Περιεχόμενα
Η ιδέα μού καρφώθηκε όταν πρίν μερικά χρόνια είχα επισκεφθεί το Πάρκο της Αρκούδας πού Χορεύει, στην Βουλγαρία. Εκείνα τα σβησμένα μάτια της κακοποιημένης αρκούδας, πού γύριζε προς όποιο ήχο άκουγε, προκειμένου να επικοινωνήσει με το περιβάλλον της, με στοιχειώνουν ακόμα.
Ετσι λοιπόν, την άνοιξη του ΄13, έκανα αίτηση γιά εθελοντισμό μιάς εβδομάδας στον Αρκτούρο καί σε λίγες μέρες η πολυπόθητη απάντηση ήρθε: ναί, μπορούσα να πάω τον Αύγουστο, όπως είχα ζητήσει στην αίτησή μου καί να φιλοξενηθώ στον ξενώνα πού διαθέτει.
Φόρτωσα την βαλίτσα μου στο ΚΤΕΛ γιά Φλώρινα, πλήρωσα 50,50 ευρώ γιά το εισιτήριο καί άλλα τόσα γιά την επιστροφή (όσο μού στοίχησαν τα αεροπορικά γιά Μιλάνο πριν λίγο καιρό) διανυκτέρευσα στην πόλη γιατί έφτασα βράδυ (οκτώ γεμάτες ώρες από Αθήνα) καί το επόμενο πρωί αναχώρησα γιά Αμύνταιο καί από εκεί με τοπικό λεωφορείο γιά το χωριό Αετός, όπου καί η έδρα-Περιβαλλοντικό Κέντρο τού Αρκτούρου.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, μού πρότειναν γιά το υπόλοιπο της ημέρας να τακτοποιηθώ στον ξενώνα καί να εξοικειωθώ με το χώρο καί το χωριό, αφού η εθελοντική ομάδα γιά το Νυμφαίο είχε φύγει νωρίς το πρωί.
Ο ξενώνας, πολύ κοντά στο περιβαλλοντικό κέντρο, στεγάζεται σε ένα πέτρινο σπιτάκι καί φιλοξενεί περί τα δέκα άτομα. Στό ισόγειο δέ, βρίσκεται το μικρό χειρουργείο γιά τα τραυματισμένα ζώα καθώς καί κάποιοι αποθηκευτικοί χώροι. Εκτός αυτού, υπάρχει καί ένας περιφραγμένος χώρος γιά τα ζώα πού είναι σε ανάρρωση καί περίοδο προσαρμογής. Εκεί βρήκα έναν πελεκάνο, πού είχε πυροβοληθεί στο φτερό.
Στον ξενώνα, τα περισσότερα κρεβάτια ήταν ήδη κατειλημμένα, όπως πρόδιδαν τα μπαγκάζια πού ήταν απιθωμένα πάνω τους.
Καλό αυτό, σκέφτηκα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σημαντική συμμετοχή στον εθελοντισμό.
Από την άλλη, κακό γιά μένα. Στα νιάτα μου -προ αμνημονεύτων χρόνων- δεν είχαμε τέτοιου είδους δραστηριότητες καί δεν είμαι συνηθισμένη στην «κοινοβιακή» ζωή της παρέας. Ετσι βγήκα προς αναζήτηση νέας στέγης. Ευτυχώς, πολύ κοντά βρήκα μία συμπαθέστατη πανσιόν, με ακόμα συμπαθέστερη ιδιοκτήτρια.
Σηκώθηκα χαράματα. Η αδημονία μου καί η αγωνία μου, δεν με άφησαν να καλοκοιμηθώ.
Οκτώ παρά ήμουν στο περιβαλλοντικό κέντρο. Εκεί γνώρισα καί την υπόλοιπη εθελοντική ομάδα: Ολοι τους νέα παιδιά, φοιτητές οι περισσότεροι, έτοιμοι να δουλέψουν καί να προσφέρουν σε μιά καλή ιδέα. Συγκινήθηκα καί μακάρισα τούς γονιούς τους.
Οι υπεύθυνοί μας, πολύ αξιόλογα άτομα. Νέοι άνθρωποι, μορφωμένοι, κατηρτισμένοι καί με πολύ αγάπη γι’ αυτό πού κάνουν.
Αφού φορέσαμε όλοι μπλουζάκια με το λογότυπο τού Αρκτούρου -γιά να μας ξεχωρίζουν οί επισκέπτες, επιβιβαστήκαμε σε δύο αγροτικά καί αναχωρήσαμε γιά το Νυμφαίο, όπου το Καταφύγιο της Καφέ Αρκούδας.
Παρκάραμε στο χωριό ακριβώς εκεί πού αρχίζει ένα πλακόστρωτο μοναπάτι, περίπου ένα χιλιόμετρο, πού οδηγεί στο Καταφύγιο.
Τίποτε πιό αναζωογονητικό από αυτόν τον πρωϊνό περίπατο, μέσα στο δάσος, με τις αιωνόβιες πανύψηλες οξιές, πού έκλειναν καμάρα γιά να σε προστατέψουν από την κάψα τού καλοκαιριού. Αν καί σε τέτοιο υψόμετρο, μόνο ζέστη δεν καταλαβαίνεις.
Στο τέλος τού μονοπατιού, ξεπρόβαλλε το ξύλινο σπιτάκι τού Αρκτούρου.
Εδώ στεγάζεται το «κατάστημα» όπου πωλούνται διάφορα αντικείμενα με το λογότυπο τού Αρκτούρου καί εδώ συγκεντρώνονται οί επισκέπτες πού θα ξεναγηθούν στο χώρο πού βρίσκονται οί αρκούδες.
Ηρθε λοιπόν η πολυπόθητη ώρα να γνωρίσω «από κοντά» τις φίλες καί τούς φίλους γιά τούς οποίους ήρθα.
Οί υπεύθυνοι μας «σύστησαν» ένα ένα τα αρκουδάκια καί έβλεπες την τρυφερότητα στα μάτια καί τα λόγια τους.
Να ο Μήτσος ο φαγανός, η Μπάρμπαρα η όμορφη, η Κατερίνα, ο Μανώλης καί ο Κυριάκος, τα δύο ορφανά αδερφάκια, ο Γιωργάκης ο μικρότερος, η Βέσνα από τον ζωολογικό κήπο τού Βελιγραδίου, το μόνο ζώο πού γλύτωσε από τούς βομβαρδισμούς, η Ειρήνη καί τέλος οι «αρραβωνιασμένοι» η Τασούλα καί ο Γιώργος, πού από μικρά πάνε πάντα μαζί, αχώριστοι.
Αχώριστοι? Δυστυχώς πρίν λίγο καιρό ο Γιώργος «έφυγε» πλήρης ημερών, στα είκοσι επτά του χρόνια.
Πολύ φορτισμένη μέρα. Η επόμενη όμως θα ήταν μοναδική. Θα μας έπαιρνε μαζί του ο φροντιστής, ένας ακάματος άνθρωπος καί φύλακας άγγελος για τ’ αρκουδάκια, γιά να τα ταίσουμε. Ετσι θα τα βλέπαμε πραγματικά σε απόσταση αναπνοής...
Ετσι λοιπόν, την άνοιξη του ΄13, έκανα αίτηση γιά εθελοντισμό μιάς εβδομάδας στον Αρκτούρο καί σε λίγες μέρες η πολυπόθητη απάντηση ήρθε: ναί, μπορούσα να πάω τον Αύγουστο, όπως είχα ζητήσει στην αίτησή μου καί να φιλοξενηθώ στον ξενώνα πού διαθέτει.
Φόρτωσα την βαλίτσα μου στο ΚΤΕΛ γιά Φλώρινα, πλήρωσα 50,50 ευρώ γιά το εισιτήριο καί άλλα τόσα γιά την επιστροφή (όσο μού στοίχησαν τα αεροπορικά γιά Μιλάνο πριν λίγο καιρό) διανυκτέρευσα στην πόλη γιατί έφτασα βράδυ (οκτώ γεμάτες ώρες από Αθήνα) καί το επόμενο πρωί αναχώρησα γιά Αμύνταιο καί από εκεί με τοπικό λεωφορείο γιά το χωριό Αετός, όπου καί η έδρα-Περιβαλλοντικό Κέντρο τού Αρκτούρου.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, μού πρότειναν γιά το υπόλοιπο της ημέρας να τακτοποιηθώ στον ξενώνα καί να εξοικειωθώ με το χώρο καί το χωριό, αφού η εθελοντική ομάδα γιά το Νυμφαίο είχε φύγει νωρίς το πρωί.
Ο ξενώνας, πολύ κοντά στο περιβαλλοντικό κέντρο, στεγάζεται σε ένα πέτρινο σπιτάκι καί φιλοξενεί περί τα δέκα άτομα. Στό ισόγειο δέ, βρίσκεται το μικρό χειρουργείο γιά τα τραυματισμένα ζώα καθώς καί κάποιοι αποθηκευτικοί χώροι. Εκτός αυτού, υπάρχει καί ένας περιφραγμένος χώρος γιά τα ζώα πού είναι σε ανάρρωση καί περίοδο προσαρμογής. Εκεί βρήκα έναν πελεκάνο, πού είχε πυροβοληθεί στο φτερό.
Στον ξενώνα, τα περισσότερα κρεβάτια ήταν ήδη κατειλημμένα, όπως πρόδιδαν τα μπαγκάζια πού ήταν απιθωμένα πάνω τους.
Καλό αυτό, σκέφτηκα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σημαντική συμμετοχή στον εθελοντισμό.
Από την άλλη, κακό γιά μένα. Στα νιάτα μου -προ αμνημονεύτων χρόνων- δεν είχαμε τέτοιου είδους δραστηριότητες καί δεν είμαι συνηθισμένη στην «κοινοβιακή» ζωή της παρέας. Ετσι βγήκα προς αναζήτηση νέας στέγης. Ευτυχώς, πολύ κοντά βρήκα μία συμπαθέστατη πανσιόν, με ακόμα συμπαθέστερη ιδιοκτήτρια.
Σηκώθηκα χαράματα. Η αδημονία μου καί η αγωνία μου, δεν με άφησαν να καλοκοιμηθώ.
Οκτώ παρά ήμουν στο περιβαλλοντικό κέντρο. Εκεί γνώρισα καί την υπόλοιπη εθελοντική ομάδα: Ολοι τους νέα παιδιά, φοιτητές οι περισσότεροι, έτοιμοι να δουλέψουν καί να προσφέρουν σε μιά καλή ιδέα. Συγκινήθηκα καί μακάρισα τούς γονιούς τους.
Οι υπεύθυνοί μας, πολύ αξιόλογα άτομα. Νέοι άνθρωποι, μορφωμένοι, κατηρτισμένοι καί με πολύ αγάπη γι’ αυτό πού κάνουν.
Αφού φορέσαμε όλοι μπλουζάκια με το λογότυπο τού Αρκτούρου -γιά να μας ξεχωρίζουν οί επισκέπτες, επιβιβαστήκαμε σε δύο αγροτικά καί αναχωρήσαμε γιά το Νυμφαίο, όπου το Καταφύγιο της Καφέ Αρκούδας.
Παρκάραμε στο χωριό ακριβώς εκεί πού αρχίζει ένα πλακόστρωτο μοναπάτι, περίπου ένα χιλιόμετρο, πού οδηγεί στο Καταφύγιο.
Τίποτε πιό αναζωογονητικό από αυτόν τον πρωϊνό περίπατο, μέσα στο δάσος, με τις αιωνόβιες πανύψηλες οξιές, πού έκλειναν καμάρα γιά να σε προστατέψουν από την κάψα τού καλοκαιριού. Αν καί σε τέτοιο υψόμετρο, μόνο ζέστη δεν καταλαβαίνεις.
Στο τέλος τού μονοπατιού, ξεπρόβαλλε το ξύλινο σπιτάκι τού Αρκτούρου.
Εδώ στεγάζεται το «κατάστημα» όπου πωλούνται διάφορα αντικείμενα με το λογότυπο τού Αρκτούρου καί εδώ συγκεντρώνονται οί επισκέπτες πού θα ξεναγηθούν στο χώρο πού βρίσκονται οί αρκούδες.
Ηρθε λοιπόν η πολυπόθητη ώρα να γνωρίσω «από κοντά» τις φίλες καί τούς φίλους γιά τούς οποίους ήρθα.
Οί υπεύθυνοι μας «σύστησαν» ένα ένα τα αρκουδάκια καί έβλεπες την τρυφερότητα στα μάτια καί τα λόγια τους.
Να ο Μήτσος ο φαγανός, η Μπάρμπαρα η όμορφη, η Κατερίνα, ο Μανώλης καί ο Κυριάκος, τα δύο ορφανά αδερφάκια, ο Γιωργάκης ο μικρότερος, η Βέσνα από τον ζωολογικό κήπο τού Βελιγραδίου, το μόνο ζώο πού γλύτωσε από τούς βομβαρδισμούς, η Ειρήνη καί τέλος οι «αρραβωνιασμένοι» η Τασούλα καί ο Γιώργος, πού από μικρά πάνε πάντα μαζί, αχώριστοι.
Αχώριστοι? Δυστυχώς πρίν λίγο καιρό ο Γιώργος «έφυγε» πλήρης ημερών, στα είκοσι επτά του χρόνια.
Πολύ φορτισμένη μέρα. Η επόμενη όμως θα ήταν μοναδική. Θα μας έπαιρνε μαζί του ο φροντιστής, ένας ακάματος άνθρωπος καί φύλακας άγγελος για τ’ αρκουδάκια, γιά να τα ταίσουμε. Ετσι θα τα βλέπαμε πραγματικά σε απόσταση αναπνοής...