tol_pap
Member
- Μηνύματα
- 420
- Likes
- 476
- Επόμενο Ταξίδι
- Αγγλία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Πανόραμα Β. Αμερικής!!!
Ήρθε το καλοκαιράκι του 2014, παίρνουμε καράβι και βουρ για Δωδεκάνησα για 2η συνεχόμενη χρονιά. Μετά το 2013 που επισκεφτήκαμε την Κάλυμνο, την Τέλενδο, την Ψέριμο, την Κω, την Νίσυρο, την Τήλο, την Σύμη και το Καστελόριζο ήρθε η σειρά των υπόλοιπων Βόρειων και Κεντρικών νησιών της Δωδεκανήσου.
Είκοσι μία μέρες από 12-6 έως 2-7 στην Αστυπάλαια, στην Κάλυμνο, στους Λειψούς, στους Αρκιούς, στην Πάτμο, στο Αγαθονήσι και στην Κω ξανά. Γιατί Ιούνιο? Δεν έχει καύσωνες, δεν έχει αέριδες (συνήθως), φτηνά δωμάτια και τρομερά φιλικοί άνθρωποι, που δεν έχουν εξαντληθεί από τον χαμό του Ιουλίου και του Αυγούστου. Δεύτερη συνεχόμενη χρονιά Ιούνιο και τον προτιμούμε από τον Σεπτέμβριο που νυχτώνει νωρίς και έχει τα αεράκια του.
Ας ξεκινήσουμε………..
1.- Αστυπάλαια (6 νύχτες):
Ταξίδι:
Πειραιάς à Αθήνα με το BluestarNaxos. Δύσκολο ταξίδι, διαρκεί πολλές ώρες (περίπου 10), το δε πλοίο πάλιωσε πλέον, οι χώροι του για ύπνο πολύ λίγοι (το πλοίο φτάνει κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, αφού περάσει από Πάρο, Νάξο, Δονούσα, Αιγειάλη Αμοργού) το δε κρύο όπως σε κάθε bluestarπλοίο αν δεν έχεις μπουφανάκι ή ζακέτα κλαις……..
Μόλις φτάσαμε κατεβήκαμε από το πλοίο κανά 20 άνθρωποι εκ των οποίων τουρίστες ήμαστε μόνο εγω και η γυναίκα μου (η Δήμητρα μου). Καβαλήσαμε το μηχανάκι και κατευθυνθήκαμε από το λιμάνι του Αγ. Ανδρέα στα Βόρεια του νησιού προς τον Πέρα Γυαλό, το παλιό λιμάνι του νησιού για ύπνο φυσικά.
Είχα κλίσει τηλεφωνικά ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο στον Γυαλό για τέσσερις νύχτες, το «Δελφίνι» (www.astypalaia-dolphin.gr), σε πάρα πολύ καλή τιμή με 30€ τη βραδιά (είχε και φτηνότερα αλλά στο Λιβάδι). Μας περίμενε η σπιτονοικοκυρά, πολύ καλή κυρία, μας πήγε στο δωμάτιο και μόλις άνοιξε την μπαλκονόπορτα και είδα την θέα, έπαθα……. ΣΟΚ, εγκεφαλικά κτλ……
1η Μέρα:
Μόλις ξύπνησα πήγα στο MiniMarketνα ψωνίσω τα αναγκαία εφόδια για το σούπερ και πλήρες πρωινό. Αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες με ενέργεια ξεκινήσαμε για τι άλλο παραλία.
Την πρώτη μας ημέρα διάλεξα την παραλία Βάτσες. Πήραμε το δρόμο για το Λιβάδι, συνεχίσαμε έως το τέλος του ασφαλτόδρομου και στη συνέχεια χωματόδρομος για περίπου μισή ώρα. Ο δρόμος γενικά δύσκολος για δίκυκλο αλλά τα καταφέραμε. Η παραλία σε αποζημιώνει αρκετά θα έλεγα. Μεγάλη αμμουδερή παραλία, με φυσική σκιά και μπλε νερά, να κοιτά το νότο. Δεν υπήρχαν (ευτυχώς) ξαπλώστρες, αλλά υπήρχε ένα μικρό beach-bar, που σέρβιρε ποιοτικό καφέ, κρύες μπύρες, cocktailsαλλά και σαλάτες. Στην μεριά του Barυπήρχαν και περίπου 10 ομπρέλες με φύλλα φοίνικα (ΔΩΡΕΑΝ εννοείται). Μπάνιο έκανα μόνο εγώ. Γιατί? Ερχόμαστε στα μειονεκτήματα της παραλίας πέραν του δύσκολου χωματόδρομου. Την πιάνουν οι αέριδες παντώς κατεύθυνσης (εκείνη την ημέρα ξαφνικά το γύρισε σε 6αρι) και ο ήλιος παρόλο που ήταν Ιούνιος κρύβοντας σχετικά νωρίς πίσω από το παρακείμενο βουνό με αποτέλεσμα να κρυώνεις. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ μας είπε πως τον Αύγουστο που ο ήλιος είναι πιο κάτω η ζέστη κρατάει περισσότερο.
Φεύγοντας από τις Βάτσες αποφασίσαμε να μην πάμε σε άλλη παραλία και έτσι δράττοντας την ευκαιρία για εξερεύνηση, πήραμε τον ασφαλτόδρομο προς τα ανατολικά του νησιού. Περάσαμε από τον έτερο οικισμό του νησιού την Μαλτεζάνα ή Ανάληψη, αρκετές παραλίες στον διάβα μας και αφού τελείωσε η άσφαλτος στην παραλία του Σχοινώντα, πήραμε το χωματόδρομο για το τελευταίο οικισμό του νησιού, το Βαθύ. Ο χωματόδρομος στα ίδια με πριν και μετά από 40΄ περίπου λεπτά συνολικής διαδρομής από τον Πέρα Γυαλό φτάσαμε στον πολύ μικρό οικισμό. Δεν έχει παραλίες, παρά μόνο λίγα εγκαταλειμμένα σπίτια και ένα γραφικό ταβερνάκι. Μόλις μυρίσαμε τα τηγανιτά δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε και καθίσαμε. Φάγαμε Σουπιά Τηγανιτή (Φρέσκια χωρίς να έχει πρώτα βραστεί, η οποία περίμενα να είναι σαν λάστιχο αλλά η γεύση και η υφή της πραγματικά τρομερή). Γιατί αξίζει να κάνεις το χωματόδρομο έως το Βαθύ: θα δεις έναν τεράστιο όρμο με πολύ λίγα σκάφη που μοιάζει με λίμνη, μία εικόνα σπάνια και πολύ όμορφη. Στο γυρισμό επίσης μπορείς να επισκεφτείς το εκκλησάκι της Παναγιάς Πουλαριανής.
Αφού χορτάσαμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μπανάκι, μία μπύρα στο υπέροχο μπαλκονάκι μας με αυτή την απίστευτη θέα και δυστυχώς ύπνο γιατί η σύζυγος ήταν σκέτο πτώμα (έτσι και αλλιώς είχα συνηθίσει το πρώτο βράδυ πάντα μέναμε σπίτι).
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα μετά το καθιερωμένο πρωινό βεβαίως-βεβαίως ξεκινήσαμε για μία ακόμη υπέροχη παραλία τα Καμινάκια. Ο δρόμος κοινός με τις Βάτσες, πλην όμως στην αρχή του χωματόδρομου υπάρχει σχετική διακλάδωση των δρόμων: αριστερά Βάτσες – δεξιά Καμινάκια. Ο χωματόδρομος εξίσου δύσκολος για δίκυκλο (για αυτοκίνητα είναι σχετικά βατός – εξαρτάται και από το πόσο τον έφτιαξαν τα μηχανήματα του Δήμου και οι βροχές), αλλά τα καταφέραμε να φτάσουμε περίπου μετά από μισή ώρα διαδρομής, γύρω στις 12:00. Η παραλία τεράστια, με καταγάλανα νερά, άμμο στα περισσότερα σημεία και λίγο χαλικάκι. Υπήρχε φυσική σκιά στα δεξιά με πολλά αρμυρίκια και τζιτζίκια βέβαια. Επίσης, στην παραλία υπήρχαν και δύο ταβερνάκια, η πρώτη ταβέρνα «η ταβέρνα της Λίντας» σχεδόν δίπλα στη θάλασσα και ακόμη μία ακριβώς από πίσω, με περίεργο μουσικό ρεπερτόριο και διακόσμηση. Στην παραλία υπήρχαν και μερικές ξαπλώστρες που είχε βάλει η Λίντα αλλά από ότι θυμάμαι δεν τις πλήρωνες. Το μεσημεράκι μας βρήκε στης Λίντας για μεζεδάκι και μπύρα έτσι για σπάσει η πείνα μας. Δυστυχώς τα γραφόμενα στο διαδίκτυο επαληθεύτηκαν και η επιλογές μας πολύ λίγες και όταν λέμε πολύ λίγες εννοούμε κολοκυθοκεφτέδες και χωριάτικη, ενώ μύριζε κατσικάκι το οποίο η Λίντα μας είπε πως ήταν για την οικογένεια. Σε γενικές γραμμές ήταν καλά αλλά δεν θα ξαναπήγαινα.
Επόμενη στάση η παραλία του Αγ. Κωνσταντίνου. Λίγο αφού τελειώσει ο ασφαλτόδρομος ξεκινά ο έτερος πολύ βατός χωματόδρομος της παραλίας και μετά από πολύ λίγο βρίσκεσαι στην παραλία. Η παραλία δυστυχώς βορεινή (και εκτεθειμένη στους ανέμου), με άμμο, αρμυρίκια για σκιά, πεντακάθαρα νερά, baech-bar, ξαπλώστρες και ένα ταβερνάκι. Το ακατανίκητο ατού της η απίστευτη θέα προς την Χώρα. Μπανάκι ένα καφεδάκι στο χαλαρό λόγο Ιουνίου μπαράκι και επιστροφή για το δωμάτιο.
Το απογευματάκι μας βρήκε στη Χώρα. Περπάτημα στα γραφικά της στενά. Πανέμορφα σπιτάκια με το χαρακτηριστικό λευκό και γαλάζιο, πλην όμως πολύ λίγοι κάτοικοι, τα περισσότερα σπίτια ανήκαν σε αλλοδαπούς της Ευρώπης και ήταν κλειστά. Μετά από λίγο περπάτημα φτάσαμε στο Κάστρο των Κιερίνι, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Περιπλανηθήκαμε μέσα στο επισκέψιμο βεβαίως Κάστρο, με τις δύο πανέμορφες εκκλησίες και την ατελείωτη θέα προς πάσα κατεύθυνση. Σε περίπτωση που βρεθείτε εκεί μην ξεχάσετε να ανεβείτε σε κάποια από τις ταράτσες αξίζει. Δυστυχώς λόγω του ορεινού όγκου στην πλάτη της Χώρας ο ήλιος χάνετε πάρα πολύ νωρίς χωρίς φυσικά ηλιοβασίλεμα.
Το βραδάκι μας βρήκε με τα στομάχια άδεια στην κεντρική πλατεία με τους φωτιζόμενους ανεμόμυλους. Κάναμε μία σύντομη βολτούλα και καθίσαμε για φαγητό σε μία από τις ταβέρνες της πλατείας την «Αγέρι». Τρομερός κατάλογος φτηνές τιμές και υπέροχο φαγητό με θέα προς το Κάστρο και το φεγγάρι να λούζει τη Χώρα. Κότσι και Κατσικάκι Φούρνου στην καλύτερη του μορφή ο δε λογαριασμός αστεία φτηνός για την ποσότητα, ποιότητα και φυσικά την τοποθεσία.
3η Μέρα:
Η τρίτη μας μέρα με βρήκε αξημέρωτα στο μηχανάκι να κινούμε προς το ελικοδρόμιο. Άφησα το μηχανάκι και ξεκίνησε η πρωινή γυμναστική. Τι καλύτερο από πεζοπορία σε ένα πανέμορφο κυκλαδίτικο νησί όπως η Αστυπάλαια. Ο προορισμός μου ήταν το Μοναστήρι της Παναγιάς της Φλεβαριώτισσας. Εύκολη διαδρομή ουσιαστικά πάνω στον υπάρχον χωματόδρομο, που εξυπηρετεί τα αμέτρητα μαντριά των κατσικιών (τα κατσίκια ήταν σίγουρα πιο πολλά από τους κατοίκους). Δυστυχώς μόλις έφτασα συνειδητοποίησα πως ο η κεντρική καγκελόπορτα του μοναστηριού ήταν κλειδωμένη (αργότερα έμαθα ότι τα κλειδιά τα έχει ο βοσκός της παρακείμενου στάνης. Η διαδρομή πήγαινε-έλα κράτησε περίπου μία ώρα.
Μετά το πρωινό μας αφού ξύπνησε και η Δήμητρα μου ξεκινήσαμε για τη Μαλτεζάνα ή Ανάληψη, ένα γραφικό ψαροχώρι στο μέσο του νησιού, εκεί που ενώνονται το Μέσα με το Έξω νησί της πεταλούδας της Αστυπαλιάς, όπως της λένε η ντόπιοι. Η Μαλτεζάνα βρίσκεται πολύ κοντά και στο αεροδρόμιο του νησιού. Από εκεί πήραμε ένα τουριστικό καΐκι του Αντώνη με προορισμό τα δύο μικρά νησάκια κάτω από την Αστυπάλαια την Κουνούπα και το Κουτσομήτη. Υπήρχε και καΐκι από τον Πέρα Γυαλό, αλλά την ημέρα εκείνη δεν είχε δρομολόγιο. Οι διαφορές τους: α) Εισιτήριο: 12,5€ από Μαλτεζάνα – 15€ από Πέρα Γυαλό, β) Διαδρομή: 1 ώρα από Μαλτεζάνα – 50΄ από Πέρα Γυαλό και γ) το καΐκι του Αντώνη δεν έχει τουαλέτα. Τώρα οι επιλογές δικές σας.
Πρώτα φτάσαμε στην Κουνούπα. Υπέροχη παραλία, με πολύ λεπτό βότσαλο, καταπράσινα νερά και την εξής ιδιαιτερότητα: ουσιαστικά είναι δύο παραλίες αφού μία στενή λωρίδα γης ενώνει δύο κομμάτια του μικρού νησιού δίνοντας δύο παραλίες αντικριστές, όπως στο Σίμο και την Κολώνα της Κύθνου. Δυστυχώς δεν υπάρχει σκιά αλλά ο Αντώνης προσφέρει τις 3 ομπρέλες που έχει για όποιον προλάβει. Επίσης, μπορείς να καθίσεις στο σκιερό καΐκι για συνεχείς βούτες στα καταπράσινα νερά και ο Αντώνης θα σε πετάξει όσες φορές θέλεις μέσα έξω με το βαρκάκι. Εκεί μείναμε περίπου 2,5 ώρες, χρόνος υπεραρκετός για να χορτάσεις την υπέροχη παραλία.
Στη συνέχεια και μετά από 15΄ λεπτά διαδρομής βρεθήκαμε στο στενό ανάμεσα στην νησίδα Κουτσομήτη και Τηγάνι. Εκεί τα νερά ακόμη πιο εκπληκτικά. Αβαθή σε πολλά σημεία με έντονα ανοιχτά πράσινα και μπλε χρώματα που δεν πάει ο νους σου. Όπως και στην Κουνούπα εδώ δεν υπάρχει φυσική σκιά και η γενόμενες παραλίες ήταν από χοντρό βότσαλο. Εμείς προτιμήσαμε να μείνουμε για βουτιές στο καΐκι. Καμιά ώρα πριν φύγουμε ο Αντώνης έψησε φρέσκα ψάρια και ένα χταπόδι στην παραλία, τα οποία μαζί με ντομάτα και αγγούρι στο χέρι φυσικά φάγαμε μαζί με τους υπολοίπους ταξιδιώτες. Η τιμή τους 5€ το άτομο, αξία πολύ μικρή για τόσο φρέσκα και νόστιμα ψάρια.
Κατά τις 18:00 μας άφησε στην Μαλτεζάνα και γυρίσαμε γρήγορα να ετοιμαστούμε γιατί έπαιζε η Εθνική με την Κολομβία για το Μουντιάλ. Ετοιμαστήκαμε γρήγορα και το δειλινό μας βρήκε σε μία από τις καφετέριες του πεζόδρομου στον Πέρα Γυαλό για τον Αγώνα. Αφού χάσαμε πήγαμε να πνίξουμε τη θλίψη της ταπεινωτικής ήττας με 3-0 σε μία γλυκιά απόλαυση στο καφέ-μπαρ Αρχιπέλαγος. Τρομερή θέα προς το Κάστρο, σε ένα υπέροχο χώρο με σκοτεινά τραπεζάκια, μεθυστική ατμόσφαιρα, χαλαρωτική μουσική και πολλά γλυκά. Συνοδεία του αφρώδες οίνου που επιλέξαμε να πιούμε φάγαμε μιλ-φέιγ μαυροκέρασο, το οποίο ήταν σχετικά μέτριο παρά τη φήμη του, διότι η σφολιάτα του ήταν πανιασμένη. Εν πάσει περιπτώσει περάσαμε υπέροχα, ο χώρος είναι τρομερός και το συστήνω ανεπιφύλακτα (must-see του νησιού).
4η Μέρα:
Φτάσαμε αισίως και στην «τελευταία» μας μέρα στο νησί. Μετά το καθιερωμένο πρωινό στην μπαλκονάρα και την απίστευτη θέα ξεκινήσαμε για παραλία. Πήραμε το δρόμο για τη Μαλτεζάνα και συγκεκριμένα για το φημισμένο Μπλε Λιμανάκι. Αφού φτάσεις στο οικισμό στην αρχή του παραλιακού δρόμου θα βρεις σχετική πινακίδα και ένα βατό και σύντομο χωματόδρομο για την παραλία. Περπατάς κάπου 50 με 100 μέτρα και ψιλά από τα βράχια βλέπεις ένα υπέροχο μικρό κολπίσκο με ψιλό βοτσαλάκι και απίστευτα γαλάζια νερά και όταν γράφω απίστευτα το εννοώ. Δυστυχώς την ημέρα εκείνη φύσαγε νοτιάς και η άσχημη μυρωδιά θάλασσας μας έκανε να φύγουμε αμέσως μετά τις καθιερωμένες φωτογραφίες βεβαίως.
Στεναχωρημένοι για την ατυχία μας ξεκινήσαμε για μία παρόμοια παραλία, τις Πλάκες. Στο δρόμο προς την Χώρα υπάρχει σχετικό πλάτωμα στα αριστερά του δρόμου με πινακίδα. Αφήνεις το όχημα σου εκεί και μετά από 200 μέτρα πολύ εύκολου μονοπατιού θα βρεθείς στον υπέροχο κόλπο Πλάκες. Εκεί έχεις δύο επιλογές, ή να μείνεις στα λεία βράχια για βουτιές στα βαθιά ή να πας στην μικρή παραλία με βοτσαλάκι στα δεξιά. Εμείς επιλέξαμε το 2ο διότι η μικρή σπηλιά δημιουργούσε φυσική σκιά (ήταν καταμεσήμερο). Η παραλία μικρή, με βοτσαλάκι όπως προείπα και πεντακάθαρα μπλε νερά. Υπήρχε ένα μικρό κυματάκι αλλά τίποτε το ενοχλητικό. Το μόνο πρόβλημα στην παραλία είναι τα έντομα που υπάρχουν εκεί.
Μετά από κάνα 2ώρο φύγαμε και ξεκινήσαμε για την τελευταία μας παραλία στο νησί (το νησί είχε ακόμη πολλές που δεν επισκεφτήκαμε, αλλά πιστεύω πως διαλέξαμε τις καλύτερες), τα Τζανάκια. Μετά το Λιβάδι στο δρόμο για τον Αγ. Κωνσταντίνο υπάρχει σχετική πινακίδα για την παραλία. Αφήνεις και πάλι το όχημα στο σχετικό πλάτωμα του δρόμου και το μονοπάτι αυτή τη φορά είναι κάπως πιο δύσκολο κάπου 300 μέτρα. Η παραλία τώρα, καταρχάς είναι παραλία γυμνιστών, από εκεί και πέρα. Χοντρό βότσαλο, πεντακάθαρα κρυστάλλινα νερά αλλά δεν υπάρχει σκιά. Όσο αναφορά τους γυμνιστές: οι περισσότεροι φιλικοί αλλά κάποιοι ενοχλούνται που δεν είσαι και εσύ γυμνός ή βγάζεις φωτογραφίες τη θέα της Χώρας απέναντι χωρίς να βρίσκονται στο πλάνο. Για όποιον δεν έχει πρόβλημα με το συγκεκριμένο είδος τουριστών και την έλλειψη σκιάς (είναι δύσκολο να βάλεις και ομπρέλα εκεί) την παραλία τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Το απόγευμα μας βρήκε στο μπαλκόνι μας με κρύες μπύρες έως ότου ετοιμαστούμε για φαγητό. Δεν θα φεύγαμε από το νησί χωρίς να πάμε στην ψαροταβέρνα «Ακρογιάλι» που άνηκε στην σπιτονοικοκυρά μας. Οικογενειακή με όλη τη σημασία της λέξης ταβέρνα με τη Γιαγιά τις δύο τις κόρες και την εγγονή να δουλεύουν μόνες τους αυτή την υπέροχη ταβέρνα. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος καθίσαμε στο καλύτερο τραπέζι κυριολεκτικά πάνω στην παραλία του Πέρα Γυαλού. Παραγγείλαμε ποικιλία από χειροποίητους κεφτέδες όλων των λογιών, τηγανιτά μπαρμπουνάκια ημέρας (μόνο 30€ το κιλό πώς να αντισταθείς) και φυσικά χωριάτικη με ντόπιο τυρί. Όλα πεντανόστιμα. Ο δε λογαριασμός φτηνός όπως πάντα στο νησί.
Μετά το υπέροχο φαγητό ξεκινήσαμε για παγωτάκι από την υπέροχη chocolaterrrieακριβώς πάνω από την ψαροταβέρνα και βραδινή βολτούλα στην πλατεία.
Εκεί αρχίζει το ΜΠΑΜ στην ιστορία μου……
Φτάνοντας στην πλατεία ήθελα να αγοράσω ένα μαγνητάκι για το ψυγείο. Δυστυχώς το μαγαζί είχε κλείσει και την επόμενη ημέρα 11:30 φεύγαμε για Πάτμο (μία διανυκτέρευση) και από εκεί Λέρο. Τηλεφώνησα στον ιδιοκτήτη (είχε κινητό στην πόρτα) και δυστυχώς με ενημέρωσε πως το καράβι από Κάλυμνο δεν θα έρχονταν την επομένη. Πρώτο ΜΠΑΜ πάει όλο το πρόγραμμα. Το επόμενο πλοίο, Πέμπτη πρωί, δεύτερο ΜΠΑΜ. Το πλοίο μας ακυρώθηκε την ημέρα που ταξιδεύαμε από Πειραιά και εγώ είχα σκοπό να αγοράσω τα εισιτήρια λίγο πριν φύγουμε για Κάλυμνο, με αποτέλεσμα να μην μάθω τι συνέβη. Κάθε εμπόδιο σε καλό όμως γιατί αν το μαθαίναμε νωρίτερα θα είχαμε φύγει από τα ξημερώματα της 4ης ημέρας και αυτά που είδαμε σε τρεις ημέρες ήταν σχεδόν τίποτα. Έτσι αποφασίσαμε να απολαύσουμε τις υπόλοιπες 3 ημέρες μας στο υπέροχο αυτό νησί.
5η Μέρα:
Ξεκινάνε οι extraημέρες μας στο νησί. Η απόφαση που έμενε να παρθεί ήταν θα πάμε σε παραλίες που δεν είχαμε πάει ή ξανά σε αυτές που μας άρεσαν; Εκεί δεν υπήρχε ξεκάθαρη απάντηση και αποφασίσαμε να βγούμε από τη λογική του προγράμματος. Έτσι ξεκινήσαμε εκ νέου για τα Καμινάκια. Ξανά ο ατελείωτος χωματόδρομος αλλά όπως και την προηγούμενη φορά άξιζε και με το παραπάνω ο κόπος. Δεν φύσαγε καθόλου και τα νερά ήταν σκέτη απόλαυση.
Αφού το απολαύσαμε – εννοείται δεν ξανακαθίσαμε στην ταβέρνα της Λίντας – πήραμε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να έχουμε αποφασίσει σε ποια παραλία θα πάμε για ακόμη ένα μπανάκι….. Μόλις φτάσαμε στη διασταύρωση για Βάτσες όμως λέμε αφού τον φάγαμε τον χωματόδρομο ας τον φάμε για τα καλά, έτσι κατεβήκαμε στις Βάτσες. Δεν απλώσαμε ψάθες και καθίσαμε κατ’ ευθείαν στο beachbar, φάγαμε μία υπέροχη σαλάτα με ντόπια προϊόντα, ‘’σφίξαμε’’ και μία μπυρίτσα. Δυστυχώς αυτή τη φορά διαπιστώσαμε και το μειονέκτημα που προανέφερα για την παραλία στην 1η μέρα που είχαμε βρεθεί εκεί, ο ήλιος χάνεται πολύ νωρίς (γύρω στις 6) πίσω από ένα βράχο και σε συνδυασμό με τους αέριδες που στην παραλία είναι δεδομένοι αρχίζεις να κρυώνεις με μόνη λύση την επιστροφή.
Για το βράδυ είχαμε κανονίσει κάτι εκπληκτικό, πήγαμε για φαγητό στο εστιατόριο «Ακτή». Τρομερός χώρος με τραπεζάκια σε ένα μικρό γκρεμό με κάποια από αυτά να είναι εντελώς απομονωμένα. Ο φωτισμός χαλαρωτικός, το φαγητό ιδιαίτερα δημιουργικό με πολύ καλές τιμές. Το καλύτερο πιάτο που δοκιμάσαμε ήταν κριθαρότο με φρέσκια σουπιά συνοδεία λευκού κρασιού Semillon. Για γλυκάκι το μαγαζί σέρβιρε χειροποίητα σιροπιαστά και μόλις τους είπαμε ότι δε θέλαμε ο chefήρθε στο τραπέζι και μας ανέφερε πως θα μας φτιάξει pancakesμε μαρμελάδα κρεμμυδιού και όλα αυτά εννοείτε δωρεάν. Καθίσαμε αρκέτες ώρες, η θέα προς τη Χώρα, το Κάστρο και το Γυαλό ήταν απαράμιλη με αποτέλεσμα να μην θέλεις να την αφήσεις.
6η Μέρα:
Η αρχή της έκτης ημέρας με βρήκε πριν καν ξημερώσει να έχω ανέβει στο μηχανάκι με προορισμό τον ταμιευτήρα νερού του νησιού πάνω από το Λιβάδι. Από εκεί ξεκίνησε η πεζοπορία μου προς τη θέση Σταυρός και το αντίστοιχο ξωκλήσι, παράλληλα με την τεχνητή λίμνη του νησιού. Η διαδρομή σχετικά εύκολη για πεζοπορία και μικρή σε διάρκεια (6,5 χλμ με την επιστροφή σε μιάμιση ώρα). Η θέα από τα ψηλά ήταν εκπληκτική βλέποντας τον ήλιο να ξαμυτά μέσα από τα κύματα και να ανεβαίνει σιγά-σιγά λούζοντας το νησί με τις χρυσές του ακτίνες.
Πάμε στο θέμα παραλία τώρα. Αρχικά πήγαμε σε μία από τις τρεις αμμουδιές του νησιού τη Χρυσή Άμμο, που μας την πρότεινε ο σερβιτόρος από το χθεσινό εστιατόριο. Η παραλία είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο και θα τη βρεις ακλουθώντας τις σχετικές πινακίδες, με ένα φυσικά χωματόδρομο, πολύ βατό όμως. Μικρή παραλία, με ψιλή άμμο και καθαρά νερά. Δεν μας άρεσε όμως επειδή είχε ένα μικρό κυματάκι και φύγαμε. Οι άλλες δύο παραλίες με άμμο είναι το Στενό και η Ψιλή Άμμος. Η πρώτη βρίσκεται στην στενή λωρίδα γης που ενώνει τα δύο φτερά της πεταλούδας του νησιού, το Μέσα και το Έξω νησί, με beachbarπου δεν είχε ακόμη ανοίξει, ήσυχη αλλά πολύ ριχά, πλην όμως πεντακάθαρα νερά με αποτέλεσμα να μην την προτιμήσουμε. Η έτερη αμμουδερή παραλία ήταν βορεινή (όπως και το Βαΐ) και οι άνεμοι την κάνανε Baywatch.
Τελικά καταλήξαμε στο Μπλε Λιμανάκι, δίπλα στην Μαλτεζάνα. Το είχαμε επισκεφτεί και την 4η μέρα αλλά η μυρωδιά λόγω νοτιά ήταν αφόρητη έτσι δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε τα ζαφειρένια νερά του. Η παραλία είναι ένας πολύ μικρός κόλπος με βοτσαλάκι και παντελή έλλειψη σκιάς. Τα νερά όμως αποζημιώνουν ακόμη και την πιθανή ηλίαση. Το μεγάλο μειονέκτημα της παραλίας είναι το μικρό της μέγεθος. Στη fullseasonδεν υπάρχει χώρος να αφήσεις ούτε καν τα πράγματα σου (πόσο μάλλον να ξαπλώσεις) και μας είπαν ότι περιμένεις πάνω και μόλις φύγει κάποιος τρέχεις να προλάβεις. Να και τα καλά του ιουνιάτικου τουρισμού που λατρεύω. Μας άρεσε τόσο πολύ που δεν θέλαμε να φύγουμε, καθίσαμε για πρώτη φορά σε μόνο μία παραλία.
Το απογευματάκι πριν δύσει ο ήλιος επισκεφτήκαμε ξανά το Κάστρο των Κιερίνι για μία ακόμη βόλτα στα μεσαιωνικά του χαλάσματα. Η ώρα εκείνη είναι εκπληκτική στο σημείο. Η ώρα πέρναγε και το στομάχι ζητούσε να γεμίσει. Πήγαμε ξανά στην ψαροταβέρνα «Ακρογιάλι», αυτή τη φορά για να δοκιμάσουμε την σπεσιαλιτέ, ΑΣΤΑΚΟΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ. Η παραγγελία απλή λευκό κρασί και πήγαμε μαζί με την εγγονή-σερβιτόρα να διαλέξω έναν ζωντανό αστακό. Δυστυχώς, ο μεγαλύτερος ήταν 800 γρ., αλλά δεν πειράζει το ζουμί είναι που μετράει. Ζήτησα ως ζυμαρικό baveteή ταλιατέλες και η σερβιτόρα πήγε σπίτι να πάρει γιατί δεν είχαν, αν δεν είναι εξυπηρέτηση που σε σκλαβώνει τότε τι είναι. Αφού τελείωσε η μάχη με το οστρακόδερμο και τις σάλτσες (εννοείτε πως λερώθηκα όπως είθισται), ήπιαμε το κρασάκι μας και αρχίσαμε τη συζήτηση με τους μαγαζάτορες. Η δουλειά είχε πέσει και μπορούσαν οι άνθρωποι να μας εξιστορήσουν τη ζωή τους εκεί το καλοκαίρι, το χειμώνα καθώς να μας κάνουν τα παράπονα τους ως νησιώτες πολλές φορές ξεχασμένοι. Τότε ήρθε και το καλύτερο της υπόθεσης ο λογαριασμός. Η τιμή του αστακού ήταν 60€ το κιλό. Εμείς πληρώσαμε 30€, δεν μας χρέωσαν ούτε τη μακαρονάδα, ούτε το κρασάκι ούτε τα 300 γρ. του αστακού από το μισό κιλό ως τα 800. Τι να πω οι άνθρωποι αξιαγάπητοι.
7η Μέρα:
Αισίως ήρθε και η τελευταία μας ημέρα στην πεταλούδα του Αιγαίου. Ακόμη ένα πρωινό λίγο πριν ξημερώσει με βρήκε στο μηχανάκι με προορισμό τον Αγ. Γιάννη τον Μακρύ. Από εκεί κατάβαση στην ομώνυμη παραλία. Εύκολη διαδρομή με νερά και μικρούς καταρράκτες. Μόλις έφτασα κάτω δεν μπορούσα να αντισταθώ, τα πέταξα όλα και όταν λέμε όλα και βούτηξα στα υπέροχα, γαλάζια και γαλήνια νερά της παραλίας. Η επιστροφή κάπως πιο δύσκολη, αλλά βατή.
Μόλις ξεκινήσαμε για παραλία η Δημητρούλα μου είχε την ιδέα να πάμε πάλι στα νησάκια με τα υπέροχα νερά, έτσι ξεκινήσαμε για την Ανάληψη και να πάρουμε πάλι το καΐκι του Αντώνη. Δυστυχώς εκείνη την ημέρα φυσούσε νοτιάς και είχε μαζέψει σύννεφα υγρασίας αλλά η ζέστη κανονικά στα ύψη. Αυτή τη φορά ακολουθήσαμε διαφορετική διαδρομή: πήγαμε πρώτα στενή Κουνούπα και μετά στο Κουτσομήτη. Αυτή τη φορά επιλέξαμε να μην φάμε ψαράκια και μας κόψουν την όρεξη.
Μόλις γυρίσαμε στην Μαλτεζάνα επισκεφτήκαμε την παραλία του Σχοινώντα. Δεν πήγαμε για μπάνιο αλλά για φαγητό στην πιο mustταβέρνα του νησιού την «Αστυφαγιά». Ο ιδιοκτήτης σε υποδέχεται να σε κερδίζει με την πρώτη στιγμή. Πολύ εξυπηρετικός και ζεστός. Ο κατάλογος πλούσιος με όλων των λογιών τα μεζεδάκια, σαλάτες, θαλασσινά και πολλά άλλα, δεν ήξερες τι να πρωτοπαραγγήλεις. Όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ νόστιμα, οι δε τιμές του μαγαζιού ήταν ακόμη πιο φτηνές από τα υπόλοιπα μαγαζιά του νησιού, παρόλο που ήταν το μαγαζί με τη μεγαλύτερη ζήτηση. Ο χώρος πολύ ζωντανός, με λευκή διακόσμηση και θέα στην παραλία του Σχοινώντα. Πριν φύγουμε ο ιδιοκτήτης μας πρότεινε τι πρέπει να δούμε στο νησί δίνοντας μας έναν χάρτη σημειώνοντας τα επάνω, χωρίς να ξέρει ότι φεύγουμε την επόμενη και ότι έχουμε γυρίσεις σχεδόν τα πάντα. Από τα προτεινόμενα δεν είχαμε πάει για ηλιοβασίλεμα στον προφ. Ηλία και για μπάνιο στο «Μαγαζάκι», μία μικρή παραλία δίπλα στο Λιβάδι, όπου όπως έλεγε χαιρόσουν τα νερά του Λιβαδιού χωρίς τον κακό του τουρισμό.
Σε γενικές γραμμές το νησί είναι ένας από τους καλύτερους προορισμούς μας. Έχει πολλά να κάνεις και να δεις, δημιουργώντας σου έντονες και αξέχαστες εμπειρίες. Κλασικά φεύγοντας αναρωτιέσαι πότε θα μπορέσεις να έρθεις ξανά!!! Την επομένη το πρωί φεύγαμε για Κάλυμνο.
2.- Κάλυμνος (1 νύχτα):
Μετά το ξύπνημα και τις σχετικές ετοιμασίες κατευθυνθήκαμε προς το παλιό λιμάνι του νησιού στον Πέρα Γυαλό γύρω στις 11:00 προκειμένου να επιβιβαστούμε στο πλοίο «Νήσος Κάλυμνος» με κατεύθυνση το ομώνυμο νησί των Δωδεκανήσων, το οποίο είχαμε επισκεφτεί το περσινό καλοκαίρι για πέντε νύχτες. Ο σκοπός της επίσκεψης για τόσο λίγο ήταν καθαρά για μετεπιβίβαση την επόμενη ημέρα το πρωί προς τα βόρεια νησιά. Το πρόγραμμα έλεγε κανονικά Λέρο για τρεις νύχτες αλλά το πάθημα μας έγινε μάθημα, έτσι το πρόγραμμα άλλαξε και θα πηγαίναμε κατευθείαν Λειψούς προσπερνώντας τη Λέρο, αφήνοντας τη για το επόμενο ταξίδι.
Το πλοίο ήρθε στην ώρα επιβιβαστήκαμε και μετά από 2,5 ώρες φτάσαμε στο λιμάνι της Καλύμνου την Πόθια. Πήραμε το δρόμο για τους δυτικούς οικισμούς και το ξενοδοχείο μας στον Πάνορμο. Μείναμε για μία νύχτα στον πολύ απλό ξενοδοχείο «FamilyVillage» (δεν έχει ιστοσελίδα) με κόστος μόνο 20€, αλλά το δωμάτιο πάρα πολύ απλό. Δεν θα το πρότεινα για πολυήμερες διακοπές.
Αφού τακτοποιηθήκαμε γρήγορα πήραμε το μηχανάκι και πήγαμε στην αγαπημένη μας τοποθεσία για μπάνιο από την περασμένη χρονιά τον όρμο της Ρίνας στο Βαθύ. Είναι λίγο μακριά περίπου 40΄ από το ξενοδοχείο (20΄ για λιμάνι και άλλο τόσο για τη Ρίνα), αλλά η διαδρομή είναι όμορφη και η θέα προς το μοναδικό φιόρδ της χώρας μας από ψηλά σε αποζημιώνει.
Η Ρίνα δεν είναι τίποτα από το πιο απάνεμο λιμανάκι της χώρας όπου αφήνεις τα πράγματα σου στα δεντράκια της προκυμαίας και βουρ ατελείωτες βούτες στα καταπράσινα νερά του λιμανιού, με σκάλα για να μπορείς να βγεις. Θυμάσαι κάπως τα παιδικά σου χρόνια στο σημείο. Το μόνο μειονέκτημα: Πολλά παιδάκια. Αφού χορτάσαμε το μπάνιο και τις βουτιές είπαμε να χορτάσει και το στομάχι. Υπάρχουν τρεις – τέσσερις ταβέρνες, όλες πολύ καλές με τεράστιες μερίδες. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα να μας χτυπάει ο ήλιος που έπεφτε και φάγαμε χταποδάκι (τεράστια μερίδα είχε μισό χταπόδι) και αθερίνα (ένα βουνό). Γενικά, στις ταβέρνες του νησιού θυμόμαστε από πέρσι οι μερίδες είναι ακριβές (10€ περίπου) αλλά τεράστιες. Έτσι με 2 μερίδες και σαλάτα έσκαγες κυριολεκτικά. Στη συνέχεια το πρόγραμμα είχε παγωτάκι στην παραλία Μυρτιές βλέποντας τον ήλιο να βασιλεύει στην Τέλενδο δημιουργώντας ένα μαγευτικό σκηνικό, με τη συνοδεία παγωτού βεβαίως.
Η πρόβλεψη μου για κούραση έπεσε μέσα και νωρίς το βραδάκι μας βρήκε να κοιμόμαστε, άλλωστε την επομένη είχαμε να ξυπνήσουμε στις 05:00, διότι το καράβι για Λειψούς έφευγε πάρα πολύ νωρίς στις 06:00.
3.- Λειψοί (3 νύχτες):
Το ξύπνημα βάρβαρο, αλλά τι να κάνεις το πλοίο δεν περιμένει. Αφού επιβιβαστήκαμε βουρ για καναπέ και ύπνο μέχρι τουλάχιστον τη Λέρο. Στους Λειψούς φτάσαμε μετά από περίπου 3,5 ώρες (το πλοίο δεν είναι και ο Κεντέρης, άλλωστε έκανε στάσεις παντού και κατέβαζε πολλά πράγματα για τους κατοίκους).
1η Μέρα:
Μόλις φτάσαμε στο νησί άρχισαν και οι κακές ενδείξεις για τον καιρό της ημέρας. Πέρσι ακριβώς την ίδια περίοδο δεν φορέσαμε καν μπουφάν. Φέτος όμως τα πράγματα δυστυχώς ήταν αλλιώς. Ο ουρανός μάζευε σύννεφα και η διάθεση άρχισε να πέφτει. Δεν πειράζει λέω θα φτιάξει και πηγαίνουμε προς τα δωμάτια, τα οποία βρίσκονταν στον μοναδικό οικισμό του νησιού. Μείναμε στο «StudioAnna», με 25€ τη βραδιά, ένα δωμάτιο τίμιο όπως τα λέω εγώ, με κουζίνα – ψυγείο κτλ, μπαλκονάκι και μία όμορφη και λουλουδιασμένη εσωτερική αυλή. Δωμάτια πολύ απλά, αλλά η καθαριότητα καθημερινή και με σχολαστικότητα, κατά τα άλλα τίποτα το ιδιαίτερο.
Αφού τακτοποιηθήκαμε και ο καιρός δεν έστρωνε (δεν είχαμε δει ακόμη ήλιο) ξεκινήσαμε για το μοναστήρι της Παναγιάς του Χάρου. Μικρή απόσταση από τον οικισμό, ένα πολύ παλιό μοναστήρι που κρατά από τις πρώτες παλαιοχριστιανικές εποχές, αλλά δυστυχώς σώζονταν μόνο το καθολικό. Κλασική Δωδεκανήσια αρχιτεκτονική με άσπρους τοίχους και γαλάζιες λεπτομέρειες. Μέσα ένα αντίγραφο της εικόνας της Παναγιάς του Χάρου, που στα χέρια της αντί του βρέφους κρατούσε τον σταυρό του μαρτυρίου μαζί με τον εσταυρωμένο Χριστό, με το συναίσθημα που επικρατεί όταν την πρωτοαντικρίσεις δεν είναι άλλο από το δέος. Στο μοναστήρι μας συνόδευσαν και οι αγαπητοί Μπάμπης και Λίτσα, δύο ταξιδιώτες από την Θεσσαλονίκη, τους οποίους συμπαθήσαμε πάρα πολύ και έκτοτε τους έχουμε βάλει μέσα στην καρδιά μας.
Τα σύννεφα μαύριζαν και αποφασίσαμε να πάμε στον κεντρικό ναό του οικισμού την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, όπου και φυλάσσονταν η αυθεντική εικόνα της Παναγιάς του Χάρου. Ο ναός επιβλητικός σε παρόμοια αρχιτεκτονική να δεσπόζει στην κορυφή του λόφου του οικισμού έτσι ώστε να είναι ορατός από παντού. Μπαίνοντας μέσα το μάτι ψάχνει την αυθεντική εικόνα και αν με το αντίγραφο ένιωσες δέος μόλις αντικρίζεις το θαύμα με τα κρίνα ανατριχιάζεις, κρινάκια τα οποία βρίσκονται μέσα στο γυάλινο πλαίσιο της εικόνας και ανθίζουν κάθε χρόνο.
Τότε γίναμε μάρτυρες μίας μοναδικής εμπειρίας. Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και λίγα λεπτά μετά σχηματίστηκαν και κατευθύνονταν προς τον οικισμό τρεις μεγάλοι ανεμοστρόβιλοι νερού. Ο κόσμος φοβήθηκε και άρχισε να χτυπάει δυνατά η καμπάνα. Ευτυχώς το φαινόμενο μετά από λίγο ηρέμησε και φύγαμε για το ξενοδοχείο.
Ξαφνικά, χτυπάει η πόρτα του δωματίου και ο Μπάμπης μας κάλεσε για τσίπουρο στο μεγάλο κοινό μας μπαλκόνι-διάδρομο. Ο Μπάμπης μένανε και αυτοί στα ίδια ενοικιαζόμενα δωμάτια. Καλά η γυναίκα του και τι δεν είχε φτιάξει κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, αλοιφές, σαλάτες, από τα καλύτερα τσιπουράκια με μεζέ της ζωής μου.
Η βροχή σταμάτησε, ο ήλιος ξεπρόβαλε και είπαμε να πάμε για μπανάκι, που αλλού στην καλύτερη παραλία του νησιού και σε μία από τις καλύτερες της χώρα (κατά τη γνώμη απλά η λίστα μου είναι μεγάλη), τον Πλατύ Γυαλό. Μεγάλη αμμουδιά με έντονα γαλάζια ρηχά νερά. Λίγα αρμυρίκια για σκιά και μία ομάδα από πάπιες να γυρνάνε εδώ και εκεί. Πιο ψηλά μία ταβέρνα (χωρίς ρεύμα με ότι σημαίνει αυτό). Τα νερά απολαυστικά, ρηχά στην αρχή, βάθαιναν σιγά-σιγά και μετά γίνονταν ρηχά ξανά.
Μετά το απολαυστικό απογευματινό μας μπάνιο κάναμε μία βόλτα με το μηχανάκι στο νησί και κατόπιν ξενοδοχείο για μπανάκι. Το βραδάκι βγήκαμε για φαγητό στο λιμάνι, όπου υπάρχουν πολλές ταβέρνες. Όντας ακόμη σκασμένοι από το μεσημεριανό τσιμπούσι, καθίσαμε σε ένα μαγαζάκι που μαζί με τη μπύρα σου έφερνε και μεζεδάκια. Κολιό λιαστό, αχινό, υπέροχη λεμονάτη πατατοσαλάτα και πολλά άλλα (ήπιαμε πολλές μπύρες με το Μπάμπη που είχαν έρθει να μας βρουν – είχε ποδόσφαιρο ντε Μουντιάλ σε εξέλιξη).
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα το πρωί μας βρήκε σε εκδρομικό καραβάκι με προορισμό τις άγριες ομορφιές δίπλα στους Λειψούς. Το καραβάκι πλήρως εξοπλισμένο, με πολλά στρώματα για άνεση, με καλή τιμή (20€ το άτομο για πέντε παραλίες από τις 10:00 έως τις 19:00) και με καλό κόσμο, κυρίως τουρίστες από Ιταλία και Γαλλία.
· 1ος προορισμός à Μακρονήσια:
Πολύ κοντά στο λιμάνι φτάσαμε σχετικά γρήγορα. Μία συστάδα μικρών βραχωδών νησιών, όπου σε ένα σημείο όπου και σταματήσαμε υπήρχε μία μεγάλη καμάρα, τύπου Λαλάρια Σκιάθου και πολλές θαλάσσιες σπηλιές. Όμορφο μέρος με κρυστάλλινα νερά όπου κάναμε μπάνιο για περίπου μισή ώρα.
· 2ος προορισμός à Ασπρονήσια:
Κινούμενοι προς τον επόμενο προορισμό μας τα Ασπρονήσια κάναμε ουσιαστικά τον γύρω από το νότιο κομμάτι του νησιού περνώντας από τις νότιες παραλίες και ένα ιδιαίτερο τοπίο της παραλία Μονοδένδρι. Μία παραλία βραχώδης με χοντρό βότσαλό και λείους βράχους για βουτιές, όπου στην μέση του πουθενά ανάμεσα στα βράχια τι υπήρχε, ένα Μόνο του Δέντρο, εξ ου και το όνομα της παραλίας.
Μετά από περίπου 40΄ φτάσαμε στα Ασπρονήσια. Στο μεγαλύτερο από τα βραχώδη αυτά νησιά υπήρχε μία βοτσαλωτή παραλία με λευκά βότσαλα διαφόρων μεγεθών που στην πλάτη της υπήρχε ένας κάθετος βράχος, με τα νερά να είναι έντονα πράσινα. Βουρ βουτιά από την πλώρη του καραβιού και απολαυστικό μπάνιο με μάσκα για εξερεύνηση. Ατελείωτες φωτογραφίες και μετά από περίπου μισή ώρα επιβίβαση για τον επόμενο προορισμό.
· 3ος προορισμός à Ακτή Τηγανάκια Αρκιών:
Στον επόμενο προορισμό τα μάτια αντίκρισαν τα ομορφότερα νερά που είχα δει ποτέ, ένα γαλαζοπράσινο απερίγραπτο (πιο όμορφα και από Κουφονήσια και από Ελαφονήσι Χανίων) σε ένα σημείο με αβαθή νερά ανάμεσα στο κεντρικό νησί των Αρκιών και μερικά ακόμη νησάκια τριγύρω, δημιουργώντας κάτι σαν μεγάλη θαλασσινή λίμνη. Τα νερά γαλαζοπράσινα και ο πυθμένας αμμώδης, αλλού ρηχά αλλού βαθιά ανάλογα με την μορφολογία του πυθμένα. Στο σημείο μείναμε για μπάνιο περίπου 45΄, σχετικά λίγο αλλά η εκδρομή είχε ακόμη δύο στάσεις.
· 4ος προορισμός à Μαράθι Αρκιών:
Σε πολύ λίγο χρόνο βρεθήκαμε στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των Αρκιών το Μαράθι. Το νησί έχει τρεις κατοίκους, τρία αδέρφια τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων του νησιού. Η παραλία του νησιού πάρα πολύ μεγάλη και αμμώδης με φυσική σκιά και κρυστάλλινα νερά. Στο νησί καθίσαμε για 2,5 ώρες ώστε να καταφέρουμε να φάμε κιόλας. Οι επιλογές φαγητού τρεις: δύο ταβέρνες και ένα εστιατόριο. Οι τιμές στο εστιατόριο από έναν κατάλογο που έπεσε στα χέρια μου ΠΑΝΑΚΡΙΒΕΣ (χωριάτικη 12€ και δεν συμμαζεύεται – μετά λένε για την Καλντέρα στην Σαντορίνη). Καθίσαμε τελικά στη μεσαία ταβερνούλα, με σκιερή αυλή σαν μπαλκονάκι προς τη θάλασσα, δίνοντας τρομερή δροσιά. Ο ιδιοκτήτης ιδιαίτερα εξυπηρετικός και φιλικός. Φάγαμε ωραία μεζεδάκια αλλά το ψωμί ήταν χειροποίητο από ξυλόφουρνο και απλά δεν παίζονταν. Ο λογαριασμός δε ιδιαίτερα φτηνός. Δέχονταν και παραγγελίες από την προηγούμενη για ψαρόσουπα.
Μέχρι να φύγουμε κάναμε και ένα μπανάκι στην υπέροχη παραλία του νησιού – περισσότερο ύπνο θα το έλεγα στην άμμο μέχρι να καείς. Στο νησί υπήρχε και ένα καφέ σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο με όμορφη θέα αλλά δεν προλαβαίναμε να πάμε. Αν κρίνω από τα κότερα που είχε Ιούνιο μήνα και τις τιμές στο εστιατόριο, τον Αύγουστο δεν θα χωράς να περάσεις από τον πολύ κόσμο.
· 5ος προορισμός à Αρκιοί:
Τελευταία στάση καθώς έπεφτε ο ήλιος το κεντρικό νησί, οι Αρκιοί για περίπου μία ώρα. Ο οικισμός πολύ μικρός, λίγα σπίτια, δύο ταβέρνες και μία κοσμοπολίτική, ναι κοσμοπολίτική καφετέρια με όλες τις ανέσεις και την ποικιλία ποτών, κοκτέιλ και καφέδων, σαν όαση στο πουθενά. Υπήρχε μία παραλία εκεί κοντά, αλλά δεν είχαμε όρεξη για μπάνιο. Η σύζυγος και η Λίτσα πήγαν για καφέ και εγώ ξεχύθηκα για φωτογραφίες των ψαράδων και κουβέντα με τους ντόπιους, σαν άλλος Μάνεσης. Πραγματικά το νησί ότι μικρότερο έχω πατήσει το πόδι μου μετά την Ψέριμο βεβαίως. Τα νερά του λιμανιού παρά τις βάρκες πεντακάθαρα, άνετα έκανες μία βούτα.
Μετά από περίπου μία ώρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς τους Λειψούς από το βόρειο-δυτικό κομμάτι αυτή τη φορά. Μία εκδρομή απολαυστική που είχε κάτι από όλα. Την ίδια εκδρομή έκαναν και καραβάκια από την Λέρο και την Πάτμο, αλλά λόγω της μεγαλύτερης απόστασης ξεκινούσαν πολύ πιο νωρίς, γυρνούσαν πιο νωρίς και έμεναν σε κάθε μέρος πολύ λιγότερο (το καραβάκι από τη Λέρο που έμοιαζε με πειρατικό, κάθισε μόνο 20΄ στα Τηγανάκια – κρίμα από το Θεό).
Το βραδάκι μας βρήκε σε μία παραλία πάνω στο κύμα. Μας έκανε το τραπέζι ο Μπάμπης και παρήγγειλε πέρα από τους χίλιους δυο μεζέδες, ένα ψάρι που νοστιμότερο δεν έχω ματαφάει στη ζωή μου, ένα «Τσαούσι» 2,5 κιλά (ξαδερφάκι με το λυθρίνι με μία μεγάλη κεραία στη ράχη του), συνοδεία καλού λευκού κρασιού. Φαγοπότι αξέχαστο.
Το πρόγραμμα κανονικά την επόμενη είχε καράβι με προορισμό τους Αρκιούς για δύο διανυκτερεύσεις, αλλά δεδομένου ότι το νησί δεν είχε να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο από ότι είδαμε ήδη αποφασίσαμε να μείνουμε άλλη μία νύχτα στους Λειψούς και μία έξτρα ημέρα στην Πάτμο (5 αντί για 4 νύχτες). Μην ξεχνάμε είναι Ιούνιος και το πρόγραμμα αλλάζει με ευκολία.
3η Μέρα:
Την τελευταία μας ημέρα στο νησί αποφάσισα να ξυπνήσω νωρίς και να πάω για περπάτημα. Πριν καλά καλά ανατείλει πήρα το δρόμο για τα ΧΥΤΑ και αφού άφησα το μηχανάκι περπάτησα το χωματόδρομο και εν συνεχεία το ευδιάκριτο μονοπάτι για την παραλία Μονοδένδρι που είχαμε δει χθες από το καραβάκι. Σε περίπου 25-30΄ ήμουν εκεί και μόλις είχε ανατείλει. Η παραλία όπως την περιέγραψα με μία ιδιαιτερότητα ακόμη. Σε ένα σημείο ένα στενό κομμάτι βράχου (αυτό για τις βουτιές και το δέντρο) έκοβε την παραλία με τέτοιο τρόπο όπως στην Κολώνα Κύθνου, δημιουργώντας μία ακόμη παραλία. Τα «πετάω» όλα και κάνω ένα μπανάκι, τα νερά ήταν κυριολεκτικά λάδι.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και μόλις ξύπνησε η σύζυγος ζήλεψε την περιγραφή και πήγαμε και παρέα στην παραλία εκ νέου. Από εκεί κινηθήκαμε στις νότιες παραλίες του νησιού τον Χοχλακούρα, μία μεγάλη παραλία όπως υποδηλώνει και το όνομα της με μεγάλου ‘’χοχλάκους’’, ήτοι βότσαλα, με καθαρά νερά αλλά δεν καθίσαμε συνεχίζοντας προς την επόμενη την απάνεμη Κατσαδιά. Μεγάλη αμμουδερή παραλία, με φυσική σκιά και πεντακάθαρα νερά. Κάναμε ένα μπανάκι αλλά ο Πλατύς Γυαλός μας φώναζε να τον επισκεφτούμε εκ νέου. Δυστυχώς, την τελευταία μας ημέρα φύσαγε δυτικός άνεμος «Πουνέντης», με αποτέλεσμα δύο από τις ομορφότερες παραλίες του νησιού, η Λιέντου και ο Κάμπος, ακριβώς δίπλα στον οικισμό να έχουν κυμματάκι και τα νερά τους να χάσουν το υπέροχο μπλε τους χρώμα. Δεν πειράζει γιατί ο Πλατύς Γυαλός σε αποζημιώνει και με το παραπάνω. Επειδή, η ταβέρνα δεν μας γέμιζε το μάτι γυρίσαμε σε ένα εναλλακτικό εστιατόριο στην Κατσαδιά, με περίεργη διακόσμηση (σε ένα σημείο κρέμονταν από μία πέργκολα πολλά κομμάτια από παλιόρουχα δημιουργώντας μία πανδαισία χρωμάτων). Το φαγητό νόστιμο αλλά οι τιμές τσιμπημένες θεωρώ.
Το τελευταίο μας βραδάκι στο νησί μας βρήκε πάλι στο ουζερί της πρώτης ημέρας για μπύρα και τέλειους μεζέδες. Κάθισε μαζί μας ο ιδιοκτήτης και άρχισε να μας λέει ιστορίες από τα παλιότερα χρόνια, για τον Γιωτόπουλο και πως είναι η ζωή τους ξεχασμένοι τον χειμώνα που περνά δύσκολα. Τότε καταγράφεις στην μνήμη σου βαθιά πως αυτές οι μοναδικές εμπειρίες που θα περιγράφεις και εσύ μόλις περάσουν τα χρόνια έχουν αξία ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ όπως λέει και το διαφημιστικό σλόγκαν.
4η Μέρα:
Λίγο πριν μπουκάρουμε στο καταμαράν για το Ιερό Νησί της Πάτμου, ξύπνησα αξημέρωτα πάλι με προορισμό την παραλία Κάτω Παναγιά, με το ομώνυμο εκκλησάκι. Από εκεί ξεκινούσε ένα υπέροχο μονοπάτι (πετρόχτιστο) για την Επάνω Παναγιά. Η διαδρομή σύντομη και εύκολη, η θέα από ψιλά απερίγραπτη, το δε εκκλησάκι αναπαλαιώνονταν. Στην επιστροφή αφού φωτογράφησα κάτι ιστούς αράχνης γίγας, έκανα το καθιερωμένο πλέον μπανάκι. Πριν γυρίσω στο ξενοδοχείο πέρασα και από το Ησυχαστήριο των Πέντε εν Λειψώ Μαρτυρίσαντων Αγίων (Όσιος Νεόφυτος ο Αμοργιανός, Όσιος Ιωνάς ο Λέριος, Όσιος Παρθένιος ο Αναχωρητής, Όσιος Νεόφυτος ο Φαζός και ο Όσιος Ιωνάς ο Νισύριος) και το εξωκλήσι του Σταυρού.
Επόμενος σταθμός η Πάτμος για πέντε ολόκληρες νύχτες.
4.- Πάτμος (5 νύχτες):
Δεν προλάβαμε να επιβιβαστούμε στο καταμαράν για Πάτμο έπρεπε να κατέβουμε, η διαδρομή κράτησε μόνο 20΄, δηλαδή Πέραμα – Παλούκια (τα συμβατικά πλοία κάνουν κοντά μία ώρα). Τόσο πολύ καλά περάσαμε με τον Μπάμπη και τη Λίτσα που άλλαξαν το πρόγραμμα τους και ήρθαν μαζί μας για 2 ημέρες στην Πάτμο.
Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι κινηθήκαμε προς το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει το «Βυζάντιο» (http://www.byzancehotel.gr/home/en) με 40 € τη βραδιά με πρωινό. Το δωμάτιο μεγάλο δροσερό με καινούργια έπιπλα και πολύ λειτουργικό μπάνιο, το δε πρωινό πλούσιο με μία όμορφη αίθουσα. Το ξενοδοχείο είναι 100 μ. από το Λιμάνι σε ένα ήσυχο σοκάκι, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
1η Μέρα:
Πρώτος προορισμός για μπάνιο η παραλία Βαγιά. Μεγάλη παραλία με μικρό λείο βοτσαλάκι έντονα βαθύ μπλε νερά και λίγη φυσική σκιά από κάποια δεντράκια. Για να φτάσεις παίρνεις το δρόμο προς τα βόρεια του νησιού και ακολουθείς τις πάρα πολλές πινακίδες. Παρεμπιπτόντως στο νησί το οδικό δίκτυο ήταν άρτιο με πάρα πολύ καλή σήμανση. Αφήνεις το όχημα ψηλά, αντικρίζεις τη θέα προς την παραλία και κατεβαίνεις κάτι σκαλάκια. Ψηλά βρίσκεται και μία καφετέρια η «Βαγιά» με υπέροχες πίτες και κις, μην παραλείψετε να τις δοκιμάσετε (έχει και υπέροχο κήπο με θέα την παραλία).
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο κάναμε μία βόλτα στο βόρειο κομμάτι του νησιού και καταλήξαμε στην βορειότερη παραλία του τη Λάμπη. Αυτή η παραλία φημίζεται για δύο λόγους τα βότσαλα τις που μοιάζουν με καραμελίτσες όπως λέει ο φίλος μου ο Κώστας από την Αυστραλία (προσοχή απαγορεύεται η περισυλλογή τους) και οι νοστιμότατοι κρεατομεζέδες της ταβέρνας στην περιοχή με πολύ φτηνές τιμές για το νησί. Δεν μπορέσαμε να βουτήξουμε φυσούσε βοριάς και είχε κύμα και λίγα φύκια.
Το βραδάκι κάναμε βολτούλα στα στενά του οικισμού της Σκάλας (του λιμανιού δηλαδή που είναι και ο μεγαλύτερος του νησιού), θυμίζοντας κάτι από Πάρο και Μύκονο με τα υπέροχα στενάκια, με κάθε λογής μαγαζιά. Για φαγητό καθίσαμε στο «Τρεχαντήρι» (μόλις φτάσαμε ήταν γεμάτο και λέω ότι δεν θα έβρισκα να καθίσω Ιούνιο μήνα για φαγητό δεν το περίμενα – μετά από λίγο όμως άδειασε κάτι και καθίσαμε). Προσοχή! Η ψαροταβέρνα είναι η χρυσή τομή ποιότητας, ποικιλίας, ποσότητας και τιμής. Οι μερίδες τεράστιες (χταποδοκεφτέδες 11 κομμάτια). Στην αρχή φοβήθηκα νόμιζα ότι θα ήταν πολύ χάλια σε γεύση αλλά όλα όσα πήραμε ήταν πεντανόστιμα.
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε νωρίς και επισκεφτήκαμε το χώρο του Σπηλαίο της Αποκάλυψης λίγο πιο πάνω από τη Σκάλα με προορισμό τη Χώρα. Στο σημείο υπάρχει χτισμένο μετόχι της Ι.Μ. Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου και αφού εισέλθεις αρχίζεις να κατεβαίνεις πολλά σκαλιά, έως ότου φτάσεις στο σπήλαιο. Εκείνη την ημέρα είχε λειτουργία. Η ατμόσφαιρα κατανυκτική θύμιζε Πάσχα. Αφού τελείωσε το μυστήριο έβγαλε λόγο αντιπρόσωπος της Εξαρχείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τα χείλη του οποίου κρεμόσουν καθώς μιλούσε, εξηγώντας τη ζωή του Αγίου και κάποια θαύματα. Η γυναίκα μου πάντως βούρκωσε.
Στη συνέχεια μεταβήκαμε προς τη Χώρα με σκοπό να επισκεφτούμε την Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου. Ένα επιβλητικό καστρομονάστηρο στην κορυφή της Χώρας, όπου έφτανες μέσω ενός πλακόστρωτου μονοπατιού και μερικά σκαλιά. Κατά τη διάρκεια το θέαμα θύμιζε λίγο την εμποροπανήγυρη της Τήνου αλλά στην πιο lightμορφή της. Το μοναστήρι σωστό φρούριο. Στους χώρους μας ξενάγησε υπεύθυνος του χώρου εξηγώντας μας κάθε τι που βλέπαμε. Επισκεφτήκαμε επίσης και το μοναδικό εκκλησιαστικό μουσείο των Δωδεκανήσων με πλειάδα αξιόλογων εκθεμάτων.
Μετά το μοναστήρι κάναμε μία βόλτα στα γραφικά σοκάκια της Χώρας, βλέποντας τα όμορφα σπίτια με την μοναδική τους αρχιτεκτονική και κάποιες πλατείες που σχηματίζονταν. Μετά και από τις καθιερωμένες φωτογραφίες με θέα την Σκάλα, πήραμε το δρόμο προς το ξενοδοχείο να ετοιμαστούμε για παραλία.
Πήγαμε αρχικά στην παραλία Αγριολίβαδο, αλλά επειδή δε βρήκαμε ίσκιο να καθίσουμε (έβραζε ο τόπος) φύγαμε και πήγαμε στο Λιβάδι Γερανού. Μεγάλη βοτσαλωτή παραλία με φυσική σκιά και πανέμορφα καταγάλανα νερά. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένα μικρό νησάκι με ένα εκκλησάκι στο οποίο κολυμπούσες εύκολα έως εκεί (έκανα περίπου 10΄ για να πάω). Υπήρχαν και δύο ταβερνάκια πιο πάνω αλλά δεν τα τιμήσαμε δεν είχαμε πεινάσει ακόμη.
Φεύγοντας πήραμε τη συνέχεια του δρόμου ανατολικά να δούμε το υπόλοιπο του νησιού. Πρώτα είδαμε από ψηλά τη διπλή παραλία των Διδύμων και καταλήξαμε στο εξωκλήσι της Παναγιάς του Γερανού με υπέροχη θέα προς την μικρή παραλία από βότσαλα. Κατεβήκαμε αλλά δεν μπορούσες να κάνεις μπάνιο, είχε πολλά βότσαλα και τα νερά δεν ήταν ιδιαίτερα καθαρά. Στην κορυφή της παραλίας είχαν σχηματίσει ένα σταυρό από τα βότσαλα της παραλίας ορατό από ψηλά. Ακριβώς από πίσω υπήρχε και ένα παλιό καρνάγιο του νησιού με σκούνες παρατημένες στο έλεος του χρόνου.
Καταλήξαμε στην πιο κοσμοπολίτικη παραλία του νησιού τον Κάμπο. Είχε τα πάντα ξαπλώστρες, μαγαζιά για φαγητό, για ποτό, watersportsκαι ότι ποθεί η ψυχή σου. Τα νερά ρηχά, πολύ ζεστά για το γούστο μου αλλά πεντακάθαρα. Μασκώτ της παραλίας μία τεράστια χήνα που εάν την τάιζες καθόταν μαζί σου. Μπάνιο, μπύρα και μετά μία μπύρα και τέλος μία κρύα μπύρα.
Το δεύτερο βραδάκι μας κάναμε ξανά βόλτα στα στενά της Σκάλας και καταλήξαμε για φαγητό στην ταβέρνα Τζιβαέρι για την απόλυτη κρεατοφαγία. Ότι παραγγείλαμε ήταν πεντανόστιμο με πιο αξιοσημείωτο το κριθαρένιο καλαθάκι που τρώγονταν φυσικά μέσα στο οποίο σερβίρονταν η χωριάτικη.
3η Μέρα:
Η σημερινή ημέρα ξεκίνησε με εξερεύνηση στα πιο άγνωστα μέρη του νησιού. Πήραμε το δρόμο προς τα βόρεια και καταλήξαμε σε δύο απόμερες παραλίες αυτή του Αγ. Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι και αυτή του Λιβαδιού Καλογήρων, στην οποία υπήρχε ένα από τα μεγαλύτερα μαντριά με κατσίκες που έχω. Σε καμία από τις δύο δεν άξιζε ο χρόνος σας για μπάνιο γι’ αυτό και δεν εμβαθύνω περισσότερο, πλην όμως και οι δύο ήταν απάνεμες και σχετικά καθαρά νερά και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ήταν δυτικές παραλίες άρα ο ήλιος τις ζεσταίνει έως αργά το απόγευμα.
Κατόπιν κάναμε μία προσπάθεια ακόμη για μπάνιο στη Λάμπη με εκ νέου αρνητικά αποτελέσματα λόγω κυμάτων. Προτελευταία προσπάθεια για τις Δίδυμες, οι οποίες από ψηλά φαίνονταν υπέροχα, πλην όμως αφού κατεβήκαμε από το δύσκολο μονοπάτι (περάσαμε και μέσα από ένα σπίτι για την ακρίβεια), το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Μεγάλα βότσαλα με όχι και τα πιο καθαρά νερά, με αποτέλεσμα να φύγουμε για μία ακόμη φορά. Τι να κάνουμε καταλήξαμε στην σίγουρη λύση τον Κάμπο.
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο κάναμε μία γρήγορη βόλτα με το μηχανάκι στο νότιο κομμάτι του νησιού περνώντας από τον οικισμό του Γροίκου και την Πέτρα της Καλικατσούς. Το κομμάτι αυτό του νησιού εντελώς διαφορετικό από βόρειο, πιο ξερό, πιο άγονο. Οι δε παραλίες τους αν και πεντακάθαρες με χοντρά βότσαλα.
Το βραδάκι ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα και πήγαμε για βόλτα στα στενά της Χώρας. Γραφικά και γεμάτα χρώματα από τα λουλούδια στα παράθυρα των σπιτιών. Στην κεντρική πλατεία μαγαζιά, ταβέρνες και ένα υπέροχο καφετέρια-μπαρ το «ΣΤΟΑ», πώς να μην κάτσεις για μία μπυρίτσα πριν το βραδινό. Για φαγητό φεύγοντας είδαμε μία από τις πολλές ταβέρνες με θέα και αφού μας απορρόφησε την πατήσαμε και κάτσαμε. Το φαγητό μέτριο και πολύ ακριβό, η θέα όμως ήταν υπέροχη άξιζε.
4η Μέρα:
Πρωινό ξύπνημα και περπάτημα από τη Σκάλα προς τα λείψανα του παλιού φρουρίου. Δύσβατη και δυσδιάκριτη διαδρομή αλλά η θέα από ψηλά άξιζε. Το αξιοθέατο τίποτα το ιδιαίτερο να δεις, δεν αξίζει να χάσεις το χρόνο σου. Λίγο τρέξιμο και σπίτι για πρωινό.
Σήμερα θα πηγαίναμε στην πιο απομακρυσμένη παραλία του νησιού την Ψιλή Άμμος. Πήραμε το δρόμο προς τα νότια του νησιού και αφού περάσαμε από τις Αλυκές και το καρνάγιο του νησιού αφήσαμε το μηχανάκι και αρχίζει το περπάτημα στο μονοπάτι, γύρω στα 15΄ με μικρή σχετικά ανηφόρα (προσοχή! απαραίτητα τα παπούτσια). Η παραλία ένας μικρός απάνεμος κολπίσκος με ιδιαίτερα ψιλή άμμο που έμπαινε παντού, μεγάλα αλμυρίκια και πεντακάθαρα ρηχά νερά. Στο σημείο που έβρισκε το κύμα είχε λίγα φύκια αλλά δεν έδινες και πολύ σημασία. Κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η δροσιά της άμμου κάτω από τη σκιά του μεγαλύτερου δέντρου στα σημεία που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος. Στην παραλία υπήρχε και μία ταβέρνα με σπεσιαλιτέ κατσικάκι αλλά δεν φάγαμε γιατί μετά άντε να περπατήσεις για πίσω.
Μετά την παραλία πήγαμε στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία με την υπέροχη θέα στο άπειρο και μετά για φωτό στην Πέτρα. Τελευταίος σταθμός μπάνιο στο Αγριολίβαδο. Μεγάλη οργανωμένη παραλία με πεντακάθαρα νερά και πολύ κόσμο.
Το βραδάκι μας βρήκε στο ομορφότερο μέρος του νησιού στους μύλους της Χώρας για τις καλύτερες φωτογραφίες μας στο νησί. Από εκεί στην επάνω πλατεία της Χώρας για μπύρα στο «Στοά». Για φαγητό κατεβήκαμε στην Σκάλα σε μία μικρή παραλία δίπλα στο ξενοδοχείο μας σε ένα υπέροχο τσιπουράδικο (έτσι λέγονταν). Εξαιρετικοί μεζέδες με πολύ καλές τιμές με ολόφρεσκα υλικά ακριβώς δίπλα στο κύμα συνοδεία καλού ντόπιου κρασιού – Όνειρο η κατάσταση.
5η Μέρα:
Πρωινό ξύπνημα και πάλι και περπάτημα από τη Σκάλα προς τη Χώρα από το αρχαίο μονοπάτι. Τρομερή διαδρομή με ευδιάκριτο μονοπάτι και πολύ καλή σήμανση, περίπου 45΄ έως τη Χώρα περνώντας για μία ακόμη φορά από το Σπήλαιο. Στο γυρισμό ακολουθείς μία εναλλακτική διαδρομή από τους Μύλους της Χώρας που καταλήγει στο σοκάκι του ξενοδοχείου μου, κοίτα να δεις σύμπτωση.
Μετά το πρωινό επιβιβαστήκαμε στο «Νήσος Κάλυμνος» με προορισμό το Αγαθονήσι. Η διαδρομή μέσω Αρκιών περίπου 1,5 ώρα αλλά τα τερτίπια του καιρού χτύπησαν πάλι. Ο ουρανός είχε ένα ελαφρύ σύννεφο σαν πέπλο λόγω νοτιά.
Φτάνοντας στο νησί αντικρίζεις τους δύο οικισμούς του νησιού. Ξεκινήσαμε για μία μηχανάδα στο νησί (ευτυχώς είχα πάρει μαζί μου και το σκούτερ). Και τότε αντιλαμβάνεσαι κάτι το απίστευτο, το οδικό δίκτυο του νησιού ήταν όχι απλά καλό, ΆΡΤΙΟ. Ολοκαίνουργιοι δρόμοι με καλή άσφαλτο και σωστά διαμορφωμένη, με φώτα και σήμανση για κάθε κατεύθυνση. Απλά δεν πίστευα στα μάτια μου ότι σε αυτή την εσχατιά της Ελλάδος θα είχε δοθεί τόση μα τόση προσοχή στο οδικό δίκτυο, μπράβο στον υπεύθυνο και πάλι μπράβο.
Η διαδρομή μας κατέληξε αρχικά στο λιμανάκι του Καθολικού και εν συνεχεία στον όρμο του Πόρου. Τα νερά σε όλο το νησί ήταν καταπράσινα και ήθελε να βουτήξεις από παντού. Τότε κάναμε μία προσπάθεια να βρούμε τον αρχαιολογικό χώρο των Θόλων αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, μπορεί η οδική σήμανση να ήταν καλή αλλά η αρχαιολογική ήταν άστο. Δεν μας πτόησε, άλλωστε από φώτο στο netείχα παρατηρήσει πως δεν πρόκειται για κάτι το ιδιαίτερο.
Πήραμε το δρόμο προς το λιμάνι περνώντας από το Μεγάλο Χωριό, τον κεντρικό οικισμό με την εκκλησία και το σχολείο. Όμορφα σπίτια και πάρα πολλά λουλούδια στα περβάζια των σπιτιών.
Εν συνεχεία κατευθυνθήκαμε προς την πιο όμορφη παραλία του νησιού την Σπηλιά. Στην παραλία κατέληγε ο ασφαλτόδρομος αριστερά του λιμανιού. Η παραλία βοτσαλωτή με πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά, με τη φυσική σκιά από τα αλμυρίκια και μία σπηλιά μέσα στην βραχώδη πλαγιά στα δυτικά της παραλίας να δεσπόζει.
Αφού ευχαριστηθήκαμε το μπανάκι μας άρχισαν οι ήχοι της κοιλιάς να αντιλαλούν σε αμφότερα τα στομάχια και έτσι βρεθήκαμε στον οικισμό του λιμανιού τον Αγ. Γεώργιο, για τσιμπολόι. Όμορφη ταβερνούλα με μεγάλη αυλή, μέσα στα λουλούδια, κάνοντας την ατμόσφαιρα πολύ όμορφη. Ησυχία πλήρης και μυρωδιές από τηγανιτά της κουζίνας να σου σπάνε την μύτη. Η δε μαγείρισσα πολύ ευγενική και μας κέρασε και μία μπύρα. Την εποχή εκείνη δεν είχε ούτε ένα τουρίστα στο νησί.
Λίγο πριν έρθει το καράβι κάναμε μία βόλτα στον παραλιακό δρόμο για τις απαραίτητες φωτογραφίες και μία προσπάθεια να αγοράσω τον καθιερωμένο μαγνητάκι με δυστυχώς αρνητικά αποτελέσματα. Το πλοίο κατέφθασε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το ιερό νησί. Μείναμε στο Αγαθονήσι περίπου στις 5 ώρες που ήταν υπέρ αρκετές για να γνωρίσεις έστω επιφανειακά άλλη μία κουκίδα στο Χάρτη. Ευτυχώς το πλοίο πήγαινε έως Σάμο και επέστρεφε πίσω έτσι είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε την βόλτα μας αυθημερόν, διότι για διανυκτέρευση πιστεύω πως δεν άξιζε. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ κουρασμένος και να θες να τα βρεις με το εσωτερικό του εαυτού σου για να τα καταφέρεις να μείνεις εκεί κάποιες μέρες.
Το βραδάκι μας βρήκε στη Χώρα για φαγητό στο καφεστιατόριο της «Λόζας» με την καλύτερη θέα προς το λιμάνι, υπέροχη ατμόσφαιρα και πολύ καλή εξυπηρέτηση. Πεντανόστιμο φαγητό, ποιοτικά κρασιά και γλυκά κόλαση. Άξιζε και με το παραπάνω θα έλεγα, σε αντίθεση με το προχθεσινό στραπάτσο.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και μαζέψαμε τα πράγματα μας διότι γύρω στις 02:00 θα έφτανε το Bluestarμε προορισμό το νησί των αγαπημένων μας φίλων, της Ανθούλας και του Κώστα για παρεοδιακοπές, εξερεύνηση για φέτος τέλος, ήρθε η ώρα για ξεκούραση και την καλύτερη παρέα ever.
5.- Κως (4 νύχτες):
Φτάσαμε στο νησί πολύ νωρίς το πρωί, γύρω στις 7 νομίζω. Ευτυχώς οι καναπέδες στα εστιατόρια του πλοίου ήταν άδειοι και είχαμε κοιμηθεί αρκετά. Αφού αποβιβαστήκαμε πήραμε το δρόμο για το σπίτι των φίλων μας. Μας υποδέχθηκαν μέσα στην τρελή χαρά και οι δύο, δυστυχώς έπρεπε να πάνε για δουλειά έτσι μας άφησαν σπίτι να ξεκουραστούμε.
1η Μέρα:
Η μέρα είχε ήδη ξεκινήσει εκπληκτικά γιατί να μην συνεχίσει έτσι. Το μεσημεράκι μόλις σχόλασε η παρέα πήγαμε για καφεδάκι στην παλιά πόλη της Κω στον «Ναό», παλιό τζαμί που μετατράπηκε σε καφετέρια με μόνη υποχρέωση να μην σερβίρει αλκοόλ. Τραπεζάκια με θέα όλη την κεντρική πλατεία και πολύ καλό κόσμο χωρίς τουρίστες.
Αφού κάναμε και μία γρήγορη βόλτα να θυμηθούμε την πόλη λίγο (είχαμε επισκεφτεί το νησί και πέρσι και πριν πολλά χρόνια), ήρθε η ώρα για μπανάκι, που αλλού βέβαια στην ακτή Ζουρούδη στα ατελείωτα beachbarπου υπάρχουν στη σειρά. Πιάσαμε ξαπλώστρες στο «Baracuda» και σε λίγο ξεκίνησε και το beachvolley, εντάξει οι άλλοι εγώ προσπαθούσα και έκανα τους άλλους να χάνουν την ψυχραιμία τους. Σε λίγο να σου και τα μπυρόνια. Beachbarχωρίς μπύρα δε λέει.
Σπίτι για μπανάκι, ξεκούραση και το βραδάκι μας βρήκε στα δρομάκια του οικισμού της Ζιας. Ένα χωριό κόσμημα με παραδοσιακό χαρακτήρα που θυμίζει Πήλιο και με μία “spectacular” που θα έλεγαν οι φίλοι μας οι Άγγλοι θέα προς το ηλιοβασίλεμα. Μαζεύεται πολύ κόσμος για το ηλιοβασίλεμα στο χωριό αυτό. Για φαγητό υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές (παλιότερα είχαμε καθίσει στο «Ωρομέδων» σε ένα μπαλκονάκι με θέα το ηλιοβασίλεμα, αλλά γινόταν πήχτρα), εμείς κινηθήκαμε προς το εσωτερικό του οικισμού και καθίσαμε στην κατά τη γνώμη μου καλύτερη ταβέρνα «Ολύμπια Ζια». Εκπληκτικά προσεγμένος χώρος με αυλή, μπαλκονάκια, κλειστό χώρο για αυτούς που κρυώνουν, εξυπηρετικό και γρήγορο σέρβις, μεγάλη ποικιλία σε κρεατικά και παρέα ένα παπαγάλο που τριγυρνά μόνη του από δω και κει. Ότι παραγγείλαμε ήταν λουκούμι κυριολεκτικά με το καλύτερο πιάτο το χοιρινό κότσι με μπύρα στη γάστρα έλιωνε μιλάμε έλιωνε. Ο λογαριασμό σε φυσιολογικές τιμές για την ποιότητα και την ποσότητα θα πήγαινα ξανά με τα χίλια.
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα τα φιλαράκια μας είχαν ρεπό έτσι ξεκινήσαμε για το νότιο κομμάτι του νησιού προς την Κέφαλο. Επειδή υπήρχε διάθεση για παιχνίδι αγοράσαμε και ένα στρώμα θαλάσσης.
Αρχικά φτάσαμε στην παραλία του Αγ. Στεφάνου ακριβώς δίπλα στον ερείπια της ομώνυμης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, αλλά δυστυχώς το αεράκι ήταν αρκετό και τότε μου ήρθε η καλύτερη ιδέα. Πήγαμε μέσω χωματόδρομου από το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη της Κεφάλου (έχει σχετικές πινακίδες) για την πιο περίεργη παραλία του νησιού το «CavoParadiso» και ναι υπάρχει και αλλού το όνομα αυτό. Ο χωματόδρομος σχετικά δύσκολος αλλά άξιζε τον κόπο, αφού μετά από 20΄ περίπου λεπτά φτάνεις σε μία παραλία με τρελά κύματα, λεπτή άμμο και τα παιχνίδια στα κύματα σε περιμένουν. Όσο περίεργο και να σας φαίνεται η παραλία ήταν σχετικά οργανωμένη, με λίγες ξαπλώστρες και ομπρέλες και μία καντίνα για τα απαραίτητα. Τα παιχνίδια στα κύματα σε ξεθεώνουν αλλά η αδρεναλίνη σου φτάνει στα άκρα και δεν σταματάς να γελάς σαν μικρό παιδί. Μεγάλο μειονέκτημα της παραλίας, ο άνεμος μπορεί να φέρνει τα διασκεδαστικά κύματα αλλά η άμμος μπαίνει παντού και όταν λέμε παντού, ΠΑΝΤΟΥ.
Επόμενος προορισμός η παραλία του Paradiseστην Κέφαλο. Εκεί θα βρούμε μία απέραντη αμμουδερή και συνάμα πλήρως οργανωμένη παραλία, με βαθιά κρύα κρυστάλλινα νερά και τις εξής δύο ιδιαιτερότητες: καταρχάς η παραλία είναι τόσο μεγάλη που ανάλογα από ποια είσοδο θα μπούμε σε αυτή στρίβοντας από τον κεντρικό δρόμο παίρνει και διαφορετικά ονόματα, έτσι έχουμε το Paradise, τη Καμήλα, τον Ψιλό Γκρεμό κ.α. Επίσης, η παραλία είναι η κατεξοχήν απάνεμη λόγω της δεύτερης ιδιαιτερότητας της, στην πλάτη της παραλίας υπάρχει ένας ουσιαστικά γκρεμός που δημιουργεί μία αρκετά μεγάλη υψομετρική διαφορά, κόβοντας κυρίως τον βόρειο άνεμο και αφήνοντας τα νερά λάδι. Εμείς επιλέξαμε το κομμάτι της παραλίας με το προσωνύμιο Paradiseόπου θα βρεις κάθε λογής κόσμο από παιδιά μέχρι μεγαλύτερους τουρίστες, αλλά την άνεση στο μεγαλείο της. Τα νερά της παραλίας βαθαίνουν σχετικά γρήγορα, πλην όμως είναι πεντακάθαρα. Για φαγητό υπάρχουν ταβέρνες, αλλά και καντίνες σε καλές τιμές θα έλεγα. Τέλος, για τους fanτων σπορ υπάρχουν και jetski.
Το απογευματάκι μας βρήκε στο οχυρό της Αντιμάχειας, ένα από τα μεσαιωνικά κάστρα του νησιού με την επιβλητική πέτρινη είσοδο και την τεράστια ξύλινη πόρτα. Στο εσωτερικό εγκατάλειψη δυστυχώς με τα χόρτα να κάνουν πάρτυ. Παρόλα αυτά βγάλαμε υπέροχες φωτογραφίες με τη βοήθεια των πορτοκαλί χρωμάτων του ήλιου που έπαιρνε για μία ακόμη φορά το γνωστό δρόμο για τη δύση.
Έφτασε και η ώρα του φαγητού, τι άλλο ουζάκι στις ψαροταβέρνες των Καλύμνιων στο Μαστιχάρι, έναν από τους μεγάλους οικισμούς του νησιού στα βόρεια αυτού. Πολύ κοντά στο Κάστρο στο κέντρο περίπου του μακρόστενου νησιού της Κω με εύκολη πρόσβαση και καλή σήμανση μέχρι το σημείο. Στο Μαστιχάρι υπάρχει και ένα πολύ όμορφο beachbarτο «ΤΑΜ ΤΑΜ», αλλά εμείς βρεθήκαμε εκεί για θαλασσομεζεδοφαγία. Καθίσαμε σε μία από τις πολλές ταβέρνες του λιμανιού (από εκεί ξεκινά τα δρομολόγια το ferryboatγια Κάλυμνο) με θέα το ηλιοβασίλεμα και ένα ελαφρύ βοριαδάκι να μας δροσίζει. Στο κέντρο της στρογγυλής πλατείας υπάρχει ένα σιντριβάνι με το άγαλμα του θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα.
Το βραδάκι βγήκαμε για ένα ποτάκι στην πόλη, αλλά αποφύγαμε τα Εξάρχεια και τις γνωστές τρέλες των τουριστών.
3η Μέρα:
Ξημέρωσε 30-06-2014 και ήρθε η ονομαστική μου εορτή. Ξεκινήσαμε με μία βόλτα στα αξιοθέατα της πόλης (κάστρο, πλάτανος Ιπποκράτη, παλιά πόλη κτλ) καταλήγοντας για καφέ στον «Ναό».
Το μεσημέρι μας βρήκε στο γνωστό beachbarγια βόλεϊ και μπύρες, κρατώντας όρεξη για το απόγευμα και το ψηστήρι στο μπαλκόνι των παιδιών συνοδεία μπύρας. Πανσέτες στο γκριλ και φτερούγες κότας και bbqsauceστο φούρνο, χωριάτικη, τυροκαυτερή και κρύες μπύρες. Σας πείνασα?
4η Μέρα (Bodrum):
Το πρωί μας βρήκε στο λιμάνι να επιβιβαζόμαστε στο δελφίνι μετά το σχετικό έλεγχο για την Αλικαρνασσό (Bodrum), περίπου 45΄. Μόλις φτάσαμε κάναμε μία υπέροχη βόλτα στην προκυμαία και επισκεφτήκαμε ότι έχει απομείνει από το γνωστό Μαυσωλείο (ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου - δεν άξιζε τόσο αλλά ήταν φτηνό το εισητήριο). Μετά ήρθε η ώρα να κάνω τοι χατήρι της συζύγου και να γυρνάμε επί ώρες μέσα στο παζάρι για κάποια συγκεκριμένα ψώνια που ήθελε. Κουραστικό, αλλά έχει πάρα πολύ ποιοτικά μαϊμού που τελικά αξίζει ειδικά στα δέρματα με καλό παζάρι εννοείτε. Φάγαμε ντονέρ πεντανόστιμο και εν συνεχεία το δρόμο της επιστροφής. Δυστυχώς δεν κάναμε μπάνιο δεν προλαβαίναμε έτσι και αλλιώς, η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη, ο δε κόσμος πολύ καλός. Τα δε εστιατόρια σε τιμές ελληνικών νησιών, άρα αξίζει το street food. Τα εισητήρια 54€ τα δύο άτομα με τους φόρους (αρκετά).
Μετά τα καθιερωμένα στην κλασική παραλία, να μην σας κουράζω άλλο καθώς έπεσε ήλιος πήραμε το δρόμο για τα Θερμά. Μία παραλία στα ανατολικά της πόλης μετά το Ψαλίδι, σχετικά κοντά. Περάσαμε και από τα καλύτερα και χλιδάτα ξενοδοχεία του νησιού το “Michaelagello” με μία πίσινα σύριζα με το ρείθρο σκέτη κόλαση. Λίγο μετά κατεβαίνεις για λίγο χωματοδρόμο, αφήνεις το όχημα σου και με λίγο περπάτημα φτάνεις στα Θερμά. Η παραλία θυμίζει κάτι από Σαντορίνη θα έλεγα, με ένα τεράστιο κάθετο βράχο στα δεξιά σου, χαλικάκι και βότσαλοστην παραλία και βαθιά κρύα νερά. Εκεί όμως δεν πας για την παραλία, αλλά για την θειώδης θερμοπηγή που αναβλύζει μέσα από το βράχο και καταλήγει σε μία μικρή τεχνητή λιμνούλα φτιαγμένη από πέτρες. Το νερό απίστευτα χαλαρωτικό, αλλά έχει και την γνωστή μυρωδιά του κλούβιου αυγού. Καλή εμπειρία αφού ζεσταθείς να μπεις στο κρύο νερό της θάλασσας και καπάκι στο ζεστό, μυρμηγκιάζει όλο σου το σώμα. Επίσης, εάν την επισκεφτείτε μέρα και χρησιμοποιήσετε μάσκα μέσα στα νερά της παραλίας θα παρατηρήσετε τις μπουρμπουλήθρες που αναβλύζουν από τον πυθμένα (Προσοχή! εάν πάτε ημέρα να πάτε νωρίς διότι ο ήλιος κρύβεται πολύ γρήγορα πίσω από το βράχο – Γενικά όμως λέει νύχτα ή και ξημερώματα όπου μαζεύονται παρέες νέων μετά το ξενύχτι, καλή εμπειρία πιστεύω).
Από εκεί επόμενη στάση το μουσουλμανικό Πλατάνι για φαγητό στις τούρκικες ταβέρνες της περιοχής, πλην όμως οι κουζίνες είχαν ξεμείνει (από ότι κατάλαβα εκεί είναι πιο πολύ για μεσημεριανό – καλή επιλογή για τέτοιου είδους ανατολίτικο φαγητό είναι και η ταβέρνα του Αλή στην πόλη). Τι να φάμε τι να φάμε πήγαμε για hot-dogστο «Mr.Wurst» μέσα στην πόλη (τρομερά hot-dogσε καλές τιμές). Ο Κώστας όμως ήθελε πίτσα και ψάφνου σκάει μία γίγας τέτοιο κομμάτι ούτε στα χελωνονιντζάκια.
5η Μέρα:
Η τελευταία μας ημέρα με βρήκε αψημέρωτα να καβαλάω το σκούτερ με προορισμό τη Ζια. Από εκεί πήρα το μονοπάτι για την κορυφή του βουνού της Κω του Δικαίου στα 846 μ. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και με καλή σήμανση, αλλά πολύ απότομο με αποτέλεσμα εάν δεν έκανες στάση να μαζέψεις τη γλώσσα από το πάτωμα να έφτανες σχετικά γρήγορα, έκανα 48΄ για 5 kmτου μονοπατιού. Στην κορυφή ο άνεμος πολύ δυνατός, η θέα τρομερή αν και περιορισμένη από κάποια συννεφάκια και για παρέα μία γαλανόλευκη στην οροφή από το κλασικό εκκλησάκι του Χριστού Σωτήρος. Η κατάβαση βεβαίως ευκολότερη, μηχανάκι, σπίτι, πρωινό και φουρ για Ασκληπιείο.
Στις παρυφές του βουνού υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος του Ασκληπιείου. Μπαίνοντας στο χώρο παρατηρείς από μακριά τα πολλά σκαλιά που σου κάνουν εντύπωση. Εκεί θα δεις λείψανα από ναούς, το μαντείο και έτερους χώρους των λατρευτικών σημείων της αρχαιότητας. Όμορφη και η θέα από το σημείο προς τη πόλη, όπως αξιομνημόνευτος και ο περίπατος στο παρακείμενο αλσύλλιο από κυπαρίσσια.
Δυστυχώς ήρθε η ώρα να μαζέψουμε πράγματα. Τελευταίες βόλτες και λιμάνι για το απογευματινό καράβι για το γυρισμό στον Πειραιά. Ευτυχώς τουλάχιστον είχαμε καμπίνα και το ταξίδι ήταν σχετικά εύκολο.
Αυτές οι διακοπές είχαν τα πάντα, καλή παρέα, απίστευτα τοπία, μοναδικές παραλίες, καλό φαγητό, ατυχίες και πάνω από όλα εμπειρίες και αναμνήσεις μέσα στο μυαλό να τις διηγείσαι σε φίλους και γνωστούς.
Άντε να δούμε που θα μας βγάλει το 2015 ο δρόμος!!!
Τελευταία συμβουλή, για όποιον σνομπάρει τον Ιούνιο για τις διακοπές του όλα αυτά που περιέγραψα για δύο άτομα με σκούτερ ξοδέψαμε 1620€ και κάναμε διακοπές για 21 ημέρες.
Είκοσι μία μέρες από 12-6 έως 2-7 στην Αστυπάλαια, στην Κάλυμνο, στους Λειψούς, στους Αρκιούς, στην Πάτμο, στο Αγαθονήσι και στην Κω ξανά. Γιατί Ιούνιο? Δεν έχει καύσωνες, δεν έχει αέριδες (συνήθως), φτηνά δωμάτια και τρομερά φιλικοί άνθρωποι, που δεν έχουν εξαντληθεί από τον χαμό του Ιουλίου και του Αυγούστου. Δεύτερη συνεχόμενη χρονιά Ιούνιο και τον προτιμούμε από τον Σεπτέμβριο που νυχτώνει νωρίς και έχει τα αεράκια του.
Ας ξεκινήσουμε………..
1.- Αστυπάλαια (6 νύχτες):
Ταξίδι:
Πειραιάς à Αθήνα με το BluestarNaxos. Δύσκολο ταξίδι, διαρκεί πολλές ώρες (περίπου 10), το δε πλοίο πάλιωσε πλέον, οι χώροι του για ύπνο πολύ λίγοι (το πλοίο φτάνει κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, αφού περάσει από Πάρο, Νάξο, Δονούσα, Αιγειάλη Αμοργού) το δε κρύο όπως σε κάθε bluestarπλοίο αν δεν έχεις μπουφανάκι ή ζακέτα κλαις……..
Μόλις φτάσαμε κατεβήκαμε από το πλοίο κανά 20 άνθρωποι εκ των οποίων τουρίστες ήμαστε μόνο εγω και η γυναίκα μου (η Δήμητρα μου). Καβαλήσαμε το μηχανάκι και κατευθυνθήκαμε από το λιμάνι του Αγ. Ανδρέα στα Βόρεια του νησιού προς τον Πέρα Γυαλό, το παλιό λιμάνι του νησιού για ύπνο φυσικά.
Είχα κλίσει τηλεφωνικά ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο στον Γυαλό για τέσσερις νύχτες, το «Δελφίνι» (www.astypalaia-dolphin.gr), σε πάρα πολύ καλή τιμή με 30€ τη βραδιά (είχε και φτηνότερα αλλά στο Λιβάδι). Μας περίμενε η σπιτονοικοκυρά, πολύ καλή κυρία, μας πήγε στο δωμάτιο και μόλις άνοιξε την μπαλκονόπορτα και είδα την θέα, έπαθα……. ΣΟΚ, εγκεφαλικά κτλ……
1η Μέρα:
Μόλις ξύπνησα πήγα στο MiniMarketνα ψωνίσω τα αναγκαία εφόδια για το σούπερ και πλήρες πρωινό. Αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες με ενέργεια ξεκινήσαμε για τι άλλο παραλία.
Την πρώτη μας ημέρα διάλεξα την παραλία Βάτσες. Πήραμε το δρόμο για το Λιβάδι, συνεχίσαμε έως το τέλος του ασφαλτόδρομου και στη συνέχεια χωματόδρομος για περίπου μισή ώρα. Ο δρόμος γενικά δύσκολος για δίκυκλο αλλά τα καταφέραμε. Η παραλία σε αποζημιώνει αρκετά θα έλεγα. Μεγάλη αμμουδερή παραλία, με φυσική σκιά και μπλε νερά, να κοιτά το νότο. Δεν υπήρχαν (ευτυχώς) ξαπλώστρες, αλλά υπήρχε ένα μικρό beach-bar, που σέρβιρε ποιοτικό καφέ, κρύες μπύρες, cocktailsαλλά και σαλάτες. Στην μεριά του Barυπήρχαν και περίπου 10 ομπρέλες με φύλλα φοίνικα (ΔΩΡΕΑΝ εννοείται). Μπάνιο έκανα μόνο εγώ. Γιατί? Ερχόμαστε στα μειονεκτήματα της παραλίας πέραν του δύσκολου χωματόδρομου. Την πιάνουν οι αέριδες παντώς κατεύθυνσης (εκείνη την ημέρα ξαφνικά το γύρισε σε 6αρι) και ο ήλιος παρόλο που ήταν Ιούνιος κρύβοντας σχετικά νωρίς πίσω από το παρακείμενο βουνό με αποτέλεσμα να κρυώνεις. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ μας είπε πως τον Αύγουστο που ο ήλιος είναι πιο κάτω η ζέστη κρατάει περισσότερο.
Φεύγοντας από τις Βάτσες αποφασίσαμε να μην πάμε σε άλλη παραλία και έτσι δράττοντας την ευκαιρία για εξερεύνηση, πήραμε τον ασφαλτόδρομο προς τα ανατολικά του νησιού. Περάσαμε από τον έτερο οικισμό του νησιού την Μαλτεζάνα ή Ανάληψη, αρκετές παραλίες στον διάβα μας και αφού τελείωσε η άσφαλτος στην παραλία του Σχοινώντα, πήραμε το χωματόδρομο για το τελευταίο οικισμό του νησιού, το Βαθύ. Ο χωματόδρομος στα ίδια με πριν και μετά από 40΄ περίπου λεπτά συνολικής διαδρομής από τον Πέρα Γυαλό φτάσαμε στον πολύ μικρό οικισμό. Δεν έχει παραλίες, παρά μόνο λίγα εγκαταλειμμένα σπίτια και ένα γραφικό ταβερνάκι. Μόλις μυρίσαμε τα τηγανιτά δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε και καθίσαμε. Φάγαμε Σουπιά Τηγανιτή (Φρέσκια χωρίς να έχει πρώτα βραστεί, η οποία περίμενα να είναι σαν λάστιχο αλλά η γεύση και η υφή της πραγματικά τρομερή). Γιατί αξίζει να κάνεις το χωματόδρομο έως το Βαθύ: θα δεις έναν τεράστιο όρμο με πολύ λίγα σκάφη που μοιάζει με λίμνη, μία εικόνα σπάνια και πολύ όμορφη. Στο γυρισμό επίσης μπορείς να επισκεφτείς το εκκλησάκι της Παναγιάς Πουλαριανής.
Αφού χορτάσαμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μπανάκι, μία μπύρα στο υπέροχο μπαλκονάκι μας με αυτή την απίστευτη θέα και δυστυχώς ύπνο γιατί η σύζυγος ήταν σκέτο πτώμα (έτσι και αλλιώς είχα συνηθίσει το πρώτο βράδυ πάντα μέναμε σπίτι).
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα μετά το καθιερωμένο πρωινό βεβαίως-βεβαίως ξεκινήσαμε για μία ακόμη υπέροχη παραλία τα Καμινάκια. Ο δρόμος κοινός με τις Βάτσες, πλην όμως στην αρχή του χωματόδρομου υπάρχει σχετική διακλάδωση των δρόμων: αριστερά Βάτσες – δεξιά Καμινάκια. Ο χωματόδρομος εξίσου δύσκολος για δίκυκλο (για αυτοκίνητα είναι σχετικά βατός – εξαρτάται και από το πόσο τον έφτιαξαν τα μηχανήματα του Δήμου και οι βροχές), αλλά τα καταφέραμε να φτάσουμε περίπου μετά από μισή ώρα διαδρομής, γύρω στις 12:00. Η παραλία τεράστια, με καταγάλανα νερά, άμμο στα περισσότερα σημεία και λίγο χαλικάκι. Υπήρχε φυσική σκιά στα δεξιά με πολλά αρμυρίκια και τζιτζίκια βέβαια. Επίσης, στην παραλία υπήρχαν και δύο ταβερνάκια, η πρώτη ταβέρνα «η ταβέρνα της Λίντας» σχεδόν δίπλα στη θάλασσα και ακόμη μία ακριβώς από πίσω, με περίεργο μουσικό ρεπερτόριο και διακόσμηση. Στην παραλία υπήρχαν και μερικές ξαπλώστρες που είχε βάλει η Λίντα αλλά από ότι θυμάμαι δεν τις πλήρωνες. Το μεσημεράκι μας βρήκε στης Λίντας για μεζεδάκι και μπύρα έτσι για σπάσει η πείνα μας. Δυστυχώς τα γραφόμενα στο διαδίκτυο επαληθεύτηκαν και η επιλογές μας πολύ λίγες και όταν λέμε πολύ λίγες εννοούμε κολοκυθοκεφτέδες και χωριάτικη, ενώ μύριζε κατσικάκι το οποίο η Λίντα μας είπε πως ήταν για την οικογένεια. Σε γενικές γραμμές ήταν καλά αλλά δεν θα ξαναπήγαινα.
Επόμενη στάση η παραλία του Αγ. Κωνσταντίνου. Λίγο αφού τελειώσει ο ασφαλτόδρομος ξεκινά ο έτερος πολύ βατός χωματόδρομος της παραλίας και μετά από πολύ λίγο βρίσκεσαι στην παραλία. Η παραλία δυστυχώς βορεινή (και εκτεθειμένη στους ανέμου), με άμμο, αρμυρίκια για σκιά, πεντακάθαρα νερά, baech-bar, ξαπλώστρες και ένα ταβερνάκι. Το ακατανίκητο ατού της η απίστευτη θέα προς την Χώρα. Μπανάκι ένα καφεδάκι στο χαλαρό λόγο Ιουνίου μπαράκι και επιστροφή για το δωμάτιο.
Το απογευματάκι μας βρήκε στη Χώρα. Περπάτημα στα γραφικά της στενά. Πανέμορφα σπιτάκια με το χαρακτηριστικό λευκό και γαλάζιο, πλην όμως πολύ λίγοι κάτοικοι, τα περισσότερα σπίτια ανήκαν σε αλλοδαπούς της Ευρώπης και ήταν κλειστά. Μετά από λίγο περπάτημα φτάσαμε στο Κάστρο των Κιερίνι, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Περιπλανηθήκαμε μέσα στο επισκέψιμο βεβαίως Κάστρο, με τις δύο πανέμορφες εκκλησίες και την ατελείωτη θέα προς πάσα κατεύθυνση. Σε περίπτωση που βρεθείτε εκεί μην ξεχάσετε να ανεβείτε σε κάποια από τις ταράτσες αξίζει. Δυστυχώς λόγω του ορεινού όγκου στην πλάτη της Χώρας ο ήλιος χάνετε πάρα πολύ νωρίς χωρίς φυσικά ηλιοβασίλεμα.
Το βραδάκι μας βρήκε με τα στομάχια άδεια στην κεντρική πλατεία με τους φωτιζόμενους ανεμόμυλους. Κάναμε μία σύντομη βολτούλα και καθίσαμε για φαγητό σε μία από τις ταβέρνες της πλατείας την «Αγέρι». Τρομερός κατάλογος φτηνές τιμές και υπέροχο φαγητό με θέα προς το Κάστρο και το φεγγάρι να λούζει τη Χώρα. Κότσι και Κατσικάκι Φούρνου στην καλύτερη του μορφή ο δε λογαριασμός αστεία φτηνός για την ποσότητα, ποιότητα και φυσικά την τοποθεσία.
3η Μέρα:
Η τρίτη μας μέρα με βρήκε αξημέρωτα στο μηχανάκι να κινούμε προς το ελικοδρόμιο. Άφησα το μηχανάκι και ξεκίνησε η πρωινή γυμναστική. Τι καλύτερο από πεζοπορία σε ένα πανέμορφο κυκλαδίτικο νησί όπως η Αστυπάλαια. Ο προορισμός μου ήταν το Μοναστήρι της Παναγιάς της Φλεβαριώτισσας. Εύκολη διαδρομή ουσιαστικά πάνω στον υπάρχον χωματόδρομο, που εξυπηρετεί τα αμέτρητα μαντριά των κατσικιών (τα κατσίκια ήταν σίγουρα πιο πολλά από τους κατοίκους). Δυστυχώς μόλις έφτασα συνειδητοποίησα πως ο η κεντρική καγκελόπορτα του μοναστηριού ήταν κλειδωμένη (αργότερα έμαθα ότι τα κλειδιά τα έχει ο βοσκός της παρακείμενου στάνης. Η διαδρομή πήγαινε-έλα κράτησε περίπου μία ώρα.
Μετά το πρωινό μας αφού ξύπνησε και η Δήμητρα μου ξεκινήσαμε για τη Μαλτεζάνα ή Ανάληψη, ένα γραφικό ψαροχώρι στο μέσο του νησιού, εκεί που ενώνονται το Μέσα με το Έξω νησί της πεταλούδας της Αστυπαλιάς, όπως της λένε η ντόπιοι. Η Μαλτεζάνα βρίσκεται πολύ κοντά και στο αεροδρόμιο του νησιού. Από εκεί πήραμε ένα τουριστικό καΐκι του Αντώνη με προορισμό τα δύο μικρά νησάκια κάτω από την Αστυπάλαια την Κουνούπα και το Κουτσομήτη. Υπήρχε και καΐκι από τον Πέρα Γυαλό, αλλά την ημέρα εκείνη δεν είχε δρομολόγιο. Οι διαφορές τους: α) Εισιτήριο: 12,5€ από Μαλτεζάνα – 15€ από Πέρα Γυαλό, β) Διαδρομή: 1 ώρα από Μαλτεζάνα – 50΄ από Πέρα Γυαλό και γ) το καΐκι του Αντώνη δεν έχει τουαλέτα. Τώρα οι επιλογές δικές σας.
Πρώτα φτάσαμε στην Κουνούπα. Υπέροχη παραλία, με πολύ λεπτό βότσαλο, καταπράσινα νερά και την εξής ιδιαιτερότητα: ουσιαστικά είναι δύο παραλίες αφού μία στενή λωρίδα γης ενώνει δύο κομμάτια του μικρού νησιού δίνοντας δύο παραλίες αντικριστές, όπως στο Σίμο και την Κολώνα της Κύθνου. Δυστυχώς δεν υπάρχει σκιά αλλά ο Αντώνης προσφέρει τις 3 ομπρέλες που έχει για όποιον προλάβει. Επίσης, μπορείς να καθίσεις στο σκιερό καΐκι για συνεχείς βούτες στα καταπράσινα νερά και ο Αντώνης θα σε πετάξει όσες φορές θέλεις μέσα έξω με το βαρκάκι. Εκεί μείναμε περίπου 2,5 ώρες, χρόνος υπεραρκετός για να χορτάσεις την υπέροχη παραλία.
Στη συνέχεια και μετά από 15΄ λεπτά διαδρομής βρεθήκαμε στο στενό ανάμεσα στην νησίδα Κουτσομήτη και Τηγάνι. Εκεί τα νερά ακόμη πιο εκπληκτικά. Αβαθή σε πολλά σημεία με έντονα ανοιχτά πράσινα και μπλε χρώματα που δεν πάει ο νους σου. Όπως και στην Κουνούπα εδώ δεν υπάρχει φυσική σκιά και η γενόμενες παραλίες ήταν από χοντρό βότσαλο. Εμείς προτιμήσαμε να μείνουμε για βουτιές στο καΐκι. Καμιά ώρα πριν φύγουμε ο Αντώνης έψησε φρέσκα ψάρια και ένα χταπόδι στην παραλία, τα οποία μαζί με ντομάτα και αγγούρι στο χέρι φυσικά φάγαμε μαζί με τους υπολοίπους ταξιδιώτες. Η τιμή τους 5€ το άτομο, αξία πολύ μικρή για τόσο φρέσκα και νόστιμα ψάρια.
Κατά τις 18:00 μας άφησε στην Μαλτεζάνα και γυρίσαμε γρήγορα να ετοιμαστούμε γιατί έπαιζε η Εθνική με την Κολομβία για το Μουντιάλ. Ετοιμαστήκαμε γρήγορα και το δειλινό μας βρήκε σε μία από τις καφετέριες του πεζόδρομου στον Πέρα Γυαλό για τον Αγώνα. Αφού χάσαμε πήγαμε να πνίξουμε τη θλίψη της ταπεινωτικής ήττας με 3-0 σε μία γλυκιά απόλαυση στο καφέ-μπαρ Αρχιπέλαγος. Τρομερή θέα προς το Κάστρο, σε ένα υπέροχο χώρο με σκοτεινά τραπεζάκια, μεθυστική ατμόσφαιρα, χαλαρωτική μουσική και πολλά γλυκά. Συνοδεία του αφρώδες οίνου που επιλέξαμε να πιούμε φάγαμε μιλ-φέιγ μαυροκέρασο, το οποίο ήταν σχετικά μέτριο παρά τη φήμη του, διότι η σφολιάτα του ήταν πανιασμένη. Εν πάσει περιπτώσει περάσαμε υπέροχα, ο χώρος είναι τρομερός και το συστήνω ανεπιφύλακτα (must-see του νησιού).
4η Μέρα:
Φτάσαμε αισίως και στην «τελευταία» μας μέρα στο νησί. Μετά το καθιερωμένο πρωινό στην μπαλκονάρα και την απίστευτη θέα ξεκινήσαμε για παραλία. Πήραμε το δρόμο για τη Μαλτεζάνα και συγκεκριμένα για το φημισμένο Μπλε Λιμανάκι. Αφού φτάσεις στο οικισμό στην αρχή του παραλιακού δρόμου θα βρεις σχετική πινακίδα και ένα βατό και σύντομο χωματόδρομο για την παραλία. Περπατάς κάπου 50 με 100 μέτρα και ψιλά από τα βράχια βλέπεις ένα υπέροχο μικρό κολπίσκο με ψιλό βοτσαλάκι και απίστευτα γαλάζια νερά και όταν γράφω απίστευτα το εννοώ. Δυστυχώς την ημέρα εκείνη φύσαγε νοτιάς και η άσχημη μυρωδιά θάλασσας μας έκανε να φύγουμε αμέσως μετά τις καθιερωμένες φωτογραφίες βεβαίως.
Στεναχωρημένοι για την ατυχία μας ξεκινήσαμε για μία παρόμοια παραλία, τις Πλάκες. Στο δρόμο προς την Χώρα υπάρχει σχετικό πλάτωμα στα αριστερά του δρόμου με πινακίδα. Αφήνεις το όχημα σου εκεί και μετά από 200 μέτρα πολύ εύκολου μονοπατιού θα βρεθείς στον υπέροχο κόλπο Πλάκες. Εκεί έχεις δύο επιλογές, ή να μείνεις στα λεία βράχια για βουτιές στα βαθιά ή να πας στην μικρή παραλία με βοτσαλάκι στα δεξιά. Εμείς επιλέξαμε το 2ο διότι η μικρή σπηλιά δημιουργούσε φυσική σκιά (ήταν καταμεσήμερο). Η παραλία μικρή, με βοτσαλάκι όπως προείπα και πεντακάθαρα μπλε νερά. Υπήρχε ένα μικρό κυματάκι αλλά τίποτε το ενοχλητικό. Το μόνο πρόβλημα στην παραλία είναι τα έντομα που υπάρχουν εκεί.
Μετά από κάνα 2ώρο φύγαμε και ξεκινήσαμε για την τελευταία μας παραλία στο νησί (το νησί είχε ακόμη πολλές που δεν επισκεφτήκαμε, αλλά πιστεύω πως διαλέξαμε τις καλύτερες), τα Τζανάκια. Μετά το Λιβάδι στο δρόμο για τον Αγ. Κωνσταντίνο υπάρχει σχετική πινακίδα για την παραλία. Αφήνεις και πάλι το όχημα στο σχετικό πλάτωμα του δρόμου και το μονοπάτι αυτή τη φορά είναι κάπως πιο δύσκολο κάπου 300 μέτρα. Η παραλία τώρα, καταρχάς είναι παραλία γυμνιστών, από εκεί και πέρα. Χοντρό βότσαλο, πεντακάθαρα κρυστάλλινα νερά αλλά δεν υπάρχει σκιά. Όσο αναφορά τους γυμνιστές: οι περισσότεροι φιλικοί αλλά κάποιοι ενοχλούνται που δεν είσαι και εσύ γυμνός ή βγάζεις φωτογραφίες τη θέα της Χώρας απέναντι χωρίς να βρίσκονται στο πλάνο. Για όποιον δεν έχει πρόβλημα με το συγκεκριμένο είδος τουριστών και την έλλειψη σκιάς (είναι δύσκολο να βάλεις και ομπρέλα εκεί) την παραλία τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Το απόγευμα μας βρήκε στο μπαλκόνι μας με κρύες μπύρες έως ότου ετοιμαστούμε για φαγητό. Δεν θα φεύγαμε από το νησί χωρίς να πάμε στην ψαροταβέρνα «Ακρογιάλι» που άνηκε στην σπιτονοικοκυρά μας. Οικογενειακή με όλη τη σημασία της λέξης ταβέρνα με τη Γιαγιά τις δύο τις κόρες και την εγγονή να δουλεύουν μόνες τους αυτή την υπέροχη ταβέρνα. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος καθίσαμε στο καλύτερο τραπέζι κυριολεκτικά πάνω στην παραλία του Πέρα Γυαλού. Παραγγείλαμε ποικιλία από χειροποίητους κεφτέδες όλων των λογιών, τηγανιτά μπαρμπουνάκια ημέρας (μόνο 30€ το κιλό πώς να αντισταθείς) και φυσικά χωριάτικη με ντόπιο τυρί. Όλα πεντανόστιμα. Ο δε λογαριασμός φτηνός όπως πάντα στο νησί.
Μετά το υπέροχο φαγητό ξεκινήσαμε για παγωτάκι από την υπέροχη chocolaterrrieακριβώς πάνω από την ψαροταβέρνα και βραδινή βολτούλα στην πλατεία.
Εκεί αρχίζει το ΜΠΑΜ στην ιστορία μου……
Φτάνοντας στην πλατεία ήθελα να αγοράσω ένα μαγνητάκι για το ψυγείο. Δυστυχώς το μαγαζί είχε κλείσει και την επόμενη ημέρα 11:30 φεύγαμε για Πάτμο (μία διανυκτέρευση) και από εκεί Λέρο. Τηλεφώνησα στον ιδιοκτήτη (είχε κινητό στην πόρτα) και δυστυχώς με ενημέρωσε πως το καράβι από Κάλυμνο δεν θα έρχονταν την επομένη. Πρώτο ΜΠΑΜ πάει όλο το πρόγραμμα. Το επόμενο πλοίο, Πέμπτη πρωί, δεύτερο ΜΠΑΜ. Το πλοίο μας ακυρώθηκε την ημέρα που ταξιδεύαμε από Πειραιά και εγώ είχα σκοπό να αγοράσω τα εισιτήρια λίγο πριν φύγουμε για Κάλυμνο, με αποτέλεσμα να μην μάθω τι συνέβη. Κάθε εμπόδιο σε καλό όμως γιατί αν το μαθαίναμε νωρίτερα θα είχαμε φύγει από τα ξημερώματα της 4ης ημέρας και αυτά που είδαμε σε τρεις ημέρες ήταν σχεδόν τίποτα. Έτσι αποφασίσαμε να απολαύσουμε τις υπόλοιπες 3 ημέρες μας στο υπέροχο αυτό νησί.
5η Μέρα:
Ξεκινάνε οι extraημέρες μας στο νησί. Η απόφαση που έμενε να παρθεί ήταν θα πάμε σε παραλίες που δεν είχαμε πάει ή ξανά σε αυτές που μας άρεσαν; Εκεί δεν υπήρχε ξεκάθαρη απάντηση και αποφασίσαμε να βγούμε από τη λογική του προγράμματος. Έτσι ξεκινήσαμε εκ νέου για τα Καμινάκια. Ξανά ο ατελείωτος χωματόδρομος αλλά όπως και την προηγούμενη φορά άξιζε και με το παραπάνω ο κόπος. Δεν φύσαγε καθόλου και τα νερά ήταν σκέτη απόλαυση.
Αφού το απολαύσαμε – εννοείται δεν ξανακαθίσαμε στην ταβέρνα της Λίντας – πήραμε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να έχουμε αποφασίσει σε ποια παραλία θα πάμε για ακόμη ένα μπανάκι….. Μόλις φτάσαμε στη διασταύρωση για Βάτσες όμως λέμε αφού τον φάγαμε τον χωματόδρομο ας τον φάμε για τα καλά, έτσι κατεβήκαμε στις Βάτσες. Δεν απλώσαμε ψάθες και καθίσαμε κατ’ ευθείαν στο beachbar, φάγαμε μία υπέροχη σαλάτα με ντόπια προϊόντα, ‘’σφίξαμε’’ και μία μπυρίτσα. Δυστυχώς αυτή τη φορά διαπιστώσαμε και το μειονέκτημα που προανέφερα για την παραλία στην 1η μέρα που είχαμε βρεθεί εκεί, ο ήλιος χάνεται πολύ νωρίς (γύρω στις 6) πίσω από ένα βράχο και σε συνδυασμό με τους αέριδες που στην παραλία είναι δεδομένοι αρχίζεις να κρυώνεις με μόνη λύση την επιστροφή.
Για το βράδυ είχαμε κανονίσει κάτι εκπληκτικό, πήγαμε για φαγητό στο εστιατόριο «Ακτή». Τρομερός χώρος με τραπεζάκια σε ένα μικρό γκρεμό με κάποια από αυτά να είναι εντελώς απομονωμένα. Ο φωτισμός χαλαρωτικός, το φαγητό ιδιαίτερα δημιουργικό με πολύ καλές τιμές. Το καλύτερο πιάτο που δοκιμάσαμε ήταν κριθαρότο με φρέσκια σουπιά συνοδεία λευκού κρασιού Semillon. Για γλυκάκι το μαγαζί σέρβιρε χειροποίητα σιροπιαστά και μόλις τους είπαμε ότι δε θέλαμε ο chefήρθε στο τραπέζι και μας ανέφερε πως θα μας φτιάξει pancakesμε μαρμελάδα κρεμμυδιού και όλα αυτά εννοείτε δωρεάν. Καθίσαμε αρκέτες ώρες, η θέα προς τη Χώρα, το Κάστρο και το Γυαλό ήταν απαράμιλη με αποτέλεσμα να μην θέλεις να την αφήσεις.
6η Μέρα:
Η αρχή της έκτης ημέρας με βρήκε πριν καν ξημερώσει να έχω ανέβει στο μηχανάκι με προορισμό τον ταμιευτήρα νερού του νησιού πάνω από το Λιβάδι. Από εκεί ξεκίνησε η πεζοπορία μου προς τη θέση Σταυρός και το αντίστοιχο ξωκλήσι, παράλληλα με την τεχνητή λίμνη του νησιού. Η διαδρομή σχετικά εύκολη για πεζοπορία και μικρή σε διάρκεια (6,5 χλμ με την επιστροφή σε μιάμιση ώρα). Η θέα από τα ψηλά ήταν εκπληκτική βλέποντας τον ήλιο να ξαμυτά μέσα από τα κύματα και να ανεβαίνει σιγά-σιγά λούζοντας το νησί με τις χρυσές του ακτίνες.
Πάμε στο θέμα παραλία τώρα. Αρχικά πήγαμε σε μία από τις τρεις αμμουδιές του νησιού τη Χρυσή Άμμο, που μας την πρότεινε ο σερβιτόρος από το χθεσινό εστιατόριο. Η παραλία είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο και θα τη βρεις ακλουθώντας τις σχετικές πινακίδες, με ένα φυσικά χωματόδρομο, πολύ βατό όμως. Μικρή παραλία, με ψιλή άμμο και καθαρά νερά. Δεν μας άρεσε όμως επειδή είχε ένα μικρό κυματάκι και φύγαμε. Οι άλλες δύο παραλίες με άμμο είναι το Στενό και η Ψιλή Άμμος. Η πρώτη βρίσκεται στην στενή λωρίδα γης που ενώνει τα δύο φτερά της πεταλούδας του νησιού, το Μέσα και το Έξω νησί, με beachbarπου δεν είχε ακόμη ανοίξει, ήσυχη αλλά πολύ ριχά, πλην όμως πεντακάθαρα νερά με αποτέλεσμα να μην την προτιμήσουμε. Η έτερη αμμουδερή παραλία ήταν βορεινή (όπως και το Βαΐ) και οι άνεμοι την κάνανε Baywatch.
Τελικά καταλήξαμε στο Μπλε Λιμανάκι, δίπλα στην Μαλτεζάνα. Το είχαμε επισκεφτεί και την 4η μέρα αλλά η μυρωδιά λόγω νοτιά ήταν αφόρητη έτσι δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε τα ζαφειρένια νερά του. Η παραλία είναι ένας πολύ μικρός κόλπος με βοτσαλάκι και παντελή έλλειψη σκιάς. Τα νερά όμως αποζημιώνουν ακόμη και την πιθανή ηλίαση. Το μεγάλο μειονέκτημα της παραλίας είναι το μικρό της μέγεθος. Στη fullseasonδεν υπάρχει χώρος να αφήσεις ούτε καν τα πράγματα σου (πόσο μάλλον να ξαπλώσεις) και μας είπαν ότι περιμένεις πάνω και μόλις φύγει κάποιος τρέχεις να προλάβεις. Να και τα καλά του ιουνιάτικου τουρισμού που λατρεύω. Μας άρεσε τόσο πολύ που δεν θέλαμε να φύγουμε, καθίσαμε για πρώτη φορά σε μόνο μία παραλία.
Το απογευματάκι πριν δύσει ο ήλιος επισκεφτήκαμε ξανά το Κάστρο των Κιερίνι για μία ακόμη βόλτα στα μεσαιωνικά του χαλάσματα. Η ώρα εκείνη είναι εκπληκτική στο σημείο. Η ώρα πέρναγε και το στομάχι ζητούσε να γεμίσει. Πήγαμε ξανά στην ψαροταβέρνα «Ακρογιάλι», αυτή τη φορά για να δοκιμάσουμε την σπεσιαλιτέ, ΑΣΤΑΚΟΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ. Η παραγγελία απλή λευκό κρασί και πήγαμε μαζί με την εγγονή-σερβιτόρα να διαλέξω έναν ζωντανό αστακό. Δυστυχώς, ο μεγαλύτερος ήταν 800 γρ., αλλά δεν πειράζει το ζουμί είναι που μετράει. Ζήτησα ως ζυμαρικό baveteή ταλιατέλες και η σερβιτόρα πήγε σπίτι να πάρει γιατί δεν είχαν, αν δεν είναι εξυπηρέτηση που σε σκλαβώνει τότε τι είναι. Αφού τελείωσε η μάχη με το οστρακόδερμο και τις σάλτσες (εννοείτε πως λερώθηκα όπως είθισται), ήπιαμε το κρασάκι μας και αρχίσαμε τη συζήτηση με τους μαγαζάτορες. Η δουλειά είχε πέσει και μπορούσαν οι άνθρωποι να μας εξιστορήσουν τη ζωή τους εκεί το καλοκαίρι, το χειμώνα καθώς να μας κάνουν τα παράπονα τους ως νησιώτες πολλές φορές ξεχασμένοι. Τότε ήρθε και το καλύτερο της υπόθεσης ο λογαριασμός. Η τιμή του αστακού ήταν 60€ το κιλό. Εμείς πληρώσαμε 30€, δεν μας χρέωσαν ούτε τη μακαρονάδα, ούτε το κρασάκι ούτε τα 300 γρ. του αστακού από το μισό κιλό ως τα 800. Τι να πω οι άνθρωποι αξιαγάπητοι.
7η Μέρα:
Αισίως ήρθε και η τελευταία μας ημέρα στην πεταλούδα του Αιγαίου. Ακόμη ένα πρωινό λίγο πριν ξημερώσει με βρήκε στο μηχανάκι με προορισμό τον Αγ. Γιάννη τον Μακρύ. Από εκεί κατάβαση στην ομώνυμη παραλία. Εύκολη διαδρομή με νερά και μικρούς καταρράκτες. Μόλις έφτασα κάτω δεν μπορούσα να αντισταθώ, τα πέταξα όλα και όταν λέμε όλα και βούτηξα στα υπέροχα, γαλάζια και γαλήνια νερά της παραλίας. Η επιστροφή κάπως πιο δύσκολη, αλλά βατή.
Μόλις ξεκινήσαμε για παραλία η Δημητρούλα μου είχε την ιδέα να πάμε πάλι στα νησάκια με τα υπέροχα νερά, έτσι ξεκινήσαμε για την Ανάληψη και να πάρουμε πάλι το καΐκι του Αντώνη. Δυστυχώς εκείνη την ημέρα φυσούσε νοτιάς και είχε μαζέψει σύννεφα υγρασίας αλλά η ζέστη κανονικά στα ύψη. Αυτή τη φορά ακολουθήσαμε διαφορετική διαδρομή: πήγαμε πρώτα στενή Κουνούπα και μετά στο Κουτσομήτη. Αυτή τη φορά επιλέξαμε να μην φάμε ψαράκια και μας κόψουν την όρεξη.
Μόλις γυρίσαμε στην Μαλτεζάνα επισκεφτήκαμε την παραλία του Σχοινώντα. Δεν πήγαμε για μπάνιο αλλά για φαγητό στην πιο mustταβέρνα του νησιού την «Αστυφαγιά». Ο ιδιοκτήτης σε υποδέχεται να σε κερδίζει με την πρώτη στιγμή. Πολύ εξυπηρετικός και ζεστός. Ο κατάλογος πλούσιος με όλων των λογιών τα μεζεδάκια, σαλάτες, θαλασσινά και πολλά άλλα, δεν ήξερες τι να πρωτοπαραγγήλεις. Όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν πολύ νόστιμα, οι δε τιμές του μαγαζιού ήταν ακόμη πιο φτηνές από τα υπόλοιπα μαγαζιά του νησιού, παρόλο που ήταν το μαγαζί με τη μεγαλύτερη ζήτηση. Ο χώρος πολύ ζωντανός, με λευκή διακόσμηση και θέα στην παραλία του Σχοινώντα. Πριν φύγουμε ο ιδιοκτήτης μας πρότεινε τι πρέπει να δούμε στο νησί δίνοντας μας έναν χάρτη σημειώνοντας τα επάνω, χωρίς να ξέρει ότι φεύγουμε την επόμενη και ότι έχουμε γυρίσεις σχεδόν τα πάντα. Από τα προτεινόμενα δεν είχαμε πάει για ηλιοβασίλεμα στον προφ. Ηλία και για μπάνιο στο «Μαγαζάκι», μία μικρή παραλία δίπλα στο Λιβάδι, όπου όπως έλεγε χαιρόσουν τα νερά του Λιβαδιού χωρίς τον κακό του τουρισμό.
Σε γενικές γραμμές το νησί είναι ένας από τους καλύτερους προορισμούς μας. Έχει πολλά να κάνεις και να δεις, δημιουργώντας σου έντονες και αξέχαστες εμπειρίες. Κλασικά φεύγοντας αναρωτιέσαι πότε θα μπορέσεις να έρθεις ξανά!!! Την επομένη το πρωί φεύγαμε για Κάλυμνο.
2.- Κάλυμνος (1 νύχτα):
Μετά το ξύπνημα και τις σχετικές ετοιμασίες κατευθυνθήκαμε προς το παλιό λιμάνι του νησιού στον Πέρα Γυαλό γύρω στις 11:00 προκειμένου να επιβιβαστούμε στο πλοίο «Νήσος Κάλυμνος» με κατεύθυνση το ομώνυμο νησί των Δωδεκανήσων, το οποίο είχαμε επισκεφτεί το περσινό καλοκαίρι για πέντε νύχτες. Ο σκοπός της επίσκεψης για τόσο λίγο ήταν καθαρά για μετεπιβίβαση την επόμενη ημέρα το πρωί προς τα βόρεια νησιά. Το πρόγραμμα έλεγε κανονικά Λέρο για τρεις νύχτες αλλά το πάθημα μας έγινε μάθημα, έτσι το πρόγραμμα άλλαξε και θα πηγαίναμε κατευθείαν Λειψούς προσπερνώντας τη Λέρο, αφήνοντας τη για το επόμενο ταξίδι.
Το πλοίο ήρθε στην ώρα επιβιβαστήκαμε και μετά από 2,5 ώρες φτάσαμε στο λιμάνι της Καλύμνου την Πόθια. Πήραμε το δρόμο για τους δυτικούς οικισμούς και το ξενοδοχείο μας στον Πάνορμο. Μείναμε για μία νύχτα στον πολύ απλό ξενοδοχείο «FamilyVillage» (δεν έχει ιστοσελίδα) με κόστος μόνο 20€, αλλά το δωμάτιο πάρα πολύ απλό. Δεν θα το πρότεινα για πολυήμερες διακοπές.
Αφού τακτοποιηθήκαμε γρήγορα πήραμε το μηχανάκι και πήγαμε στην αγαπημένη μας τοποθεσία για μπάνιο από την περασμένη χρονιά τον όρμο της Ρίνας στο Βαθύ. Είναι λίγο μακριά περίπου 40΄ από το ξενοδοχείο (20΄ για λιμάνι και άλλο τόσο για τη Ρίνα), αλλά η διαδρομή είναι όμορφη και η θέα προς το μοναδικό φιόρδ της χώρας μας από ψηλά σε αποζημιώνει.
Η Ρίνα δεν είναι τίποτα από το πιο απάνεμο λιμανάκι της χώρας όπου αφήνεις τα πράγματα σου στα δεντράκια της προκυμαίας και βουρ ατελείωτες βούτες στα καταπράσινα νερά του λιμανιού, με σκάλα για να μπορείς να βγεις. Θυμάσαι κάπως τα παιδικά σου χρόνια στο σημείο. Το μόνο μειονέκτημα: Πολλά παιδάκια. Αφού χορτάσαμε το μπάνιο και τις βουτιές είπαμε να χορτάσει και το στομάχι. Υπάρχουν τρεις – τέσσερις ταβέρνες, όλες πολύ καλές με τεράστιες μερίδες. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα να μας χτυπάει ο ήλιος που έπεφτε και φάγαμε χταποδάκι (τεράστια μερίδα είχε μισό χταπόδι) και αθερίνα (ένα βουνό). Γενικά, στις ταβέρνες του νησιού θυμόμαστε από πέρσι οι μερίδες είναι ακριβές (10€ περίπου) αλλά τεράστιες. Έτσι με 2 μερίδες και σαλάτα έσκαγες κυριολεκτικά. Στη συνέχεια το πρόγραμμα είχε παγωτάκι στην παραλία Μυρτιές βλέποντας τον ήλιο να βασιλεύει στην Τέλενδο δημιουργώντας ένα μαγευτικό σκηνικό, με τη συνοδεία παγωτού βεβαίως.
Η πρόβλεψη μου για κούραση έπεσε μέσα και νωρίς το βραδάκι μας βρήκε να κοιμόμαστε, άλλωστε την επομένη είχαμε να ξυπνήσουμε στις 05:00, διότι το καράβι για Λειψούς έφευγε πάρα πολύ νωρίς στις 06:00.
3.- Λειψοί (3 νύχτες):
Το ξύπνημα βάρβαρο, αλλά τι να κάνεις το πλοίο δεν περιμένει. Αφού επιβιβαστήκαμε βουρ για καναπέ και ύπνο μέχρι τουλάχιστον τη Λέρο. Στους Λειψούς φτάσαμε μετά από περίπου 3,5 ώρες (το πλοίο δεν είναι και ο Κεντέρης, άλλωστε έκανε στάσεις παντού και κατέβαζε πολλά πράγματα για τους κατοίκους).
1η Μέρα:
Μόλις φτάσαμε στο νησί άρχισαν και οι κακές ενδείξεις για τον καιρό της ημέρας. Πέρσι ακριβώς την ίδια περίοδο δεν φορέσαμε καν μπουφάν. Φέτος όμως τα πράγματα δυστυχώς ήταν αλλιώς. Ο ουρανός μάζευε σύννεφα και η διάθεση άρχισε να πέφτει. Δεν πειράζει λέω θα φτιάξει και πηγαίνουμε προς τα δωμάτια, τα οποία βρίσκονταν στον μοναδικό οικισμό του νησιού. Μείναμε στο «StudioAnna», με 25€ τη βραδιά, ένα δωμάτιο τίμιο όπως τα λέω εγώ, με κουζίνα – ψυγείο κτλ, μπαλκονάκι και μία όμορφη και λουλουδιασμένη εσωτερική αυλή. Δωμάτια πολύ απλά, αλλά η καθαριότητα καθημερινή και με σχολαστικότητα, κατά τα άλλα τίποτα το ιδιαίτερο.
Αφού τακτοποιηθήκαμε και ο καιρός δεν έστρωνε (δεν είχαμε δει ακόμη ήλιο) ξεκινήσαμε για το μοναστήρι της Παναγιάς του Χάρου. Μικρή απόσταση από τον οικισμό, ένα πολύ παλιό μοναστήρι που κρατά από τις πρώτες παλαιοχριστιανικές εποχές, αλλά δυστυχώς σώζονταν μόνο το καθολικό. Κλασική Δωδεκανήσια αρχιτεκτονική με άσπρους τοίχους και γαλάζιες λεπτομέρειες. Μέσα ένα αντίγραφο της εικόνας της Παναγιάς του Χάρου, που στα χέρια της αντί του βρέφους κρατούσε τον σταυρό του μαρτυρίου μαζί με τον εσταυρωμένο Χριστό, με το συναίσθημα που επικρατεί όταν την πρωτοαντικρίσεις δεν είναι άλλο από το δέος. Στο μοναστήρι μας συνόδευσαν και οι αγαπητοί Μπάμπης και Λίτσα, δύο ταξιδιώτες από την Θεσσαλονίκη, τους οποίους συμπαθήσαμε πάρα πολύ και έκτοτε τους έχουμε βάλει μέσα στην καρδιά μας.
Τα σύννεφα μαύριζαν και αποφασίσαμε να πάμε στον κεντρικό ναό του οικισμού την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, όπου και φυλάσσονταν η αυθεντική εικόνα της Παναγιάς του Χάρου. Ο ναός επιβλητικός σε παρόμοια αρχιτεκτονική να δεσπόζει στην κορυφή του λόφου του οικισμού έτσι ώστε να είναι ορατός από παντού. Μπαίνοντας μέσα το μάτι ψάχνει την αυθεντική εικόνα και αν με το αντίγραφο ένιωσες δέος μόλις αντικρίζεις το θαύμα με τα κρίνα ανατριχιάζεις, κρινάκια τα οποία βρίσκονται μέσα στο γυάλινο πλαίσιο της εικόνας και ανθίζουν κάθε χρόνο.
Τότε γίναμε μάρτυρες μίας μοναδικής εμπειρίας. Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και λίγα λεπτά μετά σχηματίστηκαν και κατευθύνονταν προς τον οικισμό τρεις μεγάλοι ανεμοστρόβιλοι νερού. Ο κόσμος φοβήθηκε και άρχισε να χτυπάει δυνατά η καμπάνα. Ευτυχώς το φαινόμενο μετά από λίγο ηρέμησε και φύγαμε για το ξενοδοχείο.
Ξαφνικά, χτυπάει η πόρτα του δωματίου και ο Μπάμπης μας κάλεσε για τσίπουρο στο μεγάλο κοινό μας μπαλκόνι-διάδρομο. Ο Μπάμπης μένανε και αυτοί στα ίδια ενοικιαζόμενα δωμάτια. Καλά η γυναίκα του και τι δεν είχε φτιάξει κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, αλοιφές, σαλάτες, από τα καλύτερα τσιπουράκια με μεζέ της ζωής μου.
Η βροχή σταμάτησε, ο ήλιος ξεπρόβαλε και είπαμε να πάμε για μπανάκι, που αλλού στην καλύτερη παραλία του νησιού και σε μία από τις καλύτερες της χώρα (κατά τη γνώμη απλά η λίστα μου είναι μεγάλη), τον Πλατύ Γυαλό. Μεγάλη αμμουδιά με έντονα γαλάζια ρηχά νερά. Λίγα αρμυρίκια για σκιά και μία ομάδα από πάπιες να γυρνάνε εδώ και εκεί. Πιο ψηλά μία ταβέρνα (χωρίς ρεύμα με ότι σημαίνει αυτό). Τα νερά απολαυστικά, ρηχά στην αρχή, βάθαιναν σιγά-σιγά και μετά γίνονταν ρηχά ξανά.
Μετά το απολαυστικό απογευματινό μας μπάνιο κάναμε μία βόλτα με το μηχανάκι στο νησί και κατόπιν ξενοδοχείο για μπανάκι. Το βραδάκι βγήκαμε για φαγητό στο λιμάνι, όπου υπάρχουν πολλές ταβέρνες. Όντας ακόμη σκασμένοι από το μεσημεριανό τσιμπούσι, καθίσαμε σε ένα μαγαζάκι που μαζί με τη μπύρα σου έφερνε και μεζεδάκια. Κολιό λιαστό, αχινό, υπέροχη λεμονάτη πατατοσαλάτα και πολλά άλλα (ήπιαμε πολλές μπύρες με το Μπάμπη που είχαν έρθει να μας βρουν – είχε ποδόσφαιρο ντε Μουντιάλ σε εξέλιξη).
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα το πρωί μας βρήκε σε εκδρομικό καραβάκι με προορισμό τις άγριες ομορφιές δίπλα στους Λειψούς. Το καραβάκι πλήρως εξοπλισμένο, με πολλά στρώματα για άνεση, με καλή τιμή (20€ το άτομο για πέντε παραλίες από τις 10:00 έως τις 19:00) και με καλό κόσμο, κυρίως τουρίστες από Ιταλία και Γαλλία.
· 1ος προορισμός à Μακρονήσια:
Πολύ κοντά στο λιμάνι φτάσαμε σχετικά γρήγορα. Μία συστάδα μικρών βραχωδών νησιών, όπου σε ένα σημείο όπου και σταματήσαμε υπήρχε μία μεγάλη καμάρα, τύπου Λαλάρια Σκιάθου και πολλές θαλάσσιες σπηλιές. Όμορφο μέρος με κρυστάλλινα νερά όπου κάναμε μπάνιο για περίπου μισή ώρα.
· 2ος προορισμός à Ασπρονήσια:
Κινούμενοι προς τον επόμενο προορισμό μας τα Ασπρονήσια κάναμε ουσιαστικά τον γύρω από το νότιο κομμάτι του νησιού περνώντας από τις νότιες παραλίες και ένα ιδιαίτερο τοπίο της παραλία Μονοδένδρι. Μία παραλία βραχώδης με χοντρό βότσαλό και λείους βράχους για βουτιές, όπου στην μέση του πουθενά ανάμεσα στα βράχια τι υπήρχε, ένα Μόνο του Δέντρο, εξ ου και το όνομα της παραλίας.
Μετά από περίπου 40΄ φτάσαμε στα Ασπρονήσια. Στο μεγαλύτερο από τα βραχώδη αυτά νησιά υπήρχε μία βοτσαλωτή παραλία με λευκά βότσαλα διαφόρων μεγεθών που στην πλάτη της υπήρχε ένας κάθετος βράχος, με τα νερά να είναι έντονα πράσινα. Βουρ βουτιά από την πλώρη του καραβιού και απολαυστικό μπάνιο με μάσκα για εξερεύνηση. Ατελείωτες φωτογραφίες και μετά από περίπου μισή ώρα επιβίβαση για τον επόμενο προορισμό.
· 3ος προορισμός à Ακτή Τηγανάκια Αρκιών:
Στον επόμενο προορισμό τα μάτια αντίκρισαν τα ομορφότερα νερά που είχα δει ποτέ, ένα γαλαζοπράσινο απερίγραπτο (πιο όμορφα και από Κουφονήσια και από Ελαφονήσι Χανίων) σε ένα σημείο με αβαθή νερά ανάμεσα στο κεντρικό νησί των Αρκιών και μερικά ακόμη νησάκια τριγύρω, δημιουργώντας κάτι σαν μεγάλη θαλασσινή λίμνη. Τα νερά γαλαζοπράσινα και ο πυθμένας αμμώδης, αλλού ρηχά αλλού βαθιά ανάλογα με την μορφολογία του πυθμένα. Στο σημείο μείναμε για μπάνιο περίπου 45΄, σχετικά λίγο αλλά η εκδρομή είχε ακόμη δύο στάσεις.
· 4ος προορισμός à Μαράθι Αρκιών:
Σε πολύ λίγο χρόνο βρεθήκαμε στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των Αρκιών το Μαράθι. Το νησί έχει τρεις κατοίκους, τρία αδέρφια τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων του νησιού. Η παραλία του νησιού πάρα πολύ μεγάλη και αμμώδης με φυσική σκιά και κρυστάλλινα νερά. Στο νησί καθίσαμε για 2,5 ώρες ώστε να καταφέρουμε να φάμε κιόλας. Οι επιλογές φαγητού τρεις: δύο ταβέρνες και ένα εστιατόριο. Οι τιμές στο εστιατόριο από έναν κατάλογο που έπεσε στα χέρια μου ΠΑΝΑΚΡΙΒΕΣ (χωριάτικη 12€ και δεν συμμαζεύεται – μετά λένε για την Καλντέρα στην Σαντορίνη). Καθίσαμε τελικά στη μεσαία ταβερνούλα, με σκιερή αυλή σαν μπαλκονάκι προς τη θάλασσα, δίνοντας τρομερή δροσιά. Ο ιδιοκτήτης ιδιαίτερα εξυπηρετικός και φιλικός. Φάγαμε ωραία μεζεδάκια αλλά το ψωμί ήταν χειροποίητο από ξυλόφουρνο και απλά δεν παίζονταν. Ο λογαριασμός δε ιδιαίτερα φτηνός. Δέχονταν και παραγγελίες από την προηγούμενη για ψαρόσουπα.
Μέχρι να φύγουμε κάναμε και ένα μπανάκι στην υπέροχη παραλία του νησιού – περισσότερο ύπνο θα το έλεγα στην άμμο μέχρι να καείς. Στο νησί υπήρχε και ένα καφέ σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο με όμορφη θέα αλλά δεν προλαβαίναμε να πάμε. Αν κρίνω από τα κότερα που είχε Ιούνιο μήνα και τις τιμές στο εστιατόριο, τον Αύγουστο δεν θα χωράς να περάσεις από τον πολύ κόσμο.
· 5ος προορισμός à Αρκιοί:
Τελευταία στάση καθώς έπεφτε ο ήλιος το κεντρικό νησί, οι Αρκιοί για περίπου μία ώρα. Ο οικισμός πολύ μικρός, λίγα σπίτια, δύο ταβέρνες και μία κοσμοπολίτική, ναι κοσμοπολίτική καφετέρια με όλες τις ανέσεις και την ποικιλία ποτών, κοκτέιλ και καφέδων, σαν όαση στο πουθενά. Υπήρχε μία παραλία εκεί κοντά, αλλά δεν είχαμε όρεξη για μπάνιο. Η σύζυγος και η Λίτσα πήγαν για καφέ και εγώ ξεχύθηκα για φωτογραφίες των ψαράδων και κουβέντα με τους ντόπιους, σαν άλλος Μάνεσης. Πραγματικά το νησί ότι μικρότερο έχω πατήσει το πόδι μου μετά την Ψέριμο βεβαίως. Τα νερά του λιμανιού παρά τις βάρκες πεντακάθαρα, άνετα έκανες μία βούτα.
Μετά από περίπου μία ώρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς τους Λειψούς από το βόρειο-δυτικό κομμάτι αυτή τη φορά. Μία εκδρομή απολαυστική που είχε κάτι από όλα. Την ίδια εκδρομή έκαναν και καραβάκια από την Λέρο και την Πάτμο, αλλά λόγω της μεγαλύτερης απόστασης ξεκινούσαν πολύ πιο νωρίς, γυρνούσαν πιο νωρίς και έμεναν σε κάθε μέρος πολύ λιγότερο (το καραβάκι από τη Λέρο που έμοιαζε με πειρατικό, κάθισε μόνο 20΄ στα Τηγανάκια – κρίμα από το Θεό).
Το βραδάκι μας βρήκε σε μία παραλία πάνω στο κύμα. Μας έκανε το τραπέζι ο Μπάμπης και παρήγγειλε πέρα από τους χίλιους δυο μεζέδες, ένα ψάρι που νοστιμότερο δεν έχω ματαφάει στη ζωή μου, ένα «Τσαούσι» 2,5 κιλά (ξαδερφάκι με το λυθρίνι με μία μεγάλη κεραία στη ράχη του), συνοδεία καλού λευκού κρασιού. Φαγοπότι αξέχαστο.
Το πρόγραμμα κανονικά την επόμενη είχε καράβι με προορισμό τους Αρκιούς για δύο διανυκτερεύσεις, αλλά δεδομένου ότι το νησί δεν είχε να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο από ότι είδαμε ήδη αποφασίσαμε να μείνουμε άλλη μία νύχτα στους Λειψούς και μία έξτρα ημέρα στην Πάτμο (5 αντί για 4 νύχτες). Μην ξεχνάμε είναι Ιούνιος και το πρόγραμμα αλλάζει με ευκολία.
3η Μέρα:
Την τελευταία μας ημέρα στο νησί αποφάσισα να ξυπνήσω νωρίς και να πάω για περπάτημα. Πριν καλά καλά ανατείλει πήρα το δρόμο για τα ΧΥΤΑ και αφού άφησα το μηχανάκι περπάτησα το χωματόδρομο και εν συνεχεία το ευδιάκριτο μονοπάτι για την παραλία Μονοδένδρι που είχαμε δει χθες από το καραβάκι. Σε περίπου 25-30΄ ήμουν εκεί και μόλις είχε ανατείλει. Η παραλία όπως την περιέγραψα με μία ιδιαιτερότητα ακόμη. Σε ένα σημείο ένα στενό κομμάτι βράχου (αυτό για τις βουτιές και το δέντρο) έκοβε την παραλία με τέτοιο τρόπο όπως στην Κολώνα Κύθνου, δημιουργώντας μία ακόμη παραλία. Τα «πετάω» όλα και κάνω ένα μπανάκι, τα νερά ήταν κυριολεκτικά λάδι.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και μόλις ξύπνησε η σύζυγος ζήλεψε την περιγραφή και πήγαμε και παρέα στην παραλία εκ νέου. Από εκεί κινηθήκαμε στις νότιες παραλίες του νησιού τον Χοχλακούρα, μία μεγάλη παραλία όπως υποδηλώνει και το όνομα της με μεγάλου ‘’χοχλάκους’’, ήτοι βότσαλα, με καθαρά νερά αλλά δεν καθίσαμε συνεχίζοντας προς την επόμενη την απάνεμη Κατσαδιά. Μεγάλη αμμουδερή παραλία, με φυσική σκιά και πεντακάθαρα νερά. Κάναμε ένα μπανάκι αλλά ο Πλατύς Γυαλός μας φώναζε να τον επισκεφτούμε εκ νέου. Δυστυχώς, την τελευταία μας ημέρα φύσαγε δυτικός άνεμος «Πουνέντης», με αποτέλεσμα δύο από τις ομορφότερες παραλίες του νησιού, η Λιέντου και ο Κάμπος, ακριβώς δίπλα στον οικισμό να έχουν κυμματάκι και τα νερά τους να χάσουν το υπέροχο μπλε τους χρώμα. Δεν πειράζει γιατί ο Πλατύς Γυαλός σε αποζημιώνει και με το παραπάνω. Επειδή, η ταβέρνα δεν μας γέμιζε το μάτι γυρίσαμε σε ένα εναλλακτικό εστιατόριο στην Κατσαδιά, με περίεργη διακόσμηση (σε ένα σημείο κρέμονταν από μία πέργκολα πολλά κομμάτια από παλιόρουχα δημιουργώντας μία πανδαισία χρωμάτων). Το φαγητό νόστιμο αλλά οι τιμές τσιμπημένες θεωρώ.
Το τελευταίο μας βραδάκι στο νησί μας βρήκε πάλι στο ουζερί της πρώτης ημέρας για μπύρα και τέλειους μεζέδες. Κάθισε μαζί μας ο ιδιοκτήτης και άρχισε να μας λέει ιστορίες από τα παλιότερα χρόνια, για τον Γιωτόπουλο και πως είναι η ζωή τους ξεχασμένοι τον χειμώνα που περνά δύσκολα. Τότε καταγράφεις στην μνήμη σου βαθιά πως αυτές οι μοναδικές εμπειρίες που θα περιγράφεις και εσύ μόλις περάσουν τα χρόνια έχουν αξία ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ όπως λέει και το διαφημιστικό σλόγκαν.
4η Μέρα:
Λίγο πριν μπουκάρουμε στο καταμαράν για το Ιερό Νησί της Πάτμου, ξύπνησα αξημέρωτα πάλι με προορισμό την παραλία Κάτω Παναγιά, με το ομώνυμο εκκλησάκι. Από εκεί ξεκινούσε ένα υπέροχο μονοπάτι (πετρόχτιστο) για την Επάνω Παναγιά. Η διαδρομή σύντομη και εύκολη, η θέα από ψιλά απερίγραπτη, το δε εκκλησάκι αναπαλαιώνονταν. Στην επιστροφή αφού φωτογράφησα κάτι ιστούς αράχνης γίγας, έκανα το καθιερωμένο πλέον μπανάκι. Πριν γυρίσω στο ξενοδοχείο πέρασα και από το Ησυχαστήριο των Πέντε εν Λειψώ Μαρτυρίσαντων Αγίων (Όσιος Νεόφυτος ο Αμοργιανός, Όσιος Ιωνάς ο Λέριος, Όσιος Παρθένιος ο Αναχωρητής, Όσιος Νεόφυτος ο Φαζός και ο Όσιος Ιωνάς ο Νισύριος) και το εξωκλήσι του Σταυρού.
Επόμενος σταθμός η Πάτμος για πέντε ολόκληρες νύχτες.
4.- Πάτμος (5 νύχτες):
Δεν προλάβαμε να επιβιβαστούμε στο καταμαράν για Πάτμο έπρεπε να κατέβουμε, η διαδρομή κράτησε μόνο 20΄, δηλαδή Πέραμα – Παλούκια (τα συμβατικά πλοία κάνουν κοντά μία ώρα). Τόσο πολύ καλά περάσαμε με τον Μπάμπη και τη Λίτσα που άλλαξαν το πρόγραμμα τους και ήρθαν μαζί μας για 2 ημέρες στην Πάτμο.
Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι κινηθήκαμε προς το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει το «Βυζάντιο» (http://www.byzancehotel.gr/home/en) με 40 € τη βραδιά με πρωινό. Το δωμάτιο μεγάλο δροσερό με καινούργια έπιπλα και πολύ λειτουργικό μπάνιο, το δε πρωινό πλούσιο με μία όμορφη αίθουσα. Το ξενοδοχείο είναι 100 μ. από το Λιμάνι σε ένα ήσυχο σοκάκι, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
1η Μέρα:
Πρώτος προορισμός για μπάνιο η παραλία Βαγιά. Μεγάλη παραλία με μικρό λείο βοτσαλάκι έντονα βαθύ μπλε νερά και λίγη φυσική σκιά από κάποια δεντράκια. Για να φτάσεις παίρνεις το δρόμο προς τα βόρεια του νησιού και ακολουθείς τις πάρα πολλές πινακίδες. Παρεμπιπτόντως στο νησί το οδικό δίκτυο ήταν άρτιο με πάρα πολύ καλή σήμανση. Αφήνεις το όχημα ψηλά, αντικρίζεις τη θέα προς την παραλία και κατεβαίνεις κάτι σκαλάκια. Ψηλά βρίσκεται και μία καφετέρια η «Βαγιά» με υπέροχες πίτες και κις, μην παραλείψετε να τις δοκιμάσετε (έχει και υπέροχο κήπο με θέα την παραλία).
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο κάναμε μία βόλτα στο βόρειο κομμάτι του νησιού και καταλήξαμε στην βορειότερη παραλία του τη Λάμπη. Αυτή η παραλία φημίζεται για δύο λόγους τα βότσαλα τις που μοιάζουν με καραμελίτσες όπως λέει ο φίλος μου ο Κώστας από την Αυστραλία (προσοχή απαγορεύεται η περισυλλογή τους) και οι νοστιμότατοι κρεατομεζέδες της ταβέρνας στην περιοχή με πολύ φτηνές τιμές για το νησί. Δεν μπορέσαμε να βουτήξουμε φυσούσε βοριάς και είχε κύμα και λίγα φύκια.
Το βραδάκι κάναμε βολτούλα στα στενά του οικισμού της Σκάλας (του λιμανιού δηλαδή που είναι και ο μεγαλύτερος του νησιού), θυμίζοντας κάτι από Πάρο και Μύκονο με τα υπέροχα στενάκια, με κάθε λογής μαγαζιά. Για φαγητό καθίσαμε στο «Τρεχαντήρι» (μόλις φτάσαμε ήταν γεμάτο και λέω ότι δεν θα έβρισκα να καθίσω Ιούνιο μήνα για φαγητό δεν το περίμενα – μετά από λίγο όμως άδειασε κάτι και καθίσαμε). Προσοχή! Η ψαροταβέρνα είναι η χρυσή τομή ποιότητας, ποικιλίας, ποσότητας και τιμής. Οι μερίδες τεράστιες (χταποδοκεφτέδες 11 κομμάτια). Στην αρχή φοβήθηκα νόμιζα ότι θα ήταν πολύ χάλια σε γεύση αλλά όλα όσα πήραμε ήταν πεντανόστιμα.
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε νωρίς και επισκεφτήκαμε το χώρο του Σπηλαίο της Αποκάλυψης λίγο πιο πάνω από τη Σκάλα με προορισμό τη Χώρα. Στο σημείο υπάρχει χτισμένο μετόχι της Ι.Μ. Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου και αφού εισέλθεις αρχίζεις να κατεβαίνεις πολλά σκαλιά, έως ότου φτάσεις στο σπήλαιο. Εκείνη την ημέρα είχε λειτουργία. Η ατμόσφαιρα κατανυκτική θύμιζε Πάσχα. Αφού τελείωσε το μυστήριο έβγαλε λόγο αντιπρόσωπος της Εξαρχείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τα χείλη του οποίου κρεμόσουν καθώς μιλούσε, εξηγώντας τη ζωή του Αγίου και κάποια θαύματα. Η γυναίκα μου πάντως βούρκωσε.
Στη συνέχεια μεταβήκαμε προς τη Χώρα με σκοπό να επισκεφτούμε την Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου. Ένα επιβλητικό καστρομονάστηρο στην κορυφή της Χώρας, όπου έφτανες μέσω ενός πλακόστρωτου μονοπατιού και μερικά σκαλιά. Κατά τη διάρκεια το θέαμα θύμιζε λίγο την εμποροπανήγυρη της Τήνου αλλά στην πιο lightμορφή της. Το μοναστήρι σωστό φρούριο. Στους χώρους μας ξενάγησε υπεύθυνος του χώρου εξηγώντας μας κάθε τι που βλέπαμε. Επισκεφτήκαμε επίσης και το μοναδικό εκκλησιαστικό μουσείο των Δωδεκανήσων με πλειάδα αξιόλογων εκθεμάτων.
Μετά το μοναστήρι κάναμε μία βόλτα στα γραφικά σοκάκια της Χώρας, βλέποντας τα όμορφα σπίτια με την μοναδική τους αρχιτεκτονική και κάποιες πλατείες που σχηματίζονταν. Μετά και από τις καθιερωμένες φωτογραφίες με θέα την Σκάλα, πήραμε το δρόμο προς το ξενοδοχείο να ετοιμαστούμε για παραλία.
Πήγαμε αρχικά στην παραλία Αγριολίβαδο, αλλά επειδή δε βρήκαμε ίσκιο να καθίσουμε (έβραζε ο τόπος) φύγαμε και πήγαμε στο Λιβάδι Γερανού. Μεγάλη βοτσαλωτή παραλία με φυσική σκιά και πανέμορφα καταγάλανα νερά. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένα μικρό νησάκι με ένα εκκλησάκι στο οποίο κολυμπούσες εύκολα έως εκεί (έκανα περίπου 10΄ για να πάω). Υπήρχαν και δύο ταβερνάκια πιο πάνω αλλά δεν τα τιμήσαμε δεν είχαμε πεινάσει ακόμη.
Φεύγοντας πήραμε τη συνέχεια του δρόμου ανατολικά να δούμε το υπόλοιπο του νησιού. Πρώτα είδαμε από ψηλά τη διπλή παραλία των Διδύμων και καταλήξαμε στο εξωκλήσι της Παναγιάς του Γερανού με υπέροχη θέα προς την μικρή παραλία από βότσαλα. Κατεβήκαμε αλλά δεν μπορούσες να κάνεις μπάνιο, είχε πολλά βότσαλα και τα νερά δεν ήταν ιδιαίτερα καθαρά. Στην κορυφή της παραλίας είχαν σχηματίσει ένα σταυρό από τα βότσαλα της παραλίας ορατό από ψηλά. Ακριβώς από πίσω υπήρχε και ένα παλιό καρνάγιο του νησιού με σκούνες παρατημένες στο έλεος του χρόνου.
Καταλήξαμε στην πιο κοσμοπολίτικη παραλία του νησιού τον Κάμπο. Είχε τα πάντα ξαπλώστρες, μαγαζιά για φαγητό, για ποτό, watersportsκαι ότι ποθεί η ψυχή σου. Τα νερά ρηχά, πολύ ζεστά για το γούστο μου αλλά πεντακάθαρα. Μασκώτ της παραλίας μία τεράστια χήνα που εάν την τάιζες καθόταν μαζί σου. Μπάνιο, μπύρα και μετά μία μπύρα και τέλος μία κρύα μπύρα.
Το δεύτερο βραδάκι μας κάναμε ξανά βόλτα στα στενά της Σκάλας και καταλήξαμε για φαγητό στην ταβέρνα Τζιβαέρι για την απόλυτη κρεατοφαγία. Ότι παραγγείλαμε ήταν πεντανόστιμο με πιο αξιοσημείωτο το κριθαρένιο καλαθάκι που τρώγονταν φυσικά μέσα στο οποίο σερβίρονταν η χωριάτικη.
3η Μέρα:
Η σημερινή ημέρα ξεκίνησε με εξερεύνηση στα πιο άγνωστα μέρη του νησιού. Πήραμε το δρόμο προς τα βόρεια και καταλήξαμε σε δύο απόμερες παραλίες αυτή του Αγ. Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι και αυτή του Λιβαδιού Καλογήρων, στην οποία υπήρχε ένα από τα μεγαλύτερα μαντριά με κατσίκες που έχω. Σε καμία από τις δύο δεν άξιζε ο χρόνος σας για μπάνιο γι’ αυτό και δεν εμβαθύνω περισσότερο, πλην όμως και οι δύο ήταν απάνεμες και σχετικά καθαρά νερά και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ήταν δυτικές παραλίες άρα ο ήλιος τις ζεσταίνει έως αργά το απόγευμα.
Κατόπιν κάναμε μία προσπάθεια ακόμη για μπάνιο στη Λάμπη με εκ νέου αρνητικά αποτελέσματα λόγω κυμάτων. Προτελευταία προσπάθεια για τις Δίδυμες, οι οποίες από ψηλά φαίνονταν υπέροχα, πλην όμως αφού κατεβήκαμε από το δύσκολο μονοπάτι (περάσαμε και μέσα από ένα σπίτι για την ακρίβεια), το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Μεγάλα βότσαλα με όχι και τα πιο καθαρά νερά, με αποτέλεσμα να φύγουμε για μία ακόμη φορά. Τι να κάνουμε καταλήξαμε στην σίγουρη λύση τον Κάμπο.
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο κάναμε μία γρήγορη βόλτα με το μηχανάκι στο νότιο κομμάτι του νησιού περνώντας από τον οικισμό του Γροίκου και την Πέτρα της Καλικατσούς. Το κομμάτι αυτό του νησιού εντελώς διαφορετικό από βόρειο, πιο ξερό, πιο άγονο. Οι δε παραλίες τους αν και πεντακάθαρες με χοντρά βότσαλα.
Το βραδάκι ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα και πήγαμε για βόλτα στα στενά της Χώρας. Γραφικά και γεμάτα χρώματα από τα λουλούδια στα παράθυρα των σπιτιών. Στην κεντρική πλατεία μαγαζιά, ταβέρνες και ένα υπέροχο καφετέρια-μπαρ το «ΣΤΟΑ», πώς να μην κάτσεις για μία μπυρίτσα πριν το βραδινό. Για φαγητό φεύγοντας είδαμε μία από τις πολλές ταβέρνες με θέα και αφού μας απορρόφησε την πατήσαμε και κάτσαμε. Το φαγητό μέτριο και πολύ ακριβό, η θέα όμως ήταν υπέροχη άξιζε.
4η Μέρα:
Πρωινό ξύπνημα και περπάτημα από τη Σκάλα προς τα λείψανα του παλιού φρουρίου. Δύσβατη και δυσδιάκριτη διαδρομή αλλά η θέα από ψηλά άξιζε. Το αξιοθέατο τίποτα το ιδιαίτερο να δεις, δεν αξίζει να χάσεις το χρόνο σου. Λίγο τρέξιμο και σπίτι για πρωινό.
Σήμερα θα πηγαίναμε στην πιο απομακρυσμένη παραλία του νησιού την Ψιλή Άμμος. Πήραμε το δρόμο προς τα νότια του νησιού και αφού περάσαμε από τις Αλυκές και το καρνάγιο του νησιού αφήσαμε το μηχανάκι και αρχίζει το περπάτημα στο μονοπάτι, γύρω στα 15΄ με μικρή σχετικά ανηφόρα (προσοχή! απαραίτητα τα παπούτσια). Η παραλία ένας μικρός απάνεμος κολπίσκος με ιδιαίτερα ψιλή άμμο που έμπαινε παντού, μεγάλα αλμυρίκια και πεντακάθαρα ρηχά νερά. Στο σημείο που έβρισκε το κύμα είχε λίγα φύκια αλλά δεν έδινες και πολύ σημασία. Κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η δροσιά της άμμου κάτω από τη σκιά του μεγαλύτερου δέντρου στα σημεία που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος. Στην παραλία υπήρχε και μία ταβέρνα με σπεσιαλιτέ κατσικάκι αλλά δεν φάγαμε γιατί μετά άντε να περπατήσεις για πίσω.
Μετά την παραλία πήγαμε στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία με την υπέροχη θέα στο άπειρο και μετά για φωτό στην Πέτρα. Τελευταίος σταθμός μπάνιο στο Αγριολίβαδο. Μεγάλη οργανωμένη παραλία με πεντακάθαρα νερά και πολύ κόσμο.
Το βραδάκι μας βρήκε στο ομορφότερο μέρος του νησιού στους μύλους της Χώρας για τις καλύτερες φωτογραφίες μας στο νησί. Από εκεί στην επάνω πλατεία της Χώρας για μπύρα στο «Στοά». Για φαγητό κατεβήκαμε στην Σκάλα σε μία μικρή παραλία δίπλα στο ξενοδοχείο μας σε ένα υπέροχο τσιπουράδικο (έτσι λέγονταν). Εξαιρετικοί μεζέδες με πολύ καλές τιμές με ολόφρεσκα υλικά ακριβώς δίπλα στο κύμα συνοδεία καλού ντόπιου κρασιού – Όνειρο η κατάσταση.
5η Μέρα:
Πρωινό ξύπνημα και πάλι και περπάτημα από τη Σκάλα προς τη Χώρα από το αρχαίο μονοπάτι. Τρομερή διαδρομή με ευδιάκριτο μονοπάτι και πολύ καλή σήμανση, περίπου 45΄ έως τη Χώρα περνώντας για μία ακόμη φορά από το Σπήλαιο. Στο γυρισμό ακολουθείς μία εναλλακτική διαδρομή από τους Μύλους της Χώρας που καταλήγει στο σοκάκι του ξενοδοχείου μου, κοίτα να δεις σύμπτωση.
Μετά το πρωινό επιβιβαστήκαμε στο «Νήσος Κάλυμνος» με προορισμό το Αγαθονήσι. Η διαδρομή μέσω Αρκιών περίπου 1,5 ώρα αλλά τα τερτίπια του καιρού χτύπησαν πάλι. Ο ουρανός είχε ένα ελαφρύ σύννεφο σαν πέπλο λόγω νοτιά.
Φτάνοντας στο νησί αντικρίζεις τους δύο οικισμούς του νησιού. Ξεκινήσαμε για μία μηχανάδα στο νησί (ευτυχώς είχα πάρει μαζί μου και το σκούτερ). Και τότε αντιλαμβάνεσαι κάτι το απίστευτο, το οδικό δίκτυο του νησιού ήταν όχι απλά καλό, ΆΡΤΙΟ. Ολοκαίνουργιοι δρόμοι με καλή άσφαλτο και σωστά διαμορφωμένη, με φώτα και σήμανση για κάθε κατεύθυνση. Απλά δεν πίστευα στα μάτια μου ότι σε αυτή την εσχατιά της Ελλάδος θα είχε δοθεί τόση μα τόση προσοχή στο οδικό δίκτυο, μπράβο στον υπεύθυνο και πάλι μπράβο.
Η διαδρομή μας κατέληξε αρχικά στο λιμανάκι του Καθολικού και εν συνεχεία στον όρμο του Πόρου. Τα νερά σε όλο το νησί ήταν καταπράσινα και ήθελε να βουτήξεις από παντού. Τότε κάναμε μία προσπάθεια να βρούμε τον αρχαιολογικό χώρο των Θόλων αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, μπορεί η οδική σήμανση να ήταν καλή αλλά η αρχαιολογική ήταν άστο. Δεν μας πτόησε, άλλωστε από φώτο στο netείχα παρατηρήσει πως δεν πρόκειται για κάτι το ιδιαίτερο.
Πήραμε το δρόμο προς το λιμάνι περνώντας από το Μεγάλο Χωριό, τον κεντρικό οικισμό με την εκκλησία και το σχολείο. Όμορφα σπίτια και πάρα πολλά λουλούδια στα περβάζια των σπιτιών.
Εν συνεχεία κατευθυνθήκαμε προς την πιο όμορφη παραλία του νησιού την Σπηλιά. Στην παραλία κατέληγε ο ασφαλτόδρομος αριστερά του λιμανιού. Η παραλία βοτσαλωτή με πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά, με τη φυσική σκιά από τα αλμυρίκια και μία σπηλιά μέσα στην βραχώδη πλαγιά στα δυτικά της παραλίας να δεσπόζει.
Αφού ευχαριστηθήκαμε το μπανάκι μας άρχισαν οι ήχοι της κοιλιάς να αντιλαλούν σε αμφότερα τα στομάχια και έτσι βρεθήκαμε στον οικισμό του λιμανιού τον Αγ. Γεώργιο, για τσιμπολόι. Όμορφη ταβερνούλα με μεγάλη αυλή, μέσα στα λουλούδια, κάνοντας την ατμόσφαιρα πολύ όμορφη. Ησυχία πλήρης και μυρωδιές από τηγανιτά της κουζίνας να σου σπάνε την μύτη. Η δε μαγείρισσα πολύ ευγενική και μας κέρασε και μία μπύρα. Την εποχή εκείνη δεν είχε ούτε ένα τουρίστα στο νησί.
Λίγο πριν έρθει το καράβι κάναμε μία βόλτα στον παραλιακό δρόμο για τις απαραίτητες φωτογραφίες και μία προσπάθεια να αγοράσω τον καθιερωμένο μαγνητάκι με δυστυχώς αρνητικά αποτελέσματα. Το πλοίο κατέφθασε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το ιερό νησί. Μείναμε στο Αγαθονήσι περίπου στις 5 ώρες που ήταν υπέρ αρκετές για να γνωρίσεις έστω επιφανειακά άλλη μία κουκίδα στο Χάρτη. Ευτυχώς το πλοίο πήγαινε έως Σάμο και επέστρεφε πίσω έτσι είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε την βόλτα μας αυθημερόν, διότι για διανυκτέρευση πιστεύω πως δεν άξιζε. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ κουρασμένος και να θες να τα βρεις με το εσωτερικό του εαυτού σου για να τα καταφέρεις να μείνεις εκεί κάποιες μέρες.
Το βραδάκι μας βρήκε στη Χώρα για φαγητό στο καφεστιατόριο της «Λόζας» με την καλύτερη θέα προς το λιμάνι, υπέροχη ατμόσφαιρα και πολύ καλή εξυπηρέτηση. Πεντανόστιμο φαγητό, ποιοτικά κρασιά και γλυκά κόλαση. Άξιζε και με το παραπάνω θα έλεγα, σε αντίθεση με το προχθεσινό στραπάτσο.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και μαζέψαμε τα πράγματα μας διότι γύρω στις 02:00 θα έφτανε το Bluestarμε προορισμό το νησί των αγαπημένων μας φίλων, της Ανθούλας και του Κώστα για παρεοδιακοπές, εξερεύνηση για φέτος τέλος, ήρθε η ώρα για ξεκούραση και την καλύτερη παρέα ever.
5.- Κως (4 νύχτες):
Φτάσαμε στο νησί πολύ νωρίς το πρωί, γύρω στις 7 νομίζω. Ευτυχώς οι καναπέδες στα εστιατόρια του πλοίου ήταν άδειοι και είχαμε κοιμηθεί αρκετά. Αφού αποβιβαστήκαμε πήραμε το δρόμο για το σπίτι των φίλων μας. Μας υποδέχθηκαν μέσα στην τρελή χαρά και οι δύο, δυστυχώς έπρεπε να πάνε για δουλειά έτσι μας άφησαν σπίτι να ξεκουραστούμε.
1η Μέρα:
Η μέρα είχε ήδη ξεκινήσει εκπληκτικά γιατί να μην συνεχίσει έτσι. Το μεσημεράκι μόλις σχόλασε η παρέα πήγαμε για καφεδάκι στην παλιά πόλη της Κω στον «Ναό», παλιό τζαμί που μετατράπηκε σε καφετέρια με μόνη υποχρέωση να μην σερβίρει αλκοόλ. Τραπεζάκια με θέα όλη την κεντρική πλατεία και πολύ καλό κόσμο χωρίς τουρίστες.
Αφού κάναμε και μία γρήγορη βόλτα να θυμηθούμε την πόλη λίγο (είχαμε επισκεφτεί το νησί και πέρσι και πριν πολλά χρόνια), ήρθε η ώρα για μπανάκι, που αλλού βέβαια στην ακτή Ζουρούδη στα ατελείωτα beachbarπου υπάρχουν στη σειρά. Πιάσαμε ξαπλώστρες στο «Baracuda» και σε λίγο ξεκίνησε και το beachvolley, εντάξει οι άλλοι εγώ προσπαθούσα και έκανα τους άλλους να χάνουν την ψυχραιμία τους. Σε λίγο να σου και τα μπυρόνια. Beachbarχωρίς μπύρα δε λέει.
Σπίτι για μπανάκι, ξεκούραση και το βραδάκι μας βρήκε στα δρομάκια του οικισμού της Ζιας. Ένα χωριό κόσμημα με παραδοσιακό χαρακτήρα που θυμίζει Πήλιο και με μία “spectacular” που θα έλεγαν οι φίλοι μας οι Άγγλοι θέα προς το ηλιοβασίλεμα. Μαζεύεται πολύ κόσμος για το ηλιοβασίλεμα στο χωριό αυτό. Για φαγητό υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές (παλιότερα είχαμε καθίσει στο «Ωρομέδων» σε ένα μπαλκονάκι με θέα το ηλιοβασίλεμα, αλλά γινόταν πήχτρα), εμείς κινηθήκαμε προς το εσωτερικό του οικισμού και καθίσαμε στην κατά τη γνώμη μου καλύτερη ταβέρνα «Ολύμπια Ζια». Εκπληκτικά προσεγμένος χώρος με αυλή, μπαλκονάκια, κλειστό χώρο για αυτούς που κρυώνουν, εξυπηρετικό και γρήγορο σέρβις, μεγάλη ποικιλία σε κρεατικά και παρέα ένα παπαγάλο που τριγυρνά μόνη του από δω και κει. Ότι παραγγείλαμε ήταν λουκούμι κυριολεκτικά με το καλύτερο πιάτο το χοιρινό κότσι με μπύρα στη γάστρα έλιωνε μιλάμε έλιωνε. Ο λογαριασμό σε φυσιολογικές τιμές για την ποιότητα και την ποσότητα θα πήγαινα ξανά με τα χίλια.
2η Μέρα:
Την επόμενη ημέρα τα φιλαράκια μας είχαν ρεπό έτσι ξεκινήσαμε για το νότιο κομμάτι του νησιού προς την Κέφαλο. Επειδή υπήρχε διάθεση για παιχνίδι αγοράσαμε και ένα στρώμα θαλάσσης.
Αρχικά φτάσαμε στην παραλία του Αγ. Στεφάνου ακριβώς δίπλα στον ερείπια της ομώνυμης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, αλλά δυστυχώς το αεράκι ήταν αρκετό και τότε μου ήρθε η καλύτερη ιδέα. Πήγαμε μέσω χωματόδρομου από το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη της Κεφάλου (έχει σχετικές πινακίδες) για την πιο περίεργη παραλία του νησιού το «CavoParadiso» και ναι υπάρχει και αλλού το όνομα αυτό. Ο χωματόδρομος σχετικά δύσκολος αλλά άξιζε τον κόπο, αφού μετά από 20΄ περίπου λεπτά φτάνεις σε μία παραλία με τρελά κύματα, λεπτή άμμο και τα παιχνίδια στα κύματα σε περιμένουν. Όσο περίεργο και να σας φαίνεται η παραλία ήταν σχετικά οργανωμένη, με λίγες ξαπλώστρες και ομπρέλες και μία καντίνα για τα απαραίτητα. Τα παιχνίδια στα κύματα σε ξεθεώνουν αλλά η αδρεναλίνη σου φτάνει στα άκρα και δεν σταματάς να γελάς σαν μικρό παιδί. Μεγάλο μειονέκτημα της παραλίας, ο άνεμος μπορεί να φέρνει τα διασκεδαστικά κύματα αλλά η άμμος μπαίνει παντού και όταν λέμε παντού, ΠΑΝΤΟΥ.
Επόμενος προορισμός η παραλία του Paradiseστην Κέφαλο. Εκεί θα βρούμε μία απέραντη αμμουδερή και συνάμα πλήρως οργανωμένη παραλία, με βαθιά κρύα κρυστάλλινα νερά και τις εξής δύο ιδιαιτερότητες: καταρχάς η παραλία είναι τόσο μεγάλη που ανάλογα από ποια είσοδο θα μπούμε σε αυτή στρίβοντας από τον κεντρικό δρόμο παίρνει και διαφορετικά ονόματα, έτσι έχουμε το Paradise, τη Καμήλα, τον Ψιλό Γκρεμό κ.α. Επίσης, η παραλία είναι η κατεξοχήν απάνεμη λόγω της δεύτερης ιδιαιτερότητας της, στην πλάτη της παραλίας υπάρχει ένας ουσιαστικά γκρεμός που δημιουργεί μία αρκετά μεγάλη υψομετρική διαφορά, κόβοντας κυρίως τον βόρειο άνεμο και αφήνοντας τα νερά λάδι. Εμείς επιλέξαμε το κομμάτι της παραλίας με το προσωνύμιο Paradiseόπου θα βρεις κάθε λογής κόσμο από παιδιά μέχρι μεγαλύτερους τουρίστες, αλλά την άνεση στο μεγαλείο της. Τα νερά της παραλίας βαθαίνουν σχετικά γρήγορα, πλην όμως είναι πεντακάθαρα. Για φαγητό υπάρχουν ταβέρνες, αλλά και καντίνες σε καλές τιμές θα έλεγα. Τέλος, για τους fanτων σπορ υπάρχουν και jetski.
Το απογευματάκι μας βρήκε στο οχυρό της Αντιμάχειας, ένα από τα μεσαιωνικά κάστρα του νησιού με την επιβλητική πέτρινη είσοδο και την τεράστια ξύλινη πόρτα. Στο εσωτερικό εγκατάλειψη δυστυχώς με τα χόρτα να κάνουν πάρτυ. Παρόλα αυτά βγάλαμε υπέροχες φωτογραφίες με τη βοήθεια των πορτοκαλί χρωμάτων του ήλιου που έπαιρνε για μία ακόμη φορά το γνωστό δρόμο για τη δύση.
Έφτασε και η ώρα του φαγητού, τι άλλο ουζάκι στις ψαροταβέρνες των Καλύμνιων στο Μαστιχάρι, έναν από τους μεγάλους οικισμούς του νησιού στα βόρεια αυτού. Πολύ κοντά στο Κάστρο στο κέντρο περίπου του μακρόστενου νησιού της Κω με εύκολη πρόσβαση και καλή σήμανση μέχρι το σημείο. Στο Μαστιχάρι υπάρχει και ένα πολύ όμορφο beachbarτο «ΤΑΜ ΤΑΜ», αλλά εμείς βρεθήκαμε εκεί για θαλασσομεζεδοφαγία. Καθίσαμε σε μία από τις πολλές ταβέρνες του λιμανιού (από εκεί ξεκινά τα δρομολόγια το ferryboatγια Κάλυμνο) με θέα το ηλιοβασίλεμα και ένα ελαφρύ βοριαδάκι να μας δροσίζει. Στο κέντρο της στρογγυλής πλατείας υπάρχει ένα σιντριβάνι με το άγαλμα του θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα.
Το βραδάκι βγήκαμε για ένα ποτάκι στην πόλη, αλλά αποφύγαμε τα Εξάρχεια και τις γνωστές τρέλες των τουριστών.
3η Μέρα:
Ξημέρωσε 30-06-2014 και ήρθε η ονομαστική μου εορτή. Ξεκινήσαμε με μία βόλτα στα αξιοθέατα της πόλης (κάστρο, πλάτανος Ιπποκράτη, παλιά πόλη κτλ) καταλήγοντας για καφέ στον «Ναό».
Το μεσημέρι μας βρήκε στο γνωστό beachbarγια βόλεϊ και μπύρες, κρατώντας όρεξη για το απόγευμα και το ψηστήρι στο μπαλκόνι των παιδιών συνοδεία μπύρας. Πανσέτες στο γκριλ και φτερούγες κότας και bbqsauceστο φούρνο, χωριάτικη, τυροκαυτερή και κρύες μπύρες. Σας πείνασα?
4η Μέρα (Bodrum):
Το πρωί μας βρήκε στο λιμάνι να επιβιβαζόμαστε στο δελφίνι μετά το σχετικό έλεγχο για την Αλικαρνασσό (Bodrum), περίπου 45΄. Μόλις φτάσαμε κάναμε μία υπέροχη βόλτα στην προκυμαία και επισκεφτήκαμε ότι έχει απομείνει από το γνωστό Μαυσωλείο (ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου - δεν άξιζε τόσο αλλά ήταν φτηνό το εισητήριο). Μετά ήρθε η ώρα να κάνω τοι χατήρι της συζύγου και να γυρνάμε επί ώρες μέσα στο παζάρι για κάποια συγκεκριμένα ψώνια που ήθελε. Κουραστικό, αλλά έχει πάρα πολύ ποιοτικά μαϊμού που τελικά αξίζει ειδικά στα δέρματα με καλό παζάρι εννοείτε. Φάγαμε ντονέρ πεντανόστιμο και εν συνεχεία το δρόμο της επιστροφής. Δυστυχώς δεν κάναμε μπάνιο δεν προλαβαίναμε έτσι και αλλιώς, η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη, ο δε κόσμος πολύ καλός. Τα δε εστιατόρια σε τιμές ελληνικών νησιών, άρα αξίζει το street food. Τα εισητήρια 54€ τα δύο άτομα με τους φόρους (αρκετά).
Μετά τα καθιερωμένα στην κλασική παραλία, να μην σας κουράζω άλλο καθώς έπεσε ήλιος πήραμε το δρόμο για τα Θερμά. Μία παραλία στα ανατολικά της πόλης μετά το Ψαλίδι, σχετικά κοντά. Περάσαμε και από τα καλύτερα και χλιδάτα ξενοδοχεία του νησιού το “Michaelagello” με μία πίσινα σύριζα με το ρείθρο σκέτη κόλαση. Λίγο μετά κατεβαίνεις για λίγο χωματοδρόμο, αφήνεις το όχημα σου και με λίγο περπάτημα φτάνεις στα Θερμά. Η παραλία θυμίζει κάτι από Σαντορίνη θα έλεγα, με ένα τεράστιο κάθετο βράχο στα δεξιά σου, χαλικάκι και βότσαλοστην παραλία και βαθιά κρύα νερά. Εκεί όμως δεν πας για την παραλία, αλλά για την θειώδης θερμοπηγή που αναβλύζει μέσα από το βράχο και καταλήγει σε μία μικρή τεχνητή λιμνούλα φτιαγμένη από πέτρες. Το νερό απίστευτα χαλαρωτικό, αλλά έχει και την γνωστή μυρωδιά του κλούβιου αυγού. Καλή εμπειρία αφού ζεσταθείς να μπεις στο κρύο νερό της θάλασσας και καπάκι στο ζεστό, μυρμηγκιάζει όλο σου το σώμα. Επίσης, εάν την επισκεφτείτε μέρα και χρησιμοποιήσετε μάσκα μέσα στα νερά της παραλίας θα παρατηρήσετε τις μπουρμπουλήθρες που αναβλύζουν από τον πυθμένα (Προσοχή! εάν πάτε ημέρα να πάτε νωρίς διότι ο ήλιος κρύβεται πολύ γρήγορα πίσω από το βράχο – Γενικά όμως λέει νύχτα ή και ξημερώματα όπου μαζεύονται παρέες νέων μετά το ξενύχτι, καλή εμπειρία πιστεύω).
Από εκεί επόμενη στάση το μουσουλμανικό Πλατάνι για φαγητό στις τούρκικες ταβέρνες της περιοχής, πλην όμως οι κουζίνες είχαν ξεμείνει (από ότι κατάλαβα εκεί είναι πιο πολύ για μεσημεριανό – καλή επιλογή για τέτοιου είδους ανατολίτικο φαγητό είναι και η ταβέρνα του Αλή στην πόλη). Τι να φάμε τι να φάμε πήγαμε για hot-dogστο «Mr.Wurst» μέσα στην πόλη (τρομερά hot-dogσε καλές τιμές). Ο Κώστας όμως ήθελε πίτσα και ψάφνου σκάει μία γίγας τέτοιο κομμάτι ούτε στα χελωνονιντζάκια.
5η Μέρα:
Η τελευταία μας ημέρα με βρήκε αψημέρωτα να καβαλάω το σκούτερ με προορισμό τη Ζια. Από εκεί πήρα το μονοπάτι για την κορυφή του βουνού της Κω του Δικαίου στα 846 μ. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και με καλή σήμανση, αλλά πολύ απότομο με αποτέλεσμα εάν δεν έκανες στάση να μαζέψεις τη γλώσσα από το πάτωμα να έφτανες σχετικά γρήγορα, έκανα 48΄ για 5 kmτου μονοπατιού. Στην κορυφή ο άνεμος πολύ δυνατός, η θέα τρομερή αν και περιορισμένη από κάποια συννεφάκια και για παρέα μία γαλανόλευκη στην οροφή από το κλασικό εκκλησάκι του Χριστού Σωτήρος. Η κατάβαση βεβαίως ευκολότερη, μηχανάκι, σπίτι, πρωινό και φουρ για Ασκληπιείο.
Στις παρυφές του βουνού υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος του Ασκληπιείου. Μπαίνοντας στο χώρο παρατηρείς από μακριά τα πολλά σκαλιά που σου κάνουν εντύπωση. Εκεί θα δεις λείψανα από ναούς, το μαντείο και έτερους χώρους των λατρευτικών σημείων της αρχαιότητας. Όμορφη και η θέα από το σημείο προς τη πόλη, όπως αξιομνημόνευτος και ο περίπατος στο παρακείμενο αλσύλλιο από κυπαρίσσια.
Δυστυχώς ήρθε η ώρα να μαζέψουμε πράγματα. Τελευταίες βόλτες και λιμάνι για το απογευματινό καράβι για το γυρισμό στον Πειραιά. Ευτυχώς τουλάχιστον είχαμε καμπίνα και το ταξίδι ήταν σχετικά εύκολο.
Αυτές οι διακοπές είχαν τα πάντα, καλή παρέα, απίστευτα τοπία, μοναδικές παραλίες, καλό φαγητό, ατυχίες και πάνω από όλα εμπειρίες και αναμνήσεις μέσα στο μυαλό να τις διηγείσαι σε φίλους και γνωστούς.
Άντε να δούμε που θα μας βγάλει το 2015 ο δρόμος!!!
Τελευταία συμβουλή, για όποιον σνομπάρει τον Ιούνιο για τις διακοπές του όλα αυτά που περιέγραψα για δύο άτομα με σκούτερ ξοδέψαμε 1620€ και κάναμε διακοπές για 21 ημέρες.
Last edited: