tol_pap
Member
- Μηνύματα
- 420
- Likes
- 476
- Επόμενο Ταξίδι
- Αγγλία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Πανόραμα Β. Αμερικής!!!
Καλοκαιρινές Διακοπές 2016 – Αμοργός
Καλοκαίρι 2016 και φέτος για μία ακόμη φορά οι καλοκαιρινές μας διακοπές θα ελάμβαναν χώρα τον απόλυτο διακοπομήνα: τον Ιούνιο. Η φετινή διάρκεια των διακοπών δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις 7 διανυκτερεύσεις, καθώς ζευγάρι φίλοι μας παντρεύονταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα. Οι φετινές επιλογές που έπεσαν στο τραπέζι ήταν: η Μήλος και η Αμοργός. Η σύζυγος ήθελε Μήλο, εγώ Αμοργό. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε στην Αμοργό, καθώς 7 διανυκτερεύσεις θα ήταν αρκετές να γυρίσουμε και να απολαύσουμε το νησί, και θεωρούσα πως για Μήλο σε συνδυασμό με Κίμωλο χρειάζονται περισσότερες, ίσως 10.
Π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς:
Όπως πάντα διάβασα όλα τα threads στο forum, κάθε πιθανή σελίδα στο internet και δύο μικρούς ταξιδιωτικούς οδηγούς που είχα από εφημερίδες: «Εξερευνήστε την Ελλάδα – Τομ. 2 – Έθνος» και «Ανακαλύψτε την Ελλάδα – Τομ. 25 – Τα Νέα», προκειμένου να μαζέψω κάθε πιθανή πληροφορία για το επικείμενο ταξίδι μας σχετικά με διαμονή, παραλίες, αξιοθέατα και φαγητό. Φυσικά αγόρασα και ένα χάρτη, επιλέγοντας αυτόν της Terrain, τους οποίους θεωρώ πιο εύχρηστους και ακριβείς από Orama και Road, καθώς επίσης έχουν πλήρη καταγραφή των μονοπατιών με χιλιομετρικές αποστάσεις, αφού λατρεύω το island trekking. Τέλος έριξα μία ματιά στις παραλίες από την σελίδα: http://www.tripinview.com/en/.
Π λ ο ί α:
Το ταξίδι μας προς την Αμοργό την Πέμπτη 16-06-2016 θα γίνονταν με το πλοίο: Bluestar Naxos με αναχώρηση 17:30 ώρα από τον Πειραιά και άφιξη 02:00 ώρα στο λιμάνι της Αιγιάλης. Η επιλογή μία και μοναδική λόγω πρωινής εργασίας της συζύγου με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της σε σχέση με τα Highspeed: φτηνότερα με ώρα που μας βόλευε, αλλά 2 ώρες μεγαλύτερο ταξίδι και άφιξη ξημερώματα, που είναι πιο κουραστικό και δαπανηρό αφού ουσιαστικά πληρώσαμε 8 διανυκτερεύσεις και μείναμε 7 ολόκληρες ημέρες. Από την άλλη μόλις ξυπνήσεις έχεις όλη την ημέρα μπροστά σου. Προσωπικά δεν θεωρώ καμία από τις 2 επιλογές αρκετά καλύτερη από την άλλη. Εννοείται κλείσαμε αεροπορικές θέσεις, αφού η διαφορά στο κόστος είναι αστεία (περίπου 5€ το άτομο), το συγκεκριμένο πλοίο δεν έχει μεγάλα σαλόνια όπως το Delos αλλά ήταν και το 3ημερο του Αγ. Πνεύματος και οι ενδιάμεσοι σταθμοί σε Πάρο – Σύρο και Νάξο τον έκαναν να γεμίσει ασφυχτικά και ας ήταν ακόμη μέσα Ιουνίου.
Για την επιστροφή μας την Παρασκευή 24-06-2016 επιλέξαμε το Highspeed 4, με ένα μεγαλύτερο κόστος αλλά δεν χρειάζονταν να ξυπνήσουμε από τα άγρια χαράματα και θα γλιτώναμε και το ταξίδι από τη Χώρα στην Αιγιάλη, αφού το Bluestar εκείνη την ημέρα περνούσε μόνο από εκεί επιστρέφοντας από Αστυπάλαια.
Δεν ανέφερα καν τα Sea Jet καθώς είχαμε δικό μας μηχανάκι και τα συγκεκριμένα πλοία δεν είναι οχηματαγωγά.
Δ ι α μ ο ν ή:
Όσο αναφορά τη διαμονή επιλέξαμε να τη μοιράσουμε έτσι ώστε να αποφύγουμε τις περιττές διαδρομές, αφού το νησί είναι αρκετά μακρόστενο, έτσι θα μέναμε για 3 νύχτες αρχικά στην Αιγιάλη και έπειτα 5 νύχτες στη Χώρα.
Στην Αιγιάλη η διαθεσιμότητα καλή και οι επιλογές αρκετές, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στο: Pension Askas (http://www.askaspension.gr/el/about-amorgos/), με 35€ / βραδιά χωρίς πρωινό και 20€ για τη βραδιά που θα φτάναμε 02:00 τα ξημερώματα, άρα συνολικά 90€.
Στην Χώρα η διαθεσιμότητα λόγω γάμου ήταν μικρή έτσι καταλήξαμε στο: Marousso Pension (http://marousso-pension.com/el/), με 40€ / βραδιά χωρίς πρωινό.
Τ α ξ ί δ ι:
Το ταξίδι μας από τον Πειραιά γνωστό: Φορτωμένο μηχανάκι όσο δεν πάει και βουρ για Πειραιά στη γνωστή Gate E-7, όπου μας περίμενε το Bluestar Naxos με αναχώρηση την 17:30 για Σύρο – Πάρο – Νάξο – Δονούσα και άφιξη στην Αιγιάλη της Αμοργού την 02:00 (το πλοίο θα συνέχιζε για Αστυπάλαια). Αφού παρκάραμε το μηχανάκι, ψάξαμε τις αριθμημένες αεροπορικές μας θέσεις, πλην όμως ο πράκτορας έκανε χαζομάρα και μας τις έκοψε χωριστά. Ευτυχώς δεν κάθονταν κανείς σε μία από τις 2 θέσεις και ο κύριος που ζήτησε τη διπλανή της δεν είχε πρόβλημα να πάει στη δική μου. Από ότι καταλάβαμε πολύς κόσμος είχε αυτό το πρόβλημα και υπήρχε λίγο γκρίνια. ΠΡΟΣΟΧΗ λοιπόν ζητάμε διπλανές θέσεις και τσεκάρουμε τα εισιτήρια μας για σιγουριά. Δεν ξεχνάμε την απαραίτητη ζακέτα καθώς το air-condition είναι στους -142οC και αργότερα σε πιάνει ρίγος. Ευτυχώς για μένα ήταν περίοδος Euro 2016 και η ώρα μου πέρασε σχετικά γρήγορα και καλά βλέποντας ματσάκι, ενώ η σύζυγος κλασικά διάβαζε βιβλίο.
Μόλις φτάσαμε και αποβιβαστήκαμε μας περίμενε άτομο από τα δωμάτια και μας οδηγήσει στην Pension, η οποία ήταν στο παραλιακό δρόμο που ενώνει την Αιγιάλη με τα Θολάρια, στην περιοχή Λακκί. Η τοποθεσία σχετικά καλή και ευκολοπρόσβατη. Το δωμάτιο ήταν στον 1ο όροφο με θέα από το μικρό μπαλκονάκι του την αυλή της Pension και τη θάλασσα. Ήμουν τυχερός εκείνη τη βραδιά είχε την ώρα που φτάσαμε δύση του φεγγαριού μέσα στη θάλασσα, εκπληκτικό, αφού οι διακοπές άρχιζαν με φοβερές εικόνες και φώτο βεβαίως. Κατά τα λοιπά το δωμάτιο συμπαθητικό, με μεγάλο και άνετο διπλό ξύλινο κρεβάτι, όλα τα παρελκόμενα έπιπλα για άνεση, πεντακάθαρο, ήσυχο, δροσερό σχετικά, αλλά στο μπάνιο δεν υπήρχε ντουζιέρα, ούτε καν μάρμαρο να κόβει τα νερά, παρά μία κουρτίνα με αποτέλεσμα κάθε φορά που κάναμε μπάνιο να γεμίζει παντού νερά στο πάτωμα.
Κουρασμένοι από το ταξίδι πέσαμε κατευθείαν για ύπνο.
1η Μ έ ρ α:
Μόλις ξύπνησα, πήρα το μηχανάκι και πήγα σε ένα από τα Mini Market της Αιγιάλης προκειμένου να αγοράσω τα απαραίτητα (νερά κτλ) και κάθε λογής καλούδια για το πρωινό μας, το οποίο μας άρεσε πάντα να είναι πλούσιο και χορταστικό. Και τι δεν πήρα: δημητριακά, ψωμί, αλλαντικά, μπισκότα, αλλά ντόπια τυριά. Οι πρώτες εικόνες που είχα από τον όρμο τη Αιγιάλης ήταν φανταστικές και η χαρά μου μεγάλωνε ακόμη περισσότερο.
Γυρίζοντας σπίτι ξύπνησα την αγάπη της ζωής μου (αυτή ήταν η 11η φορά που πηγαίναμε μαζί διακοπές και είμαι μόνο 30 ετών) να πάρουμε πρωινό, αφού ανυπομονούσα να γευτώ τα τέλεια τυριά. Μπαλκονάκι με θέα, ψωμάκι, αυγό, ντομάτα, αγγούρι και σούπερ τυριά, για μένα απλά τέλειο.
Αφού φάγαμε και ετοιμαστήκαμε, πήραμε το δρόμο για την παραλία Λεβρωσός σχεδόν δίπλα στα δωμάτια μας. Ο δρόμος εύκολος, η δε πρόσβαση γίνεται και με τα πόδια από το τέλος της κεντρικής παραλίας του όρμου της Αιγιάλης. Παρκάραμε πάνω στο χώρο στάθμευσης και κατεβήκαμε μερικά σκαλιά έως την παραλία. Σε κάποια στιγμή αντικρίσαμε ένα φυτό που ήταν γεμάτο από πεταλούδες «μονάρχης» (σαν αυτές της Ρόδου), μία εικόνα φανταστική και μοναδική. Η παραλία αμμουδερή επί το πλείστον, απάνεμη με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά και μεγάλα αλμυρίκια για φυσική σκιά. Ήμασταν τυχεροί γενικά αφού δεν φυσούσε (περίεργο για την Αμοργό) και τα νερά ήταν απολαυστικά.
Το μεσημεράκι κατά τις 14:00 μας βρήκε στο ταβερνάκι από πάνω με το τρομερό μπαλκόνι και τη θέα που σε αποζημιώνει. Η παραγγελία κλασική: Κρύες μπύρες – ντάκος – μαριδάκι και αμοργιανή φάβα, όλα πεντανόστιμα σερβιρισμένα στην ώρα τους με τη φάβα να λιώνει στο στόμα και τα αφρόψαρα να μυρίζουν θάλασσα. Η εξυπηρέτηση πολύ καλή με σχετικό αμοργιανό χιούμορ, οι δε τιμές αρκετά φτηνές: σύνολο 18€. Το καλύτερο κομμάτι ήταν η θέα, να κάθεσαι με το μαγιό στο μπαλκόνι, να πίνεις κρύα μπύρα και να ρεμβάζεις στο γαλάζιο της Αμοργού: μία εικόνα τρομερή.
Μετά το φαγάκι κατεβήκαμε πάλι στην παραλία δεν είχαμε μαζέψει τα πράγματα μας και ρίξαμε έναν υπνάκο. Αφότου βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες φύγαμε και πήγαμε για καφεδάκι στην παραλία της Αμοργού. Καθίσαμε στο Café-Bar Iris σε τραπέζι δίπλα στην αμμουδιά, με θέα την παραλία και τον ήλιο που είχε αρχίσει να χαμηλώνει και να ντύνεται στις πορτοκαλί του αποχρώσεις. Η φάση μας άρεσε πολύ με αποτέλεσμα να μην βουτήξουμε καν ξανά απολαμβάνοντας τα χρώματα και την κρύα μπύρα.
Αργά το απόγευμα γυρίσαμε στο δωμάτιο για γρήγορο μπάνιο αφού η κοιλιά είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται και η σημερινή μας βόλτα στη Λαγκάδα μας περίμενε. Η διαδρομή μέχρι το χωριό εύκολη και γρήγορη. Αφήσαμε το μηχανάκι στον κάτω χώρο στάθμευσης και αρχίσαμε το περπάτημα στο κεντρικό καλντερίμι του οικισμού με την κλασική κυκλαδίτική αρχιτεκτονική: άσπρο και γαλάζιο. Λουλούδια σε κάθε γωνιά και διάφορα μαγαζάκια εδώ και εκεί σκόρπια. Περάσαμε από την ταβέρνα του Νίκου, με φωτογραφία στα σκαλιά, το καφένειο του Λουδάρου με τα έντονα φώτα και τους ντόπιους να ρουφάνε ψημένη και μπύρα και καταλήξαμε στα μαγαζάκια της Λόζας που μας άρεσαν πολύ, αλλά είχαμε ήδη αποφασίσει να φάμε στου Νίκου, έτσι πήραμε ξανά την επιστροφή.
Ο εξωτερικός χώρος της ταβέρνας υπέροχος και ρομαντικός με τραπεζάκια σε διάφορα σημεία. Ο κόσμος λίγος έτσι καθίσαμε όπου μας άρεσε. Το μενού πολύ μεγάλο δυστυχώς με μόνη επιλογή για τους ψαρολάγνους: Τσιπούρα. Δεν πειράζει και ακολουθήσαμε τις συμβουλές του πολύ ευγενικού σερβιτόρου για: σπιτικά φελάφελ από ξερά κουκιά (αιγύπτιος μάγειρας) – το πιάτο σήμα κατατεθέν του μαγαζιού την μελιτζάνα, μία σαλάτα και χοιρινά κεφτεδάκια (τα οποία δεν χρειάζονταν αφού οι μερίδες ήταν μεγάλες και χορταστικές). Τα φελάφελ τρομερά, τα κεφτεδάκια νόστιμα, η δε μελιτζάνα πολύ καλή, λίγο γλυκιά για τα γούστα μου, αλλά πολύ ακριβή: 9€ για ένα πιάτο χωρίς κρέας! Το αρνητικό στο μαγαζί η έλλειψη εμφιαλωμένων κρασιών, το δε χύμα λευκό πολύ ξινό και έντονο που θύμιζε κακή ρετσίνα. Δεν πειράζει όμως όλα τα άλλα συνέθεταν ένα σκηνικό που άφηνε μία γλυκιά γεύση στο μυαλό σου.
Αφού χορτάσαμε φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις από την ταβέρνα του Νίκου και γενικά τον οικισμό της Λαγκάδας – οι συγκρίσεις θα έρχονταν αύριο αφού επισκεπτόμασταν και τα Θολάρια – για το δωμάτιο αφού είχαμε κουραστεί και δεν υπήρχε διάθεση για ποτάκι.
2η Μ έ ρ α:
Σήμερα το εγερτήριο στις 7, αθλητική περιβολή και εξερεύνηση. Αρχικά πήγα με το μηχανάκι στα Θολάρια και ακολούθησα στις πινακίδες για Αρχαία Αιγιάλη, περνώντας από ένα πολύ όμορφο μαγαζάκι για καφέ, ποτό και ελαφριά γεύματα το Σελάδι, με τρομερή αυλή γεμάτη χρώματα και κάτι διαφορετικό. Τέλος πάντων άφησα το μηχανάκι στην άκρη του δρόμου και άρχισα το περπάτημα, και μετά από 20΄ έφτασα στον υποτιθέμενο αρχαιολογικό χώρο. Τίποτε το ιδιαίτερο πέτρες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη σαν φράχτης δεν αξίζει με τίποτα να χάσετε το χρόνο σας. Από εκεί κινήθηκα κάθετα προς το λόφο με σκοπό να πέσω στο μονοπάτι προς Μικρή Βλυχάδα, και μετά από περίπου 20΄ ακόμη λεπτά έφτασα στην παραλία. Ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμη και είχε λίγο κρύο με αποτέλεσμα να αποφύγω να βουτήξω αφού φυσούσε και ο κίνδυνος ψύξης εμφανής. Η παραλία έμοιαζε με φυσικό φιόρδ από ψιλά, βοτσαλωτή με βορεινό προσανατολισμό, γι’ αυτό προσοχή αν φυσάει την αποφεύγουμε. Τα νερά της καταγάλανα και πεντακάθαρα. Η διαδρομή της επιστροφής ανηφορική έως τα Θολάρια περίπου 20΄. Οι χρόνοι που αναφέρω είναι σχετικά μικροί αφού περπατάω καθημερινά και υπάρχει σχετική εμπειρία.
Περπάτησα λίγο μέσα στα Θολάρια όπου η ησυχία ήταν γαλήνια. Αφού δροσίστηκα και είχα χρόνο στη διάθεση μου πήγα στη Λεβρωσό με σκοπό να περπατήσω το μονοπάτι προς Ψιλή Άμμο και Χόχλακα, τις δύο παρακείμενες παραλίες. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και εύκολο, χωρίς ιδιαίτερες υψομετρικές διαφορές, η διαδρομή περί τα 2 χλμ που τα κάλυψα σε περίπου μισή ώρα. Οι παραλίες στο ίδιο μήκος κύματος με τη Λεβρωσό, με χοντρή άμμο και σε κάποια σημεία χοντρές πέτρες, εξού και η ονομασία της δεύτερης ως Χόχλακας, πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά, καμία οργάνωση, και λίγη φυσική σκιά στην Ψιλή Άμμο από αλμυρίκια. Η ταπεινή μου γνώμη λέει ότι σε αυτές θα πάει μόνο κάποιος που θέλει πλήρη απομόνωση ή να κάνει γυμνισμό, δεν έχουν τίποτε περισσότερο να σου προσφέρουν από τη Λεβρωσό. Ακόμη και η κεντρική παραλία στο Λακκί της Αιγιάλης είναι καλύτερη, περί ορέξεως όμως κολοκυθόπιτα.
Μετά το καθιερωμένο πρωινό και τον απαραίτητο εφοδιασμό ξεκινήσαμε για μπανάκι, με κατεύθυνση την χερσόνησο του Αγ. Παύλου. Μόλις φτάσαμε σταμάτησα ψιλά δίπλα στο δρόμο για να βγάλουμε φωτογραφίες. Το σκηνικό μαγευτικό με τα νερά να είναι σε διάφορες γαλάζιες αποχρώσεις, το νησί της Νικουριάς στο παρασκήνιο να στέκεται αγέρωχο, η δε χερσόνησος της παραλίας να μπαίνει βοτσαλωτή μέσα στη θάλασσα, δημιουργώντας μία μοναδική εικόνα.
Κατεβήκαμε στην παραλία, όπου το beach-bar είχε ανοίξει, πλην όμως δεν είχε αναπτύξει ακόμη στον καθιερωμένο χώρο του ξαπλώστρες και ομπρέλες. Από ότι μάθαμε η παρακείμενη ταβέρνα λειτουργούσε κανονικά, έχοντας ακούσει πως έχει την καλύτερη τιμή στους αστακούς. Η χαρά μας έφυγε γρήγορα αφού οι λάντζες για το νησάκι δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, με αποτέλεσμα η επίσκεψη στην Νικουριά για τις λατρεμένες παραλίες της να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί. Στήσαμε την ομπρέλα μας στα βότσαλα δίπλα στα καταγάλανα νερά, στρώσαμε τις ψάθες και απολαμβάναμε το σκηνικό, συνοδεία καλοκαιρινής μουσικής από τη φίλη μου τη JouBiLy, το φορητό ηχείο Bluetooth, μάρκας JBL, εξού και το όνομα JouBiLy…. Η ομπρέλα είναι απαραίτητη, δεν υπάρχει φυσική σκιά, τα βότσαλα λευκά και αντανακλούν τον ήλιο με το σκηνικό να γίνεται όσο πιο ζεστό θα μπορούσε. Εμείς δεν είχαμε φέρει από Αθήνα και αγοράσαμε μία της πλάκας από τα μαγαζάκια στην Αιγιάλη περί τα 7,5€. Αν δεν φυσούσε την έκανε την δουλειά της, αλλά εσείς εφοδιαστείτε μία καλή από Αθήνα και να τη φέρεται μαζί.
Όσο πέρναγε η ώρα η πικρία για τη Νικουριά δεν έσβησε και τότε έγινε το θαύμα, είδα δύο τύπους στις λάντζες να κάνουν δουλειές. Δεν χάνω χρόνο και τους πλησιάζω. Μου είπαν ότι δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη, αλλά αν θέλαμε θα μας πήγαιναν. Η χαρά μου δεν περιγράφονταν. Μαζεύουμε πράγματα, ανεβαίνουμε στη λάντζα και βουρ για Νικουριά. Η διαδρομή σχετικά μικρή περί τα 10΄ με αντίτιμο 5€ / άτομο.
Το νησάκι της Νικουριάς έχει τρεις παραλίες: μία πολύ μεγάλη και δύο μικρότερες. Η μεγάλη και η μία από τις μικρές έχουν πρόσβαση με το καραβάκι, ενώ η τρίτη σχετικά εύκολα με τα πόδια νοτιοδυτικά της δεύτερης. Κατεβήκαμε στη μεγάλη στο ύψος που υπήρχε το παλιό beach bar το οποίο δεν αδειοδοτείται πλέον αφού η περιοχή έχει ανακηρυχθεί Natura, αλλά οι παλιές ξαπλώστρες και οι καρέκλες είναι ακόμη εκεί, όποιος γουστάρει τσιμπάει μία. Έχοντας περιέργεια για τις άλλες παραλίες πριν καν βουτήξω άφησα τη σύζυγο να διαβάζει το μυθιστόρημα της και περπάτησα έως το εκκλησάκι του Γενέθλιου της Θεοτόκου με την κλασική λευκή διακόσμηση. Ακριβώς από πίσω η δεύτερη παραλία, μικρότερη, με έντονα γαλάζια νερά και χρυσή αμμουδιά, έχοντας όμως ένα τεράστιο μειονέκτημα, ήταν η πιο απάνεμη παραλία που έχω πατήσει ποτέ το πόδι μου, με αποτέλεσμα η ζέστη να βρίσκεται στα ύψη, κάνοντας το σκηνικό αποπνικτικό. Γυρνώντας πίσω η θέα της μεγάλης παραλίας ήταν φανταστική: μεγάλη αμμουδιά, με νερά τροπικά και το νησί της Αμοργού να στέκεται πίσω. Τι δεν μου άρεσε στην παραλία: είχε αρκετά φύκια, όχι τόσα ώστε να σε ενοχλούν αλλά χαλούσαν αυτή την τέλεια εικόνα. Δεν έχασα στιγμή και βούτηξα με μάσκα και βατραχοπέδιλα έχοντας την αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, την οποία και έλιωσα στα θεμέλια της ξύλινης αποβάθρας φωτογραφίζοντας ένα σκάρο που έτρωγε και κάτι όστρακα που ανοιγόκλειναν.
Μείναμε στην Νικουριά περίπου 3 ώρες και κατά τις 5 ήρθε η λάντζα να μας πάρει. Γρήγορη επιστροφή στο δωμάτιο, όπου αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε για τα Θολάρια. Σήμερα ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη και η βόλτα ήταν ακόμη πιο απολαυστική από χθες με τα χρώματα στα σοκάκια του χωριού να γεμίζουν το μυαλό σου αναμνήσεις. Η διαδρομή κλασική, ξεκινήσαμε από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, ανάβοντας ένα κεράκι, περνώντας από την ταβέρνα Θαλασσινό Όνειρο και κάτι καφενεία και χαθήκαμε μέσα στα στενά. Ξάφνου μία καλή κυρία στο μπαλκόνι της και ο άντρας της που αφού τους χαιρετίσαμε μου λέει: «Το μανούλι δικό σου είναι!», κάνοντας μας να γελάσουμε άπαντες. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και φτάσαμε σε ένα πολύ ωραίο μπαρ το Ρακέζο! Όμορφο μαγαζάκι με μπαλκονάκι, τύπου ταράτσα και μία στοά που περνάς από κάτω να δημιουργεί σκηνικό, τι άλλο για φωτογραφία. Δυστυχώς δεν είχε ανοίξει ακόμη, αλλά συναντήσαμε τον ιδιοκτήτη και ένα φίλο του σε ένα διάλλειμα από το καθάρισμα του επικείμενου opening! Η θέα από το ταρατσάκι μέχρι τη Νάξο, όπου και ο ήλιος χάνονταν πίσω από τα μεγάλα όρη της.
Αρχίσαμε να πεινάμε από το περπάτημα και κινηθήκαμε γρήγορα προς την ταβέρνα Πανόραμα, σήμα κατατεθέν του οικισμού. Ο χώρος συμπαθητικός με τραπέζια σε μία σκεπαστή αυλή και μικρή θέα προς τη θάλασσα, αφού υπήρχαν μεταγενέστερα οικήματα που έκοβαν την τρομερή θέα, εξού και το όνομα του μαγαζιού με τη μεγάλη ιστορία στις γεύσεις και τη διασκέδαση. Δυστυχώς όπως σε όλους τους ορεινούς οικισμούς της Αμοργού η λέξη ψάρι ήταν απαγορευτική, αλλά το κοντοσούβλι ήταν πεντανόστιμο, συνοδεία τηγανιτών μεζέδων και κρύας μπύρας. Ξαφνικά, σκάει μύτη ο παππούς που σας έλεγα, που από ότι κατάλαβα ήταν ο διάσημος entertainer του μαγαζιού, αλλά μετά λύπης μας είπε πως πλέον τραγουδά μόνο Ιούλιο & Αύγουστο.
Αφού η κοιλιά έπαψε να διαμαρτύρεται πήραμε τη κατηφόρα προς την Αιγιάλη και ένα χαλαρό ποτάκι. Αρχικά περπατήσαμε στο εσωτερικό δρόμο με τα μαγαζιά και σταματήσαμε στο μαγαζί με τα παραδοσιακά και ντόπια προϊόντα: το Αμόργιον. Δοκιμάσαμε τα πάντα δωρεάν, αλλά πήραμε λίγα πράγματα αφού ήταν απαγορευτικά ακριβά (π.χ. 500ml ψημένη 15€). Αγοράσαμε ένα λικέρ φραγκοστάφυλο, λουκούμια με γεύση ψημένης ρακής και ένα μπουκαλάκι μεκίλα, ήτοι απόσταγμα φραγκοστάφυλου που θυμίζει τεκίλα. Περπατήσαμε λίγο στην μαρίνα, περνώντας μπροστά από τη ξακουστή ταβέρνα του Αμοργιανού και ανεβήκαμε τα σκαλιά για τα καφέ-σνακ μπαρ που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο καθώς ανεβαίνεις. Αν και είχα διαβάσει τα καλύτερα για το Αμοργίς καθίσαμε στο Maestro, αφού μας άρεσε περισσότερο η μουσική, πιάνοντας ένα καναπεδάκι με θέα τη θάλασσα. Ο κατάλογος των cocktail πλούσιος και με ποικιλία, κάνοντας σε να μην ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Καυτερή επιλογή για μένα – βοτκοειδές με μούρα για τη σύζυγο και cheers, σε τιμή φυσιολογική για νησί θα έλεγα στα 8€.
Αυτά για σήμερα αφού είχα πάλι ακόμη πιο πρωινό ξύπνημα.
3η Μ έ ρ α:
Εγερτήριο στις 06:00 και κατεύθυνση με το μηχανάκι για τη Λαγκάδα. Από εκεί θα ξεκινούσε η σημερινή μου ορειβατική διαδρομή προς: Στρούμπο - Μονή Ιωάννη Θεολόγου - Σταυρό - Κορυφή Κρίκελου - Μύλους Μάχου - Λαγκάδα, διαδρομή με απόσταση περίπου 12 χλμ τα οποία και διένυσα σε λίγο περισσότερο από 3 ώρες με ολιγόλεπτες στάσεις για φώτο.
Ξεκινάμε από τον κάτω χώρο στάθμευσης περνώντας μέσα από το χωριό έως την πληροφοριακή πινακίδα για Στρούμπο και Επάνω Παναγιά. Φτάνοντας στο Στρούμπο παρατηρείς ένα οικισμό σχεδόν εγκαταλελειμμένο στην τύχη του, αλλά μερικά σπίτια ήταν καλοδιατηρημένα δίνοντας ένα τόνο ομορφιάς. Από εκεί κινήθηκα αρχικά για την εκκλησία της Επάνω Παναγιάς, ένα κλασικό όμορφο εκκλησάκι, με λευκούς τοίχους και γαλάζιες λεπτομέρειες. Στη συνέχεια έφτασα στην Μονή Θεολόγου, κάνοντας μία παράκαμψη αριστερά. Σώζεται πλέον μόνο το καθολικό της Μονής, επιβλητικό στην κορυφή του λόγου, μετά κάποιων βοηθητικών χώρων, δυστυχώς όμως η πόρτα κλειδωμένη για ευνόητους λόγους. Συνέχισα στο πιο όμορφο κομμάτι της διαδρομής, ένα ευδιάκριτο μονοπάτι στην πλάτης του ορεινού όγκου του Κρίκελου, με θέα την ανατολή του ηλίου και τη θάλασσα, ακριβώς πάνω από το γκρεμό μέχρι να φτάσω στο ξωκλήσι του Σταυρού, το οποίο ήταν χωμένο μέσα στην πέτρα και δέχονταν εργασίες αναπαλαίωσης. Από εκεί ξεκινούσε το αχαρτογράφητο κομμάτι της διαδρομής χωρίς να υπάρχει ευδιάκριτο μονοπάτι, παρά μόνο κάποιοι πούλοι (πυργάκια από πέτρες) για να σε οδηγήσουν έως την κορυφή του Κρίκελου στα 823μ. υψόμετρο ανεβαίνοντας σχετικά εύκολα χωρίς απότομες υψομετρικές διαφορές. Εκεί έπρεπε να αποφασίσω ή να γυρίσω όπως ήρθα ή να πάω ακολουθώντας την κορυφογραμμή έως τους μύλους του Μάχου και να πάρω το μονοπάτι για τη Λαγκάδα. Δυστυχώς διάλεξα τη δεύτερη επιλογή, πολύ δύσκολη με συνεχείς γκρεμούς και βράχια για να διασχίσεις κάνοντας το άγχος να ανεβαίνει στα ύψη. Αφού έφτασα στη δεύτερη μεγάλη κορυφή τα Χωραφάκια στα 823μ., άρχισα να ξεθαρρεύω με αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και να αν δεν είχα το μπάτον μαζί μου να στηριχτώ λίγο πριν πέσω ένας θεός ξέρει πότε θα με έβρισκαν! Μην έχοντας χτυπήσει σχεδόν καθόλου, σηκώθηκα, πήρα μερικές ανάσες και συνέχισα προς τους Μύλους, αλλά οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Η διαδρομή έως το χωριό ατελείωτη, η δε δίψα μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Μόλις μπήκα στο χωριό ήπια 2 μπουκάλια νερό και ένα χυμό για να συνέλθω….
Γύρισα σπίτι και με ρωτάει η σύζυγος: «Τι είναι αυτό το δεξί σου μπράτσο;», «Ένας βράχος μου είπε καλημέρα από πιο κοντά!» της απαντάω. Μαζέψαμε τα πράγματα στα γρήγορα αφού θα αποχωρούσαμε για Χώρα σήμερα και πήγαμε για πρωινό στο Αμοργίς στην Αιγιάλη. Οι επιλογές πολλές αλλά η όρεξη μου τραβούσε ομελέτα, η σύζυγος σάντουιτς με μηζύθρα Αμοργού. Εκεί που η πείνα με έχει τρελάνει βλέπω τη σερβιτόρα να κρατάει τα πιάτα μας στα χέρια και αντί για το τραπέζι μας να τα αφήνει στους απέναντι, οι οποίο είχαν έρθει αργότερα. Δεν περνάει λίγη ώρα έρχεται και μας ζητάει συγνώμη αφού είχαν κάνει ακριβώς την ίδια παραγγελία με εμάς (αν είναι δυνατόν), φέρνοντας μας προκαταβολικά το σάντουιτς. Η ομελέτα έσκασε μύτη λίγο αργότερα, με την έκφραση: «Αυτό είναι κερασμένο από εμάς», γλυκαίνοντας μας το χάπι… Το σάντουιτς αφράτο και πλούσιο, η δε ομελέτα χορταστική και πεντανόστιμη, οι δε τιμές τσιμπημένες αλλά άξιζε.
Φορτώσαμε το μηχανάκι και ξεκινήσαμε για Χώρα. Η διαδρομή κοντινή σχετικά αλλά η ζέστη εκείνη την ημέρα ήταν αφόρητη κάνοντας το μικρό μας ταξιδάκι ακόμη πιο δύσκολο. Προσπερνώντας την παραλία του Αγ. Παύλου δεν μπόρεσα σταμάτησα να βγάλω μία φωτογραφία το σκηνικό με την νοητή λίμνη που σχηματίζονταν από το νησί της Νικουριάς και τις ακτές της Αμοργού, μία εικόνα θαυμάσια.
Φτάνοντας στη Χώρα βρήκαμε εύκολα την Pension Marousso και την πολύ φιλόξενη ιδιοκτήτρια. Ευτυχώς ήταν κοντά στον κεντρικό δρόμο προς Αρκεσίνη και έτσι δεν κουβαλήσαμε πολύ τα πράγματα. Το δωμάτιο ήταν στον πρώτο όροφο, ολοκαίνουργιο, με λευκή διακόσμηση, τρομερό χωνευτό και άνετο κρεβάτι, πεντακάθαρο και λειτουργικό, με μόνο μειονέκτημα τη κοινή βεράντα με τους δίπλα, που ναι μεν είχε ωραία θέα στους Μύλους, αλλά το πρωί τη χτυπούσε ο ήλιος και δεν είχε καθόλου σκιά για να πάρουμε το πρωινό μας. Δεν πειράζει όμως όλα τα άλλα ήταν απλά άψογα.
Ετοιμάσαμε στα γρήγορα τα πράγματα και φύγαμε με τη μία για θάλασσα, αφού η θερμοκρασία είχε αγγίξει κόκκινα. Επειδή η ώρα ήταν περασμένη αποφασίσαμε να πάμε στην πιο κοντινή καλή λύση που δεν είναι καμία άλλη από τη μαγευτική Αγ. Άννα. Φτάσαμε σχετικά γρήγορα αφού είναι πολύ κοντά και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς τη λιλιπούτια παραλία. Όντως μικρή αλλά το σκηνικό με τα έντονα μπλε νερά κάτω από το εκκλησάκι και τα βράχια να περικλείουν τη θάλασσα, δημιουργούσε μία εικόνα που δεν άφησε ασυγκίνητο το σκηνοθέτη του «Απέραντο Γαλάζιο». Ευτυχώς βρήκαμε να καθίσουμε, τότε άρχισε να φυσάει ένα δροσερό αεράκι. Μείναμε πολύ ώρα στην παραλία αφού είπαμε να μην πάμε σε δεύτερη όπως πάντα συνηθίζαμε αφού είχαμε αρκετές ημέρες να τις γυρίσουμε όλες με την ησυχία μας.
Αφού χάθηκε ο ήλιος πίσω από τα βράχια γύρω στις 6 και μισή, πήραμε την άγουσα για το μηχανάκι έχοντας πεθάνει από την πείνα. Δυστυχώς, μας ενημέρωσαν πως ούτε στη Χώρα θα βρίσκαμε ψάρι, έτσι πήραμε την κάθοδο για το κεντρικό λιμάνι του νησιού τα Κατάπολα και μία από τις πολλές ψαροταβέρνες του. Περπατήσαμε λίγο στη μαρίνα των Καταπόλων και καθίσαμε στην ψαροταβέρνα Μουράγιο. Μπαρμπουνάκι φρέσκο στο τηγάνι συνοδεία ντοματοκεφτέδων και χωριάτικης με ντόπια μυζήθρα. Το φαγητό εκπληκτικό, ο χώρος κλασικός ψαροταβέρνας με μπλε τραπεζάκια, θέα προς τα κότερα της μαρίνας και σχετικά καλές τιμές: 50€ / κιλό τα ψάρια και σύνολο λογαριασμού 60€ αφού μας κέρασαν τα ποτά. Το μόνο αρνητικό που έχω ακούσει για τη συγκεκριμένη ταβέρνα είναι η έλλειψη καθαριότητας στην κουζίνα, εμένα δεν με αποθάρρυνε, πέρασα καλά και δεν είχα κανένα στομαχικό…… πρόβλημα!
Γυρίσαμε στο δωμάτιο πτώματα και οι δύο και πέσαμε νωρίς για ύπνο, αφού την επόμενη ημέρα θα ξυπνούσαμε νωρίς για εκκλησία, ήταν του Αγ. Πνεύματος!
4η Μ έ ρ α:
Ξυπνήσαμε νωρίς γύρω στις 7 και ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα. Η ενδυμασία μας σεμνή, αφού θα πηγαίναμε στη ξακουστή Μονή Χοζοβιώτισσας να εκκλησιαστούμε. Αφήσαμε το μηχανάκι στο χώρο στάθμευσης και ξεκινήσαμε να ανέβουμε τα 300 σκαλιά. Ο ήλιος σχετικά χαμηλά αλλά είχε άπνοια με αποτέλεσμα η ζέστη να είναι ιδιαίτερα αισθητή, σε συνδυασμό με τα μακριά ρούχα που φορούσαμε. Καθώς ανεβαίναμε έβλεπες τη Μονή να είναι σκαρφαλωμένη μέσα στα βράχια και να ξεχνάς τον κόπο σου εκείνη τη στιγμή. Καταϊδρωμένοι φτάσαμε στην είσοδο και ακολουθήσαμε το στενό διάδρομο έως το καθολικό. Η λειτουργία είχε ήδη αρχίσει και είχαμε μαζευτεί περί τα 20 άτομα. Πώς να μην σε πιάσει δέος, το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αφού τελείωσε η Θεία Λειτουργία βγήκα στο μπαλκόνι του καθολικού, η θέα έκοβε την ανάσα κάνοντας σε να νοιώθεις πολύ τυχερός για την εμπειρία που ζεις. Ο Πανοσιολογιότατος μου ζήτησε να του διαβάσω τη ευχή της Θείας Μετάληψης και μετά μας “τράταρε” στο αρχονταρίκι του μοναστηριού, ψημένη και λουκούμια. Η ψημένη πολύ νόστιμη, πιο ελαφριά και εύγεστη από όσες είχαμε δοκιμάσει, κάνοντας μας κατά την αποχώρηση να αγοράσουμε στην καλύτερη τιμή του νησιού παρακαλώ: 10€ τα 500ml.
Επιστροφή στη βάση, μαγιώ και κατευθείαν παραλία αφού η ζέστη ήταν αφόρητη. Σήμερα ο δρόμος μας έβγαλε στην παραλία του Μούρου. Το μονοπάτι για την παραλία σχετικά εύκολο και μικρό. Η παραλία βοτσαλωτή όπως μας αρέσει, με διαυγή κρυστάλλινα νερά και λεία βράχια τριγύρω να συνθέτουν ένα σχεδόν σεληνιακό τοπίο. Στήσαμε ομπρέλα, αφού δεν υπάρχει φυσική σκιά και βουρ για μπάνιο αφού είχαμε ανάψει. Καλό θα είναι να την επισκεφτείτε σχετικά νωρίς αφού ο ήλιος χάνεται γύρω στις 6 και είναι ίσως η καλύτερη επιλογή για τις ημέρες με τον περισσότερο άνεμο. Η σύζυγος πήρε το βιβλίο στα χέρια με αποτέλεσμα να πάρω τη μάσκα και να αρχίσω υποβρύχια εξερεύνηση. Οι κοντινές σπηλιές ήταν πολύ όμορφες με περίεργα φωσφορίζοντα όντα κολλημένα στα βράχια. Εκεί βρήκα και 2 πολύ όμορφους αστερίες, βγάζοντας χρωματιστές φωτό και παίρνοντας τον ένα για δωράκι στα παιδιά του φίλου μου του Σωκράτη που θα επισκεπτόμασταν μετά το γάμο στην Εύβοια. Χωρίς να το καταλάβω πρέπει να έλειπα καμία ώρα σίγουρα αφού είχα μουλιάσει πάρα μα πάρα πολύ.
Κατά τις 5 ανεβήκαμε στην ταβερνούλα πάνω από την παραλία να τσιμπήσουμε κάτι: τυροπιτάκια στο τηγάνι μούρλια και σαλάτες. Ο χώρος της ταβέρνας πολύ όμορφος η δε θέα της καφετέριας από κάτω εκπληκτική. Αφού φάγαμε πήραμε τις μπύρες μας και καθίσαμε σε ένα από τα πολλά τραπεζάκια δίπλα στο γκρεμό και απλά κοιτούσαμε στο άπειρο. Δεν ήθελες τίποτε άλλο να βλέπεις και να ακούς τον άνεμο, συνοδεία κρύας μπύρας!!!
Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο στο δωμάτιο βγήκαμε βόλτα στη Χώρα επιτέλους. Μέναμε πάρα πολύ κοντά στο κεντρικό σοκάκι με τα μαγαζιά. Λίγο περπάτημα να πάρουμε μία ιδέα και καθίσαμε για το βραδινό μας στη σουβλακερί Βασιλικός. Ο ιδιοκτήτης είναι μπαμπάς μίας φίλης από Αθήνα, οπότε αδράξαμε την ευκαιρία να τον χαιρετήσουμε, αφού είχαμε να το δούμε από το 2012 και το γάμο της Ανδριάνας. Δεν συνηθίζαμε να τρώμε σουβλάκια στις διακοπές, αλλά η επιλογή μας αποζημίωσε. Ο χώρος πολύ όμορφος με ωραίο θερμό φωτισμό και βασιλικούς σε όλα τα τραπέζια να μοσχομυρίζουν. Παραγγείλαμε γύρο χοιρινό και χοιρινά σουβλάκια σε μερίδες, καθώς και μία σαλάτα συνοδεία κρύας μπύρας. Νόστιμα και σε πολύ μεγάλες μερίδες, αφού σκάσαμε. Μόλις χαλάρωσε ο κύριος Γιώργος κάθισε μαζί μας και αρχίσαμε την παγωμένη ψημένη, είχε άγριες διαθέσεις.
Αφού είχαμε κάνει κεφάλι είπαμε να συνεχίσουμε για ένα τελευταίο ποτό στο μπαρ Botiglia. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και χαζεύαμε τον υπέροχο χώρο που τον έλουζε το φεγγαρόφωτο της πανσελήνου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να βγάζω φωτογραφίες κάθε σημείο ήταν πιο όμορφο και μοναδικό από κάθε άλλο. Ένας χώρος που ο καθένας πρέπει να επισκεφτεί κατά τη γνώμη μου. Ο κατάλογος των κοκτέιλ δημιουργικός και η τιμή στα 9€.
5η Μ έ ρ α:
Το πρωί με βρήκε να ανεβαίνω αξημέρωτα στην κορυφή του Προφ. Ηλία με το μονοπάτι να ξεκινάει λίγο έξω από τη Χώρα προς Αιγιάλη. Η διαδρομή ανηφορική έως τα 700μ. υψόμετρο, με το μονοπάτι να είναι ευδιάκριτο και καθαρισμένο. Στην κορυφή αγέρωχο το ομώνυμο εκκλησάκι ενώ η θέα έφτανε σε Νάξο και Αστυπάλαια. Αφού κατέβηκα διαπίστωσα πως είχα ακόμη χρόνο, έτσι πήγα για λίγο τρέξιμο προς το καστράκι του Αγ. Γεωργίου, λίγο πιο κάτω, χωρίς να δω κάτι το αξιομνημόνευτο.
Επιστροφή στο σπίτι και κλασικά αναπλήρωση ενέργειας. Σήμερα είχαμε αποφασίσει να πάμε στο Μαλτέζι και τις Πλάκες. Κατεβήκαμε στο λιμάνι, αλλά ο λαντζέρης μας ενημέρωσε πως λόγω ανέμων σήμερα πάει μόνο Μαλτέζι. Το εισιτήριο για την παραλία ήταν 3,5€ το άτομο, η δε διαδρομή γρήγορη με τα δρομολόγια να ξεκινούν στις 11 έως τις 6 κάθε μισή ώρα. Εκεί γνώρισα ένα πανέμορφο μωράκι από τη Σουηδία το Σαμ, ο οποίος είχε γίνει το επίκεντρο της παραλίας. Ξανθός και ίσα που είχε αρχίσει να περπατάει αλώνιζε την άμμο και σε έκανε να χαμογελάς!
Η παραλία συμπαθητική, η μοναδική οργανωμένη στο νησί, αμμουδερή και απάνεμη (ευτυχώς αφού φυσούσε 7αρακι) με ένα αναψυκτήριο για τα βασικά (καφέ – νερό – σνακ – σαλάτες). Το ζευγάρι οι ξαπλώστρες μας κόστισαν 7€ οι δε τιμές στο αναψυκτήριο ήταν πολύ καλές. Τα νερά της παραλίας ήταν πολύ καθαρά και από τα πιο ζεστά στο νησί. Περπάτησα λίγο το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα Κατάπολα, αφού η παραλία έχει πρόσβαση και με τα πόδια, έως να φτάσω στην παραλία του Αγ. Παντελεήμονα που κατά τη γνώμη μου δεν αξίζει επίσκεψης βλέποντας τη από ψηλά.
Φύγαμε νωρίς από την παραλία αφού θέλαμε να κάνουμε βόλτα στη Χώρα να την απολαύσουμε. Κατά τις 7 παρά μας βρήκε το απογευματάκι να τριγυρνάμε στα σοκάκια της Χώρας και να βγάζουμε ατελείωτες φωτογραφίες. Φτάνοντας στη Λόζα όπου οργάνωναν μουσική βραδιά συναντήσαμε μία κυρία που κατευθύνονταν στο Κάστρο και δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη ακολουθώντας τη. Ανεβήκαμε τα στενά και απότομα σκαλιά φτάνοντας στη μικρή ξύλινη πόρτα, ανοίγοντας τη με το τεράστιο μεσαιωνικό κλειδί. Το Κάστρο δεν το επισκέπτεσαι για να δεις κάτι άλλο από τη θέα στη Χώρα και να νοιώσεις τι θα πει ανεμοδαρμένα ύψη!
Το βραδάκι είχαμε κανονίσει να τραπέζι στο εστιατόριο Ακρογιάλι για μακαρονάδα με κωλοχτύπες, συνοδεία σαλάτα με αλμυρίκια και ροζέ κρασί. Το εστιατόριο βρίσκεται μπροστά στη μαρίνα με θέα τα κότερα και τα ιστιοπλοϊκά, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν η κωλοχτύπα. Μόλις ήρθαν τα πιάτα απλά σταματήσαμε να μιλάμε και μιλούσαν τα πιρούνια και τα δάκτυλα όπου έπρεπε, ήταν απλά πεντανόστιμη και καλομαγειρεμένη! Στο τέλος μας κέρασαν πολύ νόστιμη lemon pie. Ο λογαριασμός πολύ καλός 100€ για 2 κωλοχύπες 1,3 kg με λιγκουίνι, σαλάτα και μπουκάλι ροζέ κρασί Ακακίες Κυρ-Γιάννη. Όταν η δουλειά χαλάρωσε κάθισε ο ιδιοκτήτης μαζί μας και τα είπαμε αφού ήταν φίλος του κ. Γιώργου από τη Χώρα.
6η Μ έ ρ α:
Το πρωί πήρα νωρίς νωρίς το δρόμο για τον οικισμό του Βρούτση. Από εκεί ακολούθησα μία περιπατητική διαδρομή προς το Καστρί και την Αρχαία Αρκεσίνη με επιστροφή από Καμάρι, καλύπτοντας τα 5,5 χλμ σε περίπου μία ώρα. Όταν έφτασα στο Καστρί αντίκρισα ένα εκκλησάκι σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λόφου όπου κείτονταν τα υπολείμματα του αρχαίου οικισμού της Αρκεσίνης.
Κατά την επιστροφή μου πέρασα και από τη λατρεμένη ταβέρνα κάθε κρεατολάγνου, την ταβέρνα του Γεωργαλίνη με την πράσινη διακόσμηση έχοντας ακούσει πολλά για την μπριζόλα του. Λίγο πριν το Καμάρι βλέπω πινακίδα: Αμμούδι και δεν έχασα την ευκαιρία αφού είχα αρκετό χρόνο ακόμη στη διάθεση μου. Το μονοπάτι για την παραλία μετά το τέλος του βατού χωματόδρομου είναι σηματοδοτημένο με πούλους, η δε διαδρομή περί το 1 χλμ και κάτι, το οποίο και διένυσα σε περίπου 20΄. Η παραλία είναι η καλύτερη από όσες είχα δει στο νησί. Τα νερά ήταν είχαν ένα μαγευτικό γαλάζιο, με τα βράχια να την αγκάλιαζαν προστατεύονταν τη από τους μανιασμένους ανέμους.
Λίγο πριν τη επιστροφή έκανα μία γρήγορη επίσκεψη στον προϊστορικό οικισμό της Μαρκιανής, στο ύψος της σχετικής ταμπέλας, χωρίς να δω για μία ακόμη φορά κάτι το αξιομνημόνευτο, συμβουλεύοντας σας να αποφύγετε οποιαδήποτε άσκοπη στάση.
Αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε για την εξερεύνησης της Κάτω Μεράς. Στάση πρώτη Μονή Αϊ Γιώργη Βαλσαμίτη: Το μοναστήρι βρίσκεται περί 4 χλμ από τη Χώρα με μία πολύ μικρή παράκαμψη στη σχετική δεξιά πινακίδα. Χτισμένο αμφιθεατρικά προς το λιμάνι των Καταπόλων με το λευκό να είναι ο πρωταγωνιστής. Μονάζει πλέον μία μοναχή μετά την αναπαλαίωση του, η οποία είναι μεν φιλόξενη, αλλά τυπολατρική όσο αναφορά την εμφάνιση, γι αυτό προσοχή όχι βερμούδες κτλ. Αφού μπήκαμε μέσα μας εξιστορήθηκε κάποιες πληροφορίες για το μοναστήρι, αναφέροντας πως στην αρχαιότητα αποτελούσε νερομαντείο, δείχνοντας μας την πηγή με το νερό, το οποίο πλέον θεωρείται αγιασμός! Πριν φύγουμε μας κάλεσε στο αρχονταρίκι της για σπιτικό κεκάκι και κρύο δροσιστικό νερό. Από ότι θυμάμαι το μοναστήρι σε αντίθεση με αυτό της Χοζοβιώτισσας δεν κλείνει το μεσημέρι. Από το μοναστήρι ξεκινάει και βατό μονοπάτι έως τα Κατάπολα, καθαρή κατηφόρα.
Η επόμενη στάση ήταν στην παραλία της Αγ. Παρασκευής ή Παραδείσια. Η διαδρομή περίεργη και σύντομη, περίπου 5 λεπτά παράκαμψη από τον οικισμό της Καλοταρίτισσας και ένας κύκλος γύρο από την ομώνυμη εκκλησία (τρομερό πανηγύρι έχω ακούσει) πριν πάρεις την κατηφόρα για την παραλία. Στενή αμμουδερή παραλία με ένα μεγάλο αλμυρίκι για σκιά, δυστυχώς είχε φουρτούνα λόγω των ανέμων και το κύμα έκανε τα νερά να θολώνουν, με αποτέλεσμα να μας κάνει να φύγουμε. Δεν είναι η καλύτερη παραλία του νησιού, αλλά για κάποιον που θα μείνει πάνω από 7 ημέρες και θέλει να κάνει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό μπορεί να την επισκεφτεί ειδικά τις ημέρες που δεν φυσάει δικαιολογεί το όνομα της να φανταστώ.
Λίγο πριν φτάσουμε στην Καλοταρίτισσα, κάναμε μία στάση πάνω στο δρόμο και περπατήσαμε για το περίφημο Ναυάγιο στον όρμο της Ολυμπίας. Χωμάτινο ευδιάκριτο μονοπάτι με μικρή κατωφέρεια σε φέρνει στο εντυπωσιακό ναυάγιο σε περίπου 5-10΄. Δυστυχώς η παραλία δεν ενδείκνυται για μπάνιο αφού είναι βορινή και κυριολεκτικά μαζεύει κάθε λογής σκουπίδι, μιλάμε για πολύ βρώμα. Τι να κάνεις, βγάζεις τρομερές φωτογραφίες και παίρνεις την ανηφόρα αφού ο ήλιος καίει. Οι ντόπιοι μου είπαν πως τακτικά μαζεύουν τα σκουπίδια, αν σου κάτσει και νηνεμία τότε θα έκανες έστω μία βουτιά αξέχαστη.
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας έως τον όρμο της Καλοταρίτισσας, τα νερά της οποίας σε μαγεύουν θαυμάζοντας τα από ψιλά. Απάνεμος κολπίσκος με καταγάλανα νερά και βαρκούλες αραγμένες διάσπαρτα. Ακούγοντας τις συμβουλές των ντόπιων πήραμε το καϊκάκι για νήσο Γραμβούσα, 4€ το άτομο και σε 10΄ ο Ρουσέτος ο καραβοκύρης σε έχει στην πιο ωραία παραλία του νησιού όπως λέει. Φύσαγε ένα 6αράκι, αλλά το σημείο δεν το πιάνει τόσο ο αέρας, αλλά η παραλία έχει ένα ελαφρύ κυματισμό που την κάνει να χάνεται η εικόνα της πλήρους πισίνας! Ο Ρουσέτος μας είπε πως Ιούλιο-Αύγουστο διοργανώνει εκδρομή από Καλοταρίτισσα για Σπαρτί – Χάλαρα – Ορυχεία και Αμμούδι, την οποία θα ήθελα πολύ να κάνω, αλλά ο Ιούνιος έχει και τα μειονεκτήματα του.
Κατεβήκαμε στο λιμανάκι της Γραμβούσας και βουρ για μπανάκι. Αράξαμε στο κέντρο της παραλίας ανάμεσα στα βράχια τα οποία μας έδιναν λίγη φυσική σκιά, αφού λόγω αέρα δεν μπορούσαμε να βάλουμε την ομπρελίτσα που είχαμε! Μόλις βούτηξα παρατήρησα κάτι που δεν το περίμενα, παρόλο που είχε κυματάκι τα νερά ήταν ιδιαίτερα ζεστά σε σχέση με κάθε άλλη παραλία του νησιού. Στο νησάκι είχαμε παρέα ένα άλλο ζευγάρι τον Άλκη μετά της συζύγου του, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα οργανωμένοι μπορώ να πω. Μείναμε στο νησάκι για ένα γεμάτο 3ώρο πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Επειδή δεν είχε κόσμο ο Ρουσέτος μου έδωσε το κινητό του, να τον πάρω ότι ώρα ήθελα να φύγουμε, κάνοντας την επίσκεψη μας ακόμη καλύτερη.
Επιστρέφοντας στην Καλοταρίτισσα λέγαμε για μία γρήγορη βουτιά, αλλά η ώρα είχε περάσει και θέλαμε να κάνουμε βόλτα στα Κατάπολα και το Ξυλοκερατίδι πριν δύσει ο ήλιος, γι’ αυτό και φύγαμε πίσω για Χώρα.
Ετοιμαστήκαμε κλασικά στα γρήγορα, μηχανάκι και κατηφόρα προς τη θάλασσα. Αρχίσαμε το περπάτημα στον δρόμο που ενώνει τα Κατάπολα με το Ξυλοκερατίδι και ξάφνου πέσαμε πάνω στο Σαμ τον πανέμορφο Σουηδό φίλο μου, ο οποίος πήρε μία έκφραση βλέποντας το Live View της SLR μηχανής μου την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ. Στο λιμανάκι του Ξυλοκερατιδίου πετύχαμε «βαπτίσια» ενός νέου καϊκιού κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ μας, είχε πλάκα για εμάς αλλά για τους παρευρισκόμενους ήταν πολύ σημαντική στιγμή. Περπατώντας καταλήξαμε στην ψαροταβέρνα Αλμυρίκι, είχε έρθει η ώρα για ψαρούκλα. Ο χώρος στο μαγαζί πολύ όμορφος μέσα στο λευκό με πολύ ωραίο απαλό φωτισμό, θέα τον οικισμό των Καταπόλων και το κύμα να σκάει στα πόδια σου. Την προτιμήσαμε από αυτή του Βιντζέντζου, η οποία ήταν άδεια και δεν μου γέμισε το μάτι από την πρώτη στιγμή που την είδα. Η παραγγελία: Χταπόδι στη σχάρα, το οποίο αν και κτψ ήταν πάρα πολύ νόστιμο, σαλάτα – πατάτες και ένα σαργό στα κάρβουνα φρεσκότατο. Από τα μειονεκτήματα του μαγαζιού είναι η έλλειψη αρκετών σερβιτόρων με αποτέλεσμα το service είναι σχετικά αργό, αλλά το φαγητό είναι περιποιημένο και νόστιμο, ενώ οι τιμές στο ίδιο μήκος κύματος με τα άλλα παρόμοια εστιατόρια. Στο τέλος μας κέρασαν λιαστό ροζέ κρασί Αμόργιον κρύο με ένα παγάκι, το οποίο κατενθουσίασε τη Δήμητρα μου.
Το βραδάκι μας βρήκε που αλλού στα σοκάκια της Χώρας για μία τελευταία βόλτα πριν πάμε για ύπνο, αφού είχαμε πιει τα κρασάκια μας στο πανέμορφο εστιατόριο έως σχετικά πιο αργά. Περνώντας από το «Βασιλικό» ο κ. Γιώργος μας κάθισε στα μαξιλάρια του μαγαζιού να μας κεράσει ψημένη επιμένοντας, και δεν μπορούσαμε να του χαλάσουμε χατίρι αφού μας είχε εξυπηρετήσει πλήρως! Δεν μείναμε πολύ η επόμενη ημέρα είχε εγερτήριο 04:50.
7η Μ έ ρ α:
Πέντε παρά τα ξημερώματα χτυπάει το ξυπνητήρι και σηκώνομαι γεμάτος ανυπομονησία. Αθλητική περιβολή, αντιανεμικό, διάφορα παρελκόμενα και ξεκινάει το περπάτημα. Σήμερα είχα αποφασίσει να περπατήσω την αρχαία οδό το μονοπάτι από τη Χώρα έως την Αιγιάλη με την καλύτερη συντροφιά, το ολόγιομο φεγγάρι να αστράφτει στην επιφάνεια της θάλασσας.
Η διαδρομή μου ξεκίνησε από το κεντρικό σοκάκι της Χώρας με κατεύθυνση προς τους Μύλους και από εκεί έντονη κατηφόρα προς τη Χοζοβιώτισσα. Πριν καν το καταλάβω έφτασα μπροστά στη Μονή και από εκεί θα ξεκινούσε το άγνωστο κομμάτι της διαδρομής μου. Το σκηνικό θύμιζε far-west: στενό ευδιάκριτο μονοπάτι, στα δεξιά ο γκρεμός και θάλασσα, μαύρη ακόμη αφού δεν είχε ούτε καν χαράξει, στα αριστερά ο γκρεμός του Προφ. Ηλία με τα βράχια του σχεδόν κάθετα να δημιουργούν μία φαντασμαγορική εικόνα. Περπατώντας έφτασα στην πρώτη διχάλα, πήρα το αριστερό μονοπάτι για την Παναγιά Θεοσκέπαστη, στην οποία έφτασα μετά από λίγο, πλην όμως το μονοπάτι ήταν σχετικά δύσκολο, δυσδιάκριτο και έντονα ανηφορικά σε πολλά σημεία, το ξωκλήσι όμως σε αποζημίωνε. Ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο μέσα στο βράχο που ήταν κυριολεκτικά η σκεπή του. Συνέχισα τη διαδρομή μου αφού είχε αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος και η ζέστη θα έκανε την εμφάνιση της. Μετά από αρκετό περπάτημα και αφού το μονοπάτι μου ενώθηκε με αυτό της δεξιάς επιλογής στη διχάλα, έφτασα στον οικισμό του Ασφοντιλίτη, στον οποίο είχε ταβερνάκι και δεν το ήξερα. Διέσχισα το εγκαταλελειμμένο χωριό και στάθηκα για 5 λεπτά στις διάσημες βραχογραφίες του χωριού, βγάζοντας τις απαραίτητες φωτογραφίες. Η διαδρομή από εκεί και πέρα δεν είχε κάτι το σπουδαίο πέρα από θέα στο απέραντο γαλάζιο έως ότου φτάσεις στον Ποταμό, ο οποίος είναι ακόμη ένα στολίδι για το νησί. Λευκό και διάφορα χρώματα σε γλάστρες και παράθυρα δημιουργούν το κλασικό και αξιολάτρευτο σκηνικό των Κυκλάδων, με τη φωτογραφική να έχει πάρει φωτιά.
Επιτελούς, μετά από 15 χλμ και 3 ώρες έφτασα στην Αιγιάλη αρκετά διψασμένος και τι άλλο πεινασμένος. Έτρεξα στο φούρνο να τσιμπήσω κάτι να μου κόψει την όρεξη και να δροσιστώ, κάνοντας μία ωραία κουβεντούλα με τον φούρναρη, ο οποίος με αποκάλεσε θεότρελο, γιατί άραγε!!! Η κοτόπιτα δεν μου έκανε τίποτα και επειδή είχε σχεδόν μία ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο για Χώρα πήγα για english breakfast στο Αμοργίς, με θέα τη θάλασσα.
Αφού έφτασα στη Χώρα έριξα ιδέα στη σύζυγο να μην πάμε ξανά στο Μαλτέζι, αλλά στην Αγ. Άννα αφού μας είχε αρέσει περισσότερο. Κατεβήκαμε στην παραλία, που ενώ φυσούσε τρελά είχε μία τρομερή ζέστη. Χωθήκαμε στα βράχια για λίγη σκιά και αφού βρήκα μία βολική στάση με πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά κάτι νιώθω να με ενοχλεί στην κοιλιά, ανοίγω τα μάτια και τι να δω, με περπατούσε μία σαύρα. Αρχίζω να βρίζω αλλά έφταιγα εγώ, αφού είχα σφάξει ένα καρπούζι νωρίτερα με αποτέλεσμα οι μυρωδιές και τα ζουμιά να την προσελκύσουν. Η θάλασσα φουρτουνιασμένη αλλά το σκηνικό σε αυτή την παραλία δεν ξέρω γιατί μου άρεσε πάρα πολύ, είχε αυτό το….. κάτι.
Το απογευματάκι μας βρήκε στην ψαροταβέρνα Ακρογιάλι στα Κατάπολα για ψαράκι. Οι επιλογές πολλές αλλά καταλήξαμε σε ένα φρεσκότατο φαγγρί 1,3 κιλά στη σχάρα συνοδεία σαλάτας αλμυρίκι και μία χωριάτικη να τσιμπάμε μέχρι να έρθει η ψαρούκλα. Προειδοποίηση στους απανταχού ψωμολάγνους πως στη συγκεκριμένη ταβέρνα το ψωμί είναι θεϊκό (χωριάτικο με προζύμι), αλλά ταυτόχρονα πολύ χορταστικό, οπότε αν έχετε παραγγείλει κάτι πολύ καλό όπως εμείς κάντε υπομονή το ψάρι δεν αργεί να έρθει και σταματήστε τις αμέτρητες βούτες στη χωριάτικη, αλλιώς ξαφνικά λες …..χόρτασα!!! Τέλος πάντων εμείς την ξεκοκαλίσαμε την ψαρούκλα και ήταν πεντανόστιμη.
Ως προειδοποίηση για τις πολύ ακριβές τιμές του Αμόργιον με τα παραδοσιακά προϊόντα θα αναφέρω ενδεικτικά πως έχει μία σειρά ντόπιων κρασιών μεταξύ των οποίων ένα ημίξηρο ροζέ σε τιμή 2€ περισσότερα από το διπλανό Super Market! Εσύ αποφασίζεις…..
Το βραδάκι με βρήκε να ετοιμάζομαι με τα χίλια και να τρέξω στην Λόζα, όπου θα γίνονταν αναβίωση του εθίμου του Κλείδωνα. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και γύρω στις 20:00 άρχισε το έθιμο, το οποίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από πυροβασίες από μικρά παιδιά. Ακριβώς μπροστά στον αστυνομικό σταθμό άναβαν ένα – ένα τα ξερά πλέον θυμάρια και οι νεαροί άλτες έτρεχαν πάνω από τις φλόγες, οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν ιδιαίτερα μεγάλες! Ακολουθούσε τι άλλο λαϊκό νησιώτικο γλέντι με σουβλάκια.
Μόλις ήρθε η Δήμητρα μου αφού ήταν η τελευταία μας βραδιά στο υπέροχο αυτό νησί κάναμε μία φωτοβόλτα για ακόμη περισσότερες όμορφες φωτογραφίες. Αργότερα, πήγαμε εκ νέου στη Λόζα και συναντήσαμε το ζευγάρι που είχαμε γνωριστεί στη Γραμβούσα για να πιούμε μαζί παγωμένη ψημένη συνοδεία νησιώτικης μουσικής. Πριν γυρίσουμε σπίτι πήγαμε στη Botiglia για ένα τελευταίο ποτάκι με τα παιδιά. Εκεί σου συμβαίνει κάτι που δεν το πιστεύεις: Η σερβιτόρα θυμόταν τι είχαμε πιει και οι τέσσερις στην προηγούμενη επίσκεψη μας λες και ήταν χθες αφήνοντας μας άφωνους. Δυστυχώς έπρεπε να γυρίσουμε στο δωμάτιο με πικρία….
8η Μ έ ρ α:
Τελευταία μέρα στο νησί και δεν έχασα την ευκαιρία για μία τελευταία εξερεύνηση. Καβάλησα το μηχανάκι και κατευθύνθηκα προς την Αρχαία Μινώα. Δυστυχώς ο χώρος ήταν ανεκμετάλλευτος και απεριποίητος. Μπήκα εύκολα μέσα αφού η περίφραξη ούτε καν υποτυπώδης δεν ήταν για να θαυμάσω έστω την τέχνη των προγόνων μας. Θεμέλια από οικίες και κτίσματα και ένα μέρος κλασικού αγάλματος. Μην έχοντας τρομερό ενδιαφέρον έφυγα και πήγα στο ρωμαϊκό νεκροταφείο πάνω από την παραλία Κάτω Ακρωτήρι στα Κατάπολα. Επίσης τίποτε το αξιόλογο η δε παραλία απλά συμπαθητική, εγώ προσωπικά δεν θα την επισκεπτόμουν ούτε με σπασμένο πόδι!
Έχοντας χρόνο μου πέρασε μία τρέλα από το μυαλό και την πραγματοποίησα. Πήγα με τα πόδια από το Ξυλοκερατίδι έως τις Πλάκες. Ξεκίνησα παίρνοντας το μονοπάτι για το φάρο και μόλις έφτασα σε ένα φαράγγι άρχισα να το κατεβαίνω. Σκέτη τρέλα σε πολλά σημεία η κατάβαση ήταν αρκετά επικίνδυνη αλλά με έτρωγε να πάω. Μόλις φτάνω κάτω διαπιστώνω πως είχα κάνει λάθος και εκεί που κατέβηκα δεν ήταν τίποτε άλλο από μία βρώμικη παραλία χωρίς όνομα, αλλά σηκώνοντας το κεφάλι μου είδα τις Πλάκες στο δεξί μου χέρι. Έφτασα στις Πλάκες σχετικά εύκολα, τα πέταξα όλα και έπεσα για ένα τελευταίο μπανάκι. Τα νερά ήταν κρύα αλλά η επιθυμία μου με έκανε να το ξεχνάω. Η τοποθεσία τρομερή, με λεία βράχια τέλεια για βουτιές και ηλιοθεραπεία. Προσωπικά θα πήγαινα πρώτα Μαλτέζι και μετά κατά τις 16:00 Πλάκες για βουτιές! Ο γυρισμός κάπως πιο εύκολος ξέροντας που πηγαίνω. Αφού έφτασα στο μηχανάκι παρατήρησα μέσα στη θάλασσα λίγο μετά τον Αγ. Παντελεήμονα ένα άγαλμα, ωραία πινελιά….
Δωμάτιο, μπάνιο και συμμάζεμα των αποσκευών. Πριν πάρουμε την κατηφόρα για το λιμάνι πήγαμε για φωτογραφίες στους μύλους με θέα τη Χώρα και μετά για πρωινό στο καφέ Γιασεμί, με την ωραία ταράτσα. Οι επιλογές πάρα πολλές και εμείς φάγαμε λίγο από όλα: Αυγά μάτια, ομελέτα και τρομερές μπρουσκέτες με μέλι και ντόπιο τυρί! Οι τιμές σχετικά καλές και πιο φτηνές από το Αμοργίς στην Αιγιάλη, η δε θέα προς τους ανεμόμυλους σου δημιουργούσε ήδη νοσταλγία για μία εικόνα που θα είχες για πάντα μέσα στο μυαλό σου.
Κλασικό σούπερ φόρτωμα και φτάσαμε στο λιμάνι περιμένοντας το Highspeed 4 να μας επιστρέψει στη βάση, είχε έρθει η ώρα για το γάμο. Άλλη μία σούπερ περιπλάνηση στις αγαπημένες μας Κυκλάδες είχε τελειώσει, αλλά όπως στο τέλος κάθε ταξιδιού ετοιμάζουμε τι άλλο το επόμενο….
Συνοψίζοντας:
Να πας αν σου αρέσουν:
- οι μη οργανωμένες παραλίες με βότσαλο ή άμμο και καταγάλανα διαυγή νερά.
- οι γραφικοί ορεινοί οικισμοί.
- οι χαλαρές νύχτες για καλό φαγητό και ποτάκι.
- η πεζοπορία και η ορειβασία.
Να μην πας αν ψάχνεις:
- beach bars με πάρτυ και δυνατή μουσική.
- οργανωμένες παραλίες με άμμο, ξαπλώστρες και water sports.
- ξεφάντωμα μέχρι αργά σε κλαμπ και μπαράκια μέχρι πρωίας.
- σε ενοχλούν τα πολύωρα ταξίδια με καράβι.
Θα ξαναέκανα:
- πεζοπορία με αποκορύφωμα το Χώρα à Αιγιάλη.
- καραβάκι για Νικουριά και Γραμβούσα.
- ποτό στη Botiglia και το Maestro.
- πρωινό στο Αμοργίς – ψαράκι στο Ακρογιάλι.
- προσκύνημα στη Χοζοβιώτισσα.
- μπάνιο σε Αγ. Άννα και Μούρο.
Δεν θα ξαναέκανα:
- δεν θα αγόραζα προϊόντα από το Αμόργιον τα οποία εν τέλει αποδείχτηκαν υπερεκτιμημένα και πανάκριβα.
Τι δεν πρόλαβα:
- μπάνιο στις Πλάκες, στα Παραδείσια, στη Μικρή Βλυχάδα και στο Αμμούδι.
- καραβάκι από Καλοταρίτισσα για Σπαρτί – Χάλαρα και Μεταλλεία.
- φαγητό στο ΤρανζιστοΡάκι με την τρομερή περατζάδα.
- φαγητό στο Λιμανάκι της Κυρά Κατίνας, όντας ψαρολάγνοι.
- φαγητό στου Γεωργαλίνη στου Βρούτση για την σούπερ μπριζόλα.
- ποτάκι στο Σελάδι και Ρακέζο στα Θολάρια.
- ποτάκι στο 3πορτο στη Χώρα.
- ημερήσια εκδρομή σε Κουφονήσι ή Δονούσα να θυμηθώ προηγούμενα ταξίδια.
- κάποιο από τα μεγάλα πανηγύρια Ιουλίου – Αυγούστου.
Καλοκαίρι 2016 και φέτος για μία ακόμη φορά οι καλοκαιρινές μας διακοπές θα ελάμβαναν χώρα τον απόλυτο διακοπομήνα: τον Ιούνιο. Η φετινή διάρκεια των διακοπών δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις 7 διανυκτερεύσεις, καθώς ζευγάρι φίλοι μας παντρεύονταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα. Οι φετινές επιλογές που έπεσαν στο τραπέζι ήταν: η Μήλος και η Αμοργός. Η σύζυγος ήθελε Μήλο, εγώ Αμοργό. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε στην Αμοργό, καθώς 7 διανυκτερεύσεις θα ήταν αρκετές να γυρίσουμε και να απολαύσουμε το νησί, και θεωρούσα πως για Μήλο σε συνδυασμό με Κίμωλο χρειάζονται περισσότερες, ίσως 10.
Π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς:
Όπως πάντα διάβασα όλα τα threads στο forum, κάθε πιθανή σελίδα στο internet και δύο μικρούς ταξιδιωτικούς οδηγούς που είχα από εφημερίδες: «Εξερευνήστε την Ελλάδα – Τομ. 2 – Έθνος» και «Ανακαλύψτε την Ελλάδα – Τομ. 25 – Τα Νέα», προκειμένου να μαζέψω κάθε πιθανή πληροφορία για το επικείμενο ταξίδι μας σχετικά με διαμονή, παραλίες, αξιοθέατα και φαγητό. Φυσικά αγόρασα και ένα χάρτη, επιλέγοντας αυτόν της Terrain, τους οποίους θεωρώ πιο εύχρηστους και ακριβείς από Orama και Road, καθώς επίσης έχουν πλήρη καταγραφή των μονοπατιών με χιλιομετρικές αποστάσεις, αφού λατρεύω το island trekking. Τέλος έριξα μία ματιά στις παραλίες από την σελίδα: http://www.tripinview.com/en/.
Π λ ο ί α:
Το ταξίδι μας προς την Αμοργό την Πέμπτη 16-06-2016 θα γίνονταν με το πλοίο: Bluestar Naxos με αναχώρηση 17:30 ώρα από τον Πειραιά και άφιξη 02:00 ώρα στο λιμάνι της Αιγιάλης. Η επιλογή μία και μοναδική λόγω πρωινής εργασίας της συζύγου με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της σε σχέση με τα Highspeed: φτηνότερα με ώρα που μας βόλευε, αλλά 2 ώρες μεγαλύτερο ταξίδι και άφιξη ξημερώματα, που είναι πιο κουραστικό και δαπανηρό αφού ουσιαστικά πληρώσαμε 8 διανυκτερεύσεις και μείναμε 7 ολόκληρες ημέρες. Από την άλλη μόλις ξυπνήσεις έχεις όλη την ημέρα μπροστά σου. Προσωπικά δεν θεωρώ καμία από τις 2 επιλογές αρκετά καλύτερη από την άλλη. Εννοείται κλείσαμε αεροπορικές θέσεις, αφού η διαφορά στο κόστος είναι αστεία (περίπου 5€ το άτομο), το συγκεκριμένο πλοίο δεν έχει μεγάλα σαλόνια όπως το Delos αλλά ήταν και το 3ημερο του Αγ. Πνεύματος και οι ενδιάμεσοι σταθμοί σε Πάρο – Σύρο και Νάξο τον έκαναν να γεμίσει ασφυχτικά και ας ήταν ακόμη μέσα Ιουνίου.
Για την επιστροφή μας την Παρασκευή 24-06-2016 επιλέξαμε το Highspeed 4, με ένα μεγαλύτερο κόστος αλλά δεν χρειάζονταν να ξυπνήσουμε από τα άγρια χαράματα και θα γλιτώναμε και το ταξίδι από τη Χώρα στην Αιγιάλη, αφού το Bluestar εκείνη την ημέρα περνούσε μόνο από εκεί επιστρέφοντας από Αστυπάλαια.
Δεν ανέφερα καν τα Sea Jet καθώς είχαμε δικό μας μηχανάκι και τα συγκεκριμένα πλοία δεν είναι οχηματαγωγά.
Δ ι α μ ο ν ή:
Όσο αναφορά τη διαμονή επιλέξαμε να τη μοιράσουμε έτσι ώστε να αποφύγουμε τις περιττές διαδρομές, αφού το νησί είναι αρκετά μακρόστενο, έτσι θα μέναμε για 3 νύχτες αρχικά στην Αιγιάλη και έπειτα 5 νύχτες στη Χώρα.
Στην Αιγιάλη η διαθεσιμότητα καλή και οι επιλογές αρκετές, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στο: Pension Askas (http://www.askaspension.gr/el/about-amorgos/), με 35€ / βραδιά χωρίς πρωινό και 20€ για τη βραδιά που θα φτάναμε 02:00 τα ξημερώματα, άρα συνολικά 90€.
Στην Χώρα η διαθεσιμότητα λόγω γάμου ήταν μικρή έτσι καταλήξαμε στο: Marousso Pension (http://marousso-pension.com/el/), με 40€ / βραδιά χωρίς πρωινό.
Τ α ξ ί δ ι:
Το ταξίδι μας από τον Πειραιά γνωστό: Φορτωμένο μηχανάκι όσο δεν πάει και βουρ για Πειραιά στη γνωστή Gate E-7, όπου μας περίμενε το Bluestar Naxos με αναχώρηση την 17:30 για Σύρο – Πάρο – Νάξο – Δονούσα και άφιξη στην Αιγιάλη της Αμοργού την 02:00 (το πλοίο θα συνέχιζε για Αστυπάλαια). Αφού παρκάραμε το μηχανάκι, ψάξαμε τις αριθμημένες αεροπορικές μας θέσεις, πλην όμως ο πράκτορας έκανε χαζομάρα και μας τις έκοψε χωριστά. Ευτυχώς δεν κάθονταν κανείς σε μία από τις 2 θέσεις και ο κύριος που ζήτησε τη διπλανή της δεν είχε πρόβλημα να πάει στη δική μου. Από ότι καταλάβαμε πολύς κόσμος είχε αυτό το πρόβλημα και υπήρχε λίγο γκρίνια. ΠΡΟΣΟΧΗ λοιπόν ζητάμε διπλανές θέσεις και τσεκάρουμε τα εισιτήρια μας για σιγουριά. Δεν ξεχνάμε την απαραίτητη ζακέτα καθώς το air-condition είναι στους -142οC και αργότερα σε πιάνει ρίγος. Ευτυχώς για μένα ήταν περίοδος Euro 2016 και η ώρα μου πέρασε σχετικά γρήγορα και καλά βλέποντας ματσάκι, ενώ η σύζυγος κλασικά διάβαζε βιβλίο.
Μόλις φτάσαμε και αποβιβαστήκαμε μας περίμενε άτομο από τα δωμάτια και μας οδηγήσει στην Pension, η οποία ήταν στο παραλιακό δρόμο που ενώνει την Αιγιάλη με τα Θολάρια, στην περιοχή Λακκί. Η τοποθεσία σχετικά καλή και ευκολοπρόσβατη. Το δωμάτιο ήταν στον 1ο όροφο με θέα από το μικρό μπαλκονάκι του την αυλή της Pension και τη θάλασσα. Ήμουν τυχερός εκείνη τη βραδιά είχε την ώρα που φτάσαμε δύση του φεγγαριού μέσα στη θάλασσα, εκπληκτικό, αφού οι διακοπές άρχιζαν με φοβερές εικόνες και φώτο βεβαίως. Κατά τα λοιπά το δωμάτιο συμπαθητικό, με μεγάλο και άνετο διπλό ξύλινο κρεβάτι, όλα τα παρελκόμενα έπιπλα για άνεση, πεντακάθαρο, ήσυχο, δροσερό σχετικά, αλλά στο μπάνιο δεν υπήρχε ντουζιέρα, ούτε καν μάρμαρο να κόβει τα νερά, παρά μία κουρτίνα με αποτέλεσμα κάθε φορά που κάναμε μπάνιο να γεμίζει παντού νερά στο πάτωμα.
Κουρασμένοι από το ταξίδι πέσαμε κατευθείαν για ύπνο.
1η Μ έ ρ α:
Μόλις ξύπνησα, πήρα το μηχανάκι και πήγα σε ένα από τα Mini Market της Αιγιάλης προκειμένου να αγοράσω τα απαραίτητα (νερά κτλ) και κάθε λογής καλούδια για το πρωινό μας, το οποίο μας άρεσε πάντα να είναι πλούσιο και χορταστικό. Και τι δεν πήρα: δημητριακά, ψωμί, αλλαντικά, μπισκότα, αλλά ντόπια τυριά. Οι πρώτες εικόνες που είχα από τον όρμο τη Αιγιάλης ήταν φανταστικές και η χαρά μου μεγάλωνε ακόμη περισσότερο.
Γυρίζοντας σπίτι ξύπνησα την αγάπη της ζωής μου (αυτή ήταν η 11η φορά που πηγαίναμε μαζί διακοπές και είμαι μόνο 30 ετών) να πάρουμε πρωινό, αφού ανυπομονούσα να γευτώ τα τέλεια τυριά. Μπαλκονάκι με θέα, ψωμάκι, αυγό, ντομάτα, αγγούρι και σούπερ τυριά, για μένα απλά τέλειο.
Αφού φάγαμε και ετοιμαστήκαμε, πήραμε το δρόμο για την παραλία Λεβρωσός σχεδόν δίπλα στα δωμάτια μας. Ο δρόμος εύκολος, η δε πρόσβαση γίνεται και με τα πόδια από το τέλος της κεντρικής παραλίας του όρμου της Αιγιάλης. Παρκάραμε πάνω στο χώρο στάθμευσης και κατεβήκαμε μερικά σκαλιά έως την παραλία. Σε κάποια στιγμή αντικρίσαμε ένα φυτό που ήταν γεμάτο από πεταλούδες «μονάρχης» (σαν αυτές της Ρόδου), μία εικόνα φανταστική και μοναδική. Η παραλία αμμουδερή επί το πλείστον, απάνεμη με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά και μεγάλα αλμυρίκια για φυσική σκιά. Ήμασταν τυχεροί γενικά αφού δεν φυσούσε (περίεργο για την Αμοργό) και τα νερά ήταν απολαυστικά.
Το μεσημεράκι κατά τις 14:00 μας βρήκε στο ταβερνάκι από πάνω με το τρομερό μπαλκόνι και τη θέα που σε αποζημιώνει. Η παραγγελία κλασική: Κρύες μπύρες – ντάκος – μαριδάκι και αμοργιανή φάβα, όλα πεντανόστιμα σερβιρισμένα στην ώρα τους με τη φάβα να λιώνει στο στόμα και τα αφρόψαρα να μυρίζουν θάλασσα. Η εξυπηρέτηση πολύ καλή με σχετικό αμοργιανό χιούμορ, οι δε τιμές αρκετά φτηνές: σύνολο 18€. Το καλύτερο κομμάτι ήταν η θέα, να κάθεσαι με το μαγιό στο μπαλκόνι, να πίνεις κρύα μπύρα και να ρεμβάζεις στο γαλάζιο της Αμοργού: μία εικόνα τρομερή.
Μετά το φαγάκι κατεβήκαμε πάλι στην παραλία δεν είχαμε μαζέψει τα πράγματα μας και ρίξαμε έναν υπνάκο. Αφότου βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες φύγαμε και πήγαμε για καφεδάκι στην παραλία της Αμοργού. Καθίσαμε στο Café-Bar Iris σε τραπέζι δίπλα στην αμμουδιά, με θέα την παραλία και τον ήλιο που είχε αρχίσει να χαμηλώνει και να ντύνεται στις πορτοκαλί του αποχρώσεις. Η φάση μας άρεσε πολύ με αποτέλεσμα να μην βουτήξουμε καν ξανά απολαμβάνοντας τα χρώματα και την κρύα μπύρα.
Αργά το απόγευμα γυρίσαμε στο δωμάτιο για γρήγορο μπάνιο αφού η κοιλιά είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται και η σημερινή μας βόλτα στη Λαγκάδα μας περίμενε. Η διαδρομή μέχρι το χωριό εύκολη και γρήγορη. Αφήσαμε το μηχανάκι στον κάτω χώρο στάθμευσης και αρχίσαμε το περπάτημα στο κεντρικό καλντερίμι του οικισμού με την κλασική κυκλαδίτική αρχιτεκτονική: άσπρο και γαλάζιο. Λουλούδια σε κάθε γωνιά και διάφορα μαγαζάκια εδώ και εκεί σκόρπια. Περάσαμε από την ταβέρνα του Νίκου, με φωτογραφία στα σκαλιά, το καφένειο του Λουδάρου με τα έντονα φώτα και τους ντόπιους να ρουφάνε ψημένη και μπύρα και καταλήξαμε στα μαγαζάκια της Λόζας που μας άρεσαν πολύ, αλλά είχαμε ήδη αποφασίσει να φάμε στου Νίκου, έτσι πήραμε ξανά την επιστροφή.
Ο εξωτερικός χώρος της ταβέρνας υπέροχος και ρομαντικός με τραπεζάκια σε διάφορα σημεία. Ο κόσμος λίγος έτσι καθίσαμε όπου μας άρεσε. Το μενού πολύ μεγάλο δυστυχώς με μόνη επιλογή για τους ψαρολάγνους: Τσιπούρα. Δεν πειράζει και ακολουθήσαμε τις συμβουλές του πολύ ευγενικού σερβιτόρου για: σπιτικά φελάφελ από ξερά κουκιά (αιγύπτιος μάγειρας) – το πιάτο σήμα κατατεθέν του μαγαζιού την μελιτζάνα, μία σαλάτα και χοιρινά κεφτεδάκια (τα οποία δεν χρειάζονταν αφού οι μερίδες ήταν μεγάλες και χορταστικές). Τα φελάφελ τρομερά, τα κεφτεδάκια νόστιμα, η δε μελιτζάνα πολύ καλή, λίγο γλυκιά για τα γούστα μου, αλλά πολύ ακριβή: 9€ για ένα πιάτο χωρίς κρέας! Το αρνητικό στο μαγαζί η έλλειψη εμφιαλωμένων κρασιών, το δε χύμα λευκό πολύ ξινό και έντονο που θύμιζε κακή ρετσίνα. Δεν πειράζει όμως όλα τα άλλα συνέθεταν ένα σκηνικό που άφηνε μία γλυκιά γεύση στο μυαλό σου.
Αφού χορτάσαμε φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις από την ταβέρνα του Νίκου και γενικά τον οικισμό της Λαγκάδας – οι συγκρίσεις θα έρχονταν αύριο αφού επισκεπτόμασταν και τα Θολάρια – για το δωμάτιο αφού είχαμε κουραστεί και δεν υπήρχε διάθεση για ποτάκι.
2η Μ έ ρ α:
Σήμερα το εγερτήριο στις 7, αθλητική περιβολή και εξερεύνηση. Αρχικά πήγα με το μηχανάκι στα Θολάρια και ακολούθησα στις πινακίδες για Αρχαία Αιγιάλη, περνώντας από ένα πολύ όμορφο μαγαζάκι για καφέ, ποτό και ελαφριά γεύματα το Σελάδι, με τρομερή αυλή γεμάτη χρώματα και κάτι διαφορετικό. Τέλος πάντων άφησα το μηχανάκι στην άκρη του δρόμου και άρχισα το περπάτημα, και μετά από 20΄ έφτασα στον υποτιθέμενο αρχαιολογικό χώρο. Τίποτε το ιδιαίτερο πέτρες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη σαν φράχτης δεν αξίζει με τίποτα να χάσετε το χρόνο σας. Από εκεί κινήθηκα κάθετα προς το λόφο με σκοπό να πέσω στο μονοπάτι προς Μικρή Βλυχάδα, και μετά από περίπου 20΄ ακόμη λεπτά έφτασα στην παραλία. Ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμη και είχε λίγο κρύο με αποτέλεσμα να αποφύγω να βουτήξω αφού φυσούσε και ο κίνδυνος ψύξης εμφανής. Η παραλία έμοιαζε με φυσικό φιόρδ από ψιλά, βοτσαλωτή με βορεινό προσανατολισμό, γι’ αυτό προσοχή αν φυσάει την αποφεύγουμε. Τα νερά της καταγάλανα και πεντακάθαρα. Η διαδρομή της επιστροφής ανηφορική έως τα Θολάρια περίπου 20΄. Οι χρόνοι που αναφέρω είναι σχετικά μικροί αφού περπατάω καθημερινά και υπάρχει σχετική εμπειρία.
Περπάτησα λίγο μέσα στα Θολάρια όπου η ησυχία ήταν γαλήνια. Αφού δροσίστηκα και είχα χρόνο στη διάθεση μου πήγα στη Λεβρωσό με σκοπό να περπατήσω το μονοπάτι προς Ψιλή Άμμο και Χόχλακα, τις δύο παρακείμενες παραλίες. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και εύκολο, χωρίς ιδιαίτερες υψομετρικές διαφορές, η διαδρομή περί τα 2 χλμ που τα κάλυψα σε περίπου μισή ώρα. Οι παραλίες στο ίδιο μήκος κύματος με τη Λεβρωσό, με χοντρή άμμο και σε κάποια σημεία χοντρές πέτρες, εξού και η ονομασία της δεύτερης ως Χόχλακας, πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά, καμία οργάνωση, και λίγη φυσική σκιά στην Ψιλή Άμμο από αλμυρίκια. Η ταπεινή μου γνώμη λέει ότι σε αυτές θα πάει μόνο κάποιος που θέλει πλήρη απομόνωση ή να κάνει γυμνισμό, δεν έχουν τίποτε περισσότερο να σου προσφέρουν από τη Λεβρωσό. Ακόμη και η κεντρική παραλία στο Λακκί της Αιγιάλης είναι καλύτερη, περί ορέξεως όμως κολοκυθόπιτα.
Μετά το καθιερωμένο πρωινό και τον απαραίτητο εφοδιασμό ξεκινήσαμε για μπανάκι, με κατεύθυνση την χερσόνησο του Αγ. Παύλου. Μόλις φτάσαμε σταμάτησα ψιλά δίπλα στο δρόμο για να βγάλουμε φωτογραφίες. Το σκηνικό μαγευτικό με τα νερά να είναι σε διάφορες γαλάζιες αποχρώσεις, το νησί της Νικουριάς στο παρασκήνιο να στέκεται αγέρωχο, η δε χερσόνησος της παραλίας να μπαίνει βοτσαλωτή μέσα στη θάλασσα, δημιουργώντας μία μοναδική εικόνα.
Κατεβήκαμε στην παραλία, όπου το beach-bar είχε ανοίξει, πλην όμως δεν είχε αναπτύξει ακόμη στον καθιερωμένο χώρο του ξαπλώστρες και ομπρέλες. Από ότι μάθαμε η παρακείμενη ταβέρνα λειτουργούσε κανονικά, έχοντας ακούσει πως έχει την καλύτερη τιμή στους αστακούς. Η χαρά μας έφυγε γρήγορα αφού οι λάντζες για το νησάκι δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, με αποτέλεσμα η επίσκεψη στην Νικουριά για τις λατρεμένες παραλίες της να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί. Στήσαμε την ομπρέλα μας στα βότσαλα δίπλα στα καταγάλανα νερά, στρώσαμε τις ψάθες και απολαμβάναμε το σκηνικό, συνοδεία καλοκαιρινής μουσικής από τη φίλη μου τη JouBiLy, το φορητό ηχείο Bluetooth, μάρκας JBL, εξού και το όνομα JouBiLy…. Η ομπρέλα είναι απαραίτητη, δεν υπάρχει φυσική σκιά, τα βότσαλα λευκά και αντανακλούν τον ήλιο με το σκηνικό να γίνεται όσο πιο ζεστό θα μπορούσε. Εμείς δεν είχαμε φέρει από Αθήνα και αγοράσαμε μία της πλάκας από τα μαγαζάκια στην Αιγιάλη περί τα 7,5€. Αν δεν φυσούσε την έκανε την δουλειά της, αλλά εσείς εφοδιαστείτε μία καλή από Αθήνα και να τη φέρεται μαζί.
Όσο πέρναγε η ώρα η πικρία για τη Νικουριά δεν έσβησε και τότε έγινε το θαύμα, είδα δύο τύπους στις λάντζες να κάνουν δουλειές. Δεν χάνω χρόνο και τους πλησιάζω. Μου είπαν ότι δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη, αλλά αν θέλαμε θα μας πήγαιναν. Η χαρά μου δεν περιγράφονταν. Μαζεύουμε πράγματα, ανεβαίνουμε στη λάντζα και βουρ για Νικουριά. Η διαδρομή σχετικά μικρή περί τα 10΄ με αντίτιμο 5€ / άτομο.
Το νησάκι της Νικουριάς έχει τρεις παραλίες: μία πολύ μεγάλη και δύο μικρότερες. Η μεγάλη και η μία από τις μικρές έχουν πρόσβαση με το καραβάκι, ενώ η τρίτη σχετικά εύκολα με τα πόδια νοτιοδυτικά της δεύτερης. Κατεβήκαμε στη μεγάλη στο ύψος που υπήρχε το παλιό beach bar το οποίο δεν αδειοδοτείται πλέον αφού η περιοχή έχει ανακηρυχθεί Natura, αλλά οι παλιές ξαπλώστρες και οι καρέκλες είναι ακόμη εκεί, όποιος γουστάρει τσιμπάει μία. Έχοντας περιέργεια για τις άλλες παραλίες πριν καν βουτήξω άφησα τη σύζυγο να διαβάζει το μυθιστόρημα της και περπάτησα έως το εκκλησάκι του Γενέθλιου της Θεοτόκου με την κλασική λευκή διακόσμηση. Ακριβώς από πίσω η δεύτερη παραλία, μικρότερη, με έντονα γαλάζια νερά και χρυσή αμμουδιά, έχοντας όμως ένα τεράστιο μειονέκτημα, ήταν η πιο απάνεμη παραλία που έχω πατήσει ποτέ το πόδι μου, με αποτέλεσμα η ζέστη να βρίσκεται στα ύψη, κάνοντας το σκηνικό αποπνικτικό. Γυρνώντας πίσω η θέα της μεγάλης παραλίας ήταν φανταστική: μεγάλη αμμουδιά, με νερά τροπικά και το νησί της Αμοργού να στέκεται πίσω. Τι δεν μου άρεσε στην παραλία: είχε αρκετά φύκια, όχι τόσα ώστε να σε ενοχλούν αλλά χαλούσαν αυτή την τέλεια εικόνα. Δεν έχασα στιγμή και βούτηξα με μάσκα και βατραχοπέδιλα έχοντας την αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, την οποία και έλιωσα στα θεμέλια της ξύλινης αποβάθρας φωτογραφίζοντας ένα σκάρο που έτρωγε και κάτι όστρακα που ανοιγόκλειναν.
Μείναμε στην Νικουριά περίπου 3 ώρες και κατά τις 5 ήρθε η λάντζα να μας πάρει. Γρήγορη επιστροφή στο δωμάτιο, όπου αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε για τα Θολάρια. Σήμερα ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη και η βόλτα ήταν ακόμη πιο απολαυστική από χθες με τα χρώματα στα σοκάκια του χωριού να γεμίζουν το μυαλό σου αναμνήσεις. Η διαδρομή κλασική, ξεκινήσαμε από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, ανάβοντας ένα κεράκι, περνώντας από την ταβέρνα Θαλασσινό Όνειρο και κάτι καφενεία και χαθήκαμε μέσα στα στενά. Ξάφνου μία καλή κυρία στο μπαλκόνι της και ο άντρας της που αφού τους χαιρετίσαμε μου λέει: «Το μανούλι δικό σου είναι!», κάνοντας μας να γελάσουμε άπαντες. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και φτάσαμε σε ένα πολύ ωραίο μπαρ το Ρακέζο! Όμορφο μαγαζάκι με μπαλκονάκι, τύπου ταράτσα και μία στοά που περνάς από κάτω να δημιουργεί σκηνικό, τι άλλο για φωτογραφία. Δυστυχώς δεν είχε ανοίξει ακόμη, αλλά συναντήσαμε τον ιδιοκτήτη και ένα φίλο του σε ένα διάλλειμα από το καθάρισμα του επικείμενου opening! Η θέα από το ταρατσάκι μέχρι τη Νάξο, όπου και ο ήλιος χάνονταν πίσω από τα μεγάλα όρη της.
Αρχίσαμε να πεινάμε από το περπάτημα και κινηθήκαμε γρήγορα προς την ταβέρνα Πανόραμα, σήμα κατατεθέν του οικισμού. Ο χώρος συμπαθητικός με τραπέζια σε μία σκεπαστή αυλή και μικρή θέα προς τη θάλασσα, αφού υπήρχαν μεταγενέστερα οικήματα που έκοβαν την τρομερή θέα, εξού και το όνομα του μαγαζιού με τη μεγάλη ιστορία στις γεύσεις και τη διασκέδαση. Δυστυχώς όπως σε όλους τους ορεινούς οικισμούς της Αμοργού η λέξη ψάρι ήταν απαγορευτική, αλλά το κοντοσούβλι ήταν πεντανόστιμο, συνοδεία τηγανιτών μεζέδων και κρύας μπύρας. Ξαφνικά, σκάει μύτη ο παππούς που σας έλεγα, που από ότι κατάλαβα ήταν ο διάσημος entertainer του μαγαζιού, αλλά μετά λύπης μας είπε πως πλέον τραγουδά μόνο Ιούλιο & Αύγουστο.
Αφού η κοιλιά έπαψε να διαμαρτύρεται πήραμε τη κατηφόρα προς την Αιγιάλη και ένα χαλαρό ποτάκι. Αρχικά περπατήσαμε στο εσωτερικό δρόμο με τα μαγαζιά και σταματήσαμε στο μαγαζί με τα παραδοσιακά και ντόπια προϊόντα: το Αμόργιον. Δοκιμάσαμε τα πάντα δωρεάν, αλλά πήραμε λίγα πράγματα αφού ήταν απαγορευτικά ακριβά (π.χ. 500ml ψημένη 15€). Αγοράσαμε ένα λικέρ φραγκοστάφυλο, λουκούμια με γεύση ψημένης ρακής και ένα μπουκαλάκι μεκίλα, ήτοι απόσταγμα φραγκοστάφυλου που θυμίζει τεκίλα. Περπατήσαμε λίγο στην μαρίνα, περνώντας μπροστά από τη ξακουστή ταβέρνα του Αμοργιανού και ανεβήκαμε τα σκαλιά για τα καφέ-σνακ μπαρ που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο καθώς ανεβαίνεις. Αν και είχα διαβάσει τα καλύτερα για το Αμοργίς καθίσαμε στο Maestro, αφού μας άρεσε περισσότερο η μουσική, πιάνοντας ένα καναπεδάκι με θέα τη θάλασσα. Ο κατάλογος των cocktail πλούσιος και με ποικιλία, κάνοντας σε να μην ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Καυτερή επιλογή για μένα – βοτκοειδές με μούρα για τη σύζυγο και cheers, σε τιμή φυσιολογική για νησί θα έλεγα στα 8€.
Αυτά για σήμερα αφού είχα πάλι ακόμη πιο πρωινό ξύπνημα.
3η Μ έ ρ α:
Εγερτήριο στις 06:00 και κατεύθυνση με το μηχανάκι για τη Λαγκάδα. Από εκεί θα ξεκινούσε η σημερινή μου ορειβατική διαδρομή προς: Στρούμπο - Μονή Ιωάννη Θεολόγου - Σταυρό - Κορυφή Κρίκελου - Μύλους Μάχου - Λαγκάδα, διαδρομή με απόσταση περίπου 12 χλμ τα οποία και διένυσα σε λίγο περισσότερο από 3 ώρες με ολιγόλεπτες στάσεις για φώτο.
Ξεκινάμε από τον κάτω χώρο στάθμευσης περνώντας μέσα από το χωριό έως την πληροφοριακή πινακίδα για Στρούμπο και Επάνω Παναγιά. Φτάνοντας στο Στρούμπο παρατηρείς ένα οικισμό σχεδόν εγκαταλελειμμένο στην τύχη του, αλλά μερικά σπίτια ήταν καλοδιατηρημένα δίνοντας ένα τόνο ομορφιάς. Από εκεί κινήθηκα αρχικά για την εκκλησία της Επάνω Παναγιάς, ένα κλασικό όμορφο εκκλησάκι, με λευκούς τοίχους και γαλάζιες λεπτομέρειες. Στη συνέχεια έφτασα στην Μονή Θεολόγου, κάνοντας μία παράκαμψη αριστερά. Σώζεται πλέον μόνο το καθολικό της Μονής, επιβλητικό στην κορυφή του λόγου, μετά κάποιων βοηθητικών χώρων, δυστυχώς όμως η πόρτα κλειδωμένη για ευνόητους λόγους. Συνέχισα στο πιο όμορφο κομμάτι της διαδρομής, ένα ευδιάκριτο μονοπάτι στην πλάτης του ορεινού όγκου του Κρίκελου, με θέα την ανατολή του ηλίου και τη θάλασσα, ακριβώς πάνω από το γκρεμό μέχρι να φτάσω στο ξωκλήσι του Σταυρού, το οποίο ήταν χωμένο μέσα στην πέτρα και δέχονταν εργασίες αναπαλαίωσης. Από εκεί ξεκινούσε το αχαρτογράφητο κομμάτι της διαδρομής χωρίς να υπάρχει ευδιάκριτο μονοπάτι, παρά μόνο κάποιοι πούλοι (πυργάκια από πέτρες) για να σε οδηγήσουν έως την κορυφή του Κρίκελου στα 823μ. υψόμετρο ανεβαίνοντας σχετικά εύκολα χωρίς απότομες υψομετρικές διαφορές. Εκεί έπρεπε να αποφασίσω ή να γυρίσω όπως ήρθα ή να πάω ακολουθώντας την κορυφογραμμή έως τους μύλους του Μάχου και να πάρω το μονοπάτι για τη Λαγκάδα. Δυστυχώς διάλεξα τη δεύτερη επιλογή, πολύ δύσκολη με συνεχείς γκρεμούς και βράχια για να διασχίσεις κάνοντας το άγχος να ανεβαίνει στα ύψη. Αφού έφτασα στη δεύτερη μεγάλη κορυφή τα Χωραφάκια στα 823μ., άρχισα να ξεθαρρεύω με αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και να αν δεν είχα το μπάτον μαζί μου να στηριχτώ λίγο πριν πέσω ένας θεός ξέρει πότε θα με έβρισκαν! Μην έχοντας χτυπήσει σχεδόν καθόλου, σηκώθηκα, πήρα μερικές ανάσες και συνέχισα προς τους Μύλους, αλλά οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Η διαδρομή έως το χωριό ατελείωτη, η δε δίψα μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Μόλις μπήκα στο χωριό ήπια 2 μπουκάλια νερό και ένα χυμό για να συνέλθω….
Γύρισα σπίτι και με ρωτάει η σύζυγος: «Τι είναι αυτό το δεξί σου μπράτσο;», «Ένας βράχος μου είπε καλημέρα από πιο κοντά!» της απαντάω. Μαζέψαμε τα πράγματα στα γρήγορα αφού θα αποχωρούσαμε για Χώρα σήμερα και πήγαμε για πρωινό στο Αμοργίς στην Αιγιάλη. Οι επιλογές πολλές αλλά η όρεξη μου τραβούσε ομελέτα, η σύζυγος σάντουιτς με μηζύθρα Αμοργού. Εκεί που η πείνα με έχει τρελάνει βλέπω τη σερβιτόρα να κρατάει τα πιάτα μας στα χέρια και αντί για το τραπέζι μας να τα αφήνει στους απέναντι, οι οποίο είχαν έρθει αργότερα. Δεν περνάει λίγη ώρα έρχεται και μας ζητάει συγνώμη αφού είχαν κάνει ακριβώς την ίδια παραγγελία με εμάς (αν είναι δυνατόν), φέρνοντας μας προκαταβολικά το σάντουιτς. Η ομελέτα έσκασε μύτη λίγο αργότερα, με την έκφραση: «Αυτό είναι κερασμένο από εμάς», γλυκαίνοντας μας το χάπι… Το σάντουιτς αφράτο και πλούσιο, η δε ομελέτα χορταστική και πεντανόστιμη, οι δε τιμές τσιμπημένες αλλά άξιζε.
Φορτώσαμε το μηχανάκι και ξεκινήσαμε για Χώρα. Η διαδρομή κοντινή σχετικά αλλά η ζέστη εκείνη την ημέρα ήταν αφόρητη κάνοντας το μικρό μας ταξιδάκι ακόμη πιο δύσκολο. Προσπερνώντας την παραλία του Αγ. Παύλου δεν μπόρεσα σταμάτησα να βγάλω μία φωτογραφία το σκηνικό με την νοητή λίμνη που σχηματίζονταν από το νησί της Νικουριάς και τις ακτές της Αμοργού, μία εικόνα θαυμάσια.
Φτάνοντας στη Χώρα βρήκαμε εύκολα την Pension Marousso και την πολύ φιλόξενη ιδιοκτήτρια. Ευτυχώς ήταν κοντά στον κεντρικό δρόμο προς Αρκεσίνη και έτσι δεν κουβαλήσαμε πολύ τα πράγματα. Το δωμάτιο ήταν στον πρώτο όροφο, ολοκαίνουργιο, με λευκή διακόσμηση, τρομερό χωνευτό και άνετο κρεβάτι, πεντακάθαρο και λειτουργικό, με μόνο μειονέκτημα τη κοινή βεράντα με τους δίπλα, που ναι μεν είχε ωραία θέα στους Μύλους, αλλά το πρωί τη χτυπούσε ο ήλιος και δεν είχε καθόλου σκιά για να πάρουμε το πρωινό μας. Δεν πειράζει όμως όλα τα άλλα ήταν απλά άψογα.
Ετοιμάσαμε στα γρήγορα τα πράγματα και φύγαμε με τη μία για θάλασσα, αφού η θερμοκρασία είχε αγγίξει κόκκινα. Επειδή η ώρα ήταν περασμένη αποφασίσαμε να πάμε στην πιο κοντινή καλή λύση που δεν είναι καμία άλλη από τη μαγευτική Αγ. Άννα. Φτάσαμε σχετικά γρήγορα αφού είναι πολύ κοντά και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς τη λιλιπούτια παραλία. Όντως μικρή αλλά το σκηνικό με τα έντονα μπλε νερά κάτω από το εκκλησάκι και τα βράχια να περικλείουν τη θάλασσα, δημιουργούσε μία εικόνα που δεν άφησε ασυγκίνητο το σκηνοθέτη του «Απέραντο Γαλάζιο». Ευτυχώς βρήκαμε να καθίσουμε, τότε άρχισε να φυσάει ένα δροσερό αεράκι. Μείναμε πολύ ώρα στην παραλία αφού είπαμε να μην πάμε σε δεύτερη όπως πάντα συνηθίζαμε αφού είχαμε αρκετές ημέρες να τις γυρίσουμε όλες με την ησυχία μας.
Αφού χάθηκε ο ήλιος πίσω από τα βράχια γύρω στις 6 και μισή, πήραμε την άγουσα για το μηχανάκι έχοντας πεθάνει από την πείνα. Δυστυχώς, μας ενημέρωσαν πως ούτε στη Χώρα θα βρίσκαμε ψάρι, έτσι πήραμε την κάθοδο για το κεντρικό λιμάνι του νησιού τα Κατάπολα και μία από τις πολλές ψαροταβέρνες του. Περπατήσαμε λίγο στη μαρίνα των Καταπόλων και καθίσαμε στην ψαροταβέρνα Μουράγιο. Μπαρμπουνάκι φρέσκο στο τηγάνι συνοδεία ντοματοκεφτέδων και χωριάτικης με ντόπια μυζήθρα. Το φαγητό εκπληκτικό, ο χώρος κλασικός ψαροταβέρνας με μπλε τραπεζάκια, θέα προς τα κότερα της μαρίνας και σχετικά καλές τιμές: 50€ / κιλό τα ψάρια και σύνολο λογαριασμού 60€ αφού μας κέρασαν τα ποτά. Το μόνο αρνητικό που έχω ακούσει για τη συγκεκριμένη ταβέρνα είναι η έλλειψη καθαριότητας στην κουζίνα, εμένα δεν με αποθάρρυνε, πέρασα καλά και δεν είχα κανένα στομαχικό…… πρόβλημα!
Γυρίσαμε στο δωμάτιο πτώματα και οι δύο και πέσαμε νωρίς για ύπνο, αφού την επόμενη ημέρα θα ξυπνούσαμε νωρίς για εκκλησία, ήταν του Αγ. Πνεύματος!
4η Μ έ ρ α:
Ξυπνήσαμε νωρίς γύρω στις 7 και ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα. Η ενδυμασία μας σεμνή, αφού θα πηγαίναμε στη ξακουστή Μονή Χοζοβιώτισσας να εκκλησιαστούμε. Αφήσαμε το μηχανάκι στο χώρο στάθμευσης και ξεκινήσαμε να ανέβουμε τα 300 σκαλιά. Ο ήλιος σχετικά χαμηλά αλλά είχε άπνοια με αποτέλεσμα η ζέστη να είναι ιδιαίτερα αισθητή, σε συνδυασμό με τα μακριά ρούχα που φορούσαμε. Καθώς ανεβαίναμε έβλεπες τη Μονή να είναι σκαρφαλωμένη μέσα στα βράχια και να ξεχνάς τον κόπο σου εκείνη τη στιγμή. Καταϊδρωμένοι φτάσαμε στην είσοδο και ακολουθήσαμε το στενό διάδρομο έως το καθολικό. Η λειτουργία είχε ήδη αρχίσει και είχαμε μαζευτεί περί τα 20 άτομα. Πώς να μην σε πιάσει δέος, το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αφού τελείωσε η Θεία Λειτουργία βγήκα στο μπαλκόνι του καθολικού, η θέα έκοβε την ανάσα κάνοντας σε να νοιώθεις πολύ τυχερός για την εμπειρία που ζεις. Ο Πανοσιολογιότατος μου ζήτησε να του διαβάσω τη ευχή της Θείας Μετάληψης και μετά μας “τράταρε” στο αρχονταρίκι του μοναστηριού, ψημένη και λουκούμια. Η ψημένη πολύ νόστιμη, πιο ελαφριά και εύγεστη από όσες είχαμε δοκιμάσει, κάνοντας μας κατά την αποχώρηση να αγοράσουμε στην καλύτερη τιμή του νησιού παρακαλώ: 10€ τα 500ml.
Επιστροφή στη βάση, μαγιώ και κατευθείαν παραλία αφού η ζέστη ήταν αφόρητη. Σήμερα ο δρόμος μας έβγαλε στην παραλία του Μούρου. Το μονοπάτι για την παραλία σχετικά εύκολο και μικρό. Η παραλία βοτσαλωτή όπως μας αρέσει, με διαυγή κρυστάλλινα νερά και λεία βράχια τριγύρω να συνθέτουν ένα σχεδόν σεληνιακό τοπίο. Στήσαμε ομπρέλα, αφού δεν υπάρχει φυσική σκιά και βουρ για μπάνιο αφού είχαμε ανάψει. Καλό θα είναι να την επισκεφτείτε σχετικά νωρίς αφού ο ήλιος χάνεται γύρω στις 6 και είναι ίσως η καλύτερη επιλογή για τις ημέρες με τον περισσότερο άνεμο. Η σύζυγος πήρε το βιβλίο στα χέρια με αποτέλεσμα να πάρω τη μάσκα και να αρχίσω υποβρύχια εξερεύνηση. Οι κοντινές σπηλιές ήταν πολύ όμορφες με περίεργα φωσφορίζοντα όντα κολλημένα στα βράχια. Εκεί βρήκα και 2 πολύ όμορφους αστερίες, βγάζοντας χρωματιστές φωτό και παίρνοντας τον ένα για δωράκι στα παιδιά του φίλου μου του Σωκράτη που θα επισκεπτόμασταν μετά το γάμο στην Εύβοια. Χωρίς να το καταλάβω πρέπει να έλειπα καμία ώρα σίγουρα αφού είχα μουλιάσει πάρα μα πάρα πολύ.
Κατά τις 5 ανεβήκαμε στην ταβερνούλα πάνω από την παραλία να τσιμπήσουμε κάτι: τυροπιτάκια στο τηγάνι μούρλια και σαλάτες. Ο χώρος της ταβέρνας πολύ όμορφος η δε θέα της καφετέριας από κάτω εκπληκτική. Αφού φάγαμε πήραμε τις μπύρες μας και καθίσαμε σε ένα από τα πολλά τραπεζάκια δίπλα στο γκρεμό και απλά κοιτούσαμε στο άπειρο. Δεν ήθελες τίποτε άλλο να βλέπεις και να ακούς τον άνεμο, συνοδεία κρύας μπύρας!!!
Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο στο δωμάτιο βγήκαμε βόλτα στη Χώρα επιτέλους. Μέναμε πάρα πολύ κοντά στο κεντρικό σοκάκι με τα μαγαζιά. Λίγο περπάτημα να πάρουμε μία ιδέα και καθίσαμε για το βραδινό μας στη σουβλακερί Βασιλικός. Ο ιδιοκτήτης είναι μπαμπάς μίας φίλης από Αθήνα, οπότε αδράξαμε την ευκαιρία να τον χαιρετήσουμε, αφού είχαμε να το δούμε από το 2012 και το γάμο της Ανδριάνας. Δεν συνηθίζαμε να τρώμε σουβλάκια στις διακοπές, αλλά η επιλογή μας αποζημίωσε. Ο χώρος πολύ όμορφος με ωραίο θερμό φωτισμό και βασιλικούς σε όλα τα τραπέζια να μοσχομυρίζουν. Παραγγείλαμε γύρο χοιρινό και χοιρινά σουβλάκια σε μερίδες, καθώς και μία σαλάτα συνοδεία κρύας μπύρας. Νόστιμα και σε πολύ μεγάλες μερίδες, αφού σκάσαμε. Μόλις χαλάρωσε ο κύριος Γιώργος κάθισε μαζί μας και αρχίσαμε την παγωμένη ψημένη, είχε άγριες διαθέσεις.
Αφού είχαμε κάνει κεφάλι είπαμε να συνεχίσουμε για ένα τελευταίο ποτό στο μπαρ Botiglia. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και χαζεύαμε τον υπέροχο χώρο που τον έλουζε το φεγγαρόφωτο της πανσελήνου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να βγάζω φωτογραφίες κάθε σημείο ήταν πιο όμορφο και μοναδικό από κάθε άλλο. Ένας χώρος που ο καθένας πρέπει να επισκεφτεί κατά τη γνώμη μου. Ο κατάλογος των κοκτέιλ δημιουργικός και η τιμή στα 9€.
5η Μ έ ρ α:
Το πρωί με βρήκε να ανεβαίνω αξημέρωτα στην κορυφή του Προφ. Ηλία με το μονοπάτι να ξεκινάει λίγο έξω από τη Χώρα προς Αιγιάλη. Η διαδρομή ανηφορική έως τα 700μ. υψόμετρο, με το μονοπάτι να είναι ευδιάκριτο και καθαρισμένο. Στην κορυφή αγέρωχο το ομώνυμο εκκλησάκι ενώ η θέα έφτανε σε Νάξο και Αστυπάλαια. Αφού κατέβηκα διαπίστωσα πως είχα ακόμη χρόνο, έτσι πήγα για λίγο τρέξιμο προς το καστράκι του Αγ. Γεωργίου, λίγο πιο κάτω, χωρίς να δω κάτι το αξιομνημόνευτο.
Επιστροφή στο σπίτι και κλασικά αναπλήρωση ενέργειας. Σήμερα είχαμε αποφασίσει να πάμε στο Μαλτέζι και τις Πλάκες. Κατεβήκαμε στο λιμάνι, αλλά ο λαντζέρης μας ενημέρωσε πως λόγω ανέμων σήμερα πάει μόνο Μαλτέζι. Το εισιτήριο για την παραλία ήταν 3,5€ το άτομο, η δε διαδρομή γρήγορη με τα δρομολόγια να ξεκινούν στις 11 έως τις 6 κάθε μισή ώρα. Εκεί γνώρισα ένα πανέμορφο μωράκι από τη Σουηδία το Σαμ, ο οποίος είχε γίνει το επίκεντρο της παραλίας. Ξανθός και ίσα που είχε αρχίσει να περπατάει αλώνιζε την άμμο και σε έκανε να χαμογελάς!
Η παραλία συμπαθητική, η μοναδική οργανωμένη στο νησί, αμμουδερή και απάνεμη (ευτυχώς αφού φυσούσε 7αρακι) με ένα αναψυκτήριο για τα βασικά (καφέ – νερό – σνακ – σαλάτες). Το ζευγάρι οι ξαπλώστρες μας κόστισαν 7€ οι δε τιμές στο αναψυκτήριο ήταν πολύ καλές. Τα νερά της παραλίας ήταν πολύ καθαρά και από τα πιο ζεστά στο νησί. Περπάτησα λίγο το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα Κατάπολα, αφού η παραλία έχει πρόσβαση και με τα πόδια, έως να φτάσω στην παραλία του Αγ. Παντελεήμονα που κατά τη γνώμη μου δεν αξίζει επίσκεψης βλέποντας τη από ψηλά.
Φύγαμε νωρίς από την παραλία αφού θέλαμε να κάνουμε βόλτα στη Χώρα να την απολαύσουμε. Κατά τις 7 παρά μας βρήκε το απογευματάκι να τριγυρνάμε στα σοκάκια της Χώρας και να βγάζουμε ατελείωτες φωτογραφίες. Φτάνοντας στη Λόζα όπου οργάνωναν μουσική βραδιά συναντήσαμε μία κυρία που κατευθύνονταν στο Κάστρο και δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη ακολουθώντας τη. Ανεβήκαμε τα στενά και απότομα σκαλιά φτάνοντας στη μικρή ξύλινη πόρτα, ανοίγοντας τη με το τεράστιο μεσαιωνικό κλειδί. Το Κάστρο δεν το επισκέπτεσαι για να δεις κάτι άλλο από τη θέα στη Χώρα και να νοιώσεις τι θα πει ανεμοδαρμένα ύψη!
Το βραδάκι είχαμε κανονίσει να τραπέζι στο εστιατόριο Ακρογιάλι για μακαρονάδα με κωλοχτύπες, συνοδεία σαλάτα με αλμυρίκια και ροζέ κρασί. Το εστιατόριο βρίσκεται μπροστά στη μαρίνα με θέα τα κότερα και τα ιστιοπλοϊκά, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν η κωλοχτύπα. Μόλις ήρθαν τα πιάτα απλά σταματήσαμε να μιλάμε και μιλούσαν τα πιρούνια και τα δάκτυλα όπου έπρεπε, ήταν απλά πεντανόστιμη και καλομαγειρεμένη! Στο τέλος μας κέρασαν πολύ νόστιμη lemon pie. Ο λογαριασμός πολύ καλός 100€ για 2 κωλοχύπες 1,3 kg με λιγκουίνι, σαλάτα και μπουκάλι ροζέ κρασί Ακακίες Κυρ-Γιάννη. Όταν η δουλειά χαλάρωσε κάθισε ο ιδιοκτήτης μαζί μας και τα είπαμε αφού ήταν φίλος του κ. Γιώργου από τη Χώρα.
6η Μ έ ρ α:
Το πρωί πήρα νωρίς νωρίς το δρόμο για τον οικισμό του Βρούτση. Από εκεί ακολούθησα μία περιπατητική διαδρομή προς το Καστρί και την Αρχαία Αρκεσίνη με επιστροφή από Καμάρι, καλύπτοντας τα 5,5 χλμ σε περίπου μία ώρα. Όταν έφτασα στο Καστρί αντίκρισα ένα εκκλησάκι σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λόφου όπου κείτονταν τα υπολείμματα του αρχαίου οικισμού της Αρκεσίνης.
Κατά την επιστροφή μου πέρασα και από τη λατρεμένη ταβέρνα κάθε κρεατολάγνου, την ταβέρνα του Γεωργαλίνη με την πράσινη διακόσμηση έχοντας ακούσει πολλά για την μπριζόλα του. Λίγο πριν το Καμάρι βλέπω πινακίδα: Αμμούδι και δεν έχασα την ευκαιρία αφού είχα αρκετό χρόνο ακόμη στη διάθεση μου. Το μονοπάτι για την παραλία μετά το τέλος του βατού χωματόδρομου είναι σηματοδοτημένο με πούλους, η δε διαδρομή περί το 1 χλμ και κάτι, το οποίο και διένυσα σε περίπου 20΄. Η παραλία είναι η καλύτερη από όσες είχα δει στο νησί. Τα νερά ήταν είχαν ένα μαγευτικό γαλάζιο, με τα βράχια να την αγκάλιαζαν προστατεύονταν τη από τους μανιασμένους ανέμους.
Λίγο πριν τη επιστροφή έκανα μία γρήγορη επίσκεψη στον προϊστορικό οικισμό της Μαρκιανής, στο ύψος της σχετικής ταμπέλας, χωρίς να δω για μία ακόμη φορά κάτι το αξιομνημόνευτο, συμβουλεύοντας σας να αποφύγετε οποιαδήποτε άσκοπη στάση.
Αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε για την εξερεύνησης της Κάτω Μεράς. Στάση πρώτη Μονή Αϊ Γιώργη Βαλσαμίτη: Το μοναστήρι βρίσκεται περί 4 χλμ από τη Χώρα με μία πολύ μικρή παράκαμψη στη σχετική δεξιά πινακίδα. Χτισμένο αμφιθεατρικά προς το λιμάνι των Καταπόλων με το λευκό να είναι ο πρωταγωνιστής. Μονάζει πλέον μία μοναχή μετά την αναπαλαίωση του, η οποία είναι μεν φιλόξενη, αλλά τυπολατρική όσο αναφορά την εμφάνιση, γι αυτό προσοχή όχι βερμούδες κτλ. Αφού μπήκαμε μέσα μας εξιστορήθηκε κάποιες πληροφορίες για το μοναστήρι, αναφέροντας πως στην αρχαιότητα αποτελούσε νερομαντείο, δείχνοντας μας την πηγή με το νερό, το οποίο πλέον θεωρείται αγιασμός! Πριν φύγουμε μας κάλεσε στο αρχονταρίκι της για σπιτικό κεκάκι και κρύο δροσιστικό νερό. Από ότι θυμάμαι το μοναστήρι σε αντίθεση με αυτό της Χοζοβιώτισσας δεν κλείνει το μεσημέρι. Από το μοναστήρι ξεκινάει και βατό μονοπάτι έως τα Κατάπολα, καθαρή κατηφόρα.
Η επόμενη στάση ήταν στην παραλία της Αγ. Παρασκευής ή Παραδείσια. Η διαδρομή περίεργη και σύντομη, περίπου 5 λεπτά παράκαμψη από τον οικισμό της Καλοταρίτισσας και ένας κύκλος γύρο από την ομώνυμη εκκλησία (τρομερό πανηγύρι έχω ακούσει) πριν πάρεις την κατηφόρα για την παραλία. Στενή αμμουδερή παραλία με ένα μεγάλο αλμυρίκι για σκιά, δυστυχώς είχε φουρτούνα λόγω των ανέμων και το κύμα έκανε τα νερά να θολώνουν, με αποτέλεσμα να μας κάνει να φύγουμε. Δεν είναι η καλύτερη παραλία του νησιού, αλλά για κάποιον που θα μείνει πάνω από 7 ημέρες και θέλει να κάνει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό μπορεί να την επισκεφτεί ειδικά τις ημέρες που δεν φυσάει δικαιολογεί το όνομα της να φανταστώ.
Λίγο πριν φτάσουμε στην Καλοταρίτισσα, κάναμε μία στάση πάνω στο δρόμο και περπατήσαμε για το περίφημο Ναυάγιο στον όρμο της Ολυμπίας. Χωμάτινο ευδιάκριτο μονοπάτι με μικρή κατωφέρεια σε φέρνει στο εντυπωσιακό ναυάγιο σε περίπου 5-10΄. Δυστυχώς η παραλία δεν ενδείκνυται για μπάνιο αφού είναι βορινή και κυριολεκτικά μαζεύει κάθε λογής σκουπίδι, μιλάμε για πολύ βρώμα. Τι να κάνεις, βγάζεις τρομερές φωτογραφίες και παίρνεις την ανηφόρα αφού ο ήλιος καίει. Οι ντόπιοι μου είπαν πως τακτικά μαζεύουν τα σκουπίδια, αν σου κάτσει και νηνεμία τότε θα έκανες έστω μία βουτιά αξέχαστη.
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας έως τον όρμο της Καλοταρίτισσας, τα νερά της οποίας σε μαγεύουν θαυμάζοντας τα από ψιλά. Απάνεμος κολπίσκος με καταγάλανα νερά και βαρκούλες αραγμένες διάσπαρτα. Ακούγοντας τις συμβουλές των ντόπιων πήραμε το καϊκάκι για νήσο Γραμβούσα, 4€ το άτομο και σε 10΄ ο Ρουσέτος ο καραβοκύρης σε έχει στην πιο ωραία παραλία του νησιού όπως λέει. Φύσαγε ένα 6αράκι, αλλά το σημείο δεν το πιάνει τόσο ο αέρας, αλλά η παραλία έχει ένα ελαφρύ κυματισμό που την κάνει να χάνεται η εικόνα της πλήρους πισίνας! Ο Ρουσέτος μας είπε πως Ιούλιο-Αύγουστο διοργανώνει εκδρομή από Καλοταρίτισσα για Σπαρτί – Χάλαρα – Ορυχεία και Αμμούδι, την οποία θα ήθελα πολύ να κάνω, αλλά ο Ιούνιος έχει και τα μειονεκτήματα του.
Κατεβήκαμε στο λιμανάκι της Γραμβούσας και βουρ για μπανάκι. Αράξαμε στο κέντρο της παραλίας ανάμεσα στα βράχια τα οποία μας έδιναν λίγη φυσική σκιά, αφού λόγω αέρα δεν μπορούσαμε να βάλουμε την ομπρελίτσα που είχαμε! Μόλις βούτηξα παρατήρησα κάτι που δεν το περίμενα, παρόλο που είχε κυματάκι τα νερά ήταν ιδιαίτερα ζεστά σε σχέση με κάθε άλλη παραλία του νησιού. Στο νησάκι είχαμε παρέα ένα άλλο ζευγάρι τον Άλκη μετά της συζύγου του, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα οργανωμένοι μπορώ να πω. Μείναμε στο νησάκι για ένα γεμάτο 3ώρο πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Επειδή δεν είχε κόσμο ο Ρουσέτος μου έδωσε το κινητό του, να τον πάρω ότι ώρα ήθελα να φύγουμε, κάνοντας την επίσκεψη μας ακόμη καλύτερη.
Επιστρέφοντας στην Καλοταρίτισσα λέγαμε για μία γρήγορη βουτιά, αλλά η ώρα είχε περάσει και θέλαμε να κάνουμε βόλτα στα Κατάπολα και το Ξυλοκερατίδι πριν δύσει ο ήλιος, γι’ αυτό και φύγαμε πίσω για Χώρα.
Ετοιμαστήκαμε κλασικά στα γρήγορα, μηχανάκι και κατηφόρα προς τη θάλασσα. Αρχίσαμε το περπάτημα στον δρόμο που ενώνει τα Κατάπολα με το Ξυλοκερατίδι και ξάφνου πέσαμε πάνω στο Σαμ τον πανέμορφο Σουηδό φίλο μου, ο οποίος πήρε μία έκφραση βλέποντας το Live View της SLR μηχανής μου την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ. Στο λιμανάκι του Ξυλοκερατιδίου πετύχαμε «βαπτίσια» ενός νέου καϊκιού κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ μας, είχε πλάκα για εμάς αλλά για τους παρευρισκόμενους ήταν πολύ σημαντική στιγμή. Περπατώντας καταλήξαμε στην ψαροταβέρνα Αλμυρίκι, είχε έρθει η ώρα για ψαρούκλα. Ο χώρος στο μαγαζί πολύ όμορφος μέσα στο λευκό με πολύ ωραίο απαλό φωτισμό, θέα τον οικισμό των Καταπόλων και το κύμα να σκάει στα πόδια σου. Την προτιμήσαμε από αυτή του Βιντζέντζου, η οποία ήταν άδεια και δεν μου γέμισε το μάτι από την πρώτη στιγμή που την είδα. Η παραγγελία: Χταπόδι στη σχάρα, το οποίο αν και κτψ ήταν πάρα πολύ νόστιμο, σαλάτα – πατάτες και ένα σαργό στα κάρβουνα φρεσκότατο. Από τα μειονεκτήματα του μαγαζιού είναι η έλλειψη αρκετών σερβιτόρων με αποτέλεσμα το service είναι σχετικά αργό, αλλά το φαγητό είναι περιποιημένο και νόστιμο, ενώ οι τιμές στο ίδιο μήκος κύματος με τα άλλα παρόμοια εστιατόρια. Στο τέλος μας κέρασαν λιαστό ροζέ κρασί Αμόργιον κρύο με ένα παγάκι, το οποίο κατενθουσίασε τη Δήμητρα μου.
Το βραδάκι μας βρήκε που αλλού στα σοκάκια της Χώρας για μία τελευταία βόλτα πριν πάμε για ύπνο, αφού είχαμε πιει τα κρασάκια μας στο πανέμορφο εστιατόριο έως σχετικά πιο αργά. Περνώντας από το «Βασιλικό» ο κ. Γιώργος μας κάθισε στα μαξιλάρια του μαγαζιού να μας κεράσει ψημένη επιμένοντας, και δεν μπορούσαμε να του χαλάσουμε χατίρι αφού μας είχε εξυπηρετήσει πλήρως! Δεν μείναμε πολύ η επόμενη ημέρα είχε εγερτήριο 04:50.
7η Μ έ ρ α:
Πέντε παρά τα ξημερώματα χτυπάει το ξυπνητήρι και σηκώνομαι γεμάτος ανυπομονησία. Αθλητική περιβολή, αντιανεμικό, διάφορα παρελκόμενα και ξεκινάει το περπάτημα. Σήμερα είχα αποφασίσει να περπατήσω την αρχαία οδό το μονοπάτι από τη Χώρα έως την Αιγιάλη με την καλύτερη συντροφιά, το ολόγιομο φεγγάρι να αστράφτει στην επιφάνεια της θάλασσας.
Η διαδρομή μου ξεκίνησε από το κεντρικό σοκάκι της Χώρας με κατεύθυνση προς τους Μύλους και από εκεί έντονη κατηφόρα προς τη Χοζοβιώτισσα. Πριν καν το καταλάβω έφτασα μπροστά στη Μονή και από εκεί θα ξεκινούσε το άγνωστο κομμάτι της διαδρομής μου. Το σκηνικό θύμιζε far-west: στενό ευδιάκριτο μονοπάτι, στα δεξιά ο γκρεμός και θάλασσα, μαύρη ακόμη αφού δεν είχε ούτε καν χαράξει, στα αριστερά ο γκρεμός του Προφ. Ηλία με τα βράχια του σχεδόν κάθετα να δημιουργούν μία φαντασμαγορική εικόνα. Περπατώντας έφτασα στην πρώτη διχάλα, πήρα το αριστερό μονοπάτι για την Παναγιά Θεοσκέπαστη, στην οποία έφτασα μετά από λίγο, πλην όμως το μονοπάτι ήταν σχετικά δύσκολο, δυσδιάκριτο και έντονα ανηφορικά σε πολλά σημεία, το ξωκλήσι όμως σε αποζημίωνε. Ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο μέσα στο βράχο που ήταν κυριολεκτικά η σκεπή του. Συνέχισα τη διαδρομή μου αφού είχε αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος και η ζέστη θα έκανε την εμφάνιση της. Μετά από αρκετό περπάτημα και αφού το μονοπάτι μου ενώθηκε με αυτό της δεξιάς επιλογής στη διχάλα, έφτασα στον οικισμό του Ασφοντιλίτη, στον οποίο είχε ταβερνάκι και δεν το ήξερα. Διέσχισα το εγκαταλελειμμένο χωριό και στάθηκα για 5 λεπτά στις διάσημες βραχογραφίες του χωριού, βγάζοντας τις απαραίτητες φωτογραφίες. Η διαδρομή από εκεί και πέρα δεν είχε κάτι το σπουδαίο πέρα από θέα στο απέραντο γαλάζιο έως ότου φτάσεις στον Ποταμό, ο οποίος είναι ακόμη ένα στολίδι για το νησί. Λευκό και διάφορα χρώματα σε γλάστρες και παράθυρα δημιουργούν το κλασικό και αξιολάτρευτο σκηνικό των Κυκλάδων, με τη φωτογραφική να έχει πάρει φωτιά.
Επιτελούς, μετά από 15 χλμ και 3 ώρες έφτασα στην Αιγιάλη αρκετά διψασμένος και τι άλλο πεινασμένος. Έτρεξα στο φούρνο να τσιμπήσω κάτι να μου κόψει την όρεξη και να δροσιστώ, κάνοντας μία ωραία κουβεντούλα με τον φούρναρη, ο οποίος με αποκάλεσε θεότρελο, γιατί άραγε!!! Η κοτόπιτα δεν μου έκανε τίποτα και επειδή είχε σχεδόν μία ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο για Χώρα πήγα για english breakfast στο Αμοργίς, με θέα τη θάλασσα.
Αφού έφτασα στη Χώρα έριξα ιδέα στη σύζυγο να μην πάμε ξανά στο Μαλτέζι, αλλά στην Αγ. Άννα αφού μας είχε αρέσει περισσότερο. Κατεβήκαμε στην παραλία, που ενώ φυσούσε τρελά είχε μία τρομερή ζέστη. Χωθήκαμε στα βράχια για λίγη σκιά και αφού βρήκα μία βολική στάση με πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά κάτι νιώθω να με ενοχλεί στην κοιλιά, ανοίγω τα μάτια και τι να δω, με περπατούσε μία σαύρα. Αρχίζω να βρίζω αλλά έφταιγα εγώ, αφού είχα σφάξει ένα καρπούζι νωρίτερα με αποτέλεσμα οι μυρωδιές και τα ζουμιά να την προσελκύσουν. Η θάλασσα φουρτουνιασμένη αλλά το σκηνικό σε αυτή την παραλία δεν ξέρω γιατί μου άρεσε πάρα πολύ, είχε αυτό το….. κάτι.
Το απογευματάκι μας βρήκε στην ψαροταβέρνα Ακρογιάλι στα Κατάπολα για ψαράκι. Οι επιλογές πολλές αλλά καταλήξαμε σε ένα φρεσκότατο φαγγρί 1,3 κιλά στη σχάρα συνοδεία σαλάτας αλμυρίκι και μία χωριάτικη να τσιμπάμε μέχρι να έρθει η ψαρούκλα. Προειδοποίηση στους απανταχού ψωμολάγνους πως στη συγκεκριμένη ταβέρνα το ψωμί είναι θεϊκό (χωριάτικο με προζύμι), αλλά ταυτόχρονα πολύ χορταστικό, οπότε αν έχετε παραγγείλει κάτι πολύ καλό όπως εμείς κάντε υπομονή το ψάρι δεν αργεί να έρθει και σταματήστε τις αμέτρητες βούτες στη χωριάτικη, αλλιώς ξαφνικά λες …..χόρτασα!!! Τέλος πάντων εμείς την ξεκοκαλίσαμε την ψαρούκλα και ήταν πεντανόστιμη.
Ως προειδοποίηση για τις πολύ ακριβές τιμές του Αμόργιον με τα παραδοσιακά προϊόντα θα αναφέρω ενδεικτικά πως έχει μία σειρά ντόπιων κρασιών μεταξύ των οποίων ένα ημίξηρο ροζέ σε τιμή 2€ περισσότερα από το διπλανό Super Market! Εσύ αποφασίζεις…..
Το βραδάκι με βρήκε να ετοιμάζομαι με τα χίλια και να τρέξω στην Λόζα, όπου θα γίνονταν αναβίωση του εθίμου του Κλείδωνα. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και γύρω στις 20:00 άρχισε το έθιμο, το οποίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από πυροβασίες από μικρά παιδιά. Ακριβώς μπροστά στον αστυνομικό σταθμό άναβαν ένα – ένα τα ξερά πλέον θυμάρια και οι νεαροί άλτες έτρεχαν πάνω από τις φλόγες, οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν ιδιαίτερα μεγάλες! Ακολουθούσε τι άλλο λαϊκό νησιώτικο γλέντι με σουβλάκια.
Μόλις ήρθε η Δήμητρα μου αφού ήταν η τελευταία μας βραδιά στο υπέροχο αυτό νησί κάναμε μία φωτοβόλτα για ακόμη περισσότερες όμορφες φωτογραφίες. Αργότερα, πήγαμε εκ νέου στη Λόζα και συναντήσαμε το ζευγάρι που είχαμε γνωριστεί στη Γραμβούσα για να πιούμε μαζί παγωμένη ψημένη συνοδεία νησιώτικης μουσικής. Πριν γυρίσουμε σπίτι πήγαμε στη Botiglia για ένα τελευταίο ποτάκι με τα παιδιά. Εκεί σου συμβαίνει κάτι που δεν το πιστεύεις: Η σερβιτόρα θυμόταν τι είχαμε πιει και οι τέσσερις στην προηγούμενη επίσκεψη μας λες και ήταν χθες αφήνοντας μας άφωνους. Δυστυχώς έπρεπε να γυρίσουμε στο δωμάτιο με πικρία….
8η Μ έ ρ α:
Τελευταία μέρα στο νησί και δεν έχασα την ευκαιρία για μία τελευταία εξερεύνηση. Καβάλησα το μηχανάκι και κατευθύνθηκα προς την Αρχαία Μινώα. Δυστυχώς ο χώρος ήταν ανεκμετάλλευτος και απεριποίητος. Μπήκα εύκολα μέσα αφού η περίφραξη ούτε καν υποτυπώδης δεν ήταν για να θαυμάσω έστω την τέχνη των προγόνων μας. Θεμέλια από οικίες και κτίσματα και ένα μέρος κλασικού αγάλματος. Μην έχοντας τρομερό ενδιαφέρον έφυγα και πήγα στο ρωμαϊκό νεκροταφείο πάνω από την παραλία Κάτω Ακρωτήρι στα Κατάπολα. Επίσης τίποτε το αξιόλογο η δε παραλία απλά συμπαθητική, εγώ προσωπικά δεν θα την επισκεπτόμουν ούτε με σπασμένο πόδι!
Έχοντας χρόνο μου πέρασε μία τρέλα από το μυαλό και την πραγματοποίησα. Πήγα με τα πόδια από το Ξυλοκερατίδι έως τις Πλάκες. Ξεκίνησα παίρνοντας το μονοπάτι για το φάρο και μόλις έφτασα σε ένα φαράγγι άρχισα να το κατεβαίνω. Σκέτη τρέλα σε πολλά σημεία η κατάβαση ήταν αρκετά επικίνδυνη αλλά με έτρωγε να πάω. Μόλις φτάνω κάτω διαπιστώνω πως είχα κάνει λάθος και εκεί που κατέβηκα δεν ήταν τίποτε άλλο από μία βρώμικη παραλία χωρίς όνομα, αλλά σηκώνοντας το κεφάλι μου είδα τις Πλάκες στο δεξί μου χέρι. Έφτασα στις Πλάκες σχετικά εύκολα, τα πέταξα όλα και έπεσα για ένα τελευταίο μπανάκι. Τα νερά ήταν κρύα αλλά η επιθυμία μου με έκανε να το ξεχνάω. Η τοποθεσία τρομερή, με λεία βράχια τέλεια για βουτιές και ηλιοθεραπεία. Προσωπικά θα πήγαινα πρώτα Μαλτέζι και μετά κατά τις 16:00 Πλάκες για βουτιές! Ο γυρισμός κάπως πιο εύκολος ξέροντας που πηγαίνω. Αφού έφτασα στο μηχανάκι παρατήρησα μέσα στη θάλασσα λίγο μετά τον Αγ. Παντελεήμονα ένα άγαλμα, ωραία πινελιά….
Δωμάτιο, μπάνιο και συμμάζεμα των αποσκευών. Πριν πάρουμε την κατηφόρα για το λιμάνι πήγαμε για φωτογραφίες στους μύλους με θέα τη Χώρα και μετά για πρωινό στο καφέ Γιασεμί, με την ωραία ταράτσα. Οι επιλογές πάρα πολλές και εμείς φάγαμε λίγο από όλα: Αυγά μάτια, ομελέτα και τρομερές μπρουσκέτες με μέλι και ντόπιο τυρί! Οι τιμές σχετικά καλές και πιο φτηνές από το Αμοργίς στην Αιγιάλη, η δε θέα προς τους ανεμόμυλους σου δημιουργούσε ήδη νοσταλγία για μία εικόνα που θα είχες για πάντα μέσα στο μυαλό σου.
Κλασικό σούπερ φόρτωμα και φτάσαμε στο λιμάνι περιμένοντας το Highspeed 4 να μας επιστρέψει στη βάση, είχε έρθει η ώρα για το γάμο. Άλλη μία σούπερ περιπλάνηση στις αγαπημένες μας Κυκλάδες είχε τελειώσει, αλλά όπως στο τέλος κάθε ταξιδιού ετοιμάζουμε τι άλλο το επόμενο….
Συνοψίζοντας:
Να πας αν σου αρέσουν:
- οι μη οργανωμένες παραλίες με βότσαλο ή άμμο και καταγάλανα διαυγή νερά.
- οι γραφικοί ορεινοί οικισμοί.
- οι χαλαρές νύχτες για καλό φαγητό και ποτάκι.
- η πεζοπορία και η ορειβασία.
Να μην πας αν ψάχνεις:
- beach bars με πάρτυ και δυνατή μουσική.
- οργανωμένες παραλίες με άμμο, ξαπλώστρες και water sports.
- ξεφάντωμα μέχρι αργά σε κλαμπ και μπαράκια μέχρι πρωίας.
- σε ενοχλούν τα πολύωρα ταξίδια με καράβι.
Θα ξαναέκανα:
- πεζοπορία με αποκορύφωμα το Χώρα à Αιγιάλη.
- καραβάκι για Νικουριά και Γραμβούσα.
- ποτό στη Botiglia και το Maestro.
- πρωινό στο Αμοργίς – ψαράκι στο Ακρογιάλι.
- προσκύνημα στη Χοζοβιώτισσα.
- μπάνιο σε Αγ. Άννα και Μούρο.
Δεν θα ξαναέκανα:
- δεν θα αγόραζα προϊόντα από το Αμόργιον τα οποία εν τέλει αποδείχτηκαν υπερεκτιμημένα και πανάκριβα.
Τι δεν πρόλαβα:
- μπάνιο στις Πλάκες, στα Παραδείσια, στη Μικρή Βλυχάδα και στο Αμμούδι.
- καραβάκι από Καλοταρίτισσα για Σπαρτί – Χάλαρα και Μεταλλεία.
- φαγητό στο ΤρανζιστοΡάκι με την τρομερή περατζάδα.
- φαγητό στο Λιμανάκι της Κυρά Κατίνας, όντας ψαρολάγνοι.
- φαγητό στου Γεωργαλίνη στου Βρούτση για την σούπερ μπριζόλα.
- ποτάκι στο Σελάδι και Ρακέζο στα Θολάρια.
- ποτάκι στο 3πορτο στη Χώρα.
- ημερήσια εκδρομή σε Κουφονήσι ή Δονούσα να θυμηθώ προηγούμενα ταξίδια.
- κάποιο από τα μεγάλα πανηγύρια Ιουλίου – Αυγούστου.
Last edited: