Dva Srca
Member
- Μηνύματα
- 558
- Likes
- 1.056
- Επόμενο Ταξίδι
- ΗΠΑ
- Ταξίδι-Όνειρο
- Οπουδήποτε Πολυνησία
Περιεχόμενα
Άποψη της λίμνης Ορεστιάδας (λ. Καστοριάς)
Χρόνια τώρα ήταν απωθημένο μου να δω όσες περισσότερες ακριτικές περιοχές της Ελλάδος μπορούσα και, ξεκινώντας από την Αλεξανδρούπολη και την Ορεστιάδα περίπου 5 χρόνια πριν, φέτος αποφάσισα πως ήταν η ώρα να αφήσω τα γαλάζια όνειρα των παραλιών στα ελληνικά νησιά για πρώτη φορά στη ζωή μου και να αφιερώσω ένα μέρος των καλοκαιρινών μου διακοπών στην ηπειρωτική χώρα.
Άσπρος-άσπρος λοιπόν με τα μόλις 4 μπάνια μου στη θάλασσα, ξεκίνησα από τη Θεσσαλία, όπου έκανα ήδη διακοπές με παρέα να επισκεφθούμε τη Βορειοδυτική Μακεδονία, ένα από τα πιο ανέγγιχτα αλλά και υποτιμημένα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας μας.
Σάββατο πρωί βάλαμε μπρος, περιμένοντας να δούμε τα χειρότερα: χωματόδρομους, στροφές που προκαλούν ίλιγγο, και άλλα τέτοια όμορφα. Η πραγματικότητα όμως μας διέψευσε: Όλος ο δρόμος από τα Τρίκαλα μέχρι τα Γρεβενά ήταν απίστευτα βολικός και φαρδύς, με ελάχιστη κίνηση μετά την Καλαμπάκα και, το καλύτερο, μετά τα Γρεβενά η πάντα βολική Εγνατία Οδός μας έλυσε τα χέρια μέχρι έξω από την Καστοριά. Πραγματικά εξαιρετικό έργο που καταφέρνει να κάνει τη βόρεια Ελλάδα επιτέλους πιο προσιτή στον Έλληνα οδηγό.
Προορισμός μας για το 3ήμερο και τόπος διαμονής μας ήταν το χωριό Άγιος Γερμανός, δίπλα στο όρο Βαρνούς και μερικά χιλιόμετρα (περίπου 14) από τις Πρέσπες. Όσο σκαρφαλώναμε από Καστοριά προς Πρέσπες, αρχικά η κατάσταση μας φάνηκε λίγο στενάχωρη: Από τη μια απέραντες εκτάσεις δάσους που σου άνοιγαν το μάτι και γέμιζαν τα πνευμόνια σου καθαρό αέρα, αλλά από την άλλη ελάχιστη ζωή, χιλιόμετρα χωρίς να συναντήσουμε ούτε ένα αυτοκίνητο (ήταν Σάββατο πρωί κιόλας, θυμηθείτε!) και όσο πλησιάζαμε τη συνοριακή διάβαση Κρυσταλλοπηγής, η αστυνομική περιφρούρηση γινόταν όλο και πιο πυκνή.
Φυσικά, αυτή η εντύπωση ανετράπη πολύ γρήγορα, μόλις φτάσαμε στον προορισμό μας. Ήδη, η θέα των Πρεσπών μας είχε ανεβάσει το ηθικό και τα ατελείωτα χωράφια φασολιών (το κυριότερο "εξαγώγιμο" προιόν του νομού Φλωρίνης, μαζί με τις γνωστές πιπεριές) μας έκαναν να σκεφτόμαστε ότι τελικά η αγροτική ζωή εκτός από τις δυσκολίες της έχει και την ανταμοιβή της. Μόλις δε παρκάραμε στο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου μας στον Άγιο Γερμανό, για να βολέψουμε τα πράγματά μας και να ρίξουμε μια πρώτη ματιά στα πέριξ, μείναμε έκπληκτοι από τις προσπάθειες των κατοίκων να επενδύσουν σε αυτό τον απομακρυσμένο τόπο και να ανεβάσουν το τουριστικό του επίπεδο! Η πλατεία του χωριού πανέμορφη, με την παλιά ομώνυμη εκκλησία του 12ου (αν θυμάμαι καλά) αιώνα και τα μικρά μαγαζάκια της, δύο ταβέρνες-τσιπουράδικα και μια καφετέρια, όλα καθαρά και προσεγμένα και με πολύ καλό φαγητό! Το χωριό, λόγω των διακοπών ήταν γεμάτο επισκέπτες, ενώ το χειμώνα έχει δεν έχει 80 μόνιμους κατοίκους. Πολύ ζωντανή εικόνα και πολύ ευχάριστη, να βλέπει κανείς έναν ακριτικό τόπο να χαίρει τέτοιας περιποίησης και αγάπης.
Πίσω στο ξενοδοχείο μας για τη μεσημεριανή μας ξεκούραση μετά από 4 ώρες οδήγησης, συνειδητοποιούμε ότι το δωμάτιό μας περισσότερο μοιάζει σε μέγεθος με μπουντρούμι παρά με τρίκλινο δωμάτιο. Ωστόσο, οι πέτρινοι τοίχοι και η παραδοσιακή διακόσμηση με κεντήματα, χάλκινα σκεύη και παλιά πορτατίφ μας φτιάχνει λίγο τη διάθεση και μας βοηθά να καταπολεμήσουμε την κλειστοφοβία μας!
Το απόγευμα είχαμε οργανώσει επίσκεψη στην Καστοριά. Η πόλη βρίσκεται περίπου 45 χμ. από τον Α. Γερμανό και χρειάζεται κανείς πάνω κάτω 30 λεπτά για να φτάσει χωρίς τρέξιμο στο δρόμο, ο οποίος κοντά στις Πρέσπες έχει λίγες δυσκολίες, χωρίς όμως να γίνεται επικίνδυνος.
Η Καστοριά είναι μια πόλη που μου άφησε απευθείας τις καλύτερες εντυπώσεις. Προσωπικά, είχα την τύχη να δω στην είσοδο της πόλης ένα αστείο θέαμα, που ο ίδιος ονόμασα "παρέλαση χηνών": μια σειρά από πολύχρωμες χήνες, κράζοντας η μία πιο δυνατά από την άλλη, περπατούσαν σε μία ολόισια σειρά, πηγαίνοντας την απογευματινή τους βόλτα! Χτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από την ομώνυμη λίμνη (που επίσης είναι γνωστή με το επίσημο όνομα λίμνη Ορεστιάδα), η Καστοριά συνδυάζει το παλιό με το νέο σε ένα εντυπωσιακότατο μίγμα που δε θα αφήσει κανέναν αδιάφορο. Οι συνταξιδιώτες μου, που έχουν επισκεφθεί τα Ιωάννινα, χαρακτήρισαν την Καστοριά πολύ ομορφότερη (δε μπορώ να εκφέρω άποψη, γιατί δεν έχω πάει). Από τη μία πλευρά της λίμνης, ένα πλακόστρωτο πεζοδρόμιο κατά μήκος του δρόμου οδηγεί τον επισκέπτη στον όμιλο κωπηλασίας της πόλης, περνώντας από ταβερνάκια, σπίτια χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και, φυσικά ΠΟΛΛΑ γουνάδικα!
Από την άλλη μεριά της λίμνης, την πιο εμπορική, ο επισκέπτης θα βρει καφετέριες, μαγαζιά με διάφορα είδη (κυρίως δερμάτινα), μπαράκια και πολλές γνωστές επωνυμίες, όπως Δωδώνη, Goody's κλπ. Τα σπίτια σε μεγάλο βαθμό βλέπουν τη λίμνη, είναι χτισμένα το ένα πάνω από το άλλο, αμφιθεατρικά και όχι το ένα πίσω από το άλλο, έτσι ώστε όλα να έχουν θέα. Πολλά από αυτά είναι χτισμένα με ξύλο και πέτρα, σεβόμενα την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου. Εκείνη την ημέρα, λόγω Σαββάτου, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι νέους ανθρώπους, γυναίκες με καροτσάκια και μικρά παιδιά, καλοντυμένες κυρίες που έβγαιναν για απογευματινή τσάρκα και πωλητές-παραγωγούς αγροτικών προιόντων με τα βαν τους. Το κλίμα ήταν πραγματικά υπέροχο! Μόνος μας εχθρός, τα κουνούπια-κομάντο, που ορμούσαν πάνω μας (και ιδιαίτερα πάνω ΜΟΥ) σαν βδέλλες! Η λίμνη, βλέπετε, έχει και τα κακά της!
Φύγαμε από την υπέροχη Καστοριά με τις καλύτερες εντυπώσεις, αποκαμωμένοι από τις τόσες ώρες μας στο δρόμο και το τιμόνι και επιστρέψαμε στο χωριό. Αφού τσιμπήσαμε κάτι πρόχειρο σε ένα από τα ταβερνάκια, επιστρέψαμε στο δωματιάκι μας, όπου ήταν θέμα χρόνου να μας πάρει ο ύπνος.
[Συνεχίζεται...]
Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε με σκοπό να πάμε στην Έδεσσα. Ήταν μια πόλη που όλοι μας είχαμε ήδη δει στο παρελθόν, κι όμως θέλαμε να την απολαύσουμε ξανά. Παίρνοντας το πρωινό μας στο ξενοδοχείο όμως, μια συζήτηση με τους εξυπηρετικότατους ιδιοκτήτες μας έκανε να αλλάξουμε γνώμη. Μας "απαγόρευσαν" να φύγουμε από το νομό Φλωρίνης χωρίς να δούμε το Νυμφαίο και τα γύρω χωριά. Μας προέτρεψαν επίσης να επισκεφθούμε το χωριό Ξινό Νερό, μόνο και μόνο για να γευθούμε το ιδιαίτερο και θεραπευτικό νερό του, που βοηθά στην καταπολέμηση νεφρικών και άλλων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος.
Πεπεισμένοι λοιπόν ότι η επίσκεψη αυτή άξιζε τη θυσία της πανέμορφης Έδεσσας, ξεκινήσαμε από την περιοχή των Πρεσπών για να βρεθούμε σχεδόν στην άλλη άκρη του νομού. Το Νυμφαίο μας εντυπωσίασε με την οργάνωσή του, διαθέτοντας ολοκαίνουργιο πάρκινγκ και πινακίδες που έδειχναν τι περιελάμβανε ο οικισμός (ξενοδοχεία, ταβέρνες, εκκλησίες κλπ), καθώς και έδιναν οδηγίες για τα γραφεία του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, της οργάνωσης προστασίας της ελληνικής αρκούδας.
Μπαίνοντας στο χωριό εντυπωσιαστήκαμε ακόμη πιο πολύ. Ο κεντρικός δρόμος με τις καφετέριες και τα εστιατόρια μας θύμισε κεντρική Ευρώπη και όχι ελληνικό χωριό, ενώ τα παλιά κτίρια και οι κόκκινες πιπεριές που λιάζονταν στα παράθυρα των πέτρινων σπιτιών μας έκαναν να αισθανθούμε πιο οικεία και ζεστά. Δε θα μπορούσαμε να φύγουμε από εκεί χωρίς να επισκεφθούμε τον ΑΡΚΤΟΥΡΟ φυσικά, οπότε ξεκινήσαμε την κατάβαση στο μονοπάτι που οδηγούσε εκεί. Περιμέναμε να περπατήσουμε για κανά πεντακοσάρι μέτρα το πολύ, ωστόσο τελικά η απόσταση ήταν κάπως μεγαλύτερη, ευτυχώς όμως το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού ήταν σκιερό, οπότε δεν αντιμετωπίσαμε ουδέν πρόβλημα ζέστης. Στα γραφεία ψωνίσαμε κάτι συμβολικό από το μαγαζάκι για να ενισχύσουμε την προσπάθεια των εθελοντών, αλλά δεν καταφέραμε να ακολουθήσουμε την ξενάγηση, γιατί μόλις την είχαμε χάσει και η επόμενη θα αργούσε αρκετά.
Μετά από αρκετό ποδαρόδρομο πίσω στο αυτοκίνητό μας και βουρ για το Ξινό Νερό και τα γύρω χωριά. Αφού προμηθευτήκαμε δύο μπουκάλια από το ομολογουμένως παράξενο γευστικά νερό που ρέει στη βρύση της κεντρικής πλατείας, ρίξαμε μια ματιά στα πέριξ και επιστρέψαμε στις Πρέσπες για φαγητό και ξεκούραση.
Το απόγευμα γνωρίζαμε ήδη με σιγουριά τι θα κάναμε. Θα ακολουθούσαμε όλους τους ντόπιους στα Πρέσπεια, όπου θα τραγουδούσε η Χαρούλα Αλεξίου με συνοδεία μουσικών από άλλες 5 χώρες των Βαλκανίων. Ο συναυλιακός χώρος βρισκόταν στην καρδιά της μικρής Πρέσπας, τον Άγιο Αχίλλειο, όπου ανάμεσα στα ερείπια της παλιάς βασιλικής είχε στηθεί μια πίστα για τους σκοπούς της εκδήλωσης. Ο δρόμος για τον Άγιο Αχίλλειο μαγικός και η οργάνωση των τοπικών δυνάμεων άψογη. Λεωφορείο μας πήγε από το πάρκινγκ μέχρι την πλωτή γέφυρα δωρεάν, ο στρατός και η αστυνομία φύλαγε τη γέφυρα σε διάφορα σημεία και αναλάμβανε να μεταφέρει στο νησάκι με βάρκ όσους δε μπορούσαν να περπατήσουν, καθώς και μια ομάδα καλλονών που υποστήριζαν ότι "δε μπορούσαν να περπατήσουν τόσα μέτρα πάνω στα τακούνια τους". Άλλο που δεν ήθελαν τα φανταράκια!
Η θέα μαγευτική, η λίμνη ήρεμη και καθαρή και ο ήλιος να δύει στο βάθος, απλά πανέμορφη εικόνα που δε θα σβηστεί ποτέ από το μυαλό μου. Αραιά και πού ακούγαμε και κανέναν επισκέπτη να μιλά στη Σλαβομακεδονική διάλεκτο, κάτι που μας θύμιζε πόσο ακριτικά βρισκόμασταν αλλά και πόσος σάλος έχει γίνει τα τελευταία χρόνια γύρω από αυτή την περιοχή "αμφιλεγόμενης ελληνικότητας", που όμως για εμάς ήταν από τα πιο "ελληνικά" σημεία της χώρας που είχαμε επισκεφθεί ποτέ. Η διάλεκτος αυτή είναι μέρος της παράδοσης ενός μέρους των ντόπιων και πραγματικά δε μας ξένισε ούτε στιγμή, ούτε μας προκάλεσε το οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα, εξαιτίας της πολιτικής διαμάχης των δύο χωρών για το όνομα.
Η συναυλία ήταν ενδιαφέρουσα, με το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών (και εμάς ανάμεσα σε αυτούς) να κάθονται σε έναν λόφο με ψάθες, πετσέτες και ζακέτες, εξοπλισμένοι με σνακ και τσιγαράκι. Το μόνο σημείο που μας ενόχλησε ήταν η πολιτικοποίηση του δρώμενου, με γνωστά πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, το βουλευτή και το νομάρχη Φλώρινας να πετούν πολιτικές κορώνες, αλλά τουλάχιστον με όλους τους παρευρισκόμενους να συμπάσχουν με τους κατοίκους της Αττικής που αντιμετώπιζαν την πύρινη λαίλαπα. Όπως ανέφερε η Χαρούλα, η συναυλία ήταν αφιερωμένη σε εκείνους και το πρόγραμμα είχε προσαρμοστεί ανάλογα, όντας ελαφρά πένθιμο.
Με τη γλυκιά μουσική και τους ήχους της φανταχτερής βαλκανικής μουσικής ακόμα μέσα στο κεφάλι μας, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας και κοιμηθήκαμε πιο γλυκά από κάθε άλλη βραδιά του τριήμερου ταξιδιού μας.
Την τελευταία ημέρα ξεκινήσαμε να πάμε για βαρκάδα στις Πρέσπες, όπως μας είχαν όλοι συμβουλεύσει να κάνουμε από την πρώτη κιόλας ημέρα. Είχαμε κλείσει ένα άτυπο ραντεβού με έναν από τους βαρκάρηδες, που έτυχε να είναι αδελφός ενός γνωστού μας, έτσι ξεκι΄νήσαμε για το χωριό Ψαράδες, μερικά χιλιόμετρα από τον τόπο διαμονής μας.
Το χωριό ήταν πολύ πιο υποανάπτυκτο από τα τριγύρω, με λίγα παλιά και φθαρμένα από τον καιρό σπίτια, ελάχιστους μόνιμους κατοίκους και άδεια λόγω της ώρας (ή λόγω της έλλειψης κίνησης αναρωτιέμαι ταβερνάκια με γυάλες γεμάτες ζωντανά τεράστια ψάρια του γλυκού νερού προς κατανάλωση από τους μελλοντικούς πελάτες. Οι βαρκάρηδες βρίσκονταν όλοι καθισμένοι σε ένα υπόστεγο, οι περισσότεροι πάνω από 50 ετών και κανάς-δυο τριαντάρηδες. Μας είδαν με τα τσαντάκια και τις μηχανές στο χέρι και μυρίστηκαν τη δουλειά.
"Βαρκάδα θέλετε;"
"Ναι, ψάχνουμε τον τάδε", κάνει το λάθος να πει ένας από τους συνταξιδιώτες μου.
"Έχει βγει για βαρκάδα. Θα αργήσει να γυρίσει", μας λένε όλοι επίμονα, οπότε έχουμε αρχίσει να μυριζόμαστε τη δουλειά ότι προσπαθούν να μας βάλουν το χέρι στην τσέπη.
"Μπορεί, αλλά εμείς έχουμε μιλήσει μαζί του", επιμένει εκείνος, όσο εγώ τον σκουντάω για να μη συνεχιστεί άλλο αυτή η συζήτηση που έβλεπα καλά που θα καταλήξει.
"Τον έχετε τίποτα και θέλετε να πάτε αποκλειστικά μαζί του; Κι εμείς οικογένειες έχουμε, αυτή είναι η δουλειά μας, είναι σωστό να παίρνει ένας βαρκάρης όλη τη δουλειά;" μας λέει με επιθετικό ύφος ένας από τους μεγαλύτερους.
Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι σε γενικές γραμμές μας είχαν προειδοποιήσει οι ντόπιοι. Οι βαρκάρηδες στους Ψαράδες αρέσκονται να παίζουν με την ψυχολογία των επισκεπτών, χωρίς ωστόσο να κάνουν υποχωρήσεις για να γίνουν εξίσου καλοί με τους πιο δημοφιλείς του αντικειμένου τους. Βλέπετε, οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν τη μισή ώρα βαρκάδα στις λίμνες, παίρνοντας ακριβώς τα ίδια λεφτά. Αν τους ρωτήσεις γιατί οι άλλοι πάνε παραπάνω μέσα, σου λένει ότι και καλά για να μην καίνε περισσότερη βενζίνη πάνε πολύ αργά. Ανοησίες. Όσους ρωτήσαμε μετά μας είπαν επίμονα ότι μόνο ένας-δυο βαρκάρηδες κάνουν τη βόλτα όπως πρέπει και ξέρουν καλά την ξενάγηση. Οι περισσότεροι από εκείνους που μας μίλησαν στο υπόστεγο ήθελαν απλά να τα αρπάξουν. Μερικοί μάλιστα μιλούσαν σπαστά ελληνικά, όντας σλαβόφωνοι, κάτι που σημαίνει ότι ξενάγηση... ΓΙΟΚ!
Απομακρυνθήκαμε από το σημείο πριν μας πιάσουν περισσότερες ενοχές και τηλεφωνήσαμε στο βαρκάρη μας. Τελικά όντως τον είχαμε χάσει για μόλις 5 λεπτά. Είχε έρθει ένα γκρουπ που είχε κλείσει ραντεβού και έπρεπε να τους πάει κι εκείνους. Συγχυσμένοι, φύγαμε από το χωριό άπραγοι και αποφασίσαμε να μη χάσουμε άλλο χρόνο, παρά να πάμε να δούμε τη Φλώρινα για πρώτη φορά.
Η πόλη της Φλώρινας είναι μια ήρεμη, σχετικά απλωμένη αλλά όχι και μεγάλη πόλη, με πολλά μικρά μουσεία και άλλα σημεία πολιτιστικού ενδιαφέροντος, εργαστήρια όλων των ειδών και πολλές μικρές πλατείες με μια αίσθηση εγκατάλειψεις, ωστόσο με πολλά πιτσιρίκια να παίζουν μπάλα και να κάνουν ποδήλατο τριγύρω. Όπως μάθαμε εκ των υστέρων, η Φλώρινα είναι μία από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα όπου οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται σε πολύ καλά επίπεδα για τα γενικότερα δεδομένα της "γερασμένης" Ευρώπης. Ρίξαμε μια ματιά στα μαγαζιά, λόγω του τέλους των εκπτώσεων όλα τα νούμερα σε ρούχα/παπούτσια κλπ είχαν εξαντληθεί, οπότε στραφήκαμε στην πάντα πιο εύκολη λύση του καφέ, σε έναν κεντρικό δρόμο με αρκετή ζωή και πολλές μικρές αλλά ωραία διακοσμημένες καφετέριες.
Κατά τ' άλλα, η πόλη δεν έχει πάρα πολλά να προσφέρει, ωστόσο μου άρεσε η ηρεμία και η ζεστασιά της, οι άνθρωποι γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους, χαιρετιόντουσαν στο δρόμο, ήταν ορατές οι προσπάθειες να εκσυγχρονιστεί λίγο η πόλη και να αναπτυχθούν περισσότερο οι υποδομές της. Ο παλιός δρόμος κατά μήκος του ποταμιού (που περισσότερο έμοιαζε με ρέμα μέσα στο κατακαλόκαιρο) ήταν ενδιαφέρον, με μερικά σπίτια να διατηρούν το παραδοσιακό στυλ αρχιτεκτονικής.
Η βόλτα μας τελείωσε σχετικά απότομα, όταν ξαφνικά έπιασε μπόρα από το πουθενά. Χωθήκαμε στο αυτοκίνητό μας και πίσω στις Πρέσπες. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, ωστόσο εμείς θέλαμε να δούμε κι άλλα. Αφήσαμε τη γυναίκα της παρέας μας στο ξενοδοχείο να ξεκουραστεί και συνεχίσαμε για μια βόλτα στα γύρω ορεινά χωριά. Ανάμεσα σε αυτά, το χωριό Μελάς, όπου βρίσκεται το σπίτι που εφονεύθη ο εθνικός ήρωας και Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς. Το χωριό κατά κύριο λόγο είχε πλινθόκτιστα, φτωχικά σπίτια, ελάχιστους ηλικιωμένους κατοίκους και γενικότερα έδειχνε έντονα σημάδια παρακμής. Με το γκρίζο ουρανό και τη βροχή, η νωχελικότητα αυξανόταν. Σταματήσαμε μπροστά από το σπίτι-μουσείο, όπου είδαμε δύο ντόπιους να συνομιλούν. Τους χαιρετάμε. Ο ένας, πάνω από 60 ετών, πουλούσε ψάρια. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μας πουλήσει, ούτε μας κυνήγησε, αλλά βλέποντας την κατάσταση του χωριού και τη φτώχια που επικρατούσε, αποφάσισα να αγοράσω λίγα, έτσι για να τον ενισχύσω. Να σημειώσω εδώ ότι τελικά έκανα πολύ καλά, διότι τα ψάρια εκτός από τεράστια, αποδείχθηκαν φρεσκότατα και νοστιμότατα!
Το σπίτι-μουσείο ήταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με ξύλο και πέτρα, παρ' όλο που μέσα ήταν σχεδόν άδειο από έπιπλα. Μερικά κάδρα στους τείχους και ορισμένα προσωπικά αντικείμενα του Μελά (μεταξύ των οποίων η στολή του και 2 τουφέκια του) ήταν τα μόνα εκθέματα, που όμως ήταν αρκετά. Μέσα στη λιτότητα του χώρου και με τη βοήθεια του ταξιδιάρικου βροχερού καιρού, το μυαλό μου ταξίδεψε χρόνια πίσω, τότε που οι Μακεδονομάχοι βουτούσαν στις λάσπες και κρύβονταν πίσω από τα καλάμια των λιμνών, περιμένοντας να κάνουν αιφνιδιασμό στον εχθρό. Περπατώντας μέσα στο σπίτι, άκουσα κάποια στιγμή από την πίσω πόρτα φωνές, κάποιοι άλλοι ντόπιοι πρέπει να είχαν πιάσει κουβέντα. Έκλεισα τα μάτια και αισθάνθηκα ότι άκουγα τις φωνές των ανθρώπων εκείνης της εποχής και πραγματικά ανατρίχιασα. Ήταν τόσο δυνατό το συναίσθημα και τόσο ιδανικό το σκηνικό. Πραγματικά, αξέχαστη εμπειρία. Και, για να μη λέτε ότι είμαι κανας φαντασμένος, να τονίσω ότι πριν από κανα τρίμηνο είχα διαβάσει τα "Μυστικά του Βάλτου" της Πηνελοπης Δέλτα, οπότε δεν ήθελε και ποτέ η φαντασία για να οργιάσει
Τα γύρω χωριά όλα στην ίδια μοίρα περίπου, οι ελάχιστοι κάτοικοι εκτιμούσαν τους χαιρετισμούς μας από τα μισοκατεβασμένα παράθυρα και ανταπέδιδαν ευγενικά, διακόπτοντας τις αγροτικές ή οικιακές εργασίες τους. Τελικά η βροχή δε μας έκανε τη χάρη να σταματήσει μέχρι το βράδυ, εν τω μεταξύ έπιασαν και άνεμοι που ανατάραξαν την επιφάνεια της λίμνης, οπότε η βαρκάδα μας ακυρώθηκε. Με στεναχώρια γυρίσαμε νωρίς το βράδυ στο ξενοδοχείο μας και κοιμηθήκαμε με τον ήχο της βροχής.
Το επόμενο ξημέρωμα, και οι τρεις μας αφήσαμε πίσω τις Πρέσπες πικραμένοι και με μια αίσθηση πρόωρης νοσταλγίας. Αυτό είναι το θαύμα αυτού του τόπου, ειδικά για εμάς τους "νότιους" που δε βλέπουμε τέτοια τοπία καθημερινά. Μπορεί να μένεις εκεί λίγες μέρες, όμως οι εικόνες που βλέπεις μένουν στη μνήμη σου για πάντα.
Με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψω στις Πρέσπες γι' αυτή την περιβόητη βαρκάδα κάποια στιγμή στο μέλλον, γύρισα την πλάτη με βαριά καρδιά και μπήκα στο αυτοκίνητο με ανάμεικτα συναισθήματα αλλά απόλυτα και βαθιά χαρούμενος που γνώρισα αυτή την όμορφη και ιδιαίτερη ακριτική γωνιά της Ελλάδος.