:xmas_biggrin: Χριστούγεννα 2006. Τρία άτομα, ένα ζευγάρι δηλαδή (εμείς) και ένας φίλος ξεκινήσαμε για Πορτογαλία. Θα μέναμε δέκα μέρες σε κάποιους φίλους εκεί, που τους είχαν γνωρίσει τα αγόρια της παρέας σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα και τους είχαμε φιλοξενήσει το περασμένο καλοκαίρι στη Χαλκιδική.
Ξεκινάμε λοιπόν από Θεσσαλονίκη και μέσω Μιλάνου βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας με τις βαλίτσες ευτυχώς να μας περιμένουν στην έξοδο (γιατί με την Αλιτάλια όσο να πεις ένα φόβο τον έχεις). Βγαίνουμε από την παραλαβή αποσκευών οπού μας αναμένει ένα τσούρμο γελαστών ανθρώπων. Είχαν έρθει με τρία αυτοκίνητα δέκα περίπου άτομα, οι πέντε φίλοι που ξέραμε και άλλοι τόσοι άσχετοι να μας προϋπαντήσουν. Όπως καταλάβαμε και τις επόμενες μέρες ήμασταν η ατραξιόν της παρέας (οι τρελοί Έλληνες τουρίστες!)
Η ξενάγηση ξεκινάει από το πρώτο λεπτό. Πτώματα εμείς, θέλαμε τα βασικά, να βγάλουμε παπουτσάκια, να τακτοποιηθούμε, να φάμε κάτι και να βγούμε μετά, αλλά αυτοί είχαν άλλα σχέδια και ξεκίνησαν δυναμικά! Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την πρώτη μέρα, μονό ότι μας πήγαν στο πιο δυτικό σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης (που φυσούσε τρελά), ότι ο φίλος μας οδηγούσε μέσα από ένα δρόμο στο δάσος σαν τρελός και σκεφτόμουν ότι ο, τι είδα είδα από την Πορτογαλία, αυτό ήταν, δεύτε τελευταίων ασπασμών και ότι, όταν επιτελούς φτάσαμε σπίτι και φάγαμε (μια πεντανόστιμη πράσινη σούπα, σπεσιαλιτέ της περιοχής), ένιωθα τρισευτυχισμένη.
Το πρώτο πολιτιστικό σοκ βεβαία ήρθε αργότερα, όταν πήγαμε στο σπίτι που θα μέναμε. Ήταν μια τεράστια τριώροφη μονοκατοικία, που όταν δεν τη νοίκιαζαν την είχαν για ξενώνα! Μπαίνουμε μέσα και συνειδητοποιώ ότι έχει ένα κάποιο κρύο. Γυρνάω και λέω στην κοπέλα που μας φιλοξενούσε να ανάψουμε τα καλοριφέρ. ‘Α, δεν έχουμε’, λέει, ‘θα ανάψουμε το τζάκι’. Ε, λοιπόν, το πιστεύετε ή όχι, ολόκληρο εκείνο το σπίτι είχε για μόνη θέρμανση ένα τζάκι στο σαλόνι, το οποίο φυσικά δεν μπορούσε να ζεστάνει τίποτα. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι έπρεπε να έχω πάρει την ηλεκτρική κουβέρτα μαζί μου... Τότε κατάλαβα και τη χρήση των Αζουλέζους. (Αζουλέζους είναι τα πλακάκια που καλύπτουν τους τοίχους στα σπίτια στην Πορτογαλία μέχρι τη μέση σχεδόν, γιατί αλλιώς θα πιάνανε μούχλα από την υγρασία!). Γενικά η θέρμανση είναι ένα πονεμένο θέμα στη χωρά αυτή. Σε κανένα από τα σπίτια και τα διαμερίσματα που πήγαμε δεν υπήρχε καλοριφέρ. Όλα είχαν ένα τζάκι και τίποτε άλλο. Ακόμα και τα περισσότερα καφέ και τα εστιατόρια ήταν παγωμένα. Στους κρυουλιάρηδες σαν εμένα προτείνω ένα ταξίδι κατά την άνοιξη ή το καλοκαίρι, που θα έχει ζεστάνει λίγο.
Τις επόμενες μέρες τις αφιερώσαμε στην Λισαβόνα και τα περίχωρα. Πήγαμε στο Κασκάις, οπού ήταν το πατρικό της φίλης μας, στη Σίντρα, οπού έμενε ένα άλλο ζευγάρι, και βέβαια γυρίσαμε και τη Λισαβόνα που έμεναν οι υπόλοιποι. Ως εκ θαύματος οπού και να πηγαίναμε βρίσκαμε γνωστούς (από την τεραστία παρέα των φιλών μας). Είχαμε την αίσθηση ότι α) η Λισαβόνα είναι ένα μεγάλο χωριό και β) ότι κανείς από την παρέα δεν δούλευε, αφού ήταν όλη μέρα έξω (ο φίλος μου τους έλεγε «οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»!).
Η πόλη μια κούκλα. Έχει τα πάντα. Κάστρα, κτίρια, πάρκα, παραλίες, μνημεία, εκκλησίες, πεζόδρομους, παραδοσιακά σοκάκια, παλιά τραμ, καραβάκια, κήπους, τα πάντα! Μου ήταν δύσκολο να το δεκτώ, αλλά οι Πορτογάλοι, αν και πιο φτωχοί υποτίθεται από τους Έλληνες, είχαν κάνει τεραστία πρόοδο και έμοιαζαν με δυτικοευρωπαϊκό κράτος. Οι άνθρωποι ζεστοί, φιλόξενοι, ειλικρινείς, ευγενικοί. Προσπαθούσαν συνεχώς να μας ικανοποιήσουν, να μας κάνουν να περάσουμε καλά. Μιλούσαν με πάθος για τη χώρα τους, χωρίς ποτέ να κοκορεύονται, αναφέροντας τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας και τα προβλήματα που τώρα αντιμετωπίζουν. Δεν περηφανευόταν για τίποτα (ενώ θα μπορούσαν να το κάνουν για πολλά). Μάλιστα τους είχε κάνει εντύπωση που στην Ελλάδα υπήρχε τραγούδι με στίχο Like here nowhere (Μαζωνάκης, το άκουγαν το καλοκαίρι στο ραδιόφωνο και φυσικά μας κορόιδευαν!)
Αργότερα επισκεφτήκαμε το Πόρτο και την Κοιμπρα. Όμορφες πόλεις και οι δυο και όχι ιδιαίτερα τουριστικές. Ταξιδέψαμε με ένα απίθανο γρήγορο και άνετο τρένο και οπού ρωτούσαμε οι άνθρωποι ήταν απίστευτα εξυπηρετικοί. Κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβουν τα ισπανικά με τα οποία προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε. Η παλιά πόλη του Πόρτο προστατεύεται από την Ουνεσκο, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχει μια εικόνα εγκατάλειψης. Η Κοιμπρα είναι πανεπιστημιούπολη και το ομορφότερο αξιοθέατο της είναι ένα πάρκο της Πορτογαλίας σε μινιατούρα (βλ. θεματικά πάρκα του κόσμου).
Γυρνώντας από την εκδρομούλα μας λέμε θα γνωρίσουμε και τη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας (μέχρι τότε τη βγάζαμε σε σπίτια). Πάμε, λέμε, να ακούσουμε Φάντου. Οι φίλοι μας γελούσανε, τους φαινόταν λίγο παλιομοδίτικο (φαντάζομαι σαν τις καντάδες τις δικές μας[, αλλά ήταν πρόθυμοι να μας προτείνουν μέρη. Εμείς θέλαμε να ακούσουμε την πιο διάσημη, όπως έλεγε ο οδηγός μας, τραγουδίστρια Φάντου στην Πορτογαλία, την Αρτζεντίνα Σάντους (ούτε που την είχαν ακουστά-τρελή απατή ο οδηγός!). Τέλος πάντων καταλήξαμε σε ένα εστιατόριο με μουσική, εγώ προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα, αλλά γούστα είναι αυτά. Μετά συνεχίσαμε στη Μαρία Κασούσα, το αγαπημένο μπαρ της παρέας, οπού οι περισσότεροι παίρνουν το ποτό και κάθονται έξω (είπαμε, το κρύο δεν τους απασχολεί). Γενικά οι συνοικίες Μπάιρου Αλτου και Μπαισα γεμίζουν κόσμο στα σοκάκια τους τα βραδιά. Δεν είναι τόσο κυριλέ η διασκέδαση όσο εδώ, είναι όλοι πιο χαλαροί. Η βραδιά τελείωσε με πέρασμα από το Bedroom, ένα κλαμπ που αντί για σκαμπό και καναπέδες είχε κανονικά κρεβάτια (ό,τι πρέπει για μένα που εκτός από κρυουλιάρα νυστάζω και νωρίς!)
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ήταν το καλύτερο. Μαζευτήκαμε γύρω στα 20-30 άτομα στο ισόγειο του σπιτιού, όλοι καλοντυμένοι και καλοχτενισμένοι (ένας φίλος κομμωτής χτένιζε από το απόγευμα αγόρια και κορίτσια). Ο καθένας είχε μαγειρέψει ή είχε φέρει από κάτι (εγώ έκανα παστιτσάκι), τα ποτά ρεφενέ (από μπίρες μέχρι καιπιρίνια φράουλα με αληθινές φράουλες στο καταχείμωνο), κεριά, μαξιλάρια και φωτάκια παντού και το κλού της βραδιάς: Καραόκε! Δεν μπορώ να σας πω πόσο διασκέδασα εκείνο το βραδύ. Χορεύαμε μέχρι το πρωί και στο τέλος αποσυρθήκαμε εμείς στα δωμάτια και οι υπόλοιποι στα στρώματα που είχαν τοποθετηθεί σε όλο το σπίτι. Το άλλο πρωί κόψαμε και Βασιλόπιτα (είχαμε φέρει μαζί μας), αλλά το φλουρί το έτυχε ο άλλος Έλληνας της παρέας, οπότε οι Πορτογάλοι θεώρησαν το έθιμο σικέ και δεν ενθουσιαστήκαν!
Φύγαμε από την Πορτογαλία κρυωμένοι, αλλά με τις καλύτερες εντυπώσεις. Η παρέα μας επισκέφτηκε πάλι το επόμενο καλοκαίρι (2007) και περάσαμε και πάλι τέλεια (στη Θάσο αυτή τη φορά και με ζέστη). Τις εμπειρίες από αυτό το ταξίδι σε μια επόμενη ιστορία…
Ξεκινάμε λοιπόν από Θεσσαλονίκη και μέσω Μιλάνου βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας με τις βαλίτσες ευτυχώς να μας περιμένουν στην έξοδο (γιατί με την Αλιτάλια όσο να πεις ένα φόβο τον έχεις). Βγαίνουμε από την παραλαβή αποσκευών οπού μας αναμένει ένα τσούρμο γελαστών ανθρώπων. Είχαν έρθει με τρία αυτοκίνητα δέκα περίπου άτομα, οι πέντε φίλοι που ξέραμε και άλλοι τόσοι άσχετοι να μας προϋπαντήσουν. Όπως καταλάβαμε και τις επόμενες μέρες ήμασταν η ατραξιόν της παρέας (οι τρελοί Έλληνες τουρίστες!)
Η ξενάγηση ξεκινάει από το πρώτο λεπτό. Πτώματα εμείς, θέλαμε τα βασικά, να βγάλουμε παπουτσάκια, να τακτοποιηθούμε, να φάμε κάτι και να βγούμε μετά, αλλά αυτοί είχαν άλλα σχέδια και ξεκίνησαν δυναμικά! Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την πρώτη μέρα, μονό ότι μας πήγαν στο πιο δυτικό σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης (που φυσούσε τρελά), ότι ο φίλος μας οδηγούσε μέσα από ένα δρόμο στο δάσος σαν τρελός και σκεφτόμουν ότι ο, τι είδα είδα από την Πορτογαλία, αυτό ήταν, δεύτε τελευταίων ασπασμών και ότι, όταν επιτελούς φτάσαμε σπίτι και φάγαμε (μια πεντανόστιμη πράσινη σούπα, σπεσιαλιτέ της περιοχής), ένιωθα τρισευτυχισμένη.
Το πρώτο πολιτιστικό σοκ βεβαία ήρθε αργότερα, όταν πήγαμε στο σπίτι που θα μέναμε. Ήταν μια τεράστια τριώροφη μονοκατοικία, που όταν δεν τη νοίκιαζαν την είχαν για ξενώνα! Μπαίνουμε μέσα και συνειδητοποιώ ότι έχει ένα κάποιο κρύο. Γυρνάω και λέω στην κοπέλα που μας φιλοξενούσε να ανάψουμε τα καλοριφέρ. ‘Α, δεν έχουμε’, λέει, ‘θα ανάψουμε το τζάκι’. Ε, λοιπόν, το πιστεύετε ή όχι, ολόκληρο εκείνο το σπίτι είχε για μόνη θέρμανση ένα τζάκι στο σαλόνι, το οποίο φυσικά δεν μπορούσε να ζεστάνει τίποτα. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι έπρεπε να έχω πάρει την ηλεκτρική κουβέρτα μαζί μου... Τότε κατάλαβα και τη χρήση των Αζουλέζους. (Αζουλέζους είναι τα πλακάκια που καλύπτουν τους τοίχους στα σπίτια στην Πορτογαλία μέχρι τη μέση σχεδόν, γιατί αλλιώς θα πιάνανε μούχλα από την υγρασία!). Γενικά η θέρμανση είναι ένα πονεμένο θέμα στη χωρά αυτή. Σε κανένα από τα σπίτια και τα διαμερίσματα που πήγαμε δεν υπήρχε καλοριφέρ. Όλα είχαν ένα τζάκι και τίποτε άλλο. Ακόμα και τα περισσότερα καφέ και τα εστιατόρια ήταν παγωμένα. Στους κρυουλιάρηδες σαν εμένα προτείνω ένα ταξίδι κατά την άνοιξη ή το καλοκαίρι, που θα έχει ζεστάνει λίγο.
Τις επόμενες μέρες τις αφιερώσαμε στην Λισαβόνα και τα περίχωρα. Πήγαμε στο Κασκάις, οπού ήταν το πατρικό της φίλης μας, στη Σίντρα, οπού έμενε ένα άλλο ζευγάρι, και βέβαια γυρίσαμε και τη Λισαβόνα που έμεναν οι υπόλοιποι. Ως εκ θαύματος οπού και να πηγαίναμε βρίσκαμε γνωστούς (από την τεραστία παρέα των φιλών μας). Είχαμε την αίσθηση ότι α) η Λισαβόνα είναι ένα μεγάλο χωριό και β) ότι κανείς από την παρέα δεν δούλευε, αφού ήταν όλη μέρα έξω (ο φίλος μου τους έλεγε «οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»!).
Η πόλη μια κούκλα. Έχει τα πάντα. Κάστρα, κτίρια, πάρκα, παραλίες, μνημεία, εκκλησίες, πεζόδρομους, παραδοσιακά σοκάκια, παλιά τραμ, καραβάκια, κήπους, τα πάντα! Μου ήταν δύσκολο να το δεκτώ, αλλά οι Πορτογάλοι, αν και πιο φτωχοί υποτίθεται από τους Έλληνες, είχαν κάνει τεραστία πρόοδο και έμοιαζαν με δυτικοευρωπαϊκό κράτος. Οι άνθρωποι ζεστοί, φιλόξενοι, ειλικρινείς, ευγενικοί. Προσπαθούσαν συνεχώς να μας ικανοποιήσουν, να μας κάνουν να περάσουμε καλά. Μιλούσαν με πάθος για τη χώρα τους, χωρίς ποτέ να κοκορεύονται, αναφέροντας τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας και τα προβλήματα που τώρα αντιμετωπίζουν. Δεν περηφανευόταν για τίποτα (ενώ θα μπορούσαν να το κάνουν για πολλά). Μάλιστα τους είχε κάνει εντύπωση που στην Ελλάδα υπήρχε τραγούδι με στίχο Like here nowhere (Μαζωνάκης, το άκουγαν το καλοκαίρι στο ραδιόφωνο και φυσικά μας κορόιδευαν!)
Αργότερα επισκεφτήκαμε το Πόρτο και την Κοιμπρα. Όμορφες πόλεις και οι δυο και όχι ιδιαίτερα τουριστικές. Ταξιδέψαμε με ένα απίθανο γρήγορο και άνετο τρένο και οπού ρωτούσαμε οι άνθρωποι ήταν απίστευτα εξυπηρετικοί. Κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβουν τα ισπανικά με τα οποία προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε. Η παλιά πόλη του Πόρτο προστατεύεται από την Ουνεσκο, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχει μια εικόνα εγκατάλειψης. Η Κοιμπρα είναι πανεπιστημιούπολη και το ομορφότερο αξιοθέατο της είναι ένα πάρκο της Πορτογαλίας σε μινιατούρα (βλ. θεματικά πάρκα του κόσμου).
Γυρνώντας από την εκδρομούλα μας λέμε θα γνωρίσουμε και τη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας (μέχρι τότε τη βγάζαμε σε σπίτια). Πάμε, λέμε, να ακούσουμε Φάντου. Οι φίλοι μας γελούσανε, τους φαινόταν λίγο παλιομοδίτικο (φαντάζομαι σαν τις καντάδες τις δικές μας[, αλλά ήταν πρόθυμοι να μας προτείνουν μέρη. Εμείς θέλαμε να ακούσουμε την πιο διάσημη, όπως έλεγε ο οδηγός μας, τραγουδίστρια Φάντου στην Πορτογαλία, την Αρτζεντίνα Σάντους (ούτε που την είχαν ακουστά-τρελή απατή ο οδηγός!). Τέλος πάντων καταλήξαμε σε ένα εστιατόριο με μουσική, εγώ προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα, αλλά γούστα είναι αυτά. Μετά συνεχίσαμε στη Μαρία Κασούσα, το αγαπημένο μπαρ της παρέας, οπού οι περισσότεροι παίρνουν το ποτό και κάθονται έξω (είπαμε, το κρύο δεν τους απασχολεί). Γενικά οι συνοικίες Μπάιρου Αλτου και Μπαισα γεμίζουν κόσμο στα σοκάκια τους τα βραδιά. Δεν είναι τόσο κυριλέ η διασκέδαση όσο εδώ, είναι όλοι πιο χαλαροί. Η βραδιά τελείωσε με πέρασμα από το Bedroom, ένα κλαμπ που αντί για σκαμπό και καναπέδες είχε κανονικά κρεβάτια (ό,τι πρέπει για μένα που εκτός από κρυουλιάρα νυστάζω και νωρίς!)
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ήταν το καλύτερο. Μαζευτήκαμε γύρω στα 20-30 άτομα στο ισόγειο του σπιτιού, όλοι καλοντυμένοι και καλοχτενισμένοι (ένας φίλος κομμωτής χτένιζε από το απόγευμα αγόρια και κορίτσια). Ο καθένας είχε μαγειρέψει ή είχε φέρει από κάτι (εγώ έκανα παστιτσάκι), τα ποτά ρεφενέ (από μπίρες μέχρι καιπιρίνια φράουλα με αληθινές φράουλες στο καταχείμωνο), κεριά, μαξιλάρια και φωτάκια παντού και το κλού της βραδιάς: Καραόκε! Δεν μπορώ να σας πω πόσο διασκέδασα εκείνο το βραδύ. Χορεύαμε μέχρι το πρωί και στο τέλος αποσυρθήκαμε εμείς στα δωμάτια και οι υπόλοιποι στα στρώματα που είχαν τοποθετηθεί σε όλο το σπίτι. Το άλλο πρωί κόψαμε και Βασιλόπιτα (είχαμε φέρει μαζί μας), αλλά το φλουρί το έτυχε ο άλλος Έλληνας της παρέας, οπότε οι Πορτογάλοι θεώρησαν το έθιμο σικέ και δεν ενθουσιαστήκαν!
Φύγαμε από την Πορτογαλία κρυωμένοι, αλλά με τις καλύτερες εντυπώσεις. Η παρέα μας επισκέφτηκε πάλι το επόμενο καλοκαίρι (2007) και περάσαμε και πάλι τέλεια (στη Θάσο αυτή τη φορά και με ζέστη). Τις εμπειρίες από αυτό το ταξίδι σε μια επόμενη ιστορία…
Attachments
-
118,4 KB Προβολές: 202