duty_free
Member
- Μηνύματα
- 961
- Likes
- 3.805
Ὁ Τζανέτος Σκοτωμενάκος, ἐξέχουσα προσωπικότης τῶν ἐκ μάνης καταγομένων πειραιωτῶν, διαπρεπής τῆς περιοχῆς ἔμπορας, μαρκήσιος τοῦ στοιχήματος καί τῶν συνθέτων διδύμων καί φορκάστ, χορηγός πολιτισμοῦ σέ συναυλίες σκυλόφρονος ἐντέχνου καί ἐπικεφαλῆς ΜΚΟ γιά σίτιση προσφύγων καί λαθρομετπαρατύπων μεταναστῶν εἶνε, ἀνάμεσα σέ τόσες σεπτές ἰδιότητες, καί ἐργοδότης μου. Αἱ σχέσεις μας, λίαν ἁρμονικαί καίτοι κἄποιοι κακοπροαίρετοι, ἴσως τονίσουν ὅτι λησμονήθηκε, ὄχι ἀκουσίως, νά ἀναφερθῇ τό ὅτι στό ἔμπορας τό διαπρεπής παραπάνω, ἔπρεπε ἕνα πρῶτο τρισύλλαβο συνθετικό: τό “σωματέ”.
Τέλος πάντων, τό καλοκαίρι, ἔστω ἀτόλμως, ἦλθε καί τά γκόλντεν μπόϋζ τῆς ἐπιχειρήσεως ἐξεπόνησαν πώς ἔδει ἀνανέωσις τοῦ στόλου. Ἤμανε ὁ μόνος στήν φαμίλια πού εἶχα (ἐκδώσει) διαβατήριο καί μοῦ ἐπετρέπετο ἔξοδος ἀπό τήν χῶρα, γι’ αὐτό καί ἐστάλην ἀπό τόν κύριο Σκοτωμενάκο, στάς βαλκανικάς εὐρώπας - ὁ παντίοις τρόποις πολυπολιτισμός εἶνε μαγκιά, δέν εἶνε αὐτοταπείνωσις. Ὄθεν, μοῦ ἔδωκε τήν εὐχή του νά ὑπάγω στήν νότιον σλαβίαν ἵνα πρός ἀντικατάστασιν τῶν χαμηλοτάτης πυγῆς γραικισσῶν ὑπαλληλίνων μας (αὐτή ἡ μάστιγα!) εἰς τά τεμένη πολιτισμοῦ πού διαθέτομεν εἰς τήν Πειραιεῖ ὁδόν Φίλωνος.
Ἤγουν, εὑρέθην (ἕνα) στά τελειώματά του πρωί στήν πρωτεύουσα τοῦ Μαυροβουνίου. Εἶχα πολλήν ὥραν (ὧρες) εἰς τήν διάθεσή μου μέχρι τό βράδυ, τήν νῦξ δῆλα δη, ὁπότε χῶραν ἡ ἐπίδειξις θά ἐλάμβανε εἰς τήν κεντρικήν τῆς πόλεως κρεαταγοράν ὁπόθεν θά ἐπέλεγον τά καλλίτερα κομμάτια. [ἐξῆλθον μιὰ βόλτα] Ἔβρεχε ὅλο τό πρίν πρωί, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν σάν μάτι ξενιτευάμενου σέ σκηνικόν μά οὔτε φουστάνι στήν στεριά, qτε μαντῆλι καί ἄρχισα τίς τσάρκες εἰς τό Τίτογκραντ (sic) ὅπερ βασικά, τό (ξανά) λέν Ποντγκόριτσα. Εἶχα λιόσπορο στήν ἀριστεράν φούχτα, κομπολόϊ στήν δεξιά καί ὁλονέν τρανούμενο ἐνδιαφέρον γιά τά πέριξ. Πετοῦσα τίς φλύδες στόν δρόμο γιά νά δῶ πῶς θά φέροντο οἱ στά παρακάτω σταυροδρόμια, μπάτσοι, ἄν τέλος πάντων, εἶχε (ἀπο)μείνει λίγο ἀπό τόν προφανή οὐμανισμό καί τήν περιβόητη) εὐαισθησία τῶν κομμουνιστῶν. Σημεῖον ἐνάρξεως ὁ ἀδριάντας (μπορεῖ καί ἄγαλμα ἕνεκα ἡ ἰδιότης) τοῦ Βασιλέως Νικολάου τῶν Μαυροβουνίων. Ὡς λυσσασμένος μοναρχικός ὐπέβαλλα τά σέβη μου στόν πρῶτον καί ἔσχατον (γιά τόν εἰκοστόν αἰῶνα) βασιλέα καί ἀπεμακρύνθην δυσμάς, πόδια τρία ἵνα προβῶ εἰς μίαν πρωτοποριακήν μέθοδον ἀδυνατίσματος – σέ ἐννέα δευτερόλεπτα, 195 ml ~ γραμμάρια. (ἄν σᾶς φαίνῃται ὀλίγον, κάντε τήν ἀναλογίαν τῶν συνηθισμένων διαίτων, ἤτοι π.χ. ἕξι κιλά σέ δύο ἑβδομάδες, γιά νά καταλάβετε ὅτι εἶνε ἀσυλλήπτως λίαν καλή ἐπίδοσις!). Καί ἐκεῖ λοιπόν πού ἐλαφρόμουνα, μέ τό βλέμμα γλαρό καί ἄμπιεντ, κυττοῦσα παναπεῖ καί ὄχι ἔβλεπα, ἐκεῖ λοιπόν, εἶδον – παρετήρησα εἰς τήν πανίδα τοῦ πεδίου, δένδρον – θάμνον τόν ὁποῖον κυνηγῶ ὅπως οἱ ἀντιφά τούς φασίστες σέ κάθε γειτονιά - οὔπς, ἄστοχον τό παράδειγμα! Εἶδα τέλος πάντων τό διαβόητον δένδρο ὀνόματι ἀείλανθος ἢ κοινῶς βρωμοκαρυδιά.
Ἕνα ὄχι ἀκριβῶς δένδρο ἀλλά ζιζάνιο τοῦ ὁποίου αἱ ῥίζαι καῖνε κάθε ἄλλη ῥίζα γειτνιαζομένου δένδρου. Δέν χρειάζεται καθόλου νερό, δέν χρειάζεται καθόλου ἐμπλουτισμένο χῶμα, μπορεῖ νά σκάσει μύτη παντοῦ! Καί ἡ ἀνάπτυξίς του εἶνε τρομακτικῶς ταχεία. Αὐταί του αἱ ἰδιότητες τό κάνουν νά εἶνε ἕνας ἐπιθετικός καρκίνος· οἱ γεωπόνοι ἔχουν κρούσει τόν τοῦ κινδύνου κώδωνα – μπορεῖτε νά γκουγκλάρετε “βρωμοκαρυδιά” γιά νά καταλάβετε. Τότες, ξέχασα τά πάντα ὅλα, ταξίδια, ξένες πολιτεῖες, κάστινγκ σέ ψηλοπυγεῖς δεσποινίδες, ὑποβολή σεβῶν σέ βετεράνους τοῦ 95 καί ἄρχισα σέ ῥυθμό ἐμμονικό, παραληρηματικό, καταλεπτῶς τέλος πάντων, νά ξεπατώνω βρωμοκαρυδιές. Δυστυχῶς, τό ῥιζικό της σύστημα εἶνε πολύ ἰσχυρό, τυχόν σπάσιμο ἁπλῶς καθυστερεῖ τήν ἀνάπτυξη, χρειάζεται ξερίζωμα (ὅταν εἶνε μικρή, μπορεῖ νά γίνῃ) ἀλλὰ καὶ ἔτσι, ἠδονιζόμανε. Βρωμοκαρυδιές τό λοιπόν. Παντοῦ· καί στά πέριξ τοῦ ἀδριάντος τοῦ Βασιλέως Νικολάου, πρός τόν ποταμόν. Ribnica. Τό σημεῖο ἐκεῖ εἶναι ἄς ποῦμε τό πιό κεντρικό τῆς πόλεως, τῆς πρωτευούσης. Ἀπό τήν μικρά πλατεία ἐκεῖ, μιά κλῖμαξ σέ κατεβάζει καί σέ στέλνει σέ ἕνα ἀπίστευτο μέρος. Κυλοῦσε ὁ ribnica, παραποταμάκι τοῦ κυρίως τῆς πόλεως ποταμοῦ (Morača) καί οἱ ἦχοι σέ ἔκαναν νά νομίζῃς ὅτι ξαφνικά ἔφθασες σέ κἄποιο χωριό. Ἡ θέα δέ πιό πέρα τῆς γέφυρας, φτιάχνει ἕνα περιβάλλον ἐντελῶς Ἥπειρος ξερωγώ, λίγο πρίν ἀπό τά ζαγοροχώρια.
Φοβόμανε μή χαθώ, μήν περάσει ἡ ὥρα καί χάσω τό ῥαντεβού (ἡ πεμπτουσία τοῦ ταξιδίου ἄλλως τε) γι’αὐτό καί πλήν ξεπατώματος βρωμοκαρυδιῶν, ἄφηνα σημάδια – μέ τήν ἄφθαστον μέθοδον τῶν κυναρίων. Πέρασα τήν γέφυρα καί ἀφοῦ ἀνηφόρισα ὀλίγον, ἔφθασα στό σημεῖο ὅπου τό Φρούριο. Ἐκτίσθη ἀπό ὀθωμανούς λίγο μετά ἀπό τήν κατάκτηση τοῦ Μαυροβουνίου τόν 15ο αἰῶνα. Δέν εἶναι καλοδιατηρημένο, σχεδόν ἐρείπιο θά τό ἔλεγες, ἀλλά ἀκόμα κι ἔτσι, ἔχει τό κατιτίς του. Κόσμος φυσικά βολτάρει, κοπέλες ἤβλεπα χάρμα ὀφθαλμῶν καί ἀνερωτώμην ἐάν... Ἀπό ἐκεί κάτω, παρά τῷ ποταμῷ, λέγεται ὅτι κάνουν μπάνιο οἱ ὄχι καί τόσο προνομιοῦχοι (ὅσο οἱ λοιποί, οἱ ἀδριατικίζοντες) μαυροβούνιοι, δέν εἶδα κανέναν ὡς τόσο νά εἶναι στό πλάτσα πλάτσα πλούτσα... Νοτίως τοῦ οὕτως εἰπεῖν φρουρίου, ἀρχινᾷ ἡ παλαιὰ πόλις. Πρόκειται γιά μία αὐθεντικῶς παλαιά πόλι, χωρίς αὐτό τό φτιασιδωμένο πού ἔχουν κἄποιες ἄλλες, ὅπως ἡ τῆς Βαρσοβίας π.χ. πού (ξανα)κτίσθηκε μετά τόν δεύτερο ΠΠ, τούς βομβαρδισμούς, στά ἴδια σχέδια μέ πρίν. Παλαιά πόλις χωρίς καμιά προσπάθεια τουριστικῆς προσελκύσεως – προφανῶς οἱ μαυροβούνιοι ἔχουν ἑστιάσει στά παράλιά των. Θυμίζει ἑλληνικό χωριό πού γειτνιάζει μέ κἄποιο ἄλλο στό ὁποῖο ἔχουν πέσει οἱ δημάρχοι (sic) καί τό ἔχουν κάνει χωριό – μοντέλο, ὅπως πχ τό Νυμφαῖο. Δύο τζαμιά μάνι μάνι ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἡ wikipedia κάνει λόγο γιά 11% ποντγκορίτσι μουσουλμάνους, ὁπότε θά ἔχουν πελατεία καίτοι ἐγώ εἶδα στό δεύτερο, μόνον δυό τρεῖς νά ἐκμεταλλεύωνται τῆς δροσιᾶς, τῆς ἡσυχίας καί νά ἔχουν παραδοθῇ στό κατά Πώ, ξαδελφάκι τοῦ θανάτου. Τό πρῶτο πού συναντᾷς (ἐρχόμενος ἐκ τῆς προαναφερθείσης γεφυρός) εἶναι τό Starodoganjska. Στόν 15ο αἰῶνα ἔχει τίς ῥίζες του, ἀλλά δέν τοῦ φαίνεται, καθ’ὅσον πολλάκις τό ἔχουν ἀνακαινίσει (αὐτή εἶνε ἡ ὀρθή λέξις; ). Τό δεύτερο εἶναι τό Osmanagic, πιό ἐμφανίσιμο ἀπόξω, ἔχει καί ἕνα ταφικό μνημεῖο κάτσε καλά, σάν περίπτερο νά τό πῶ; Δέν ξεύρω κι ἀπό ἀρχιτεκτονικά, ἐγώ μιά ἁπλῆ ὀρντινάτσα τοῦ κυρίου Σκοτωμενάκου εἶμαι, ἀποφοιτήσας πρώτη ἐσπερινοῦ ΤΕΛ στά Καμίνια.
Ὑπέβαλλα τά σέβη μου στόν Προφήτη ἀπαλλοτροιώνοντας ἕνα κομπολογάκι ὑπό τοῦ πρώτου τζαμιοῦ (ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἐξ ἄλλου εἷς ἐκ τῶν πέντε πυλώνων τῆς πίστεως, ἐνεργητικῶς ἤ παθητικῶς δέν μᾶς ἐξηγεῖται, ὅλη ἡ ἰκμάς ἑρμηνειῶν ἀνελώθη εἰς τό ποσάκις δέον νά παλαμοκροτᾶμε τήν σύζυγον ἡμῶν) καί κινήθην ἀνατολικῶς. Σέ μιάν λεωφόρο (Kralja Nikole), ἔπιασα νά ἀνηφορῶ, λεωφόρος ὁρίζουσα τό ἀνατολικό ἄκρον τῆς οἱονεὶ παλαιᾶς πόλεως. Ἐκεῖ, εἶδα καί ἕνα ἄλλο (ἀπό τά λιγοστά βεβαίως) ἀξιοθέατα τῆς πόλεως· τόν πύργον τοῦ ὡρολογίου. Ἀρκετὰ παλαιό, τοῦ 17ου αἰῶνος, ὀθωμανικό κι αὐτό, τό εἶχαν ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς γιά νά πᾷ’ νά προσευχηθοῦν, οἱ πιστοί τῆς Ὑποταγῆς. Τήν γλύτωσε στούς ἀρμαγεδωνικούς βομβαρδισμοί τοῦ Β΄ ΠΠ, τώρα δουλεύει τζάμι. Τό κύτταξα. Εὐτυχῶς. Εἶχα ἀκόμα χρόνο! Εἶχα νοιώσει λίγο μαγαρισμένος μέ τήν ἐπίσκεψιν σέ δύο συναπτά τζαμιά κι ἔψαχνα νά εὕρω κἄποιο κλίβανo ξερωγώ νά ἀποποιηθῶ τοῦ ἐπιμόνου κονιορτοῦ τοῦ إسلام, ἀλλά τίποτε γιά τό μέγεθό μου, τήν ἀρχοντικιάν κοιλίτσα καί τά τοιαῦτα. Πρός τοῦτο, ἀνηφόρισα πρός τήν παλαιοτέραν βασιλικήν τῆς Ποντγκορίτσης, τόν Ἄη Γιώργη. Μέσα, αἱ νωπογραφίαι ἦσαν ἐνδιαφέρουσες στήν ἐγκατάλειψίν των. Παλαιαί καί ξεφλουδισμέναι. Ἡ ἐκκλησιά στό ὅριον τῆς πόλεως, ἀπό ἐκεῖ ἀρχινᾷ ὁ λόφος, ὁ Γκόριτσας μέ τό ὄνομα, τό ποντ σημαίνει κάτω, ὁπότε ἐν τάξει, τό ῥέμπους ἦταν εὔκολα καταληπτό ἀκόμα καί γιά ἕναν μικρόνοα μπράβο κἄποιου μανιάτη ὑποκοσμίτου ὡς ἐγώ. Ὄπισθεν τοῦ ναοῦ, ἕνα κοιμητήριον τό ὁποῖον βρίσκεται ὡς πρώτη πρώτη φῶτο στό λῆμμα ἐγκαταλελειμμένο τῆς μεγάλης σοβιετικιᾶς ἐγκυκλοπαιδείας. Τυχόν ἀναστημένοι, κατά τήν ἡμέραν τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου μας παρουσίας στήν γῆ, δέν θά μπορέσουν νά βγοῦν στό ξέφωτο τῆς ἐκκλησίας καθ’ ὅσον πανάρχαιαι ὀξιαί ἔχουν καλύψει κάθε τῶν τάφων δαιδαλωδούμενο μονοπατάκι, ὁπότε σίγουρα, μέσῳ τοῦ λόφου τῆς Γκορίτσης θά ψάξουν τά κλιμάκια τοῦ Κρῖναι Ζῶντας καί Νεκρούς. Κι ἀπό ἐκεῖ, λίγο πιό γρήγορα πλέον, διότι ἡ ὥρα περνοῦσε, ἔσπευσα δυτικῶς. Πέρασα ἀπό τήν γέφυρα τῆς χιλιετίας (οκ, μιά γέφυρα εἶνε καί μάλιστα κακόγουστη ὡς σύγχρονη) καί πρός τόν καθεδρικόν τῆς πόλεως, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κἄνα μισό, ἕνα χιλιομέτρι τοῦ κέντρου μακράν καί ἡ δόμησις ἄρχιζε νά μήν εἶνε καί τόσο πιεστική. Ἕνα τεράστιο οἰκόπεδο παρά τοῦ Ναοῦ, μέ κἄτι παλαιοτάτους τάφους (δέν ὑπῆρχε κιγκλίδωμα νά ὁρίζῃ τυχόν κοιμητήριον) τούς ὁποίους ἔξυναν πάμπολλες βρωμοκαρυδιές. Στήν ἐκκλησιά εἶχα τρέξει μέ λαχτάρα διότι εἶχα διαβάσει πώς ὑπῆρχε φρέσκο μέ τόν Βελζεβούουλη νά ἔχῃ στό γκρίλ τῆς κολάσεως τόν Γιόζιπ Μπρόζ, τόν Κάρολον Μάρξ καί τόν Φρειδερίκο Ἔνγκελς, αὐτόν τόν σπουδαῖο συνεχιστή τῆς cuckoldιᾶς τῶν 700 θεσπιαίων. Φεῦ καί κάτσο! Δυστυχῶς ἡ ἀπόσπασις προσοχῆς ἀφ’ἧς πάσχω, μέ ἀπέτρεψε νά ἐλέγξω προσεκτικῶς τούς τοῖχοι, τίς κολῶνες, τόν τροῦλο καί τά τοιαῦτα ὥστε νά τό ἐντοπίσω! Τούς ἐντυπωσιακοί καί γεμάτους ἁγιογραφίες κατά τ’ἄλλα. Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ· ὅταν βλέπω, ὅταν κοινωνός γίνομαι ἀπό πάθια κομμουνιστῶν, μιά ἄφατος χαρά μέ κυριεύει καί ἀνταποκρίνεται ἔντονα το σῶμα μου – ἔ δέν ἔλεγε! Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ παλαιοημερολογίτισσες μαυροβούνιες γραῖες νά μέ κυνηγᾶνε τόν σάαατυρο μέ μαγκοῦρες – ἢ μᾶλλον ὄχι, μπορῶ, γι’αὐτὸ καὶ εὐτυχῶς πού δέν εἶδα αὐτήν τήν τοιχογραφία. Ἄλλως τε, οἷες χαρές, ἔπρεπαν γιά τό βράδυ, ὁπότε καί τό χάππενινγκ – κάστινγκ τέλος πάντων.
Ἀφῆνω ἀπ’ἔξω τό Κότορ καί τήν Μπούντβα, γιά τά ὁποῖα ἔχουν γραφῇ πολλά· στήν Ποντγκόριτσα διακρίνεις ἕναν καλῶς νοούμενο ἐπαρχιωτισμό – ἐξ ἄλλου σφυρηλατήθηκε στά χρόνια τῆς Ὁμοσπονδίας ὡς μιά πόλη μικρότερη κι ἀπό τίς μεσαίου μεγέθους τῶν Σερβίας καί Κροατίας, καίτοι ἔστω πρωτεύουσα μιᾶς ἐκ τῶν ἕξι δημοκρατιῶν. Ἦταν μάλιστα πάντα στήν σκιά τῆς Σερβίας, ἔχει ἐνδιαφέρον τό ὅτι κάθε δημοκρατία εἶχε τήν δική της σημαία, τό Μαυροβούνιο ὡς τόσο, εἶχε τήν ἴδια μέ τήν Σ.. Εἶδα παντοῦ καζίνο, ὄχι βεβαίως τιτανώδη ὅπως τά ἡμέτερα, ἔμοιαζαν μᾶλλον μέ τά δικά μας προποτζίδικα ἀλλά ὅλο αὐτό δείχνει μιά βάρβαρη νεοκαπιταλιστική βιαστική ἐπέλαση ἡ ὁποία σοῦ κακοφαίνεται ὅσο κι ἄν εἶναι ἑκατομμυριάκις ἀποδεκτότερος (ὁ καπιταλισμός) ἀπό τόν παρά φύσει ὑπαρκτό καίτοι ὁ τιτοϊκός ἀπό τά 1948 κι ἐντεῦθεν δέν ἦταν καί τόσο ὀρθόδοξος.
Τό κυριλλικόν ἀλφάβητον δυστυχῶς σπανίζει - εἴτε στίς ταμπέλες, εἴτε στά ἔντυπα. Πάντα βέβαια, ἀκόμα καί στήν Σερβία, στό πλαίσιο τῆς Νοτιοσλαβίας, ἦσαν ἐξοικειωμένοι οἱ ἀνατολικοί νότιοι γιοῦγκοι (ἐξαιροῦνται ὡστόσο οἱ βούλγαροι τῆς Μακεδονίας) μέ τό λατινικό καί χρησιμοποιοῦντο (τά ἀλφάβητα) παραλλήλως ἀλλά οἱ ποντγκοριτσιάνοι τό ἔχουν παρακάνει.
Ἕνα κἄποιο μουσεῖο (Museums and Galleries – ὁδὸς Marka Miljanova) πού τό διατρέχεις σέ 22 λεπτά ἀκόμα κι ἄν ἔχεις μόλις ὑποστεῖ ῥήξη χιαστῶν, εἶναι φιλότιμο. Ξεκινᾷ ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια μέ κἄτι ῥωμαϊκά ἐκθέματα καί φθάνει μέχρι τά χρόνια τῆς ἀντιστάσεως. Εἶναι καί δωρεάν, μέ κλιματισμό, ὀλιγόκοσμο (ἕως ἀνυπαρκτόκοσμο), μπορεῖς νά ξαποστάσῃς, νά ἀνοίξῃς καί τάπερ ἄν διαθέτῃς καί νά μασουλᾷς τά κρεατοσφαιρίδια θαυμάζοντας τούς μοντενεγκρίνους νά πολεμοῦν τόν ἄξονα. Σκληροί μάδερφάκερς οἱ μαυροβούνιοι, διέθεταν αὐτόνομο (ἀπό τοὐς ὀθωμανούς) θεοκρατικό καθεστώς ἀπό τά πολύ νωρίς, ὅπως γράφει κι ὁ σχωρεμένος Ῥαφαηλίδης στό ἡ Ἱστορία τῶν Βαλκανίων, τό ὁποῖον μόλις διαβάσῃς εἶσαι ψημένος νά ταξιδέψῃς στόν καμπινέ (τό πυριτιδαποθήκη εἶναι πλέον πασέ) τῆς Εὐρώπης – καί ἡ ἑλληνική δημοκρατία περιλαμβάνεται στόν (ὄχι καί τόσο ἀρνητικῶς ἀναφερόμενο) καμπινέ, εἴμεθα ἄλλως τε κορωνίς σέ περιττωματικές διακρίσεις ἡμεῖς οἱ νεοέλληνες.
Τό πρόβλημα βρωμοκαρυδιά εἶναι πολύ ἔντονο, σέ 30 χρόνια, θά ὑπάρχει μόνο αὐτό τό κωλοδέντρο
στήν πόλη, μιά πόλη τήν ὁποίαν κάνει τόσο γραφική ὁ ποταμός πού τήν διαπερνᾷ. Ἔστειλα ἕνα μήνυμα στό ὑπουργεῖο γεωργίας καί ἀγροτικῆς ἀναπτύξεως ([email protected]) ἀναφέροντας τό πρόβλημα – ἐλπίζω κἄποιος νά τό δῇ.
Αἱ γυναῖκες εἶναι ἐξόχως νοτιοσλαβίναι, ἰδιαίτερως καθώς – οὔπς, αὗται αἱ πληροφορίαι ἀφοροῦσιν τόν κύριο Σκοτωμενάκο, ἄλλως τε, ἤμουν σχεδὸν παντοῦ ἐκτός θέματος, μήν τό παρακάνω...
Τέλος πάντων, τό καλοκαίρι, ἔστω ἀτόλμως, ἦλθε καί τά γκόλντεν μπόϋζ τῆς ἐπιχειρήσεως ἐξεπόνησαν πώς ἔδει ἀνανέωσις τοῦ στόλου. Ἤμανε ὁ μόνος στήν φαμίλια πού εἶχα (ἐκδώσει) διαβατήριο καί μοῦ ἐπετρέπετο ἔξοδος ἀπό τήν χῶρα, γι’ αὐτό καί ἐστάλην ἀπό τόν κύριο Σκοτωμενάκο, στάς βαλκανικάς εὐρώπας - ὁ παντίοις τρόποις πολυπολιτισμός εἶνε μαγκιά, δέν εἶνε αὐτοταπείνωσις. Ὄθεν, μοῦ ἔδωκε τήν εὐχή του νά ὑπάγω στήν νότιον σλαβίαν ἵνα πρός ἀντικατάστασιν τῶν χαμηλοτάτης πυγῆς γραικισσῶν ὑπαλληλίνων μας (αὐτή ἡ μάστιγα!) εἰς τά τεμένη πολιτισμοῦ πού διαθέτομεν εἰς τήν Πειραιεῖ ὁδόν Φίλωνος.
Ἤγουν, εὑρέθην (ἕνα) στά τελειώματά του πρωί στήν πρωτεύουσα τοῦ Μαυροβουνίου. Εἶχα πολλήν ὥραν (ὧρες) εἰς τήν διάθεσή μου μέχρι τό βράδυ, τήν νῦξ δῆλα δη, ὁπότε χῶραν ἡ ἐπίδειξις θά ἐλάμβανε εἰς τήν κεντρικήν τῆς πόλεως κρεαταγοράν ὁπόθεν θά ἐπέλεγον τά καλλίτερα κομμάτια. [ἐξῆλθον μιὰ βόλτα] Ἔβρεχε ὅλο τό πρίν πρωί, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν σάν μάτι ξενιτευάμενου σέ σκηνικόν μά οὔτε φουστάνι στήν στεριά, qτε μαντῆλι καί ἄρχισα τίς τσάρκες εἰς τό Τίτογκραντ (sic) ὅπερ βασικά, τό (ξανά) λέν Ποντγκόριτσα. Εἶχα λιόσπορο στήν ἀριστεράν φούχτα, κομπολόϊ στήν δεξιά καί ὁλονέν τρανούμενο ἐνδιαφέρον γιά τά πέριξ. Πετοῦσα τίς φλύδες στόν δρόμο γιά νά δῶ πῶς θά φέροντο οἱ στά παρακάτω σταυροδρόμια, μπάτσοι, ἄν τέλος πάντων, εἶχε (ἀπο)μείνει λίγο ἀπό τόν προφανή οὐμανισμό καί τήν περιβόητη) εὐαισθησία τῶν κομμουνιστῶν. Σημεῖον ἐνάρξεως ὁ ἀδριάντας (μπορεῖ καί ἄγαλμα ἕνεκα ἡ ἰδιότης) τοῦ Βασιλέως Νικολάου τῶν Μαυροβουνίων. Ὡς λυσσασμένος μοναρχικός ὐπέβαλλα τά σέβη μου στόν πρῶτον καί ἔσχατον (γιά τόν εἰκοστόν αἰῶνα) βασιλέα καί ἀπεμακρύνθην δυσμάς, πόδια τρία ἵνα προβῶ εἰς μίαν πρωτοποριακήν μέθοδον ἀδυνατίσματος – σέ ἐννέα δευτερόλεπτα, 195 ml ~ γραμμάρια. (ἄν σᾶς φαίνῃται ὀλίγον, κάντε τήν ἀναλογίαν τῶν συνηθισμένων διαίτων, ἤτοι π.χ. ἕξι κιλά σέ δύο ἑβδομάδες, γιά νά καταλάβετε ὅτι εἶνε ἀσυλλήπτως λίαν καλή ἐπίδοσις!). Καί ἐκεῖ λοιπόν πού ἐλαφρόμουνα, μέ τό βλέμμα γλαρό καί ἄμπιεντ, κυττοῦσα παναπεῖ καί ὄχι ἔβλεπα, ἐκεῖ λοιπόν, εἶδον – παρετήρησα εἰς τήν πανίδα τοῦ πεδίου, δένδρον – θάμνον τόν ὁποῖον κυνηγῶ ὅπως οἱ ἀντιφά τούς φασίστες σέ κάθε γειτονιά - οὔπς, ἄστοχον τό παράδειγμα! Εἶδα τέλος πάντων τό διαβόητον δένδρο ὀνόματι ἀείλανθος ἢ κοινῶς βρωμοκαρυδιά.
Ἕνα ὄχι ἀκριβῶς δένδρο ἀλλά ζιζάνιο τοῦ ὁποίου αἱ ῥίζαι καῖνε κάθε ἄλλη ῥίζα γειτνιαζομένου δένδρου. Δέν χρειάζεται καθόλου νερό, δέν χρειάζεται καθόλου ἐμπλουτισμένο χῶμα, μπορεῖ νά σκάσει μύτη παντοῦ! Καί ἡ ἀνάπτυξίς του εἶνε τρομακτικῶς ταχεία. Αὐταί του αἱ ἰδιότητες τό κάνουν νά εἶνε ἕνας ἐπιθετικός καρκίνος· οἱ γεωπόνοι ἔχουν κρούσει τόν τοῦ κινδύνου κώδωνα – μπορεῖτε νά γκουγκλάρετε “βρωμοκαρυδιά” γιά νά καταλάβετε. Τότες, ξέχασα τά πάντα ὅλα, ταξίδια, ξένες πολιτεῖες, κάστινγκ σέ ψηλοπυγεῖς δεσποινίδες, ὑποβολή σεβῶν σέ βετεράνους τοῦ 95 καί ἄρχισα σέ ῥυθμό ἐμμονικό, παραληρηματικό, καταλεπτῶς τέλος πάντων, νά ξεπατώνω βρωμοκαρυδιές. Δυστυχῶς, τό ῥιζικό της σύστημα εἶνε πολύ ἰσχυρό, τυχόν σπάσιμο ἁπλῶς καθυστερεῖ τήν ἀνάπτυξη, χρειάζεται ξερίζωμα (ὅταν εἶνε μικρή, μπορεῖ νά γίνῃ) ἀλλὰ καὶ ἔτσι, ἠδονιζόμανε. Βρωμοκαρυδιές τό λοιπόν. Παντοῦ· καί στά πέριξ τοῦ ἀδριάντος τοῦ Βασιλέως Νικολάου, πρός τόν ποταμόν. Ribnica. Τό σημεῖο ἐκεῖ εἶναι ἄς ποῦμε τό πιό κεντρικό τῆς πόλεως, τῆς πρωτευούσης. Ἀπό τήν μικρά πλατεία ἐκεῖ, μιά κλῖμαξ σέ κατεβάζει καί σέ στέλνει σέ ἕνα ἀπίστευτο μέρος. Κυλοῦσε ὁ ribnica, παραποταμάκι τοῦ κυρίως τῆς πόλεως ποταμοῦ (Morača) καί οἱ ἦχοι σέ ἔκαναν νά νομίζῃς ὅτι ξαφνικά ἔφθασες σέ κἄποιο χωριό. Ἡ θέα δέ πιό πέρα τῆς γέφυρας, φτιάχνει ἕνα περιβάλλον ἐντελῶς Ἥπειρος ξερωγώ, λίγο πρίν ἀπό τά ζαγοροχώρια.
Φοβόμανε μή χαθώ, μήν περάσει ἡ ὥρα καί χάσω τό ῥαντεβού (ἡ πεμπτουσία τοῦ ταξιδίου ἄλλως τε) γι’αὐτό καί πλήν ξεπατώματος βρωμοκαρυδιῶν, ἄφηνα σημάδια – μέ τήν ἄφθαστον μέθοδον τῶν κυναρίων. Πέρασα τήν γέφυρα καί ἀφοῦ ἀνηφόρισα ὀλίγον, ἔφθασα στό σημεῖο ὅπου τό Φρούριο. Ἐκτίσθη ἀπό ὀθωμανούς λίγο μετά ἀπό τήν κατάκτηση τοῦ Μαυροβουνίου τόν 15ο αἰῶνα. Δέν εἶναι καλοδιατηρημένο, σχεδόν ἐρείπιο θά τό ἔλεγες, ἀλλά ἀκόμα κι ἔτσι, ἔχει τό κατιτίς του. Κόσμος φυσικά βολτάρει, κοπέλες ἤβλεπα χάρμα ὀφθαλμῶν καί ἀνερωτώμην ἐάν... Ἀπό ἐκεί κάτω, παρά τῷ ποταμῷ, λέγεται ὅτι κάνουν μπάνιο οἱ ὄχι καί τόσο προνομιοῦχοι (ὅσο οἱ λοιποί, οἱ ἀδριατικίζοντες) μαυροβούνιοι, δέν εἶδα κανέναν ὡς τόσο νά εἶναι στό πλάτσα πλάτσα πλούτσα... Νοτίως τοῦ οὕτως εἰπεῖν φρουρίου, ἀρχινᾷ ἡ παλαιὰ πόλις. Πρόκειται γιά μία αὐθεντικῶς παλαιά πόλι, χωρίς αὐτό τό φτιασιδωμένο πού ἔχουν κἄποιες ἄλλες, ὅπως ἡ τῆς Βαρσοβίας π.χ. πού (ξανα)κτίσθηκε μετά τόν δεύτερο ΠΠ, τούς βομβαρδισμούς, στά ἴδια σχέδια μέ πρίν. Παλαιά πόλις χωρίς καμιά προσπάθεια τουριστικῆς προσελκύσεως – προφανῶς οἱ μαυροβούνιοι ἔχουν ἑστιάσει στά παράλιά των. Θυμίζει ἑλληνικό χωριό πού γειτνιάζει μέ κἄποιο ἄλλο στό ὁποῖο ἔχουν πέσει οἱ δημάρχοι (sic) καί τό ἔχουν κάνει χωριό – μοντέλο, ὅπως πχ τό Νυμφαῖο. Δύο τζαμιά μάνι μάνι ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἡ wikipedia κάνει λόγο γιά 11% ποντγκορίτσι μουσουλμάνους, ὁπότε θά ἔχουν πελατεία καίτοι ἐγώ εἶδα στό δεύτερο, μόνον δυό τρεῖς νά ἐκμεταλλεύωνται τῆς δροσιᾶς, τῆς ἡσυχίας καί νά ἔχουν παραδοθῇ στό κατά Πώ, ξαδελφάκι τοῦ θανάτου. Τό πρῶτο πού συναντᾷς (ἐρχόμενος ἐκ τῆς προαναφερθείσης γεφυρός) εἶναι τό Starodoganjska. Στόν 15ο αἰῶνα ἔχει τίς ῥίζες του, ἀλλά δέν τοῦ φαίνεται, καθ’ὅσον πολλάκις τό ἔχουν ἀνακαινίσει (αὐτή εἶνε ἡ ὀρθή λέξις; ). Τό δεύτερο εἶναι τό Osmanagic, πιό ἐμφανίσιμο ἀπόξω, ἔχει καί ἕνα ταφικό μνημεῖο κάτσε καλά, σάν περίπτερο νά τό πῶ; Δέν ξεύρω κι ἀπό ἀρχιτεκτονικά, ἐγώ μιά ἁπλῆ ὀρντινάτσα τοῦ κυρίου Σκοτωμενάκου εἶμαι, ἀποφοιτήσας πρώτη ἐσπερινοῦ ΤΕΛ στά Καμίνια.
Ὑπέβαλλα τά σέβη μου στόν Προφήτη ἀπαλλοτροιώνοντας ἕνα κομπολογάκι ὑπό τοῦ πρώτου τζαμιοῦ (ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἐξ ἄλλου εἷς ἐκ τῶν πέντε πυλώνων τῆς πίστεως, ἐνεργητικῶς ἤ παθητικῶς δέν μᾶς ἐξηγεῖται, ὅλη ἡ ἰκμάς ἑρμηνειῶν ἀνελώθη εἰς τό ποσάκις δέον νά παλαμοκροτᾶμε τήν σύζυγον ἡμῶν) καί κινήθην ἀνατολικῶς. Σέ μιάν λεωφόρο (Kralja Nikole), ἔπιασα νά ἀνηφορῶ, λεωφόρος ὁρίζουσα τό ἀνατολικό ἄκρον τῆς οἱονεὶ παλαιᾶς πόλεως. Ἐκεῖ, εἶδα καί ἕνα ἄλλο (ἀπό τά λιγοστά βεβαίως) ἀξιοθέατα τῆς πόλεως· τόν πύργον τοῦ ὡρολογίου. Ἀρκετὰ παλαιό, τοῦ 17ου αἰῶνος, ὀθωμανικό κι αὐτό, τό εἶχαν ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς γιά νά πᾷ’ νά προσευχηθοῦν, οἱ πιστοί τῆς Ὑποταγῆς. Τήν γλύτωσε στούς ἀρμαγεδωνικούς βομβαρδισμοί τοῦ Β΄ ΠΠ, τώρα δουλεύει τζάμι. Τό κύτταξα. Εὐτυχῶς. Εἶχα ἀκόμα χρόνο! Εἶχα νοιώσει λίγο μαγαρισμένος μέ τήν ἐπίσκεψιν σέ δύο συναπτά τζαμιά κι ἔψαχνα νά εὕρω κἄποιο κλίβανo ξερωγώ νά ἀποποιηθῶ τοῦ ἐπιμόνου κονιορτοῦ τοῦ إسلام, ἀλλά τίποτε γιά τό μέγεθό μου, τήν ἀρχοντικιάν κοιλίτσα καί τά τοιαῦτα. Πρός τοῦτο, ἀνηφόρισα πρός τήν παλαιοτέραν βασιλικήν τῆς Ποντγκορίτσης, τόν Ἄη Γιώργη. Μέσα, αἱ νωπογραφίαι ἦσαν ἐνδιαφέρουσες στήν ἐγκατάλειψίν των. Παλαιαί καί ξεφλουδισμέναι. Ἡ ἐκκλησιά στό ὅριον τῆς πόλεως, ἀπό ἐκεῖ ἀρχινᾷ ὁ λόφος, ὁ Γκόριτσας μέ τό ὄνομα, τό ποντ σημαίνει κάτω, ὁπότε ἐν τάξει, τό ῥέμπους ἦταν εὔκολα καταληπτό ἀκόμα καί γιά ἕναν μικρόνοα μπράβο κἄποιου μανιάτη ὑποκοσμίτου ὡς ἐγώ. Ὄπισθεν τοῦ ναοῦ, ἕνα κοιμητήριον τό ὁποῖον βρίσκεται ὡς πρώτη πρώτη φῶτο στό λῆμμα ἐγκαταλελειμμένο τῆς μεγάλης σοβιετικιᾶς ἐγκυκλοπαιδείας. Τυχόν ἀναστημένοι, κατά τήν ἡμέραν τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου μας παρουσίας στήν γῆ, δέν θά μπορέσουν νά βγοῦν στό ξέφωτο τῆς ἐκκλησίας καθ’ ὅσον πανάρχαιαι ὀξιαί ἔχουν καλύψει κάθε τῶν τάφων δαιδαλωδούμενο μονοπατάκι, ὁπότε σίγουρα, μέσῳ τοῦ λόφου τῆς Γκορίτσης θά ψάξουν τά κλιμάκια τοῦ Κρῖναι Ζῶντας καί Νεκρούς. Κι ἀπό ἐκεῖ, λίγο πιό γρήγορα πλέον, διότι ἡ ὥρα περνοῦσε, ἔσπευσα δυτικῶς. Πέρασα ἀπό τήν γέφυρα τῆς χιλιετίας (οκ, μιά γέφυρα εἶνε καί μάλιστα κακόγουστη ὡς σύγχρονη) καί πρός τόν καθεδρικόν τῆς πόλεως, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κἄνα μισό, ἕνα χιλιομέτρι τοῦ κέντρου μακράν καί ἡ δόμησις ἄρχιζε νά μήν εἶνε καί τόσο πιεστική. Ἕνα τεράστιο οἰκόπεδο παρά τοῦ Ναοῦ, μέ κἄτι παλαιοτάτους τάφους (δέν ὑπῆρχε κιγκλίδωμα νά ὁρίζῃ τυχόν κοιμητήριον) τούς ὁποίους ἔξυναν πάμπολλες βρωμοκαρυδιές. Στήν ἐκκλησιά εἶχα τρέξει μέ λαχτάρα διότι εἶχα διαβάσει πώς ὑπῆρχε φρέσκο μέ τόν Βελζεβούουλη νά ἔχῃ στό γκρίλ τῆς κολάσεως τόν Γιόζιπ Μπρόζ, τόν Κάρολον Μάρξ καί τόν Φρειδερίκο Ἔνγκελς, αὐτόν τόν σπουδαῖο συνεχιστή τῆς cuckoldιᾶς τῶν 700 θεσπιαίων. Φεῦ καί κάτσο! Δυστυχῶς ἡ ἀπόσπασις προσοχῆς ἀφ’ἧς πάσχω, μέ ἀπέτρεψε νά ἐλέγξω προσεκτικῶς τούς τοῖχοι, τίς κολῶνες, τόν τροῦλο καί τά τοιαῦτα ὥστε νά τό ἐντοπίσω! Τούς ἐντυπωσιακοί καί γεμάτους ἁγιογραφίες κατά τ’ἄλλα. Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ· ὅταν βλέπω, ὅταν κοινωνός γίνομαι ἀπό πάθια κομμουνιστῶν, μιά ἄφατος χαρά μέ κυριεύει καί ἀνταποκρίνεται ἔντονα το σῶμα μου – ἔ δέν ἔλεγε! Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ παλαιοημερολογίτισσες μαυροβούνιες γραῖες νά μέ κυνηγᾶνε τόν σάαατυρο μέ μαγκοῦρες – ἢ μᾶλλον ὄχι, μπορῶ, γι’αὐτὸ καὶ εὐτυχῶς πού δέν εἶδα αὐτήν τήν τοιχογραφία. Ἄλλως τε, οἷες χαρές, ἔπρεπαν γιά τό βράδυ, ὁπότε καί τό χάππενινγκ – κάστινγκ τέλος πάντων.
Ἀφῆνω ἀπ’ἔξω τό Κότορ καί τήν Μπούντβα, γιά τά ὁποῖα ἔχουν γραφῇ πολλά· στήν Ποντγκόριτσα διακρίνεις ἕναν καλῶς νοούμενο ἐπαρχιωτισμό – ἐξ ἄλλου σφυρηλατήθηκε στά χρόνια τῆς Ὁμοσπονδίας ὡς μιά πόλη μικρότερη κι ἀπό τίς μεσαίου μεγέθους τῶν Σερβίας καί Κροατίας, καίτοι ἔστω πρωτεύουσα μιᾶς ἐκ τῶν ἕξι δημοκρατιῶν. Ἦταν μάλιστα πάντα στήν σκιά τῆς Σερβίας, ἔχει ἐνδιαφέρον τό ὅτι κάθε δημοκρατία εἶχε τήν δική της σημαία, τό Μαυροβούνιο ὡς τόσο, εἶχε τήν ἴδια μέ τήν Σ.. Εἶδα παντοῦ καζίνο, ὄχι βεβαίως τιτανώδη ὅπως τά ἡμέτερα, ἔμοιαζαν μᾶλλον μέ τά δικά μας προποτζίδικα ἀλλά ὅλο αὐτό δείχνει μιά βάρβαρη νεοκαπιταλιστική βιαστική ἐπέλαση ἡ ὁποία σοῦ κακοφαίνεται ὅσο κι ἄν εἶναι ἑκατομμυριάκις ἀποδεκτότερος (ὁ καπιταλισμός) ἀπό τόν παρά φύσει ὑπαρκτό καίτοι ὁ τιτοϊκός ἀπό τά 1948 κι ἐντεῦθεν δέν ἦταν καί τόσο ὀρθόδοξος.
Τό κυριλλικόν ἀλφάβητον δυστυχῶς σπανίζει - εἴτε στίς ταμπέλες, εἴτε στά ἔντυπα. Πάντα βέβαια, ἀκόμα καί στήν Σερβία, στό πλαίσιο τῆς Νοτιοσλαβίας, ἦσαν ἐξοικειωμένοι οἱ ἀνατολικοί νότιοι γιοῦγκοι (ἐξαιροῦνται ὡστόσο οἱ βούλγαροι τῆς Μακεδονίας) μέ τό λατινικό καί χρησιμοποιοῦντο (τά ἀλφάβητα) παραλλήλως ἀλλά οἱ ποντγκοριτσιάνοι τό ἔχουν παρακάνει.
Ἕνα κἄποιο μουσεῖο (Museums and Galleries – ὁδὸς Marka Miljanova) πού τό διατρέχεις σέ 22 λεπτά ἀκόμα κι ἄν ἔχεις μόλις ὑποστεῖ ῥήξη χιαστῶν, εἶναι φιλότιμο. Ξεκινᾷ ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια μέ κἄτι ῥωμαϊκά ἐκθέματα καί φθάνει μέχρι τά χρόνια τῆς ἀντιστάσεως. Εἶναι καί δωρεάν, μέ κλιματισμό, ὀλιγόκοσμο (ἕως ἀνυπαρκτόκοσμο), μπορεῖς νά ξαποστάσῃς, νά ἀνοίξῃς καί τάπερ ἄν διαθέτῃς καί νά μασουλᾷς τά κρεατοσφαιρίδια θαυμάζοντας τούς μοντενεγκρίνους νά πολεμοῦν τόν ἄξονα. Σκληροί μάδερφάκερς οἱ μαυροβούνιοι, διέθεταν αὐτόνομο (ἀπό τοὐς ὀθωμανούς) θεοκρατικό καθεστώς ἀπό τά πολύ νωρίς, ὅπως γράφει κι ὁ σχωρεμένος Ῥαφαηλίδης στό ἡ Ἱστορία τῶν Βαλκανίων, τό ὁποῖον μόλις διαβάσῃς εἶσαι ψημένος νά ταξιδέψῃς στόν καμπινέ (τό πυριτιδαποθήκη εἶναι πλέον πασέ) τῆς Εὐρώπης – καί ἡ ἑλληνική δημοκρατία περιλαμβάνεται στόν (ὄχι καί τόσο ἀρνητικῶς ἀναφερόμενο) καμπινέ, εἴμεθα ἄλλως τε κορωνίς σέ περιττωματικές διακρίσεις ἡμεῖς οἱ νεοέλληνες.
Τό πρόβλημα βρωμοκαρυδιά εἶναι πολύ ἔντονο, σέ 30 χρόνια, θά ὑπάρχει μόνο αὐτό τό κωλοδέντρο
στήν πόλη, μιά πόλη τήν ὁποίαν κάνει τόσο γραφική ὁ ποταμός πού τήν διαπερνᾷ. Ἔστειλα ἕνα μήνυμα στό ὑπουργεῖο γεωργίας καί ἀγροτικῆς ἀναπτύξεως ([email protected]) ἀναφέροντας τό πρόβλημα – ἐλπίζω κἄποιος νά τό δῇ.
Αἱ γυναῖκες εἶναι ἐξόχως νοτιοσλαβίναι, ἰδιαίτερως καθώς – οὔπς, αὗται αἱ πληροφορίαι ἀφοροῦσιν τόν κύριο Σκοτωμενάκο, ἄλλως τε, ἤμουν σχεδὸν παντοῦ ἐκτός θέματος, μήν τό παρακάνω...