psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.649
- Likes
- 51.324
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ο μεγάλος & απρόβλεπτος σχεδιασμός της εκδρομής
- Μια τετραετία μετά…
- Νησιά & ποτά, τι πιο σύνηθες!
- Έχει όαση το Περού;
- Ώρα για βουνά
- Από νωρίς, με την αντάρα
- Η συνέχεια στην Sacred Valley
- Ollantaytambo για λίγο ακόμη
- Ξεκινώντας για το θαύμα
- Machu Picchu μέρος 2ο κι αλλαγή πόλης
- Cuzco, απ’ την αρχή ως τη βροχή
- Η αναζήτηση συνεχίζεται
- Centro Historico και πέριξ
- Ως την τελευταία νύχτα στις Άνδεις
- Εκδρομή στην Ιερή Κοιλάδα
- Μυθική πόλη για λίγο ακόμα & επιστροφή στην πρωτεύουσα
- Το ιστορικό κέντρο της Λίμα
- Μέχρι να φτάσει το βράδυ
- Τι, αυτό ήταν όλο κι όλο;
- Απολογισμός & συμπεράσματα 🇵🇪
Ξεκινώντας για το θαύμα
Το εγερτήριο ήταν για τις πέντε το πρωί μ’ εμένα να ξυπνάω λίγο νωρίτερα χωρίς κάποιο λόγο, βρίζοντας όμως για ιδιαίτερο λόγο, μιας και η δυνατή βροχή ακουγόταν ήδη πάνω στη στέγη με τη σπουδαία αυτή μέρα ν’ αρχίζει με τους χειρότερους οιωνούς για μας.
Ο ιδιοκτήτης μας χάρισε από ένα πλαστικό πόντσο και στεναχωρήθηκε που δε μας είχε έτοιμο πρωινό να πάρουμε μαζί μας, δε γινόταν όμως να περιμένουμε. Μέχρι να φτάσουμε στην πλατεία είχαμε γίνει κιόλας μούσκεμα, εμείς και τα πράγματα μας, οπότε δεν είχε νόημα για κάποιο μοτοταξί. Θα το πηγαίναμε έτσι μέχρι το σταθμό των τρένων, βρεγμένοι ως το κόκκαλο που λέει κάποιο άσμα, για μια μικρή αναμονή πριν ξεκινήσει υπό βροχή το σόου της επιβίβασης με κοπέλες να χορεύουν ντυμένες παραδοσιακά κρατώντας ταμπελάκια:
Η ίδια υπερπαραγωγή συνεχίζει και εντός βαγονιού με κάποια μικρά θεατρικά δρώμενα να παίζονται κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αν και τα νεύρα μου δε μπορώ να πω ότι ηρέμησαν ιδιαίτερα, μιας και ο κλιματισμός παρέμενε στο κρύο, με τη βροχή να στεγνώνει όσο γινόταν πάνω μας μ’ αυτόν εδώ τον τρόπο. Σκουπίζοντας συχνά το τζάμι κατάφερα να πάρω και μερικές φωτογραφίες, σ’ ένα δρομολόγιο που αν συνδυαζόταν με καλό καιρό θα ήταν φανταστικό:
Πριν συμπληρωθούν δύο ώρες είχαμε φτάσει στο χωριό Aguas Calientes, όπου το τρένο τερματίζει. Βγήκαμε έξω με τη βροχή να πέφτει ακατάπαυστα, ευτυχώς όμως είχαμε τους ανθρώπους του τρένου να καθοδηγούν όλους όσους έχουμε το πλήρες πακέτο εισιτηρίου, μέχρι να μας παραλάβει η υπεύθυνη του γραφείου και να μας οδηγήσει σ’ ένα από τα καφέ δίπλα απ’ την αφετηρία των λεωφορείων για να μας δώσει κατεύθυνση:
Η ουρά που ξεκινούσε από νωρίς ήταν ήδη τεράστια, με όλο και περισσότερο κόσμο να καταφτάνει στο ίδιο σημείο, το λεγόμενο σημείο εκκίνησης:
Είχαμε κάποιο χρόνο μπροστά μας για να πάρουμε δυνάμεις, κι αφού βάλαμε τη περιβόητη αναμνηστική σφραγίδα στο διαβατήριο μας, γνωρίσαμε τον ξεναγό που θα κάναμε μαζί του την περιήγηση και μπήκαμε κι εμείς στην ουρά. Κάτσε απ’ τα δεξιά του λεωφορείου για τις καλύτερες λήψεις μου είπε ο Λίο -αν θυμάμαι σωστά το Ασιατικό (!) όνομα του- με τον καιρό να μη βοηθάει ιδιαίτερα όμως στα 20 λεπτά που κάναμε να φτάσουμε στο μνημείο:
Εκεί συγκεντρωθήκαμε κι ως γκρουπ, τέσσερα άτομα όλοι κι όλοι τον αριθμό για αγγλόφωνη ξενάγηση, σχεδόν πριβέ δηλαδή με την τύχη να ξεκινά επιτέλους να μας χαμογελάει. Αφού τσεκάραμε τα εισιτήρια, ελεγχθήκαμε ονομαστικά για τρίτη φορά (οι άλλες δύο πριν την επιβίβαση) και ξεκινήσαμε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα μέσα στο σπουδαίο αυτό χώρο. Απίστευτο κι επιτέλους πραγματικό!
Τα πρώτα κτίσματα δεν άργησαν αν φανούν στα μάτια μας, με την ομίχλη να είναι ακόμα ιδιαίτερα έντονη στα τριγύρω βουνά κι όχι μόνο:
Ακολουθώντας τον ξεναγό ξεκινήσαμε την ανάβαση στα σκαλάκια, που μας υποσχέθηκε πως δε θα ‘ναι δύσκολη, όχι ότι αντιμετωπίζαμε κάποιο πρόβλημα δηλαδή μιας και κινούμασταν σε υψόμετρο μόνο 2.430 μέτρων, πταίσματα με λίγα λόγια!
Ε συγχωρήστε με, κάπου εδώ όμως δε μπορώ να σας μεταφέρω αυτούσιο το συναίσθημα όταν ο ήλιος ξεκίνησε να διαλύει σιγά – σιγά τα σύννεφα. Ότι και να γράψω είναι φτωχό, ωχριά μπροστά στο υπερθέαμα που είδαν τα μάτια μας και το δέος που νιώσαμε ξαφνικά στο μυαλό και το κορμί μας.
Τα μάτια μας δυσκολεύτηκαν να μη δακρύσουν, ευρισκόμενοι πλέον στο ιερό "αρχαίο βουνό" ή περισσότερο γνωστό ως Μάτσου Πίτσου, στο αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του μυθικού πολιτισμού των Ίνκας, σε ένα από τα επτά νέα θαύματα του κόσμου:
Τι να σχολιάσει κανείς για όσα επιτέλους βιώναμε; Προσπαθούσαμε απλά να απολαύσουμε τη στιγμή, ξεχνώντας ταλαιπωρία, βροχές και κρύο, αυπνίες, χώρια που μόλις βγήκε ο ήλιος και μείναμε με τα κοντομάνικα αρχίσαμε να πασαλειφόμαστε με αντηλιακά μη καούμε άλλη μια φορά.
Aκολουθήσαμε τον Λίο που μας οδήγησε σε μια πλατφόρμα με άπειρο κόσμο, ως το καλύτερο σημείο θέασης και λήψης εικονών, πλάι από ένα περιφραγμένο σημείο με αναβαθμίδες στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι κάτοχοι άλλου τύπου εισιτηρίου, αυτοί που έφταναν στον ιερό χώρο με τα πόδια:
Δε ξέρω και δε μπορώ να περιγράψω πάλι την απέραντη ομορφιά και την ιδιαίτερη ενέργεια του τόπου αυτού. Ας μιλήσει για άλλη μια φορά η εικόνα. Μόνο η εικόνα:
Ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε κι εμείς, ζώντας από κοντά το όνειρο όσο πλησιάζαμε περισσότερο τα 200 περίπου κτίσματα των Ίνκας, χωρισμένα αρχικά σε αγροτικό κι αστικό τομέα αλλά και βάσει κατηγοριών, όπως σπίτια, χώροι λατρείας, εκπαίδευσης, αποθήκες τροφίμων κ.α.
Το σηματοδοτημένο δρομολόγιο ήταν πολύ συγκεκριμένο, με τον εξαιρετικό ξεναγό μας να μη διστάζει να μας εξηγεί κάθε λεπτομέρεια χωρίς να του το ζητάμε πολλές φορές:
Όπως ενημερωθήκαμε ήμασταν μπροστά στο χώρο όπου οι Ίνκας είχαν αποθηκεύσει τους αμύθητους θησαυρούς τους πίσω από τα άπειρα βράχια με σκοπό να μείνουν υπό την κατοχή τους, κάτι που εν τέλει δε συνέβη καθώς κάποια χρόνια μετά εντοπίστηκαν από τους «κυνηγούς» με ανιχνευτές μετάλλου:
Περπατούσαμε ήδη στο σημείο που γινόταν οι θρησκευτικές τελετές από τους ιερείς, οι οποίοι σε κατάσταση ευφορίας (ή καλύτερα μέθης) με το παραδοσιακό τους ποτό έκαναν τα δικά τους:
Αυτός είναι ο περίφημος ναός του ήλιου, με το παραθυράκι του να βρίσκεται σε καθόλου τυχαίο σημείο ώστε να δέχεται τις ακτίνες του κατά τις ισημερίες του έτους. Στη δεύτερη εικόνα είναι ο πέτρινος βωμός των θυσιών, όπου οι ιερείς του Μάτσου Πίτσου ασκούσαν τις ιδιότητες τους:
Δεν έχει νόημα ίσως να εισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Γράφω από μνήμης, με τα περισσότερα εξάλλου να είναι λίγο πολύ γνωστά για όποιον έχει διαβάσει λίγα πράγματα για το σπουδαιότατο αυτό μνημείο, που η τύχη και η επιμονή που δείξαμε μας αξίωσε να δούμε από κοντά.
Ας μείνουμε στα βασικά…
Το εγερτήριο ήταν για τις πέντε το πρωί μ’ εμένα να ξυπνάω λίγο νωρίτερα χωρίς κάποιο λόγο, βρίζοντας όμως για ιδιαίτερο λόγο, μιας και η δυνατή βροχή ακουγόταν ήδη πάνω στη στέγη με τη σπουδαία αυτή μέρα ν’ αρχίζει με τους χειρότερους οιωνούς για μας.
Ο ιδιοκτήτης μας χάρισε από ένα πλαστικό πόντσο και στεναχωρήθηκε που δε μας είχε έτοιμο πρωινό να πάρουμε μαζί μας, δε γινόταν όμως να περιμένουμε. Μέχρι να φτάσουμε στην πλατεία είχαμε γίνει κιόλας μούσκεμα, εμείς και τα πράγματα μας, οπότε δεν είχε νόημα για κάποιο μοτοταξί. Θα το πηγαίναμε έτσι μέχρι το σταθμό των τρένων, βρεγμένοι ως το κόκκαλο που λέει κάποιο άσμα, για μια μικρή αναμονή πριν ξεκινήσει υπό βροχή το σόου της επιβίβασης με κοπέλες να χορεύουν ντυμένες παραδοσιακά κρατώντας ταμπελάκια:
Η ίδια υπερπαραγωγή συνεχίζει και εντός βαγονιού με κάποια μικρά θεατρικά δρώμενα να παίζονται κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αν και τα νεύρα μου δε μπορώ να πω ότι ηρέμησαν ιδιαίτερα, μιας και ο κλιματισμός παρέμενε στο κρύο, με τη βροχή να στεγνώνει όσο γινόταν πάνω μας μ’ αυτόν εδώ τον τρόπο. Σκουπίζοντας συχνά το τζάμι κατάφερα να πάρω και μερικές φωτογραφίες, σ’ ένα δρομολόγιο που αν συνδυαζόταν με καλό καιρό θα ήταν φανταστικό:
Πριν συμπληρωθούν δύο ώρες είχαμε φτάσει στο χωριό Aguas Calientes, όπου το τρένο τερματίζει. Βγήκαμε έξω με τη βροχή να πέφτει ακατάπαυστα, ευτυχώς όμως είχαμε τους ανθρώπους του τρένου να καθοδηγούν όλους όσους έχουμε το πλήρες πακέτο εισιτηρίου, μέχρι να μας παραλάβει η υπεύθυνη του γραφείου και να μας οδηγήσει σ’ ένα από τα καφέ δίπλα απ’ την αφετηρία των λεωφορείων για να μας δώσει κατεύθυνση:
Η ουρά που ξεκινούσε από νωρίς ήταν ήδη τεράστια, με όλο και περισσότερο κόσμο να καταφτάνει στο ίδιο σημείο, το λεγόμενο σημείο εκκίνησης:
Είχαμε κάποιο χρόνο μπροστά μας για να πάρουμε δυνάμεις, κι αφού βάλαμε τη περιβόητη αναμνηστική σφραγίδα στο διαβατήριο μας, γνωρίσαμε τον ξεναγό που θα κάναμε μαζί του την περιήγηση και μπήκαμε κι εμείς στην ουρά. Κάτσε απ’ τα δεξιά του λεωφορείου για τις καλύτερες λήψεις μου είπε ο Λίο -αν θυμάμαι σωστά το Ασιατικό (!) όνομα του- με τον καιρό να μη βοηθάει ιδιαίτερα όμως στα 20 λεπτά που κάναμε να φτάσουμε στο μνημείο:
Εκεί συγκεντρωθήκαμε κι ως γκρουπ, τέσσερα άτομα όλοι κι όλοι τον αριθμό για αγγλόφωνη ξενάγηση, σχεδόν πριβέ δηλαδή με την τύχη να ξεκινά επιτέλους να μας χαμογελάει. Αφού τσεκάραμε τα εισιτήρια, ελεγχθήκαμε ονομαστικά για τρίτη φορά (οι άλλες δύο πριν την επιβίβαση) και ξεκινήσαμε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα μέσα στο σπουδαίο αυτό χώρο. Απίστευτο κι επιτέλους πραγματικό!
Τα πρώτα κτίσματα δεν άργησαν αν φανούν στα μάτια μας, με την ομίχλη να είναι ακόμα ιδιαίτερα έντονη στα τριγύρω βουνά κι όχι μόνο:
Ακολουθώντας τον ξεναγό ξεκινήσαμε την ανάβαση στα σκαλάκια, που μας υποσχέθηκε πως δε θα ‘ναι δύσκολη, όχι ότι αντιμετωπίζαμε κάποιο πρόβλημα δηλαδή μιας και κινούμασταν σε υψόμετρο μόνο 2.430 μέτρων, πταίσματα με λίγα λόγια!
- Μην ανησυχείς, ο καιρός θα βοηθήσει, μου ‘πε με περίσσιο θράσος ο Περουβιανός ξεναγός βλέποντας τα ξενερωμένα σχεδόν μούτρα μου.
- Βλέπεις να βοηθάει; Του απάντησα με απορημένο ύφος δυσανασχετώντας λες κι έφταιγε αυτός…
- Εμπιστέψου με και δες σε λίγα λεπτά, αποκρίθηκε με βεβαιότητα και να που δικαιώθηκε!
Ε συγχωρήστε με, κάπου εδώ όμως δε μπορώ να σας μεταφέρω αυτούσιο το συναίσθημα όταν ο ήλιος ξεκίνησε να διαλύει σιγά – σιγά τα σύννεφα. Ότι και να γράψω είναι φτωχό, ωχριά μπροστά στο υπερθέαμα που είδαν τα μάτια μας και το δέος που νιώσαμε ξαφνικά στο μυαλό και το κορμί μας.
Τα μάτια μας δυσκολεύτηκαν να μη δακρύσουν, ευρισκόμενοι πλέον στο ιερό "αρχαίο βουνό" ή περισσότερο γνωστό ως Μάτσου Πίτσου, στο αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του μυθικού πολιτισμού των Ίνκας, σε ένα από τα επτά νέα θαύματα του κόσμου:
Τι να σχολιάσει κανείς για όσα επιτέλους βιώναμε; Προσπαθούσαμε απλά να απολαύσουμε τη στιγμή, ξεχνώντας ταλαιπωρία, βροχές και κρύο, αυπνίες, χώρια που μόλις βγήκε ο ήλιος και μείναμε με τα κοντομάνικα αρχίσαμε να πασαλειφόμαστε με αντηλιακά μη καούμε άλλη μια φορά.
Aκολουθήσαμε τον Λίο που μας οδήγησε σε μια πλατφόρμα με άπειρο κόσμο, ως το καλύτερο σημείο θέασης και λήψης εικονών, πλάι από ένα περιφραγμένο σημείο με αναβαθμίδες στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι κάτοχοι άλλου τύπου εισιτηρίου, αυτοί που έφταναν στον ιερό χώρο με τα πόδια:
Δε ξέρω και δε μπορώ να περιγράψω πάλι την απέραντη ομορφιά και την ιδιαίτερη ενέργεια του τόπου αυτού. Ας μιλήσει για άλλη μια φορά η εικόνα. Μόνο η εικόνα:
Ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε κι εμείς, ζώντας από κοντά το όνειρο όσο πλησιάζαμε περισσότερο τα 200 περίπου κτίσματα των Ίνκας, χωρισμένα αρχικά σε αγροτικό κι αστικό τομέα αλλά και βάσει κατηγοριών, όπως σπίτια, χώροι λατρείας, εκπαίδευσης, αποθήκες τροφίμων κ.α.
Το σηματοδοτημένο δρομολόγιο ήταν πολύ συγκεκριμένο, με τον εξαιρετικό ξεναγό μας να μη διστάζει να μας εξηγεί κάθε λεπτομέρεια χωρίς να του το ζητάμε πολλές φορές:
Όπως ενημερωθήκαμε ήμασταν μπροστά στο χώρο όπου οι Ίνκας είχαν αποθηκεύσει τους αμύθητους θησαυρούς τους πίσω από τα άπειρα βράχια με σκοπό να μείνουν υπό την κατοχή τους, κάτι που εν τέλει δε συνέβη καθώς κάποια χρόνια μετά εντοπίστηκαν από τους «κυνηγούς» με ανιχνευτές μετάλλου:
Περπατούσαμε ήδη στο σημείο που γινόταν οι θρησκευτικές τελετές από τους ιερείς, οι οποίοι σε κατάσταση ευφορίας (ή καλύτερα μέθης) με το παραδοσιακό τους ποτό έκαναν τα δικά τους:
Αυτός είναι ο περίφημος ναός του ήλιου, με το παραθυράκι του να βρίσκεται σε καθόλου τυχαίο σημείο ώστε να δέχεται τις ακτίνες του κατά τις ισημερίες του έτους. Στη δεύτερη εικόνα είναι ο πέτρινος βωμός των θυσιών, όπου οι ιερείς του Μάτσου Πίτσου ασκούσαν τις ιδιότητες τους:
Δεν έχει νόημα ίσως να εισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Γράφω από μνήμης, με τα περισσότερα εξάλλου να είναι λίγο πολύ γνωστά για όποιον έχει διαβάσει λίγα πράγματα για το σπουδαιότατο αυτό μνημείο, που η τύχη και η επιμονή που δείξαμε μας αξίωσε να δούμε από κοντά.
Ας μείνουμε στα βασικά…
Last edited: