα πώς δεν του θύμωσαν που τις άφησε κι έφυγε σε μια τέτοια στιγμή, αμέσως μετά τον πόλεμο. Έλεγαν όλο το σόι καρτερικά “Έφυγε στο Βουνό για τις Ιδέες του” και κοίταζες το φιλήσυχο ανθρωπάκι, το μια σταλιά που δεν γέμιζε το μάτι σου κι αναρωτιόσουν. Δεν μιλούσε ποτέ για τη φυλακή, για το εκτελεστικό απόσπασμα που γλίτωσε στο παραπέντε, μόνο κάπνιζε. Έκανε ήσυχα τη δουλειά του σε όλη του τη ζωή σαν ένας βαρετός παππούς, δεν μιλούσε γενικά για τις Ιδέες του και μόνο το βράδυ της Ανάστασης καθόταν στο μπαλκόνι και παρακολουθούσε απο μακριά ενώ η γιαγιά έλεγε τσαντισμένη “Tόσα χρόνια δεν πατάς. Τι πείσμα ειναι αυτο”. Στα τραπέζια του Πάσχα όμως γινόταν γερό πολιτικό πατιρντί γιατί οι γαμπροί προσπαθούσαν να τον τσιγκλήσουν να μιλήσει για εκείνα τα χρόνια λέγοντάς του “καλά κορόιδα ήσασταν, ποιες Iδέες” και στο τέλος δυαλύαμε το τραπέζι κρύοι.
Φυσικά τους άρεσαν τα ταξίδια, αλλά μόνο στην Ανατολική Ευρώπη, την οποία είχαν οργώσει. Η Δυση δεν υπήρχε στον χάρτη γι αυτούς. Εξάλλου αν κάποιος στο σόι αρρώσταινε βαριά, έπρεπε να πάει στη Μόσχα “που έχει καλούς γιατρούς, δεν έχει μόνο το Λονδίνο” έλεγαν ξινά, αλλά πήγαιναν με μεταφραστή πια γιατί κανείς δεν θυμόταν ρώσικα. Η προγιαγια είχε πεθάνει και είχαν μείνει μόνο τα βιβλία στα ρωσικα ενός μακρινού θείου της μάνας μου που “εκκαθαρίστηκε” κάπου στη Σιβηρία και κάτι σαμοβάρια, που πάντα αναρωτιόμουν πώς τα έφεραν όλα αυτά αφού έφυγαν από εκεί κυνηγημένοι.
Κάποια στιγμή, λοιπόν ο παππούς έφυγε από τη ζωή. Οι κόρες ήταν απαρηγόρητες, μαυροφορεμένες για μήνες και το κλάμα ασταμάτητο. Και δώστου να ακούμε ξανα και ξανά την ιστορία “δικό σου είναι “ έξω από τη φυλακή. Τέλος πάντων, μόλις κόντεψε χρόνος από τη κηδεία, παίρνει τις κόρες τηλέφωνο η γιαγιά και τους λέει “Φεύγω με τις φίλες μου ταξίδι. Πάμε Βενετία”.
Άρχισε η μάνα μου με βαριούς αναστεναγμούς. “Ρεζίλι θα γίνουμε. Ούτε χρόνος δεν πέρασε. Εμείς ακόμη κλαίμε και δεν μπορούμε να βγάλουμε τα μαύρα κι Α υ τ ή φεύγει Βενετία”.
Α υ τ ή τους είπε “Η ζωή συνεχίζεται” και πήγε Βενετία
Πήρε τηλέφωνο τις κόρες μόνο μια φορά όλη την εβδομάδα που έλειπε. Τούς μίλησε μόνο για ένα λεπτό, είπε ότι περνάει υπέροχα και ότι στη γόνδολα ο αέρας της πήρε το καπέλο και το έκλεισε.
Όταν επέστρεψε οι κόρες έβγαζαν καπνούς από τα αυτιά, ενώ ακόμη φορούσαν μαύρα.
Προειδοποίησαν τον υπεύθυνο του ταξιδιωτικού γραφείου πως αν την ξαναπάρει στο εξωτερικό στην ηλικία της θα πρέπει να υπογράψει το γραφείο ότι θα αναλαβουν τον επαναπατρισμό της, αν πάθει κάτι, μεγάλη γυναίκα. Ομολογώ ότι αυτός τρόμαξε κάπως και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα την ξαναπάρει.
Να μην τα πολυλογώ, οταν επέστρεψε μας έλεγε συνέχεια πόσο υπέροχη είναι η Βενετία, ώσπου ξαφνικά την άκουσαν να λέει επαναλαμβανόμενα πως “ήταν καλός άνθρωπος ο Στάλιν” και την πήγαν πανικόβλητες οι κόρες για εξετάσεις. Είχε αρχίσει η άνοια και σε λίγο καιρό τα ξέχασε όλα, κι εμάς και τη Βενετία.
Έτσι βαριανάσαινε η μάνα μου όταν της είπα ότι φεύγω Βενετία εν μέσω κορωνοιου. Τους ίδιους αναστεναγμούς έβγαζε ότι θα αρρωστήσω και δεν καταλαβαίνω την αγωνία της. Και ξέρω καλά τι μουρμούριζε μέσα της.
“Ίδια η αναίσθητη η γιαγιά σου”.
Φωτό δική μου από tragghetto στη Βενετία, γιατί η γιαγιά ήταν αρχόντισσα, τι να λέμε.
Το ταξιδια στη Βενετία για το σόι μας συνδέθηκαν με βαριούς αναστεναγμούς εδώ και χρόνια. Ότι είναι πάντα λάθος, λάθος στιγμή για ένα λάθος ταξίδι.
Την αρχή έκανε η γιαγιά μου.
Όταν πέθανε ο παππούς μου τον κλάψανε πικρά οι δυο κόρες. Ήταν και ο ξαφικός θάνατος, λίγο η πικρή ιστορία του, που ήρθαν ξένοι πρόσφυγες διασχίζοντας τη Μαύρη Θάλασσα, μικρά παιδάκια κι αυτός κι η γιαγιά μου το '22, δεν θυμόντουσαν τίποτε σχεδόν από τη Ρώσικη πεδιάδα από όπου ξεκίνησαν. Ακόμη και το όνομα του χωριού εκεί μεταφέρθηκε λάθος στην ιστορία της οικογένειας και παιδεύτηκα για να το βρω στο Google. Επιβίωσαν στη νέα “πατρίδα” ως ξένοι, καθώς ξέρω ότι η προγιαγιά μου μιλούσε κυρίως ρωσικά. Μετά ήρθε η τρέλα του πολέμου, του εμφυλίου, άφησε ο παππούς γυναίκα, μάνα και παιδιά για να φύγει στο βουνό αντάρτης, μετά φυλακή και η περίεργη ιστορία που επαναλάμβανε για χρόνια η μάνα μου ως ένα τραύμα ανοιχτό, πως τον είδε έξω από τη φυλακή 4 ετών πρώτη φορά και πως την παραμέρισε από μπροστά του για να τρέξει να συναντήσει τη γιαγιά μου, λες και το παιδί ήταν ξένο, και του είπε η γιαγιά μου “το δικό σου είναι”, καθώς είχε γεννήσει το δεύτερο λίγο αφού έφυγε στο Bουνό.
Καθόμασταν με τον αδερφό μου και αναρωτιόμασταν πώς δυο γυναίκες, η μάνα του και η γυναίκα του με τα μωρά στο σπίτι τα έβγαλαν πέρα για 4 και βάλε με τον πόλεμο χρόνια, δεν εννοώ πως επιβίωσαν, γιατί δούλεψαν σαν σκυλιά, αλλα πώς δεν του θύμωσαν που τις άφησε κι έφυγε σε μια τέτοια στιγμή, αμέσως μετά τον πόλεμο. Έλεγαν όλο το σόι καρτερικά “Έφυγε στο Βουνό για τις Ιδέες του” και κοίταζες το φιλήσυχο ανθρωπάκι, το μια σταλιά που δεν γέμιζε το μάτι σου κι αναρωτιόσουν. Δεν μιλούσε ποτέ για τη φυλακή, για το εκτελεστικό απόσπασμα που γλίτωσε στο παραπέντε, μόνο κάπνιζε. Έκανε ήσυχα τη δουλειά του σε όλη του τη ζωή σαν ένας βαρετός παππούς, δεν μιλούσε γενικά για τις Ιδέες του και μόνο το βράδυ της Ανάστασης καθόταν στο μπαλκόνι και παρακολουθούσε απο μακριά ενώ η γιαγιά έλεγε τσαντισμένη “Tόσα χρόνια δεν πατάς. Τι πείσμα ειναι αυτο”. Στα τραπέζια του Πάσχα όμως γινόταν γερό πολιτικό πατιρντί γιατί οι γαμπροί προσπαθούσαν να τον τσιγκλήσουν να μιλήσει για εκείνα τα χρόνια λέγοντάς του “καλά κορόιδα ήσασταν, ποιες Iδέες” και στο τέλος δυαλύαμε το τραπέζι κρύοι.
Φυσικά τους άρεσαν τα ταξίδια, αλλά μόνο στην Ανατολική Ευρώπη, την οποία είχαν οργώσει. Η Δυση δεν υπήρχε στον χάρτη γι αυτούς. Εξάλλου αν κάποιος στο σόι αρρώσταινε βαριά, έπρεπε να πάει στη Μόσχα “που έχει καλούς γιατρούς, δεν έχει μόνο το Λονδίνο” έλεγαν ξινά, αλλά πήγαιναν με μεταφραστή πια γιατί κανείς δεν θυμόταν ρώσικα. Η προγιαγια είχε πεθάνει και είχαν μείνει μόνο τα βιβλία στα ρωσικα ενός μακρινού θείου της μάνας μου που “εκκαθαρίστηκε” κάπου στη Σιβηρία και κάτι σαμοβάρια, που πάντα αναρωτιόμουν πώς τα έφεραν όλα αυτά αφού έφυγαν από εκεί κυνηγημένοι.
Κάποια στιγμή, λοιπόν ο παππούς έφυγε από τη ζωή. Οι κόρες ήταν απαρηγόρητες, μαυροφορεμένες για μήνες και το κλάμα ασταμάτητο. Και δώστου να ακούμε ξανα και ξανά την ιστορία “δικό σου είναι “ έξω από τη φυλακή. Τέλος πάντων, μόλις κόντεψε χρόνος από τη κηδεία, παίρνει τις κόρες τηλέφωνο η γιαγιά και τους λέει “Φεύγω με τις φίλες μου ταξίδι. Πάμε Βενετία”.
Άρχισε η μάνα μου με βαριούς αναστεναγμούς. “Ρεζίλι θα γίνουμε. Ούτε χρόνος δεν πέρασε. Εμείς ακόμη κλαίμε και δεν μπορούμε να βγάλουμε τα μαύρα κι Α υ τ ή φεύγει Βενετία”.
Α υ τ ή τους είπε “Η ζωή συνεχίζεται” και πήγε Βενετία
Πήρε τηλέφωνο τις κόρες μόνο μια φορά όλη την εβδομάδα που έλειπε. Τούς μίλησε μόνο για ένα λεπτό, είπε ότι περνάει υπέροχα και ότι στη γόνδολα ο αέρας της πήρε το καπέλο και το έκλεισε.
Όταν επέστρεψε οι κόρες έβγαζαν καπνούς από τα αυτιά, ενώ ακόμη φορούσαν μαύρα.
Προειδοποίησαν τον υπεύθυνο του ταξιδιωτικού γραφείου πως αν την ξαναπάρει στο εξωτερικό στην ηλικία της θα πρέπει να υπογράψει το γραφείο ότι θα αναλαβουν τον επαναπατρισμό της, αν πάθει κάτι, μεγάλη γυναίκα. Ομολογώ ότι αυτός τρόμαξε κάπως και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα την ξαναπάρει.
Να μην τα πολυλογώ, οταν επέστρεψε μας έλεγε συνέχεια πόσο υπέροχη είναι η Βενετία, ώσπου ξαφνικά την άκουσαν να λέει επαναλαμβανόμενα πως “ήταν καλός άνθρωπος ο Στάλιν” και την πήγαν πανικόβλητες οι κόρες για εξετάσεις. Είχε αρχίσει η άνοια και σε λίγο καιρό τα ξέχασε όλα, κι εμάς και τη Βενετία.
Έτσι βαριανάσαινε η μάνα μου όταν της είπα ότι φεύγω Βενετία εν μέσω κορωνοιου. Τους ίδιους αναστεναγμούς έβγαζε ότι θα αρρωστήσω και δεν καταλαβαίνω την αγωνία της. Και ξέρω καλά τι μουρμούριζε μέσα της.
“Ίδια η αναίσθητη η γιαγιά σου”.
Φωτό δική μου από tragghetto στη Βενετία, γιατί η γιαγιά ήταν αρχόντισσα, τι να λέμε.
Last edited: