Η πτήση της Garuda με προορισμό την Jayapura απογειώθηκε στην ώρα της από το αεροδρόμιο του Bali. Στις 2:30 τα ξημερώματα.
Η Jayapura είναι η πρωτεύουσα της Δυτικής Νέας Γουινέας ή Iran Jaya η πιο παλιά της ονομασία. Η Νέα Γουινέα είναι ένα διχοτομημένο νησί που το δυτικό της κομμάτι ανήκει στην Ινδονησία και το ανατολικό αποτελεί ανεξάρτητο κράτος. Τα τελευταία χρόνια οι ντόπιοι κάνουν συνεχόμενες εξεγέρσεις για την ανεξαρτησία τους, αλλά ο μικρός διασκορπισμένος πληθυσμός και ο πρωτόγονος εξοπλισμός τους, δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση της Ινδονησίας έχει μεταφέρει αρκετό στρατό σε Jayapura και Sentani που είναι κατοικημένες στην πλειοψηφεία τους από Ινδονήσιους.
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Sentani στις 9:00 το πρωί. Πολύ ζέστη, πολλά παζάρια με τους ταξιτζήδες για να καταφέρουμε να μας κόψουν 50.000 ρουπίες από τις 250.000 που μας ζήταγαν για την διαδρομή των 36 Km μέχρι την Jayapura. Ξενοδοχείο – ως συνήθως – δεν είχαμε κλείσει και έτσι με οδηγό τον Lonely Plane ξεκινήσαμε από τα πιο φτηνά, που όμως ήταν γεμάτα για να καταλήξουμε σε ένα αρκετά ακριβό 425.000 ρουπίες το Matoa. Αφήσαμε τα πράγματά μας και αρχίσαμε να ψάχνουμε πτήση για την Wamena που ήταν και ο τελικός μας προορισμός. Μετά από αγώνα και αφού δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε τηλεφωνικώς με την Trigana Air, την εταιρία που πέταγε στην Wamena, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο Sentani, γιατί μόνο εκεί ήταν τα γραφεία της και να κόψουμε εισιτήρια για μετά από 3 μέρες αφού μέχρι τότε οι πτήσεις ήταν γεμάτες.
Η Jayapura είναι μια παραλιακή πόλη-λιμάνι χτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές των κατάφυτων λόφων που περιτριγυρίζουν τον κόλπο που σχηματίζει ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, προστατευμένο με μια σειρά μικρών νησιών από την μεριά του Ειρηνικού. Στην πλειοψηφεία τους τα σπίτια είναι μικρά και με λαμαρίνα στην σκεπή. Οι άνθρωποι πάρα πολύ φιλικοί. Τουριστική υποδομή – ευτυχώς – δεν υπάρχει καθόλου, πέρα από λίγα ξενοδοχεία που εξυπηρετούσαν ντόπιους και Ινδονήσιους εμπόρους. Όλοι μασάνε ένα καρπό μικρό –σαν μικρό λάϊμ – μαζί με ένα καρπό που έμοιαζε με φασόλι, βουτηγμένο σε ασβέστη. Είναι ένα είδος ναρκωτικού. Μόλις μασήσουν λίγο γίνεται ένας κόκκινος πολτός και μετά τον φτύνουν βάφοντας κόκκινους τους δρόμους και τους τοίχους. Το δοκίμασα αλλά η γεύση του δεν μου ήταν υποφερτή. Στην όψη ξεχωρίζεις εύκολα τους Παπούα από τους Ινδονήσιους. Οι Παπούα είναι πιο μαύροι με μαύρα κατσαρά μαλλιά. Μελανήσιοι.
Ξημέρωσε η μέρα που θα φεύγαμε για την Wamena και να μας στο αεροδρόμιο 10:00 η ώρα το πρωί περιμένοντας μπροστά στο check in της Trigana να τσεκάρουμε τα εισιτήριά μας για την πτήση των 12:00. Κοντά σε μας περίμεναν και αρκετοί ντόπιοι καθισμένοι κατάχαμα μιας και δεν υπήρχε ούτε ένα κάθισμα στην αίθουσα του αεροδρομίου. Ακολουθήσαμε το παράδειγμα τους και περνούσαμε την ώρα μας χαζεύοντας. Είχε φτάσει 12:00 και τίποτα δεν τάραζε τον ύπνο του υπαλλήλου της Trigana πάνω στο γραφείο. Στις 1:00 περίπου μια υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι θα φύγουμε τελικά στις 3:00. Αμ δε. Στις 3:30 μας πληροφόρησαν ότι η πτήση θα γινόταν τελικά την άλλη μέρα το πρωί. Άντε πάλι τα πράγματα στην πλάτη και να ψάχνουμε ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Με τα πολλά βρήκαμε ένα άθλιο δωμάτιο σε ένα άθλιο ξενοδοχείο, τρώγοντας μπισκότα, αφού δεν βρήκαμε εστιατόριο στο Sentani. Την άλλη μέρα το πρωϊ, φορτωθήκαμε τον σάκο μας και να’μας πάλι καμαρωτούς 5:30 παρακαλώ μπροστά στο desk της Trigana. Ήταν ανοικτό. Μετά από αγώνα πάνω από τσάντες, κούτες, τσουβάλια, αυγά και ανθρώπους καταφέραμε να τσεκάρουμε τα εισητήρια και να βρεθούμε στην αίθουσα αναχωρήσεων περιμένοντας άλλες τρείς ώρες μέχρι να δεήση η Trigana να απλώσει τα φτερά της στον ουρανό της Νέας Γουινέας. Σε όλη την πτήση που κράτησε 50 λεπτά δεν έβλεπες τίποτα άλλο από το παράθυρο του αεροπλάνου παρά μόνο μια ατελείωτη ζούγκλα, ποτάμια και 2 – 3 χωριά χωρίς κανένα ίχνος δρόμου. Προσγειωθήκαμε στο μικρό αεροδρόμιο της Wamena και ένα τσούρμο ντόπιων όρμησε στο αεροπλάνο και άρχισε να ξεφορτώνει τις αποσκευές μαζί με τις προμήθειες, ενώ ένα άλλο μεγαλύτερο καθόταν έξω από τον φράχτη και χάζευε. Καθώς είμασταν οι μοναδικοί ξένοι το ενδιαφέρον όλων στράφηκε σε μας και περισσότερο στην μικρή Εύα. Ευτυχώς υπήρχε ένα ξενοδοχείο απέναντι από την έξοδο του αεροδρομίου και νοικιάσαμε το μοναδικό δωμάτιο που ήταν κάπως καθαρό για το αστρονονικό ποσον των 300.000 ρουπίων.
Η Wamena είναι ένα μεγάλο χωριό σ’ ένα οροπέδιο στην μέση περίπου του νησιού, με πολλά μικρά χωριά γύρω που συνδέονται μεταξύ τους με ένα υποτυπώδης οδικό δίκτυο. Ο μόνος δρόμος σύνδεσης της Wamena με το υπόλοιπο νησί είναι από αέρος, με αποτέλεσμα όλα τα προιόντα να μεταφέρονται με τα αεροπλανάκια της γραμμής και τα μεγαλύτερα αντικείμενα με στρατιωτικά C-130. Στην περιοχή συνυπάρχουν αρμονικά τρείς φυλές. Οι Dani, οι Lani και οι Yali. Χαρακτηριστικό και των τριών φυλών είναι η ενδυμασία που δυστηχώς συναντάτε πλέον μόνο στους γεροντότερους και στα χωριά που είναι στα βουνά. Για τους άντρες είναι η “κοτέκα” και για τις γυναίκες μόνο μια φούστα με ξερά φύλλα, που έχει αντικατασταθεί πλέον με ύφασμα. Η “κοτέκα” δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μακριά στενή στρογγυλή κολοκύθα κομμένη στο ένα άκρο, θήκη για το πουλί τους.
Κλείσαμε ένα ντόπιο οδηγό για να γνωρίσουμε κάποια χωριά και να κάνουμε κάποιες μικρές διαδρομές, γιατί για να επισκεφτούμε απομακρυσμένα χωριά στα βουνά, θα μας έπαιρνε περίπου 15 μέρες περπάτημα και αρκετούς αχθοφόρους να κουβαλάνε τις προμήθειες. Έτσι αρκεστήκαμε σε κάποιες διαδρομές μέχρι εκεί που μπορούσαμε να πάμε με το αυτοκίνητο και από εκεί λίγο περπάτημα μέχρι κάποια χωριά στα όρια του οροπεδίου. Οι ιθαγενείς ήταν αρκετά φιλικοί και μας υποδεχόταν με μια θερμή χειραψία και μια κραυγή “ουα ουα ουα” που στην γλώσσα τους λέγετε όταν τους συμβαίνει κάτι ευχάριστο. Αρκετοί άντρες είχαν μια τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στα ρουθούνια τους, που εκεί στερέωναν χαυλιόδοντες αγριόχοιρων και φόραγαν στεφάνια με φτερά στο κεφάλι τους για στολίδια. Το κάθε χωριό κατοικείται από μια οικογένεια. Υπάρχει μια κοντή μακρόστενη καλύβα με ξύλα για τοίχους και στέγη από χόρτα, που αυτή είναι η κουζίνα τους. Μέσα είναι στρωμένη με άχυρο και τα μόνα σκεύη που βλέπεις είναι δύο κατσαρόλες για να μαγειρεύουν το φαγητό τους και ΤΙΠΟΤΑ άλλο. Έπιπλα ούτε για δείγμα. Δίπλα είναι οι καλύβες που κοιμούνται. Στρογγυλές αυτές. Μια για όλους τους άντρες και από κάθε μια για κάθε γυναίκα με τα παιδιά της. Οι άντρες κοιμούνται με τις γυναίκες τους μόνο όταν θέλουν να κάνουν παιδιά και άμα έχουν περάσει το λιγότερο τρία χρόνια από την γέννηση του προηγούμενου. Καθίσαμε πάνω στα άχυρα στην κουζίνα τους και με την βοήθεια του οδηγού ανταλλάσσαμε πληροφορίες για τον τρόπο ζωής. Η καθημερινότητα τους είναι πολύ απλή. Οι άντρες έχουν την υποχρέωση να φέρνουν ξύλα στο σπίτι για το μαγείρεμα και να πηγαίνουν για κυνήγι. Οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά τους, τα γουρούνια τους, μαγειρεύουν, καλλιεργούν στον κήπο τους γλυκοπατάτες και άλλα λαχανικά, και πουλάνε στην αγορά των γυναικών τα περισσεύματα από τον κήπο. Η αυλή τους και γενικά όλοι οι χώροι στο χωριό τους είναι πεντακάθαροι. Μας ζήτησαν να τους περιγράψουμε πως είναι ο τόπος μας και όταν άκουσαν ότι τα νησιά μας είναι με λίγα δέντρα και καθόλου ποτάμια, άφησαν ένα επιφώνημα συμπόνιας κουνώντας παράλληλα θλιμμένα το κεφάλι τους μη μπορώντας να φανταστούν πώς ζούν άνθρωποι σε τέτοιες συνθήκες. Δώσαμε καραμέλες σε όλους που τις δέχτηκαν με ευχαρίστηση και το περιτύλιγμά τους ήταν το μόνο σκουπίδι που δημιουργήθηκε στον μικρό τους κόσμο. Τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε κλέβοντας για λίγο από την ξέγνοιαστη γι’αυτούς ζωή τους.
Σταθήκαμε τυχεροί γιατί μια γιορτή που γινόταν μια φορά το χρόνο συνέπεσε με το διάστημα που ήμασταν και μείς εκεί. Άνθρωποι από την Wamena και τα γύρω χωριά, κατέφταναν με τον αρχηγό του κάθε χωριού μπροστά, σ’ ένα μεγάλο ίσιωμα λίγo έξω από την Wamena, αλαλάζοντας και κουβαλώντας στους ώμους τους κρεμασμένα και δεμένα από τα πόδια, περασμένα σ’ ένα ξύλο, γουρούνια. Είχαν στήσει μια μεγάλη φωτιά που πάνω της έκαιγαν πέτρες. Σκότωναν τα γουρούνια σημαδεύοντας τα στην καρδιά με ένα βέλος από μπαμπού. Τα καψάλιζαν και μετά τους αφαιρούσαν τα σπλάχνα, γέμιζαν το κουφάρι με φύλλα που μ’ αυτά είχαν σκουπίσει το αίμα και τα τοποθετούσαν, το καθ’ ένα χωριστά σ’ ένα λάκκο, τα σκέπαζαν με χόρτα και μετά τοποθετούσαν από πάνω τις καυτές πέτρες. Το ψήσιμο κρατούσε αρκετή ώρα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένα νοστιμότατο καλοψημένο γουρούνι. Τραγούδια και γενικά ένα ευχάριστο πανδαιμόνιο επικρατούσε μέχρι αργά το απόγευμα.
Έχω κάνει μερικά ταξίδια και έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που ζούν έτσι απλά. Τους Orang asli στις ζούγκλες τις Μαλαισίας, τους Λαχού, τους Κορέν, τους Χμέρ, τους Απκα, τους Μιάο και τους Πατουάνγκ στα σύνορα της Ταϊλάνδης με την Βιρμανία και το Λάος, τους κατοίκους στα απομονωμένα χωριά της Μαδαγασκάρης στις όχθες του ποταμού Τσιριχιμπίνα, τους Μασάι της Κένυας και Τανζανίας, την ζωή των κατοίκων στα μικρά χωριά του Bali, τους ανθρώπους στα πλωτά χωριά του Halong bay στο Βιετνάμ, την λιτή ζωή των κατοίκων του Νεπάλ και πάντα μου προκαλεί τον θαυμασμό η πραότητα, η στωικότητα, το χαμόγελο, η καλοσύνη, η φιλικότητα που συναντάς σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά οι μοναδικές, οι πιο όμορφες στιγμές, αυτές που μένουν στην καρδιά, είναι αυτές που τα παιδιά όλων αυτών των ανθρώπων με κρατάνε από το χέρι περπατώντας μαζί μου και νοιώθω την χαρά τους και την αγάπη τους να περνά μέσα από την απλή αυτή επαφή.
BonbonMister...
Η Jayapura είναι η πρωτεύουσα της Δυτικής Νέας Γουινέας ή Iran Jaya η πιο παλιά της ονομασία. Η Νέα Γουινέα είναι ένα διχοτομημένο νησί που το δυτικό της κομμάτι ανήκει στην Ινδονησία και το ανατολικό αποτελεί ανεξάρτητο κράτος. Τα τελευταία χρόνια οι ντόπιοι κάνουν συνεχόμενες εξεγέρσεις για την ανεξαρτησία τους, αλλά ο μικρός διασκορπισμένος πληθυσμός και ο πρωτόγονος εξοπλισμός τους, δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση της Ινδονησίας έχει μεταφέρει αρκετό στρατό σε Jayapura και Sentani που είναι κατοικημένες στην πλειοψηφεία τους από Ινδονήσιους.
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Sentani στις 9:00 το πρωί. Πολύ ζέστη, πολλά παζάρια με τους ταξιτζήδες για να καταφέρουμε να μας κόψουν 50.000 ρουπίες από τις 250.000 που μας ζήταγαν για την διαδρομή των 36 Km μέχρι την Jayapura. Ξενοδοχείο – ως συνήθως – δεν είχαμε κλείσει και έτσι με οδηγό τον Lonely Plane ξεκινήσαμε από τα πιο φτηνά, που όμως ήταν γεμάτα για να καταλήξουμε σε ένα αρκετά ακριβό 425.000 ρουπίες το Matoa. Αφήσαμε τα πράγματά μας και αρχίσαμε να ψάχνουμε πτήση για την Wamena που ήταν και ο τελικός μας προορισμός. Μετά από αγώνα και αφού δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε τηλεφωνικώς με την Trigana Air, την εταιρία που πέταγε στην Wamena, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο Sentani, γιατί μόνο εκεί ήταν τα γραφεία της και να κόψουμε εισιτήρια για μετά από 3 μέρες αφού μέχρι τότε οι πτήσεις ήταν γεμάτες.
Η Jayapura είναι μια παραλιακή πόλη-λιμάνι χτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές των κατάφυτων λόφων που περιτριγυρίζουν τον κόλπο που σχηματίζει ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, προστατευμένο με μια σειρά μικρών νησιών από την μεριά του Ειρηνικού. Στην πλειοψηφεία τους τα σπίτια είναι μικρά και με λαμαρίνα στην σκεπή. Οι άνθρωποι πάρα πολύ φιλικοί. Τουριστική υποδομή – ευτυχώς – δεν υπάρχει καθόλου, πέρα από λίγα ξενοδοχεία που εξυπηρετούσαν ντόπιους και Ινδονήσιους εμπόρους. Όλοι μασάνε ένα καρπό μικρό –σαν μικρό λάϊμ – μαζί με ένα καρπό που έμοιαζε με φασόλι, βουτηγμένο σε ασβέστη. Είναι ένα είδος ναρκωτικού. Μόλις μασήσουν λίγο γίνεται ένας κόκκινος πολτός και μετά τον φτύνουν βάφοντας κόκκινους τους δρόμους και τους τοίχους. Το δοκίμασα αλλά η γεύση του δεν μου ήταν υποφερτή. Στην όψη ξεχωρίζεις εύκολα τους Παπούα από τους Ινδονήσιους. Οι Παπούα είναι πιο μαύροι με μαύρα κατσαρά μαλλιά. Μελανήσιοι.
Ξημέρωσε η μέρα που θα φεύγαμε για την Wamena και να μας στο αεροδρόμιο 10:00 η ώρα το πρωί περιμένοντας μπροστά στο check in της Trigana να τσεκάρουμε τα εισιτήριά μας για την πτήση των 12:00. Κοντά σε μας περίμεναν και αρκετοί ντόπιοι καθισμένοι κατάχαμα μιας και δεν υπήρχε ούτε ένα κάθισμα στην αίθουσα του αεροδρομίου. Ακολουθήσαμε το παράδειγμα τους και περνούσαμε την ώρα μας χαζεύοντας. Είχε φτάσει 12:00 και τίποτα δεν τάραζε τον ύπνο του υπαλλήλου της Trigana πάνω στο γραφείο. Στις 1:00 περίπου μια υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι θα φύγουμε τελικά στις 3:00. Αμ δε. Στις 3:30 μας πληροφόρησαν ότι η πτήση θα γινόταν τελικά την άλλη μέρα το πρωί. Άντε πάλι τα πράγματα στην πλάτη και να ψάχνουμε ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Με τα πολλά βρήκαμε ένα άθλιο δωμάτιο σε ένα άθλιο ξενοδοχείο, τρώγοντας μπισκότα, αφού δεν βρήκαμε εστιατόριο στο Sentani. Την άλλη μέρα το πρωϊ, φορτωθήκαμε τον σάκο μας και να’μας πάλι καμαρωτούς 5:30 παρακαλώ μπροστά στο desk της Trigana. Ήταν ανοικτό. Μετά από αγώνα πάνω από τσάντες, κούτες, τσουβάλια, αυγά και ανθρώπους καταφέραμε να τσεκάρουμε τα εισητήρια και να βρεθούμε στην αίθουσα αναχωρήσεων περιμένοντας άλλες τρείς ώρες μέχρι να δεήση η Trigana να απλώσει τα φτερά της στον ουρανό της Νέας Γουινέας. Σε όλη την πτήση που κράτησε 50 λεπτά δεν έβλεπες τίποτα άλλο από το παράθυρο του αεροπλάνου παρά μόνο μια ατελείωτη ζούγκλα, ποτάμια και 2 – 3 χωριά χωρίς κανένα ίχνος δρόμου. Προσγειωθήκαμε στο μικρό αεροδρόμιο της Wamena και ένα τσούρμο ντόπιων όρμησε στο αεροπλάνο και άρχισε να ξεφορτώνει τις αποσκευές μαζί με τις προμήθειες, ενώ ένα άλλο μεγαλύτερο καθόταν έξω από τον φράχτη και χάζευε. Καθώς είμασταν οι μοναδικοί ξένοι το ενδιαφέρον όλων στράφηκε σε μας και περισσότερο στην μικρή Εύα. Ευτυχώς υπήρχε ένα ξενοδοχείο απέναντι από την έξοδο του αεροδρομίου και νοικιάσαμε το μοναδικό δωμάτιο που ήταν κάπως καθαρό για το αστρονονικό ποσον των 300.000 ρουπίων.
Η Wamena είναι ένα μεγάλο χωριό σ’ ένα οροπέδιο στην μέση περίπου του νησιού, με πολλά μικρά χωριά γύρω που συνδέονται μεταξύ τους με ένα υποτυπώδης οδικό δίκτυο. Ο μόνος δρόμος σύνδεσης της Wamena με το υπόλοιπο νησί είναι από αέρος, με αποτέλεσμα όλα τα προιόντα να μεταφέρονται με τα αεροπλανάκια της γραμμής και τα μεγαλύτερα αντικείμενα με στρατιωτικά C-130. Στην περιοχή συνυπάρχουν αρμονικά τρείς φυλές. Οι Dani, οι Lani και οι Yali. Χαρακτηριστικό και των τριών φυλών είναι η ενδυμασία που δυστηχώς συναντάτε πλέον μόνο στους γεροντότερους και στα χωριά που είναι στα βουνά. Για τους άντρες είναι η “κοτέκα” και για τις γυναίκες μόνο μια φούστα με ξερά φύλλα, που έχει αντικατασταθεί πλέον με ύφασμα. Η “κοτέκα” δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μακριά στενή στρογγυλή κολοκύθα κομμένη στο ένα άκρο, θήκη για το πουλί τους.
Κλείσαμε ένα ντόπιο οδηγό για να γνωρίσουμε κάποια χωριά και να κάνουμε κάποιες μικρές διαδρομές, γιατί για να επισκεφτούμε απομακρυσμένα χωριά στα βουνά, θα μας έπαιρνε περίπου 15 μέρες περπάτημα και αρκετούς αχθοφόρους να κουβαλάνε τις προμήθειες. Έτσι αρκεστήκαμε σε κάποιες διαδρομές μέχρι εκεί που μπορούσαμε να πάμε με το αυτοκίνητο και από εκεί λίγο περπάτημα μέχρι κάποια χωριά στα όρια του οροπεδίου. Οι ιθαγενείς ήταν αρκετά φιλικοί και μας υποδεχόταν με μια θερμή χειραψία και μια κραυγή “ουα ουα ουα” που στην γλώσσα τους λέγετε όταν τους συμβαίνει κάτι ευχάριστο. Αρκετοί άντρες είχαν μια τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στα ρουθούνια τους, που εκεί στερέωναν χαυλιόδοντες αγριόχοιρων και φόραγαν στεφάνια με φτερά στο κεφάλι τους για στολίδια. Το κάθε χωριό κατοικείται από μια οικογένεια. Υπάρχει μια κοντή μακρόστενη καλύβα με ξύλα για τοίχους και στέγη από χόρτα, που αυτή είναι η κουζίνα τους. Μέσα είναι στρωμένη με άχυρο και τα μόνα σκεύη που βλέπεις είναι δύο κατσαρόλες για να μαγειρεύουν το φαγητό τους και ΤΙΠΟΤΑ άλλο. Έπιπλα ούτε για δείγμα. Δίπλα είναι οι καλύβες που κοιμούνται. Στρογγυλές αυτές. Μια για όλους τους άντρες και από κάθε μια για κάθε γυναίκα με τα παιδιά της. Οι άντρες κοιμούνται με τις γυναίκες τους μόνο όταν θέλουν να κάνουν παιδιά και άμα έχουν περάσει το λιγότερο τρία χρόνια από την γέννηση του προηγούμενου. Καθίσαμε πάνω στα άχυρα στην κουζίνα τους και με την βοήθεια του οδηγού ανταλλάσσαμε πληροφορίες για τον τρόπο ζωής. Η καθημερινότητα τους είναι πολύ απλή. Οι άντρες έχουν την υποχρέωση να φέρνουν ξύλα στο σπίτι για το μαγείρεμα και να πηγαίνουν για κυνήγι. Οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά τους, τα γουρούνια τους, μαγειρεύουν, καλλιεργούν στον κήπο τους γλυκοπατάτες και άλλα λαχανικά, και πουλάνε στην αγορά των γυναικών τα περισσεύματα από τον κήπο. Η αυλή τους και γενικά όλοι οι χώροι στο χωριό τους είναι πεντακάθαροι. Μας ζήτησαν να τους περιγράψουμε πως είναι ο τόπος μας και όταν άκουσαν ότι τα νησιά μας είναι με λίγα δέντρα και καθόλου ποτάμια, άφησαν ένα επιφώνημα συμπόνιας κουνώντας παράλληλα θλιμμένα το κεφάλι τους μη μπορώντας να φανταστούν πώς ζούν άνθρωποι σε τέτοιες συνθήκες. Δώσαμε καραμέλες σε όλους που τις δέχτηκαν με ευχαρίστηση και το περιτύλιγμά τους ήταν το μόνο σκουπίδι που δημιουργήθηκε στον μικρό τους κόσμο. Τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε κλέβοντας για λίγο από την ξέγνοιαστη γι’αυτούς ζωή τους.
Σταθήκαμε τυχεροί γιατί μια γιορτή που γινόταν μια φορά το χρόνο συνέπεσε με το διάστημα που ήμασταν και μείς εκεί. Άνθρωποι από την Wamena και τα γύρω χωριά, κατέφταναν με τον αρχηγό του κάθε χωριού μπροστά, σ’ ένα μεγάλο ίσιωμα λίγo έξω από την Wamena, αλαλάζοντας και κουβαλώντας στους ώμους τους κρεμασμένα και δεμένα από τα πόδια, περασμένα σ’ ένα ξύλο, γουρούνια. Είχαν στήσει μια μεγάλη φωτιά που πάνω της έκαιγαν πέτρες. Σκότωναν τα γουρούνια σημαδεύοντας τα στην καρδιά με ένα βέλος από μπαμπού. Τα καψάλιζαν και μετά τους αφαιρούσαν τα σπλάχνα, γέμιζαν το κουφάρι με φύλλα που μ’ αυτά είχαν σκουπίσει το αίμα και τα τοποθετούσαν, το καθ’ ένα χωριστά σ’ ένα λάκκο, τα σκέπαζαν με χόρτα και μετά τοποθετούσαν από πάνω τις καυτές πέτρες. Το ψήσιμο κρατούσε αρκετή ώρα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένα νοστιμότατο καλοψημένο γουρούνι. Τραγούδια και γενικά ένα ευχάριστο πανδαιμόνιο επικρατούσε μέχρι αργά το απόγευμα.
Έχω κάνει μερικά ταξίδια και έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που ζούν έτσι απλά. Τους Orang asli στις ζούγκλες τις Μαλαισίας, τους Λαχού, τους Κορέν, τους Χμέρ, τους Απκα, τους Μιάο και τους Πατουάνγκ στα σύνορα της Ταϊλάνδης με την Βιρμανία και το Λάος, τους κατοίκους στα απομονωμένα χωριά της Μαδαγασκάρης στις όχθες του ποταμού Τσιριχιμπίνα, τους Μασάι της Κένυας και Τανζανίας, την ζωή των κατοίκων στα μικρά χωριά του Bali, τους ανθρώπους στα πλωτά χωριά του Halong bay στο Βιετνάμ, την λιτή ζωή των κατοίκων του Νεπάλ και πάντα μου προκαλεί τον θαυμασμό η πραότητα, η στωικότητα, το χαμόγελο, η καλοσύνη, η φιλικότητα που συναντάς σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά οι μοναδικές, οι πιο όμορφες στιγμές, αυτές που μένουν στην καρδιά, είναι αυτές που τα παιδιά όλων αυτών των ανθρώπων με κρατάνε από το χέρι περπατώντας μαζί μου και νοιώθω την χαρά τους και την αγάπη τους να περνά μέσα από την απλή αυτή επαφή.
BonbonMister...