Penelopa
New Member
- Μηνύματα
- 0
- Likes
- 0
- Επόμενο Ταξίδι
- Ρίγα
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αλάσκα
Τι λόγο μπορεί να έχει κάποιος να πάει στην Κρήτη μέσα στον Οκτώβριο, όταν έχει ήδη εξαντλήσει το μικρό καλοκαιράκι στα νησιά;
Ο υδράργυρος σκαρφαλωμένος ψηλά, μας δείχνει τα Λευκά Όρη σαν ιδανικό προορισμό για το Σαββατοκύριακο. Επιμένει. Η Κρητική κουζίνα βαραίνει στην επιλογή μας και η παρέα που μας περιμένει, μας καλωσορίζει.
Όταν φτάνουμε στη Σούδα γλυκοχαράζει, μέχρι τα Χανιά έχει ξημερώσει. Καλημερίζουμε το παλιό λιμάνι, φρεσκοστιλβωμένο παρκέ, που μας υποδέχεται αγουροξυπνημένο. Ένας καφές μάς είναι απαραίτητος και τον απολαμβάνουμε, περιμένοντας ν’ ανοίξει η αγορά, για να πάρουμε τα αγαπημένα μας καλιτσουνάκια. Πέρα από το φάρο, ο αδύναμος ακόμα ήλιος στέλνει τις ντροπαλές του κόρες, να φωτίσουν το ιδανικό σκηνικό που ξετυλίγεται μπροστά μας.
Σκηνή Α΄, λήψη 1η, πάμε: Ο νυσταγμένος κάπταιν έφτασε με το μηχανάκι του, αρχίζει ράθυμα να ξεδιπλώνει τη σκάλα του σκάφους- οι δουλειές έχουν κόψει τέτοια εποχή- και τοποθετεί στη θέση τους τις πινακίδες με τα δρομολόγια και τις τιμές, «Άλλος με τη βάρκα μας!».
Σκηνή Β΄, λήψη 1η, πάμε: Το γκρουπάκι με τους παχουλούς συνταξιούχους που περνάνε μπροστά μας δυο-δυο, τρεις-τρεις, χαρωποί και ροδοκόκκινοι, πηγαίνοντας ποιος ξέρει πού; «Ο τσιτσερόνε περιμένει στο Συντριβάνι».
Η ώρα περνάει, η αγορά ανοίγει, οι μυρωδιές και τα χρώματά της μας τυλίγουν, παίρνουμε τα καλιτσουνάκια και τις μπουγάτσες αγκαλιά να ’μαστε στο δρόμο προς την Αγ.Μαρίνα, ψάχνοντας το ξενοδοχείο, που έχουμε ήδη κλείσει από το διαδίκτυο. Φανταζόμαστε ότι θα ‘μαστε μόνες, ανάμεσα σε συνταξιούχους σαν αυτούς που συναντήσαμε να κάνουν τον πρωϊνό τους περίπατο στο παλιό λιμάνι. Έχει μεσημεριάσει κι αποφασίζουμε, να μην αφήσουμε το μαύρισμα να μας φύγει και να επωφεληθούμε από τη ζεστή θάλασσα. «Καλέ πόσος κόσμος κάνει ηλιοθεραπεία; Που βρέθηκαν όλοι αυτοί οι απόγονοι του Ιβάν του Τρομερού εδώ κάτω;».
Σιγά-σιγά προσαρμοστήκαμε στο περιβάλλον του ξενοδοχείου και καταλάβαμε ότι όλοι εκεί, τουρίστες και προσωπικό είχαν κοινό παρονομαστή τους τη χαρούμενη διάθεση και ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο τα αγγλικά: η Σουσίλα από την Ταϋλάνδη, ο Φρεντερίκ από τη Γαλλία, ο Μάικλ από το Πόρτσμουθ, η Λένα από κάπου αλλού, ο Βόιτσεκ από πιο μακριά, κι άλλοι...κι άλλοι...
Την άλλη μέρα ξεκινάμε για μια βόλτα στον Αποκόρωνα και τα γραφικά χωριά του. Μας μένουν οι καλύτερες εντυπώσεις.
Στο Κόκκινο χωριό, γυάλινα αντικείμενα καθημερινής χρήσης στριμώχνονται στην αυλή ενός εργοστασίου φυσητού γυαλιού, περιμένοντας να γίνουν αντικείμενα τέχνης. Δυο τεχνίτες με μαγικές ικανότητες, από την Κεντρική Ευρώπη, βάζουν το γυαλί στο φούρνο να πυρώσει και το παρακολουθούν μέχρι να γίνει μια κόκκινη μάζα. Ένας μακρύς κούφιος σωλήνας τους βοηθάει να βγάλουν έξω από το φούρνο ένα κομμάτι φωτιάς, μια εκτυφλωτικά λαμπυρίζουσα κατακόκκινη μπάλα. Ανάλογα με το σχήμα που θέλουν να της δώσουν, άλλοτε φυσάνε και άλλοτε ρουφάνε μέσα του. Το γυαλί αλλάζει χρώμα, οι μαέστροι κουνάνε τους σωλήνες τους πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, μέχρι να μεγαλώσει η μπάλα τους και να αλλάξει σχήμα. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μέχρι να κατασκευαστούν αντικείμενα μικρά ή μεγάλα, χρηστικά ή διακοσμητικά, που θα βρουν μια θέση στο εκθετήριο του εργοστασίου κι από ‘κει θα διαλεχτούν για να στολίσουν προσωπικούς χώρους.
Στο Βάμο χαζεύουμε τα παραδοσιακά του κτίσματα, χανόμαστε στα καλντερίμια του. Το βλέμμα μας μαγνητίζουν οι ρολογιές, τα αναρριχητικά φυτά που στολίζουν τις αυλές των σπιτιών. Τα λουλούδια τους μοιάζουν με ρολόγια και ζουν μόνο μια μέρα. Σε άλλες περιοχές τα λένε λουλούδια του πάθους, γιατί συμβολίζουν τα πάθη του Χριστού, καθώς τα πέντε πέταλα και τα πέντε σέπαλα παρομοιάζονται τους δέκα Αποστόλους, τα εσωτερικά μωβ πέταλα το ακάνθινο στεφάνι, οι πέντε στήμονες τις πληγές και το στίγμα του ύπερου τα καρφιά.
Ένας καφές στη χόβολη, μια μαλοτήρα-για όσους έχουν ευαίσθητο στομάχι-ή εναλλακτικά μια ρακή θα μας παρασύρουν, οδηγώντας όλο και πιο ψηλά τις γαστριμαργικές μας αναζητήσεις. Περνάμε από τα γραφικά χωριά Νίππος και Τζιτζιφέ, όπου όλες οι ταβέρνες είναι γεμάτες. Αφού ο καιρός ακόμα το επιτρέπει, καθόμαστε έξω στη βεράντα που ομορφαίνουν οι τζιτζιφιές και ένας παλιός αποστακτήρας για τσίπουρο. Παραγγέλνουμε ότι έχει το μαγαζί, θέλοντας να τα δοκιμάσουμε όλα. Οι μεγάλες παρέες προσφέρονται γι’ αυτό. Πάνω στο τραπέζι μας παρελαύνουν σταμναγκάθι, χόρτα τσιγαριαστά, μανιτάρια ψητά, στάκα σε μερίδες, λαχανοντολμάδες, απάκι, λουκάνικα όλο κρέας χωρίς ίχνος λίπους, κόκκορας κοκκινιστός και στο τέλος αρνί αντικρυστό, ψημένο σε αυτοσχέδιο φούρνο: ένα βαρέλι κομμένο στη μέση, γεμάτο κάρβουνα, με καρφιά γύρω-γύρω όπου το κρέας σιγοψήνεται. Τι άλλο να ζητήσεις παρεκτός μια ακόμα ρακή..
Στις Βρύσες οι αναζητήσεις συνεχίζονται. Ένα ακόμα καφεδάκι συνοδεύει το γαλακτομπούρεκό μας, δίπλα στα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά με τις πάπιες να κυνηγιούνται ανάμεσα στα ψωμάκια που τους πετάμε. Πριν φύγουμε παίρνουμε από το τυροκομιό μυζήθρες και γραβιέρες, παραγγελίες της τελευταίας στιγμής από αυτούς που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν. Αφήνουμε πίσω μας το Φρε, όπου γυρίστηκε η ταινία «Πρώτη φορά νονός», κατηφορίζοντας για τα Χανιά. Τα αποχαιρετάμε μ’ ένα ουζάκι στο παλιό λιμάνι, μαγεμένοι από το σούρουπο, που ξεπροβοδίζει τη μέρα στο μωβ του κατώφλι και τη βάζει στην άσπρη της άμαξα.
Να μη ξεχάσουμε να πάρουμε φεύγοντας λυχναράκια, ανεβατά και ξεροτήγανα..!!
Ο υδράργυρος σκαρφαλωμένος ψηλά, μας δείχνει τα Λευκά Όρη σαν ιδανικό προορισμό για το Σαββατοκύριακο. Επιμένει. Η Κρητική κουζίνα βαραίνει στην επιλογή μας και η παρέα που μας περιμένει, μας καλωσορίζει.
Όταν φτάνουμε στη Σούδα γλυκοχαράζει, μέχρι τα Χανιά έχει ξημερώσει. Καλημερίζουμε το παλιό λιμάνι, φρεσκοστιλβωμένο παρκέ, που μας υποδέχεται αγουροξυπνημένο. Ένας καφές μάς είναι απαραίτητος και τον απολαμβάνουμε, περιμένοντας ν’ ανοίξει η αγορά, για να πάρουμε τα αγαπημένα μας καλιτσουνάκια. Πέρα από το φάρο, ο αδύναμος ακόμα ήλιος στέλνει τις ντροπαλές του κόρες, να φωτίσουν το ιδανικό σκηνικό που ξετυλίγεται μπροστά μας.
Σκηνή Α΄, λήψη 1η, πάμε: Ο νυσταγμένος κάπταιν έφτασε με το μηχανάκι του, αρχίζει ράθυμα να ξεδιπλώνει τη σκάλα του σκάφους- οι δουλειές έχουν κόψει τέτοια εποχή- και τοποθετεί στη θέση τους τις πινακίδες με τα δρομολόγια και τις τιμές, «Άλλος με τη βάρκα μας!».
Σκηνή Β΄, λήψη 1η, πάμε: Το γκρουπάκι με τους παχουλούς συνταξιούχους που περνάνε μπροστά μας δυο-δυο, τρεις-τρεις, χαρωποί και ροδοκόκκινοι, πηγαίνοντας ποιος ξέρει πού; «Ο τσιτσερόνε περιμένει στο Συντριβάνι».
Η ώρα περνάει, η αγορά ανοίγει, οι μυρωδιές και τα χρώματά της μας τυλίγουν, παίρνουμε τα καλιτσουνάκια και τις μπουγάτσες αγκαλιά να ’μαστε στο δρόμο προς την Αγ.Μαρίνα, ψάχνοντας το ξενοδοχείο, που έχουμε ήδη κλείσει από το διαδίκτυο. Φανταζόμαστε ότι θα ‘μαστε μόνες, ανάμεσα σε συνταξιούχους σαν αυτούς που συναντήσαμε να κάνουν τον πρωϊνό τους περίπατο στο παλιό λιμάνι. Έχει μεσημεριάσει κι αποφασίζουμε, να μην αφήσουμε το μαύρισμα να μας φύγει και να επωφεληθούμε από τη ζεστή θάλασσα. «Καλέ πόσος κόσμος κάνει ηλιοθεραπεία; Που βρέθηκαν όλοι αυτοί οι απόγονοι του Ιβάν του Τρομερού εδώ κάτω;».
Σιγά-σιγά προσαρμοστήκαμε στο περιβάλλον του ξενοδοχείου και καταλάβαμε ότι όλοι εκεί, τουρίστες και προσωπικό είχαν κοινό παρονομαστή τους τη χαρούμενη διάθεση και ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο τα αγγλικά: η Σουσίλα από την Ταϋλάνδη, ο Φρεντερίκ από τη Γαλλία, ο Μάικλ από το Πόρτσμουθ, η Λένα από κάπου αλλού, ο Βόιτσεκ από πιο μακριά, κι άλλοι...κι άλλοι...
Την άλλη μέρα ξεκινάμε για μια βόλτα στον Αποκόρωνα και τα γραφικά χωριά του. Μας μένουν οι καλύτερες εντυπώσεις.
Στο Κόκκινο χωριό, γυάλινα αντικείμενα καθημερινής χρήσης στριμώχνονται στην αυλή ενός εργοστασίου φυσητού γυαλιού, περιμένοντας να γίνουν αντικείμενα τέχνης. Δυο τεχνίτες με μαγικές ικανότητες, από την Κεντρική Ευρώπη, βάζουν το γυαλί στο φούρνο να πυρώσει και το παρακολουθούν μέχρι να γίνει μια κόκκινη μάζα. Ένας μακρύς κούφιος σωλήνας τους βοηθάει να βγάλουν έξω από το φούρνο ένα κομμάτι φωτιάς, μια εκτυφλωτικά λαμπυρίζουσα κατακόκκινη μπάλα. Ανάλογα με το σχήμα που θέλουν να της δώσουν, άλλοτε φυσάνε και άλλοτε ρουφάνε μέσα του. Το γυαλί αλλάζει χρώμα, οι μαέστροι κουνάνε τους σωλήνες τους πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, μέχρι να μεγαλώσει η μπάλα τους και να αλλάξει σχήμα. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μέχρι να κατασκευαστούν αντικείμενα μικρά ή μεγάλα, χρηστικά ή διακοσμητικά, που θα βρουν μια θέση στο εκθετήριο του εργοστασίου κι από ‘κει θα διαλεχτούν για να στολίσουν προσωπικούς χώρους.
Στο Βάμο χαζεύουμε τα παραδοσιακά του κτίσματα, χανόμαστε στα καλντερίμια του. Το βλέμμα μας μαγνητίζουν οι ρολογιές, τα αναρριχητικά φυτά που στολίζουν τις αυλές των σπιτιών. Τα λουλούδια τους μοιάζουν με ρολόγια και ζουν μόνο μια μέρα. Σε άλλες περιοχές τα λένε λουλούδια του πάθους, γιατί συμβολίζουν τα πάθη του Χριστού, καθώς τα πέντε πέταλα και τα πέντε σέπαλα παρομοιάζονται τους δέκα Αποστόλους, τα εσωτερικά μωβ πέταλα το ακάνθινο στεφάνι, οι πέντε στήμονες τις πληγές και το στίγμα του ύπερου τα καρφιά.
Ένας καφές στη χόβολη, μια μαλοτήρα-για όσους έχουν ευαίσθητο στομάχι-ή εναλλακτικά μια ρακή θα μας παρασύρουν, οδηγώντας όλο και πιο ψηλά τις γαστριμαργικές μας αναζητήσεις. Περνάμε από τα γραφικά χωριά Νίππος και Τζιτζιφέ, όπου όλες οι ταβέρνες είναι γεμάτες. Αφού ο καιρός ακόμα το επιτρέπει, καθόμαστε έξω στη βεράντα που ομορφαίνουν οι τζιτζιφιές και ένας παλιός αποστακτήρας για τσίπουρο. Παραγγέλνουμε ότι έχει το μαγαζί, θέλοντας να τα δοκιμάσουμε όλα. Οι μεγάλες παρέες προσφέρονται γι’ αυτό. Πάνω στο τραπέζι μας παρελαύνουν σταμναγκάθι, χόρτα τσιγαριαστά, μανιτάρια ψητά, στάκα σε μερίδες, λαχανοντολμάδες, απάκι, λουκάνικα όλο κρέας χωρίς ίχνος λίπους, κόκκορας κοκκινιστός και στο τέλος αρνί αντικρυστό, ψημένο σε αυτοσχέδιο φούρνο: ένα βαρέλι κομμένο στη μέση, γεμάτο κάρβουνα, με καρφιά γύρω-γύρω όπου το κρέας σιγοψήνεται. Τι άλλο να ζητήσεις παρεκτός μια ακόμα ρακή..
Στις Βρύσες οι αναζητήσεις συνεχίζονται. Ένα ακόμα καφεδάκι συνοδεύει το γαλακτομπούρεκό μας, δίπλα στα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά με τις πάπιες να κυνηγιούνται ανάμεσα στα ψωμάκια που τους πετάμε. Πριν φύγουμε παίρνουμε από το τυροκομιό μυζήθρες και γραβιέρες, παραγγελίες της τελευταίας στιγμής από αυτούς που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν. Αφήνουμε πίσω μας το Φρε, όπου γυρίστηκε η ταινία «Πρώτη φορά νονός», κατηφορίζοντας για τα Χανιά. Τα αποχαιρετάμε μ’ ένα ουζάκι στο παλιό λιμάνι, μαγεμένοι από το σούρουπο, που ξεπροβοδίζει τη μέρα στο μωβ του κατώφλι και τη βάζει στην άσπρη της άμαξα.
Να μη ξεχάσουμε να πάρουμε φεύγοντας λυχναράκια, ανεβατά και ξεροτήγανα..!!