underwater
Member
- Μηνύματα
- 2.820
- Likes
- 12.647
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ανταρκτική
Περιεχόμενα
Ήταν τέλος Ιανουαρίου, είχα γυρίσει λίγο καιρό πριν από το ταξιδάκι που είχα κάνει Βέλγιο και το στερητικό σύνδρομο είχε ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του. Πάνω που είχα αρχίσει να σκέφτομαι ποιά θα ήταν η επόμενη εξόρμησή μου, έλαβα ένα pm στο fb από τη Μ. η οποία με ρωτούσε αν ψηνόμουν για κάποια εξόρμηση την περίοδο του Πάσχα. Η απάντηση ήταν σαφής: «Of course I do»! Η Μ. είναι μια από τις καλύτερες φίλες μου. Γνωριστήκαμε το 2006 όταν κάναμε μεταπτυχιακό στη Σκώτια και αμέσως δέσαμε. Μετά το πέρας των σπουδών εγώ έκανα το σφάλμα και επέστρεψα, εκείνη πάλι αποδείχτηκε σοφότερη και παρέμεινε (είναι Πολωνέζα). Έκτοτε βρισκόμαστε 1-2 φορές το χρόνο, είτε στη Βρετανία, είτε στην Ελλάδα. Αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα κανονίζαμε κάτι σε «παρθένο» έδαφος!
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά να βρούμε προορισμό που να καλύπτει και τις δύο. Εγώ είμαι ούτως η άλλως σε φάση που ψήνομαι τρελά για Πολωνία, αλλά πώς να το προτείνω στην Πολωνέζα; Πρότεινα Πορτογαλία, δεν ενθουσιάστηκε. Μετά Τουρκία, δεν έβρισκε οικονομικά αεροπορικά. Πρότεινε Ισραήλ, της είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πατήσω εκεί λόγω ιδεολογικών πεποιθήσεων. Μετά μίλησε για Βουδαπέστη και άρχισα να το επεξεργάζομαι, αν και τη θεώρησα κάπως ξενέρωτη επιλογή. Τότε μου ήρθε η αναλαμπή και ανέφερα τη μαγική λέξη: Ιταλία. Αν και την είχα επισκεφτεί πολλές φορές μικρότερη, είχα να πάω από το 2006. Η Μ. πάλι δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκεί και ως μόνιμη κάτοικος Γλασκώβης (στην οποία οι ώρες της ημέρας που δεν βρέχει είναι σαφώς λιγότερες από αυτές που βρέχει) ήμουν σίγουρη πως θα εκτιμούσε μια μεσογειακή ανάπαυλα. Όντως της άρεσε η πρόταση και μου πέταξε δύο ιδέες, Ρώμη ή Τοσκάνη. Ρώμη είχα μείνει πολλές μέρες όταν είχα πρωτοπάει και η αλήθεια είναι ότι η εναλλακτική μιας πολύβουης πρωτεύουσας ανοιξιάτικα δεν με έψηνε τρομερά. Η Τοσκάνη πάλι ήταν τελείως to the point!
Μερικές μέρες αργότερα προστέθηκε και τρίτο μέρος στην κοριτσοπαρέα, η Κ., Σκωτσέζα φίλη της Μ. η οποία σε αυτή τη φάση μένει Βέλγιο. Εκεί άρχισε να δημιουργείται και ένα μικρό μπέρδεμα καθώς είχαμε κάποιες διαφορές στις μέρες που μπορούσαμε να πάμε (η Μ. και η Κ. κινούνταν βάσει το καθολικού Πάσχα, εγώ βάσει του ορθόδοξου. Η Μ. ως εκπαιδευτικός μπορούσε να διαθέσει τον περισσότερο χρόνο, η Κ. τον λιγότερο). Με τα πολλά κανονίστηκε η Μ. να πάει πρώτη και να περάσει μερικές μέρες μόνη της, μετά να σκάσει μύτη η Κ. και να μείνουν 1-2 μέρες οι δυο τους, εν συνεχεία να πάω εγώ και να περάσουμε 2 μέρες όλες μαζί και μετά να φύγει η Κ. και να ταξιδέψουμε για άλλες 4-5 μέρες οι δυο μας με τη Μ. Το παραπάνω με βόλεψε καθώς πριν πάω οι κοπέλες θα επισκέπτονταν κάποιους προορισμούς που είτε είχα πάει και δεν ήθελα να ξαναπάω (όπως την Πίζα) και κάποιους άλλους που χωρίς να έχω πάει δεν ήταν στις προτεραιότητες μου να τους επισκεφτώ (όπως τη Lucca).
Το να βγάλουμε το πρόγραμμα μας έβγαλε επίσης λίγο την πίστη για διάφορους λόγους. Εμένα μου είχε κολλήσει να πάω στη λίμνη Trasimeno (είναι στην Umbria, αλλά αρκετά κοντά στη Siena που ούτως ή άλλως θα επισκεπτόμασταν). Είχα ανοίξει και topic εδώ και ψαχνόμουν σχετικά. Αυτό όμως προϋπόθετε αμάξι και η Μ. λόγω του ότι έμαθε να οδηγεί στη Βρετανία φοβόταν να οδηγήσει από δεξιά. Η έλλειψη αμαξιού φαινόταν ανασταλτικός παράγοντας και στο κομμάτι της εξερεύνησης της φύσης της Τοσκάνης, αλλά με τα πολλά είπαμε να κλείσουμε διαμονή σε κάποιες περιοχές-κλειδιά και βάσει αυτών να δούμε στην πορεία το πώς θα κινηθούμε. Έτσι κλείσαμε 2 διανυκτερεύσεις Φλωρεντία, 3 Siena και μια στη Bologna (από εκεί θα πετούσαμε στην επιστροφή). Το ζήτημα budget ήταν επίσης πολύ σημαντικό. Η αλήθεια είναι πως και εγώ ήθελα να μην πληρώσω χρυσό το ταξίδι, αλλά τα κορίτσια είναι εν γένει ακόμα πιο hardcore. Η φίλη μου η Μ. είναι ο τύπος της κοπέλας που γυρίζει μόνη της την Ευρώπη με το ποδήλατό της και την βγάζει σε campings και hostel dorms για να καταλάβετε. Όσο να ‘ναι, για μένα αυτό είναι λίγο too much!
Όπως και να έχει όλες κάναμε νομίζω τις υποχωρήσεις μας και το αποτέλεσμα ήταν (από την δική μου πλευρά) 6μιση μέρες γεμάτες εμπειρίες, γέλιο, sightseeing, πολύ φύση, πολύ φαγητό και κρασί, κάμποσο περπάτημα και όλα αυτά σε αρκετά low-budget επίπεδα (αν δεν είχα ψιλοπαρασυρθεί με τα ψώνια χαλαρά το όλο πρόγραμμα δεν θα ξεπερνούσε τα 600-650 euros με αεροπορικά/διαμονή συμπεριλαμβανόμενα χωρίς να στερηθούμε τίποτα). Λεπτομέρειες οσονούπω!
Το βράδυ πριν την πτήση δεν κοιμήθηκα, δεν βρήκα νόημα, καθώς θα έπρεπε ούτως ή άλλως να ξυπνήσω πριν τις 5 για να είμαι on time στο αεροδρόμιο (πετούσα 7 η ώρα με την πρωινή της Alitalia). Ναι, είχα κλείσει με Alitalia για 2η φορά μετά το ταξίδι μου στο Βέλγιο το χειμώνα. Αν και δεν με είχε συγκλονίσει τότε, η τιμή τώρα ήταν και πάλι καλή, το ίδιο και οι ώρες (επειδή οικονομικά αεροπορικά είχα βρει και με Lufthansa, αλλά οι ώρες ήταν ό, τι να ‘ναι!). Το ζήτημα των αποσκευών με είχε προβληματίσει και πάλι (θα χαθούν ή δεν θα χαθούν; ), έτσι είχα αποφασίσει να ξαναπάρω χειραποσκευή. Το παραπάνω με δυσκόλεψε λίγο καθώς για μια εβδομάδα τέτοια εποχή χρειάζονται αρκετά ρούχα διαφορετικής υφής, να μην μιλήσω για τα αποθέματα σε αφρόλουτρο, σαμπουάν, κρέμες, αντηλιακά και λοιπά. Ναι, είναι αυτή η εποχή που τόσο το αντηλιακό όσο και το αδιάβροχο κρίνονται άκρως απαραίτητα για μια εξόρμηση στας εξοχάς! Τέλος πάντων, με τα πολλά τα κατάφερα και στρίμωξα τα απαραίτητα σε ένα trolley και μια (ομολογουμένως πολύ ευρύχωρη) γυναικεία τσάντα. Κατά τις 5 και κατέφτασε το ταξί και γύρω στις 5μιση ήμουν στο Βενιζέλο!
Όλα καλά στο αεροδρόμιο, έκανα ένα μικρό περασματάκι από τα duty-free να αγοράσω το αγαπημένο μου ανοιξιάτικο άρωμα σαν παιδί και εγώ, πήρα και ένα βιβλιαράκι για το ταξίδι («The Help» για όποιον ενδιαφέρεται, είχε βγει και ταινία φέτος, πολύ καλό ως εκεί που το έχω φτάσει) και έσπευσα στην gate. Ο τελικός μου προορισμός ήταν το αεροδρόμιο της Bologna με μιάμιση ώρα αναμονή στο Fiumicino. Ως συνήθως (καθώς η Alitalia δεν το έχει με τις φυσούνες) επιβιβαστήκαμε στο σχετικό λεωφορειάκι, ανεβήκαμε (ευτυχώς είχα κλείσει πολύ μπροστινές θέσεις και για τις δύο πτήσεις) και περιμέναμε. Περιμέναμε λίγο περισσότερο από ό, τι έπρεπε η αλήθεια είναι, οπότε φύγαμε με σχετική καθυστέρηση και φτάσαμε επίσης με σχετική καθυστέρηση (γύρω στο μισάωρο). Υπό άλλες συνθήκες θα είχα φρικάρει για το αν θα έφταναν στην ώρα τους οι αποσκευές μου στον τελικό προορισμό (δεν είμαι τόσο τρελή όσο φαίνομαι, απλά την έχω πάθει πολλές φορές), αλλά καθώς είχα τις χειραποσκευούλες μου μαζί μου ήμουν σε τρελή νιρβάνα και έβγαλα όλη την πτήση στις αγκάλες του Μορφέα!
Στο Fiumicino έμεινα ελάχιστα (είχαμε ήδη καθυστερήσει και με τα μπες-βγες στα λεωφορειάκια πέρασε η ώρα). Μολαταύτα βρήκα χρόνο και έφαγα ένα κρουασανάκι από ένα cafe του αεροδρομίου (μου αρέσουν τόσο πολύ τα ιταλικά κρουασάν, τσουρεκοφέρνουν κάπως!). Στην πτήση για Bologna η οποία κράτησε γύρω στο μισάωρο καθόμουν δίπλα σε έναν ηλικιωμένο Ιταλό κύριο, ο οποίος αρχικά μου φάνηκε ευγενής και gentleman (έβαλε το trolley μου στο ντουλάπι και τα σχετικά), εν συνέχεια όμως φάνηκε αρκετά λιγούρης, σε σημείο που να βάλω την εσάρπα μου πάνω στα πόδια μου για να τα κρύβει και να προσπαθώ να μην τον κοιτάω (και να πείτε ότι έχω και τα δίμετρα πόδια; Τι να πω; Περίεργοι τύποι που συναντάς στα αεροπλάνα!).
Το αεροδρόμιο της Bologna μικρό και όχι ιδιαίτερα καθαρό. Οι τουαλέτες δράμα! Τέλος πάντων, πήρα το aerobus για να κατέβω στο κέντρο (6 euros το εισιτήριο-ψιλοπολλά αν σκεφτεί κανείς πόσο μικρή είναι η απόσταση) και κατέβηκα στο σιδηροδρομικό σταθμό να πάρω το τραίνο που θα με πήγαινε Φλωρεντία. Το εισιτήριο το είχα κλείσει από πιο πριν και ήταν με το «γρήγορο» στα 25 euros (υπήρχε και πιο προνομιακή τιμή γύρω στα 17 euros την οποία δεν πρόλαβα, αλλά και πιο αργό και φτηνό τραίνο, το οποίο όμως ήταν αρκετά αργότερα και θεώρησα ότι δεν άξιζε να περιμένω). Όσο ανέμενα κάθισα στην πλατεία έξω από το σταθμό, πήρα και μια margherita στο όρθιο και άραξα λίγο παρατηρώντας τους γύρω μου. Ήταν μια απίστευτα ζεστή και ηλιόλουστη μέρα και ο σταθμός ήταν τίγκα στον κόσμο που μετακινούταν για το Πάσχα (Μ. Σάββατο δικό τους γαρ). Bologna είχα ξαναπάει πριν πολλά χρόνια και θυμόμουν ότι μου είχε αρέσει, έχοντας όμως μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου. Αυτό που εξέλαβα πάντως από την περιοχή γύρω από το σταθμό ήταν ότι πρόκειται για μια ζωντανή και αρκετά πολυεθνική πόλη, κάτι που πάντα με γοητεύει. Γενικότερα τόσο εκείνη την πρώτη, όσο και την τελευταία μέρα που γύρισα πιο επισταμένα την πόλη, είδα ότι υπάρχει έντονο μεταναστευτικό στοιχείο, κάτι που δεν ισχύει σε τόσο μεγάλο βαθμό στη Φλωρεντία, πόσο μάλλον στη Siena.
Όταν ήρθε το τραίνο μπήκα σε ένα τιγκαρισμένο βαγόνι και, καθώς ανασύρθηκαν θύμησες από ταξίδια με ελληνικές αμαξοστοιχίες, προετοιμάστηκα για δυνάμει καβγά με πιθανό καταπατητή της θέσης μου! Αλλά εντάξει, όλα καλά! Η θέση ήταν άδεια και γενικότερα όσο ήμουν μέσα δεν άκουσα να γίνεται κανένα ξεκατίνιασμα αλά ελληνικά! Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής η οποία διήρκησε περίπου 40’ το περάσαμε μέσα σε τούνελ, κάτι ελαφρώς ξενερωτικό. Διαπίστωσα ότι τα ιταλικά τραίνα έχουν Wi-Fi, αλλά δυστυχώς δεν ήταν δωρεάν. Έτσι ασχολήθηκα απλά με τον ταξιδιωτικό μου οδηγό και κάτι σημειώσεις που είχα.
Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε εκτός τούνελ διαπίστωσα ότι ο καιρός είχε βαρύνει αισθητά. Μόλις δε προσεγγίσαμε το σταθμό της Φλωρεντίας έβρεχε καταρρακτωδώς. Τρελό ξενέρωμα αν σκεφτεί κανείς ότι στη Bologna είχε 25 βαθμούς και ήλιο. Με το που βγήκα από το τραίνο έβαλα το αδιάβροχο μου και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, περνώντας μπλόκα Αράβων οι οποίοι προσπαθούσαν να μου πουλήσουν ομπρέλες (και να σκέφτομαι: αφού βλέπουν ότι φοράω το γαμάτο μου αδιάβροχο, είναι δυνατό να θεωρούν ότι υπάρχει περίπτωση να πάρω μια ομπρέλα η οποία με τον κωλοαέρα θα σπάσει άμεσα; ). Γενικότερα δεν το έχω με τις ομπρέλες, απόρροια της περιόδου που έζησα σε μια από τις πιο βροχερές πόλεις της Ευρώπης. Προτιμώ να γίνομαι μούσκεμα παρά να παλεύω με την ομπρέλα. Και σαφώς προτιμώ το αδιάβροχο και ας μην είναι τόσο κομψό.
Τέλος πάντων, καθώς η Μ. και η Κ. έκαναν sightseeing, εγώ κατευθύνθηκα προς το hostel που θα μέναμε για να αφήσω τα μπαγάζια, να κάνω ένα μπανάκι και να τις περιμένω. Γενικότερα ήμουν αρκετά φρικαρισμένη με την προοπτική των δύο πρώτων μας διανυκτερεύσεων. Όχι επειδή επρόκειτο για hostel, απεναντίας. Συχνά τα προτιμώ, ιδιαίτερα αν ταξιδεύω μόνη, λόγω του cozy περιβάλλοντος και της δυνατότητας να αλληλεπιδράσεις εύκολα με τους υπόλοιπους ενοίκους. Επιλέγω πάντα όμως δικό μου δωμάτιο με en-suite μπάνιο. Σε αυτή την περίπτωση δεν έπαιζαν τέτοιες πολυτέλειες όμως. Θα μέναμε σε 8-κλινο (ευτυχώς female) dorm και θα μοιραζόμασταν μπάνιο και ντους με τις υπόλοιπες του κοιτώνα. Έχετε ήδη φρικάρει; Εγώ να δείτε πόσο είχα (εντάξει, οι υπόλοιπες διαμονές που-να μην το παινευτώ- επιμελήθηκα εγώ ήταν σε πολύ όμορφα μέρη!). Το πώς καταλήξαμε σε αυτή την επιλογή στη Φλωρεντία είναι μια πονεμένη ιστορία, αλλά εντάξει, εμπειρίες. Και το πιο τραγικό; Η διαμονή σε 8-κλινο dorm στοίχιζε λίγο κάτω από 35 euros τη βραδιά.
Με λίγο ψάξιμο λόγω άκυρων οδηγιών που μου έδωσαν στο δρόμο βρήκα το hostel. Επρόκειτο για το PLUS Florence. Ήταν πολύ busy, αχανές, είχε κόσμο όλων των ηλικιών (με τους φοιτητές να πρωτοστατούν φυσικά) και εν γένει υπήρχε πολύ κινητικότητα. Χρειάστηκε να περιμένω καμιά ώρα για να ανέβω στο dorm λόγω του ότι το check-in ξεκινούσε στις 3 (απαράδεκτο!) και την έβγαλα σερφάροντας στο internet από το κινητό μου (είχε ομολογουμένως πολύ γρήγορο και δωρεάν Wi-Fi), καθώς η καταρρακτώδης βροχή σε συνδυασμό με την κούραση δεν με προδιέθετε για μοναχικό sightseeing. Όταν κάποια στιγμή ανέβηκα με χαρά διαπίστωσα ότι αφενός μας είχαν βάλει για την βραδιά σε 6-κλινο, αφετέρου δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί, οπότε έκανα το ντουζάκι μου με την ησυχία μου. Βρώμικα δεν ήταν, αλλά σίγουρα δεν ήταν και το πλέον πεντακάθαρο μέρος. Ευτυχώς είχα προμηθευτεί πλαστικά καλύμματα λεκάνης και διάφορα απολυμαντικά. Βγαίνοντας από το ντους και καθώς είχα αρχίσει να γλαρώνω έσκασε μύτη μια περίεργη κυρία γύρω στα 60 με έντονο βήχα και αρκετά ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Καθώς προσπάθησα να κοιμηθώ για κάνα μισάωρο πριν έρθουν οι άλλες σκέφτηκα τα λόγια του Traveller για την ποιότητα ταξιδιού όταν κλείνεις τα 25 (ζημιά μας έχει κάνει αυτό το forum!) κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι. Αν και διαφωνώ με το «μαθηματικό» της υπόθεσης, σίγουρα το να κοιμάμαι σε ένα 6-κλινο dorm ενάμιση μήνα πριν γίνω 31 δεν μπορώ να πω ότι με έκανε να αισθάνομαι και πολύ καλά.
Λίγη ώρα μετά ήρθαν και τα κορίτσια. Αφού είπαμε για λίγο χαρωπά τα νέα μας και μου διηγήθηκαν τι είχαν δει αποφανθήκαμε ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε ψιλοάμεσα, καθώς η Κ. είχε κλείσει εισιτήρια για όπερα και έπρεπε να τσιμπήσουμε και κάτι στο μεταξύ. Οι άλλες είχαν την αναλαμπή να πάνε για λίγο στο «spa» του hostel, το οποίο είχε υποτίθεται πισίνα, σάουνα και χαμάμ. Εμένα, αν και είχα πάρει μαγιό, η ιδέα δεν με τρέλανε, καθώς δεν είχε περάσει ακόμα το πολιτισμικό σοκ που μου προκάλεσαν το χαοτικό hostel και το dormitory. Οπότε προτίμησα να χαλαρώσω και να ετοιμαστώ με την ησυχία μου. Όταν ήρθαν οι άλλες μου είπαν ότι το «spa» ήταν αποτυχία, καθώς τίποτα δεν λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Η πισίνα αν και εσωτερική ήταν κρύα, η σάουνα έβγαζε υπολείμματα ζεστού αέρα και πάει λέγοντας. Στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει οπότε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για φαγητό, οπότε καταλήξαμε στο εστιατόριο του hostel (τώρα που τα σκέφτομαι διαπιστώνω ότι η πρώτη μέρα ήταν κάπως cult και σίγουρα όχι αντίστοιχη με τις επόμενες). Παραδόξως το φαγητό ήταν συμπαθές. Εγώ πήρα μια pizza vegeteriana και τα κορίτσια lasagna, συν ένα μπουκάλι λευκό κρασί στη μέση. Η pizza και το μερίδιό μου στο κρασί δεν έκαναν πάνω από 8-9 euros.
Βγαίνοντας στο δρόμο είδα με ικανοποίηση ότι η πολύ βροχή είχε σταματήσει και απλά ψιχάλιζε. Η περιήγηση στα δρομάκια της Φλωρεντίας ήταν ευχάριστη. Παραδόξως δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω και ας ήταν σαββατόβραδο. Η όπερα που είχαμε κλείσει να δούμε ήταν η «La Traviata» στο Teatro Auditorum al Duomo. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο μουσικό είδος ποτέ δεν με συγκινούσε αλλά δεν με χάλασε και η ιδέα να παρακολουθήσω μία παράσταση για την εμπειρία. Φτάνοντας στο θέατρο διαπίστωσα ότι συστεγαζόταν με ένα ξενοδοχείο και γενικότερα φαινόταν μάλλον τουριστικό και όχι τόσο μεγαλόπρεπες όσο φανταζόμουν. Η αίθουσα ήταν απλή (όπως και η σκηνή και τα σκηνικά) και έμεινε μισογεμάτη. Μου άρεσε το ότι είχε ζωντανή μουσική (βέβαια λογικά αυτό συμβαίνει πάντα στις όπερες). Από εκεί και πέρα δεν ενθουσιάστηκα. Οι ερμηνευτές δεν με εντυπωσίασαν, αν εξαιρέσουμε αυτόν που είχε το ρόλο του πατέρα ο οποίος ήταν εξαιρετικός, και σε κάποια φάση υπήρξε και μια «κοιλιά», ενδεχομένως επειδή ήταν η πρώτη μέρα της παράστασης. Εν τω μεταξύ, με το που ξεκίνησε το έργο με έπιασε μια έντονη κρίση δίψας (είμαι πολύ του νερού και δεν είχα πιει πριν φύγουμε από το hostel) και μεταξύ 2ης και 3ης πράξης που η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο βγήκα έξω ψάχνοντας μάταια για το bar του θεάτρου! Πουθενά bar! Με τα πολλά ένας κύριος μου είπε ότι αν ήθελα νερό μπορούσα να πάω στο roof bar του συστεγαζόμενου ξενοδοχείου. Τι να κάνω, πήγα, για να με ενημερώσει ένας σερβιτόρος ότι είχαν μόλις κλείσει! «Τι στιγμές ζω», σκέφτηκα. Ο ταλαίπωρος με λυπήθηκε καθώς φαίνεται και αφού με ρώτησε τι ήθελα μου έφερε μία κανατάρα νερό το οποίο σχεδόν εξαφάνισα σε μερικά δευτερόλεπτα! Και μετά μου κάνει τη θεϊκή ερώτηση: «να το χρεώσω στο δωμάτιο σας»; Του εξήγησα ότι δεν, ότι ήμουν από το θέατρο και λοιπά και αν ήθελε να πληρώσω μετρητά και αφού το σκέφτηκε λίγο μου είπε «Μπα! Στο κερνάω! Μην αναλωνόμαστε σε μπελάδες!». Πάλι καλά, τον ευχαρίστησα και κατευθύνθηκα προς το θέατρο σίγουρη ότι θα είχε ξεκινήσει. Ευτυχώς δεν είχε και παρακολούθησα την τελευταία πράξη ψιλονυσταγμένη.
Τα κορίτσια μετά ήθελαν μπαρότσαρκα! Εγώ η αλήθεια είναι ότι ήμουν κουρασμένη και χωρίς όρεξη (η όπερα με είχε αποτελειώσει!), αλλά δεν ήθελα να χαλάσω την παρέα. Παραδόξως όλα ήταν κλειστά και ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε, αν εξαιρέσουμε κάτι μισομεθυσμένους έφηβους που κυκλοφορούσαν με μπύρες στο χέρι (una faccia una razza που λένε). Τα κορίτσια είχαν προβληματιστεί. Τους είπα ότι και στην Ελλάδα το Μ. Σαββατο ισχύει το ίδιο και ότι τα bars ανοίγουν μετά την Ανάσταση. Τους φάνηκε κάπως περίεργο, το ψάξαμε λίγο παραπάνω, αλλά καθώς δεν κινούταν τίποτα κατευθυνθήκαμε προς το hostel. Δίπλα από το hostel υπήρχε μια εκκλησία και από ό, τι είδαμε είχε λειτουργία και πολύ κόσμο, οπότε και πάλι υπέθεσα ότι μάλλον ισχύει λίγο-πολύ ό, τι και στο δικό μας Μ. Σαββατο.
Γύρω στις 12 και ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι (μα τι σπαστικό ήταν και αυτό στο dorm να φοβάσαι να κουνηθείς μην ενοχλήσεις και να ψάχνεις σαν τυφλοπόντικας το ατομικό φωτάκι του κρεβατιού; ). Η πρώτη μέρα, χωρίς να έχω περάσει άσχημα, δεν με είχε ενθουσιάσει, αλλά η επομένη φαινόταν να έχει καλύτερες προοπτικές με το Scoppio del Carro το πρωί (το φημισμένο φλωρεντινό έθιμο του Πάσχα) και την βόλτα στην Piazzale Michelangelo!
Την επομένη ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, καθώς περιμέναμε πώς και πώς να δούμε τους εορτασμούς της πασχαλινής Φλωρεντίας. Τα κορίτσια πήγαν για πρωινό (το hostel παρείχε με 6 euros τη δυνατότητα απεριόριστου continental μπουφέ). Εγώ σκέφτηκα ότι σιγά μην έτρωγα στην Ιταλία αυγά και λουκάνικα και προτίμησα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω, να κάνω μπάνιο και να τσιμπήσω κάτι αργότερα.
Βγαίνοντας από το hostel έβρεχε αρκετά και είχε ψύχρα. Βάλαμε τα αδιάβροχά μας και βουρ! Πολύς κόσμος στους δρόμους, όλοι με τις ομπρέλες τους και οι περισσότεροι με κατεύθυνση το Duomo. Βλέπετε έφτανε η ώρα για ένα από τα γνωστότερα ιταλικά πασχαλινά έθιμα, το Scoppio del Carro (ή ελληνιστί την Έκρηξη του Κάρου). Ένα φαντεζί κάρο τοποθετείται έξω από το Duomo, πάνω στο οποίο κάποια στιγμή εκτοξεύεται μια ρουκέτα με φιτίλι αναμμένο από την «αγιασμένη φωτιά», ξεκινώντας μια θεαματική φιέστα με πυροτεχνήματα! Το συγκεκριμένο έθιμο ξεκίνησε ως ενθύμηση της πρώτης Σταυροφορίας του 1099. Για περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ.
Η βροχή και η πολυκοσμία σε συνδυασμό με τις χιλιάδες ανοιχτές ομπρέλες έκαναν τη διαδικασία προσέγγισης του Duomo λίγο mission impossible! Και μόλις τα καταφέραμε δεν μπορούσαμε να δούμε καλά-καλά το κάρο (ειδικά εγώ, οι άλλες δύο ως Βορειοευρωπαίες γυναικάρες με αρκετούς πόντους ύψους παραπάνω όλο και κάτι κατάφερναν!). Και τότε εγένετο θαύμα! Λίγο πριν αρχίσουν τα πυροτεχνήματα η βροχή απλά σταμάτησε, οι ομπρέλες έκλεισαν και το οπτικό μας πεδίο διευρύνθηκε αρκετά! Και ξαφνικά ακούστηκε το πρώτο «μπαμ» και άρχισε το πανηγύρι! Ήταν ομολογουμένως αρκετά εντυπωσιακό! Καπνοί, πολύχρωμα πυροτεχνήματα και όλα αυτά μια ανάσα από τα μεσαιωνικά κτίρια της πλατείας! Το πλήθος ήταν ενθουσιασμένο, οι Ιταλοί φαίνονταν περήφανοι και γενικότερα η όλη φάση δημιουργούσε πολύ θετικά συναισθήματα σε όποιον παρακολουθούσε. Με το που τελείωσε το event οι ουρανοί άνοιξαν και πάλι, το ίδιο και οι ομπρέλες, ενώ τα μάτια μας κινδύνευσαν να τραυματιστούν αρκετές φορές. Ειδικά ένας ηλικιωμένος κυριούλης μπροστά μας είχε κάνει τάμα να μας στραβώσει! Ιδίως σε κάποια φάση που είχε χάσει τη γυναίκα του και γυρνούσε αριστερά-δεξιά σαν χαμένος φωνάζοντας «Gina! Gina!» τεστάραμε την ευελιξία μας προσπαθώντας να τον αποφύγουμε. Η Τζινάρα βέβαια βρέθηκε και σαν μεσογειακή σύζυγος που σέβεται τον εαυτό της του τα έχωσε δυναμικά για το πόσο απρόσεκτος ήταν με την ομπρέλα του!
Σκηνές από το Scoppio del Caro
Μετά το Scoppio ακολούθησε κάτι σαν παρέλαση με φιλαρμονική, άντρες με θεόμουρλα ρούχα και γυναίκες που μοίραζαν ανθάκια, αλλά δεν κατάφερα να βγάλω καμιά φωτογραφία της προκοπής, καθώς οι ομπρέλες με εμπόδιζαν.
Αφού περπατήσαμε λίγο ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς, αποφανθήκαμε ότι θα ήταν σώφρον να κάτσουμε σε κάποιο cafe για λίγο, να πάρω κι εγώ το πρωινό μου, να πιουν και κάνα καφέ οι άλλες. Οι βιτρίνες του Robiglio με τα σοκολατένια αυγά και τα πασχαλινά καλούδια μας τράβηξαν την προσοχή και όντως πήγαμε και κάτσαμε εκεί. Χαλάρωση, ενώ ήπια έναν φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι και έφαγα ένα θεϊκό κρουασάν σοκολάτα.
Οι βιτρίνες του Robiglio
Σε κάποια φάση που έπεσε κάπως η βροχή βγήκαμε για περπάτημα. Η πασχαλινή Φλωρεντία ήταν γεμάτη κόσμο παρά τον κατακλυσμό, ενώ μου έκανε αρκετή εντύπωση το ότι τα πάντα ήταν ανοιχτά. Περιδιαβήκαμε στους δρόμους, αράξαμε λίγο στην Piazza della Signoria με τα αντίγραφα αναγεννησιακών αγαλμάτων, περπατήσαμε έξω από την Uffizi (οι άλλες είχαν πάει την προηγούμενη μέρα και εγώ δεν ήμουν σε mood μουσείου), κατευθυνθήκαμε προς την παραποτάμια περιοχή και βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες στο Ponte Vecchio, ενώ περάσαμε το ποτάμι πορευόμενες προς την Piazzale Michelangelo. Η καταρρακτώδης βροχή δεν σταματούσε, εγώ μολαταύτα μάλλον τη βίωνα ως καθαρτική εμπειρία, αισθανόμενη απόλυτη ψυχική ηρεμία και ξεγνοιασιά. Η Μ. μάλλον δεν είχε την ίδια άποψη πάντως, και έτσι σταματήσαμε σε ένα χαριτωμένο καφέ-μπιστρό να πιούμε κάτι. Εγώ το έριξα στο κρασί, ενώ σε λίγο πεινάσαμε οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κάτι από το μικρό αλλά ενδιαφέρον μενού ημέρας που είχαν. Εγώ επέλεξα φιλέτο γαλοπούλας (ξέρω, φαίνεται ανιαρό πιάτο, αλλά η πλούσια πικάντικη σάλτσα με τις πιπεριές που είχε το έκανε πολύ εύγευστο). Έτσι έφαγα το μεσημεριανό μου συνοδεία κρασιού για λιγότερο από 15 euros.
Βροχερή Φλωρεντία
[attach=full]32059[/attach]
Σε εκείνη τη φάση σταμάτησε η βροχή και συνεχίσαμε την πορεία μας προς την Piazzale Michelangelo, το μέρος που, σκαρφαλωμένο καθώς είναι σε ένα ύψωμα, χαρίζει μια καταπληκτική πανοραμική θέα στην πόλη της Φλωρεντίας. Μετά από αρκετή ανηφόρα φτάσαμε σε μια υπερβολικά αδιάφορη πλατειούλα, η οποία είχε όμως όντως συγκλονιστική θέα στην πόλη, τα γύρω τείχη, τον ποταμό Arno και τη φύση της Τοσκάνης. Καθίσαμε κάμποσο εκεί βγάζοντας φωτογραφίες και συζητώντας, ενώ όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότεροι τουρίστες κατέφταναν.
Φλωρεντία από ψηλά
Όταν διαπιστώσαμε ότι είχαμε παραγίνει πολλοί ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε προς το κέντρο, ενώ κάναμε ένα πέρασμα από το Giardino delle Rose, έναν χαριτωμένο κήπο με πλήθος φυτών και λουλουδιών, σιντριβάνια, λιμνούλες και ορισμένα γλυπτά. Ωραία ήταν.
Διασχίζοντας τη γέφυρα ο Arno φαινόταν μαγευτικός. Έχω γενικότερα κόλλημα με το νερό, είτε πρόκειται για θαλασσινό, είτε για ποτάμια και λίμνες.
Συνεχίσαμε με βόλτα στους δρόμους και επίσκεψη στα μαγαζιά, καθώς η Μ. είχε μπανίσει κάτι κομμάτια στα Zara που της είχαν αρέσει. Οι τιμές πάντως ήταν ίδιες ή και πιο πάνω από Ελλάδα, οπότε δεν αγόρασα τίποτα. Σε κάποια φάση μας έπιασε λιγούρα για gelato. Δυστυχώς βρισκόμασταν δίπλα στο Duomo, ακόμα πιο δυστυχώς το μαγαζί που μας κέντρισε την προσοχή ήταν τελείως κεντρικά και ως αποκορύφωμα επιλέξαμε το παγωτό μας σαν πρόβατα χωρίς να κοιτάξουμε τιμή, καταλήγοντας να πληρώσω 8 euros για μια μπάλα gelato tiramisu, επειδή είχα διαλέξει «fancy» χωνάκι. Όπως διαπιστώσαμε η τιμή δεν καθοριζόταν από το πόσες μπάλες έπαιρνε κάποιος, αλλά από το τι χωνάκι θα επέλεγε. Τα 8 euros με ξένερωσαν αρκετά, αλλά το παγωτό ήταν ομολογουμένως αρκετά καλό. Εξάλλου η περίπτωσή μου δεν ήταν τόσο απελπιστική όσο της Μ., που το δικό της χωνάκι ήταν ακόμα πιο fancy και πλήρωσε 10 euros!
Το παγωτό των 8 euros
Η ώρα είχε περάσει, ήταν αργά το απόγευμα και είπαμε να πάμε πίσω στο hostel να ξεκουραστούμε, καθώς η Κ. θα έπρεπε σε μερικές ώρες να πάρει το τραίνο για Bologna από όπου θα πέταγε την επομένη για Βρυξέλλες. Κι εγώ με τη Μ. όμως έπρεπε να κοιμηθούμε καλά καθώς την επομένη είχαμε wine tour, επίσκεψη στο San Gimignano και μετά αναχώρηση για Siena. Όντως γυρίσαμε, κι αφού μεταφέραμε τα μπαγάζια μας στον 8-κλινο αυτή τη φορά dorm όπου θα διανυκτερεύαμε (τα κορίτσια ακόμα θα θυμούνται τα γουρλωμένα μου μάτια την ώρα που τον πρωτοαντίκρυσα), αράξαμε στο εστιατόριο του hostel όπου η Κ. έφαγε μια μακαρονάδα, η Μ. ήπιε ένα τσάι κι εγώ επέλεξα και πάλι κρασί. Λίγο μετά πείνασα κιόλας και έφαγα και μια μπρουσκέτα (ήταν πολύ νόστιμη, φρέσκο φρυγανισμένο ψωμί, φρέσκια ντοματούλα και λαδάκι. Μεγάλη ποσότητα και μόνο 3.5 euros!), ενώ η Κ. μου διηγούταν για τα ταξίδια της στην Ελλάδα και τη συνεργασία της με τους Έλληνες και Κύπριους συναδέλφους της στις Βρυξέλλες, τους οποίους παραδόξως εξυμνούσε. Γενικότερα σε αυτό το ταξίδι μου έκανε εντύπωση το ότι δεν είδα ούτε μια ξινισμένη φάτσα όταν ανέφερα την καταγωγή μου, αντιθέτως όλοι ήταν ενθουσιώδεις θυμίζοντάς μου τον παλιό καλό καιρό!
Όταν έφυγε η Κ. ανεβήκαμε και εμείς στο dorm και ετοιμαστήκαμε για ύπνο. Εγώ κοιμήθηκα εύκολα μετά από λίγο σερφάρισμα στο internet και ανταλλαγή μηνυμάτων με την κολλητή μου, η Μ. όμως μου είπε ότι δεινοπάθησε επειδή γινόταν ένα πάρτι στο hostel, συν μια κοπέλα από το dorm μας έκανε πολύ θόρυβο. Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα! Μάλλον ονειρευόμουν τα κρασιά που θα έπινα στο Chianti την επομένη.
Την επομένη ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς, ετοιμαστήκαμε γρήγορα, κάναμε check out, αφήσαμε τις αποσκευές μας στον αποθηκευτικό χώρο του hostel και ξεκινήσαμε για να βρούμε το σημείο από όπου θα ξεκινούσαμε το tour μας. Επρόκειτο για ένα tour που προωθούσε, μεταξύ άλλων, το hostel μας και το οποίο διοργάνωνε ένα καινούριο όπως μάθαμε αργότερα πρακτορείο (ονομάζεται ή Toscana on budget ή Tuscany on budget, δεν μπορώ να θυμηθώ και δεν το βρίσκω on line-να ανησυχήσω; ). Το tour θα διαρκούσε από τις 10 ως τις 5 και περιλάμβανε wine tasting, επίσκεψη σε οινοπαραγωγική μονάδα με ελαφρύ γεύμα, καθώς και εξόρμηση στο San Gimignano με συνολική τιμή τα 49 euros. Μας φάνηκε καλή λύση ελλείψει αμαξιού, καθώς θα βλέπαμε αρκετή εξοχή.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, αυτή τη φορά ντυμένες ελαφρά και χωρίς αδιάβροχα, καθώς η μέρα ήταν υπέροχη, ζεστή και ηλιόλουστη. Κάναμε μια στάση σε ένα χαριτωμένο καφέ κοντά στο hostel όπου απολαύσαμε ένα ωραίο πρωινό (εγώ κινήθηκα κλασσικά στην επιλογή κρουασάν-χυμός πορτοκάλι), το οποίο μας βγήκε πολύ φθηνότερο από το Robiglio (το οποίο όμως ομολογώ είχε καλύτερα προϊόντα). Το καφέ ήταν τίγκα στους Αμερικανούς. Γενικότερα είδαμε πάρα πολλούς Αμερικανούς τουρίστες στην Τοσκάνη εκείνες τις μέρες, νομίζω ότι αποτελούσαν μακράν την πλειοψηφία των επισκεπτών. Το συγκεκριμένο ανέσυρε μια τρελή συζήτηση μεταξύ εμένα και της Μ. σχετικά με το ζήτημα, για να καταλήξουμε αμήχανα ότι οι εκ των ΗΠΑ ορμώμενοι τουρίστες μας την ψιλοέσπαγαν. Ντρέπομαι που το λέω επειδή έχω πάει δύο φορές στις ΗΠΑ, έχω φίλους Αμερικανούς, οι άνθρωποι είναι συμπαθέστατοι, αλλά ο Αμερικανός τουρίστας στην Ευρώπη είναι συχνά κάπως ενοχλητικός! Τα σχόλια, τα βλέμματα, οι ατάκες, η αντιμετώπισή της ηπείρου μαζικά «I’m going to EUROPE» (όχι to Italy, Greece, whatever) μου φαίνονταν πολύ εκνευριστικά. Μερικά λεπτά αφού έριξα το σχετικό «θάψιμο» πάντως ήταν η σειρά μου να κοκκινίσω ως Ελληνίδα. Προσεγγίζοντας το σημείο συνάντησης (από το οποίο από ό, τι κατάλαβα ξεκινούσαν τα περισσότερα tours) που βρισκόταν απέναντι από ένα από τα τείχη που δεσπόζουν στην πόλη, είδα πάνω στο μεσαιωνικό μνημείο αυτή την εικόνα:
Το πόσο ξενέρωσα δεν περιγράφεται. Αφήστε που όλο αυτό ανέσυρε πάλι την απέχθειά μου για το ποδόσφαιρο, το οποίο θεωρώ ότι όπως έχει καταντήσει ελάχιστα αντιπροσωπεύει το αθλητικό ιδεώδες και βρίσκω τα άτομα που προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες για χάρη της εκάστοτε «ομαδάρας» τελείως ανεγκέφαλα. Τέλος πάντων.
Με τα πολλά σιγά-σιγά μαζεύτηκε όλο το γκρουπ, με νεαρά κατά βάση άτομα. Η πλειοψηφία προερχόταν-οποία πρωτοτυπία-από τις ΗΠΑ, αλλά υπήρχαν και άτομα από τη Λατινική Αμερική, τον Καναδά και αλλού. Ο αρχηγός της εκδρομής, του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι, ήταν ένας συμπαθής 30άρης Ιταλός, ο οποίος φαινόταν αρκετά αγχωμένος, καθώς όπως μας είπε μετά επρόκειτο για το πρώτο wine tour τους. Γενικότερα πρέπει να πω ότι δεν περίμενα και τα τρελά, καθώς αυτού του είδους τα tours συνήθως είναι πολύ τουριστικά, και επιπροσθέτως το συγκεκριμένο ήταν και πολύ οικονομικό. Από την άλλη εμάς μας βόλεψε απίστευτα αφού κάναμε όλες τις συνεννοήσεις με το hostel και δεν μπήκαμε στη διαδικασία να ψάξουμε επισταμένα για να αποφασίσουμε που θα κλείναμε.
Ξεκινήσαμε τη διαδρομή οδεύοντας προς την έξοδο της Φλωρεντίας, περνώντας από όμορφους δρόμους και μερικά πολύ ζωντανά πάρκα. Όχι τρελού μεγέθους, αλλά σίγουρα όμορφα. Και καθώς η μέρα ήταν καλή πλήθος κόσμου είχε “εκδράμει” για να την απολαύσει. Καθώς βγήκαμε έξω από την πόλη άρχισα κι εγώ να καταλαβαίνω τα όσα έχουν γραφτεί μέσα στους αιώνες για την εξοχή της Τοσκάνης με τους περίφημους λόφους της. Η ανοιξιάτικη καταπράσινη φύση ήταν απλά αφοπλιστική. Δεν χόρταινα να κοιτάω. Βέβαια όλο αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με την πεζοπορία που θα έκανα δύο μέρες μετά, αλλά εντάξει, σαν πρώτη επαφή ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική!
Καμιά ώρα μετά σταματήσαμε σε ένα χώρο στο Chianti για το wine tasting. Καθίσαμε σε κάτι τραπεζάκια μέσα στη φύση και δοκιμάσαμε διάφορα είδη κρασιού, όπως το περίφημο Chianti, αλλά και λιχουδιές όπως ελαιόλαδο με τρούφα και ελαιόλαδο με pepperoncino συνοδεία ορισμένων σνακς. Τα αμερικανάκια άρχισαν να γίνονται ντίρλα, εγώ πάλι όσα κρασιά δεν με ικανοποιούσαν πλήρως τα έχυνα για να μην καταλήξω Ορέστης Μακρής 11 η ώρα το πρωί. Προς το τέλος μας έδωσαν να δοκιμάσουμε το γνωστό γλυκό κρασί Vinsanto συνοδευόμενο από μπισκοτάκι, το οποίο ήταν πολύ καλό. Εκείνη τη στιγμή βέβαια άρχισαν να με ζώνουν να φίδια: «Ρε συ δεν είναι ΠΟΠ Σαντορίνης το Vinsanto; Μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο όπως γουστάρουν»; Από τη μία μου ερχόταν να κάνω παρέμβαση, από την άλλη σκεφτόμουν ότι ο οινοπαραγωγός που μας μίλαγε ήξερε ότι είμαι Ελληνίδα και δεν θα έκανε κάτι τόσο προκλητικό. Τέλος πάντων, δεν είπα τίποτα, αλλά μόλις γύρισα Αθήνα η αδερφή μου που είναι πιο ειδήμων από μένα στο κρασί μου τα ψιλοέχωσε επειδή όντως είναι ΠΟΠ το Vinsanto. Από την άλλη αυτοί το έγραφαν Vin Santo, οπότε δεν ξέρω. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω τον παρακαλώ να με διαφωτίσει, ώστε να είμαι πιο διεκδικητική σε ανάλογη περίπτωση!
Ο χώρος που έγινε το wine tasting
Εν συνεχεία πήγαμε σε μια μικρή οινοπαραγωγική μονάδα όπου μας ξενάγησαν στα αμπέλια τους, τις εγκαταστάσεις τους και λοιπά. Το συγκεκριμένο μέρος ήταν σε μια απίστευτη τοποθεσία. Από τη μία πλευρά ήταν το San Gimignano με τους εντυπωσιακούς του πύργους και από την άλλη ένας γκρεμός με μια απίστευτη θέα στο Chianti και τους πράσινους λόφους. Κάτσαμε λοιπόν μετά σε μια ας πούμε «βεράντα» κοιτώντας λόφους ως εκεί που έφτανε το μάτι μας και φάγαμε ένα ελαφρύ και λιτό γεύμα με διάφορα απλά τοπικά προϊόντα (τοπικά αλλαντικά, τυρί πεκορίνο με μέλι, μπρουσκέτες και λοιπά) δοκιμάζοντας και πάλι 3-4 διαφορετικά είδη κρασιού (εκεί δεν έχυσα τίποτα). Ήταν πολύ ωραία και χαλαρά. Συζητούσαμε με κάτι κοπέλες που ήταν στο τραπέζι μας, όλες Αμερικανίδες εκτός από μία που ήταν από το Περού (αναστεναγμός). Οι Αμερικανίδες ήταν τόσο «excited» που ήταν στο «Europe» και τα σχετικά, αλλά πρέπει να πω ότι τις ψιλοσυμπάθησα παρά τα στερεοτυπικά των λεγομένων τους. Μπας και έφταιγε το κρασί; Πιθανώς. Μετά το φαγητό και κάμποσες φωτογραφίες με φόντο την τοσκανική ύπαιθρο ετοιμαστήκαμε για San Gimignano, αλλά για να μην κουράζω θα σας τα διηγηθώ αυτά στο επόμενο κεφάλαιο!
Το San Gimignano από μακριά
Οινοπαραγωγική μονάδα
Μερικές απόψεις του μεσημεριανού μας
Chianti
Πλησιάζοντας το San Gimignano ο ενθουσιασμός έφτασε στα ύψη! Οι μικρές παραδοσιακές κωμοπόλεις μου αρέσουν γενικότερα πάρα πολύ και η συγκεκριμένη, όπως την είχα δει από μακριά με τους πανύψηλους πύργους-σήμα κατατεθέν της, με είχε εντυπωσιάσει πριν ακόμα την περπατήσω. Ανηφορήσαμε λοιπόν με τον αρχηγό της εκδρομής από το parking των πούλμαν ως την πύλη και μας άφησε δίνοντας μας ραντεβού σε 1.5-2 ώρες πίσω στο parking. Με το που περάσαμε τα τείχη και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το στενό δρομάκι που οδηγούσε στο κέντρο ενώ ξεπρόβαλλαν οι πύργοι, η διάθεσή μας ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Παραδοσιακά μαγαζάκια παντού, τουριστικά μεν, καλαίσθητα δε. Κολλήσαμε κατά βάση σε κάτι τσαντάδικα (υπήρχαν πολλά καταστήματα με δερμάτινα) σκεφτόμενες να ερευνήσουμε το ζήτημα πιο επιστάμενα κατά την επιστροφή!
Φτάνοντας στην όμορφη κεντρική πλατεία δεν δώσαμε αρχικά την πρέπουσα βαρύτητα στα όμορφα μεσαιωνικά κτίρια, αλλά κατευθυνθήκαμε προς την περίφημη gelateria του χωριού, τη «Gelateria di Piazza». Μία λίγο κιτσάτη πινακίδα μας πληροφόρησε ότι επρόκειτο για το μέρος με το World Champion Gelato.
Εγώ στην αρχή τσίνισα-«μήπως είναι τουριστική παγίδα;», αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να υποκύψω! Περιμέναμε για λίγο στην ουρά, ενώ όταν βρεθήκαμε μπροστά στη βιτρίνα είμαι σίγουρη πως τα (ούτως ή άλλως γουρλωτά) μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα από την ποικιλία των γεύσεων! Με 4 euros πήρα ένα χωνάκι nocciola, ενώ η Μ. συνδύασε την ίδια γεύση με gelato καραμέλα. Το gelato μου ήταν ΘΕΙΚΟ! Σοκολάτα με φουντουκένια υπόγευση και μέσα ολόκληρα φουντούκια (τα οποία μάλιστα δεν είχαν τσιγκουνευτεί σε ποσότητα). Καθίσαμε στα σκαλάκια στη μέση της πλατείας να τα φάμε και πραγματικά το ευχαριστηθήκαμε.
Η Μ. με τα παγωτά μας
Εν τω μεταξύ ήμαστε τυχερές επειδή, όπως διαπιστώσαμε στο γυρισμό, δεν πέσαμε σε ώρα τρελής δουλειάς για τη gelateria. Αν είχαμε πάει μια ώρα μετά θα έπρεπε να περιμένουμε σε αυτή την ουρά.
Αφού φάγαμε το παγωτό συνεχίσαμε την βολτίτσα μας με ευχάριστη διάθεση, ανηφορίζοντας όλο και περισσότερο. Όμορφα κτίρια παντού, πλατειούλες, ενώ οι πύργοι έδιναν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στο χωριό.
Καταλήξαμε έξω από το Μουσείο Κρασιού (στο οποίο δεν μπήκαμε). Στο σημείο αυτό υπάρχει μια πολύ ωραία θέα στην όμορφη εξοχή της Τοσκάνης και περάσαμε αρκετή ώρα βγάζοντας φωτογραφίες και χαλαρώνοντας. Μόλις διαπιστώσαμε ότι είχε περάσει η ώρα κινηθήκαμε σχετικά γρήγορα για να ξαναπεράσουμε από τα μαγαζιά με τα δερμάτινα. Φύγαμε από το χωριό κρατώντας από μία σακούλα εκάστη (μέσα στην καθεμία υπήρχε και από μία δερμάτινη τσάντα. Η δικιά μου έκανε περίπου 50 euros, ήταν μεσαίου μεγέθους, κόκκινη, με μαλακό δέρμα και μου άρεσε πολύ).
Η θέα από το San Gimignano
Μόλις ξεκινήσαμε για την επιστροφή είχε πέσει υπνηλία. Το μισό πούλμαν (με τη Μ. συμπεριλαμβανόμενη) κοιμόταν, ενώ οι υπόλοιποι χασμουριόμασταν και κοιτούσαμε την τοσκανική φύση με μουσική υπόκρουση Sex Pistols. Ξαφνικά, γύρω στα 30 χλμ έξω από τη Φλωρεντία, εμφανίστηκε ένα ανεκδιήγητο μποτιλιάρισμα, καθώς πλήθος Φλωρεντινών εκδρομέων του Πάσχα επέστρεφε στην πόλη. Δεν ήθελα πολύ να φρικάρω, καθώς ήταν προγραμματισμένο να είμαστε στις 5 πίσω και είχαμε να πάμε στο hostel, να πάρουμε μπαγάζια, να πάμε στο σταθμό των ΚΤΕΛ, να βγάλουμε εισιτήρια, να μπούμε στο λεωφορείο, να φτάσουμε Siena και να είμαστε στο b &b ΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΟ στις 8 όπου σταματούσε το check-in (μου είχε στείλει ενημερωτικό mail ο ιδιοκτήτης του b& b ο Fabrizio). Εγώ ψιλοαγχώνομαι με αυτά και είχα πει εξαρχής στη Μ. να εγκαταλείπαμε το tour μετά το San Gimignano και να πηγαίναμε από εκεί Siena, αλλά η Μ. δεν πολυψηνόταν λόγω των αποσκευών.
Τέλος πάντων, φτάσαμε Φλωρεντία με μικρή καθυστέρηση, τρέξαμε στο hostel, μας ενημέρωσαν ότι το επόμενο λεωφορείο για Σιένα ήταν στις 6.20 οπότε είχαμε περιθώριο και με τα πολλά, μετά από λίγο ψάξιμο για να βρούμε το σταθμό, βγάλαμε τα εισιτήριά μας (γύρω στα 7.5 euros η καθεμία) και ξεκινήσαμε. Το λεωφορείο δεν ήταν κάτι συγκλονιστικό, στα επίπεδα των δικών μας ΚΤΕΛ (όχι των πολύ καινούριων). Αλλά για τόσο μικρή απόσταση μια χαρά ήταν. Δεν καθίσαμε μαζί για να βλέπουμε και οι δύο από το παράθυρο και είχαμε μια χαλαρωτική διαδρομή διάρκειας μιάμιση περίπου ώρας χαζεύοντας τους λόφους και τη φύση.
Αξέχαστη η στιγμή όταν μετά από μια στροφή εμφανίστηκε μπροστά μας η Siena πανοραμικά! Ενθουσιάστηκα και εντυπωσιάστηκα! Πανέμορφη πόλη! Βασικά ούτως ή άλλως περίμενα πώς και πώς να τη δω, καθώς είχα ακούσει/διαβάσει τα καλύτερα και είχα φανταστεί μια πόλη πιο αυθεντική από την όμορφη αλλά υπερβολικά τουριστικοποιημένη Φλωρεντία.
Με μικρή προσπάθεια βρήκαμε το accommodation μας, το όμορφο και γλυκούλι Casa di Antonella του αξιαγάπητου Fabrizio. Πολύ ζεστός και ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟΣ χώρος σε πολύ κεντρικό σημείο. Τα δωμάτια ευρύχωρα ενώ οι τοιχογραφίες τους έδιναν μια ιδιαίτερη αίσθηση (τα δωμάτια είναι όλα και όλα πέντε). Υπήρχαν δύο κοινά μπάνια τα οποία ήταν επίσης πεντακάθαρα, ενώ ο Fabrizio κάθε μέρα μας προσέφερε ένα συμπαθέστατο πρωινό. Κάτι που επίσης μας έκανε πολύ καλή εντύπωση ήταν η προθυμία του Fabrizio να μας βοηθήσει με οτιδήποτε θέλαμε ή να μας εφοδιάσει με χρήσιμες πληροφορίες ή να διπλοτσεκάρει δρομολόγια και λοιπά, πολλές φορές χωρίς να του το ζητήσουμε. Και πολύ θετικό ήταν το ότι όλοι όσοι έμεναν στο b& b (ζευγάρια κυρίως, αλλά και οικογένειες και παρέες φίλων) ήταν διακριτικοί, καθαροί και γενικότερα υπήρχε πολύ καλό κλίμα και στις 3 διανυκτερεύσεις μας. Το δωμάτιο κόστιζε 30 euros/άτομο ανά βραδιά.
Το ταβάνι του δωματίου μας
Αφού αφήσαμε τα μπαγκάζια μας, και μετά από πρόταση του Fabrizio, ξεκινήσαμε για την Osteria La Chiachiera για να πάρουμε το δείπνο μας, η οποία ήταν πολύ κοντά μας! Ο χώρος ήταν πολύ ζεστός και με παραδοσιακό χαρακτήρα, ενώ στους θαμώνες έβλεπες αρκετούς ντόπιους. Είναι ένα από αυτά τα μαγαζιά που ενώνει τις παρέες, έτσι μας έβαλαν και κάτσαμε με δύο τύπους που δεν γνωρίζαμε. Το μέρος μας ενθουσίασε αμέσως, όπως και το προσωπικό (καθώς και οι τιμές-σκας με λιγότερο από 20 euros το άτομο). Πήραμε από μία ατομική σαλάτα και ένα κυρίως (το δικό μου ήταν φιλέτο με κόκκινη σάλτσα, της Μ. δε θυμάμαι). Πρότεινα να μην παίρναμε αλκοόλ επειδή το είχαμε παραξηλώσει με το κρασί, κι έτσι ξεκίνησα με μια κόκα-κόλα.
Πού να φανταζόμουν ότι σε λίγη ώρα θα είχαμε γνωριστεί με τους τύπους (δυο Αυστριακοί λίγα χρόνια μικρότεροι), θα είχαμε πέσει με τα μούτρα στη grappa και θα ρίχναμε το απίστευτο γέλιο μαζί τους! Με τα πολλά κάτσαμε ως το κλείσιμο (ενώ υποτίθεται θα πηγαίναμε για ένα γρήγορο γεύμα), ανταλλάξαμε mail με τον ένα, υποσχέθηκα να τους κάνω την ξεναγό όταν έρθουν Αθήνα, και φύγαμε από το μαγαζί πολύ καλοδιάθετες.
Μετά το καθιερωμένο μου ντουζάκι και λίγο πριν κοιμηθώ συζητούσαμε με τη Μ. πόσο τέλεια και γεμάτη ήταν η μέρα και πόσο καλό ήταν το socializing και τα σχετικά. Αλλά και η επομένη έδειχνε να έχει πολύ καλές προοπτικές καθώς η Siena φαινόταν πολλά υποσχόμενη!
Ξυπνήσαμε σχετικά αργά σε σχέση με τα ως τότε δεδομένα μας (κατά τις 9 το πρωί). Εγώ ήθελα πολύ να κοιμηθώ και άλλο (είχα κουραστεί την προηγούμενη μέρα) και με τα πολλά πήγα για πρωινό λίγο πριν τελειώσει η καθορισμένη ώρα σερβιρίσματος με αχτένιστο μαλλί, γυαλούμπα και όλα τα συναφή. Το πρωινό ήταν απλό αλλά γευστικό, ένας ωραίος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου! Και ήταν μια ηλιόλουστη, ζεστή μέρα, οπότε όπως μπορείτε να φανταστείτε δεν κρατιόμασταν!
Καθώς το accommodation μας ήταν σε πολύ κεντρικό σημείο δεν αργήσαμε να γίνουμε ένα με τον κόσμο που περιπλανιόταν στα στενά, γραφικά δρομάκια της Siena. Μικρά, χαριτωμένα και ενίοτε δαιδαλώδη, δεν σταματούσαν να επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Τη μια έβλεπες μια ωραία γωνιά και ένα παραδοσιακό κτίσμα, την άλλη κάποιο ενδιαφέρον μαγαζάκι ή μια cosy osteria. Αμέσως ενθουσιαστήκαμε! Είχε πολύ προσωπικότητα αυτή η πόλη!
Δεν πέρασε ώρα μέχρι να βρεθούμε μπροστά στο Campo. Πρόκειται για μια τεράστια, ζωντανή και γοητευτική πλατεία, την οποία ο Μονταίνιος είχε χαρακτηρίσει ως την «ομορφότερη πλατεία του κόσμου»! Για μένα δεν είναι τόσο τα όμορφα κτίρια που την περικυκλώνουν (όπως το Palazzo Pubblico) που της δίνουν αυτή τη γοητεία, αλλά οι άνθρωποι που μαζεύονται εκεί, κάθονται κάτω, συζητούν, τρώνε και γελούν.
Βασικό αξιοθέατο της πόλης είναι βέβαια ο Duomo. Ένα πολύ χαρακτηριστικό, επιβλητικό και όμορφο κτίριο. Εμείς πήραμε το combined εισιτήριο στα 12 euros για να επισκεφτούμε εκτός από το εσωτερικό του ναού το Βαπτιστήριο, την Κρύπτη, το Museo dell’ Opera del Duomo, αλλά και το Panorama dal Facciatone με την περίφημη θέα του.
Το εσωτερικό του Duomo πολύ ενδιαφέρον και πλούσιο, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου έκανε κάτι, όπως γενικότερα οι μεγάλες εκκλησίες δεν μου προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση αν εξαιρέσουμε το δέος που πηγάζει από τη μεγάλη τους επιβλητικότητα. Σας παραθέτω μερικές από τις φωτογραφίες που έβγαλα για να πάρετε μια γεύση, αν και είναι της πλάκας (απαγορευόταν το φλας, δεν είχα τρίποδο και έβγαλα ό, τι να ‘ναι).
Πιο πολύ μας εντυπωσίασε η Κρύπτη η οποία σέβεται και με το παραπάνω τον τίτλο της. Μυσταγωγική, σκοτεινή, ενώ από κάποια τζάμια στο πάτωμα μπορεί κάνεις να παρατηρήσει το απόλυτο βάθος και να τον πιάσει ένα υψοφοβικό συναίσθημα. Δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες.
Η καλύτερη εμπειρία ήταν βέβαια το Panorama dal Facciatone, το οποίο έχει δύο επίπεδα. Το πάνω-πάνω, μια στενόμακρη ταράτσα, είναι φυσικά όλα τα λεφτά! Χαλάρωση, οι ακτίνες του ήλιου να μας χαϊδεύουν, πολλές φωτογραφίες και όλη η Σιένα στο πιάτο!
Η ανάβαση στο Panorama βέβαια μάλλον μας πείνασε, κι έτσι αποφασίσαμε να φάμε κάτι ελαφρύ. Πήγαμε σε ένα από τα πολλά μαγαζάκια, πήραμε από μια σαλάτα και από ένα μικρό σάντουιτς και πήγαμε να καθίσουμε στο Campo, μαζί με εκατοντάδες ακόμα ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με εμάς και γευμάτιζαν με χαλαρή διάθεση. «Να ‘χαμε και στην Αθήνα τέτοιες πλατείες» σκέφτηκα. «Ή έστω να εκμεταλλευόμασταν καλύτερα αυτές που έχουμε». Αγαπώ την πόλη μου, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που με απογοητεύει το γεγονός ότι δεν έχουμε αυτή την ποιότητα ζωής που βλέπεις σε τόσες άλλες χώρες. Κι όταν η σύγκριση γίνεται τόσο εμφανής στενοχωριέμαι. Επειδή μιλάμε για τα βασικά. Μια πλατεία να αράξεις, να λιαστείς και να χαλαρώσεις. Κι η σύγκριση δεν γίνεται ούτε με τη Γερμανία, ούτε με τη Δανία, αλλά με τη μεσογειακή μας γειτόνισσα. Κι έπειτα σου λένε una faccia una razza.
Τέλος πάντων, μετά το γεύμα είπαμε να περπατήσουμε προς διαφορετική κατεύθυνση και ξαναμπήκαμε στο λαβύρινθο των μικρών στενών, έχοντας ήδη ερωτευτεί την πόλη. Καθώς οι ανηφοροκατηφόρες είναι αμέτρητες δεν είναι λίγες οι φορές που σταματάει κάνεις για πανοραμικές φωτογραφίες των όμορφων μεσαιωνικών κτιρίων.
Ο ναός του San Domenico και τα γύρω κτίρια
Πολύ μας άρεσε το Ιερό της Αγίας Αικατερίνης και η πανέμορφη μικρή εκκλησίτσα που είναι αφιερωμένη στην πολιούχο της πόλης. Δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες οπότε έχω μόνο αυτή.
Έπειτα από λίγο shopping για σουβενίρ και δωράκια (γαστριμαργικής φύσης-αποξηραμένα μυρωδικά και βότανα για ζυμαρικά και μπρουσκέτες, πολέντα, μπουκαλάκια με ελαιόλαδο αρωματισμένο με τρούφα και λοιπά) κατευθυνθήκαμε προς τη Fortezza. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Κάναμε χαλαρά τη βολτίτσα μας, θαυμάσαμε και πάλι τη θέα (αν και τι να μας πει η θέα από τη Fortezza μετά το Panorama dal Facciatone) και κατευθυνθήκαμε προς το υπόγειο και συγκεκριμένα προς την Enoteca Italiana που μου είχε προτείνει και η katkats! Συμπαθητικό μαγαζί, αλλά κάπως αφημένο μας φάνηκε, ιδιαίτερα ο εξωτερικός χώρος στον οποίο καθήσαμε. Γενικότερα η Fortezza μου έδωσε την αίσθηση ότι έπασχε κάπως στον τομέα της συντήρησης. Τέλος πάντων, χαλαρώσαμε πίνοντας το περίφημο Brunello το οποίο μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε ιδιαιτέρως, και μετά από κουβέντα σχετικά με το τι θα κάναμε την επόμενη μέρα πήγαμε στου Fabrizio για λίγη ξεκούραση και ανασυγκρότηση!
Άποψη της Enoteca Italiana
Ο Fabrizio ήταν έτοιμος να δώσει ιδέες για τις δραστηριότητες της επομένης. Μετά από κάμποση συζήτηση αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την ιδέα της λίμνης Trasimeno και είτε να νοικιάζαμε αμάξι (η Μ. είπε να κάνει την υπέρβαση) για tour στα χωριά, είτε ποδήλατο για να πηγαίναμε Montalcino και να χαιρόμασταν τη φύση στη διαδρομή. Μολαταύτα ο πάντα προνοητικός Fabrizio μπήκε στο internet να τσεκάρει το forecast και μας ενημέρωσε ότι δεν πολυέπαιζε το ποδήλατο καθώς όλα έδειχναν πως θα έπεφτε καταρρακτώδης βροχή. «Όχι πάλι ρε γαμώτο» σκέφτηκα, αλλά εντάξει, ήμουν χαλαρή, δεν χρειαζόταν άλλωστε να αποφασίσουμε εκείνη τη στιγμή, σιγά, διακοπές είχαμε πάει!
Σε λίγη ώρα φύγαμε για δείπνο. Προορισμός μας η Trattoria Papei που είχε προτείνει η anny. Ρωτήσαμε και το Fabrizio σχετικά και μας είπε ότι είχε πάει πρόσφατα και ότι ήταν αρκετά καλά. Προχωρώντας προς την trattoria διαπιστώσαμε ότι ο καιρός είχε χαλάσει κάμποσο και μάλλον παραήμουν ελαφριά ντυμένη. Το μαγαζί μας φάνηκε συμπαθητικό, αν και λιγότερο αυθεντικό από εκείνο της προηγούμενης μέρας. Ήταν γεμάτο Αμερικανούς (σας είπα, ήταν παντού!), ενώ ο ένας σερβιτόρος είχε μια ψιλοενοχλητική προσέγγιση προς τη Βορειοευρωπαία Μ. (italian kamaki και έτσι). Εγώ έφαγα σκόρδοψωμο και κοκκινιστή πάπια, ενώ η Μ. ψητά λαχανικά και ένα πιάτο με φασόλια και λουκάνικο που έπαιζε πολύ εκεί. Στο τέλος πήραμε και μια πολύ νόστιμη ποικιλία τυριών. Γι’ αυτά και τρία ποτήρια vino della casa πληρώσαμε αν θυμάμαι καλά 24/άτομο. Η κουζίνα της Τοσκάνης μου φάνηκε γενικότερα διαφορετική από οτιδήποτε άλλο είχα δοκιμάσει ως τότε στην Ιταλία. Πιο απλή και ελαφριά μπορώ να πω, αλλά σίγουρα νόστιμη.
Πριν συνεχίσω θα πρέπει να κάνω μια παρένθεση για να σας πω ότι με τη Μ. ταιριάζω αρκετά ως πολύ στο ταξιδιωτικό κομμάτι, αλλά έχουμε μια σημαντική διαφορά στον τομέα της διασκέδασης. Εγώ είμαι η ξενέρωτη που απεχθάνεται τα clubs και χορεύει μόνο 80λες στο vinilio και τη boom-boom μια φορά στις τόσες, η Μ. λατρεύει το χορό, είναι εξπέρ στη σάλσα και βγαίνει πολύ συχνά για να λικνιστεί υπό τους ήχους της μουσικής. Έτσι, αν και δεν είχα ουδεμία όρεξη, ως καλή φίλη που είμαι φάνηκα πρόθυμη να πάω μαζί της σε ένα μπαράκι, το Barone Rosso, στο οποίο υποτίθεται μαζευόταν πολύς κόσμος. Φτάσαμε κατά τις 10 για να μας ενημερώσουν ότι θα άνοιγε σε μισή ώρα, και έτσι κάναμε άπειρες βόλτες στα δρομάκια, τα οποία είχαν αδειάσει. Μόλις πήγε 11 παρά και ξαναπήγαμε, με φρίκη διαπίστωσα ότι ήταν τίγκα στους φοιτητές κι ότι, όσο και αν μικροφέρνουμε (εγώ ειδικά πάρα πολύ), χαλαρά είχαμε το ρόλο των γιαγιάδων εκεί πέρα (εγώ κοντεύω τα 31 και η Μ. τα 29). «Πού με έφερες άτιμη» σκεφτόμουν, αλλά προσπαθούσα να δείχνω χαμογελαστή. Καθίσαμε κοντά στην πίστα, ενώ τα 18χρονα άρχισαν να χορεύουν σάλσα (και κάτι άλλο λάτιν που δεν θυμάμαι πώς το λένε). Η Μ. να θέλει να χορέψει σαν τρελή, αλλά δεν έπαιζε να της προτείνει κανείς (όπως διαπιστώσαμε όσοι χόρευαν γνωρίζονταν επειδή έκαναν μαθήματα λάτιν χορών εκεί, ενώ κάποιοι ήταν και ζευγάρια). Για να μην πολυλογώ, περάσαμε κάμποση ώρα να εμψυχώνω τη Μ. να προτείνει σε κάποιον από τους καλούς να χορέψουν, προσέχοντας να γίνει σαφές ότι τον ήθελε μόνο για αυτό για να μην φάει μπουνιά από τη ντάμα του. Η ώρα είχε περάσει, νύσταζα ελεεινά, οπότε της είπα «Κοίτα, έχεις δέκα λεπτά. Αν θες να χορέψεις σήμερα εκμεταλλεύσου τα. Όπως και να έχει μετά πάμε για ύπνο». Με τα πολλά πήγε το κορίτσι, έπιασε τον καβαλιέρο και χόρεψε ένα χορό (πραγματικά τη χάρηκα, χορεύει πολύ ωραία!).
Μόλις φύγαμε η τρελή βροχή είχε ήδη ξεκινήσει. Ευτυχώς το b &b ήταν πολύ κοντά, ανεβήκαμε σφαίρα και αφού έκανα ένα μπανάκι έπεσα κουρασμένη στην αγκαλιά του Μορφέα.
Κοιμήθηκα με τη βροχή που έπεφτε να με νανουρίζει, ενώ όσες φορές ξύπνησα μέσα στη νύχτα αφέθηκα και πάλι να ακούω τον ρυθμικό ήχο των μυριάδων σταγόνων που έπεφταν. Ο ήχος της βροχής όταν είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι είναι άλλη αίσθηση. Και απαραίτητη προϋπόθεση το να μην έχεις να ξυπνήσεις πρωί-πρωί για δουλειά! Δεν είχα, οπότε ήμουν χαλαρή! Άλλωστε είχα εμπεδώσει ότι δεν έπαιζε να νοικιάσουμε ποδήλατο, οπότε δεν υπήρχε και λόγος να αγχώνομαι. Είπαμε, ΔΙΑΚΟΠΕΣ!
Το πρωί ξυπνήσαμε και πάλι γύρω στις 9, αυτή τη φορά όχι τόσο λόγω κούρασης, όσο λόγω μαύρου ουρανού που σε έκανε να νομίζεις ότι ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Τέλος πάντων, πήραμε πάλι το πρωινό μας στου Fabrizio και μετά γυρίσαμε στο δωμάτιο ελαφρώς ανόρεχτες. Με τα πολλά εγώ σε κάποια φάση έφυγα για να αγοράσω μερικά ακόμα γαστρο-σουβενίρ για φίλους δίνοντας ραντεβού με τη Μ. σε μία ώρα. Έγινα μούσκεμα. Ο κόσμος την είχε βγάλει κατά βάση σε καφετέριες, έτσι έβλεπες σαφώς ελάχιστους ανθρώπους να γυρνάνε σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Πήγα λοιπόν σε ένα από τα μπακάλικα που υπάρχουν σε αφθονία στη Siena (πολλά εκ των οποίων-τα μικρότερα και λιγότερο fancy-είναι ιδιαίτερα οικονομικά) και πήρα κάτι λίγα ακόμα για 1-2 φίλους που είχα αμελήσει, ενώ τσάκισα και δύο tramezzini στην καθισιά μου (ξεκίνησα με ένα με ζαμπόν-τυρί αλλά τι να μου κάνει μισό τριγωνάκι; Οπότε ακολούθησε και δεύτερο με τόνο).
Με τα πολλά πέρασε η ώρα και βρέθηκα με τη Μ. που είχε κάτσει σε ένα cafe και κάτι καταβρόχθιζε και αυτή, ενώ προσπαθήσαμε να δούμε τι θα κάναμε. Το να πάρουμε λεωφορείο για κάποιο από τα χωριά το απορρίψαμε, καθώς τα δρομολόγια δεν ήταν συχνά κι επομένως αν πηγαίναμε σε κάποιο και δεν σταματούσε η βροχή απλά θα αποκλειόμασταν εκεί χωρίς να μπορούμε να κάνουμε ιδιαίτερες δραστηριότητες. Εγώ πρότεινα να νοικιάζαμε το ρημάδι το αυτοκίνητο, η Μ. πάλι είπε ότι ούτε θα χαιρόταν την οδήγηση, ούτε θα βλέπαμε την εξοχή με τον ιδανικό τρόπο και ότι θα ήταν πεταμένα λεφτά. Δεν μπορούσα να επιμείνω σε αυτό εννοείται. Έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε Siena. Και σε εκείνη τη φάση το ιδανικό μάλλον ήταν το να καθόμασταν σε κάποιο cozy cafe για άραγμα.
Η βροχή αγρίεψε ακόμα περισσότερο καθώς περπατούσαμε προς κάτι χαριτωμένα cafe που είχαμε μπανίσει και ως καταναλωτικά όντα βρήκαμε καταφύγιο στα Benetton. Κάναμε τη συγκομιδή μας και από εκεί (εγώ πήρα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και ένα ζακετάκι) και καταλήξαμε στο Café Greco που ήταν εκεί κοντά (ιδέα της Μ. που λατρεύει την Ελλάδα, αλλά δεν κατάλαβα να το έχουν Έλληνες πάντως). Έφαγα ένα ακόμα tramezzino (δεν ξέρω τι είχα πάθει!), η M. προτίμησε ένα panino και την βγάλαμε με μπλα-μπλα μέχρι να πέσει η βροχή.
Όταν ηρέμησε η κατάσταση βγήκαμε και αρχίσαμε την εξόρμηση. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από τις απίστευτες ποσότητες νερού που είχαν πέσει, μολαταύτα οι άνθρωποι είχαν ξεκινήσει δειλά-δειλά να βγαίνουν από τα cafes και η πόλη άρχισε και πάλι να αποκαλύπτει το πολυάσχολο πρόσωπο της.
Το Campo μετά τη βροχή
Περιδιαβήκαμε μικρά δρομάκια με κατεύθυνση την Porta Romana ενώ όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο τόσο λιγότερο κόσμο και κίνηση γενικότερα βλέπαμε.
Φτάνοντας στην Porta πήραμε μια μεγάλη κατηφόρα στο αριστερό μας χέρι και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβουμε πώς, βρεθήκαμε στη via Francigena. Πρόκειται για ένα ιστορικό μονοπάτι, ένα συνεχές που ξεκινά από την Αγγλία (Canterbury) και το οποίο έπαιρναν χιλιάδες προσκυνητές με προορισμό τη Ρώμη. Δείτε εδώ λεπτομέρειες. Αν και δεν είχαμε το κατάλληλο outfit και-κυρίως-τα κατάλληλα παπούτσια για πεζοπορία, είπαμε να μην αφήσουμε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Άλλωστε καθώς πρόκειται για τουριστική διαδρομή, την οποία ακολουθούν τόσο πεζοπόροι όσο και ποδηλάτες, ήταν ασφαλτοστρωμένη (αν εξαιρέσουμε κάποια σημεία που βγήκαμε εκτός). Δεν κάναμε δηλαδή σε καμία περίπτωση έντονο και κουραστικό trekking, αλλά μια χαλαρή πεζοπορία απολαμβάνοντας την τοσκανική φύση.
Η πρώτη επαφή με το μονοπάτι
Η πόλη σιγά-σιγά ξεμακραίνει
Όσο απομακρυνόμασταν από τη Siena το τοπίο γινόταν όλο και πιο ανοιχτό, καταπράσινοι λόφοι και λοφάκια ξεπρόβαλλαν, ενώ η ελαφριά συννεφιά και η μυρωδιά της βροχής (καθότι είχε ρίξει καρέκλες πιο πριν) έφτιαχναν μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Προχωρούσαμε κουβεντιάζοντας, ενίοτε συναντούσαμε και άλλους που είχαν πάρει το μονοπάτι, ενώ, αν και υπήρχαν αρκετές ανηφοροκατηφόρες, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κουραστικά καθώς οι λόφοι στην Τοσκάνη είναι πολύ χαλαροί.
Σε κάποια φάση που στραφήκαμε προς τα πίσω διαπιστώσαμε ότι μάλλον είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τη Σιένα (είχαμε περπατήσει γύρω στη μιάμιση ώρα). Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε επειδή ο καιρός ήταν ακόμα βαρύς και το να μας έπιανε η βροχή εκεί πέρα δεν φαινόταν και η καλύτερη προοπτική.
Η Siena από μακριά
Η επιστροφή ήταν κι αυτή απολαυστική. Συζητούσαμε για το πόσο οξυγόνο είχαμε εισπνεύσει τόσες μέρες και σκεφτόμουν ότι για να το παρατηρεί και η Μ. πρέπει να ήταν σίγουρα πολύ (όσο να ‘ναι αλλιώς καταλαβαίνεις το οξυγόνο όταν μένεις Αθήνα και αλλιώς όταν μένεις Γλασκώβη. Εγώ όταν έμενα Γλασκώβη όταν ήθελα να χαλαρώσω-και δεν έβρεχε-πήγαινα και χάζευα τον ποταμό Kelvin 3’ από το σπίτι μου ή έκανα βόλτα στο γειτονικό πάρκο. Στην Αθήνα πού τέτοια μεγαλεία; ).
Μπαίνοντας στη Siena κάναμε μερικές ακόμα βολτίτσες κοιτάζοντας εδώ και εκεί, αν και η κούραση είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.
Καταλήξαμε στον σταθμό των λεωφορείων για να βγάλουμε εισιτήρια για Bologna. Τραίνο δεν έπαιζε να πάρουμε επειδή θα έπρεπε να κάνουμε ανταπόκριση στη Φλωρεντία (και θα πληρώναμε και περισσότερα. Εντάξει να τα σκάσεις αν έχεις να απολαύσεις περισσότερα προνόμια, αλλά όχι για να αλλάξεις και τραίνο!). Δημόσια-στυλ ΚΤΕΛ-λεωφορεία δεν εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη διαδρομή, έτσι βγάλαμε με Eurolines με 19 euros/άτομο για την επομένη το πρωί (δυστυχώς έφευγε στις 8 παρά, οπότε ξέραμε ότι δεν θα είχαμε ούτε χαλαρό ξύπνημα ούτε πρωινό. Τι να γίνει!). Η διαδρομή θα ήταν γύρω στις 2μιση ώρες.
Μετά από μιάμιση ωρίτσα άραγμα στο b &b και αφού πληρώσαμε το Fabrizio ετοιμαστήκαμε για την έξοδό μας για δείπνο. Μετά από ελάχιστο ψάξιμο πήγαμε πάλι στην Osteria La Chiacchiera που ξέραμε ότι θα φάμε καλά με πολύ καλές τιμές! Δυστυχώς αυτή τη φορά δεν μας έβαλαν να κάτσουμε με συμπαθητικούς τύπους, αλλά με ένα λιγομίλητο ζευγάρι Ολλανδών που έγραφαν καρτ-ποστάλς. «Εντάξει, δεν παίζει socializing σήμερα» είπαμε, αλλά δεν τα βάψαμε και μαύρα! Αντιθέτως το ρίξαμε σε girl talk ξεκαρδισμένες στα γέλια, συνοδεία κόκκινου χύμα κρασιού και νόστιμου φαγητού. Πήραμε ποικιλία από antipasti, σαλάτα, το πιάτο με τα φασόλια και το λουκάνικο εγώ και παραδοσιακά ζυμαρικά pici η Μ. Στο τέλος πήραμε και από ένα ποτήρι vinsanto που συνοδευόταν από νόστιμα biscotti και αφού ήρθαμε εις ευθυμίαν γυρίσαμε πίσω για μπάνιο, τακτοποίηση βαλιτσών και ύπνο. Το πρωί θα χαιρετούσαμε την όμορφη Τοσκάνη ενώ το ταξίδι όδευε προς το τέλος του. Αισθάνθηκα μια μελαγχολία, αλλά καθώς η Bologna φαινόταν αρκετά υποσχόμενη προσπάθησα να δω τη φάση από την θετική της πλευρά!
Το τελευταίο τοσκανικό γεύμα του ταξιδιού
Ξύπνησα γύρω στις 7 παρά (7μιση θέλαμε να έχουμε φύγει για να είμαστε on time στον σταθμό των λεωφορείων) καθώς θέλω τον χρόνο μου το πρωί για να πλυθώ, ετοιμαστώ, διπλοτσεκάρω τις τσάντες και λοιπά. Με τα πολλά τα μαζέψαμε, χαιρετήσαμε το Fabrizio και κατευθυνθήκαμε προς τον σταθμό σέρνοντας ανόρεχτα τις βαλίτσες μας. Ήμουν ψιλοπεσμένη ψυχολογικά επειδή φεύγαμε από την όμορφη Τοσκάνη και την επόμενη μέρα γυρνούσαμε στις βάσεις μας. Τι τα θες; Έτσι είναι αυτά.
Στον σταθμό μέχρι να βγάλουμε άκρη ταλαιπωρηθήκαμε λίγο. Με τα πολλά κάποιος οδηγός μας έδειξε πού να περιμένουμε, αλλά καθώς το λεωφορείο αργούσε είχα αρχίσει να αγχώνομαι για το αν καθόμασταν στη σωστή αποβάθρα και τα σχετικά. Με τα πολλά κάποια στιγμή εδέησε να έρθει, μπήκαμε και ξεκινήσαμε. Και πάλι δεν κάθισα μαζί με τη Μ. για να είμαστε και οι δύο παράθυρο και να χαζεύουμε τη διαδρομή. Με το που βγήκαμε από τη Siena το λεωφορείο σταμάτησε για μισή περίπου ώρα σε ένα βενζινάδικο και λίγο μετά έκανε ακόμα μία στάση. «Τι διάολο συμβαίνει εδώ;» άρχισα να αναρωτιέμαι. «Ούτε στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν αυτά. Είναι και ιδιωτική εταιρεία». Με ρωτάει και η Μ. από απέναντι «Ρε συ Β. τι γίνεται; Πόση ώρα κάνουν αυτά; Έχουμε ξεκινήσει μια ώρα και ακόμα δεν έχουμε βγει καλά-καλά από τη Siena. Αν συνεχίσουμε έτσι θα φτάσουμε το απόγευμα». «Ξέρω κι εγώ ρε Μ.»; Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι η Μ. μου έκανε συχνά διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις για να καταλάβει τα ήθη και τα έθιμα. Θες επειδή είμαι και εγώ μεσογειακή και μας θεωρεί una faccia una razza; Θες επειδή είχα ξαναπάει κάμποσες φορές Ιταλία παλιότερα; Θες επειδή ψιλομιλάω τη γλώσσα; Όπως και να έχει δεν είχα πάντα απάντηση και αυτή ήταν μία από τις φορές.
Από κάποιο σημείο και μετά σταμάτησαν οι πολλές στάσεις, ενώ το τοπίο άλλαξε, έγινε πιο ορεινό θα έλεγα, συνεχίζοντας να είναι πράσινο. Ο ορίζοντας δεν απλωνόταν πια ως εκεί που έφτανε το μάτι. Καλώς ήρθαμε στην Emilia-Romagna! Εν τέλει με μικρή καθυστέρηση φτάσαμε στον σταθμό των λεωφορείων της Bologna και κατεβήκαμε για να βρούμε το b &b. Έδωσα στη Μ. ένα χάρτη που μου είχε δώσει ο ένας Αυστριακός τις προάλλες και την άφησα να κάνει τα κουμάντα της (δεν το έχω με τον προσανατολισμό και όταν ταξιδεύω με άλλους τους αφήνω να κάνουν τη δουλειά αυτοί. Μόνη μου ακολουθώ το ρητό «ρωτώντας πας στην Πόλη», αν και ενίοτε χάνομαι). Η πόλη ιδιαίτερα busy, ο καιρός ευτυχώς άψογος, το πρώτο τσούρμο Ελλήνων έκανε την εμφάνισή του, κλασικές καταστάσεις! Σε κάποια φάση σταματήσαμε και σε μια καφετέρια για να πιει η Μ. τον πρωινό καφέ της και να τσιμπήσουμε και κάτι. Είχε ψιλομικρή ποικιλία, οπότε επέλεξα ένα σάντουιτς που αποδείχτηκε ότι είχε μέσα και αβγό! Ψιλομπλιάξ, αλλά ήταν πολύ φρέσκο!
Το b& b ήταν πολύ κοντά. Το επιλέξαμε λόγω των υψηλών reviews και της πολύ καλής τιμής (27/άτομο). Είναι το Cristina Rossi Bed and Breakfast. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο διαμερίσματα κάτω από αυτό της ιδιοκτήτριας. Το δικό μας δωμάτιο ήταν πολύ ευρύχωρο, καθαρό και λοιπά, είχε δικιά του κουζίνα (που δεν χρησιμοποιήσαμε), απλά υπήρχαν μερικά μικρά μειονεκτήματα. Το πρώτο ήταν ότι δεν δούλευαν κάποιες πρίζες, το δεύτερο ότι, επειδή μέναμε μεταξύ ισογείου και ορόφου και το κτίσμα ήταν λίγο παλιό υπήρχε μια ελαφριά μυρωδιά υπονόμου (όχι μέσα στο δωμάτιο, γενικότερα στον ημιώροφο). Μοιραζόμασταν το πεντακάθαρο μπάνιο με ένα άλλο δωμάτιο στο οποίο έμενε ένα μεσήλικο ζευγάρι. Το πάνω, το βασικό διαμέρισμα, στο οποίο πήγαμε για πρωινό, ήταν σαφώς καλύτερο και με πολύ όμορφη αισθητική! Επίσης πρέπει να πω ότι η Cristina, μια πανέμορφη και πολύ ζεστή γυναίκα γύρω στα 40, με το που με είδε ενθουσιάστηκε, μου έλεγε συνέχεια πόσο αγαπά την Ελλάδα, πόσες φορές έχει έρθει, πόσα κοινά έχουμε οι δύο λαοί, ενώ μου ανέφερε ότι φέτος το καλοκαίρι θα ταξιδέψει με την οικογένειά της σε τρία ελληνικά νησιά (και πολύ ποιοτικά μπορώ να πω) για τα οποία της έδωσα tips! Νομίζω ότι αν θέλετε κάτι προσιτό, καθαρό και καλόγουστο αξίζει να μείνετε στης Cristina, η οποία όπως καταλαβαίνετε θα σας καλοδεχτεί και με το παραπάνω λόγω καταγωγής!
Τέλος πάντων, μετά από ένα γρήγορο ντους και λίγη χαλάρωση, ξεκινήσαμε με τη Μ. για την ανακάλυψη της Bologna. Καθώς το accommodation ήταν κοντά στην Piazza Maggiore ξεκινήσαμε από εκεί την εξόρμησή μας. Το σιντριβάνι με το άγαλμα του Ποσειδώνα και τις Σειρήνες όπου τρέχει νερό από τις θηλές τους πολύ προχώ μπορώ να πω! Η Piazza Maggiore είναι γεμάτη ενδιαφέροντα κτίρια (Palazzo del Commune, San Petronio και λοιπά) και πολύ κόσμο! Κλασική ζωντανή ιταλική πλατεία! Δεν είναι και Campo βέβαια, αλλά δεν μας χάλασε κιόλας. Μπήκαμε στο Palazzo dell’Archiginnasio, το οποίο στεγάζει τη σημαντικότερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ιταλίας με πάνω από 700.000 τίτλους, στο οποίο μας εντυπωσίασε ο συνδυασμός του κλασικού με το μοντέρνο. Ειδικά το παιδικό τμήμα ήταν απίστευτο!
Σιντριβάνι Ποσειδώνα
Piazza Maggiore
Αναγνωστήριο στη βιβλιοθήκη
Συνεχίσαμε περιδιαβαίνοντας τα στενά, καθώς πρόκειται για μια πόλη με πολύ όμορφες γωνιές! Χαρακτηριστικές είναι οι καμάρες που καλύπτουν πολύ μεγάλο μέρος της και είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στις φάσεις όπου πιάνει βροχή (όπως συνέβη και στην περίπτωσή μας πιο μετά!).
Καμάρες
Όμορφες μεριές
Η κοντή και η ψηλή χαζεύουν γλυκά
Μετά από κάμποσο περπάτημα μας έπιασε μια τρελή πείνα και μια όρεξη για pizza! Προσπαθήσαμε να την κατανικήσουμε επειδή είχαμε πει ότι, καθώς η Emilia-Romagna φημίζεται για την κουζίνα της, θα ήταν σώφρον να τρώγαμε ένα γκουρμέ δείπνο το βράδυ. Αμ δε! Θέλαμε pizza εδώ και τώρα! Περιπλανηθήκαμε μπαίνοντας σε μερικές πιτσαρίες, όλες όμως έκλειναν εκείνη την ώρα για μεσημέρι. Με τα πολλά καταλήξαμε στην Piazza Maggiore και καθίσαμε σε ένα μαγαζί όπου τσακίσαμε από μια πίτσα στην καθισιά μας χαζεύοντας τον κόσμο. Το ξέρω, πολύ τουριστική φάση, όμως ΘΕΛΑΜΕ PIZZA!
Οι πίτσες μας
Piazza Maggiore
Ξαναρχίσαμε το περπάτημα προσεγγίζοντας τους κεκλιμένους πύργους, ενώ άρχισε καταρρακτώδης βροχή. Μπήκαμε σε ένα όμορφο κεντρικό βιβλιοπωλείο στο οποίο χαζέψαμε για λίγη ώρα και μετά συνεχίσαμε την βόλτα μας. Οι καμάρες μας βοηθούσαν να μένουμε στεγνές καθώς δεν είχαμε τα αδιάβροχά μας μαζί, αλλά η ψύχρα που είχε πιάσει δεν ήταν ό, τι καλύτερο αν σκεφτεί κανείς ότι το ντύσιμό μας ήταν πολύ ελαφρύ. Έτσι μπήκαμε σε μια ιρλανδική pub και θυμηθήκαμε τα φοιτητικά μας χρόνια πίνοντας μπύρα και κουτσομπολεύοντας. Στη συνέχεια, ενώ η βροχή είχε πέσει, περπατήσαμε στην περιοχή του περίφημου Πανεπιστημίου της Bologna και αισθανθήκαμε για λίγο και πάλι την ανεμελιά του να είσαι 18-20 ετών. Πολλοί φοιτητές συναντιόντουσαν μετά το μάθημα και προετοιμάζονταν για το aperitivo τους! Αποφασίσαμε οπότε με τη Μ. να πεταχτούμε λίγο στο accommodation μας, να ρίξουμε κάτι βαρύτερο πάνω μας και στη συνέχεια να δοκιμάσουμε και εμείς ένα ιταλικό aperitivo, καθώς δεν ήμαστε και για πολλά-πολλά μετά τις θηριώδεις πίτσες. Οι Αυστριακοί που είχαμε γνωρίσει στη Siena μας είχαν πει ότι υπάρχει ένας πολύ busy δρόμος με μπαράκια, η via del Pratello, την οποία είπαμε να τιμήσουμε!
Κεκλιμένος πύργος
Οι φοιτητές μαζεύονται για έξοδο
Μετά από ένα γρήγορο πέρασμα από το b &b ξαναβγήκαμε με προορισμό την συγκεκριμένη οδό, διαπιστώνοντας ότι ήταν όντως πολυάσχολη, με πολύ κόσμο που έπινε τις μπυρίτσες του ή έπαιρνε aperitivo, κυρίως φοιτητές. Εν γένει η Bologna είναι τρελή φοιτητούπολη, έχει πολύ νεαρό κόσμο! Έβλεπες επίσης και πολλούς μετανάστες που πουλούσαν την πραμάτεια τους, κάτι που μου θύμισε πολύ Αθήνα. Η Bologna όπως ανέφερα και σε άλλη φάση είναι αρκετά πολυεθνική πόλη, τόσο λόγω των μεταναστών, όσο και των φοιτητών. Αυτό πάντα μου αρέσει και δίνει ένα ενδιαφέρον χρώμα, ιδιαίτερα σε πιο κλειστές/ομοιογενείς κοινωνίες όπως είναι οι μεσογειακές. Έτσι μου άρεσε αρκετά το πολυφυλετικό γαϊτανάκι της via del Pratello. Προσπαθήσαμε να βρούμε ένα μαγαζί που μας είχαν προτείνει οι Αυστριακοί, μάλλον δεν τα καταφέραμε, αλλά όπως και να έχει το μπαράκι που κάτσαμε ήταν συμπαθέστατο. Ήπιαμε το κρασάκι μας, γεμίσαμε δύο φορές τα πιάτα μας με τα απλά αλλά νόστιμα ορεκτικά που προσέφερε το μαγαζί, και μετά από κάμποσο μπλα-μπλα πήγαμε για ξεκούραση.
To aperitivo μας
Έφτιαξα στενοχωρημένη το βαλιτσάκι μου πετάγοντας μερικά από τα μπουκαλάκια με τα υγρά καθώς είχα αγοράσει λάδι τρούφας και δεν ήθελα να ξεπεράσω το επιτρεπόμενο όριο (δεν διανοούμουν να μην πάρω το trolley μου χειραποσκευή) και κοιμήθηκα με δυσκολία καθώς σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν διάφορα: το πόσο καλά πέρασα, πόσο ξεκουράστηκα, πόσες δουλειές με περίμεναν στην Ελλάδα και τα σχετικά. Και μόνο η σκέψη της επιστροφής μου δημιουργούσε σφίξιμο στο στομάχι. Αλλά χαιρόμουν επειδή είχα περάσει τόσο ωραία μαζί με την αγαπημένη μου φίλη που είχα να δω ένα χρόνο! Με τα πολλά χαλάρωσα και τα βλέφαρα βάρυναν! Αν ήξερα το πόσο θα με εκνεύριζε η Alitalia την επόμενη μέρα βέβαια θα ήμουν στην τσίτα όλο το βράδυ.
Και έφτασε η τελευταία μέρα του ταξιδιού, ή μάλλον η μέρα της επιστροφής. Ξυπνήσαμε χαλαρά και πήραμε το νόστιμο πρωινό που είχε ετοιμάσει η Cristina κάνοντας το απαραίτητο socializing. Αφού μιλήσαμε για λίγο με μια ελαφρώς ξινή Γερμανίδα το ρίξαμε στην κουβέντα με την Cristina, η οποία έπιασε το αγαπημένο της topic: διακοπές στην Ελλάδα. Η καημένη η Μ. είχε κόψει φλέβες, οπότε προσπάθησα να γυρίσω την κουβέντα στα της Ιταλίας. Στην ερώτησή μου για το ποιά χώρα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας έχει καλύτερες παραλίες η Cristina ήταν κατηγορηματική: «Η Ελλάδα ασυζητητί». «Καλά» της λέω «ξέρεις πόσοι Έλληνες πίνουν νερό στο όνομα της Ιταλίας; Πόσο να έχουν παραμυθιαστεί; Αυτή η Costiera Amalfitana τι λέει»; «Έχει καταπληκτική θέα και πανέμορφα μέρη, αλλά οι παραλίες δεν είναι κάτι το συναρπαστικό. Αν θες ωραίες θάλασσες στην Ιταλία να πας στην Puglia (που θυμίζουν πολύ Ελλάδα) και Σαρδηνία. Η Σαρδηνία είναι μαγεία»! Αυτά από την Ιταλίδα. Εγώ δεν ξέρω/δεν απαντώ! Απλά μεταφέρω την άποψή της!
Πληρώσαμε, μαζέψαμε τις βαλιτσούλες μας και πήραμε δρόμο για την στάση του aerobus. Κάτι που διαπίστωσα και που δεν είχα πάρει χαμπάρι την πρώτη μέρα είναι ότι το λεωφορείο αυτό κάνει κυκλική διαδρομή, με αποτέλεσμα σε μερικά σημεία να σαρδελοποιούνται εκεί μέσα τόσο άνθρωποι που πηγαίνουν, όσο και άνθρωποι που επιστρέφουν από το αεροδρόμιο. Την μέρα εκείνη (κατά την οποία έριχνε επίσης καρέκλες και είχε πολύ μποτιλιάρισμα) πραγματικά δεινοπαθήσαμε. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έμπαιναν, δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε, χάλια μαύρα! Μια Ιταλίδα φώναζε «6 euros για αυτές τις συνθήκες»; «Κυρία μου κάνουμε ό, τι μπορούμε» έλεγε ο οδηγός. Χαμός! Με τα πολλά ο πολύς κόσμος κατέβηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό και χαλάρωσε η κατάσταση, για να φτάσουμε σε κάποια φάση στο κεντρικό terminal (υπάρχει και ένα άλλο εκεί κοντά που χρησιμοποιείται μόνο από τη ryanair).
Μόλις φτάσαμε στις αναχωρήσεις χωριστήκαμε για λίγο με τη Μ. για να πάει να κάνει η καθεμία check-in στο γκισέ της. Περιμένοντας τη σειρά μου είχα ήδη σταμπάρει μία τύπισσα στην Alitalia που φαινόταν από χιλιόμετρα ιδιαίτερα ξινή. Και φευ, δεν κατάφερα να την αποφύγω.
«Γεια σας» φόρεσα το πιο ευγενικό μου χαμόγελο
«Γεια σας. Αποσκευές έχετε;»
«Έχω το βαλιτσάκι μου αλλά επιθυμώ να το πάρω χειραποσκευή».
«Βάλτε το να το ζυγίσω παρακαλώ». Το βάζω. «Όχι, δεν μπορώ να σας επιτρέψω να το πάρετε στο αεροπλάνο, είναι πολύ βαρύ. Είναι 10 κιλά. Το όριό μας είναι τα 8 κιλά».
Η αλήθεια είναι ότι και στην προηγούμενη πτήση 10 κιλά ήταν η χειραποσκευή μου και δεν υπήρχε πρόβλημα. Μου φάνηκε τόσο χαζό όλο αυτό! Δεν είχε να κερδίσει τίποτα. Δεν ήταν ότι είχα υπέρβαρο στην αποσκευή μου ώστε να αναγκαζόμουν να πληρώσω. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσα να το καταλάβω.
«Θα μπορούσα μήπως να βγάλω κάτι και να το βάλω στην γυναικεία τσάντα μου»; Το συγκεκριμένο ήταν άκυρο βέβαια, τι να έβαζα στη γυναικεία τσάντα μου; Δεν είχα κάποιο βαρύ αντικείμενο που θα έκανε τη διαφορά. Απλά κόλλησα και κάτι ήθελα να πω.
«Όχι, αυτό δεν γίνεται. Μπορείτε μόνο ένα τεμάχιο να έχετε μαζί σας». Εκεί αισθάνθηκα ένα φούντωμα τρελό. Είχα πει κι εγώ τη βλακεία μου, αλλά τι ατάκα ξεστόμισε; Η γυναικεία τσάντα ή το laptop όλοι ξέρουν ότι μπορούν να μεταφερθούν συνδυαστικά με τη χειραποσκευή. Όπως έλεγα και στη Μ. μετά υποτίθεται ότι πετούσα με regular εταιρεία, όχι με την bloody ryanair για να στριμώξω τα πάντα σε ΕΝΑ τεμάχιο!
Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι όταν θέλω μπορώ να γίνω πολύ ενοχλητική και εκνευριστική. Ξεκίνησα λοιπόν να επιμένω. Αυτή τίποτα. Της είπα ότι είχα ταξίδι μετά την Αθήνα και ότι αν για κάποιο λόγο καθυστερούσε η αποσκευή μου θα είχα πρόβλημα (αλήθεια έλεγα).
«Οι αποσκευές δεν καθυστερούν ποτέ».
«Αλήθεια»;
«Εντάξει, μερικές φορές καθυστερούν. Αλλά αν γίνει θα σας πουν οι κατάλληλοι άνθρωποι τι θα κάνετε. Εγώ πάντως δεν μπορώ να σας επιτρέψω να πάρετε το βαλιτσάκι χειραποσκευή. Δεν είναι χειραποσκευή αυτό».
Μου είχε γυρίσει το μάτι σίγουρα και ως γνωστόν τα ανοιχτόχρωμα μάτια όταν το άτομο είναι θυμωμένο φαίνονται παγωμένα, σχεδόν τρομαχτικά. Αλλά τι να φτουρήσουν μπροστά στον απόλυτο πάγο που είχα μπροστά μου; Επέμεινα λίγο ακόμα αλλά τίποτα. Στη θέση της θα είχα πει "Κοπελιά μας έπρηξες. Πάρε το trolley σου και κάνε ό, τι θες, απλά ξεκουμπίσου από μπροστά μου". Αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να βάλει ένα ταμπελάκι στο trolley μου που έλεγε ότι υπήρχε μικρή αναμονή στον ενδιάμεσο (βασικά είχα πάνω από 2 ώρες αναμονή οπότε βλακείες, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα, φαντάστηκα ότι θα βοηθούσε να το προσέξουν περισσότερο).
Τέλος πάντων, έφυγα εξοργισμένη. Και ξέρω έχω κολλήσει με το συγκεκριμένο σκηνικό, αλλά αφενός μου φάνηκε απαράδεκτη η στάση της υπαλλήλου, αφετέρου έχω ταλαιπωρηθεί πολλές φορές με καθυστέρηση αποσκευών και είμαι λίγο υστερική με το ζήτημα. Γι’ αυτό και επέλεξα να πάρω χειραποσκευή άλλωστε αν και πετούσα με regular. Θα μου πείτε τώρα «κοπελιά κούλαρε, τη δουλειά της έκανε η υπάλληλος, εσύ ήσουν υπέρβαρη κατά δύο κιλά, τι μας ζητάς τα ρέστα»; Αν αυτό είχε ισχύσει για όλους τους επιβάτες θα είχατε δίκιο. Όταν όμως στο gate έβλεπες δεκάδες επιβάτες με δύο και τρία τεμάχια ως χειραποσκευή (και αρκετά πολύ μεγάλων διαστάσεων) νομίζω ότι ήταν λογικό να εκνευρίζομαι. Πραγματικά μου χάλασε η διάθεση και δεν μπορούσα να χαλαρώσω, αν και το μπλα-μπλα με τη Μ. σίγουρα βοήθησε.
Χαιρετηθήκαμε στο gate μου στενοχωρημένες, έχοντας όμως διάφορα σχέδια ταξιδιών (πιο εξωτικά και περιπετειώδη), κάτι που έφτιαξε την διάθεση και των δυο μας. Η πτήση για Ρώμη σύντομη. Κατά τη δίωρη περίπου στάση μου στο Fiumincino έκανα λίγο shopping (καλλυντικά Puppa και ένα μεγάλο μπουκάλι με ελαιόλαδο με άρωμα τρούφας), έφαγα ένα ωραίο gelato από το Venchi και χάζεψα λίγο τις φωτογραφίες μου.
Η πτήση για Αθήνα χαλαρή, στον Βενιζέλο χρησιμοποιήσαμε παραδόξως φυσούνα οπότε έφτασα γρήγορα στον ιμάντα παραλαβής αποσκευών (ο επόμενος προαστιακός για Κιάτο, καθώς θα κατέβαινα Πελοπόννησο, ήταν σε λιγότερο από μισή ώρα και σε περίπτωση που τον έχανα θα έπρεπε να βολόδερνα για άλλη μια ώρα στο αεροδρόμιο). Έβγαιναν οι αποσκευές, η δική μου πουθενά. Στο τέλος είχα μείνει μόνο εγώ και ένας-δύο άλλοι, αποσκευές δεν έβγαιναν και κόντευα να βάλω τα κλάματα βρίζοντας από μέσα μου την αντιπαθητική υπάλληλο. Εν τέλει βγήκε! Προτελευταία, μούσκεμα (όχι νωπή, σα να την είχαν ρίξει στη θάλασσα), αλλά βγήκε. Αγώνας δρόμου για τον προαστιακό και ναι, ευτυχώς το τραίνο έφευγε σε 5’.
Τέλος καλό όλα καλά λοιπόν! ‘Ηταν ένα ευχάριστο ταξίδι σε κάποιες ιδιαίτερα όμορφες περιοχές της γείτονος και μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα φύση, φαγητό και κρασί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κι όλα αυτά χωρίς να τινάξουμε τη μπάνκα στον αέρα!
Ευχαριστώ όσους μου έκαναν παρέα με τα σχόλιά τους κατά τη διάρκεια της ιστορίας μου και εύχομαι όμορφα και συναρπαστικά ταξίδια σε όλους μας!
Χαιρετώντας τη Bologna
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά να βρούμε προορισμό που να καλύπτει και τις δύο. Εγώ είμαι ούτως η άλλως σε φάση που ψήνομαι τρελά για Πολωνία, αλλά πώς να το προτείνω στην Πολωνέζα; Πρότεινα Πορτογαλία, δεν ενθουσιάστηκε. Μετά Τουρκία, δεν έβρισκε οικονομικά αεροπορικά. Πρότεινε Ισραήλ, της είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πατήσω εκεί λόγω ιδεολογικών πεποιθήσεων. Μετά μίλησε για Βουδαπέστη και άρχισα να το επεξεργάζομαι, αν και τη θεώρησα κάπως ξενέρωτη επιλογή. Τότε μου ήρθε η αναλαμπή και ανέφερα τη μαγική λέξη: Ιταλία. Αν και την είχα επισκεφτεί πολλές φορές μικρότερη, είχα να πάω από το 2006. Η Μ. πάλι δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκεί και ως μόνιμη κάτοικος Γλασκώβης (στην οποία οι ώρες της ημέρας που δεν βρέχει είναι σαφώς λιγότερες από αυτές που βρέχει) ήμουν σίγουρη πως θα εκτιμούσε μια μεσογειακή ανάπαυλα. Όντως της άρεσε η πρόταση και μου πέταξε δύο ιδέες, Ρώμη ή Τοσκάνη. Ρώμη είχα μείνει πολλές μέρες όταν είχα πρωτοπάει και η αλήθεια είναι ότι η εναλλακτική μιας πολύβουης πρωτεύουσας ανοιξιάτικα δεν με έψηνε τρομερά. Η Τοσκάνη πάλι ήταν τελείως to the point!
Μερικές μέρες αργότερα προστέθηκε και τρίτο μέρος στην κοριτσοπαρέα, η Κ., Σκωτσέζα φίλη της Μ. η οποία σε αυτή τη φάση μένει Βέλγιο. Εκεί άρχισε να δημιουργείται και ένα μικρό μπέρδεμα καθώς είχαμε κάποιες διαφορές στις μέρες που μπορούσαμε να πάμε (η Μ. και η Κ. κινούνταν βάσει το καθολικού Πάσχα, εγώ βάσει του ορθόδοξου. Η Μ. ως εκπαιδευτικός μπορούσε να διαθέσει τον περισσότερο χρόνο, η Κ. τον λιγότερο). Με τα πολλά κανονίστηκε η Μ. να πάει πρώτη και να περάσει μερικές μέρες μόνη της, μετά να σκάσει μύτη η Κ. και να μείνουν 1-2 μέρες οι δυο τους, εν συνεχεία να πάω εγώ και να περάσουμε 2 μέρες όλες μαζί και μετά να φύγει η Κ. και να ταξιδέψουμε για άλλες 4-5 μέρες οι δυο μας με τη Μ. Το παραπάνω με βόλεψε καθώς πριν πάω οι κοπέλες θα επισκέπτονταν κάποιους προορισμούς που είτε είχα πάει και δεν ήθελα να ξαναπάω (όπως την Πίζα) και κάποιους άλλους που χωρίς να έχω πάει δεν ήταν στις προτεραιότητες μου να τους επισκεφτώ (όπως τη Lucca).
Το να βγάλουμε το πρόγραμμα μας έβγαλε επίσης λίγο την πίστη για διάφορους λόγους. Εμένα μου είχε κολλήσει να πάω στη λίμνη Trasimeno (είναι στην Umbria, αλλά αρκετά κοντά στη Siena που ούτως ή άλλως θα επισκεπτόμασταν). Είχα ανοίξει και topic εδώ και ψαχνόμουν σχετικά. Αυτό όμως προϋπόθετε αμάξι και η Μ. λόγω του ότι έμαθε να οδηγεί στη Βρετανία φοβόταν να οδηγήσει από δεξιά. Η έλλειψη αμαξιού φαινόταν ανασταλτικός παράγοντας και στο κομμάτι της εξερεύνησης της φύσης της Τοσκάνης, αλλά με τα πολλά είπαμε να κλείσουμε διαμονή σε κάποιες περιοχές-κλειδιά και βάσει αυτών να δούμε στην πορεία το πώς θα κινηθούμε. Έτσι κλείσαμε 2 διανυκτερεύσεις Φλωρεντία, 3 Siena και μια στη Bologna (από εκεί θα πετούσαμε στην επιστροφή). Το ζήτημα budget ήταν επίσης πολύ σημαντικό. Η αλήθεια είναι πως και εγώ ήθελα να μην πληρώσω χρυσό το ταξίδι, αλλά τα κορίτσια είναι εν γένει ακόμα πιο hardcore. Η φίλη μου η Μ. είναι ο τύπος της κοπέλας που γυρίζει μόνη της την Ευρώπη με το ποδήλατό της και την βγάζει σε campings και hostel dorms για να καταλάβετε. Όσο να ‘ναι, για μένα αυτό είναι λίγο too much!
Όπως και να έχει όλες κάναμε νομίζω τις υποχωρήσεις μας και το αποτέλεσμα ήταν (από την δική μου πλευρά) 6μιση μέρες γεμάτες εμπειρίες, γέλιο, sightseeing, πολύ φύση, πολύ φαγητό και κρασί, κάμποσο περπάτημα και όλα αυτά σε αρκετά low-budget επίπεδα (αν δεν είχα ψιλοπαρασυρθεί με τα ψώνια χαλαρά το όλο πρόγραμμα δεν θα ξεπερνούσε τα 600-650 euros με αεροπορικά/διαμονή συμπεριλαμβανόμενα χωρίς να στερηθούμε τίποτα). Λεπτομέρειες οσονούπω!
Το βράδυ πριν την πτήση δεν κοιμήθηκα, δεν βρήκα νόημα, καθώς θα έπρεπε ούτως ή άλλως να ξυπνήσω πριν τις 5 για να είμαι on time στο αεροδρόμιο (πετούσα 7 η ώρα με την πρωινή της Alitalia). Ναι, είχα κλείσει με Alitalia για 2η φορά μετά το ταξίδι μου στο Βέλγιο το χειμώνα. Αν και δεν με είχε συγκλονίσει τότε, η τιμή τώρα ήταν και πάλι καλή, το ίδιο και οι ώρες (επειδή οικονομικά αεροπορικά είχα βρει και με Lufthansa, αλλά οι ώρες ήταν ό, τι να ‘ναι!). Το ζήτημα των αποσκευών με είχε προβληματίσει και πάλι (θα χαθούν ή δεν θα χαθούν; ), έτσι είχα αποφασίσει να ξαναπάρω χειραποσκευή. Το παραπάνω με δυσκόλεψε λίγο καθώς για μια εβδομάδα τέτοια εποχή χρειάζονται αρκετά ρούχα διαφορετικής υφής, να μην μιλήσω για τα αποθέματα σε αφρόλουτρο, σαμπουάν, κρέμες, αντηλιακά και λοιπά. Ναι, είναι αυτή η εποχή που τόσο το αντηλιακό όσο και το αδιάβροχο κρίνονται άκρως απαραίτητα για μια εξόρμηση στας εξοχάς! Τέλος πάντων, με τα πολλά τα κατάφερα και στρίμωξα τα απαραίτητα σε ένα trolley και μια (ομολογουμένως πολύ ευρύχωρη) γυναικεία τσάντα. Κατά τις 5 και κατέφτασε το ταξί και γύρω στις 5μιση ήμουν στο Βενιζέλο!
Όλα καλά στο αεροδρόμιο, έκανα ένα μικρό περασματάκι από τα duty-free να αγοράσω το αγαπημένο μου ανοιξιάτικο άρωμα σαν παιδί και εγώ, πήρα και ένα βιβλιαράκι για το ταξίδι («The Help» για όποιον ενδιαφέρεται, είχε βγει και ταινία φέτος, πολύ καλό ως εκεί που το έχω φτάσει) και έσπευσα στην gate. Ο τελικός μου προορισμός ήταν το αεροδρόμιο της Bologna με μιάμιση ώρα αναμονή στο Fiumicino. Ως συνήθως (καθώς η Alitalia δεν το έχει με τις φυσούνες) επιβιβαστήκαμε στο σχετικό λεωφορειάκι, ανεβήκαμε (ευτυχώς είχα κλείσει πολύ μπροστινές θέσεις και για τις δύο πτήσεις) και περιμέναμε. Περιμέναμε λίγο περισσότερο από ό, τι έπρεπε η αλήθεια είναι, οπότε φύγαμε με σχετική καθυστέρηση και φτάσαμε επίσης με σχετική καθυστέρηση (γύρω στο μισάωρο). Υπό άλλες συνθήκες θα είχα φρικάρει για το αν θα έφταναν στην ώρα τους οι αποσκευές μου στον τελικό προορισμό (δεν είμαι τόσο τρελή όσο φαίνομαι, απλά την έχω πάθει πολλές φορές), αλλά καθώς είχα τις χειραποσκευούλες μου μαζί μου ήμουν σε τρελή νιρβάνα και έβγαλα όλη την πτήση στις αγκάλες του Μορφέα!
Στο Fiumicino έμεινα ελάχιστα (είχαμε ήδη καθυστερήσει και με τα μπες-βγες στα λεωφορειάκια πέρασε η ώρα). Μολαταύτα βρήκα χρόνο και έφαγα ένα κρουασανάκι από ένα cafe του αεροδρομίου (μου αρέσουν τόσο πολύ τα ιταλικά κρουασάν, τσουρεκοφέρνουν κάπως!). Στην πτήση για Bologna η οποία κράτησε γύρω στο μισάωρο καθόμουν δίπλα σε έναν ηλικιωμένο Ιταλό κύριο, ο οποίος αρχικά μου φάνηκε ευγενής και gentleman (έβαλε το trolley μου στο ντουλάπι και τα σχετικά), εν συνέχεια όμως φάνηκε αρκετά λιγούρης, σε σημείο που να βάλω την εσάρπα μου πάνω στα πόδια μου για να τα κρύβει και να προσπαθώ να μην τον κοιτάω (και να πείτε ότι έχω και τα δίμετρα πόδια; Τι να πω; Περίεργοι τύποι που συναντάς στα αεροπλάνα!).
Το αεροδρόμιο της Bologna μικρό και όχι ιδιαίτερα καθαρό. Οι τουαλέτες δράμα! Τέλος πάντων, πήρα το aerobus για να κατέβω στο κέντρο (6 euros το εισιτήριο-ψιλοπολλά αν σκεφτεί κανείς πόσο μικρή είναι η απόσταση) και κατέβηκα στο σιδηροδρομικό σταθμό να πάρω το τραίνο που θα με πήγαινε Φλωρεντία. Το εισιτήριο το είχα κλείσει από πιο πριν και ήταν με το «γρήγορο» στα 25 euros (υπήρχε και πιο προνομιακή τιμή γύρω στα 17 euros την οποία δεν πρόλαβα, αλλά και πιο αργό και φτηνό τραίνο, το οποίο όμως ήταν αρκετά αργότερα και θεώρησα ότι δεν άξιζε να περιμένω). Όσο ανέμενα κάθισα στην πλατεία έξω από το σταθμό, πήρα και μια margherita στο όρθιο και άραξα λίγο παρατηρώντας τους γύρω μου. Ήταν μια απίστευτα ζεστή και ηλιόλουστη μέρα και ο σταθμός ήταν τίγκα στον κόσμο που μετακινούταν για το Πάσχα (Μ. Σάββατο δικό τους γαρ). Bologna είχα ξαναπάει πριν πολλά χρόνια και θυμόμουν ότι μου είχε αρέσει, έχοντας όμως μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου. Αυτό που εξέλαβα πάντως από την περιοχή γύρω από το σταθμό ήταν ότι πρόκειται για μια ζωντανή και αρκετά πολυεθνική πόλη, κάτι που πάντα με γοητεύει. Γενικότερα τόσο εκείνη την πρώτη, όσο και την τελευταία μέρα που γύρισα πιο επισταμένα την πόλη, είδα ότι υπάρχει έντονο μεταναστευτικό στοιχείο, κάτι που δεν ισχύει σε τόσο μεγάλο βαθμό στη Φλωρεντία, πόσο μάλλον στη Siena.
Όταν ήρθε το τραίνο μπήκα σε ένα τιγκαρισμένο βαγόνι και, καθώς ανασύρθηκαν θύμησες από ταξίδια με ελληνικές αμαξοστοιχίες, προετοιμάστηκα για δυνάμει καβγά με πιθανό καταπατητή της θέσης μου! Αλλά εντάξει, όλα καλά! Η θέση ήταν άδεια και γενικότερα όσο ήμουν μέσα δεν άκουσα να γίνεται κανένα ξεκατίνιασμα αλά ελληνικά! Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής η οποία διήρκησε περίπου 40’ το περάσαμε μέσα σε τούνελ, κάτι ελαφρώς ξενερωτικό. Διαπίστωσα ότι τα ιταλικά τραίνα έχουν Wi-Fi, αλλά δυστυχώς δεν ήταν δωρεάν. Έτσι ασχολήθηκα απλά με τον ταξιδιωτικό μου οδηγό και κάτι σημειώσεις που είχα.
Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε εκτός τούνελ διαπίστωσα ότι ο καιρός είχε βαρύνει αισθητά. Μόλις δε προσεγγίσαμε το σταθμό της Φλωρεντίας έβρεχε καταρρακτωδώς. Τρελό ξενέρωμα αν σκεφτεί κανείς ότι στη Bologna είχε 25 βαθμούς και ήλιο. Με το που βγήκα από το τραίνο έβαλα το αδιάβροχο μου και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, περνώντας μπλόκα Αράβων οι οποίοι προσπαθούσαν να μου πουλήσουν ομπρέλες (και να σκέφτομαι: αφού βλέπουν ότι φοράω το γαμάτο μου αδιάβροχο, είναι δυνατό να θεωρούν ότι υπάρχει περίπτωση να πάρω μια ομπρέλα η οποία με τον κωλοαέρα θα σπάσει άμεσα; ). Γενικότερα δεν το έχω με τις ομπρέλες, απόρροια της περιόδου που έζησα σε μια από τις πιο βροχερές πόλεις της Ευρώπης. Προτιμώ να γίνομαι μούσκεμα παρά να παλεύω με την ομπρέλα. Και σαφώς προτιμώ το αδιάβροχο και ας μην είναι τόσο κομψό.
Τέλος πάντων, καθώς η Μ. και η Κ. έκαναν sightseeing, εγώ κατευθύνθηκα προς το hostel που θα μέναμε για να αφήσω τα μπαγάζια, να κάνω ένα μπανάκι και να τις περιμένω. Γενικότερα ήμουν αρκετά φρικαρισμένη με την προοπτική των δύο πρώτων μας διανυκτερεύσεων. Όχι επειδή επρόκειτο για hostel, απεναντίας. Συχνά τα προτιμώ, ιδιαίτερα αν ταξιδεύω μόνη, λόγω του cozy περιβάλλοντος και της δυνατότητας να αλληλεπιδράσεις εύκολα με τους υπόλοιπους ενοίκους. Επιλέγω πάντα όμως δικό μου δωμάτιο με en-suite μπάνιο. Σε αυτή την περίπτωση δεν έπαιζαν τέτοιες πολυτέλειες όμως. Θα μέναμε σε 8-κλινο (ευτυχώς female) dorm και θα μοιραζόμασταν μπάνιο και ντους με τις υπόλοιπες του κοιτώνα. Έχετε ήδη φρικάρει; Εγώ να δείτε πόσο είχα (εντάξει, οι υπόλοιπες διαμονές που-να μην το παινευτώ- επιμελήθηκα εγώ ήταν σε πολύ όμορφα μέρη!). Το πώς καταλήξαμε σε αυτή την επιλογή στη Φλωρεντία είναι μια πονεμένη ιστορία, αλλά εντάξει, εμπειρίες. Και το πιο τραγικό; Η διαμονή σε 8-κλινο dorm στοίχιζε λίγο κάτω από 35 euros τη βραδιά.
Με λίγο ψάξιμο λόγω άκυρων οδηγιών που μου έδωσαν στο δρόμο βρήκα το hostel. Επρόκειτο για το PLUS Florence. Ήταν πολύ busy, αχανές, είχε κόσμο όλων των ηλικιών (με τους φοιτητές να πρωτοστατούν φυσικά) και εν γένει υπήρχε πολύ κινητικότητα. Χρειάστηκε να περιμένω καμιά ώρα για να ανέβω στο dorm λόγω του ότι το check-in ξεκινούσε στις 3 (απαράδεκτο!) και την έβγαλα σερφάροντας στο internet από το κινητό μου (είχε ομολογουμένως πολύ γρήγορο και δωρεάν Wi-Fi), καθώς η καταρρακτώδης βροχή σε συνδυασμό με την κούραση δεν με προδιέθετε για μοναχικό sightseeing. Όταν κάποια στιγμή ανέβηκα με χαρά διαπίστωσα ότι αφενός μας είχαν βάλει για την βραδιά σε 6-κλινο, αφετέρου δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί, οπότε έκανα το ντουζάκι μου με την ησυχία μου. Βρώμικα δεν ήταν, αλλά σίγουρα δεν ήταν και το πλέον πεντακάθαρο μέρος. Ευτυχώς είχα προμηθευτεί πλαστικά καλύμματα λεκάνης και διάφορα απολυμαντικά. Βγαίνοντας από το ντους και καθώς είχα αρχίσει να γλαρώνω έσκασε μύτη μια περίεργη κυρία γύρω στα 60 με έντονο βήχα και αρκετά ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Καθώς προσπάθησα να κοιμηθώ για κάνα μισάωρο πριν έρθουν οι άλλες σκέφτηκα τα λόγια του Traveller για την ποιότητα ταξιδιού όταν κλείνεις τα 25 (ζημιά μας έχει κάνει αυτό το forum!) κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι. Αν και διαφωνώ με το «μαθηματικό» της υπόθεσης, σίγουρα το να κοιμάμαι σε ένα 6-κλινο dorm ενάμιση μήνα πριν γίνω 31 δεν μπορώ να πω ότι με έκανε να αισθάνομαι και πολύ καλά.
Λίγη ώρα μετά ήρθαν και τα κορίτσια. Αφού είπαμε για λίγο χαρωπά τα νέα μας και μου διηγήθηκαν τι είχαν δει αποφανθήκαμε ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε ψιλοάμεσα, καθώς η Κ. είχε κλείσει εισιτήρια για όπερα και έπρεπε να τσιμπήσουμε και κάτι στο μεταξύ. Οι άλλες είχαν την αναλαμπή να πάνε για λίγο στο «spa» του hostel, το οποίο είχε υποτίθεται πισίνα, σάουνα και χαμάμ. Εμένα, αν και είχα πάρει μαγιό, η ιδέα δεν με τρέλανε, καθώς δεν είχε περάσει ακόμα το πολιτισμικό σοκ που μου προκάλεσαν το χαοτικό hostel και το dormitory. Οπότε προτίμησα να χαλαρώσω και να ετοιμαστώ με την ησυχία μου. Όταν ήρθαν οι άλλες μου είπαν ότι το «spa» ήταν αποτυχία, καθώς τίποτα δεν λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Η πισίνα αν και εσωτερική ήταν κρύα, η σάουνα έβγαζε υπολείμματα ζεστού αέρα και πάει λέγοντας. Στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει οπότε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για φαγητό, οπότε καταλήξαμε στο εστιατόριο του hostel (τώρα που τα σκέφτομαι διαπιστώνω ότι η πρώτη μέρα ήταν κάπως cult και σίγουρα όχι αντίστοιχη με τις επόμενες). Παραδόξως το φαγητό ήταν συμπαθές. Εγώ πήρα μια pizza vegeteriana και τα κορίτσια lasagna, συν ένα μπουκάλι λευκό κρασί στη μέση. Η pizza και το μερίδιό μου στο κρασί δεν έκαναν πάνω από 8-9 euros.
Βγαίνοντας στο δρόμο είδα με ικανοποίηση ότι η πολύ βροχή είχε σταματήσει και απλά ψιχάλιζε. Η περιήγηση στα δρομάκια της Φλωρεντίας ήταν ευχάριστη. Παραδόξως δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω και ας ήταν σαββατόβραδο. Η όπερα που είχαμε κλείσει να δούμε ήταν η «La Traviata» στο Teatro Auditorum al Duomo. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο μουσικό είδος ποτέ δεν με συγκινούσε αλλά δεν με χάλασε και η ιδέα να παρακολουθήσω μία παράσταση για την εμπειρία. Φτάνοντας στο θέατρο διαπίστωσα ότι συστεγαζόταν με ένα ξενοδοχείο και γενικότερα φαινόταν μάλλον τουριστικό και όχι τόσο μεγαλόπρεπες όσο φανταζόμουν. Η αίθουσα ήταν απλή (όπως και η σκηνή και τα σκηνικά) και έμεινε μισογεμάτη. Μου άρεσε το ότι είχε ζωντανή μουσική (βέβαια λογικά αυτό συμβαίνει πάντα στις όπερες). Από εκεί και πέρα δεν ενθουσιάστηκα. Οι ερμηνευτές δεν με εντυπωσίασαν, αν εξαιρέσουμε αυτόν που είχε το ρόλο του πατέρα ο οποίος ήταν εξαιρετικός, και σε κάποια φάση υπήρξε και μια «κοιλιά», ενδεχομένως επειδή ήταν η πρώτη μέρα της παράστασης. Εν τω μεταξύ, με το που ξεκίνησε το έργο με έπιασε μια έντονη κρίση δίψας (είμαι πολύ του νερού και δεν είχα πιει πριν φύγουμε από το hostel) και μεταξύ 2ης και 3ης πράξης που η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο βγήκα έξω ψάχνοντας μάταια για το bar του θεάτρου! Πουθενά bar! Με τα πολλά ένας κύριος μου είπε ότι αν ήθελα νερό μπορούσα να πάω στο roof bar του συστεγαζόμενου ξενοδοχείου. Τι να κάνω, πήγα, για να με ενημερώσει ένας σερβιτόρος ότι είχαν μόλις κλείσει! «Τι στιγμές ζω», σκέφτηκα. Ο ταλαίπωρος με λυπήθηκε καθώς φαίνεται και αφού με ρώτησε τι ήθελα μου έφερε μία κανατάρα νερό το οποίο σχεδόν εξαφάνισα σε μερικά δευτερόλεπτα! Και μετά μου κάνει τη θεϊκή ερώτηση: «να το χρεώσω στο δωμάτιο σας»; Του εξήγησα ότι δεν, ότι ήμουν από το θέατρο και λοιπά και αν ήθελε να πληρώσω μετρητά και αφού το σκέφτηκε λίγο μου είπε «Μπα! Στο κερνάω! Μην αναλωνόμαστε σε μπελάδες!». Πάλι καλά, τον ευχαρίστησα και κατευθύνθηκα προς το θέατρο σίγουρη ότι θα είχε ξεκινήσει. Ευτυχώς δεν είχε και παρακολούθησα την τελευταία πράξη ψιλονυσταγμένη.
Τα κορίτσια μετά ήθελαν μπαρότσαρκα! Εγώ η αλήθεια είναι ότι ήμουν κουρασμένη και χωρίς όρεξη (η όπερα με είχε αποτελειώσει!), αλλά δεν ήθελα να χαλάσω την παρέα. Παραδόξως όλα ήταν κλειστά και ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε, αν εξαιρέσουμε κάτι μισομεθυσμένους έφηβους που κυκλοφορούσαν με μπύρες στο χέρι (una faccia una razza που λένε). Τα κορίτσια είχαν προβληματιστεί. Τους είπα ότι και στην Ελλάδα το Μ. Σαββατο ισχύει το ίδιο και ότι τα bars ανοίγουν μετά την Ανάσταση. Τους φάνηκε κάπως περίεργο, το ψάξαμε λίγο παραπάνω, αλλά καθώς δεν κινούταν τίποτα κατευθυνθήκαμε προς το hostel. Δίπλα από το hostel υπήρχε μια εκκλησία και από ό, τι είδαμε είχε λειτουργία και πολύ κόσμο, οπότε και πάλι υπέθεσα ότι μάλλον ισχύει λίγο-πολύ ό, τι και στο δικό μας Μ. Σαββατο.
Γύρω στις 12 και ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι (μα τι σπαστικό ήταν και αυτό στο dorm να φοβάσαι να κουνηθείς μην ενοχλήσεις και να ψάχνεις σαν τυφλοπόντικας το ατομικό φωτάκι του κρεβατιού; ). Η πρώτη μέρα, χωρίς να έχω περάσει άσχημα, δεν με είχε ενθουσιάσει, αλλά η επομένη φαινόταν να έχει καλύτερες προοπτικές με το Scoppio del Carro το πρωί (το φημισμένο φλωρεντινό έθιμο του Πάσχα) και την βόλτα στην Piazzale Michelangelo!
Την επομένη ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, καθώς περιμέναμε πώς και πώς να δούμε τους εορτασμούς της πασχαλινής Φλωρεντίας. Τα κορίτσια πήγαν για πρωινό (το hostel παρείχε με 6 euros τη δυνατότητα απεριόριστου continental μπουφέ). Εγώ σκέφτηκα ότι σιγά μην έτρωγα στην Ιταλία αυγά και λουκάνικα και προτίμησα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω, να κάνω μπάνιο και να τσιμπήσω κάτι αργότερα.
Βγαίνοντας από το hostel έβρεχε αρκετά και είχε ψύχρα. Βάλαμε τα αδιάβροχά μας και βουρ! Πολύς κόσμος στους δρόμους, όλοι με τις ομπρέλες τους και οι περισσότεροι με κατεύθυνση το Duomo. Βλέπετε έφτανε η ώρα για ένα από τα γνωστότερα ιταλικά πασχαλινά έθιμα, το Scoppio del Carro (ή ελληνιστί την Έκρηξη του Κάρου). Ένα φαντεζί κάρο τοποθετείται έξω από το Duomo, πάνω στο οποίο κάποια στιγμή εκτοξεύεται μια ρουκέτα με φιτίλι αναμμένο από την «αγιασμένη φωτιά», ξεκινώντας μια θεαματική φιέστα με πυροτεχνήματα! Το συγκεκριμένο έθιμο ξεκίνησε ως ενθύμηση της πρώτης Σταυροφορίας του 1099. Για περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ.
Η βροχή και η πολυκοσμία σε συνδυασμό με τις χιλιάδες ανοιχτές ομπρέλες έκαναν τη διαδικασία προσέγγισης του Duomo λίγο mission impossible! Και μόλις τα καταφέραμε δεν μπορούσαμε να δούμε καλά-καλά το κάρο (ειδικά εγώ, οι άλλες δύο ως Βορειοευρωπαίες γυναικάρες με αρκετούς πόντους ύψους παραπάνω όλο και κάτι κατάφερναν!). Και τότε εγένετο θαύμα! Λίγο πριν αρχίσουν τα πυροτεχνήματα η βροχή απλά σταμάτησε, οι ομπρέλες έκλεισαν και το οπτικό μας πεδίο διευρύνθηκε αρκετά! Και ξαφνικά ακούστηκε το πρώτο «μπαμ» και άρχισε το πανηγύρι! Ήταν ομολογουμένως αρκετά εντυπωσιακό! Καπνοί, πολύχρωμα πυροτεχνήματα και όλα αυτά μια ανάσα από τα μεσαιωνικά κτίρια της πλατείας! Το πλήθος ήταν ενθουσιασμένο, οι Ιταλοί φαίνονταν περήφανοι και γενικότερα η όλη φάση δημιουργούσε πολύ θετικά συναισθήματα σε όποιον παρακολουθούσε. Με το που τελείωσε το event οι ουρανοί άνοιξαν και πάλι, το ίδιο και οι ομπρέλες, ενώ τα μάτια μας κινδύνευσαν να τραυματιστούν αρκετές φορές. Ειδικά ένας ηλικιωμένος κυριούλης μπροστά μας είχε κάνει τάμα να μας στραβώσει! Ιδίως σε κάποια φάση που είχε χάσει τη γυναίκα του και γυρνούσε αριστερά-δεξιά σαν χαμένος φωνάζοντας «Gina! Gina!» τεστάραμε την ευελιξία μας προσπαθώντας να τον αποφύγουμε. Η Τζινάρα βέβαια βρέθηκε και σαν μεσογειακή σύζυγος που σέβεται τον εαυτό της του τα έχωσε δυναμικά για το πόσο απρόσεκτος ήταν με την ομπρέλα του!
Σκηνές από το Scoppio del Caro
Μετά το Scoppio ακολούθησε κάτι σαν παρέλαση με φιλαρμονική, άντρες με θεόμουρλα ρούχα και γυναίκες που μοίραζαν ανθάκια, αλλά δεν κατάφερα να βγάλω καμιά φωτογραφία της προκοπής, καθώς οι ομπρέλες με εμπόδιζαν.
Αφού περπατήσαμε λίγο ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς, αποφανθήκαμε ότι θα ήταν σώφρον να κάτσουμε σε κάποιο cafe για λίγο, να πάρω κι εγώ το πρωινό μου, να πιουν και κάνα καφέ οι άλλες. Οι βιτρίνες του Robiglio με τα σοκολατένια αυγά και τα πασχαλινά καλούδια μας τράβηξαν την προσοχή και όντως πήγαμε και κάτσαμε εκεί. Χαλάρωση, ενώ ήπια έναν φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι και έφαγα ένα θεϊκό κρουασάν σοκολάτα.
Οι βιτρίνες του Robiglio
Σε κάποια φάση που έπεσε κάπως η βροχή βγήκαμε για περπάτημα. Η πασχαλινή Φλωρεντία ήταν γεμάτη κόσμο παρά τον κατακλυσμό, ενώ μου έκανε αρκετή εντύπωση το ότι τα πάντα ήταν ανοιχτά. Περιδιαβήκαμε στους δρόμους, αράξαμε λίγο στην Piazza della Signoria με τα αντίγραφα αναγεννησιακών αγαλμάτων, περπατήσαμε έξω από την Uffizi (οι άλλες είχαν πάει την προηγούμενη μέρα και εγώ δεν ήμουν σε mood μουσείου), κατευθυνθήκαμε προς την παραποτάμια περιοχή και βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες στο Ponte Vecchio, ενώ περάσαμε το ποτάμι πορευόμενες προς την Piazzale Michelangelo. Η καταρρακτώδης βροχή δεν σταματούσε, εγώ μολαταύτα μάλλον τη βίωνα ως καθαρτική εμπειρία, αισθανόμενη απόλυτη ψυχική ηρεμία και ξεγνοιασιά. Η Μ. μάλλον δεν είχε την ίδια άποψη πάντως, και έτσι σταματήσαμε σε ένα χαριτωμένο καφέ-μπιστρό να πιούμε κάτι. Εγώ το έριξα στο κρασί, ενώ σε λίγο πεινάσαμε οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κάτι από το μικρό αλλά ενδιαφέρον μενού ημέρας που είχαν. Εγώ επέλεξα φιλέτο γαλοπούλας (ξέρω, φαίνεται ανιαρό πιάτο, αλλά η πλούσια πικάντικη σάλτσα με τις πιπεριές που είχε το έκανε πολύ εύγευστο). Έτσι έφαγα το μεσημεριανό μου συνοδεία κρασιού για λιγότερο από 15 euros.
Βροχερή Φλωρεντία
[attach=full]32059[/attach]
Σε εκείνη τη φάση σταμάτησε η βροχή και συνεχίσαμε την πορεία μας προς την Piazzale Michelangelo, το μέρος που, σκαρφαλωμένο καθώς είναι σε ένα ύψωμα, χαρίζει μια καταπληκτική πανοραμική θέα στην πόλη της Φλωρεντίας. Μετά από αρκετή ανηφόρα φτάσαμε σε μια υπερβολικά αδιάφορη πλατειούλα, η οποία είχε όμως όντως συγκλονιστική θέα στην πόλη, τα γύρω τείχη, τον ποταμό Arno και τη φύση της Τοσκάνης. Καθίσαμε κάμποσο εκεί βγάζοντας φωτογραφίες και συζητώντας, ενώ όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότεροι τουρίστες κατέφταναν.
Φλωρεντία από ψηλά
Όταν διαπιστώσαμε ότι είχαμε παραγίνει πολλοί ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε προς το κέντρο, ενώ κάναμε ένα πέρασμα από το Giardino delle Rose, έναν χαριτωμένο κήπο με πλήθος φυτών και λουλουδιών, σιντριβάνια, λιμνούλες και ορισμένα γλυπτά. Ωραία ήταν.
Διασχίζοντας τη γέφυρα ο Arno φαινόταν μαγευτικός. Έχω γενικότερα κόλλημα με το νερό, είτε πρόκειται για θαλασσινό, είτε για ποτάμια και λίμνες.
Συνεχίσαμε με βόλτα στους δρόμους και επίσκεψη στα μαγαζιά, καθώς η Μ. είχε μπανίσει κάτι κομμάτια στα Zara που της είχαν αρέσει. Οι τιμές πάντως ήταν ίδιες ή και πιο πάνω από Ελλάδα, οπότε δεν αγόρασα τίποτα. Σε κάποια φάση μας έπιασε λιγούρα για gelato. Δυστυχώς βρισκόμασταν δίπλα στο Duomo, ακόμα πιο δυστυχώς το μαγαζί που μας κέντρισε την προσοχή ήταν τελείως κεντρικά και ως αποκορύφωμα επιλέξαμε το παγωτό μας σαν πρόβατα χωρίς να κοιτάξουμε τιμή, καταλήγοντας να πληρώσω 8 euros για μια μπάλα gelato tiramisu, επειδή είχα διαλέξει «fancy» χωνάκι. Όπως διαπιστώσαμε η τιμή δεν καθοριζόταν από το πόσες μπάλες έπαιρνε κάποιος, αλλά από το τι χωνάκι θα επέλεγε. Τα 8 euros με ξένερωσαν αρκετά, αλλά το παγωτό ήταν ομολογουμένως αρκετά καλό. Εξάλλου η περίπτωσή μου δεν ήταν τόσο απελπιστική όσο της Μ., που το δικό της χωνάκι ήταν ακόμα πιο fancy και πλήρωσε 10 euros!
Το παγωτό των 8 euros
Η ώρα είχε περάσει, ήταν αργά το απόγευμα και είπαμε να πάμε πίσω στο hostel να ξεκουραστούμε, καθώς η Κ. θα έπρεπε σε μερικές ώρες να πάρει το τραίνο για Bologna από όπου θα πέταγε την επομένη για Βρυξέλλες. Κι εγώ με τη Μ. όμως έπρεπε να κοιμηθούμε καλά καθώς την επομένη είχαμε wine tour, επίσκεψη στο San Gimignano και μετά αναχώρηση για Siena. Όντως γυρίσαμε, κι αφού μεταφέραμε τα μπαγάζια μας στον 8-κλινο αυτή τη φορά dorm όπου θα διανυκτερεύαμε (τα κορίτσια ακόμα θα θυμούνται τα γουρλωμένα μου μάτια την ώρα που τον πρωτοαντίκρυσα), αράξαμε στο εστιατόριο του hostel όπου η Κ. έφαγε μια μακαρονάδα, η Μ. ήπιε ένα τσάι κι εγώ επέλεξα και πάλι κρασί. Λίγο μετά πείνασα κιόλας και έφαγα και μια μπρουσκέτα (ήταν πολύ νόστιμη, φρέσκο φρυγανισμένο ψωμί, φρέσκια ντοματούλα και λαδάκι. Μεγάλη ποσότητα και μόνο 3.5 euros!), ενώ η Κ. μου διηγούταν για τα ταξίδια της στην Ελλάδα και τη συνεργασία της με τους Έλληνες και Κύπριους συναδέλφους της στις Βρυξέλλες, τους οποίους παραδόξως εξυμνούσε. Γενικότερα σε αυτό το ταξίδι μου έκανε εντύπωση το ότι δεν είδα ούτε μια ξινισμένη φάτσα όταν ανέφερα την καταγωγή μου, αντιθέτως όλοι ήταν ενθουσιώδεις θυμίζοντάς μου τον παλιό καλό καιρό!
Όταν έφυγε η Κ. ανεβήκαμε και εμείς στο dorm και ετοιμαστήκαμε για ύπνο. Εγώ κοιμήθηκα εύκολα μετά από λίγο σερφάρισμα στο internet και ανταλλαγή μηνυμάτων με την κολλητή μου, η Μ. όμως μου είπε ότι δεινοπάθησε επειδή γινόταν ένα πάρτι στο hostel, συν μια κοπέλα από το dorm μας έκανε πολύ θόρυβο. Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα! Μάλλον ονειρευόμουν τα κρασιά που θα έπινα στο Chianti την επομένη.
Την επομένη ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς, ετοιμαστήκαμε γρήγορα, κάναμε check out, αφήσαμε τις αποσκευές μας στον αποθηκευτικό χώρο του hostel και ξεκινήσαμε για να βρούμε το σημείο από όπου θα ξεκινούσαμε το tour μας. Επρόκειτο για ένα tour που προωθούσε, μεταξύ άλλων, το hostel μας και το οποίο διοργάνωνε ένα καινούριο όπως μάθαμε αργότερα πρακτορείο (ονομάζεται ή Toscana on budget ή Tuscany on budget, δεν μπορώ να θυμηθώ και δεν το βρίσκω on line-να ανησυχήσω; ). Το tour θα διαρκούσε από τις 10 ως τις 5 και περιλάμβανε wine tasting, επίσκεψη σε οινοπαραγωγική μονάδα με ελαφρύ γεύμα, καθώς και εξόρμηση στο San Gimignano με συνολική τιμή τα 49 euros. Μας φάνηκε καλή λύση ελλείψει αμαξιού, καθώς θα βλέπαμε αρκετή εξοχή.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, αυτή τη φορά ντυμένες ελαφρά και χωρίς αδιάβροχα, καθώς η μέρα ήταν υπέροχη, ζεστή και ηλιόλουστη. Κάναμε μια στάση σε ένα χαριτωμένο καφέ κοντά στο hostel όπου απολαύσαμε ένα ωραίο πρωινό (εγώ κινήθηκα κλασσικά στην επιλογή κρουασάν-χυμός πορτοκάλι), το οποίο μας βγήκε πολύ φθηνότερο από το Robiglio (το οποίο όμως ομολογώ είχε καλύτερα προϊόντα). Το καφέ ήταν τίγκα στους Αμερικανούς. Γενικότερα είδαμε πάρα πολλούς Αμερικανούς τουρίστες στην Τοσκάνη εκείνες τις μέρες, νομίζω ότι αποτελούσαν μακράν την πλειοψηφία των επισκεπτών. Το συγκεκριμένο ανέσυρε μια τρελή συζήτηση μεταξύ εμένα και της Μ. σχετικά με το ζήτημα, για να καταλήξουμε αμήχανα ότι οι εκ των ΗΠΑ ορμώμενοι τουρίστες μας την ψιλοέσπαγαν. Ντρέπομαι που το λέω επειδή έχω πάει δύο φορές στις ΗΠΑ, έχω φίλους Αμερικανούς, οι άνθρωποι είναι συμπαθέστατοι, αλλά ο Αμερικανός τουρίστας στην Ευρώπη είναι συχνά κάπως ενοχλητικός! Τα σχόλια, τα βλέμματα, οι ατάκες, η αντιμετώπισή της ηπείρου μαζικά «I’m going to EUROPE» (όχι to Italy, Greece, whatever) μου φαίνονταν πολύ εκνευριστικά. Μερικά λεπτά αφού έριξα το σχετικό «θάψιμο» πάντως ήταν η σειρά μου να κοκκινίσω ως Ελληνίδα. Προσεγγίζοντας το σημείο συνάντησης (από το οποίο από ό, τι κατάλαβα ξεκινούσαν τα περισσότερα tours) που βρισκόταν απέναντι από ένα από τα τείχη που δεσπόζουν στην πόλη, είδα πάνω στο μεσαιωνικό μνημείο αυτή την εικόνα:
Το πόσο ξενέρωσα δεν περιγράφεται. Αφήστε που όλο αυτό ανέσυρε πάλι την απέχθειά μου για το ποδόσφαιρο, το οποίο θεωρώ ότι όπως έχει καταντήσει ελάχιστα αντιπροσωπεύει το αθλητικό ιδεώδες και βρίσκω τα άτομα που προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες για χάρη της εκάστοτε «ομαδάρας» τελείως ανεγκέφαλα. Τέλος πάντων.
Με τα πολλά σιγά-σιγά μαζεύτηκε όλο το γκρουπ, με νεαρά κατά βάση άτομα. Η πλειοψηφία προερχόταν-οποία πρωτοτυπία-από τις ΗΠΑ, αλλά υπήρχαν και άτομα από τη Λατινική Αμερική, τον Καναδά και αλλού. Ο αρχηγός της εκδρομής, του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι, ήταν ένας συμπαθής 30άρης Ιταλός, ο οποίος φαινόταν αρκετά αγχωμένος, καθώς όπως μας είπε μετά επρόκειτο για το πρώτο wine tour τους. Γενικότερα πρέπει να πω ότι δεν περίμενα και τα τρελά, καθώς αυτού του είδους τα tours συνήθως είναι πολύ τουριστικά, και επιπροσθέτως το συγκεκριμένο ήταν και πολύ οικονομικό. Από την άλλη εμάς μας βόλεψε απίστευτα αφού κάναμε όλες τις συνεννοήσεις με το hostel και δεν μπήκαμε στη διαδικασία να ψάξουμε επισταμένα για να αποφασίσουμε που θα κλείναμε.
Ξεκινήσαμε τη διαδρομή οδεύοντας προς την έξοδο της Φλωρεντίας, περνώντας από όμορφους δρόμους και μερικά πολύ ζωντανά πάρκα. Όχι τρελού μεγέθους, αλλά σίγουρα όμορφα. Και καθώς η μέρα ήταν καλή πλήθος κόσμου είχε “εκδράμει” για να την απολαύσει. Καθώς βγήκαμε έξω από την πόλη άρχισα κι εγώ να καταλαβαίνω τα όσα έχουν γραφτεί μέσα στους αιώνες για την εξοχή της Τοσκάνης με τους περίφημους λόφους της. Η ανοιξιάτικη καταπράσινη φύση ήταν απλά αφοπλιστική. Δεν χόρταινα να κοιτάω. Βέβαια όλο αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με την πεζοπορία που θα έκανα δύο μέρες μετά, αλλά εντάξει, σαν πρώτη επαφή ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική!
Καμιά ώρα μετά σταματήσαμε σε ένα χώρο στο Chianti για το wine tasting. Καθίσαμε σε κάτι τραπεζάκια μέσα στη φύση και δοκιμάσαμε διάφορα είδη κρασιού, όπως το περίφημο Chianti, αλλά και λιχουδιές όπως ελαιόλαδο με τρούφα και ελαιόλαδο με pepperoncino συνοδεία ορισμένων σνακς. Τα αμερικανάκια άρχισαν να γίνονται ντίρλα, εγώ πάλι όσα κρασιά δεν με ικανοποιούσαν πλήρως τα έχυνα για να μην καταλήξω Ορέστης Μακρής 11 η ώρα το πρωί. Προς το τέλος μας έδωσαν να δοκιμάσουμε το γνωστό γλυκό κρασί Vinsanto συνοδευόμενο από μπισκοτάκι, το οποίο ήταν πολύ καλό. Εκείνη τη στιγμή βέβαια άρχισαν να με ζώνουν να φίδια: «Ρε συ δεν είναι ΠΟΠ Σαντορίνης το Vinsanto; Μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο όπως γουστάρουν»; Από τη μία μου ερχόταν να κάνω παρέμβαση, από την άλλη σκεφτόμουν ότι ο οινοπαραγωγός που μας μίλαγε ήξερε ότι είμαι Ελληνίδα και δεν θα έκανε κάτι τόσο προκλητικό. Τέλος πάντων, δεν είπα τίποτα, αλλά μόλις γύρισα Αθήνα η αδερφή μου που είναι πιο ειδήμων από μένα στο κρασί μου τα ψιλοέχωσε επειδή όντως είναι ΠΟΠ το Vinsanto. Από την άλλη αυτοί το έγραφαν Vin Santo, οπότε δεν ξέρω. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω τον παρακαλώ να με διαφωτίσει, ώστε να είμαι πιο διεκδικητική σε ανάλογη περίπτωση!
Ο χώρος που έγινε το wine tasting
Εν συνεχεία πήγαμε σε μια μικρή οινοπαραγωγική μονάδα όπου μας ξενάγησαν στα αμπέλια τους, τις εγκαταστάσεις τους και λοιπά. Το συγκεκριμένο μέρος ήταν σε μια απίστευτη τοποθεσία. Από τη μία πλευρά ήταν το San Gimignano με τους εντυπωσιακούς του πύργους και από την άλλη ένας γκρεμός με μια απίστευτη θέα στο Chianti και τους πράσινους λόφους. Κάτσαμε λοιπόν μετά σε μια ας πούμε «βεράντα» κοιτώντας λόφους ως εκεί που έφτανε το μάτι μας και φάγαμε ένα ελαφρύ και λιτό γεύμα με διάφορα απλά τοπικά προϊόντα (τοπικά αλλαντικά, τυρί πεκορίνο με μέλι, μπρουσκέτες και λοιπά) δοκιμάζοντας και πάλι 3-4 διαφορετικά είδη κρασιού (εκεί δεν έχυσα τίποτα). Ήταν πολύ ωραία και χαλαρά. Συζητούσαμε με κάτι κοπέλες που ήταν στο τραπέζι μας, όλες Αμερικανίδες εκτός από μία που ήταν από το Περού (αναστεναγμός). Οι Αμερικανίδες ήταν τόσο «excited» που ήταν στο «Europe» και τα σχετικά, αλλά πρέπει να πω ότι τις ψιλοσυμπάθησα παρά τα στερεοτυπικά των λεγομένων τους. Μπας και έφταιγε το κρασί; Πιθανώς. Μετά το φαγητό και κάμποσες φωτογραφίες με φόντο την τοσκανική ύπαιθρο ετοιμαστήκαμε για San Gimignano, αλλά για να μην κουράζω θα σας τα διηγηθώ αυτά στο επόμενο κεφάλαιο!
Το San Gimignano από μακριά
Οινοπαραγωγική μονάδα
Μερικές απόψεις του μεσημεριανού μας
Chianti
Πλησιάζοντας το San Gimignano ο ενθουσιασμός έφτασε στα ύψη! Οι μικρές παραδοσιακές κωμοπόλεις μου αρέσουν γενικότερα πάρα πολύ και η συγκεκριμένη, όπως την είχα δει από μακριά με τους πανύψηλους πύργους-σήμα κατατεθέν της, με είχε εντυπωσιάσει πριν ακόμα την περπατήσω. Ανηφορήσαμε λοιπόν με τον αρχηγό της εκδρομής από το parking των πούλμαν ως την πύλη και μας άφησε δίνοντας μας ραντεβού σε 1.5-2 ώρες πίσω στο parking. Με το που περάσαμε τα τείχη και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το στενό δρομάκι που οδηγούσε στο κέντρο ενώ ξεπρόβαλλαν οι πύργοι, η διάθεσή μας ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Παραδοσιακά μαγαζάκια παντού, τουριστικά μεν, καλαίσθητα δε. Κολλήσαμε κατά βάση σε κάτι τσαντάδικα (υπήρχαν πολλά καταστήματα με δερμάτινα) σκεφτόμενες να ερευνήσουμε το ζήτημα πιο επιστάμενα κατά την επιστροφή!
Φτάνοντας στην όμορφη κεντρική πλατεία δεν δώσαμε αρχικά την πρέπουσα βαρύτητα στα όμορφα μεσαιωνικά κτίρια, αλλά κατευθυνθήκαμε προς την περίφημη gelateria του χωριού, τη «Gelateria di Piazza». Μία λίγο κιτσάτη πινακίδα μας πληροφόρησε ότι επρόκειτο για το μέρος με το World Champion Gelato.
Εγώ στην αρχή τσίνισα-«μήπως είναι τουριστική παγίδα;», αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να υποκύψω! Περιμέναμε για λίγο στην ουρά, ενώ όταν βρεθήκαμε μπροστά στη βιτρίνα είμαι σίγουρη πως τα (ούτως ή άλλως γουρλωτά) μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα από την ποικιλία των γεύσεων! Με 4 euros πήρα ένα χωνάκι nocciola, ενώ η Μ. συνδύασε την ίδια γεύση με gelato καραμέλα. Το gelato μου ήταν ΘΕΙΚΟ! Σοκολάτα με φουντουκένια υπόγευση και μέσα ολόκληρα φουντούκια (τα οποία μάλιστα δεν είχαν τσιγκουνευτεί σε ποσότητα). Καθίσαμε στα σκαλάκια στη μέση της πλατείας να τα φάμε και πραγματικά το ευχαριστηθήκαμε.
Η Μ. με τα παγωτά μας
Εν τω μεταξύ ήμαστε τυχερές επειδή, όπως διαπιστώσαμε στο γυρισμό, δεν πέσαμε σε ώρα τρελής δουλειάς για τη gelateria. Αν είχαμε πάει μια ώρα μετά θα έπρεπε να περιμένουμε σε αυτή την ουρά.
Αφού φάγαμε το παγωτό συνεχίσαμε την βολτίτσα μας με ευχάριστη διάθεση, ανηφορίζοντας όλο και περισσότερο. Όμορφα κτίρια παντού, πλατειούλες, ενώ οι πύργοι έδιναν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στο χωριό.
Καταλήξαμε έξω από το Μουσείο Κρασιού (στο οποίο δεν μπήκαμε). Στο σημείο αυτό υπάρχει μια πολύ ωραία θέα στην όμορφη εξοχή της Τοσκάνης και περάσαμε αρκετή ώρα βγάζοντας φωτογραφίες και χαλαρώνοντας. Μόλις διαπιστώσαμε ότι είχε περάσει η ώρα κινηθήκαμε σχετικά γρήγορα για να ξαναπεράσουμε από τα μαγαζιά με τα δερμάτινα. Φύγαμε από το χωριό κρατώντας από μία σακούλα εκάστη (μέσα στην καθεμία υπήρχε και από μία δερμάτινη τσάντα. Η δικιά μου έκανε περίπου 50 euros, ήταν μεσαίου μεγέθους, κόκκινη, με μαλακό δέρμα και μου άρεσε πολύ).
Η θέα από το San Gimignano
Μόλις ξεκινήσαμε για την επιστροφή είχε πέσει υπνηλία. Το μισό πούλμαν (με τη Μ. συμπεριλαμβανόμενη) κοιμόταν, ενώ οι υπόλοιποι χασμουριόμασταν και κοιτούσαμε την τοσκανική φύση με μουσική υπόκρουση Sex Pistols. Ξαφνικά, γύρω στα 30 χλμ έξω από τη Φλωρεντία, εμφανίστηκε ένα ανεκδιήγητο μποτιλιάρισμα, καθώς πλήθος Φλωρεντινών εκδρομέων του Πάσχα επέστρεφε στην πόλη. Δεν ήθελα πολύ να φρικάρω, καθώς ήταν προγραμματισμένο να είμαστε στις 5 πίσω και είχαμε να πάμε στο hostel, να πάρουμε μπαγάζια, να πάμε στο σταθμό των ΚΤΕΛ, να βγάλουμε εισιτήρια, να μπούμε στο λεωφορείο, να φτάσουμε Siena και να είμαστε στο b &b ΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΟ στις 8 όπου σταματούσε το check-in (μου είχε στείλει ενημερωτικό mail ο ιδιοκτήτης του b& b ο Fabrizio). Εγώ ψιλοαγχώνομαι με αυτά και είχα πει εξαρχής στη Μ. να εγκαταλείπαμε το tour μετά το San Gimignano και να πηγαίναμε από εκεί Siena, αλλά η Μ. δεν πολυψηνόταν λόγω των αποσκευών.
Τέλος πάντων, φτάσαμε Φλωρεντία με μικρή καθυστέρηση, τρέξαμε στο hostel, μας ενημέρωσαν ότι το επόμενο λεωφορείο για Σιένα ήταν στις 6.20 οπότε είχαμε περιθώριο και με τα πολλά, μετά από λίγο ψάξιμο για να βρούμε το σταθμό, βγάλαμε τα εισιτήριά μας (γύρω στα 7.5 euros η καθεμία) και ξεκινήσαμε. Το λεωφορείο δεν ήταν κάτι συγκλονιστικό, στα επίπεδα των δικών μας ΚΤΕΛ (όχι των πολύ καινούριων). Αλλά για τόσο μικρή απόσταση μια χαρά ήταν. Δεν καθίσαμε μαζί για να βλέπουμε και οι δύο από το παράθυρο και είχαμε μια χαλαρωτική διαδρομή διάρκειας μιάμιση περίπου ώρας χαζεύοντας τους λόφους και τη φύση.
Αξέχαστη η στιγμή όταν μετά από μια στροφή εμφανίστηκε μπροστά μας η Siena πανοραμικά! Ενθουσιάστηκα και εντυπωσιάστηκα! Πανέμορφη πόλη! Βασικά ούτως ή άλλως περίμενα πώς και πώς να τη δω, καθώς είχα ακούσει/διαβάσει τα καλύτερα και είχα φανταστεί μια πόλη πιο αυθεντική από την όμορφη αλλά υπερβολικά τουριστικοποιημένη Φλωρεντία.
Με μικρή προσπάθεια βρήκαμε το accommodation μας, το όμορφο και γλυκούλι Casa di Antonella του αξιαγάπητου Fabrizio. Πολύ ζεστός και ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟΣ χώρος σε πολύ κεντρικό σημείο. Τα δωμάτια ευρύχωρα ενώ οι τοιχογραφίες τους έδιναν μια ιδιαίτερη αίσθηση (τα δωμάτια είναι όλα και όλα πέντε). Υπήρχαν δύο κοινά μπάνια τα οποία ήταν επίσης πεντακάθαρα, ενώ ο Fabrizio κάθε μέρα μας προσέφερε ένα συμπαθέστατο πρωινό. Κάτι που επίσης μας έκανε πολύ καλή εντύπωση ήταν η προθυμία του Fabrizio να μας βοηθήσει με οτιδήποτε θέλαμε ή να μας εφοδιάσει με χρήσιμες πληροφορίες ή να διπλοτσεκάρει δρομολόγια και λοιπά, πολλές φορές χωρίς να του το ζητήσουμε. Και πολύ θετικό ήταν το ότι όλοι όσοι έμεναν στο b& b (ζευγάρια κυρίως, αλλά και οικογένειες και παρέες φίλων) ήταν διακριτικοί, καθαροί και γενικότερα υπήρχε πολύ καλό κλίμα και στις 3 διανυκτερεύσεις μας. Το δωμάτιο κόστιζε 30 euros/άτομο ανά βραδιά.
Το ταβάνι του δωματίου μας
Αφού αφήσαμε τα μπαγκάζια μας, και μετά από πρόταση του Fabrizio, ξεκινήσαμε για την Osteria La Chiachiera για να πάρουμε το δείπνο μας, η οποία ήταν πολύ κοντά μας! Ο χώρος ήταν πολύ ζεστός και με παραδοσιακό χαρακτήρα, ενώ στους θαμώνες έβλεπες αρκετούς ντόπιους. Είναι ένα από αυτά τα μαγαζιά που ενώνει τις παρέες, έτσι μας έβαλαν και κάτσαμε με δύο τύπους που δεν γνωρίζαμε. Το μέρος μας ενθουσίασε αμέσως, όπως και το προσωπικό (καθώς και οι τιμές-σκας με λιγότερο από 20 euros το άτομο). Πήραμε από μία ατομική σαλάτα και ένα κυρίως (το δικό μου ήταν φιλέτο με κόκκινη σάλτσα, της Μ. δε θυμάμαι). Πρότεινα να μην παίρναμε αλκοόλ επειδή το είχαμε παραξηλώσει με το κρασί, κι έτσι ξεκίνησα με μια κόκα-κόλα.
Πού να φανταζόμουν ότι σε λίγη ώρα θα είχαμε γνωριστεί με τους τύπους (δυο Αυστριακοί λίγα χρόνια μικρότεροι), θα είχαμε πέσει με τα μούτρα στη grappa και θα ρίχναμε το απίστευτο γέλιο μαζί τους! Με τα πολλά κάτσαμε ως το κλείσιμο (ενώ υποτίθεται θα πηγαίναμε για ένα γρήγορο γεύμα), ανταλλάξαμε mail με τον ένα, υποσχέθηκα να τους κάνω την ξεναγό όταν έρθουν Αθήνα, και φύγαμε από το μαγαζί πολύ καλοδιάθετες.
Μετά το καθιερωμένο μου ντουζάκι και λίγο πριν κοιμηθώ συζητούσαμε με τη Μ. πόσο τέλεια και γεμάτη ήταν η μέρα και πόσο καλό ήταν το socializing και τα σχετικά. Αλλά και η επομένη έδειχνε να έχει πολύ καλές προοπτικές καθώς η Siena φαινόταν πολλά υποσχόμενη!
Ξυπνήσαμε σχετικά αργά σε σχέση με τα ως τότε δεδομένα μας (κατά τις 9 το πρωί). Εγώ ήθελα πολύ να κοιμηθώ και άλλο (είχα κουραστεί την προηγούμενη μέρα) και με τα πολλά πήγα για πρωινό λίγο πριν τελειώσει η καθορισμένη ώρα σερβιρίσματος με αχτένιστο μαλλί, γυαλούμπα και όλα τα συναφή. Το πρωινό ήταν απλό αλλά γευστικό, ένας ωραίος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου! Και ήταν μια ηλιόλουστη, ζεστή μέρα, οπότε όπως μπορείτε να φανταστείτε δεν κρατιόμασταν!
Καθώς το accommodation μας ήταν σε πολύ κεντρικό σημείο δεν αργήσαμε να γίνουμε ένα με τον κόσμο που περιπλανιόταν στα στενά, γραφικά δρομάκια της Siena. Μικρά, χαριτωμένα και ενίοτε δαιδαλώδη, δεν σταματούσαν να επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Τη μια έβλεπες μια ωραία γωνιά και ένα παραδοσιακό κτίσμα, την άλλη κάποιο ενδιαφέρον μαγαζάκι ή μια cosy osteria. Αμέσως ενθουσιαστήκαμε! Είχε πολύ προσωπικότητα αυτή η πόλη!
Δεν πέρασε ώρα μέχρι να βρεθούμε μπροστά στο Campo. Πρόκειται για μια τεράστια, ζωντανή και γοητευτική πλατεία, την οποία ο Μονταίνιος είχε χαρακτηρίσει ως την «ομορφότερη πλατεία του κόσμου»! Για μένα δεν είναι τόσο τα όμορφα κτίρια που την περικυκλώνουν (όπως το Palazzo Pubblico) που της δίνουν αυτή τη γοητεία, αλλά οι άνθρωποι που μαζεύονται εκεί, κάθονται κάτω, συζητούν, τρώνε και γελούν.
Βασικό αξιοθέατο της πόλης είναι βέβαια ο Duomo. Ένα πολύ χαρακτηριστικό, επιβλητικό και όμορφο κτίριο. Εμείς πήραμε το combined εισιτήριο στα 12 euros για να επισκεφτούμε εκτός από το εσωτερικό του ναού το Βαπτιστήριο, την Κρύπτη, το Museo dell’ Opera del Duomo, αλλά και το Panorama dal Facciatone με την περίφημη θέα του.
Το εσωτερικό του Duomo πολύ ενδιαφέρον και πλούσιο, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου έκανε κάτι, όπως γενικότερα οι μεγάλες εκκλησίες δεν μου προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση αν εξαιρέσουμε το δέος που πηγάζει από τη μεγάλη τους επιβλητικότητα. Σας παραθέτω μερικές από τις φωτογραφίες που έβγαλα για να πάρετε μια γεύση, αν και είναι της πλάκας (απαγορευόταν το φλας, δεν είχα τρίποδο και έβγαλα ό, τι να ‘ναι).
Πιο πολύ μας εντυπωσίασε η Κρύπτη η οποία σέβεται και με το παραπάνω τον τίτλο της. Μυσταγωγική, σκοτεινή, ενώ από κάποια τζάμια στο πάτωμα μπορεί κάνεις να παρατηρήσει το απόλυτο βάθος και να τον πιάσει ένα υψοφοβικό συναίσθημα. Δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες.
Η καλύτερη εμπειρία ήταν βέβαια το Panorama dal Facciatone, το οποίο έχει δύο επίπεδα. Το πάνω-πάνω, μια στενόμακρη ταράτσα, είναι φυσικά όλα τα λεφτά! Χαλάρωση, οι ακτίνες του ήλιου να μας χαϊδεύουν, πολλές φωτογραφίες και όλη η Σιένα στο πιάτο!
Η ανάβαση στο Panorama βέβαια μάλλον μας πείνασε, κι έτσι αποφασίσαμε να φάμε κάτι ελαφρύ. Πήγαμε σε ένα από τα πολλά μαγαζάκια, πήραμε από μια σαλάτα και από ένα μικρό σάντουιτς και πήγαμε να καθίσουμε στο Campo, μαζί με εκατοντάδες ακόμα ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με εμάς και γευμάτιζαν με χαλαρή διάθεση. «Να ‘χαμε και στην Αθήνα τέτοιες πλατείες» σκέφτηκα. «Ή έστω να εκμεταλλευόμασταν καλύτερα αυτές που έχουμε». Αγαπώ την πόλη μου, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που με απογοητεύει το γεγονός ότι δεν έχουμε αυτή την ποιότητα ζωής που βλέπεις σε τόσες άλλες χώρες. Κι όταν η σύγκριση γίνεται τόσο εμφανής στενοχωριέμαι. Επειδή μιλάμε για τα βασικά. Μια πλατεία να αράξεις, να λιαστείς και να χαλαρώσεις. Κι η σύγκριση δεν γίνεται ούτε με τη Γερμανία, ούτε με τη Δανία, αλλά με τη μεσογειακή μας γειτόνισσα. Κι έπειτα σου λένε una faccia una razza.
Τέλος πάντων, μετά το γεύμα είπαμε να περπατήσουμε προς διαφορετική κατεύθυνση και ξαναμπήκαμε στο λαβύρινθο των μικρών στενών, έχοντας ήδη ερωτευτεί την πόλη. Καθώς οι ανηφοροκατηφόρες είναι αμέτρητες δεν είναι λίγες οι φορές που σταματάει κάνεις για πανοραμικές φωτογραφίες των όμορφων μεσαιωνικών κτιρίων.
Ο ναός του San Domenico και τα γύρω κτίρια
Πολύ μας άρεσε το Ιερό της Αγίας Αικατερίνης και η πανέμορφη μικρή εκκλησίτσα που είναι αφιερωμένη στην πολιούχο της πόλης. Δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες οπότε έχω μόνο αυτή.
Έπειτα από λίγο shopping για σουβενίρ και δωράκια (γαστριμαργικής φύσης-αποξηραμένα μυρωδικά και βότανα για ζυμαρικά και μπρουσκέτες, πολέντα, μπουκαλάκια με ελαιόλαδο αρωματισμένο με τρούφα και λοιπά) κατευθυνθήκαμε προς τη Fortezza. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Κάναμε χαλαρά τη βολτίτσα μας, θαυμάσαμε και πάλι τη θέα (αν και τι να μας πει η θέα από τη Fortezza μετά το Panorama dal Facciatone) και κατευθυνθήκαμε προς το υπόγειο και συγκεκριμένα προς την Enoteca Italiana που μου είχε προτείνει και η katkats! Συμπαθητικό μαγαζί, αλλά κάπως αφημένο μας φάνηκε, ιδιαίτερα ο εξωτερικός χώρος στον οποίο καθήσαμε. Γενικότερα η Fortezza μου έδωσε την αίσθηση ότι έπασχε κάπως στον τομέα της συντήρησης. Τέλος πάντων, χαλαρώσαμε πίνοντας το περίφημο Brunello το οποίο μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε ιδιαιτέρως, και μετά από κουβέντα σχετικά με το τι θα κάναμε την επόμενη μέρα πήγαμε στου Fabrizio για λίγη ξεκούραση και ανασυγκρότηση!
Άποψη της Enoteca Italiana
Ο Fabrizio ήταν έτοιμος να δώσει ιδέες για τις δραστηριότητες της επομένης. Μετά από κάμποση συζήτηση αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την ιδέα της λίμνης Trasimeno και είτε να νοικιάζαμε αμάξι (η Μ. είπε να κάνει την υπέρβαση) για tour στα χωριά, είτε ποδήλατο για να πηγαίναμε Montalcino και να χαιρόμασταν τη φύση στη διαδρομή. Μολαταύτα ο πάντα προνοητικός Fabrizio μπήκε στο internet να τσεκάρει το forecast και μας ενημέρωσε ότι δεν πολυέπαιζε το ποδήλατο καθώς όλα έδειχναν πως θα έπεφτε καταρρακτώδης βροχή. «Όχι πάλι ρε γαμώτο» σκέφτηκα, αλλά εντάξει, ήμουν χαλαρή, δεν χρειαζόταν άλλωστε να αποφασίσουμε εκείνη τη στιγμή, σιγά, διακοπές είχαμε πάει!
Σε λίγη ώρα φύγαμε για δείπνο. Προορισμός μας η Trattoria Papei που είχε προτείνει η anny. Ρωτήσαμε και το Fabrizio σχετικά και μας είπε ότι είχε πάει πρόσφατα και ότι ήταν αρκετά καλά. Προχωρώντας προς την trattoria διαπιστώσαμε ότι ο καιρός είχε χαλάσει κάμποσο και μάλλον παραήμουν ελαφριά ντυμένη. Το μαγαζί μας φάνηκε συμπαθητικό, αν και λιγότερο αυθεντικό από εκείνο της προηγούμενης μέρας. Ήταν γεμάτο Αμερικανούς (σας είπα, ήταν παντού!), ενώ ο ένας σερβιτόρος είχε μια ψιλοενοχλητική προσέγγιση προς τη Βορειοευρωπαία Μ. (italian kamaki και έτσι). Εγώ έφαγα σκόρδοψωμο και κοκκινιστή πάπια, ενώ η Μ. ψητά λαχανικά και ένα πιάτο με φασόλια και λουκάνικο που έπαιζε πολύ εκεί. Στο τέλος πήραμε και μια πολύ νόστιμη ποικιλία τυριών. Γι’ αυτά και τρία ποτήρια vino della casa πληρώσαμε αν θυμάμαι καλά 24/άτομο. Η κουζίνα της Τοσκάνης μου φάνηκε γενικότερα διαφορετική από οτιδήποτε άλλο είχα δοκιμάσει ως τότε στην Ιταλία. Πιο απλή και ελαφριά μπορώ να πω, αλλά σίγουρα νόστιμη.
Πριν συνεχίσω θα πρέπει να κάνω μια παρένθεση για να σας πω ότι με τη Μ. ταιριάζω αρκετά ως πολύ στο ταξιδιωτικό κομμάτι, αλλά έχουμε μια σημαντική διαφορά στον τομέα της διασκέδασης. Εγώ είμαι η ξενέρωτη που απεχθάνεται τα clubs και χορεύει μόνο 80λες στο vinilio και τη boom-boom μια φορά στις τόσες, η Μ. λατρεύει το χορό, είναι εξπέρ στη σάλσα και βγαίνει πολύ συχνά για να λικνιστεί υπό τους ήχους της μουσικής. Έτσι, αν και δεν είχα ουδεμία όρεξη, ως καλή φίλη που είμαι φάνηκα πρόθυμη να πάω μαζί της σε ένα μπαράκι, το Barone Rosso, στο οποίο υποτίθεται μαζευόταν πολύς κόσμος. Φτάσαμε κατά τις 10 για να μας ενημερώσουν ότι θα άνοιγε σε μισή ώρα, και έτσι κάναμε άπειρες βόλτες στα δρομάκια, τα οποία είχαν αδειάσει. Μόλις πήγε 11 παρά και ξαναπήγαμε, με φρίκη διαπίστωσα ότι ήταν τίγκα στους φοιτητές κι ότι, όσο και αν μικροφέρνουμε (εγώ ειδικά πάρα πολύ), χαλαρά είχαμε το ρόλο των γιαγιάδων εκεί πέρα (εγώ κοντεύω τα 31 και η Μ. τα 29). «Πού με έφερες άτιμη» σκεφτόμουν, αλλά προσπαθούσα να δείχνω χαμογελαστή. Καθίσαμε κοντά στην πίστα, ενώ τα 18χρονα άρχισαν να χορεύουν σάλσα (και κάτι άλλο λάτιν που δεν θυμάμαι πώς το λένε). Η Μ. να θέλει να χορέψει σαν τρελή, αλλά δεν έπαιζε να της προτείνει κανείς (όπως διαπιστώσαμε όσοι χόρευαν γνωρίζονταν επειδή έκαναν μαθήματα λάτιν χορών εκεί, ενώ κάποιοι ήταν και ζευγάρια). Για να μην πολυλογώ, περάσαμε κάμποση ώρα να εμψυχώνω τη Μ. να προτείνει σε κάποιον από τους καλούς να χορέψουν, προσέχοντας να γίνει σαφές ότι τον ήθελε μόνο για αυτό για να μην φάει μπουνιά από τη ντάμα του. Η ώρα είχε περάσει, νύσταζα ελεεινά, οπότε της είπα «Κοίτα, έχεις δέκα λεπτά. Αν θες να χορέψεις σήμερα εκμεταλλεύσου τα. Όπως και να έχει μετά πάμε για ύπνο». Με τα πολλά πήγε το κορίτσι, έπιασε τον καβαλιέρο και χόρεψε ένα χορό (πραγματικά τη χάρηκα, χορεύει πολύ ωραία!).
Μόλις φύγαμε η τρελή βροχή είχε ήδη ξεκινήσει. Ευτυχώς το b &b ήταν πολύ κοντά, ανεβήκαμε σφαίρα και αφού έκανα ένα μπανάκι έπεσα κουρασμένη στην αγκαλιά του Μορφέα.
Κοιμήθηκα με τη βροχή που έπεφτε να με νανουρίζει, ενώ όσες φορές ξύπνησα μέσα στη νύχτα αφέθηκα και πάλι να ακούω τον ρυθμικό ήχο των μυριάδων σταγόνων που έπεφταν. Ο ήχος της βροχής όταν είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι είναι άλλη αίσθηση. Και απαραίτητη προϋπόθεση το να μην έχεις να ξυπνήσεις πρωί-πρωί για δουλειά! Δεν είχα, οπότε ήμουν χαλαρή! Άλλωστε είχα εμπεδώσει ότι δεν έπαιζε να νοικιάσουμε ποδήλατο, οπότε δεν υπήρχε και λόγος να αγχώνομαι. Είπαμε, ΔΙΑΚΟΠΕΣ!
Το πρωί ξυπνήσαμε και πάλι γύρω στις 9, αυτή τη φορά όχι τόσο λόγω κούρασης, όσο λόγω μαύρου ουρανού που σε έκανε να νομίζεις ότι ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Τέλος πάντων, πήραμε πάλι το πρωινό μας στου Fabrizio και μετά γυρίσαμε στο δωμάτιο ελαφρώς ανόρεχτες. Με τα πολλά εγώ σε κάποια φάση έφυγα για να αγοράσω μερικά ακόμα γαστρο-σουβενίρ για φίλους δίνοντας ραντεβού με τη Μ. σε μία ώρα. Έγινα μούσκεμα. Ο κόσμος την είχε βγάλει κατά βάση σε καφετέριες, έτσι έβλεπες σαφώς ελάχιστους ανθρώπους να γυρνάνε σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Πήγα λοιπόν σε ένα από τα μπακάλικα που υπάρχουν σε αφθονία στη Siena (πολλά εκ των οποίων-τα μικρότερα και λιγότερο fancy-είναι ιδιαίτερα οικονομικά) και πήρα κάτι λίγα ακόμα για 1-2 φίλους που είχα αμελήσει, ενώ τσάκισα και δύο tramezzini στην καθισιά μου (ξεκίνησα με ένα με ζαμπόν-τυρί αλλά τι να μου κάνει μισό τριγωνάκι; Οπότε ακολούθησε και δεύτερο με τόνο).
Με τα πολλά πέρασε η ώρα και βρέθηκα με τη Μ. που είχε κάτσει σε ένα cafe και κάτι καταβρόχθιζε και αυτή, ενώ προσπαθήσαμε να δούμε τι θα κάναμε. Το να πάρουμε λεωφορείο για κάποιο από τα χωριά το απορρίψαμε, καθώς τα δρομολόγια δεν ήταν συχνά κι επομένως αν πηγαίναμε σε κάποιο και δεν σταματούσε η βροχή απλά θα αποκλειόμασταν εκεί χωρίς να μπορούμε να κάνουμε ιδιαίτερες δραστηριότητες. Εγώ πρότεινα να νοικιάζαμε το ρημάδι το αυτοκίνητο, η Μ. πάλι είπε ότι ούτε θα χαιρόταν την οδήγηση, ούτε θα βλέπαμε την εξοχή με τον ιδανικό τρόπο και ότι θα ήταν πεταμένα λεφτά. Δεν μπορούσα να επιμείνω σε αυτό εννοείται. Έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε Siena. Και σε εκείνη τη φάση το ιδανικό μάλλον ήταν το να καθόμασταν σε κάποιο cozy cafe για άραγμα.
Η βροχή αγρίεψε ακόμα περισσότερο καθώς περπατούσαμε προς κάτι χαριτωμένα cafe που είχαμε μπανίσει και ως καταναλωτικά όντα βρήκαμε καταφύγιο στα Benetton. Κάναμε τη συγκομιδή μας και από εκεί (εγώ πήρα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και ένα ζακετάκι) και καταλήξαμε στο Café Greco που ήταν εκεί κοντά (ιδέα της Μ. που λατρεύει την Ελλάδα, αλλά δεν κατάλαβα να το έχουν Έλληνες πάντως). Έφαγα ένα ακόμα tramezzino (δεν ξέρω τι είχα πάθει!), η M. προτίμησε ένα panino και την βγάλαμε με μπλα-μπλα μέχρι να πέσει η βροχή.
Όταν ηρέμησε η κατάσταση βγήκαμε και αρχίσαμε την εξόρμηση. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από τις απίστευτες ποσότητες νερού που είχαν πέσει, μολαταύτα οι άνθρωποι είχαν ξεκινήσει δειλά-δειλά να βγαίνουν από τα cafes και η πόλη άρχισε και πάλι να αποκαλύπτει το πολυάσχολο πρόσωπο της.
Το Campo μετά τη βροχή
Περιδιαβήκαμε μικρά δρομάκια με κατεύθυνση την Porta Romana ενώ όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο τόσο λιγότερο κόσμο και κίνηση γενικότερα βλέπαμε.
Φτάνοντας στην Porta πήραμε μια μεγάλη κατηφόρα στο αριστερό μας χέρι και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβουμε πώς, βρεθήκαμε στη via Francigena. Πρόκειται για ένα ιστορικό μονοπάτι, ένα συνεχές που ξεκινά από την Αγγλία (Canterbury) και το οποίο έπαιρναν χιλιάδες προσκυνητές με προορισμό τη Ρώμη. Δείτε εδώ λεπτομέρειες. Αν και δεν είχαμε το κατάλληλο outfit και-κυρίως-τα κατάλληλα παπούτσια για πεζοπορία, είπαμε να μην αφήσουμε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Άλλωστε καθώς πρόκειται για τουριστική διαδρομή, την οποία ακολουθούν τόσο πεζοπόροι όσο και ποδηλάτες, ήταν ασφαλτοστρωμένη (αν εξαιρέσουμε κάποια σημεία που βγήκαμε εκτός). Δεν κάναμε δηλαδή σε καμία περίπτωση έντονο και κουραστικό trekking, αλλά μια χαλαρή πεζοπορία απολαμβάνοντας την τοσκανική φύση.
Η πρώτη επαφή με το μονοπάτι
Η πόλη σιγά-σιγά ξεμακραίνει
Όσο απομακρυνόμασταν από τη Siena το τοπίο γινόταν όλο και πιο ανοιχτό, καταπράσινοι λόφοι και λοφάκια ξεπρόβαλλαν, ενώ η ελαφριά συννεφιά και η μυρωδιά της βροχής (καθότι είχε ρίξει καρέκλες πιο πριν) έφτιαχναν μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Προχωρούσαμε κουβεντιάζοντας, ενίοτε συναντούσαμε και άλλους που είχαν πάρει το μονοπάτι, ενώ, αν και υπήρχαν αρκετές ανηφοροκατηφόρες, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κουραστικά καθώς οι λόφοι στην Τοσκάνη είναι πολύ χαλαροί.
Σε κάποια φάση που στραφήκαμε προς τα πίσω διαπιστώσαμε ότι μάλλον είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τη Σιένα (είχαμε περπατήσει γύρω στη μιάμιση ώρα). Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε επειδή ο καιρός ήταν ακόμα βαρύς και το να μας έπιανε η βροχή εκεί πέρα δεν φαινόταν και η καλύτερη προοπτική.
Η Siena από μακριά
Η επιστροφή ήταν κι αυτή απολαυστική. Συζητούσαμε για το πόσο οξυγόνο είχαμε εισπνεύσει τόσες μέρες και σκεφτόμουν ότι για να το παρατηρεί και η Μ. πρέπει να ήταν σίγουρα πολύ (όσο να ‘ναι αλλιώς καταλαβαίνεις το οξυγόνο όταν μένεις Αθήνα και αλλιώς όταν μένεις Γλασκώβη. Εγώ όταν έμενα Γλασκώβη όταν ήθελα να χαλαρώσω-και δεν έβρεχε-πήγαινα και χάζευα τον ποταμό Kelvin 3’ από το σπίτι μου ή έκανα βόλτα στο γειτονικό πάρκο. Στην Αθήνα πού τέτοια μεγαλεία; ).
Μπαίνοντας στη Siena κάναμε μερικές ακόμα βολτίτσες κοιτάζοντας εδώ και εκεί, αν και η κούραση είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.
Καταλήξαμε στον σταθμό των λεωφορείων για να βγάλουμε εισιτήρια για Bologna. Τραίνο δεν έπαιζε να πάρουμε επειδή θα έπρεπε να κάνουμε ανταπόκριση στη Φλωρεντία (και θα πληρώναμε και περισσότερα. Εντάξει να τα σκάσεις αν έχεις να απολαύσεις περισσότερα προνόμια, αλλά όχι για να αλλάξεις και τραίνο!). Δημόσια-στυλ ΚΤΕΛ-λεωφορεία δεν εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη διαδρομή, έτσι βγάλαμε με Eurolines με 19 euros/άτομο για την επομένη το πρωί (δυστυχώς έφευγε στις 8 παρά, οπότε ξέραμε ότι δεν θα είχαμε ούτε χαλαρό ξύπνημα ούτε πρωινό. Τι να γίνει!). Η διαδρομή θα ήταν γύρω στις 2μιση ώρες.
Μετά από μιάμιση ωρίτσα άραγμα στο b &b και αφού πληρώσαμε το Fabrizio ετοιμαστήκαμε για την έξοδό μας για δείπνο. Μετά από ελάχιστο ψάξιμο πήγαμε πάλι στην Osteria La Chiacchiera που ξέραμε ότι θα φάμε καλά με πολύ καλές τιμές! Δυστυχώς αυτή τη φορά δεν μας έβαλαν να κάτσουμε με συμπαθητικούς τύπους, αλλά με ένα λιγομίλητο ζευγάρι Ολλανδών που έγραφαν καρτ-ποστάλς. «Εντάξει, δεν παίζει socializing σήμερα» είπαμε, αλλά δεν τα βάψαμε και μαύρα! Αντιθέτως το ρίξαμε σε girl talk ξεκαρδισμένες στα γέλια, συνοδεία κόκκινου χύμα κρασιού και νόστιμου φαγητού. Πήραμε ποικιλία από antipasti, σαλάτα, το πιάτο με τα φασόλια και το λουκάνικο εγώ και παραδοσιακά ζυμαρικά pici η Μ. Στο τέλος πήραμε και από ένα ποτήρι vinsanto που συνοδευόταν από νόστιμα biscotti και αφού ήρθαμε εις ευθυμίαν γυρίσαμε πίσω για μπάνιο, τακτοποίηση βαλιτσών και ύπνο. Το πρωί θα χαιρετούσαμε την όμορφη Τοσκάνη ενώ το ταξίδι όδευε προς το τέλος του. Αισθάνθηκα μια μελαγχολία, αλλά καθώς η Bologna φαινόταν αρκετά υποσχόμενη προσπάθησα να δω τη φάση από την θετική της πλευρά!
Το τελευταίο τοσκανικό γεύμα του ταξιδιού
Ξύπνησα γύρω στις 7 παρά (7μιση θέλαμε να έχουμε φύγει για να είμαστε on time στον σταθμό των λεωφορείων) καθώς θέλω τον χρόνο μου το πρωί για να πλυθώ, ετοιμαστώ, διπλοτσεκάρω τις τσάντες και λοιπά. Με τα πολλά τα μαζέψαμε, χαιρετήσαμε το Fabrizio και κατευθυνθήκαμε προς τον σταθμό σέρνοντας ανόρεχτα τις βαλίτσες μας. Ήμουν ψιλοπεσμένη ψυχολογικά επειδή φεύγαμε από την όμορφη Τοσκάνη και την επόμενη μέρα γυρνούσαμε στις βάσεις μας. Τι τα θες; Έτσι είναι αυτά.
Στον σταθμό μέχρι να βγάλουμε άκρη ταλαιπωρηθήκαμε λίγο. Με τα πολλά κάποιος οδηγός μας έδειξε πού να περιμένουμε, αλλά καθώς το λεωφορείο αργούσε είχα αρχίσει να αγχώνομαι για το αν καθόμασταν στη σωστή αποβάθρα και τα σχετικά. Με τα πολλά κάποια στιγμή εδέησε να έρθει, μπήκαμε και ξεκινήσαμε. Και πάλι δεν κάθισα μαζί με τη Μ. για να είμαστε και οι δύο παράθυρο και να χαζεύουμε τη διαδρομή. Με το που βγήκαμε από τη Siena το λεωφορείο σταμάτησε για μισή περίπου ώρα σε ένα βενζινάδικο και λίγο μετά έκανε ακόμα μία στάση. «Τι διάολο συμβαίνει εδώ;» άρχισα να αναρωτιέμαι. «Ούτε στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν αυτά. Είναι και ιδιωτική εταιρεία». Με ρωτάει και η Μ. από απέναντι «Ρε συ Β. τι γίνεται; Πόση ώρα κάνουν αυτά; Έχουμε ξεκινήσει μια ώρα και ακόμα δεν έχουμε βγει καλά-καλά από τη Siena. Αν συνεχίσουμε έτσι θα φτάσουμε το απόγευμα». «Ξέρω κι εγώ ρε Μ.»; Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι η Μ. μου έκανε συχνά διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις για να καταλάβει τα ήθη και τα έθιμα. Θες επειδή είμαι και εγώ μεσογειακή και μας θεωρεί una faccia una razza; Θες επειδή είχα ξαναπάει κάμποσες φορές Ιταλία παλιότερα; Θες επειδή ψιλομιλάω τη γλώσσα; Όπως και να έχει δεν είχα πάντα απάντηση και αυτή ήταν μία από τις φορές.
Από κάποιο σημείο και μετά σταμάτησαν οι πολλές στάσεις, ενώ το τοπίο άλλαξε, έγινε πιο ορεινό θα έλεγα, συνεχίζοντας να είναι πράσινο. Ο ορίζοντας δεν απλωνόταν πια ως εκεί που έφτανε το μάτι. Καλώς ήρθαμε στην Emilia-Romagna! Εν τέλει με μικρή καθυστέρηση φτάσαμε στον σταθμό των λεωφορείων της Bologna και κατεβήκαμε για να βρούμε το b &b. Έδωσα στη Μ. ένα χάρτη που μου είχε δώσει ο ένας Αυστριακός τις προάλλες και την άφησα να κάνει τα κουμάντα της (δεν το έχω με τον προσανατολισμό και όταν ταξιδεύω με άλλους τους αφήνω να κάνουν τη δουλειά αυτοί. Μόνη μου ακολουθώ το ρητό «ρωτώντας πας στην Πόλη», αν και ενίοτε χάνομαι). Η πόλη ιδιαίτερα busy, ο καιρός ευτυχώς άψογος, το πρώτο τσούρμο Ελλήνων έκανε την εμφάνισή του, κλασικές καταστάσεις! Σε κάποια φάση σταματήσαμε και σε μια καφετέρια για να πιει η Μ. τον πρωινό καφέ της και να τσιμπήσουμε και κάτι. Είχε ψιλομικρή ποικιλία, οπότε επέλεξα ένα σάντουιτς που αποδείχτηκε ότι είχε μέσα και αβγό! Ψιλομπλιάξ, αλλά ήταν πολύ φρέσκο!
Το b& b ήταν πολύ κοντά. Το επιλέξαμε λόγω των υψηλών reviews και της πολύ καλής τιμής (27/άτομο). Είναι το Cristina Rossi Bed and Breakfast. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο διαμερίσματα κάτω από αυτό της ιδιοκτήτριας. Το δικό μας δωμάτιο ήταν πολύ ευρύχωρο, καθαρό και λοιπά, είχε δικιά του κουζίνα (που δεν χρησιμοποιήσαμε), απλά υπήρχαν μερικά μικρά μειονεκτήματα. Το πρώτο ήταν ότι δεν δούλευαν κάποιες πρίζες, το δεύτερο ότι, επειδή μέναμε μεταξύ ισογείου και ορόφου και το κτίσμα ήταν λίγο παλιό υπήρχε μια ελαφριά μυρωδιά υπονόμου (όχι μέσα στο δωμάτιο, γενικότερα στον ημιώροφο). Μοιραζόμασταν το πεντακάθαρο μπάνιο με ένα άλλο δωμάτιο στο οποίο έμενε ένα μεσήλικο ζευγάρι. Το πάνω, το βασικό διαμέρισμα, στο οποίο πήγαμε για πρωινό, ήταν σαφώς καλύτερο και με πολύ όμορφη αισθητική! Επίσης πρέπει να πω ότι η Cristina, μια πανέμορφη και πολύ ζεστή γυναίκα γύρω στα 40, με το που με είδε ενθουσιάστηκε, μου έλεγε συνέχεια πόσο αγαπά την Ελλάδα, πόσες φορές έχει έρθει, πόσα κοινά έχουμε οι δύο λαοί, ενώ μου ανέφερε ότι φέτος το καλοκαίρι θα ταξιδέψει με την οικογένειά της σε τρία ελληνικά νησιά (και πολύ ποιοτικά μπορώ να πω) για τα οποία της έδωσα tips! Νομίζω ότι αν θέλετε κάτι προσιτό, καθαρό και καλόγουστο αξίζει να μείνετε στης Cristina, η οποία όπως καταλαβαίνετε θα σας καλοδεχτεί και με το παραπάνω λόγω καταγωγής!
Τέλος πάντων, μετά από ένα γρήγορο ντους και λίγη χαλάρωση, ξεκινήσαμε με τη Μ. για την ανακάλυψη της Bologna. Καθώς το accommodation ήταν κοντά στην Piazza Maggiore ξεκινήσαμε από εκεί την εξόρμησή μας. Το σιντριβάνι με το άγαλμα του Ποσειδώνα και τις Σειρήνες όπου τρέχει νερό από τις θηλές τους πολύ προχώ μπορώ να πω! Η Piazza Maggiore είναι γεμάτη ενδιαφέροντα κτίρια (Palazzo del Commune, San Petronio και λοιπά) και πολύ κόσμο! Κλασική ζωντανή ιταλική πλατεία! Δεν είναι και Campo βέβαια, αλλά δεν μας χάλασε κιόλας. Μπήκαμε στο Palazzo dell’Archiginnasio, το οποίο στεγάζει τη σημαντικότερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ιταλίας με πάνω από 700.000 τίτλους, στο οποίο μας εντυπωσίασε ο συνδυασμός του κλασικού με το μοντέρνο. Ειδικά το παιδικό τμήμα ήταν απίστευτο!
Σιντριβάνι Ποσειδώνα
Piazza Maggiore
Αναγνωστήριο στη βιβλιοθήκη
Συνεχίσαμε περιδιαβαίνοντας τα στενά, καθώς πρόκειται για μια πόλη με πολύ όμορφες γωνιές! Χαρακτηριστικές είναι οι καμάρες που καλύπτουν πολύ μεγάλο μέρος της και είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στις φάσεις όπου πιάνει βροχή (όπως συνέβη και στην περίπτωσή μας πιο μετά!).
Καμάρες
Όμορφες μεριές
Η κοντή και η ψηλή χαζεύουν γλυκά
Μετά από κάμποσο περπάτημα μας έπιασε μια τρελή πείνα και μια όρεξη για pizza! Προσπαθήσαμε να την κατανικήσουμε επειδή είχαμε πει ότι, καθώς η Emilia-Romagna φημίζεται για την κουζίνα της, θα ήταν σώφρον να τρώγαμε ένα γκουρμέ δείπνο το βράδυ. Αμ δε! Θέλαμε pizza εδώ και τώρα! Περιπλανηθήκαμε μπαίνοντας σε μερικές πιτσαρίες, όλες όμως έκλειναν εκείνη την ώρα για μεσημέρι. Με τα πολλά καταλήξαμε στην Piazza Maggiore και καθίσαμε σε ένα μαγαζί όπου τσακίσαμε από μια πίτσα στην καθισιά μας χαζεύοντας τον κόσμο. Το ξέρω, πολύ τουριστική φάση, όμως ΘΕΛΑΜΕ PIZZA!
Οι πίτσες μας
Piazza Maggiore
Ξαναρχίσαμε το περπάτημα προσεγγίζοντας τους κεκλιμένους πύργους, ενώ άρχισε καταρρακτώδης βροχή. Μπήκαμε σε ένα όμορφο κεντρικό βιβλιοπωλείο στο οποίο χαζέψαμε για λίγη ώρα και μετά συνεχίσαμε την βόλτα μας. Οι καμάρες μας βοηθούσαν να μένουμε στεγνές καθώς δεν είχαμε τα αδιάβροχά μας μαζί, αλλά η ψύχρα που είχε πιάσει δεν ήταν ό, τι καλύτερο αν σκεφτεί κανείς ότι το ντύσιμό μας ήταν πολύ ελαφρύ. Έτσι μπήκαμε σε μια ιρλανδική pub και θυμηθήκαμε τα φοιτητικά μας χρόνια πίνοντας μπύρα και κουτσομπολεύοντας. Στη συνέχεια, ενώ η βροχή είχε πέσει, περπατήσαμε στην περιοχή του περίφημου Πανεπιστημίου της Bologna και αισθανθήκαμε για λίγο και πάλι την ανεμελιά του να είσαι 18-20 ετών. Πολλοί φοιτητές συναντιόντουσαν μετά το μάθημα και προετοιμάζονταν για το aperitivo τους! Αποφασίσαμε οπότε με τη Μ. να πεταχτούμε λίγο στο accommodation μας, να ρίξουμε κάτι βαρύτερο πάνω μας και στη συνέχεια να δοκιμάσουμε και εμείς ένα ιταλικό aperitivo, καθώς δεν ήμαστε και για πολλά-πολλά μετά τις θηριώδεις πίτσες. Οι Αυστριακοί που είχαμε γνωρίσει στη Siena μας είχαν πει ότι υπάρχει ένας πολύ busy δρόμος με μπαράκια, η via del Pratello, την οποία είπαμε να τιμήσουμε!
Κεκλιμένος πύργος
Οι φοιτητές μαζεύονται για έξοδο
Μετά από ένα γρήγορο πέρασμα από το b &b ξαναβγήκαμε με προορισμό την συγκεκριμένη οδό, διαπιστώνοντας ότι ήταν όντως πολυάσχολη, με πολύ κόσμο που έπινε τις μπυρίτσες του ή έπαιρνε aperitivo, κυρίως φοιτητές. Εν γένει η Bologna είναι τρελή φοιτητούπολη, έχει πολύ νεαρό κόσμο! Έβλεπες επίσης και πολλούς μετανάστες που πουλούσαν την πραμάτεια τους, κάτι που μου θύμισε πολύ Αθήνα. Η Bologna όπως ανέφερα και σε άλλη φάση είναι αρκετά πολυεθνική πόλη, τόσο λόγω των μεταναστών, όσο και των φοιτητών. Αυτό πάντα μου αρέσει και δίνει ένα ενδιαφέρον χρώμα, ιδιαίτερα σε πιο κλειστές/ομοιογενείς κοινωνίες όπως είναι οι μεσογειακές. Έτσι μου άρεσε αρκετά το πολυφυλετικό γαϊτανάκι της via del Pratello. Προσπαθήσαμε να βρούμε ένα μαγαζί που μας είχαν προτείνει οι Αυστριακοί, μάλλον δεν τα καταφέραμε, αλλά όπως και να έχει το μπαράκι που κάτσαμε ήταν συμπαθέστατο. Ήπιαμε το κρασάκι μας, γεμίσαμε δύο φορές τα πιάτα μας με τα απλά αλλά νόστιμα ορεκτικά που προσέφερε το μαγαζί, και μετά από κάμποσο μπλα-μπλα πήγαμε για ξεκούραση.
To aperitivo μας
Έφτιαξα στενοχωρημένη το βαλιτσάκι μου πετάγοντας μερικά από τα μπουκαλάκια με τα υγρά καθώς είχα αγοράσει λάδι τρούφας και δεν ήθελα να ξεπεράσω το επιτρεπόμενο όριο (δεν διανοούμουν να μην πάρω το trolley μου χειραποσκευή) και κοιμήθηκα με δυσκολία καθώς σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν διάφορα: το πόσο καλά πέρασα, πόσο ξεκουράστηκα, πόσες δουλειές με περίμεναν στην Ελλάδα και τα σχετικά. Και μόνο η σκέψη της επιστροφής μου δημιουργούσε σφίξιμο στο στομάχι. Αλλά χαιρόμουν επειδή είχα περάσει τόσο ωραία μαζί με την αγαπημένη μου φίλη που είχα να δω ένα χρόνο! Με τα πολλά χαλάρωσα και τα βλέφαρα βάρυναν! Αν ήξερα το πόσο θα με εκνεύριζε η Alitalia την επόμενη μέρα βέβαια θα ήμουν στην τσίτα όλο το βράδυ.
Και έφτασε η τελευταία μέρα του ταξιδιού, ή μάλλον η μέρα της επιστροφής. Ξυπνήσαμε χαλαρά και πήραμε το νόστιμο πρωινό που είχε ετοιμάσει η Cristina κάνοντας το απαραίτητο socializing. Αφού μιλήσαμε για λίγο με μια ελαφρώς ξινή Γερμανίδα το ρίξαμε στην κουβέντα με την Cristina, η οποία έπιασε το αγαπημένο της topic: διακοπές στην Ελλάδα. Η καημένη η Μ. είχε κόψει φλέβες, οπότε προσπάθησα να γυρίσω την κουβέντα στα της Ιταλίας. Στην ερώτησή μου για το ποιά χώρα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας έχει καλύτερες παραλίες η Cristina ήταν κατηγορηματική: «Η Ελλάδα ασυζητητί». «Καλά» της λέω «ξέρεις πόσοι Έλληνες πίνουν νερό στο όνομα της Ιταλίας; Πόσο να έχουν παραμυθιαστεί; Αυτή η Costiera Amalfitana τι λέει»; «Έχει καταπληκτική θέα και πανέμορφα μέρη, αλλά οι παραλίες δεν είναι κάτι το συναρπαστικό. Αν θες ωραίες θάλασσες στην Ιταλία να πας στην Puglia (που θυμίζουν πολύ Ελλάδα) και Σαρδηνία. Η Σαρδηνία είναι μαγεία»! Αυτά από την Ιταλίδα. Εγώ δεν ξέρω/δεν απαντώ! Απλά μεταφέρω την άποψή της!
Πληρώσαμε, μαζέψαμε τις βαλιτσούλες μας και πήραμε δρόμο για την στάση του aerobus. Κάτι που διαπίστωσα και που δεν είχα πάρει χαμπάρι την πρώτη μέρα είναι ότι το λεωφορείο αυτό κάνει κυκλική διαδρομή, με αποτέλεσμα σε μερικά σημεία να σαρδελοποιούνται εκεί μέσα τόσο άνθρωποι που πηγαίνουν, όσο και άνθρωποι που επιστρέφουν από το αεροδρόμιο. Την μέρα εκείνη (κατά την οποία έριχνε επίσης καρέκλες και είχε πολύ μποτιλιάρισμα) πραγματικά δεινοπαθήσαμε. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έμπαιναν, δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε, χάλια μαύρα! Μια Ιταλίδα φώναζε «6 euros για αυτές τις συνθήκες»; «Κυρία μου κάνουμε ό, τι μπορούμε» έλεγε ο οδηγός. Χαμός! Με τα πολλά ο πολύς κόσμος κατέβηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό και χαλάρωσε η κατάσταση, για να φτάσουμε σε κάποια φάση στο κεντρικό terminal (υπάρχει και ένα άλλο εκεί κοντά που χρησιμοποιείται μόνο από τη ryanair).
Μόλις φτάσαμε στις αναχωρήσεις χωριστήκαμε για λίγο με τη Μ. για να πάει να κάνει η καθεμία check-in στο γκισέ της. Περιμένοντας τη σειρά μου είχα ήδη σταμπάρει μία τύπισσα στην Alitalia που φαινόταν από χιλιόμετρα ιδιαίτερα ξινή. Και φευ, δεν κατάφερα να την αποφύγω.
«Γεια σας» φόρεσα το πιο ευγενικό μου χαμόγελο
«Γεια σας. Αποσκευές έχετε;»
«Έχω το βαλιτσάκι μου αλλά επιθυμώ να το πάρω χειραποσκευή».
«Βάλτε το να το ζυγίσω παρακαλώ». Το βάζω. «Όχι, δεν μπορώ να σας επιτρέψω να το πάρετε στο αεροπλάνο, είναι πολύ βαρύ. Είναι 10 κιλά. Το όριό μας είναι τα 8 κιλά».
Η αλήθεια είναι ότι και στην προηγούμενη πτήση 10 κιλά ήταν η χειραποσκευή μου και δεν υπήρχε πρόβλημα. Μου φάνηκε τόσο χαζό όλο αυτό! Δεν είχε να κερδίσει τίποτα. Δεν ήταν ότι είχα υπέρβαρο στην αποσκευή μου ώστε να αναγκαζόμουν να πληρώσω. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσα να το καταλάβω.
«Θα μπορούσα μήπως να βγάλω κάτι και να το βάλω στην γυναικεία τσάντα μου»; Το συγκεκριμένο ήταν άκυρο βέβαια, τι να έβαζα στη γυναικεία τσάντα μου; Δεν είχα κάποιο βαρύ αντικείμενο που θα έκανε τη διαφορά. Απλά κόλλησα και κάτι ήθελα να πω.
«Όχι, αυτό δεν γίνεται. Μπορείτε μόνο ένα τεμάχιο να έχετε μαζί σας». Εκεί αισθάνθηκα ένα φούντωμα τρελό. Είχα πει κι εγώ τη βλακεία μου, αλλά τι ατάκα ξεστόμισε; Η γυναικεία τσάντα ή το laptop όλοι ξέρουν ότι μπορούν να μεταφερθούν συνδυαστικά με τη χειραποσκευή. Όπως έλεγα και στη Μ. μετά υποτίθεται ότι πετούσα με regular εταιρεία, όχι με την bloody ryanair για να στριμώξω τα πάντα σε ΕΝΑ τεμάχιο!
Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι όταν θέλω μπορώ να γίνω πολύ ενοχλητική και εκνευριστική. Ξεκίνησα λοιπόν να επιμένω. Αυτή τίποτα. Της είπα ότι είχα ταξίδι μετά την Αθήνα και ότι αν για κάποιο λόγο καθυστερούσε η αποσκευή μου θα είχα πρόβλημα (αλήθεια έλεγα).
«Οι αποσκευές δεν καθυστερούν ποτέ».
«Αλήθεια»;
«Εντάξει, μερικές φορές καθυστερούν. Αλλά αν γίνει θα σας πουν οι κατάλληλοι άνθρωποι τι θα κάνετε. Εγώ πάντως δεν μπορώ να σας επιτρέψω να πάρετε το βαλιτσάκι χειραποσκευή. Δεν είναι χειραποσκευή αυτό».
Μου είχε γυρίσει το μάτι σίγουρα και ως γνωστόν τα ανοιχτόχρωμα μάτια όταν το άτομο είναι θυμωμένο φαίνονται παγωμένα, σχεδόν τρομαχτικά. Αλλά τι να φτουρήσουν μπροστά στον απόλυτο πάγο που είχα μπροστά μου; Επέμεινα λίγο ακόμα αλλά τίποτα. Στη θέση της θα είχα πει "Κοπελιά μας έπρηξες. Πάρε το trolley σου και κάνε ό, τι θες, απλά ξεκουμπίσου από μπροστά μου". Αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να βάλει ένα ταμπελάκι στο trolley μου που έλεγε ότι υπήρχε μικρή αναμονή στον ενδιάμεσο (βασικά είχα πάνω από 2 ώρες αναμονή οπότε βλακείες, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα, φαντάστηκα ότι θα βοηθούσε να το προσέξουν περισσότερο).
Τέλος πάντων, έφυγα εξοργισμένη. Και ξέρω έχω κολλήσει με το συγκεκριμένο σκηνικό, αλλά αφενός μου φάνηκε απαράδεκτη η στάση της υπαλλήλου, αφετέρου έχω ταλαιπωρηθεί πολλές φορές με καθυστέρηση αποσκευών και είμαι λίγο υστερική με το ζήτημα. Γι’ αυτό και επέλεξα να πάρω χειραποσκευή άλλωστε αν και πετούσα με regular. Θα μου πείτε τώρα «κοπελιά κούλαρε, τη δουλειά της έκανε η υπάλληλος, εσύ ήσουν υπέρβαρη κατά δύο κιλά, τι μας ζητάς τα ρέστα»; Αν αυτό είχε ισχύσει για όλους τους επιβάτες θα είχατε δίκιο. Όταν όμως στο gate έβλεπες δεκάδες επιβάτες με δύο και τρία τεμάχια ως χειραποσκευή (και αρκετά πολύ μεγάλων διαστάσεων) νομίζω ότι ήταν λογικό να εκνευρίζομαι. Πραγματικά μου χάλασε η διάθεση και δεν μπορούσα να χαλαρώσω, αν και το μπλα-μπλα με τη Μ. σίγουρα βοήθησε.
Χαιρετηθήκαμε στο gate μου στενοχωρημένες, έχοντας όμως διάφορα σχέδια ταξιδιών (πιο εξωτικά και περιπετειώδη), κάτι που έφτιαξε την διάθεση και των δυο μας. Η πτήση για Ρώμη σύντομη. Κατά τη δίωρη περίπου στάση μου στο Fiumincino έκανα λίγο shopping (καλλυντικά Puppa και ένα μεγάλο μπουκάλι με ελαιόλαδο με άρωμα τρούφας), έφαγα ένα ωραίο gelato από το Venchi και χάζεψα λίγο τις φωτογραφίες μου.
Η πτήση για Αθήνα χαλαρή, στον Βενιζέλο χρησιμοποιήσαμε παραδόξως φυσούνα οπότε έφτασα γρήγορα στον ιμάντα παραλαβής αποσκευών (ο επόμενος προαστιακός για Κιάτο, καθώς θα κατέβαινα Πελοπόννησο, ήταν σε λιγότερο από μισή ώρα και σε περίπτωση που τον έχανα θα έπρεπε να βολόδερνα για άλλη μια ώρα στο αεροδρόμιο). Έβγαιναν οι αποσκευές, η δική μου πουθενά. Στο τέλος είχα μείνει μόνο εγώ και ένας-δύο άλλοι, αποσκευές δεν έβγαιναν και κόντευα να βάλω τα κλάματα βρίζοντας από μέσα μου την αντιπαθητική υπάλληλο. Εν τέλει βγήκε! Προτελευταία, μούσκεμα (όχι νωπή, σα να την είχαν ρίξει στη θάλασσα), αλλά βγήκε. Αγώνας δρόμου για τον προαστιακό και ναι, ευτυχώς το τραίνο έφευγε σε 5’.
Τέλος καλό όλα καλά λοιπόν! ‘Ηταν ένα ευχάριστο ταξίδι σε κάποιες ιδιαίτερα όμορφες περιοχές της γείτονος και μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα φύση, φαγητό και κρασί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κι όλα αυτά χωρίς να τινάξουμε τη μπάνκα στον αέρα!
Ευχαριστώ όσους μου έκαναν παρέα με τα σχόλιά τους κατά τη διάρκεια της ιστορίας μου και εύχομαι όμορφα και συναρπαστικά ταξίδια σε όλους μας!
Χαιρετώντας τη Bologna
Attachments
-
91,1 KB Προβολές: 98
-
152,8 KB Προβολές: 118
Last edited: