MChristinaK
Member
- Μηνύματα
- 11
- Likes
- 30
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ταξίδι στο διάστημα
Εδώ και καιρό έψαχνα μια ευκαιρία να επισκεφτώ τις περιοχής της Magna Grecia, της Μεγάλης Ελλάδας, και φέτος τα κατάφερα!
Από την στιγμή που το αποφάσισα ο ενθουσιασμός μου ήταν πολύ μεγάλος. Είχα διαβάσει πολλά, είχα δει διάφορα ντοκιμαντέρ, είχαν ταξιδέψει σε αυτά τα μέρη οι γονείς μου παλιότερα με την συνοδεία του κυρίου Βρανόπουλου που έχει γράψει και το σχετικό βιβλίο και τους είχε αρέσει πολύ.
Πήγα στο βιβλιοπωλείο, πήρα λεπτομερή χάρτη της περιοχής Kimmerly & Frey (ο οποίος ήταν αρκετά καλός) και το βιβλίο του LonelyPlanetκαι άρχισα το διάβασμα. Προσπαθούσα να καταλάβω ποια μέρη άξιζε να επισκεφτώ, πώς να κάνω το δρομολόγιο…Είχα πραγματικά πελαγώσει...
Αρχικά είχα σκεφτεί να μην κλείσω ξενοδοχεία από πριν και να μείνουμε όπου βρίσκαμε (2 άτομα με αυτοκίνητο). Μετά αποφάσισα να απευθυνθώ σε πρακτορείο γιατί κλείνουν δωμάτια σε καλύτερες τιμές και θα μπορούσα να πάρω τη γνώμη τους για τα μέρη αυτά. Επέλεξα τον Κανόνα και τη βοήθεια τους σχεδίασα μια εξαήμερη οδική εκδρομή με σκοπό την επίσκεψη των χώρων με αρχαιολογικό ενδιαφέρον αλλά και γενικότερη περιήγηση. Αναχώρηση και επιστροφή στο Brindisi με διανυκτερεύσεις στον Τάραντα, στο Catanzaro, στο Reggio di Calabria, την Cosenza και το Lecce.
Έφτασα στο Brindisi μέσω Ρώμης με Alitalia με πρωινή πτήση την Παρασκευή (χωρίς καθυστέρησεις) και εκεί συνάντησα την παρέα μου. Για μια απόσταση δέκα λεπτών, ο ταξιτζής πήρε 60 ευρώ. Αυτό μάλλον εξηγούσε την παντελή έλλειψη ταξί σε όλα τα μέρη που πήγαμε. Ευτυχώς υπήρχαν τα αστικά λεωφορεία που ήταν συνεπή στα δρομολόγια τους και το εισιτήριο κόστιζε 1-1,5 ευρώ. Στο Brindisi θα μέναμε μια βραδιά και την επόμενη ημέρα θα ξεκινούσαμε την οδική εκδρομή.
Τακτοποίησα τα πράγματά μου, φάγαμε για μεσημέρι και μετά πήγαμε για μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, με το λεωφορείο βεβαίως (θα παραλαμβάναμε το αυτοκίνητο της επομένη). Περπατήσαμε στον κεντρικό πεζόδρομο με τα καταστήματα. Τα παλιά κτήρια θύμιζαν την Κέρκυρα. Μπήκαμε στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην παραλία και ανεβήκαμε στην ταράτσα που είχε ωραία θέση στο εξαιρετικό φυσικό λιμάνι. Στη μια πλευρά αράζουν τα πλοία της ακτοπλοΐας που συνδέουν την Ιταλία με την Ελλάδα και την Αλβανία και στην άλλη αράζουν τα σκάφη αναψυχής. Κόσμος περπατούσε με τα παιδιά τους, μερικοί έπαιρναν το καραβάκι για τον απέναντι μώλο και μεις χαζεύαμε τις τράτες και τις βαρκούλες. Επικρατούσε γαλήνη και ηρεμία.
Αναχώρηση την επόμενη ημέρα, λοιπόν, από το Brindisi, με ένα Opel Corsa 1200 από την AVIS (~55 ευρώ την ημέρα). Είχαμε αγοράσει και ένα GPS από το τοπικό Carrefour προς 100 ευρώ για κάθε ενδεχόμενο. Πρόσεχα μην χάσουμε τις εξόδους για τον πρώτο προορισμό, το χωριό Alberobello, που βρίσκεται βορειοδυτικά. Πρώτη επαφή με την autostrada και στην αρχή οδηγούσα πολύ συντηρητικά και μάλλον φοβισμένα. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να χαθώ γιατί οι πινακίδες ήταν πολύ κατατοπιστικές. Αφήνουμε τον μεγάλο δρόμο και οδηγούμε ανάμεσα σε αγροτικά τοπία με συμπαθητικά σπιτάκια. Πινακίδες σε κάθε διασταύρωση. Θα πρέπει να κάνουμε μεγάλη προσπάθεια για να χαθούμε! Φτάνουμε στο ιδιαίτερο αυτό χωριό που φημίζεται για τις στέγες των σπιτιών του που μοιάζουν με τρούλους. Έκανε αρκετή ζέστη αλλά ο περίπατος ήταν ευχάριστος. Μαγαζάκια πουλούσαν τα γνωστά σουβενίρ αλλά και τοπικά προϊόντα. Είχαν πινακίδες στα ελληνικά και τα γιαπωνέζικα. Κάθε τρούλος στην κορυφή του έχει ένα σχέδιο, π.χ. μια σφαίρα ή ένα μισοφέγγαρο και υπάρχει ο αντίστοιχος συμβολισμός.
Επόμενη στάση στα σπήλαια του χωριού Castellana (Grotte di Castellana), τα οποία είχα εντοπίσει από το βιβλίο και είχα επισκεφτεί το website τους. Περιμέναμε μέχρι να ανοίξουν μετά από τον μεσημεριανό διάλειμμα (ιερός και απαράβατος κανόνας σε όλα τα μέρη που πήγαμε) και ακολουθήσαμε την μεγάλη διαδρομή των 3 χιλιομέτρων (εισιτήριο 15 ευρώ). Η ξενάγηση ήταν στα ιταλικά αλλά επειδή θα αργούσαμε αν περιμέναμε την αγγλική, ακολουθήσαμε το γκρουπ και την ξεναγό. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Είχε τα πάντα: σταλακτικές, σταλαγμίτες, βάραθρα, μεγάλες αίθουσες ακόμα και λιμνούλες με νερό). Το πιο σημαντικό μέρος του είναι η λεγόμενη λευκή σπηλιά λόγω του χρώματος των πετρωμάτων της. Η διαδρομή κράτησε δύο ώρες και άξιζε, ακόμα και αν έχετε πάει σε άλλα σπήλαια. Βγαίνοντας είδαμε δύο αναρριχητές που σκαρφάλωναν σε έναν ψηλό πύργο που στεγάζει το μουσείο, οι οποίοι μάλλον έκαναν κάποιου είδους προπόνηση. Γενικά η περιοχή είναι πολύ ωραία. Λιβάδια, αγροτικές κατοικίες, πολύ πράσινο. Επειδή θέλαμε να φτάσουμε στον Τάραντα νωρίς, διασχίσαμε την Martina Franca και συνεχίσαμε νότια. Φτάσαμε αργά το απόγευμα και βρήκαμε εύκολα το ξενοδοχείο που λεγόταν Gran Delfino και ήταν στο τέλος της παραθαλάσσιας βόλτας. Παρκάραμε και βγήκαμε για περίπατο. Οι παραλιακός δρόμος ήταν τόσο ήσυχος που είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε αν έχει συμβεί κάτι. Στρίψαμε προς το κέντρο και λίγο παρακάτω πετύχαμε τον κεντρικό πεζόδρομο. Κόσμος, μαγαζιά, καφετέριες, τα πάντα. Μπήκα σε ένα σούπερ μάρκετ και πήρα τοπικά ζυμαρικά που μου είχαν συστήσει. Λέγονται orecchiette και τα είχα ήδη δοκιμάσει το προηγούμενο βράδυ στο εστιατόριο. Τα στρίμωξα στο σακκίδιο και συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο. Βγήκαμε στην βόρεια πλευρά, στο εσωτερικό λιμάνι και καθήσαμε για φαγητό στο Il Gatto Rosso. Το φαγητό ήταν καλό. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, χαζέψαμε τη θάλασσα και κοιμηθήκαμε ξεροί.
Πρωινό ξύπνημα, επίσκεψη στο ανακαινισμένο αρχαιολογικό μουσείο και αναχώρηση για το Catanzaro. Καθώς οδηγούσαμε, πήρε το μάτι μας στα δεξιά του δρόμου τον ναό του Ποσειδώνα και ένα κτήριο που έγραφε Antiquarium. Βγήκαμε στην επόμενη έξοδο για να το βρούμε αλλά έκαναν έργα και ήταν αδύνατον. Μετά από ένα ατελείωτο γύρω-γύρω όλοι, είδα την πινακίδα για την Matera, μια πόλη που είναι γνωστή για τις σπηλιές της που είχαν μετατραπεί σε κατοικίες. Δεν είχα υπολογίσει να την επισκεφτούμε αλλά μια που είδαμε την πινακίδα, αλλάξαμε το πλάνο. Η διαδρομή περνούσε μέσα από λόφους και λιβάδια. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε προς την κοντινή πλατεία. Προσανατολιστήκαμε, κατηφορίσαμε, τριγυρίσαμε λίγο και φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε θέα προς την απέναντι πλαγιά και τον χείμαρρο. Βρήκαμε μια σπηλιά-σπίτι που την είχαν μετατρέψει σε μουσείο και μπήκαμε να το δούμε. Ήταν ένας ενιαίος χώρος που έμεναν μαζί άνθρωποι και ζώα και μάλιστα οι κότες κοιμόντουσαν κάτω από το κρεβάτι. Είχε εισιτήριο 1,5 ευρώ με ξενάγηση. Η πόλη αυτή είναι κάτι το διαφορετικό και αξίζει μια επίσκεψη. Το γκρι χρώμα των τοίχων και τα μικρά σπιτάκια την κάνουν επιβλητική και απόκοσμη. Περπατήσαμε λίγο ακόμα ενώ στο βάθος ο ουρανός άρχισε να μαυρίζει. Μπήκαμε σε ένα μαγαζάκι ακριβώς απέναντι από το αυτοκίνητο να τσιμπήσουμε κάτι και φύγαμε γρήγορα. Το μπουρίνι έφτασε και άνοιξαν οι ουρανοί. Δεν κράτησε πολύ και σύντομα ένα ουράνιο τόξο στόλισε τον ουρανό. Η καλοκαιρία ξαναγύρισε και εμείς οδηγούσαμε προς τον Κρότωνα. Τοπωνύμια ελληνικά, εύφορα επίπεδα εδάφη, μια απέραντη αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας. Το απογευματάκι φτάσαμε και σταματήσαμε στην παραλία για σύντομη ξεκούραση. Θύμιζε Λουτράκι με πολύ κόσμο, πολυκατοικίες, πεζοδρόμους, παραθαλάσσια μπαρ, ομπρέλες και ξαπλώστρες. Στους μέσα δρόμους υπήρχαν ωραία σπίτια και δρόμοι στολισμένοι με δενδροστοιχίες. Μετά από έναν καφέ στα γρήγορα συνεχίσαμε προς το ακρωτήρι της Ήρας. Νέο μπουρίνι ετοιμαζόταν και από εκεί που είμαστε είχαμε την πλήρη εικόνα του. Μέσα σε λίγα λεπτά το πέλαγος μαύρισε, η θάλασσα άσπρισε και όσα σκαφάκια ήταν στη θάλασσα ξεκίνησαν άρον-άρον για το λιμάνι. Βγήκα από το αυτοκίνητο για να πάρω μια φωτογραφία και κόντεψε να με πάρει ο αέρας. Η φωτογραφία βγήκε κουνημένη, τόσο πολύ φυσούσε! Όλη αυτή η χερσόνησος είναι πολύ ωραία. Καλλιεργήσιμη, επίπεδη, με αγροικίες. Η ώρα περνούσε και συνεχίσαμε προς το Catanzaro. Ο καιρός είχε καλυτερέψει και οδηγούσαμε ανάμεσα από λιβάδια και αγροικίες. Πλησιάζοντας την πόλη είδαμε από μακριά ένα σύμπλεγμα από γέφυρες που με τρόμαξε. Ευτυχώς που είχαμε GPS και μπορέσαμε να βρούμε το ξενοδοχείο Guglielmo. Πολύ περιποιημένο, με design και εξυπηρετικό προσωπικό. Μας έδωσαν έναν χάρτη, αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε για βόλτα και βραδινό στην πόλη. Στην αρχή του κεντρικού δρόμου υπάρχει το ψηλό άγαλμα ενός άντρα που σκάβει, ακριβώς κάτω από τα τείχη του κάστρου. Προσπαθούσαμε να βρούμε ανοιχτό εστιατόριο αλλά ήταν αδύνατον. Όλα ήταν θεόκλειστα και περπατούσε ελάχιστος κόσμος. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν εγκαταλελειμμένη. Είδαμε δύο ανοιχτά ζαχαροπλαστεία και μια άθλια πιτσαρία σε ένα στενάκι. Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι θα μέναμε νηστικοί μέχρι που βρήκαμε τυχαία ένα εστιατόριο τύπου pub όπου φάγαμε pizza και panino. Αν σας αρέσει αυτό το φαγητό, τότε θα είστε ευτυχείς στην Ιταλία. Σε κάθε δρόμο και κάθε γωνιά θα βρείτε μια πιτσαρία.
Το πρωί βγήκαμε στο δρόμο και ευτυχώς είδαμε ότι υπήρχαν και κάτοικοι και κίνηση.
Αναχώρηση προς Reggio di Calabria από την παραλιακή διαδρομή. Ωραίες παραλίες, ολάνθιστες μπουκαμβίλιες, εξοχικά σπίτια και κάναμε μια στάση στην Pietragrande για να ξεμουδιάσει ο οδηγός. Αρκετά παρακάτω κάναμε μια παράκαμψη για να επισκεφτούμε το Gerace, ένα ορεινό χωριό χτισμένο σε ένα λόφο με πανοραμική θέα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν που βρίσκεται δίπλα στα ερείπια του κάστρου. Περπατήσαμε μέχρι την πρώτη πλατεία και είδαμε τον καθεδρικό ναό χτισμένη στα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας. Το χωριό είναι πανέμορφο με ωραία σπίτια και δρομάκια και αξίζει η παράκαμψη. Πήραμε το αυτοκίνητο, κατηφορίσαμε και αργότερα συναντήσαμε το χωριό GioiosaIonica που έχει ένα μεγάλο κάστρο. Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο για να το επισκεφτούμε αλλά ήταν κλειστό λόγω εργασιών. Συνεχίσαμε και έψαχνα κάποια πινακίδα για το ελληνόφωνο χωριό Πενταδάκτυλο. Η ώρα περνούσε, υπολόγιζα τα χιλιόμετρα μέχρι το Reggio και πινακίδα δεν έβρισκα. Σε κάποια διασταύρωση είδαμε μια πινακίδα προς το Chorio, ελληνικό τοπωνύμιο και αυτό, οπότε την ακολουθήσαμε. Αφού δε βρήκαμε το χωριό που θέλαμε, τουλάχιστον θα βλέπαμε το Aspromonte, το ψηλό βουνό της περιοχής. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε και η διαδρομή γινόταν όλο και καλύτερη. Δάση από πεύκα και άλλα δέντρα, ποταμάκια και το ορεινό χωριό Galabadi. Σε ορισμένα σημεία τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά που ο ήλιος δεν έφτανε στο δρόμο. Βλέπαμε τα βουνά της Σικελίας στο βάθος. Συναντήσαμε κοπάδια από αγελάδες και κατσίκια και φτάσαμε στην κορυφή. Σταματήσαμε για λίγο για να ξεμουδιάσουμε και μετά κατηφορίσαμε προς το Reggio. Βρήκαμε το ξενοδοχείο Palace Masoanri, βρήκαμε θέση για το αυτοκίνητο στο ακριβώς απέναντι δρομάκι και γλυτώσαμε τα 50 ευρώ που ζήτησε η ρεσεψιονίστ για πάρκιν, και βγήκαμε βόλτα στο Lungomare, μια πολύ φαρδιά παραλιακή βόλτα με θέα τις ακτές της Σικελίας. Από κάτω υπήρχε παραλία με καμπίνες, λούνα παρκ και καφετέριες και ο κόσμος κολυμπούσε. Φάγαμε σε ένα wine bar, Il vino di bicchiere, και μετά βρήκαμε νοστιμότατο παγωτό στο Gran Caffe ακριβώς απέναντι από το λούνα παρκ. Στη βόλτα νοικιαζόντουσαν μεγάλα τετράτροχα ποδήλατα για τέσσερα άτομα. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Οικογένειες, παρέες νεαρών με τα κινητά τους και ηλικιωμένοι. Έχοντας φτάσει σε μια από τις σημαντικές πόλεις του ταξιδιού, πέσαμε για ύπνο ενώ στο μυαλό μου μπερδευόντουσαν όλες οι εικόνες των ημερών.
Το κύριο πλεονέκτημα αυτού του ξενοδοχείου είναι ότι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο αρχαιολογικό μουσείο που είναι γεμάτο με τα ευρήματα της περιοχής, με πιο γνωστά τα δύο χάλκινα αγάλματα των πολεμιστών του Ριάτσε. Εκτός από αυτά, ο πλούτος των εκθεμάτων είναι μοναδικός γιατί ξεκινούν από τα προϊστορικά χρόνια και δίνουν πλήρη εικόνα της περιοχής. Το πρωί, λοιπόν, το επισκεφτήκαμε, περπατήσαμε λίγο και μετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να επισκεφτούμε τις δυτικές ακτές της περιοχής.
Αναχώρηση από την παραλιακή διαδρομή, διασχίζουμε διάφορους παραλιακούς οικισμούς και πρώτος ενδιαφέρον σταθμός η Σκύλλα, με τον βράχο που θυμίζει το μυθικό τέρας και την εξαιρετική παραλία. Σε αντίθεση με τις ανατολικές ακτές που είναι κυρίως μια ευθεία, εδώ υπάρχουν μικρά κολπάκια, λιμανάκια και βράχοι που κάνουν τη διαδρομή πιο ενδιαφέρουσα. Σταματήσαμε σε ένα σούπερ μάρκετ και αγοράσαμε ποικιλία από ζυμαρικά και αλλαντικά από διάφορες περιοχές της Ιταλίας. Συνέχεια προς τη Nicotera που έχει πολύ ωραία θέα προς τον κάμπο και τη θάλασσα και μετά στο Capo Vaticano. Είδαμε τα νησιά του Αιόλου και το Stromboli στο βάθος και συνεχίσαμε προς το Vibo Valentia με το κάστρο και την παλιά πόλη του. Στο δρόμο προς Cosenza κάναμε μια στάση σε μια καντίνα για –άλλο ένα – panino. Το GPS δεν είχε το ξενοδοχείο το Rende αλλά ευτυχώς το βρήκα στον χάρτη. Μετά από λίγη ώρα άσκοπης ταλαιπωρίας και αφού είμαστε στην οδό Panagulis, είδα την πινακίδα του ξενοδοχείου. Η περιοχή είναι ένα νοικοκυρεμένο προάστιο με πολυκατοικίες και ξενοδοχεία. Φάγαμε στο ακριβώς απέναντι εστιατόριο μακαρονάδα ακούγοντας ζωντανή ιταλική Pop μουσική και μετά βρήκαμε το εξαιρετικό παγωτατζίδικο Imperio λίγο πιο κάτω. Στην Cosenza θα μέναμε δύο βραδιές με σκοπό να εξερευνήσουμε τα πέριξ πιο άνετα. Την άλλη μέρα, λοιπόν, πήγαμε στην Maratea, ένα πανέμορφο χωριό με ένα γραφικό λιμανάκι. Κατεβήκαμε σε μια μικρή παραλία περισσότερο για να τη δούμε παρά για να κολυμπήσουμε και μετά κάναμε μια στάση στο λιμανάκι. Στην κορυφή του βουνού υπήρχε ένα άγαλμα του Χριστού και από εκεί η θέα προς τον κόλπο του Πολύκαστρου ήταν μοναδική. Η ώρα περνούσε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, αφού πρώτα κάναμε μια γρήγορη επίσκεψη στο δάσος Sila. Πηγαίνοντας προς την Autostrada περάσαμε από μια λίμνη με μεγάλα ψάρια με το όνομα Lago Sirino, γύρω από την οποία ήταν κτισμένα λίγα σπίτια. Το τοπίο ήταν γαλήνιο και θύμιζε Αυστρία ή Ελβετία. Βγήκαμε στην autostrada και περνώντας γρήγορα από τις τεράστιες γέφυρες φτάσαμε στα πρώτα χωριά της Sila. Πευκοδάση και λίμνες συνθέτουν ένα αλπικό τοπίο, δίνοντας φοβερή ποικιλία στις διαδρομές. Ο χρόνος δε μας έφτανε για να περιηγηθούμε περισσότερο στην περιοχή και γυρίσαμε για βραδινό στην παλιά πόλη της Cosenza, με τα πολύ στενά δρομάκια, το κάστρο και τα καλάθια που κατέβαιναν στο ισόγειο από τα μπαλκόνια των πάνω ορόφων.
Προτελευταία ημέρα και φύγαμε για Lecce, με μια στάση στο Μετάποντο και το πολύ ενδιαφέρον μουσείο του. Μετά από τον Τάραντα στο τοπίο κυριαρχούν οι ελιές. Ωραία χωριά μέσα σε έναν ατελείωτο κάμπο. Σταματήσαμε στην Καλλίπολη για μεσημεριανό (ωραία τσιπούρα!), πήγαμε στο Calimera και είδαμε το ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο. Αργά το απόγευμα φτάσαμε στο Lecce με την απίθανη εκκλησία μπαρόκ. Βολτάραμε πολύ, φάγαμε πολύ ωραία στο Amici Miei και μετά για παγωτό στο Natale. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, πολύ ζωντανά και αρκετά τουριστικά.
Τελευταία ημέρα της περιήγησης αφιερωμένη στο Salento. Όλο νότια προς τη Santa Maria di Leuca, ένα λιμάνι με περιποιημένα εξοχικά σπίτια. Μετά ανεβήκαμε παραλιακά προς το Otranto. Διαδρομή παραλιακή με βραχώδεις παραλίες, σπήλαια και εξοχικά σπίτια στο Galatone. Περάσαμε και από το μεγάλο σπήλαιο Zinzulusa, το οποίο δεν επισκεφτήκαμε λόγω ζέστης. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω διασχίσαμε το ιαματικό κέντρο Santa Cesarea Terme. Φτάσαμε στο Otranto όπου κάναμε μια βόλτα στην πολύ ωραία παλιά πόλη, είδαμε την μαρίνα από ψηλά και φάγαμε ζυμαρικά. Γρήγορα-γρήγορα πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το Brindisi ώστε να παραδώσουμε το αυτοκίνητο εγκαίρως.
Συνολικά διανύσαμε περίπου 2.500 χιλιόμετρα, τα περισσότερα σε δευτερεύοντες επαρχιακούς δρόμους, παρόμοιους με τις δικές μας παλιές εθνικές οδούς. Αλλού περνούσαμε μέσα από χωριά με όμορφα σπιτάκια πνιγμένα στα λουλούδια ενώ αλλού το θέαμα θύμιζε τις χειρότερες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας. Πολλές παραλίες φαινόντουσαν όμορφες ˙ αλλού ήταν οργανωμένες χωρίς δυνατές μουσικές ˙ αλλού ήταν σχεδόν έρημες. Δεν κολυμπήσαμε πουθενά γιατί μας ενδιέφερε κυρίως η περιήγηση. Η οδήγηση ήταν εύκολη και άνετη και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα ασφάλειας. Αγγλικά μιλούν με άνεση μόνο στα ξενοδοχεία ˙ στα περισσότερα μέρη συνεννοηθήκαμε με τα λιγοστά Ιταλικά που μάθαμε επιτόπου. Σε κάθε πόλη υπάρχει το centro storico, το ιστορικό κέντρο δηλαδή, το οποίο έχει παλιά σπίτια, εκκλησίες, πλατείες, ίσως ένα κάστρο και συχνά είναι πεζοδρομημένο. Στην είσοδο παλιών ναών ή άλλων σημαντικών κτηρίων υπήρχαν επεξηγηματικές πινακίδες στα ιταλικα και τα αγγλικά. Η εκδρομή στοίχισε ~ 1000 ευρώ το άτομο (αεροπορικά, διανυκτέρευση, διατροφή, αυτοκίνητο, βενζίνη). Ο καιρός ήταν ζεστός, δηλαδή το μεσημέρι έφτανε τους 33 βαθμούς χωρίς να φυσάει. Το βραδάκι ήταν δροσερά.
Θα ήθελα πολύ να ξαναπάω, κυρίως για να γυρίσω πιο άνετα την περιοχή του Salento και τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Όχι τόσο επειδή είναι ελληνόφωνα, έτσι και αλλιώς οι πιθανότητες να πετύχουμε τυχαία κάποιον που μιλάει τη διάλεκτο είναι μάλλον απίθανη, όσο για την ομορφιά του τοπίου. Θα προτιμούσα να πάω μια εποχή με λιγότερη ζέστη, ώστε να μπορέσω να περπατήσω τα χωριουδάκια ή τον Αύγουστο ώστε να πάω στα διάφορα φεστιβάλ.
* Σημείωση: Δεν αναφέρω τουριστικές πληροφορίες σε αυτό το κείμενο γιατί μπορείτε να τις βρείτε σε ένα σωρό βιβλία ή sites, εξάλλου δεν είμαι ιστορικός ούτε αρχαιολόγος... Ο σκοπός είναι να καταγράψω τις διαδρομές και να αναφέρω τις δικές μας εντυπώσεις, δηλαδή να γράψω κάτι σαν αυτό που έψαχνα πριν πάω!*
Από την στιγμή που το αποφάσισα ο ενθουσιασμός μου ήταν πολύ μεγάλος. Είχα διαβάσει πολλά, είχα δει διάφορα ντοκιμαντέρ, είχαν ταξιδέψει σε αυτά τα μέρη οι γονείς μου παλιότερα με την συνοδεία του κυρίου Βρανόπουλου που έχει γράψει και το σχετικό βιβλίο και τους είχε αρέσει πολύ.
Πήγα στο βιβλιοπωλείο, πήρα λεπτομερή χάρτη της περιοχής Kimmerly & Frey (ο οποίος ήταν αρκετά καλός) και το βιβλίο του LonelyPlanetκαι άρχισα το διάβασμα. Προσπαθούσα να καταλάβω ποια μέρη άξιζε να επισκεφτώ, πώς να κάνω το δρομολόγιο…Είχα πραγματικά πελαγώσει...
Αρχικά είχα σκεφτεί να μην κλείσω ξενοδοχεία από πριν και να μείνουμε όπου βρίσκαμε (2 άτομα με αυτοκίνητο). Μετά αποφάσισα να απευθυνθώ σε πρακτορείο γιατί κλείνουν δωμάτια σε καλύτερες τιμές και θα μπορούσα να πάρω τη γνώμη τους για τα μέρη αυτά. Επέλεξα τον Κανόνα και τη βοήθεια τους σχεδίασα μια εξαήμερη οδική εκδρομή με σκοπό την επίσκεψη των χώρων με αρχαιολογικό ενδιαφέρον αλλά και γενικότερη περιήγηση. Αναχώρηση και επιστροφή στο Brindisi με διανυκτερεύσεις στον Τάραντα, στο Catanzaro, στο Reggio di Calabria, την Cosenza και το Lecce.
Έφτασα στο Brindisi μέσω Ρώμης με Alitalia με πρωινή πτήση την Παρασκευή (χωρίς καθυστέρησεις) και εκεί συνάντησα την παρέα μου. Για μια απόσταση δέκα λεπτών, ο ταξιτζής πήρε 60 ευρώ. Αυτό μάλλον εξηγούσε την παντελή έλλειψη ταξί σε όλα τα μέρη που πήγαμε. Ευτυχώς υπήρχαν τα αστικά λεωφορεία που ήταν συνεπή στα δρομολόγια τους και το εισιτήριο κόστιζε 1-1,5 ευρώ. Στο Brindisi θα μέναμε μια βραδιά και την επόμενη ημέρα θα ξεκινούσαμε την οδική εκδρομή.
Τακτοποίησα τα πράγματά μου, φάγαμε για μεσημέρι και μετά πήγαμε για μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, με το λεωφορείο βεβαίως (θα παραλαμβάναμε το αυτοκίνητο της επομένη). Περπατήσαμε στον κεντρικό πεζόδρομο με τα καταστήματα. Τα παλιά κτήρια θύμιζαν την Κέρκυρα. Μπήκαμε στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην παραλία και ανεβήκαμε στην ταράτσα που είχε ωραία θέση στο εξαιρετικό φυσικό λιμάνι. Στη μια πλευρά αράζουν τα πλοία της ακτοπλοΐας που συνδέουν την Ιταλία με την Ελλάδα και την Αλβανία και στην άλλη αράζουν τα σκάφη αναψυχής. Κόσμος περπατούσε με τα παιδιά τους, μερικοί έπαιρναν το καραβάκι για τον απέναντι μώλο και μεις χαζεύαμε τις τράτες και τις βαρκούλες. Επικρατούσε γαλήνη και ηρεμία.
Αναχώρηση την επόμενη ημέρα, λοιπόν, από το Brindisi, με ένα Opel Corsa 1200 από την AVIS (~55 ευρώ την ημέρα). Είχαμε αγοράσει και ένα GPS από το τοπικό Carrefour προς 100 ευρώ για κάθε ενδεχόμενο. Πρόσεχα μην χάσουμε τις εξόδους για τον πρώτο προορισμό, το χωριό Alberobello, που βρίσκεται βορειοδυτικά. Πρώτη επαφή με την autostrada και στην αρχή οδηγούσα πολύ συντηρητικά και μάλλον φοβισμένα. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να χαθώ γιατί οι πινακίδες ήταν πολύ κατατοπιστικές. Αφήνουμε τον μεγάλο δρόμο και οδηγούμε ανάμεσα σε αγροτικά τοπία με συμπαθητικά σπιτάκια. Πινακίδες σε κάθε διασταύρωση. Θα πρέπει να κάνουμε μεγάλη προσπάθεια για να χαθούμε! Φτάνουμε στο ιδιαίτερο αυτό χωριό που φημίζεται για τις στέγες των σπιτιών του που μοιάζουν με τρούλους. Έκανε αρκετή ζέστη αλλά ο περίπατος ήταν ευχάριστος. Μαγαζάκια πουλούσαν τα γνωστά σουβενίρ αλλά και τοπικά προϊόντα. Είχαν πινακίδες στα ελληνικά και τα γιαπωνέζικα. Κάθε τρούλος στην κορυφή του έχει ένα σχέδιο, π.χ. μια σφαίρα ή ένα μισοφέγγαρο και υπάρχει ο αντίστοιχος συμβολισμός.
Επόμενη στάση στα σπήλαια του χωριού Castellana (Grotte di Castellana), τα οποία είχα εντοπίσει από το βιβλίο και είχα επισκεφτεί το website τους. Περιμέναμε μέχρι να ανοίξουν μετά από τον μεσημεριανό διάλειμμα (ιερός και απαράβατος κανόνας σε όλα τα μέρη που πήγαμε) και ακολουθήσαμε την μεγάλη διαδρομή των 3 χιλιομέτρων (εισιτήριο 15 ευρώ). Η ξενάγηση ήταν στα ιταλικά αλλά επειδή θα αργούσαμε αν περιμέναμε την αγγλική, ακολουθήσαμε το γκρουπ και την ξεναγό. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Είχε τα πάντα: σταλακτικές, σταλαγμίτες, βάραθρα, μεγάλες αίθουσες ακόμα και λιμνούλες με νερό). Το πιο σημαντικό μέρος του είναι η λεγόμενη λευκή σπηλιά λόγω του χρώματος των πετρωμάτων της. Η διαδρομή κράτησε δύο ώρες και άξιζε, ακόμα και αν έχετε πάει σε άλλα σπήλαια. Βγαίνοντας είδαμε δύο αναρριχητές που σκαρφάλωναν σε έναν ψηλό πύργο που στεγάζει το μουσείο, οι οποίοι μάλλον έκαναν κάποιου είδους προπόνηση. Γενικά η περιοχή είναι πολύ ωραία. Λιβάδια, αγροτικές κατοικίες, πολύ πράσινο. Επειδή θέλαμε να φτάσουμε στον Τάραντα νωρίς, διασχίσαμε την Martina Franca και συνεχίσαμε νότια. Φτάσαμε αργά το απόγευμα και βρήκαμε εύκολα το ξενοδοχείο που λεγόταν Gran Delfino και ήταν στο τέλος της παραθαλάσσιας βόλτας. Παρκάραμε και βγήκαμε για περίπατο. Οι παραλιακός δρόμος ήταν τόσο ήσυχος που είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε αν έχει συμβεί κάτι. Στρίψαμε προς το κέντρο και λίγο παρακάτω πετύχαμε τον κεντρικό πεζόδρομο. Κόσμος, μαγαζιά, καφετέριες, τα πάντα. Μπήκα σε ένα σούπερ μάρκετ και πήρα τοπικά ζυμαρικά που μου είχαν συστήσει. Λέγονται orecchiette και τα είχα ήδη δοκιμάσει το προηγούμενο βράδυ στο εστιατόριο. Τα στρίμωξα στο σακκίδιο και συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο. Βγήκαμε στην βόρεια πλευρά, στο εσωτερικό λιμάνι και καθήσαμε για φαγητό στο Il Gatto Rosso. Το φαγητό ήταν καλό. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, χαζέψαμε τη θάλασσα και κοιμηθήκαμε ξεροί.
Πρωινό ξύπνημα, επίσκεψη στο ανακαινισμένο αρχαιολογικό μουσείο και αναχώρηση για το Catanzaro. Καθώς οδηγούσαμε, πήρε το μάτι μας στα δεξιά του δρόμου τον ναό του Ποσειδώνα και ένα κτήριο που έγραφε Antiquarium. Βγήκαμε στην επόμενη έξοδο για να το βρούμε αλλά έκαναν έργα και ήταν αδύνατον. Μετά από ένα ατελείωτο γύρω-γύρω όλοι, είδα την πινακίδα για την Matera, μια πόλη που είναι γνωστή για τις σπηλιές της που είχαν μετατραπεί σε κατοικίες. Δεν είχα υπολογίσει να την επισκεφτούμε αλλά μια που είδαμε την πινακίδα, αλλάξαμε το πλάνο. Η διαδρομή περνούσε μέσα από λόφους και λιβάδια. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε προς την κοντινή πλατεία. Προσανατολιστήκαμε, κατηφορίσαμε, τριγυρίσαμε λίγο και φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε θέα προς την απέναντι πλαγιά και τον χείμαρρο. Βρήκαμε μια σπηλιά-σπίτι που την είχαν μετατρέψει σε μουσείο και μπήκαμε να το δούμε. Ήταν ένας ενιαίος χώρος που έμεναν μαζί άνθρωποι και ζώα και μάλιστα οι κότες κοιμόντουσαν κάτω από το κρεβάτι. Είχε εισιτήριο 1,5 ευρώ με ξενάγηση. Η πόλη αυτή είναι κάτι το διαφορετικό και αξίζει μια επίσκεψη. Το γκρι χρώμα των τοίχων και τα μικρά σπιτάκια την κάνουν επιβλητική και απόκοσμη. Περπατήσαμε λίγο ακόμα ενώ στο βάθος ο ουρανός άρχισε να μαυρίζει. Μπήκαμε σε ένα μαγαζάκι ακριβώς απέναντι από το αυτοκίνητο να τσιμπήσουμε κάτι και φύγαμε γρήγορα. Το μπουρίνι έφτασε και άνοιξαν οι ουρανοί. Δεν κράτησε πολύ και σύντομα ένα ουράνιο τόξο στόλισε τον ουρανό. Η καλοκαιρία ξαναγύρισε και εμείς οδηγούσαμε προς τον Κρότωνα. Τοπωνύμια ελληνικά, εύφορα επίπεδα εδάφη, μια απέραντη αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας. Το απογευματάκι φτάσαμε και σταματήσαμε στην παραλία για σύντομη ξεκούραση. Θύμιζε Λουτράκι με πολύ κόσμο, πολυκατοικίες, πεζοδρόμους, παραθαλάσσια μπαρ, ομπρέλες και ξαπλώστρες. Στους μέσα δρόμους υπήρχαν ωραία σπίτια και δρόμοι στολισμένοι με δενδροστοιχίες. Μετά από έναν καφέ στα γρήγορα συνεχίσαμε προς το ακρωτήρι της Ήρας. Νέο μπουρίνι ετοιμαζόταν και από εκεί που είμαστε είχαμε την πλήρη εικόνα του. Μέσα σε λίγα λεπτά το πέλαγος μαύρισε, η θάλασσα άσπρισε και όσα σκαφάκια ήταν στη θάλασσα ξεκίνησαν άρον-άρον για το λιμάνι. Βγήκα από το αυτοκίνητο για να πάρω μια φωτογραφία και κόντεψε να με πάρει ο αέρας. Η φωτογραφία βγήκε κουνημένη, τόσο πολύ φυσούσε! Όλη αυτή η χερσόνησος είναι πολύ ωραία. Καλλιεργήσιμη, επίπεδη, με αγροικίες. Η ώρα περνούσε και συνεχίσαμε προς το Catanzaro. Ο καιρός είχε καλυτερέψει και οδηγούσαμε ανάμεσα από λιβάδια και αγροικίες. Πλησιάζοντας την πόλη είδαμε από μακριά ένα σύμπλεγμα από γέφυρες που με τρόμαξε. Ευτυχώς που είχαμε GPS και μπορέσαμε να βρούμε το ξενοδοχείο Guglielmo. Πολύ περιποιημένο, με design και εξυπηρετικό προσωπικό. Μας έδωσαν έναν χάρτη, αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε για βόλτα και βραδινό στην πόλη. Στην αρχή του κεντρικού δρόμου υπάρχει το ψηλό άγαλμα ενός άντρα που σκάβει, ακριβώς κάτω από τα τείχη του κάστρου. Προσπαθούσαμε να βρούμε ανοιχτό εστιατόριο αλλά ήταν αδύνατον. Όλα ήταν θεόκλειστα και περπατούσε ελάχιστος κόσμος. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν εγκαταλελειμμένη. Είδαμε δύο ανοιχτά ζαχαροπλαστεία και μια άθλια πιτσαρία σε ένα στενάκι. Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι θα μέναμε νηστικοί μέχρι που βρήκαμε τυχαία ένα εστιατόριο τύπου pub όπου φάγαμε pizza και panino. Αν σας αρέσει αυτό το φαγητό, τότε θα είστε ευτυχείς στην Ιταλία. Σε κάθε δρόμο και κάθε γωνιά θα βρείτε μια πιτσαρία.
Το πρωί βγήκαμε στο δρόμο και ευτυχώς είδαμε ότι υπήρχαν και κάτοικοι και κίνηση.
Αναχώρηση προς Reggio di Calabria από την παραλιακή διαδρομή. Ωραίες παραλίες, ολάνθιστες μπουκαμβίλιες, εξοχικά σπίτια και κάναμε μια στάση στην Pietragrande για να ξεμουδιάσει ο οδηγός. Αρκετά παρακάτω κάναμε μια παράκαμψη για να επισκεφτούμε το Gerace, ένα ορεινό χωριό χτισμένο σε ένα λόφο με πανοραμική θέα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν που βρίσκεται δίπλα στα ερείπια του κάστρου. Περπατήσαμε μέχρι την πρώτη πλατεία και είδαμε τον καθεδρικό ναό χτισμένη στα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας. Το χωριό είναι πανέμορφο με ωραία σπίτια και δρομάκια και αξίζει η παράκαμψη. Πήραμε το αυτοκίνητο, κατηφορίσαμε και αργότερα συναντήσαμε το χωριό GioiosaIonica που έχει ένα μεγάλο κάστρο. Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο για να το επισκεφτούμε αλλά ήταν κλειστό λόγω εργασιών. Συνεχίσαμε και έψαχνα κάποια πινακίδα για το ελληνόφωνο χωριό Πενταδάκτυλο. Η ώρα περνούσε, υπολόγιζα τα χιλιόμετρα μέχρι το Reggio και πινακίδα δεν έβρισκα. Σε κάποια διασταύρωση είδαμε μια πινακίδα προς το Chorio, ελληνικό τοπωνύμιο και αυτό, οπότε την ακολουθήσαμε. Αφού δε βρήκαμε το χωριό που θέλαμε, τουλάχιστον θα βλέπαμε το Aspromonte, το ψηλό βουνό της περιοχής. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε και η διαδρομή γινόταν όλο και καλύτερη. Δάση από πεύκα και άλλα δέντρα, ποταμάκια και το ορεινό χωριό Galabadi. Σε ορισμένα σημεία τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά που ο ήλιος δεν έφτανε στο δρόμο. Βλέπαμε τα βουνά της Σικελίας στο βάθος. Συναντήσαμε κοπάδια από αγελάδες και κατσίκια και φτάσαμε στην κορυφή. Σταματήσαμε για λίγο για να ξεμουδιάσουμε και μετά κατηφορίσαμε προς το Reggio. Βρήκαμε το ξενοδοχείο Palace Masoanri, βρήκαμε θέση για το αυτοκίνητο στο ακριβώς απέναντι δρομάκι και γλυτώσαμε τα 50 ευρώ που ζήτησε η ρεσεψιονίστ για πάρκιν, και βγήκαμε βόλτα στο Lungomare, μια πολύ φαρδιά παραλιακή βόλτα με θέα τις ακτές της Σικελίας. Από κάτω υπήρχε παραλία με καμπίνες, λούνα παρκ και καφετέριες και ο κόσμος κολυμπούσε. Φάγαμε σε ένα wine bar, Il vino di bicchiere, και μετά βρήκαμε νοστιμότατο παγωτό στο Gran Caffe ακριβώς απέναντι από το λούνα παρκ. Στη βόλτα νοικιαζόντουσαν μεγάλα τετράτροχα ποδήλατα για τέσσερα άτομα. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Οικογένειες, παρέες νεαρών με τα κινητά τους και ηλικιωμένοι. Έχοντας φτάσει σε μια από τις σημαντικές πόλεις του ταξιδιού, πέσαμε για ύπνο ενώ στο μυαλό μου μπερδευόντουσαν όλες οι εικόνες των ημερών.
Το κύριο πλεονέκτημα αυτού του ξενοδοχείου είναι ότι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο αρχαιολογικό μουσείο που είναι γεμάτο με τα ευρήματα της περιοχής, με πιο γνωστά τα δύο χάλκινα αγάλματα των πολεμιστών του Ριάτσε. Εκτός από αυτά, ο πλούτος των εκθεμάτων είναι μοναδικός γιατί ξεκινούν από τα προϊστορικά χρόνια και δίνουν πλήρη εικόνα της περιοχής. Το πρωί, λοιπόν, το επισκεφτήκαμε, περπατήσαμε λίγο και μετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να επισκεφτούμε τις δυτικές ακτές της περιοχής.
Αναχώρηση από την παραλιακή διαδρομή, διασχίζουμε διάφορους παραλιακούς οικισμούς και πρώτος ενδιαφέρον σταθμός η Σκύλλα, με τον βράχο που θυμίζει το μυθικό τέρας και την εξαιρετική παραλία. Σε αντίθεση με τις ανατολικές ακτές που είναι κυρίως μια ευθεία, εδώ υπάρχουν μικρά κολπάκια, λιμανάκια και βράχοι που κάνουν τη διαδρομή πιο ενδιαφέρουσα. Σταματήσαμε σε ένα σούπερ μάρκετ και αγοράσαμε ποικιλία από ζυμαρικά και αλλαντικά από διάφορες περιοχές της Ιταλίας. Συνέχεια προς τη Nicotera που έχει πολύ ωραία θέα προς τον κάμπο και τη θάλασσα και μετά στο Capo Vaticano. Είδαμε τα νησιά του Αιόλου και το Stromboli στο βάθος και συνεχίσαμε προς το Vibo Valentia με το κάστρο και την παλιά πόλη του. Στο δρόμο προς Cosenza κάναμε μια στάση σε μια καντίνα για –άλλο ένα – panino. Το GPS δεν είχε το ξενοδοχείο το Rende αλλά ευτυχώς το βρήκα στον χάρτη. Μετά από λίγη ώρα άσκοπης ταλαιπωρίας και αφού είμαστε στην οδό Panagulis, είδα την πινακίδα του ξενοδοχείου. Η περιοχή είναι ένα νοικοκυρεμένο προάστιο με πολυκατοικίες και ξενοδοχεία. Φάγαμε στο ακριβώς απέναντι εστιατόριο μακαρονάδα ακούγοντας ζωντανή ιταλική Pop μουσική και μετά βρήκαμε το εξαιρετικό παγωτατζίδικο Imperio λίγο πιο κάτω. Στην Cosenza θα μέναμε δύο βραδιές με σκοπό να εξερευνήσουμε τα πέριξ πιο άνετα. Την άλλη μέρα, λοιπόν, πήγαμε στην Maratea, ένα πανέμορφο χωριό με ένα γραφικό λιμανάκι. Κατεβήκαμε σε μια μικρή παραλία περισσότερο για να τη δούμε παρά για να κολυμπήσουμε και μετά κάναμε μια στάση στο λιμανάκι. Στην κορυφή του βουνού υπήρχε ένα άγαλμα του Χριστού και από εκεί η θέα προς τον κόλπο του Πολύκαστρου ήταν μοναδική. Η ώρα περνούσε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, αφού πρώτα κάναμε μια γρήγορη επίσκεψη στο δάσος Sila. Πηγαίνοντας προς την Autostrada περάσαμε από μια λίμνη με μεγάλα ψάρια με το όνομα Lago Sirino, γύρω από την οποία ήταν κτισμένα λίγα σπίτια. Το τοπίο ήταν γαλήνιο και θύμιζε Αυστρία ή Ελβετία. Βγήκαμε στην autostrada και περνώντας γρήγορα από τις τεράστιες γέφυρες φτάσαμε στα πρώτα χωριά της Sila. Πευκοδάση και λίμνες συνθέτουν ένα αλπικό τοπίο, δίνοντας φοβερή ποικιλία στις διαδρομές. Ο χρόνος δε μας έφτανε για να περιηγηθούμε περισσότερο στην περιοχή και γυρίσαμε για βραδινό στην παλιά πόλη της Cosenza, με τα πολύ στενά δρομάκια, το κάστρο και τα καλάθια που κατέβαιναν στο ισόγειο από τα μπαλκόνια των πάνω ορόφων.
Προτελευταία ημέρα και φύγαμε για Lecce, με μια στάση στο Μετάποντο και το πολύ ενδιαφέρον μουσείο του. Μετά από τον Τάραντα στο τοπίο κυριαρχούν οι ελιές. Ωραία χωριά μέσα σε έναν ατελείωτο κάμπο. Σταματήσαμε στην Καλλίπολη για μεσημεριανό (ωραία τσιπούρα!), πήγαμε στο Calimera και είδαμε το ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο. Αργά το απόγευμα φτάσαμε στο Lecce με την απίθανη εκκλησία μπαρόκ. Βολτάραμε πολύ, φάγαμε πολύ ωραία στο Amici Miei και μετά για παγωτό στο Natale. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, πολύ ζωντανά και αρκετά τουριστικά.
Τελευταία ημέρα της περιήγησης αφιερωμένη στο Salento. Όλο νότια προς τη Santa Maria di Leuca, ένα λιμάνι με περιποιημένα εξοχικά σπίτια. Μετά ανεβήκαμε παραλιακά προς το Otranto. Διαδρομή παραλιακή με βραχώδεις παραλίες, σπήλαια και εξοχικά σπίτια στο Galatone. Περάσαμε και από το μεγάλο σπήλαιο Zinzulusa, το οποίο δεν επισκεφτήκαμε λόγω ζέστης. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω διασχίσαμε το ιαματικό κέντρο Santa Cesarea Terme. Φτάσαμε στο Otranto όπου κάναμε μια βόλτα στην πολύ ωραία παλιά πόλη, είδαμε την μαρίνα από ψηλά και φάγαμε ζυμαρικά. Γρήγορα-γρήγορα πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το Brindisi ώστε να παραδώσουμε το αυτοκίνητο εγκαίρως.
Συνολικά διανύσαμε περίπου 2.500 χιλιόμετρα, τα περισσότερα σε δευτερεύοντες επαρχιακούς δρόμους, παρόμοιους με τις δικές μας παλιές εθνικές οδούς. Αλλού περνούσαμε μέσα από χωριά με όμορφα σπιτάκια πνιγμένα στα λουλούδια ενώ αλλού το θέαμα θύμιζε τις χειρότερες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας. Πολλές παραλίες φαινόντουσαν όμορφες ˙ αλλού ήταν οργανωμένες χωρίς δυνατές μουσικές ˙ αλλού ήταν σχεδόν έρημες. Δεν κολυμπήσαμε πουθενά γιατί μας ενδιέφερε κυρίως η περιήγηση. Η οδήγηση ήταν εύκολη και άνετη και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα ασφάλειας. Αγγλικά μιλούν με άνεση μόνο στα ξενοδοχεία ˙ στα περισσότερα μέρη συνεννοηθήκαμε με τα λιγοστά Ιταλικά που μάθαμε επιτόπου. Σε κάθε πόλη υπάρχει το centro storico, το ιστορικό κέντρο δηλαδή, το οποίο έχει παλιά σπίτια, εκκλησίες, πλατείες, ίσως ένα κάστρο και συχνά είναι πεζοδρομημένο. Στην είσοδο παλιών ναών ή άλλων σημαντικών κτηρίων υπήρχαν επεξηγηματικές πινακίδες στα ιταλικα και τα αγγλικά. Η εκδρομή στοίχισε ~ 1000 ευρώ το άτομο (αεροπορικά, διανυκτέρευση, διατροφή, αυτοκίνητο, βενζίνη). Ο καιρός ήταν ζεστός, δηλαδή το μεσημέρι έφτανε τους 33 βαθμούς χωρίς να φυσάει. Το βραδάκι ήταν δροσερά.
Θα ήθελα πολύ να ξαναπάω, κυρίως για να γυρίσω πιο άνετα την περιοχή του Salento και τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Όχι τόσο επειδή είναι ελληνόφωνα, έτσι και αλλιώς οι πιθανότητες να πετύχουμε τυχαία κάποιον που μιλάει τη διάλεκτο είναι μάλλον απίθανη, όσο για την ομορφιά του τοπίου. Θα προτιμούσα να πάω μια εποχή με λιγότερη ζέστη, ώστε να μπορέσω να περπατήσω τα χωριουδάκια ή τον Αύγουστο ώστε να πάω στα διάφορα φεστιβάλ.
* Σημείωση: Δεν αναφέρω τουριστικές πληροφορίες σε αυτό το κείμενο γιατί μπορείτε να τις βρείτε σε ένα σωρό βιβλία ή sites, εξάλλου δεν είμαι ιστορικός ούτε αρχαιολόγος... Ο σκοπός είναι να καταγράψω τις διαδρομές και να αναφέρω τις δικές μας εντυπώσεις, δηλαδή να γράψω κάτι σαν αυτό που έψαχνα πριν πάω!*
Attachments
-
20,9 KB Προβολές: 279