Στο πρώτο ποστ που κάνω εδώ στο φόρουμ, θέλω να καταθέσω αναμνήσεις από ένα από τα πιο... περίεργα ταξίδια μου, το πρώτο που έκανα ως φοιτήτρια μόνη μου στο εξωτερικό.
"Καλοκαίρι πριν από πολλά καλοκαίρια. Αύγουστος μήνας. Αντί να βρίσκομαι σε κάποιο ελληνικό νησί να λιάζομαι και να πλατσουρίζω, αποφασίζω να κάνω εναλλακτικές διακοπές. Παίρνω το αεροπλάνο για Μιλάνο, μετά το τρένο για Μπέργκαμο και στη συνέχεια ανάβαση στις ιταλικές Άλπεις. Πώς θα περνούσα τις υπόλοιπες δεκαπέντε ημέρες; Βοηθώντας –ποικιλοτρόπως‒ στην ανακαίνιση κάποιων από τα πολλά μεσαιωνικά σπίτια που μισο-έστεκαν εγκαταλειμμένα σε ένα χωριό κρεμασμένο στις Αλπεις, σε τεράστιο υψόμετρο.
Στη μέση του πουθενά δέκα άτομα από το Μαρόκο, την Τσεχία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία βρεθήκαμε να κάνουμε δωρεάν «διακοπές», με μηδέν κόστος διαμονής και διατροφής, αλλά με αντάλλαγμα προσωπική εργασία. Διαλέγεις και παίρνεις: Μαγείρεμα για είκοσι άτομα; Κόψιμο ξύλων με τσεκούρι; Μεταφορά πετρών με καρότσι; Ανακάτεμα τσιμέντου;
Τις βαλίτσες μας -και οποιαδήποτε άλλα βαριά αντικείμενα- τα ανεβάζαμε στο σπίτι (χμμμ...) όπου μέναμε, με τροχαλία πολλών μέτρων καθώς δεν υπήρχε δρόμος για να ανέβει οποιοδήποτε όχημα. Το σπίτι δεν ήταν σπίτι με την κλασική έννοια: τέσσερις τοίχοι ‒και μισό ταβάνι‒ από πέτρα, εκατοντάδων χρόνων.
Δυο εβδομάδες στη μέση του πουθενά λοιπόν. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς καν τρεχούμενο νερό. Εάν ήθελες να πλύνεις το κορμί σου έπρεπε πρώτα να ιδρώσεις: κόψε ξύλα, άναψε φωτιά, ζέστανε το νερό και μπες στην αυτοσχέδια ξύλινη ντουζιέρα να ξεβγαλθείς. Εάν σε «καλούσε η φύση» κυριολεκτικά πήγαινες σε αυτήν: μια βαθιά τρύπα στο χώμα σκεπασμένη με ένα ξύλο ήταν η φυσική αποχέτευση.
Τα βράδια κατάκοποι μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά (γιατί αν και Αύγουστος μήνας το ήθελες το μπουφανάκι το βράδυ!) Αυτοσχέδια μουσική με κρουστά, πολύωρες συζητήσεις στα αγγλικά, γέλια, σπιτικό κρασί. Μαγεία.
Θυμάμαι μια μέρα είχαμε «ρεπό». Μας είπαν για μια λίμνη εκεί κοντά. Το «εκεί κοντά» αποδείχτηκε τρίωρο περπάτημα στο λιοπύρι. Ωστόσο, ο προορισμός μάς αντάμειψε με το παραπάνω. Υπέροχα νερά μέσα σε κατάφυτο δάσος. Το μάθημά μας το είχαμε πάρει και στον γυρισμό κάναμε οτοστόπ, ανά τριάδες.
Μια άλλη μέρα πήγαμε επίσκεψη σε ένα χωριό λίγα –δασικά‒ χιλιόμετρα πιο πέρα. Επειτα από επεισοδιακές αναβάσεις και καταβάσεις μέσα στο δάσος, φτάσαμε σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σκηνικό. Ενα βουδιστικό (!) χωριό χτισμένο στη μέση του πουθενά, με σπιτάκια καλοφτιαγμένα και πεντακάθαρα βγαλμένα σαν από παραμύθι, στα οποία έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να μπούμε.
Αν και η όλη υπόθεση αποδείχτηκε απάτη (διότι ενώ κανονικά έπρεπε να προσφέρουμε την εργασία μας για κοινωφελή σκοπό, καταλάβαμε ότι ο κύριος για τον οποίο δουλεύαμε σκόπευε να εκμεταλλευτεί ο ίδιος τα σπίτια που ανακαινίζαμε και τελικά του κάναμε αναφορά), αν και δεν μπορώ να πω ότι ξεκουράστηκα, ήταν οι καλύτερες καλοκαιρινές διακοπές των είκοσί μου χρόνων!"
"Καλοκαίρι πριν από πολλά καλοκαίρια. Αύγουστος μήνας. Αντί να βρίσκομαι σε κάποιο ελληνικό νησί να λιάζομαι και να πλατσουρίζω, αποφασίζω να κάνω εναλλακτικές διακοπές. Παίρνω το αεροπλάνο για Μιλάνο, μετά το τρένο για Μπέργκαμο και στη συνέχεια ανάβαση στις ιταλικές Άλπεις. Πώς θα περνούσα τις υπόλοιπες δεκαπέντε ημέρες; Βοηθώντας –ποικιλοτρόπως‒ στην ανακαίνιση κάποιων από τα πολλά μεσαιωνικά σπίτια που μισο-έστεκαν εγκαταλειμμένα σε ένα χωριό κρεμασμένο στις Αλπεις, σε τεράστιο υψόμετρο.
Στη μέση του πουθενά δέκα άτομα από το Μαρόκο, την Τσεχία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία βρεθήκαμε να κάνουμε δωρεάν «διακοπές», με μηδέν κόστος διαμονής και διατροφής, αλλά με αντάλλαγμα προσωπική εργασία. Διαλέγεις και παίρνεις: Μαγείρεμα για είκοσι άτομα; Κόψιμο ξύλων με τσεκούρι; Μεταφορά πετρών με καρότσι; Ανακάτεμα τσιμέντου;
Τις βαλίτσες μας -και οποιαδήποτε άλλα βαριά αντικείμενα- τα ανεβάζαμε στο σπίτι (χμμμ...) όπου μέναμε, με τροχαλία πολλών μέτρων καθώς δεν υπήρχε δρόμος για να ανέβει οποιοδήποτε όχημα. Το σπίτι δεν ήταν σπίτι με την κλασική έννοια: τέσσερις τοίχοι ‒και μισό ταβάνι‒ από πέτρα, εκατοντάδων χρόνων.
Δυο εβδομάδες στη μέση του πουθενά λοιπόν. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς καν τρεχούμενο νερό. Εάν ήθελες να πλύνεις το κορμί σου έπρεπε πρώτα να ιδρώσεις: κόψε ξύλα, άναψε φωτιά, ζέστανε το νερό και μπες στην αυτοσχέδια ξύλινη ντουζιέρα να ξεβγαλθείς. Εάν σε «καλούσε η φύση» κυριολεκτικά πήγαινες σε αυτήν: μια βαθιά τρύπα στο χώμα σκεπασμένη με ένα ξύλο ήταν η φυσική αποχέτευση.
Τα βράδια κατάκοποι μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά (γιατί αν και Αύγουστος μήνας το ήθελες το μπουφανάκι το βράδυ!) Αυτοσχέδια μουσική με κρουστά, πολύωρες συζητήσεις στα αγγλικά, γέλια, σπιτικό κρασί. Μαγεία.
Θυμάμαι μια μέρα είχαμε «ρεπό». Μας είπαν για μια λίμνη εκεί κοντά. Το «εκεί κοντά» αποδείχτηκε τρίωρο περπάτημα στο λιοπύρι. Ωστόσο, ο προορισμός μάς αντάμειψε με το παραπάνω. Υπέροχα νερά μέσα σε κατάφυτο δάσος. Το μάθημά μας το είχαμε πάρει και στον γυρισμό κάναμε οτοστόπ, ανά τριάδες.
Μια άλλη μέρα πήγαμε επίσκεψη σε ένα χωριό λίγα –δασικά‒ χιλιόμετρα πιο πέρα. Επειτα από επεισοδιακές αναβάσεις και καταβάσεις μέσα στο δάσος, φτάσαμε σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σκηνικό. Ενα βουδιστικό (!) χωριό χτισμένο στη μέση του πουθενά, με σπιτάκια καλοφτιαγμένα και πεντακάθαρα βγαλμένα σαν από παραμύθι, στα οποία έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να μπούμε.
Αν και η όλη υπόθεση αποδείχτηκε απάτη (διότι ενώ κανονικά έπρεπε να προσφέρουμε την εργασία μας για κοινωφελή σκοπό, καταλάβαμε ότι ο κύριος για τον οποίο δουλεύαμε σκόπευε να εκμεταλλευτεί ο ίδιος τα σπίτια που ανακαινίζαμε και τελικά του κάναμε αναφορά), αν και δεν μπορώ να πω ότι ξεκουράστηκα, ήταν οι καλύτερες καλοκαιρινές διακοπές των είκοσί μου χρόνων!"