psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.649
- Likes
- 51.325
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ο μεγάλος & απρόβλεπτος σχεδιασμός της εκδρομής
- Μια τετραετία μετά…
- Νησιά & ποτά, τι πιο σύνηθες!
- Έχει όαση το Περού;
- Ώρα για βουνά
- Από νωρίς, με την αντάρα
- Η συνέχεια στην Sacred Valley
- Ollantaytambo για λίγο ακόμη
- Ξεκινώντας για το θαύμα
- Machu Picchu μέρος 2ο κι αλλαγή πόλης
- Cuzco, απ’ την αρχή ως τη βροχή
- Η αναζήτηση συνεχίζεται
- Centro Historico και πέριξ
- Ως την τελευταία νύχτα στις Άνδεις
- Εκδρομή στην Ιερή Κοιλάδα
- Μυθική πόλη για λίγο ακόμα & επιστροφή στην πρωτεύουσα
- Το ιστορικό κέντρο της Λίμα
- Μέχρι να φτάσει το βράδυ
- Τι, αυτό ήταν όλο κι όλο;
- Απολογισμός & συμπεράσματα 🇵🇪
Μια τετραετία μετά…
Πίνω τον τελευταίο κρύο καφέ σε Ελληνικό έδαφος κρατώντας στα χέρια μου το πολυπόθητο εισιτήριο που με οδηγεί στο Περού και με όλα όσα έγιναν προσπαθώ ακόμα να το συνειδητοποιήσω:
Η άβολη πρώτη πτήση έφτασε μετά από μια 40λεπτη καθυστέρηση στη Μαδρίτη δίχως να μας κοστίσει χρονικά, έτσι κατευθυνθήκαμε προς το τρενάκι του αεροδρομίου προκειμένου να φτάσουμε στο terminal των υπερατλαντικών για να πιάσουμε τη θέση μας στο Lounge, που σε τελική ανάλυση δε νομίζω ότι δικαιολογεί το κόστος του σε σχέση με άλλα που έχουμε επισκεφτεί:
Το αστείο βέβαια της υπόθεσης είναι το κάπνισμα, που βάσει των περιγραφών το καπνιστήριο είναι μόνο πέντε λεπτά μακριά. Γελάει ο κόσμος θα πω, κι εξηγούμαι αναλυτικά αμέσως.
Χώρος καπνιστών δεν υπάρχει σε ολόκληρο terminal που φεύγουν πτήσεις για το μισό πλανήτη, οπότε τα «θεωρητικά» πέντε λεπτά αφορούν μόνο την επιστροφή σου με το τρένο στο προηγούμενο. Συνεπώς για να μπορέσεις να καπνίσεις τα βήματα είναι πολύ απλά: Αφήνεις τις αποσκευές σου στο χώρο φύλαξης του lounge, φεύγεις αλλάζοντας όροφο, περνάς διαβατηριακό έλεγχο (πήρα και σφραγίδα Ισπανίας, τι νομίζετε), κατεβαίνεις στην πλατφόρμα, επιστρέφεις με το τρένο στο ευρωπαϊκό terminal, περπατάς κάμποσο μέχρι να βρεις το ασανσέρ, ξαναπερνάς έλεγχο αεροδρομίου, κατεβαίνεις με τις κυλιόμενες για να βρεις το χώρο καπνιστών, κι όλα αυτά από την ανάποδη προκειμένου να επιστρέψεις στο Lounge.
Συγχαρητήρια παιδιά, πολύ έξυπνο, μπορείτε να το κάνετε και λίγο δυσκολότερο για να το δούμε έτσι σαν μια ακόμα πρόκληση την άλλη φορά!
Τουλάχιστον η ώρα πέρασε εύκολα μ’ αυτές τις αηδίες και τα πήγαινε – έλα, με τα σακίδια μας να γεμίζουν προμήθειες και νεράκια προκειμένου να φορτωθούμε στο πολύ γεμάτο αεροπλάνο για τη μεγάλη αυτή πτήση στην άλλη άκρη της γης.
Μια πτήση που για άλλη μια φορά -όπως και πέρυσι που πήγα Αμερική- δε θυμάμαι τι έκανα και πως ακριβώς πέρασε τόσος χρόνος. Ούτε βιβλίο άνοιξα, ούτε υπολογιστή, ούτε πολυκοιμήθηκα, περιμένοντας απλά να φτάσουμε. Να αναφέρω κάπου εδώ ότι η θέση της Iberia ήταν αρκετά άνετη παραδόξως, παρόλο που η τύχη μου ήταν η γνωστή όπως σε κάθε τέτοιου είδους πτήση, έχοντας μπροστά μου ένα ζευγάρι χόμπιτ που σήκωσε το κάθισμα στο φυσιολογικό μόνο τις δύο φορές που σερβιρίστηκε το φαγητό.
Όπως και να ‘χει όμως, η άφιξη μας στη χώρα έγινε την προβλεπόμενη ώρα, με τις ουρές όμως στο διαβατηριακό έλεγχο να είναι αρκετά μεγάλες και δυσκίνητες, με αποτέλεσμα να φάμε χρόνο σ’ αυτό.
Ο ευγενέστατος οδηγός του transfer ντυμένος στα μαύρα λες και ήταν κοράκι που σχόλασε απ’ το γραφείο τελετών μας παρέλαβε από το χώρο των αφίξεων, ξεκινώντας αμέσως για το ξενοδοχείο. Η πρώτη εντύπωση από την Περουβιανή πρωτεύουσα οφείλω να πω ότι ήταν αποκαρδιωτική, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στην παραλιακή του Miraflores, μιας και ο δρόμος αρχικά περνούσε μέσα από τις φτωχογειτονιές της πόλης:
Το κακό σ’ αυτές τις περιπτώσεις με την πρωινή άφιξη είναι πως δε μπορείς να παραλάβεις το δωμάτιο κι αναγκάζεσαι να σκοτώσεις κάποιες ώρες. Έτσι κάναμε κι εμείς, αφού τσεκάραμε κι αφήσαμε τα πράγματα προς φύλαξη βγήκαμε για τις πρώτες αναγνωριστικές, αρχής γενομένης από το δημαρχείο του Miraflores που ήταν σχετικά δίπλα μας:
Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι αυτή η περιοχή είναι από τις λεγόμενες καλές της Λίμα απευθυνόμενη αρκετά σε τουρίστες, μιας και τα ξενοδοχεία ήταν εμφανώς πολυάριθμα στο σημείο. Το δικό μας μέλημα ήταν ν’ ασχοληθούμε με τα διαδικαστικά, πιο συγκεκριμένα να επισκεφτούμε ένα από τα γραφεία τουρισμού της χώρας (που τα κάνουν όλα και συμφέρουν) προκειμένου να προμηθευτούμε μια κάρτα SIM σε τιμή 150 pen η οποία ήταν αρκετή για να τη μοιραστούμε μέσω hotspot για δέκα μέρες, αλλά και να κάνουμε το πρώτο μας συνάλλαγμα:
Βέβαια διαδικασίες χωρίς την επίσημη υποδοχή στο Περού δε γίνονται, καθώς όπως είναι γνωστό παγκοσμίως αν δε βρέξεις το λαρύγγι σου δεν έχεις επισήμως φτάσει στον προορισμό σου! Πάλι καλά που η μπάρα της Ιρλανδικής «Molly’s» σέρβιρε από νωρίς:
Το ρολόι έδειχνε περασμένες έντεκα, οπότε παρόλη την κούραση μας είχαμε μπροστά μας ώρα προκειμένου να βγάλουμε απ’ τη μέση ορισμένα αξιοθέατα, κατηφορίζοντας για το λόγο αυτό την Av. José Larco με σκοπό να βγούμε στο διάσημο πάρκο Alfredo Salazar:
Περιηγηθήκαμε για λίγο εν μέσω πολυκοσμίας στο πάρκο με την ιδιαίτερη διακόσμηση με τα πλακίδια αλλά και τα περίεργα γλυπτά του:
Απέναντι μας απλωνόταν ο απέραντος Ειρηνικός ωκεανός που με μεγάλη χαρά έβλεπα πρώτη φορά από τόσο κοντά, δίνοντας κάποιες πολύ σπάνιες εικόνες όπως είναι λογικό:
Δε μείναμε για πολύ μιας και το αναψυκτήριο σέρβιρε αποκλειστικά αναψυκτικά, αποφασίζοντας να περπατήσουμε στην πολύ όμορφη Malecon, όπου αν κάτι μας έκανε εντύπωση πέρα από την ανεμπόδιστη θέα,
ήταν ο αρκετός κόσμος που βρισκόταν στο σημείο προκειμένου να γυμναστεί:
Φτάνοντας στο πάρκο Antonio Raimondi πιάσαμε ένα παγκάκι προκειμένου να ξαποστάσουμε για λίγο απέναντι από το Faro de la Marina, διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η κάρτα sim που αγοράσαμε μας έκανε νούμερα κι έπρεπε να το ξανακοιτάξουμε στο γραφείο έναντι του πάρκου:
Έτσι επιστρέψαμε πάλι προς το κέντρο μέσα από τα στενάκια, έχοντας όμως χρόνο στη διάθεση μας αποφασίσαμε να κάνουμε πρώτα μια στάση δροσιάς στο πασίγνωστο πάρκο Kennedy, όπου εκτός των άλλων είχαμε κι ένα προγραμματισμένο ραντεβού:
Ο Γιαννάκης ήρθε και μας βρήκε την ώρα που πίναμε τις πρώτες μας Cusqueña, καλωσορίζοντας μας στην «πόλη του», όπου ζει κι εργάζεται τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Θεσσαλονικιός, κολλητός κοινού μας φίλου, όπου με τον Νίκο είχαν ήδη γνωριστεί σε διακοπές στην Αμοργό κι εμένα που τον έβλεπα πρώτη φορά ήταν σα να τον γνωρίζω ήδη.
Αφού μας βοήθησε να αποκαταστήσουμε γρήγορα το πρόβλημα με τη SIM, ξεκινήσαμε μια ωραία βόλτα σε μια αναβαθμισμένη τελευταία γειτονιά του Miraflores, βλέποντας εκτός των άλλων και τις κλασσικές στενάχωρες εικόνες με τα οικήματα—φρούρια των περισσότερο πλουσίων που ζουν στην περιοχή:
Στόχος μας φυσικά ποιος άλλος απ’ το να πιούμε καμιά παγωμένη σ’ ένα πολύ ωραίο μαγαζί, κάτι που δε συνηθίζουν οι Περουβιανοί πριν το βράδυ όπως πληροφορήθηκα, όμως λάτρεψα το γεγονός πως η μεσαία φιάλη ήταν 660ml και η μεγάλη που τιμήσαμε του λίτρου:
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη ζωή του Γιάννη στη Λίμα, από τις δύσκολες εποχές της καραντίνας έως σήμερα, τη λατρεία των περουβιανών για το κοτόπουλο και το ποδόσφαιρο, τις βραδιές που άφησε πίσω του στη Θεσσαλονίκη και στο αγαπημένο του μπαράκι το Berlin, κι ενημερωθήκαμε για το τι πρέπει να προσέχουμε και τι να αποφύγουμε αν θέλουμε να βγούμε κεντρικότερα σε περίπτωση που προλαβαίναμε.
Όπως είναι λογικό η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουμε. Χαιρετηθήκαμε, πήραμε ένα έτοιμο γεύμα με κοτόπουλο κι εμείς όπως όλοι και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο για λίγες ώρες ύπνου, με τον ήλιο να μας έχει κάψει ήδη χωρίς να το πάρουμε γραμμή. Δύσκολη η ακτινοβολία στη Λίμα, θέλει προσοχή, καπέλο και υποχρεωτικά αντηλιακό…
Με δυσκολία ξυπνήσαμε γύρω στις εννιά το βράδυ προκειμένου να βγούμε μια μικρή βόλτα και να πιούμε τις μπύρες μας, κάτι που έγινε δίχως πολύ ψάξιμο στον όμορφο χώρο του «Dörcher Bier Miraflores» που μας έκανε το κλικ, με τις τιμές του ωστόσο να προσεγγίζουν τις ελληνικές.
Με τέσσερις μπυρίτσες στο χέρι και μερικά σνακ φτάσαμε στην ταράτσα του ξενοδοχείου για σβήσιμο λίγο μετά τις δώδεκα, ανάμεσα σε ψηλά, άχαρα κτήρια.
Είχαμε πολύ πρωινό ξύπνημα και δύσκολη μέρα μπροστά μας…
Πίνω τον τελευταίο κρύο καφέ σε Ελληνικό έδαφος κρατώντας στα χέρια μου το πολυπόθητο εισιτήριο που με οδηγεί στο Περού και με όλα όσα έγιναν προσπαθώ ακόμα να το συνειδητοποιήσω:
Η άβολη πρώτη πτήση έφτασε μετά από μια 40λεπτη καθυστέρηση στη Μαδρίτη δίχως να μας κοστίσει χρονικά, έτσι κατευθυνθήκαμε προς το τρενάκι του αεροδρομίου προκειμένου να φτάσουμε στο terminal των υπερατλαντικών για να πιάσουμε τη θέση μας στο Lounge, που σε τελική ανάλυση δε νομίζω ότι δικαιολογεί το κόστος του σε σχέση με άλλα που έχουμε επισκεφτεί:
Το αστείο βέβαια της υπόθεσης είναι το κάπνισμα, που βάσει των περιγραφών το καπνιστήριο είναι μόνο πέντε λεπτά μακριά. Γελάει ο κόσμος θα πω, κι εξηγούμαι αναλυτικά αμέσως.
Χώρος καπνιστών δεν υπάρχει σε ολόκληρο terminal που φεύγουν πτήσεις για το μισό πλανήτη, οπότε τα «θεωρητικά» πέντε λεπτά αφορούν μόνο την επιστροφή σου με το τρένο στο προηγούμενο. Συνεπώς για να μπορέσεις να καπνίσεις τα βήματα είναι πολύ απλά: Αφήνεις τις αποσκευές σου στο χώρο φύλαξης του lounge, φεύγεις αλλάζοντας όροφο, περνάς διαβατηριακό έλεγχο (πήρα και σφραγίδα Ισπανίας, τι νομίζετε), κατεβαίνεις στην πλατφόρμα, επιστρέφεις με το τρένο στο ευρωπαϊκό terminal, περπατάς κάμποσο μέχρι να βρεις το ασανσέρ, ξαναπερνάς έλεγχο αεροδρομίου, κατεβαίνεις με τις κυλιόμενες για να βρεις το χώρο καπνιστών, κι όλα αυτά από την ανάποδη προκειμένου να επιστρέψεις στο Lounge.
Συγχαρητήρια παιδιά, πολύ έξυπνο, μπορείτε να το κάνετε και λίγο δυσκολότερο για να το δούμε έτσι σαν μια ακόμα πρόκληση την άλλη φορά!
Τουλάχιστον η ώρα πέρασε εύκολα μ’ αυτές τις αηδίες και τα πήγαινε – έλα, με τα σακίδια μας να γεμίζουν προμήθειες και νεράκια προκειμένου να φορτωθούμε στο πολύ γεμάτο αεροπλάνο για τη μεγάλη αυτή πτήση στην άλλη άκρη της γης.
Μια πτήση που για άλλη μια φορά -όπως και πέρυσι που πήγα Αμερική- δε θυμάμαι τι έκανα και πως ακριβώς πέρασε τόσος χρόνος. Ούτε βιβλίο άνοιξα, ούτε υπολογιστή, ούτε πολυκοιμήθηκα, περιμένοντας απλά να φτάσουμε. Να αναφέρω κάπου εδώ ότι η θέση της Iberia ήταν αρκετά άνετη παραδόξως, παρόλο που η τύχη μου ήταν η γνωστή όπως σε κάθε τέτοιου είδους πτήση, έχοντας μπροστά μου ένα ζευγάρι χόμπιτ που σήκωσε το κάθισμα στο φυσιολογικό μόνο τις δύο φορές που σερβιρίστηκε το φαγητό.
Όπως και να ‘χει όμως, η άφιξη μας στη χώρα έγινε την προβλεπόμενη ώρα, με τις ουρές όμως στο διαβατηριακό έλεγχο να είναι αρκετά μεγάλες και δυσκίνητες, με αποτέλεσμα να φάμε χρόνο σ’ αυτό.
Ο ευγενέστατος οδηγός του transfer ντυμένος στα μαύρα λες και ήταν κοράκι που σχόλασε απ’ το γραφείο τελετών μας παρέλαβε από το χώρο των αφίξεων, ξεκινώντας αμέσως για το ξενοδοχείο. Η πρώτη εντύπωση από την Περουβιανή πρωτεύουσα οφείλω να πω ότι ήταν αποκαρδιωτική, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στην παραλιακή του Miraflores, μιας και ο δρόμος αρχικά περνούσε μέσα από τις φτωχογειτονιές της πόλης:
Το κακό σ’ αυτές τις περιπτώσεις με την πρωινή άφιξη είναι πως δε μπορείς να παραλάβεις το δωμάτιο κι αναγκάζεσαι να σκοτώσεις κάποιες ώρες. Έτσι κάναμε κι εμείς, αφού τσεκάραμε κι αφήσαμε τα πράγματα προς φύλαξη βγήκαμε για τις πρώτες αναγνωριστικές, αρχής γενομένης από το δημαρχείο του Miraflores που ήταν σχετικά δίπλα μας:
Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι αυτή η περιοχή είναι από τις λεγόμενες καλές της Λίμα απευθυνόμενη αρκετά σε τουρίστες, μιας και τα ξενοδοχεία ήταν εμφανώς πολυάριθμα στο σημείο. Το δικό μας μέλημα ήταν ν’ ασχοληθούμε με τα διαδικαστικά, πιο συγκεκριμένα να επισκεφτούμε ένα από τα γραφεία τουρισμού της χώρας (που τα κάνουν όλα και συμφέρουν) προκειμένου να προμηθευτούμε μια κάρτα SIM σε τιμή 150 pen η οποία ήταν αρκετή για να τη μοιραστούμε μέσω hotspot για δέκα μέρες, αλλά και να κάνουμε το πρώτο μας συνάλλαγμα:
Βέβαια διαδικασίες χωρίς την επίσημη υποδοχή στο Περού δε γίνονται, καθώς όπως είναι γνωστό παγκοσμίως αν δε βρέξεις το λαρύγγι σου δεν έχεις επισήμως φτάσει στον προορισμό σου! Πάλι καλά που η μπάρα της Ιρλανδικής «Molly’s» σέρβιρε από νωρίς:
Το ρολόι έδειχνε περασμένες έντεκα, οπότε παρόλη την κούραση μας είχαμε μπροστά μας ώρα προκειμένου να βγάλουμε απ’ τη μέση ορισμένα αξιοθέατα, κατηφορίζοντας για το λόγο αυτό την Av. José Larco με σκοπό να βγούμε στο διάσημο πάρκο Alfredo Salazar:
Περιηγηθήκαμε για λίγο εν μέσω πολυκοσμίας στο πάρκο με την ιδιαίτερη διακόσμηση με τα πλακίδια αλλά και τα περίεργα γλυπτά του:
Απέναντι μας απλωνόταν ο απέραντος Ειρηνικός ωκεανός που με μεγάλη χαρά έβλεπα πρώτη φορά από τόσο κοντά, δίνοντας κάποιες πολύ σπάνιες εικόνες όπως είναι λογικό:
Δε μείναμε για πολύ μιας και το αναψυκτήριο σέρβιρε αποκλειστικά αναψυκτικά, αποφασίζοντας να περπατήσουμε στην πολύ όμορφη Malecon, όπου αν κάτι μας έκανε εντύπωση πέρα από την ανεμπόδιστη θέα,
ήταν ο αρκετός κόσμος που βρισκόταν στο σημείο προκειμένου να γυμναστεί:
Φτάνοντας στο πάρκο Antonio Raimondi πιάσαμε ένα παγκάκι προκειμένου να ξαποστάσουμε για λίγο απέναντι από το Faro de la Marina, διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η κάρτα sim που αγοράσαμε μας έκανε νούμερα κι έπρεπε να το ξανακοιτάξουμε στο γραφείο έναντι του πάρκου:
Έτσι επιστρέψαμε πάλι προς το κέντρο μέσα από τα στενάκια, έχοντας όμως χρόνο στη διάθεση μας αποφασίσαμε να κάνουμε πρώτα μια στάση δροσιάς στο πασίγνωστο πάρκο Kennedy, όπου εκτός των άλλων είχαμε κι ένα προγραμματισμένο ραντεβού:
Ο Γιαννάκης ήρθε και μας βρήκε την ώρα που πίναμε τις πρώτες μας Cusqueña, καλωσορίζοντας μας στην «πόλη του», όπου ζει κι εργάζεται τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Θεσσαλονικιός, κολλητός κοινού μας φίλου, όπου με τον Νίκο είχαν ήδη γνωριστεί σε διακοπές στην Αμοργό κι εμένα που τον έβλεπα πρώτη φορά ήταν σα να τον γνωρίζω ήδη.
Αφού μας βοήθησε να αποκαταστήσουμε γρήγορα το πρόβλημα με τη SIM, ξεκινήσαμε μια ωραία βόλτα σε μια αναβαθμισμένη τελευταία γειτονιά του Miraflores, βλέποντας εκτός των άλλων και τις κλασσικές στενάχωρες εικόνες με τα οικήματα—φρούρια των περισσότερο πλουσίων που ζουν στην περιοχή:
Στόχος μας φυσικά ποιος άλλος απ’ το να πιούμε καμιά παγωμένη σ’ ένα πολύ ωραίο μαγαζί, κάτι που δε συνηθίζουν οι Περουβιανοί πριν το βράδυ όπως πληροφορήθηκα, όμως λάτρεψα το γεγονός πως η μεσαία φιάλη ήταν 660ml και η μεγάλη που τιμήσαμε του λίτρου:
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη ζωή του Γιάννη στη Λίμα, από τις δύσκολες εποχές της καραντίνας έως σήμερα, τη λατρεία των περουβιανών για το κοτόπουλο και το ποδόσφαιρο, τις βραδιές που άφησε πίσω του στη Θεσσαλονίκη και στο αγαπημένο του μπαράκι το Berlin, κι ενημερωθήκαμε για το τι πρέπει να προσέχουμε και τι να αποφύγουμε αν θέλουμε να βγούμε κεντρικότερα σε περίπτωση που προλαβαίναμε.
- Έχω πληροφορίες για ένα παλιό ροκ μπαρ σε όροφο/ταράτσα του είπα, εκεί θέλω να πάω.
- Που το ξέρεις εσύ αυτό ρε, είναι πολύ ψαγμένο, μπράβο, θα σου πω.
- Έχω τις πηγές μου από έγκυρο άτομο. (εύσημα στον @Señor_Nada για δεύτερη φορά στην ιστορία)
Όπως είναι λογικό η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουμε. Χαιρετηθήκαμε, πήραμε ένα έτοιμο γεύμα με κοτόπουλο κι εμείς όπως όλοι και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο για λίγες ώρες ύπνου, με τον ήλιο να μας έχει κάψει ήδη χωρίς να το πάρουμε γραμμή. Δύσκολη η ακτινοβολία στη Λίμα, θέλει προσοχή, καπέλο και υποχρεωτικά αντηλιακό…
Με δυσκολία ξυπνήσαμε γύρω στις εννιά το βράδυ προκειμένου να βγούμε μια μικρή βόλτα και να πιούμε τις μπύρες μας, κάτι που έγινε δίχως πολύ ψάξιμο στον όμορφο χώρο του «Dörcher Bier Miraflores» που μας έκανε το κλικ, με τις τιμές του ωστόσο να προσεγγίζουν τις ελληνικές.
Με τέσσερις μπυρίτσες στο χέρι και μερικά σνακ φτάσαμε στην ταράτσα του ξενοδοχείου για σβήσιμο λίγο μετά τις δώδεκα, ανάμεσα σε ψηλά, άχαρα κτήρια.
Είχαμε πολύ πρωινό ξύπνημα και δύσκολη μέρα μπροστά μας…
Last edited: