gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.518
- Likes
- 8.315
- Επόμενο Ταξίδι
- ????
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ημέρα 1η - Άφιξη, Istiklal, Galata
- Ημέρα 2η - Sultanahmet, Ιππόδρομος Ιουστινιανού, Τοπ Καπί
- Ημέρα 3 – Αγιά Σοφιά, Βόσπορος, Αιγυπτιακή αγορά
- Ημέρα 4 – Fener, Πατριαρχείο, Balat, Dolmabahçe, Ortaköy
- Ημέρα 5 – Κιστέρνα, Αρχαιολογικό Μουσείο, Kapali Carsi
- Ημέρα 6 – Πύργος του Γαλατά, Πλατεία Ταξίμ, Istiklal
- Επίλογος – Χρήσιμες πληροφορίες
Ημέρα 4 – Fener, Πατριαρχείο, Balat, Dolmabahçe, Ortaköy
Η επόμενη μέρα ήταν των Φώτων κι η παρέα θα χωριζόταν. Οι 2 θα πήγαιναν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και οι άλλοι τα ταξιδιωτικά. Για να πάμε στην περιοχή του πατριαρχείου πήραμε το λεωφορείο 55Τ και στην σύντομη διαδρομή που κάναμε γνωρίσαμε μια κυρία, υπάλληλο του ελληνικού προξενείου που μας μίλησε αμέσως μόλις άκουσε ελληνικά. Πολύ φιλική κι εξυπηρετική ανέλαβε να συνοδεύσει, όσο μπορούσε βέβαια, την Ε.Κ. και τον Α.Μ. στους χώρους του πατριαρχείου και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που γινόταν η λειτουργία. Για να προχωρήσουμε προς το πατριαρχείο και τα γύρω στενά περάσαμε από πολύ σοβαρό έλεγχο από την αστυνομία που είχε κατακλύσει κάθε στενό του Φαναριού.
Μπαίνοντας στον μικρό προαύλιο χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείο αντίκρισαν την πρόσοψη του ναού καθώς κι ένα μέρος του υπόλοιπου συμπλέγματος κτιρίων.
Η είσοδος στον συμπαθή, αλλά όχι εντυπωσιακό, ναό ήταν μαζική και η πρόσβαση, λόγω της ημέρας, όχι πλήρης. Στον ισόγειο κεντρικό χώρο συγκεντρώθηκαν κάθε λογής celebrities από την Πόλη κι από την Ελλάδα. Οι υπόλοιποι απλοί επισκέπτες, η πλέμπα δηλαδή, έπρεπε να παρακολουθήσει την λειτουργία από τους εξώστες.
Μετά το τέλος της λειτουργίας ακολούθησε ο αγιασμός των υδάτων στον Κεράτιο κόλπο, πολύ κοντά στο Πατριαρχείο. Εκεί, εκτός του πλήθους που ήταν από πρίν στην εκκλησία, υπήρχαν κι άλλοι που επέβαιναν σε 4-5 πλοία δίπλα στην προβλήτα του Fener. Η κοσμοσυρροή ήταν τέτοια που δεν ήταν δυνατό να δεις τα τεκταινόμενα της τελετής, όχι βέβαια ότι η διαδικασία του αγιασμού θα ήταν εδώ πρωτότυπη.
Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι 2, δηλαδή εγώ και η Ε.Ε., μπήκαμε στο καφέ Cafe Naftalin K για να πάρουμε με την ησυχία μας ένα καλό πρωινό. Το εν λόγω καφέ πέρα από την πολύ ωραία διακόσμησή του διέθετε κι ένα ακόμη ατού. Φιλοξενούσε μερικές πολύ φιλικές γάτες που είτε κοιμόντουσαν ακριβώς δίπλα στην ξυλόσομπα του μαγαζιού είτε γύριζαν από τραπέζι σε τραπέζι ψάχνοντας για χάδια.
Αφού χαλαρώσαμε αρκετά βγήκαμε για μια βόλτα στην γειτονιά. Είχε αρχίσει ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο με συνέπεια από την μια να μην κυκλοφορεί σχεδόν κανείς κι από την άλλη να γλιστρούν πολύ οι λιθόστρωτοι δρόμοι.
Φτάσαμε μέχρι το Renkli Merdivenler, ένα στενό ανηφορικό δρομάκι ”σκεπασμένο” με πολύχρωμες ομπρέλες που κανονικά είναι γεμάτο με κόσμο και εναλλακτικά μαγαζάκια αλλά εκείνη την μέρα ήταν εντελώς έρημο.
Σ’ αυτό το σημείο ξεκινούσε έντονη και γλιστερή ανηφόρα οπότε η Ε.Ε. με εγκατέλειψε. Άρχισα λοιπόν να ανηφορίζω μόνος προς την Μεγάλη του γένους σχολή φτάνοντας με αρκετό κόπο μπροστά στην είσοδο αυτού του πολύ εντυπωσιακού κτιρίου.
Αφού το περιεργάστηκα, συνέχισα την ανάβαση φτάνοντας κάποια στιγμή σε μια επίπεδη επιφάνεια βλέποντας από άλλη οπτική γωνία στην σχολή.
Διέσχισα μια πολύ ήσυχη περιοχή με όμορφα αν και όχι ιδιαίτερα φροντισμένα σπίτια,
κατευθυνόμενος προς την Μονή Παμμακαρίστου (Fethiye Camii) που ήταν κλειστή και περιφραγμένη με ψηλό τοίχο.
Συνέχισα λίγο την βόλτα μου σε μια περιοχή όπου απουσίαζαν πλήρως οι τουρίστες ενώ περίσσευαν οι πιο κλασικοί μουσουλμάνοι κάτοικοι, οι κλασικές μαντίλες και τα μικρά φτωχικά μαγαζιά κι εστιατόρια.
Μετά πήρα να κατηφορίζω κατευθυνόμενος προς την όμορφη περιοχή του Balat. Γρήγορα άρχισαν να εμφανίζονται τα ξεχωριστά χρωματιστά σπίτια στα ωραία σοκάκια της περιοχής, συχνά αναμεμειγμένα με άλλα ασυντήρητα αλλά εξίσου όμορφα.
Όταν δε έφτασα στον κεντρικό δρόμο της περιοχής (Kiremit Caddesi) όπου βρίσκονται τα πιο καλοσυντηρημένα κτίρια έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
Ξανά στα “πεδινά” συναντηθήκαμε με την Ε.Ε., κοντά στο τζαμί Tahta Minare, και μπήκαμε σ’ ένα τοπικό φούρνο για να απολαύσουμε το τσαγάκι μας, νιώθοντας κάπως σαν ντόπιοι.
Σε λίγο έφτασαν κι οι άλλοι 2, τσίμπησαν κι εκείνοι το κάτιτίς τους και αποφασίσαμε επιτέλους να συνεχίσουμε την περιήγησή μας στην Πόλη. Εξάλλου, μ’ αυτά και με τ’ άλλα, η ώρα είχε φτάσει 14:30 κι είχαμε ακόμη πολλά να κάνουμε.
Έτσι πήραμε 2 λεωφορεία για να φτάσουμε στο Παλάτι Dolmabahçe, με κάποια δυσκολία και αρκετή καθυστέρηση, λόγω της κίνησης που είχε η πόλη Παρασκευή μεσημέρι. Χρειάστηκε να περπατήσουμε κιόλας καθώς η στάση δεν ήταν βολική περνώντας κι από μια δευτερεύουσα πύλη του παλατιού που φυσικά ήταν κλειστή. Σκεφτήκαμε πως αν είναι έτσι η πλαϊνή πύλη πως θα είναι η μπροστινή;
Φτάσαμε σχεδόν στο ομώνυμο τζαμί για να μπορέσουμε να πάρουμε τον εσωτερικό δρόμο για την είσοδο του παλατιού και αντικρίσαμε τον Πύργο του Ρολογιού του Ντολμά Μπαχτσέ.
Μπροστά μας ανοιγόταν ένας πλατύς χώρος που στο τέλος του ήταν η ιδιαίτερα εντυπωσιακή κύρια πύλη. Κοιτάζοντας πίσω απ’ αυτήν έβλεπες κι άλλη μια πύλη ενώ στο βάθος διακρινόταν το κυρίως κτίριο.
Στο ταμείο είδαμε πως το κόστος ήταν ιδιαίτερα αλμυρό (450 TL) και σε συνδυασμό με την σκέψη πως αν μπαίναμε μέσα θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον 2-3 ώρες οπότε δεν θα προλαβαίναμε να πάμε μέχρι το Ortaköy, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε άλλο.
Αρκεστήκαμε λοιπόν σε μερικές φωτογραφίες και μια σύντομη βόλτα στο πάρκο, δίπλα ακριβώς στο ακτή του Βοσπόρου.
Ξαναπήραμε το λεωφορείο και σε λίγο φτάσαμε στην περιοχή με 2 βασικούς στόχους. Να δούμε το ξεχωριστό τζαμί που είχαμε “σταμπάρει” από την βόλτα με το πλοίο και να δοκιμάσουμε την γεμιστή πατάτα Kumpir για την οποία είχαμε ακούσει πολλά.
Φτάνοντας μπήκαμε σε μια σχετικά γραφική γειτονιά με μικρά στενά και περπατήσαμε ως την πλατεία της δίπλα στην θάλασσα. Στην άκρη της πλατείας, σχεδόν μέσα στο νερό, υψωνόταν το τζαμί (Grand Mecidiye Mosque) ενώ τριγύρω, πολύς κόσμος, ντόπιοι και τουρίστες, το φωτογράφιζαν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, παρά τους μιναρέδες που το συνόδευαν, το κτίριο μου φάνηκε περισσότερο δυτικότροπο παρά κλασικό μουσουλμανικό.
Σε λίγο μπήκαμε στα στενά πάνω από το τζαμί όπου επικρατούσε ένας χαμός από κόσμο και εστιατόρια. Εμείς όμως κατευθυνθήκαμε προς μια μικρή πλατεία λίγο πιο πάνω που ήταν γεμάτη καντίνες που ετοίμαζαν και πουλούσαν Kumpir. Εγώ κι ε Ε.Ε. είχαμε κάποτε δοκιμάσει ένα αντίστοιχο έδεσμα στο Άμστερνταμ που μας είχε ενθουσιάσει και περιμέναμε κάτι αντίστοιχο. Οποία απογοήτευση! Παρόλο που το Kumpir εμφανισιακά έμοιαζε με το συγγενικό του ολλανδικό, απείχε παρασάγγας από εκείνο σε γεύση και ποιότητα.
Με αυτά και με τα άλλα όμως είχε αρχίσει να νυχτώνει κι έτσι πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Σταθήκαμε για λίγο στο ξενοδοχείο για μερικές ανάσες και κατεβαίνοντας αργότερα πιάσαμε κουβέντα μ’ ένα νεαρό υπάλληλο που ήταν ο μόνος που μιλούσε πραγματικά εξαιρετικά αγγλικά. Είπαμε πολλά κι ενδιαφέροντα ενώ μας διηγήθηκε και την ιστορία των γονιών του, ενός Τούρκου και μιας Αρμένιας, που δυσκολέυτηκαν πολύ στην ζωή τους λόγω του εθνικοτήτων τους.
Καθώς η πατάτα δεν μας είχε ικανοποίησει ούτε και χορτάσει (ο Α.Μ. μάλιστα δεν την είχε δοκιμάσει καν) αποφασίσαμε να πάμε για μια ακόμη φορά στην ιρλανδική παμπ. Είμασταν τυχεροί κι ενώ ήταν Παρασκευή βράδυ κι ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν πολύ περισσότερος από τις άλλες ημέρες βρήκαμε να καθίσουμε, να πάρουμε τις μπυρίτσες μας και να φάμε το κατιτίς μας. Ο Α.Μ. μάλλον έφαγε πολλά κατιτίς. Είναι γνωστό εξάλλου ότι τα βράδια δεν τρώει, τσιμπάει…
Η επόμενη μέρα ήταν των Φώτων κι η παρέα θα χωριζόταν. Οι 2 θα πήγαιναν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και οι άλλοι τα ταξιδιωτικά. Για να πάμε στην περιοχή του πατριαρχείου πήραμε το λεωφορείο 55Τ και στην σύντομη διαδρομή που κάναμε γνωρίσαμε μια κυρία, υπάλληλο του ελληνικού προξενείου που μας μίλησε αμέσως μόλις άκουσε ελληνικά. Πολύ φιλική κι εξυπηρετική ανέλαβε να συνοδεύσει, όσο μπορούσε βέβαια, την Ε.Κ. και τον Α.Μ. στους χώρους του πατριαρχείου και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που γινόταν η λειτουργία. Για να προχωρήσουμε προς το πατριαρχείο και τα γύρω στενά περάσαμε από πολύ σοβαρό έλεγχο από την αστυνομία που είχε κατακλύσει κάθε στενό του Φαναριού.
Μπαίνοντας στον μικρό προαύλιο χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείο αντίκρισαν την πρόσοψη του ναού καθώς κι ένα μέρος του υπόλοιπου συμπλέγματος κτιρίων.
Η είσοδος στον συμπαθή, αλλά όχι εντυπωσιακό, ναό ήταν μαζική και η πρόσβαση, λόγω της ημέρας, όχι πλήρης. Στον ισόγειο κεντρικό χώρο συγκεντρώθηκαν κάθε λογής celebrities από την Πόλη κι από την Ελλάδα. Οι υπόλοιποι απλοί επισκέπτες, η πλέμπα δηλαδή, έπρεπε να παρακολουθήσει την λειτουργία από τους εξώστες.
Μετά το τέλος της λειτουργίας ακολούθησε ο αγιασμός των υδάτων στον Κεράτιο κόλπο, πολύ κοντά στο Πατριαρχείο. Εκεί, εκτός του πλήθους που ήταν από πρίν στην εκκλησία, υπήρχαν κι άλλοι που επέβαιναν σε 4-5 πλοία δίπλα στην προβλήτα του Fener. Η κοσμοσυρροή ήταν τέτοια που δεν ήταν δυνατό να δεις τα τεκταινόμενα της τελετής, όχι βέβαια ότι η διαδικασία του αγιασμού θα ήταν εδώ πρωτότυπη.
Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι 2, δηλαδή εγώ και η Ε.Ε., μπήκαμε στο καφέ Cafe Naftalin K για να πάρουμε με την ησυχία μας ένα καλό πρωινό. Το εν λόγω καφέ πέρα από την πολύ ωραία διακόσμησή του διέθετε κι ένα ακόμη ατού. Φιλοξενούσε μερικές πολύ φιλικές γάτες που είτε κοιμόντουσαν ακριβώς δίπλα στην ξυλόσομπα του μαγαζιού είτε γύριζαν από τραπέζι σε τραπέζι ψάχνοντας για χάδια.
Αφού χαλαρώσαμε αρκετά βγήκαμε για μια βόλτα στην γειτονιά. Είχε αρχίσει ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο με συνέπεια από την μια να μην κυκλοφορεί σχεδόν κανείς κι από την άλλη να γλιστρούν πολύ οι λιθόστρωτοι δρόμοι.
Φτάσαμε μέχρι το Renkli Merdivenler, ένα στενό ανηφορικό δρομάκι ”σκεπασμένο” με πολύχρωμες ομπρέλες που κανονικά είναι γεμάτο με κόσμο και εναλλακτικά μαγαζάκια αλλά εκείνη την μέρα ήταν εντελώς έρημο.
Σ’ αυτό το σημείο ξεκινούσε έντονη και γλιστερή ανηφόρα οπότε η Ε.Ε. με εγκατέλειψε. Άρχισα λοιπόν να ανηφορίζω μόνος προς την Μεγάλη του γένους σχολή φτάνοντας με αρκετό κόπο μπροστά στην είσοδο αυτού του πολύ εντυπωσιακού κτιρίου.
Αφού το περιεργάστηκα, συνέχισα την ανάβαση φτάνοντας κάποια στιγμή σε μια επίπεδη επιφάνεια βλέποντας από άλλη οπτική γωνία στην σχολή.
Διέσχισα μια πολύ ήσυχη περιοχή με όμορφα αν και όχι ιδιαίτερα φροντισμένα σπίτια,
κατευθυνόμενος προς την Μονή Παμμακαρίστου (Fethiye Camii) που ήταν κλειστή και περιφραγμένη με ψηλό τοίχο.
Συνέχισα λίγο την βόλτα μου σε μια περιοχή όπου απουσίαζαν πλήρως οι τουρίστες ενώ περίσσευαν οι πιο κλασικοί μουσουλμάνοι κάτοικοι, οι κλασικές μαντίλες και τα μικρά φτωχικά μαγαζιά κι εστιατόρια.
Μετά πήρα να κατηφορίζω κατευθυνόμενος προς την όμορφη περιοχή του Balat. Γρήγορα άρχισαν να εμφανίζονται τα ξεχωριστά χρωματιστά σπίτια στα ωραία σοκάκια της περιοχής, συχνά αναμεμειγμένα με άλλα ασυντήρητα αλλά εξίσου όμορφα.
Όταν δε έφτασα στον κεντρικό δρόμο της περιοχής (Kiremit Caddesi) όπου βρίσκονται τα πιο καλοσυντηρημένα κτίρια έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
Ξανά στα “πεδινά” συναντηθήκαμε με την Ε.Ε., κοντά στο τζαμί Tahta Minare, και μπήκαμε σ’ ένα τοπικό φούρνο για να απολαύσουμε το τσαγάκι μας, νιώθοντας κάπως σαν ντόπιοι.
Σε λίγο έφτασαν κι οι άλλοι 2, τσίμπησαν κι εκείνοι το κάτιτίς τους και αποφασίσαμε επιτέλους να συνεχίσουμε την περιήγησή μας στην Πόλη. Εξάλλου, μ’ αυτά και με τ’ άλλα, η ώρα είχε φτάσει 14:30 κι είχαμε ακόμη πολλά να κάνουμε.
Έτσι πήραμε 2 λεωφορεία για να φτάσουμε στο Παλάτι Dolmabahçe, με κάποια δυσκολία και αρκετή καθυστέρηση, λόγω της κίνησης που είχε η πόλη Παρασκευή μεσημέρι. Χρειάστηκε να περπατήσουμε κιόλας καθώς η στάση δεν ήταν βολική περνώντας κι από μια δευτερεύουσα πύλη του παλατιού που φυσικά ήταν κλειστή. Σκεφτήκαμε πως αν είναι έτσι η πλαϊνή πύλη πως θα είναι η μπροστινή;
Φτάσαμε σχεδόν στο ομώνυμο τζαμί για να μπορέσουμε να πάρουμε τον εσωτερικό δρόμο για την είσοδο του παλατιού και αντικρίσαμε τον Πύργο του Ρολογιού του Ντολμά Μπαχτσέ.
Μπροστά μας ανοιγόταν ένας πλατύς χώρος που στο τέλος του ήταν η ιδιαίτερα εντυπωσιακή κύρια πύλη. Κοιτάζοντας πίσω απ’ αυτήν έβλεπες κι άλλη μια πύλη ενώ στο βάθος διακρινόταν το κυρίως κτίριο.
Στο ταμείο είδαμε πως το κόστος ήταν ιδιαίτερα αλμυρό (450 TL) και σε συνδυασμό με την σκέψη πως αν μπαίναμε μέσα θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον 2-3 ώρες οπότε δεν θα προλαβαίναμε να πάμε μέχρι το Ortaköy, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε άλλο.
Αρκεστήκαμε λοιπόν σε μερικές φωτογραφίες και μια σύντομη βόλτα στο πάρκο, δίπλα ακριβώς στο ακτή του Βοσπόρου.
Ξαναπήραμε το λεωφορείο και σε λίγο φτάσαμε στην περιοχή με 2 βασικούς στόχους. Να δούμε το ξεχωριστό τζαμί που είχαμε “σταμπάρει” από την βόλτα με το πλοίο και να δοκιμάσουμε την γεμιστή πατάτα Kumpir για την οποία είχαμε ακούσει πολλά.
Φτάνοντας μπήκαμε σε μια σχετικά γραφική γειτονιά με μικρά στενά και περπατήσαμε ως την πλατεία της δίπλα στην θάλασσα. Στην άκρη της πλατείας, σχεδόν μέσα στο νερό, υψωνόταν το τζαμί (Grand Mecidiye Mosque) ενώ τριγύρω, πολύς κόσμος, ντόπιοι και τουρίστες, το φωτογράφιζαν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, παρά τους μιναρέδες που το συνόδευαν, το κτίριο μου φάνηκε περισσότερο δυτικότροπο παρά κλασικό μουσουλμανικό.
Σε λίγο μπήκαμε στα στενά πάνω από το τζαμί όπου επικρατούσε ένας χαμός από κόσμο και εστιατόρια. Εμείς όμως κατευθυνθήκαμε προς μια μικρή πλατεία λίγο πιο πάνω που ήταν γεμάτη καντίνες που ετοίμαζαν και πουλούσαν Kumpir. Εγώ κι ε Ε.Ε. είχαμε κάποτε δοκιμάσει ένα αντίστοιχο έδεσμα στο Άμστερνταμ που μας είχε ενθουσιάσει και περιμέναμε κάτι αντίστοιχο. Οποία απογοήτευση! Παρόλο που το Kumpir εμφανισιακά έμοιαζε με το συγγενικό του ολλανδικό, απείχε παρασάγγας από εκείνο σε γεύση και ποιότητα.
Με αυτά και με τα άλλα όμως είχε αρχίσει να νυχτώνει κι έτσι πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Σταθήκαμε για λίγο στο ξενοδοχείο για μερικές ανάσες και κατεβαίνοντας αργότερα πιάσαμε κουβέντα μ’ ένα νεαρό υπάλληλο που ήταν ο μόνος που μιλούσε πραγματικά εξαιρετικά αγγλικά. Είπαμε πολλά κι ενδιαφέροντα ενώ μας διηγήθηκε και την ιστορία των γονιών του, ενός Τούρκου και μιας Αρμένιας, που δυσκολέυτηκαν πολύ στην ζωή τους λόγω του εθνικοτήτων τους.
Καθώς η πατάτα δεν μας είχε ικανοποίησει ούτε και χορτάσει (ο Α.Μ. μάλιστα δεν την είχε δοκιμάσει καν) αποφασίσαμε να πάμε για μια ακόμη φορά στην ιρλανδική παμπ. Είμασταν τυχεροί κι ενώ ήταν Παρασκευή βράδυ κι ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν πολύ περισσότερος από τις άλλες ημέρες βρήκαμε να καθίσουμε, να πάρουμε τις μπυρίτσες μας και να φάμε το κατιτίς μας. Ο Α.Μ. μάλλον έφαγε πολλά κατιτίς. Είναι γνωστό εξάλλου ότι τα βράδια δεν τρώει, τσιμπάει…
Last edited: