travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.839
- Likes
- 15.736
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Πριν σχεδόν δύο χρόνια είχα ανέβει στην κορυφή του Άθω. Είχα κουραστεί πολύ αλλά η αίσθηση ότι ανέβηκα σε εκείνο το βουνό ήταν υπέροχη. Η βασική μου παρέα εκεί ήταν ο Γιώργος από τη Θεσσαλονίκη. Τότε είχαμε πει για το ενδεχόμενο να πάμε μαζί και στον Όλυμπο. Για μένα βέβαια θα ήταν η πρώτη προσπάθεια, διότι εκείνος είχε ανέβει πολλές φορές. Είναι κλασικός ορειβάτης ο Γιώργος. Και αναρριχητής και ποδηλάτης και διάφορα άλλα ιδιαίτερα σπορ. Τα λέω αυτά για να δείξω ότι είναι αρκετά γυμνασμένος.
Από τότε που πήγαμε στον Άθω εγώ δεν είχα την ευκαιρία να σκεφτώ τον Όλυμπο, παρά μονάχα σε συζητήσεις (με διάφορους γνωστούς και φίλους) χωρίς αξιώσεις πραγματοποίησης των σχεδίων αυτών. Όμως φέτος το Πάσχα μεταξύ των ευχών με το Γιώργο είπαμε και το ενδεχόμενο να πάμε στον Όλυμπο, μιας και εκείνος είχε καιρό να πάει (νομίζω). Ψάχνοντας τις ημερομηνίες μου για το πότε μπορώ να πάω (να είναι και καλή η εποχή για τις καιρικές συνθήκες) βρήκα ότι μου κόλλαγε ωραία το Σαββατοκύριακο 11 με 12 Ιουνίου (του 2016 φυσικά). Συνεννοήθηκα και το κλείσαμε. Ψάξαμε και κάποιους άλλους κοινούς μας φίλους αν μπορούν να μας συνοδέψουν. Στην αρχή ενθουσιάστηκαν, αλλά όπως γίνεται πολύ συχνά, όταν ήρθε η ώρα να πουν το τελικό ναι, έκαναν πίσω.
Εγώ λοιπόν έκλεισα τα εισιτήριά μου μια οικονομική αεροπορική εταιρία για Θεσσαλονίκη. Έφτασα την Παρασκευή το βράδυ και το πρωί του Σαββάτου στις 09:00 (σχετικά αργά) φύγαμε οι δυο μας με το Γιώργο για την Γκορτσιά από όπου θα ξεκινούσε η ανάβασή μας. Tο βράδυ της Παρασκευής είχαμε ξενυχτίσει συζητώντας και πίνοντας τσικουδιά. Φτάσαμε νωρίς στον προορισμό μας το Σάββατο το απόγεμα, οπότε αν φεύγαμε από τις 07:00 που λέγαμε θα βαριόμασταν εκεί, αφού θα φτάναμε ακόμα νωρίτερα. Και εκεί, στο καταφύγιο Γιώσος Αποστολίδης, όταν είσαι κουρασμένος και δεν μπορείς να περπατήσεις πολύ, δεν έχεις πολλά να κάνεις. Κάτι τύπους που σε τέτοια μέρη βγάζουν το βιβλίο-μυθιστόρημα και διαβάζουν, ποτέ δεν τους κατάλαβα.
Ο Γιώσος (από το Ιωσήφ, ποντιακό) Αποστολίδης (1906 - 1964) ήταν πρωτοπόρος ορειβάτης της περιοχής και γενικότερα της Ελλάδας, αφού υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΣΕΟ (Σύλλογος Ελλήνων Ορειβατών) το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Σκοτώθηκε στις 4/5/1964 μετά από πτώση με άλλους τρεις συντρόφους του (που σώθηκαν τραυματίες) καθώς κατέβαιναν το Λούκι του Μύτικα.
Ένα άλλο μεγάλο καταφύγιο, το Σπήλιος Αγαπητός πήρε το όνομά του από ένα παλιό πολιτικό από την Αχαΐα. Ονομάζεται και καταφύγιο Ζολώτα.
Το καταφύγιο Χρήστος Κάκαλος ονομάστηκε έτσι από τον οδηγό και ορειβάτη που καταγόταν από το Λιτόχωρο. Γεννήθηκε το 1879 ή το 1882 και πέθανε το 1976. Είναι ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου το 1913 μαζί με δύο αλλοδαπούς ορειβάτες. Πιστεύεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ανέβηκαν ποτέ στην ψηλότερη κορυφή, τουλάχιστον δε βρέθηκαν ίχνη. Μα είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι μετά από τόσα χρόνια σε ένα βράχο επάνω; Ούτε σε λίγες μέρες.
Πήραμε μερικά σάντουιτς, νερό και φρούτα από το σπίτι, βάλαμε στα σακίδια τα πλήρως απαραίτητα και φύγαμε για Λιτόχωρο. Κάπου 10 χιλιόμετρα από την πόλη πηγαίνοντας για Πριόνια στα δεξιά παρκάραμε το αυτοκίνητο στη θέση Γκορτσιά και ξεκινήσαμε την ανάβαση. Η ώρα είχε πάει 10:30.
Για να ανέβει κανείς στο Όλυμπο σίγουρα υπάρχουν πολλοί δρόμοι. Νομίζω ότι οι πιο δημοφιλείς είναι να ξεκινήσεις από την Γκορτσιά ή από τα Πριόνια. Αν ξεκινήσεις από τη Γκορτσιά είναι πιο μεγάλη η απόσταση αλλά έχεις καλύτερη θέα στο βουνό. Εμείς ήταν να επιστρέψομε από τα Πριόνια, αλλά επειδή είχε ομίχλη στην ανάβαση και δεν το ευχαριστηθήκαμε, γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο για να χαρούμε τη θέα. Εκτός από τα μονοπάτια για να πας και να γυρίσεις που ανέφερα υπάρχουν και άπειρα άλλα για τους λάτρεις του βουνού. Και εγώ είμαι, αλλά μάλλον όχι τόσο μεγάλος όσο άλλοι.
Είχαμε δει τον καιρό στο ίντερνετ για το βουνό ότι δεν θα βρέξει (όπως και έγινε) οπότε δεν πήραμε γαλότσες, αλλά μόνο τα αδιάβροχα για κάθε ενδεχόμενο. Το σακίδιό μου περιείχε: υπνόσακο, αδιάβροχο, εσώρουχα-κάλτσες, 2-3 μπλουζάκια, παντόφλες, πετσέτα, φακό, ξηρούς καρπούς, νερό, φωτογραφική μηχανή, οδοντόβουρτσα, καπέλο, μπουφάν (καλοκαιρινό), φούτερ. Ο Γιώργος είχε πολύ περισσότερα. Πολλά από αυτά που κρατάς δεν τα χρησιμοποιείς αλλά καλό είναι να τα έχεις γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Το βάρος του σακιδίου είναι ένα μεγάλο θέμα για όσους περπατούν. Οι εταιρίες που πουλάνε είδη ορειβασίας κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας είδη που ζυγίζουν λίγα γραμμάρια λιγότερα από άλλα. Αν κάποιος ασχολείται πολύ με το άθλημα καλό είναι να έχει τον σωστό εξοπλισμό. Εγώ για παράδειγμα αυτή τη φορά παρ' ολίγο να την πατήσω άσχημα. Το σακίδιό μου είναι της πλάκας (φτηνό) αλλά το έχω χρησιμοποιήσει 3-4 φορές χωρίς κανένα πρόβλημα. Όμως τώρα, από την αρχή της πορείας, έσπασε ένα πλαστικό κλιπσάκι και ευτυχώς μπόρεσα και έδεσα τους ιμάντες που κρατάνε το σακίδιο στον ώμο. Το ίδιο έγινε και στην επιστροφή με τον άλλο ιμάντα. Πάντως όλα καλά. Ο Γιώργος γελούσε για να μην πει ο άνθρωπος τίποτε άλλο, μιας και πολλές φορές μου λέει για το σακίδιο που πρέπει να έχω. Το βάρος του υπολογίζω να ήταν 8-9 κιλά. Εμένα μου χρειάστηκαν σχεδόν όσα είχε μέσα εκτός από το αδιάβροχο και ένα-δυο εσώρουχα.
Τώρα, για να ανέβει κανείς στο βουνό αυτό πρέπει να είναι και λίγο γυμνασμένος. Μάλιστα, αν έχει και τη δική μου ηλικία, αυτό είναι ακόμα πιο πολύ αναγκαίο. Εγώ όμως τους τελευταίους 6 μήνες δεν ασκήθηκα πολύ. Μόνο αρκετό περπάτημα κάνω στους δρόμους της πόλης. Έτσι φοβόμουν λίγο για την επιτυχία του εγχειρήματος. Την προηγούμενη φορά που πήγαμε στον Άθω, αν και θεωρείται δυσκολότερο μονοπάτι, ήμουν πιο πολύ ασκημένος, ήμουν και δυο χρόνια νεότερος, και το έβγαλα, με κούραση μεν αλλά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Εδώ όμως αυτή τη φορά ευτυχώς είχα τη βοήθεια του Γιώργου, που και αυτός είναι μόλις 4 χρόνια μικρότερος από εμένα, αλλά είναι του αθλήματος. Τέλος πάντων εγώ το αποφάσισα και πήγα.
Εδώ φαίνεται το parking στη Γκορτσιά που αφήσαμε το αυτοκίνητο.
Η Γκορτσιά, όπως και τα Πριόνια, βρίσκεται σε υψόμετρο 1100 μέτρα. Από εκεί ξεκινά το μονοπάτι για τα καταφύγια (και όπου αλλού θες μετά) που βρίσκονται στο οροπέδιο των Μουσών. Εκεί βρίσκονται τα καταφύγια Γιώσος Αποστολίδη (υψόμετρο 2690 μέτρα) που μείναμε εμείς και Χρήστος Κάκαλος (2640 μέτρα). Σε ευθεία απέχουν μεταξύ τους κάπου 500 μέτρα, 10 λεπτά με τα πόδια. Εμείς είπα ότι από την Γκορτσιά φύγαμε άνετοι και ωραίοι στις 10:30 και φτάσαμε στο καταφύγιο στις 18:00 με ελάχιστες δυνάμεις πλέον (μιλώ κυρίως για τον εαυτό μου, αλλά η μπάλα παίρνει και το Γιώργο).
Το μήκος του μονοπατιού είναι κάπου 13 χιλιόμετρα, με υψομετρική διαφορά 1600 μέτρα και ένα site τη δίνει σε 6 ώρες. Για μένα πάνε οι εποχές που πήγαινα πολύ πιο γρήγορα από το χρόνο που έδιναν οι πληροφορίες (τότε δεν υπήρχαν ιστότοποι). Η άλλη διαδρομή, από Πριόνια μέχρι το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός (είναι το μέρος που προτιμούν οι επισκέπτες που ξεκινούν από τα Πριόνια και είναι στα 2040 μέτρα υψόμετρο) έχει μήκος σχεδόν 5000 μέτρα. Πιστεύω ότι αυτή τη διαδρομή θα την έκανα με το δικό μου ρυθμό σε 4 ώρες (ένα site τη δίνει σε 3 ώρες). Όμως φτάνεις σε μικρότερο υψόμετρο και το καταφύγιο αυτό βρίσκεται μέσα στο δάσος.
Στο επόμενο σχεδιάγραμμα φαίνονται τα σημεία που έχουν αναφερθεί, πάνω στο χάρτη του Google Earth. Οι γραμμές που τα ενώνουν απλά είναι βοηθητικές και δεν δείχνουν σε καμιά περίπτωση τα μονοπάτια. Υπενθυμίζω ότι το γνωστό οροπέδιο των Μουσών είναι εκείνο που φαίνεται δεξιά και πάνω από τα καταφύγια Αποστολίδης και Κάκαλος. Η κορυφή του Μύτικα (2917 μέτρα) είναι πολύ κοντά στα δύο αυτά καταφύγια αλλά ανεβαίνεις με δυσκολία.
Υπάρχει ένα ακόμα καταφύγιο, η Πετρόστρουγκα, που βρίσκεται στο μέσον περίπου της διαδρομής Γκορτσιά-Αποστολίδης. Πολλοί είναι εκείνοι που μένουν εκεί το πρώτο βράδυ και το πρωί πάνε ψηλότερα: όπου αντέχουν. Εμείς μέχρι την Πετρόστρουγκα πήγαμε καλά. Φτάσαμε λίγο πριν τις 13:00, δηλαδή σε 3,5 ώρες. Μέχρι εκεί σταματήσαμε δύο φορές, για 5-10 λεπτά την κάθε μια. Μία στάση κάνεις οπωσδήποτε στου «Μπάρμπα» (κιόσκι). Κάναμε και 2-3 ακόμα δίλεπτες στάσεις. Είχαμε δυνάμεις (πάλι για μένα αναφέρομαι) και το κόψαμε στα γρήγορα.
Στην Πετρόστρουγκα (φαίνεται στη πιο πάνω φωτογραφία) μείναμε για 20 λεπτά, κοντέψανε να μας φάνε οι μύγες. Όσον αφορά στο μονοπάτι, αν προσέχεις τη σήμανση δεν χάνεσαι. Άλλωστε υπάρχει κόσμος που ανεβοκατεβαίνει. Για ανεφοδιασμό με νερό μπορείς να κάνεις μόνο στα καταφύγια που έχει εμφιαλωμένο (σχετικά ακριβό, 2 ευρώ) που το κουβαλάνε οι άνθρωποι με τα μουλάρια, προσοχή στις καβαλίνες. Παρεμπιπτόντως αν είστε τυχεροί και το θέλετε, τα μουλάρια μπορεί να σας πάρουν και τα σακίδια με κάποια αμοιβή.
Στην προηγούμενη φωτογραφία τα μπατόν είναι του Γιώργου. Εμένα δε με βόλευε να τα χρησιμοποιώ.
Η διαδρομή ολόκληρη έχει κάποια τμήματα με πολύ μεγάλη ανηφόρα. Το κατάλαβα όταν κατέβαινα. Περίεργο αυτό βέβαια αλλά στο κατέβασμα γυρνάς και κοιτάς τι έκανες. Στο ανέβασμα σκύβεις και προχωράς. Ο καιρός ήταν ζεστός αλλά είχε αρκετά σύννεφα που δε σε άφηναν να δεις στα ξέφωτα κάτω τον κάμπο της Πιερίας. Βέβαια όπως φαίνεται και από τον χάρτη, η περιοχή μέχρι και λίγο μετά τη Πετρόστρουγκα έχει μεγάλη βλάστηση και έχεις σκιά, έτσι κι αλλιώς. Μετά αρχίζει το λεγόμενο αλπικό τοπίο χωρίς δέντρα και χαμηλή βλάστηση. Ευτυχώς εκεί είχαμε τα σύννεφα για προστασία αλλά αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μπορούσαμε να απολαύσουμε όλη την εκπληκτική θέα, κυρίως την ορεινή.
Λίγο μετά την Πετρόστρουγκα άρχισαν τα βάσανά μου. Είχα κουραστεί αρκετά. Έκανα πιο συχνές αλλά μικρές στάσεις 3-4 λεπτών. Ο Γιώργος φυσικά με περίμενε χαλαρώνοντας. Μια ώρα πριν το τέρμα με πόναγαν οι μύες και ήμουν έτοιμος για κράμπες. Προκειμένου να έχω κανένα οδυνηρό ατύχημα ή να αργήσουμε πολύ, τι έκανε ο αθεόφοβος ο Γιώργος; Πήρε στην ανηφόρα και το δικό μου σακίδιο. Τρομερός! Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά την πρώτη φορά για 15 περίπου λεπτά και άλλη μία αργότερα για λίγο παραπάνω. Μου το επέστρεψε σε κάποια σημεία που το έδαφος ήταν ίσιο ή είχε κατήφορο. Έτσι καταφέραμε και φτάσαμε στο Γιώσος Αποστολίδης στις 18:00, μετά από 7,5 ώρες περπάτημα από τη Γκορτσιά. Ανάσταση!
Το καταφύγιο μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 100 άτομα. Πρέπει όμως όταν έχει κόσμο να κλείσεις κρεβάτι με κόστος 12 ευρώ. Η θερμοκρασία το βράδυ έπεσε στους 0 βαθμούς περίπου και το νερό στις τουαλέτες ήταν λίγο και πολύ κρύο. Είχε πολύ κόσμο αλλά πολύ καλή εξυπηρέτηση. Κατ' αρχήν και μόνο που κοιμάσαι σαν άνθρωπος (καλά, δε σου έχουν και καθαρά σεντόνια, να κρατάς ένα υπνόσακο, αλλά έχει κουβέρτες) και υπάρχει μια ποικιλία ζεστών φαγητών είναι υπέροχο μετά από τόση κούραση. Έχει και τσιπουράκι, κρασί και μπύρα. Είναι πολύ καλά και τα παιδιά που το έχουν, άνετοι και ταιριαστοί με το περιβάλλον. Στις 21:00 κλείνει το εστιατόριο και τα φώτα στις 22:30. Μια χαρά ξεκουράζεσαι. Τώρα εγώ άσε με: ενώ ξεκουράστηκα καλά κοιμήθηκα λίγο μόνο προς το πρωί. Όμως όταν ξάπλωσα κατά τις 22:00 ένιωσα τόση ηρεμία και ομορφιά που δεν θυμάμαι (τώρα τελευταία δεν με βοηθά και πολύ η μνήμη μου βέβαια) να ένιωσα άλλη φορά για τον επερχόμενο ύπνο. Τώρα, το γιατί δεν κοιμήθηκα εύκολα δε με πολυνοιάζει.
Εκεί αφού ξεκουραστήκαμε καμιά ωρίτσα, πήγαμε μια βόλτα (10 λεπτά να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις) μέχρι το σημείο Πόρτες (νοτιοδυτικά του καταφυγίου) για να πάρουμε τηλέφωνο αφού εκεί έπιανε καλύτερα. Αργότερα φάγαμε μια φασολάδα, μια σούπα και μια χωριάτικη σαλάτα, με αρκετά τσίπουρα. Όλο το κόστος δεν ήταν πάνω από 25 ευρώ. Στο χώρο εκεί έχει κόσμο που αν θέλεις παρέα βρίσκεις πολύ εύκολα. Βέβαια θα πρέπει να μιλάς για βουνά και περπατήματα. Νομίζω ότι οι ορειβάτες είναι πιο νορμάλ από τους κυνηγούς και τους ψαράδες. Εννοώ ότι μου ταιριάζουν καλύτερα. Εμείς πέρα από λίγες κουβέντες με κανένα από τους διπλανούς μας δεν κάναμε αφού πιάσαμε τα δικά μας. Εγώ βέβαια το Γιώργο τον τρέλανα σε όλη τη διαδρομή (ακόμα και στις ανηφόρες) με την πολυλογία μου. Ίσως να τον κούρασα λίγο αλλά έτσι είναι ο τύπος μου. Στην επόμενη φωτογραφία φαίνεται το εστιατόριο που φάγαμε.
Η θέα από το καταφύγιο είναι καταπληκτική. Βλέπεις το Στεφάνι αλλά όχι τον Μύτικα. Υπάρχουν ακόμα λίγα χιόνια εδώ κι εκεί, ακόμα και στα περάσματα των μονοπατιών. Έχει δυο κορυφές (Τούμπα και Προφήτης Ηλίας στα 2800 μέτρα) κοντά στο καταφύγιο που πας σε 10-15 λεπτά αλλά δεν πήγαμε εμείς. Άλλοι πηγαίνανε. Μου έκανε εντύπωση το πόσο πολλοί ξένοι ήτανε εκεί και σε όλη τη διαδρομή. Καμία σχέση με τον Άθω που έβλεπες κυρίως Ρώσους.
Στην ακριβώς επάνω φωτογραφία φαίνονται λίγο τα δύο καταφύγια που βρίσκονται στο οροπέδιο των Μουσών. Ανάμεσά τους βρίσκεται και το οροπέδιο.
Εμείς δεν προλάβαμε να κλείσομε κρεβάτι στο καταφύγιο και μας έδωσαν ράντσο (ανακλεινόμενο κρεβάτι ουσιαστικά, πολύ άνετο). Νομίζω όμως ότι ήταν καλύτερα έτσι, γιατί τα κρεβάτια ήταν σε δωμάτια πολλών ατόμων και τα μισά ήταν κουκέτες. Εμείς κοιμηθήκαμε σε σοφίτα με θέα τα βουνά και άπειρες τζαμαρίες. Ήταν επίσης λίγα άτομα και καμία κουκέτα. Μεγάλη τύχη. Δεν ξέρω αν μας πρόσεξαν επειδή ήξεραν το Γιώργο ή έτυχε. Ο Γιώργος δεν είχε πει καλά-καλά το όνομά του και δεν τον περίμεναν. Μόλις τον είδαν βέβαια έκαναν όλοι του καταφυγίου χαρές που τον ξαναείδαν, γιατί τον βλέπουν και εκεί αλλά και σε αναρριχήσεις. Τη νύχτα με τη συσκότιση από εκεί βλέπαμε τα αστέρια και το πρωί τα βουνά.
Πιστεύω ότι και κρεβάτι να μην έχεις κλείσει, αν πας έκτακτα θα σου δώσουν κάπου να μείνεις γιατί έχουν πολλά ανακλεινόμενα κρεβάτια και σε βάζουν και στο διάδρομο αν δεν υπάρχει άλλος χώρος. Μην περιμένετε βέβαια και πολλή ησυχία το βράδυ με τόσο κόσμο μέσα σε μικρό χώρο. Και η ζέστη δεν είναι υπερβολική. Έχει μια ξυλόσομπα που την άναψαν μόλις πήρε να βραδιάσει και μετά σταμάτησαν να βάζουν ξύλα. Και η μεταφορά των ξύλων είναι κόστος γι αυτούς και τα ζώα που τα κουβαλούν δεν είναι «ζώα».
Το πρωί σηκωθήκαμε κατά τις έξι. Είχαμε ακόμα κάποιο σάντουιτς από τη χθεσινή μέρα και το φάγαμε. Καφέ δε θέλαμε. Στις 07:00 πήγαμε βόλτα περνώντας από τα Ζωνάρια στο πίσω μέρος του Στεφανιού για να δούμε το Μύτικα και εκείνους που ανεβοκατέβαιναν. Η διαδρομή είναι λίγο επικίνδυνη, αλλά χωρίς φορτίο δεν υπάρχει πρόβλημα. Πας σε λιγότερο από μισή ώρα και απολαμβάνεις ένα υπέροχο τοπίο. Από όλες τις μεριές είναι φανταστικά. Εκεί ήταν που σκέφτηκα γιατί να μην υπάρχει καλύτερο μονοπάτι για να απολαμβάνει περισσότερος κόσμος αυτή την ομορφιά. Ο Γιώργος διαφώνησε και μετά από αρκετές σκέψεις δικές μου αποφάσισα ότι έχει δίκιο και αυτός και οι ορειβατικοί σύλλογοι. Ναι μεν οι εταιρίες και οι σύλλογοι ωφελούνται από την τραχύτητα των μονοπατιών, διότι έτσι πουλάνε τα προϊόντα τους οι μεν και έχουν κόσμο οι δε, όμως για φαντάσου να πήγαινε η κάθε Κίτσα εκεί πάνω. Ας πάει κάπου αλλού να πετάξει τα σκουπίδια της. Στο κάτω-κάτω δεν μπορεί όλοι να τα κάνουμε όλα. Αυτοί που μπορούν ας ανεβαίνουν και αυτοί που δεν μπορούν ας πάνε για μπάνια στην αμμουδιά. Είναι λίγο βαριά αυτά που λέω, αφού κι εγώ έχω εκμεταλλευτεί βατούς δρόμους για να προσεγγίσω υπέροχα τοπία (π.χ. ΗΠΑ), όμως παντού υπάρχουν και μέρη που πάει μόνο ο καλά εξοπλισμένος και ασκημένος. Κι εγώ ήθελα να ανέβω στο Μύτικα αλλά δεν μπορούσα εκείνη τη φορά. Θα ασκηθώ (ελπίζω) περισσότερο και καλύτερα και θα ξαναπροσπαθήσω.
Κατά τις 08:30 ξεκινήσαμε την επιστροφή από το ίδιο μονοπάτι που ανεβήκαμε. Είχε σκεφτεί ο Γιώργος να πάμε από άλλη μεριά. Να πάμε από το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός και από εκεί για Πριόνια, αλλά για να δούμε τη θέα που λόγω νέφωσης δεν απολαύσαμε στην ανάβαση πήγαμε ξανά από τον ίδιο δρόμο. Κατάλαβα ότι προς το μεσημέρι έβγαζε σύννεφα (λόγω ίσως της εξάτμισης με τη λιακάδα) ενώ το πρωί είχε μια χαρά καθαρό ουρανό. Η επιστροφή μας μέχρι το αυτοκίνητο διήρκησε 5 ώρες. Δεν την κάναμε πολύ γρήγορα γιατί δεν βιαζόμασταν, αλλά λόγω της μεγάλης κατωφέρειας τα πόδια καταπονούνται πολύ και εγώ που είμαι αγύμναστος σχετικά είχα πρόβλημα. Δεν παραπονιόμουν όμως και φτάσαμε μια χαρά.
Φτάνοντας μεσημέρι στη Γκορτσιά πεινούσαμε και είπαμε να πάμε στα Πριόνια για φαγητό αλλά είχε τόσο κόσμο (Κυριακή γαρ) που κάναμε μεταβολή και φάγαμε σε κάποιο εστιατόριο πριν το Λιτόχωρο. Πολύ ωραίο ήταν και θέα είχαμε τον Θερμαϊκό.
Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε κατά τις 17:00 για να κάνομε ένα μπανάκι και να ετοιμάσω τα πράγματά μου για τη βραδινή πτήση στην Αθήνα. Μάλιστα κατά τις 19:00 κάναμε στην παραλία βόλτα για τέσσερα χιλιόμετρα. Αυτό ήταν το τελικό χτύπημα για τις γάμπες και τους μηρούς μου. Καλύτερα να μην το σκέφτομαι. Εκείνο που μένει είναι η ανάμνηση και οι σκέψεις για το πως θα ανέβω, και πότε, στην κορυφή και στα 2917 μέτρα.
Ουσιαστικά ήταν μια πολύ γρήγορη αναγνωριστική εκδρομή. Οι γνώστες και οι λάτρεις του βουνού απολαμβάνουν πολλά άλλα σημεία εκεί, που εγώ δεν τα ξέρω και ίσως κάποτε κάνω επισκέψεις σε μερικά από αυτά. Όμως είναι αλήθεια: Ο Όλυμπος είναι το βουνό των θεών. Ευτυχώς που και εμείς οι μικροί μπορούμε και ανεβαίνουμε.
Πριν σχεδόν δύο χρόνια είχα ανέβει στην κορυφή του Άθω. Είχα κουραστεί πολύ αλλά η αίσθηση ότι ανέβηκα σε εκείνο το βουνό ήταν υπέροχη. Η βασική μου παρέα εκεί ήταν ο Γιώργος από τη Θεσσαλονίκη. Τότε είχαμε πει για το ενδεχόμενο να πάμε μαζί και στον Όλυμπο. Για μένα βέβαια θα ήταν η πρώτη προσπάθεια, διότι εκείνος είχε ανέβει πολλές φορές. Είναι κλασικός ορειβάτης ο Γιώργος. Και αναρριχητής και ποδηλάτης και διάφορα άλλα ιδιαίτερα σπορ. Τα λέω αυτά για να δείξω ότι είναι αρκετά γυμνασμένος.
Από τότε που πήγαμε στον Άθω εγώ δεν είχα την ευκαιρία να σκεφτώ τον Όλυμπο, παρά μονάχα σε συζητήσεις (με διάφορους γνωστούς και φίλους) χωρίς αξιώσεις πραγματοποίησης των σχεδίων αυτών. Όμως φέτος το Πάσχα μεταξύ των ευχών με το Γιώργο είπαμε και το ενδεχόμενο να πάμε στον Όλυμπο, μιας και εκείνος είχε καιρό να πάει (νομίζω). Ψάχνοντας τις ημερομηνίες μου για το πότε μπορώ να πάω (να είναι και καλή η εποχή για τις καιρικές συνθήκες) βρήκα ότι μου κόλλαγε ωραία το Σαββατοκύριακο 11 με 12 Ιουνίου (του 2016 φυσικά). Συνεννοήθηκα και το κλείσαμε. Ψάξαμε και κάποιους άλλους κοινούς μας φίλους αν μπορούν να μας συνοδέψουν. Στην αρχή ενθουσιάστηκαν, αλλά όπως γίνεται πολύ συχνά, όταν ήρθε η ώρα να πουν το τελικό ναι, έκαναν πίσω.
Εγώ λοιπόν έκλεισα τα εισιτήριά μου μια οικονομική αεροπορική εταιρία για Θεσσαλονίκη. Έφτασα την Παρασκευή το βράδυ και το πρωί του Σαββάτου στις 09:00 (σχετικά αργά) φύγαμε οι δυο μας με το Γιώργο για την Γκορτσιά από όπου θα ξεκινούσε η ανάβασή μας. Tο βράδυ της Παρασκευής είχαμε ξενυχτίσει συζητώντας και πίνοντας τσικουδιά. Φτάσαμε νωρίς στον προορισμό μας το Σάββατο το απόγεμα, οπότε αν φεύγαμε από τις 07:00 που λέγαμε θα βαριόμασταν εκεί, αφού θα φτάναμε ακόμα νωρίτερα. Και εκεί, στο καταφύγιο Γιώσος Αποστολίδης, όταν είσαι κουρασμένος και δεν μπορείς να περπατήσεις πολύ, δεν έχεις πολλά να κάνεις. Κάτι τύπους που σε τέτοια μέρη βγάζουν το βιβλίο-μυθιστόρημα και διαβάζουν, ποτέ δεν τους κατάλαβα.
Ο Γιώσος (από το Ιωσήφ, ποντιακό) Αποστολίδης (1906 - 1964) ήταν πρωτοπόρος ορειβάτης της περιοχής και γενικότερα της Ελλάδας, αφού υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΣΕΟ (Σύλλογος Ελλήνων Ορειβατών) το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Σκοτώθηκε στις 4/5/1964 μετά από πτώση με άλλους τρεις συντρόφους του (που σώθηκαν τραυματίες) καθώς κατέβαιναν το Λούκι του Μύτικα.
Ένα άλλο μεγάλο καταφύγιο, το Σπήλιος Αγαπητός πήρε το όνομά του από ένα παλιό πολιτικό από την Αχαΐα. Ονομάζεται και καταφύγιο Ζολώτα.
Το καταφύγιο Χρήστος Κάκαλος ονομάστηκε έτσι από τον οδηγό και ορειβάτη που καταγόταν από το Λιτόχωρο. Γεννήθηκε το 1879 ή το 1882 και πέθανε το 1976. Είναι ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου το 1913 μαζί με δύο αλλοδαπούς ορειβάτες. Πιστεύεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ανέβηκαν ποτέ στην ψηλότερη κορυφή, τουλάχιστον δε βρέθηκαν ίχνη. Μα είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι μετά από τόσα χρόνια σε ένα βράχο επάνω; Ούτε σε λίγες μέρες.
Πήραμε μερικά σάντουιτς, νερό και φρούτα από το σπίτι, βάλαμε στα σακίδια τα πλήρως απαραίτητα και φύγαμε για Λιτόχωρο. Κάπου 10 χιλιόμετρα από την πόλη πηγαίνοντας για Πριόνια στα δεξιά παρκάραμε το αυτοκίνητο στη θέση Γκορτσιά και ξεκινήσαμε την ανάβαση. Η ώρα είχε πάει 10:30.
Για να ανέβει κανείς στο Όλυμπο σίγουρα υπάρχουν πολλοί δρόμοι. Νομίζω ότι οι πιο δημοφιλείς είναι να ξεκινήσεις από την Γκορτσιά ή από τα Πριόνια. Αν ξεκινήσεις από τη Γκορτσιά είναι πιο μεγάλη η απόσταση αλλά έχεις καλύτερη θέα στο βουνό. Εμείς ήταν να επιστρέψομε από τα Πριόνια, αλλά επειδή είχε ομίχλη στην ανάβαση και δεν το ευχαριστηθήκαμε, γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο για να χαρούμε τη θέα. Εκτός από τα μονοπάτια για να πας και να γυρίσεις που ανέφερα υπάρχουν και άπειρα άλλα για τους λάτρεις του βουνού. Και εγώ είμαι, αλλά μάλλον όχι τόσο μεγάλος όσο άλλοι.
Είχαμε δει τον καιρό στο ίντερνετ για το βουνό ότι δεν θα βρέξει (όπως και έγινε) οπότε δεν πήραμε γαλότσες, αλλά μόνο τα αδιάβροχα για κάθε ενδεχόμενο. Το σακίδιό μου περιείχε: υπνόσακο, αδιάβροχο, εσώρουχα-κάλτσες, 2-3 μπλουζάκια, παντόφλες, πετσέτα, φακό, ξηρούς καρπούς, νερό, φωτογραφική μηχανή, οδοντόβουρτσα, καπέλο, μπουφάν (καλοκαιρινό), φούτερ. Ο Γιώργος είχε πολύ περισσότερα. Πολλά από αυτά που κρατάς δεν τα χρησιμοποιείς αλλά καλό είναι να τα έχεις γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Το βάρος του σακιδίου είναι ένα μεγάλο θέμα για όσους περπατούν. Οι εταιρίες που πουλάνε είδη ορειβασίας κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας είδη που ζυγίζουν λίγα γραμμάρια λιγότερα από άλλα. Αν κάποιος ασχολείται πολύ με το άθλημα καλό είναι να έχει τον σωστό εξοπλισμό. Εγώ για παράδειγμα αυτή τη φορά παρ' ολίγο να την πατήσω άσχημα. Το σακίδιό μου είναι της πλάκας (φτηνό) αλλά το έχω χρησιμοποιήσει 3-4 φορές χωρίς κανένα πρόβλημα. Όμως τώρα, από την αρχή της πορείας, έσπασε ένα πλαστικό κλιπσάκι και ευτυχώς μπόρεσα και έδεσα τους ιμάντες που κρατάνε το σακίδιο στον ώμο. Το ίδιο έγινε και στην επιστροφή με τον άλλο ιμάντα. Πάντως όλα καλά. Ο Γιώργος γελούσε για να μην πει ο άνθρωπος τίποτε άλλο, μιας και πολλές φορές μου λέει για το σακίδιο που πρέπει να έχω. Το βάρος του υπολογίζω να ήταν 8-9 κιλά. Εμένα μου χρειάστηκαν σχεδόν όσα είχε μέσα εκτός από το αδιάβροχο και ένα-δυο εσώρουχα.
Τώρα, για να ανέβει κανείς στο βουνό αυτό πρέπει να είναι και λίγο γυμνασμένος. Μάλιστα, αν έχει και τη δική μου ηλικία, αυτό είναι ακόμα πιο πολύ αναγκαίο. Εγώ όμως τους τελευταίους 6 μήνες δεν ασκήθηκα πολύ. Μόνο αρκετό περπάτημα κάνω στους δρόμους της πόλης. Έτσι φοβόμουν λίγο για την επιτυχία του εγχειρήματος. Την προηγούμενη φορά που πήγαμε στον Άθω, αν και θεωρείται δυσκολότερο μονοπάτι, ήμουν πιο πολύ ασκημένος, ήμουν και δυο χρόνια νεότερος, και το έβγαλα, με κούραση μεν αλλά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Εδώ όμως αυτή τη φορά ευτυχώς είχα τη βοήθεια του Γιώργου, που και αυτός είναι μόλις 4 χρόνια μικρότερος από εμένα, αλλά είναι του αθλήματος. Τέλος πάντων εγώ το αποφάσισα και πήγα.
Εδώ φαίνεται το parking στη Γκορτσιά που αφήσαμε το αυτοκίνητο.
Η Γκορτσιά, όπως και τα Πριόνια, βρίσκεται σε υψόμετρο 1100 μέτρα. Από εκεί ξεκινά το μονοπάτι για τα καταφύγια (και όπου αλλού θες μετά) που βρίσκονται στο οροπέδιο των Μουσών. Εκεί βρίσκονται τα καταφύγια Γιώσος Αποστολίδη (υψόμετρο 2690 μέτρα) που μείναμε εμείς και Χρήστος Κάκαλος (2640 μέτρα). Σε ευθεία απέχουν μεταξύ τους κάπου 500 μέτρα, 10 λεπτά με τα πόδια. Εμείς είπα ότι από την Γκορτσιά φύγαμε άνετοι και ωραίοι στις 10:30 και φτάσαμε στο καταφύγιο στις 18:00 με ελάχιστες δυνάμεις πλέον (μιλώ κυρίως για τον εαυτό μου, αλλά η μπάλα παίρνει και το Γιώργο).
Το μήκος του μονοπατιού είναι κάπου 13 χιλιόμετρα, με υψομετρική διαφορά 1600 μέτρα και ένα site τη δίνει σε 6 ώρες. Για μένα πάνε οι εποχές που πήγαινα πολύ πιο γρήγορα από το χρόνο που έδιναν οι πληροφορίες (τότε δεν υπήρχαν ιστότοποι). Η άλλη διαδρομή, από Πριόνια μέχρι το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός (είναι το μέρος που προτιμούν οι επισκέπτες που ξεκινούν από τα Πριόνια και είναι στα 2040 μέτρα υψόμετρο) έχει μήκος σχεδόν 5000 μέτρα. Πιστεύω ότι αυτή τη διαδρομή θα την έκανα με το δικό μου ρυθμό σε 4 ώρες (ένα site τη δίνει σε 3 ώρες). Όμως φτάνεις σε μικρότερο υψόμετρο και το καταφύγιο αυτό βρίσκεται μέσα στο δάσος.
Στο επόμενο σχεδιάγραμμα φαίνονται τα σημεία που έχουν αναφερθεί, πάνω στο χάρτη του Google Earth. Οι γραμμές που τα ενώνουν απλά είναι βοηθητικές και δεν δείχνουν σε καμιά περίπτωση τα μονοπάτια. Υπενθυμίζω ότι το γνωστό οροπέδιο των Μουσών είναι εκείνο που φαίνεται δεξιά και πάνω από τα καταφύγια Αποστολίδης και Κάκαλος. Η κορυφή του Μύτικα (2917 μέτρα) είναι πολύ κοντά στα δύο αυτά καταφύγια αλλά ανεβαίνεις με δυσκολία.
Υπάρχει ένα ακόμα καταφύγιο, η Πετρόστρουγκα, που βρίσκεται στο μέσον περίπου της διαδρομής Γκορτσιά-Αποστολίδης. Πολλοί είναι εκείνοι που μένουν εκεί το πρώτο βράδυ και το πρωί πάνε ψηλότερα: όπου αντέχουν. Εμείς μέχρι την Πετρόστρουγκα πήγαμε καλά. Φτάσαμε λίγο πριν τις 13:00, δηλαδή σε 3,5 ώρες. Μέχρι εκεί σταματήσαμε δύο φορές, για 5-10 λεπτά την κάθε μια. Μία στάση κάνεις οπωσδήποτε στου «Μπάρμπα» (κιόσκι). Κάναμε και 2-3 ακόμα δίλεπτες στάσεις. Είχαμε δυνάμεις (πάλι για μένα αναφέρομαι) και το κόψαμε στα γρήγορα.
Στην Πετρόστρουγκα (φαίνεται στη πιο πάνω φωτογραφία) μείναμε για 20 λεπτά, κοντέψανε να μας φάνε οι μύγες. Όσον αφορά στο μονοπάτι, αν προσέχεις τη σήμανση δεν χάνεσαι. Άλλωστε υπάρχει κόσμος που ανεβοκατεβαίνει. Για ανεφοδιασμό με νερό μπορείς να κάνεις μόνο στα καταφύγια που έχει εμφιαλωμένο (σχετικά ακριβό, 2 ευρώ) που το κουβαλάνε οι άνθρωποι με τα μουλάρια, προσοχή στις καβαλίνες. Παρεμπιπτόντως αν είστε τυχεροί και το θέλετε, τα μουλάρια μπορεί να σας πάρουν και τα σακίδια με κάποια αμοιβή.
Στην προηγούμενη φωτογραφία τα μπατόν είναι του Γιώργου. Εμένα δε με βόλευε να τα χρησιμοποιώ.
Η διαδρομή ολόκληρη έχει κάποια τμήματα με πολύ μεγάλη ανηφόρα. Το κατάλαβα όταν κατέβαινα. Περίεργο αυτό βέβαια αλλά στο κατέβασμα γυρνάς και κοιτάς τι έκανες. Στο ανέβασμα σκύβεις και προχωράς. Ο καιρός ήταν ζεστός αλλά είχε αρκετά σύννεφα που δε σε άφηναν να δεις στα ξέφωτα κάτω τον κάμπο της Πιερίας. Βέβαια όπως φαίνεται και από τον χάρτη, η περιοχή μέχρι και λίγο μετά τη Πετρόστρουγκα έχει μεγάλη βλάστηση και έχεις σκιά, έτσι κι αλλιώς. Μετά αρχίζει το λεγόμενο αλπικό τοπίο χωρίς δέντρα και χαμηλή βλάστηση. Ευτυχώς εκεί είχαμε τα σύννεφα για προστασία αλλά αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μπορούσαμε να απολαύσουμε όλη την εκπληκτική θέα, κυρίως την ορεινή.
Λίγο μετά την Πετρόστρουγκα άρχισαν τα βάσανά μου. Είχα κουραστεί αρκετά. Έκανα πιο συχνές αλλά μικρές στάσεις 3-4 λεπτών. Ο Γιώργος φυσικά με περίμενε χαλαρώνοντας. Μια ώρα πριν το τέρμα με πόναγαν οι μύες και ήμουν έτοιμος για κράμπες. Προκειμένου να έχω κανένα οδυνηρό ατύχημα ή να αργήσουμε πολύ, τι έκανε ο αθεόφοβος ο Γιώργος; Πήρε στην ανηφόρα και το δικό μου σακίδιο. Τρομερός! Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά την πρώτη φορά για 15 περίπου λεπτά και άλλη μία αργότερα για λίγο παραπάνω. Μου το επέστρεψε σε κάποια σημεία που το έδαφος ήταν ίσιο ή είχε κατήφορο. Έτσι καταφέραμε και φτάσαμε στο Γιώσος Αποστολίδης στις 18:00, μετά από 7,5 ώρες περπάτημα από τη Γκορτσιά. Ανάσταση!
Το καταφύγιο μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 100 άτομα. Πρέπει όμως όταν έχει κόσμο να κλείσεις κρεβάτι με κόστος 12 ευρώ. Η θερμοκρασία το βράδυ έπεσε στους 0 βαθμούς περίπου και το νερό στις τουαλέτες ήταν λίγο και πολύ κρύο. Είχε πολύ κόσμο αλλά πολύ καλή εξυπηρέτηση. Κατ' αρχήν και μόνο που κοιμάσαι σαν άνθρωπος (καλά, δε σου έχουν και καθαρά σεντόνια, να κρατάς ένα υπνόσακο, αλλά έχει κουβέρτες) και υπάρχει μια ποικιλία ζεστών φαγητών είναι υπέροχο μετά από τόση κούραση. Έχει και τσιπουράκι, κρασί και μπύρα. Είναι πολύ καλά και τα παιδιά που το έχουν, άνετοι και ταιριαστοί με το περιβάλλον. Στις 21:00 κλείνει το εστιατόριο και τα φώτα στις 22:30. Μια χαρά ξεκουράζεσαι. Τώρα εγώ άσε με: ενώ ξεκουράστηκα καλά κοιμήθηκα λίγο μόνο προς το πρωί. Όμως όταν ξάπλωσα κατά τις 22:00 ένιωσα τόση ηρεμία και ομορφιά που δεν θυμάμαι (τώρα τελευταία δεν με βοηθά και πολύ η μνήμη μου βέβαια) να ένιωσα άλλη φορά για τον επερχόμενο ύπνο. Τώρα, το γιατί δεν κοιμήθηκα εύκολα δε με πολυνοιάζει.
Εκεί αφού ξεκουραστήκαμε καμιά ωρίτσα, πήγαμε μια βόλτα (10 λεπτά να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις) μέχρι το σημείο Πόρτες (νοτιοδυτικά του καταφυγίου) για να πάρουμε τηλέφωνο αφού εκεί έπιανε καλύτερα. Αργότερα φάγαμε μια φασολάδα, μια σούπα και μια χωριάτικη σαλάτα, με αρκετά τσίπουρα. Όλο το κόστος δεν ήταν πάνω από 25 ευρώ. Στο χώρο εκεί έχει κόσμο που αν θέλεις παρέα βρίσκεις πολύ εύκολα. Βέβαια θα πρέπει να μιλάς για βουνά και περπατήματα. Νομίζω ότι οι ορειβάτες είναι πιο νορμάλ από τους κυνηγούς και τους ψαράδες. Εννοώ ότι μου ταιριάζουν καλύτερα. Εμείς πέρα από λίγες κουβέντες με κανένα από τους διπλανούς μας δεν κάναμε αφού πιάσαμε τα δικά μας. Εγώ βέβαια το Γιώργο τον τρέλανα σε όλη τη διαδρομή (ακόμα και στις ανηφόρες) με την πολυλογία μου. Ίσως να τον κούρασα λίγο αλλά έτσι είναι ο τύπος μου. Στην επόμενη φωτογραφία φαίνεται το εστιατόριο που φάγαμε.
Η θέα από το καταφύγιο είναι καταπληκτική. Βλέπεις το Στεφάνι αλλά όχι τον Μύτικα. Υπάρχουν ακόμα λίγα χιόνια εδώ κι εκεί, ακόμα και στα περάσματα των μονοπατιών. Έχει δυο κορυφές (Τούμπα και Προφήτης Ηλίας στα 2800 μέτρα) κοντά στο καταφύγιο που πας σε 10-15 λεπτά αλλά δεν πήγαμε εμείς. Άλλοι πηγαίνανε. Μου έκανε εντύπωση το πόσο πολλοί ξένοι ήτανε εκεί και σε όλη τη διαδρομή. Καμία σχέση με τον Άθω που έβλεπες κυρίως Ρώσους.
Στην ακριβώς επάνω φωτογραφία φαίνονται λίγο τα δύο καταφύγια που βρίσκονται στο οροπέδιο των Μουσών. Ανάμεσά τους βρίσκεται και το οροπέδιο.
Εμείς δεν προλάβαμε να κλείσομε κρεβάτι στο καταφύγιο και μας έδωσαν ράντσο (ανακλεινόμενο κρεβάτι ουσιαστικά, πολύ άνετο). Νομίζω όμως ότι ήταν καλύτερα έτσι, γιατί τα κρεβάτια ήταν σε δωμάτια πολλών ατόμων και τα μισά ήταν κουκέτες. Εμείς κοιμηθήκαμε σε σοφίτα με θέα τα βουνά και άπειρες τζαμαρίες. Ήταν επίσης λίγα άτομα και καμία κουκέτα. Μεγάλη τύχη. Δεν ξέρω αν μας πρόσεξαν επειδή ήξεραν το Γιώργο ή έτυχε. Ο Γιώργος δεν είχε πει καλά-καλά το όνομά του και δεν τον περίμεναν. Μόλις τον είδαν βέβαια έκαναν όλοι του καταφυγίου χαρές που τον ξαναείδαν, γιατί τον βλέπουν και εκεί αλλά και σε αναρριχήσεις. Τη νύχτα με τη συσκότιση από εκεί βλέπαμε τα αστέρια και το πρωί τα βουνά.
Πιστεύω ότι και κρεβάτι να μην έχεις κλείσει, αν πας έκτακτα θα σου δώσουν κάπου να μείνεις γιατί έχουν πολλά ανακλεινόμενα κρεβάτια και σε βάζουν και στο διάδρομο αν δεν υπάρχει άλλος χώρος. Μην περιμένετε βέβαια και πολλή ησυχία το βράδυ με τόσο κόσμο μέσα σε μικρό χώρο. Και η ζέστη δεν είναι υπερβολική. Έχει μια ξυλόσομπα που την άναψαν μόλις πήρε να βραδιάσει και μετά σταμάτησαν να βάζουν ξύλα. Και η μεταφορά των ξύλων είναι κόστος γι αυτούς και τα ζώα που τα κουβαλούν δεν είναι «ζώα».
Το πρωί σηκωθήκαμε κατά τις έξι. Είχαμε ακόμα κάποιο σάντουιτς από τη χθεσινή μέρα και το φάγαμε. Καφέ δε θέλαμε. Στις 07:00 πήγαμε βόλτα περνώντας από τα Ζωνάρια στο πίσω μέρος του Στεφανιού για να δούμε το Μύτικα και εκείνους που ανεβοκατέβαιναν. Η διαδρομή είναι λίγο επικίνδυνη, αλλά χωρίς φορτίο δεν υπάρχει πρόβλημα. Πας σε λιγότερο από μισή ώρα και απολαμβάνεις ένα υπέροχο τοπίο. Από όλες τις μεριές είναι φανταστικά. Εκεί ήταν που σκέφτηκα γιατί να μην υπάρχει καλύτερο μονοπάτι για να απολαμβάνει περισσότερος κόσμος αυτή την ομορφιά. Ο Γιώργος διαφώνησε και μετά από αρκετές σκέψεις δικές μου αποφάσισα ότι έχει δίκιο και αυτός και οι ορειβατικοί σύλλογοι. Ναι μεν οι εταιρίες και οι σύλλογοι ωφελούνται από την τραχύτητα των μονοπατιών, διότι έτσι πουλάνε τα προϊόντα τους οι μεν και έχουν κόσμο οι δε, όμως για φαντάσου να πήγαινε η κάθε Κίτσα εκεί πάνω. Ας πάει κάπου αλλού να πετάξει τα σκουπίδια της. Στο κάτω-κάτω δεν μπορεί όλοι να τα κάνουμε όλα. Αυτοί που μπορούν ας ανεβαίνουν και αυτοί που δεν μπορούν ας πάνε για μπάνια στην αμμουδιά. Είναι λίγο βαριά αυτά που λέω, αφού κι εγώ έχω εκμεταλλευτεί βατούς δρόμους για να προσεγγίσω υπέροχα τοπία (π.χ. ΗΠΑ), όμως παντού υπάρχουν και μέρη που πάει μόνο ο καλά εξοπλισμένος και ασκημένος. Κι εγώ ήθελα να ανέβω στο Μύτικα αλλά δεν μπορούσα εκείνη τη φορά. Θα ασκηθώ (ελπίζω) περισσότερο και καλύτερα και θα ξαναπροσπαθήσω.
Κατά τις 08:30 ξεκινήσαμε την επιστροφή από το ίδιο μονοπάτι που ανεβήκαμε. Είχε σκεφτεί ο Γιώργος να πάμε από άλλη μεριά. Να πάμε από το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός και από εκεί για Πριόνια, αλλά για να δούμε τη θέα που λόγω νέφωσης δεν απολαύσαμε στην ανάβαση πήγαμε ξανά από τον ίδιο δρόμο. Κατάλαβα ότι προς το μεσημέρι έβγαζε σύννεφα (λόγω ίσως της εξάτμισης με τη λιακάδα) ενώ το πρωί είχε μια χαρά καθαρό ουρανό. Η επιστροφή μας μέχρι το αυτοκίνητο διήρκησε 5 ώρες. Δεν την κάναμε πολύ γρήγορα γιατί δεν βιαζόμασταν, αλλά λόγω της μεγάλης κατωφέρειας τα πόδια καταπονούνται πολύ και εγώ που είμαι αγύμναστος σχετικά είχα πρόβλημα. Δεν παραπονιόμουν όμως και φτάσαμε μια χαρά.
Φτάνοντας μεσημέρι στη Γκορτσιά πεινούσαμε και είπαμε να πάμε στα Πριόνια για φαγητό αλλά είχε τόσο κόσμο (Κυριακή γαρ) που κάναμε μεταβολή και φάγαμε σε κάποιο εστιατόριο πριν το Λιτόχωρο. Πολύ ωραίο ήταν και θέα είχαμε τον Θερμαϊκό.
Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε κατά τις 17:00 για να κάνομε ένα μπανάκι και να ετοιμάσω τα πράγματά μου για τη βραδινή πτήση στην Αθήνα. Μάλιστα κατά τις 19:00 κάναμε στην παραλία βόλτα για τέσσερα χιλιόμετρα. Αυτό ήταν το τελικό χτύπημα για τις γάμπες και τους μηρούς μου. Καλύτερα να μην το σκέφτομαι. Εκείνο που μένει είναι η ανάμνηση και οι σκέψεις για το πως θα ανέβω, και πότε, στην κορυφή και στα 2917 μέτρα.
Ουσιαστικά ήταν μια πολύ γρήγορη αναγνωριστική εκδρομή. Οι γνώστες και οι λάτρεις του βουνού απολαμβάνουν πολλά άλλα σημεία εκεί, που εγώ δεν τα ξέρω και ίσως κάποτε κάνω επισκέψεις σε μερικά από αυτά. Όμως είναι αλήθεια: Ο Όλυμπος είναι το βουνό των θεών. Ευτυχώς που και εμείς οι μικροί μπορούμε και ανεβαίνουμε.