Gin Tonic
Member
- Μηνύματα
- 24
- Likes
- 97
- Επόμενο Ταξίδι
- Ψήνεται
- Ταξίδι-Όνειρο
- Λατινική Αμερική
Ξεκίνησα να γράφω για τις Μικρές ταξιδιωτικές ιστορίες του galat.
Δεν άντεξα όμως και πρόσθεσα κάποιες πληροφορίες που δεν μου πήγαινε καρδιά να κόψω. Τελειώνοντας, δεν είχα τύψεις για το βασανιστήριο που θα υποστεί όποιος το διαβάσει. Στο κάτω κάτω κάτι μπορεί να αποκομίσει.
Ήμουνα πολύ τυχερός. Επισκέφτηκα πριν πολλά χρόνια τη Λισαβόνα, ένα χρόνο αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του José Saramago Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρεις. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα πέθανε το 1935, τσακισμένος από το ποτό (κίρρωση του ήπατος) παίρνοντας μαζί του τους «ετερώνυμούς» του: έτσι αποκαλούσε τα φανταστικά πρόσωπα που ο ίδιος είχε πλάσει, με ξεχωριστή βιογραφία και ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, ώστε να υπογράφει με το όνομά τους διαφορετικά τμήματα του έργου του.Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν τα γραπτά του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις,γιατρός και ποιητής, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα (έλεγε: Η Ζωή είναι να είσαι άλλος)
Όμως ένα από αυτά τα πλάσματα της φαντασίας, ο γιατρός και ποιητής Ρικάρντο Ρέις, φαίνεται να επιβίωσε του δημιουργού του, όπως τουλάχιστον αφηγείται εδώ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Επιστρέφοντας από τη Βραζιλία, ο Ρέις περιπλανιέται στην υποβλητική Λισαβόνα του 1936, που κατακλύζεται από τα μηνύματα του ισπανικού εμφύλιου, του φασιστικού θριάμβου και του επικείμενου πολέμου στην Ευρώπη. Ερωτεύεται γυναίκες με σάρκα και οστά, αλλά συναντά επίσης το φάντασμα του Πεσσόα και συνομιλεί μαζί του για την τέχνη της μυθοπλασίας και της ζωής. Σε τέτοιες συνθήκες, όπως λέει ο Σαραμάγκου, είναι φρόνιμο να διατηρεί κανείς τις αμφιβολίες του για τον πραγματικό κόσμο.
Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις είναι ένα μεγάλο, κλασικό μυθιστόρημα με λεπτομέρειες και διαλόγους, με δρόμους, πλατείες, αγάλματα, γείτονες και περαστικούς, με γεύματα, δωμάτια ξενοδοχείου και στρώματα ομίχλης - μια ολόκληρη «πραγματικότητα» χτισμένη με τόση φροντίδα, που το 1936 φαντάζει πιο κοντινό, και σίγουρα πιο στέρεο, από τη δεκαετία του '90. Ο Πεσσόα και ο Ρέις, ο ένας νεκρός κι ο άλλος επινοημένος, ζουν ήδη πάνω από μισό αιώνα κι ακόμη και τα φαντάσματά τους φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πυκνότητα από τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Φτάνοντας στη Λισαβόνα είχα λησμονήσει το βιβλίο, μου είχαν μείνει λίγα θολά πράγματα στο μυαλό και απλά θυμόμουν ότι σε στιγμές το καταριόμουν και περίμενα με υπομονή να ξεκολλήσει ο παππούλης από τις αναφορές δρόμων-πλατειών-τοποθεσιών που δεν ήξερα. Πάντως μου είχε κάνει ζωηρή εντύπωση. (Ο αγαπημένος μου παππούλης τα τίναξε το 2010.)
Από τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού άρχισα να μιλάω για το βιβλίο. Εικόνες ανακατωμένες, αχνές, που προσπαθούσα να τις περιγράψω- θυμόμουν – αντιγράφω
στο μεταξύ έπαψε η μπόρα κι έκλεισαν οι ομπρέλες σαν ένα σμήνος κουρνιασμένα πουλιά που τίναξαν λιγάκι τα φτερά τους πριν τη νυχτερινή ανάπαυση –
χωρίς συνοχή και νόημα κάνοντας τη συντρόφισσα να ψιθυρίζει –το είχε που το είχε λίγο, να τώρα το έχασε τελείως-
Άρχισε όμως να κλονίζεται όταν είπα- πάμε στην πλατεία Rossio να δούμε το ρολόι, εκεί έκανε πρωτοχρονιά ο Ρικ.
όλος ο κόσμος περιμένει με τη μύτη σηκωμένη στον αέρα, με τα μάτια καρφωμένα στην κιτρινωπή επιφάνεια του ρολογιού [...] και επιτέλους ο δείκτης των λεπτών καλύπτει το δείκτη των ωρών, είναι μεσάνυχτα, είναι η χαρά της απελευθέρωσης, για ένα μικρό λεπτό ο χρόνος αμόλησε τους ανθρώπους, τους άφησε ελεύθερους, ίσα που τους παρακολουθεί από μακριά, ειρωνικός, φιλάνθρωπος, και δώστου αυτοί φιλιούνται, γνωστοί και άγνωστοι, φιλιούνται γυναίκες και άντρες με όποιον λάχει, κι αυτά είναι τα καλύτερα φιλιά, τα φιλιά που δεν έχουν μέλλον.
Περπατώντας στους δρόμους της πόλης συχνά πυκνά αισθανόμουν κάτι το αδιόρατο, κάτι μου έλειπε, κάτι σαν ντε ζα βού. Μου ερχόντουσαν στο μυαλό ονόματα όπως ο Αδάμάστορας, Καταρίνα, ονόματα από δρόμους και πλατείες, μέχρι που άρχισα να αναγνωρίζω στο χάρτη περιοχές που δεν είχαμε επισκεφτεί.
Παραδομένος στην τρικυμία του κρανίου μου, άρχισα να αναζητώ το σπίτι όπου έμενε ο Ρικάρντο Ρεις στο βιβλίο. Θυμόμουν ότι βρισκόταν σε μια πλατεία όπου λιαζόταν σε κάτι παγκάκια με κάτι γέρους και στο οποίο το βράδυ τον επισκεπτόταν ο δημιουργός του Φερνάντο Πεσσόα. Α, έπαιρνε μέρος και ένα αμόρε. Πως τη λέγανε... Όλα θολά, συγκεχυμένα, μπερδεμένα και το μόνο που θυμόμουν στα σίγουρα ήταν ότι στην πλατεία αυτή υπήρχε ένα άγαλμα. Του Αδαμάστορα; Τι είναι αυτό; Δεν θυμόμουν. Σύγχυση. Η συντρόφισσα απλά με ανεχόταν στην αρχή, όμως σιγά σιγά άρχισε κι αυτή να υποκύπτει, συμμετέχοντας στην εμμονή μου. (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς).
Στην επίσκεψή μας στο Mosteiro dos Jeronimos στο Belem, λίγο έξω από τη Λισαβόνα είχε έκθεση για τον «Όμηρο» της Πορτογαλίας τον εθνικό τους ποιητή Luís de Camões, του οποίου πρωταγωνιστής είναι ο Αδαμάστορας, ένας από τους γίγαντες της ελληνικής μυθολογίας. Εκτός από την Οδύσσεια και την Αινειάδα εμφανίζεται και στους Os Lusíadas (1572) του Camões, μεταμορφωμένος σε Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, σε ζωντανό βράχο, που απειλεί το στόλο του Vasco de Gamma καθώς ετοιμάζεται να διεισδύσει στο υδάτινο βασίλειο του.
Στο μοναστήρι αυτό είναι θαμμένοι και ο Luís de Camões μαζί με τον Vasco de Gamma αλλά και ο Fernando Pessoa.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρήκα το σπίτι που θυμόμουν συγκεχυμένα από το βιβλίο. Επισκεφτήκαμε το miradouro De Santa Catarina. Στη Λισαβόνα χαριτολογώντας λέγαμε ότι κάναμε miradouring. Καθημερινά πηγαίναμε σε αυτά τα παρατηρητήρια που υπάρχουν σκόρπια στους λόφους της πόλης για καφέ, τη θέα, ποτό. Ανεβήκαμε στην περιοχή του Bairo Alto με τον ανελκυστήρα Bica
και κατάκοποι από όλη την ημέρα κάτσαμε σε ένα πεζούλι.
Είχε νεαρόκοσμο που καθόταν στον ήλιο και έπινε καφέ-ποτό από μια καντίνα. Η πλατεία δεν ήταν πολύ μεγάλη αλλά είχε φοβερή θέα στην πόλη και στο σημείο που ο ποταμός Τάγος συναντά τον Ατλαντικό. Η συντρόφισσα, είδε ένα άγαλμα στη πλατεία και πήγε να δει τι είναι. Το έκπληκτο χαμόγελο της, έλεγε τα πάντα. Αυτός ήταν. Ο Αδαμάστορας.
Ένας πελώριος ογκόλιθος, χονδροειδώς λαξευμένος, που από μακριά μοιάζει με απλή προεξοχή του βράχου
Πίσω από την πλατεία, το κτίριο που σήμερα στεγάζει τις υπηρεσίες του ΕΟΦ της Πορτογαλίας και το μουσείο φαρμάκων έγινε στο μυαλό μου αυθαίρετα το σπίτι που περιγράφει ο Saramago στο βιβλίο, δίνοντας τέλος στην αναζήτησή μας.
Καταχαρήκαμε, συγκινηθήκαμε. Με οδηγό ένα βιβλίο που το μυθιστορηματικό πρόσωπο, ένα πλάσμα φαντασίας συναντάει τον νεκρό δημιουργό του, εγώ γνώρισα τη Λισαβόνα πριν καν την επισκεφτώ.
Το γιορτάσαμε με 3-4 πορτάκια ο καθένας και σε κατάσταση ευφορίας ακούγαμε μια μικρούλα Ελληνίδα να πηγαίνει πάνω κάτω στην πλατεία φωνάζοντας στο κινητό:
Καλέ, εδώ είναι γαμάτα... σαν τη Μαβίλη...
Δεν άντεξα όμως και πρόσθεσα κάποιες πληροφορίες που δεν μου πήγαινε καρδιά να κόψω. Τελειώνοντας, δεν είχα τύψεις για το βασανιστήριο που θα υποστεί όποιος το διαβάσει. Στο κάτω κάτω κάτι μπορεί να αποκομίσει.
Ήμουνα πολύ τυχερός. Επισκέφτηκα πριν πολλά χρόνια τη Λισαβόνα, ένα χρόνο αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του José Saramago Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρεις. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα πέθανε το 1935, τσακισμένος από το ποτό (κίρρωση του ήπατος) παίρνοντας μαζί του τους «ετερώνυμούς» του: έτσι αποκαλούσε τα φανταστικά πρόσωπα που ο ίδιος είχε πλάσει, με ξεχωριστή βιογραφία και ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, ώστε να υπογράφει με το όνομά τους διαφορετικά τμήματα του έργου του.Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν τα γραπτά του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις,γιατρός και ποιητής, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα (έλεγε: Η Ζωή είναι να είσαι άλλος)
Όμως ένα από αυτά τα πλάσματα της φαντασίας, ο γιατρός και ποιητής Ρικάρντο Ρέις, φαίνεται να επιβίωσε του δημιουργού του, όπως τουλάχιστον αφηγείται εδώ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Επιστρέφοντας από τη Βραζιλία, ο Ρέις περιπλανιέται στην υποβλητική Λισαβόνα του 1936, που κατακλύζεται από τα μηνύματα του ισπανικού εμφύλιου, του φασιστικού θριάμβου και του επικείμενου πολέμου στην Ευρώπη. Ερωτεύεται γυναίκες με σάρκα και οστά, αλλά συναντά επίσης το φάντασμα του Πεσσόα και συνομιλεί μαζί του για την τέχνη της μυθοπλασίας και της ζωής. Σε τέτοιες συνθήκες, όπως λέει ο Σαραμάγκου, είναι φρόνιμο να διατηρεί κανείς τις αμφιβολίες του για τον πραγματικό κόσμο.
Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις είναι ένα μεγάλο, κλασικό μυθιστόρημα με λεπτομέρειες και διαλόγους, με δρόμους, πλατείες, αγάλματα, γείτονες και περαστικούς, με γεύματα, δωμάτια ξενοδοχείου και στρώματα ομίχλης - μια ολόκληρη «πραγματικότητα» χτισμένη με τόση φροντίδα, που το 1936 φαντάζει πιο κοντινό, και σίγουρα πιο στέρεο, από τη δεκαετία του '90. Ο Πεσσόα και ο Ρέις, ο ένας νεκρός κι ο άλλος επινοημένος, ζουν ήδη πάνω από μισό αιώνα κι ακόμη και τα φαντάσματά τους φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πυκνότητα από τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Φτάνοντας στη Λισαβόνα είχα λησμονήσει το βιβλίο, μου είχαν μείνει λίγα θολά πράγματα στο μυαλό και απλά θυμόμουν ότι σε στιγμές το καταριόμουν και περίμενα με υπομονή να ξεκολλήσει ο παππούλης από τις αναφορές δρόμων-πλατειών-τοποθεσιών που δεν ήξερα. Πάντως μου είχε κάνει ζωηρή εντύπωση. (Ο αγαπημένος μου παππούλης τα τίναξε το 2010.)
Από τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού άρχισα να μιλάω για το βιβλίο. Εικόνες ανακατωμένες, αχνές, που προσπαθούσα να τις περιγράψω- θυμόμουν – αντιγράφω
στο μεταξύ έπαψε η μπόρα κι έκλεισαν οι ομπρέλες σαν ένα σμήνος κουρνιασμένα πουλιά που τίναξαν λιγάκι τα φτερά τους πριν τη νυχτερινή ανάπαυση –
χωρίς συνοχή και νόημα κάνοντας τη συντρόφισσα να ψιθυρίζει –το είχε που το είχε λίγο, να τώρα το έχασε τελείως-
Άρχισε όμως να κλονίζεται όταν είπα- πάμε στην πλατεία Rossio να δούμε το ρολόι, εκεί έκανε πρωτοχρονιά ο Ρικ.
όλος ο κόσμος περιμένει με τη μύτη σηκωμένη στον αέρα, με τα μάτια καρφωμένα στην κιτρινωπή επιφάνεια του ρολογιού [...] και επιτέλους ο δείκτης των λεπτών καλύπτει το δείκτη των ωρών, είναι μεσάνυχτα, είναι η χαρά της απελευθέρωσης, για ένα μικρό λεπτό ο χρόνος αμόλησε τους ανθρώπους, τους άφησε ελεύθερους, ίσα που τους παρακολουθεί από μακριά, ειρωνικός, φιλάνθρωπος, και δώστου αυτοί φιλιούνται, γνωστοί και άγνωστοι, φιλιούνται γυναίκες και άντρες με όποιον λάχει, κι αυτά είναι τα καλύτερα φιλιά, τα φιλιά που δεν έχουν μέλλον.
Περπατώντας στους δρόμους της πόλης συχνά πυκνά αισθανόμουν κάτι το αδιόρατο, κάτι μου έλειπε, κάτι σαν ντε ζα βού. Μου ερχόντουσαν στο μυαλό ονόματα όπως ο Αδάμάστορας, Καταρίνα, ονόματα από δρόμους και πλατείες, μέχρι που άρχισα να αναγνωρίζω στο χάρτη περιοχές που δεν είχαμε επισκεφτεί.
Παραδομένος στην τρικυμία του κρανίου μου, άρχισα να αναζητώ το σπίτι όπου έμενε ο Ρικάρντο Ρεις στο βιβλίο. Θυμόμουν ότι βρισκόταν σε μια πλατεία όπου λιαζόταν σε κάτι παγκάκια με κάτι γέρους και στο οποίο το βράδυ τον επισκεπτόταν ο δημιουργός του Φερνάντο Πεσσόα. Α, έπαιρνε μέρος και ένα αμόρε. Πως τη λέγανε... Όλα θολά, συγκεχυμένα, μπερδεμένα και το μόνο που θυμόμουν στα σίγουρα ήταν ότι στην πλατεία αυτή υπήρχε ένα άγαλμα. Του Αδαμάστορα; Τι είναι αυτό; Δεν θυμόμουν. Σύγχυση. Η συντρόφισσα απλά με ανεχόταν στην αρχή, όμως σιγά σιγά άρχισε κι αυτή να υποκύπτει, συμμετέχοντας στην εμμονή μου. (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς).
Στην επίσκεψή μας στο Mosteiro dos Jeronimos στο Belem, λίγο έξω από τη Λισαβόνα είχε έκθεση για τον «Όμηρο» της Πορτογαλίας τον εθνικό τους ποιητή Luís de Camões, του οποίου πρωταγωνιστής είναι ο Αδαμάστορας, ένας από τους γίγαντες της ελληνικής μυθολογίας. Εκτός από την Οδύσσεια και την Αινειάδα εμφανίζεται και στους Os Lusíadas (1572) του Camões, μεταμορφωμένος σε Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, σε ζωντανό βράχο, που απειλεί το στόλο του Vasco de Gamma καθώς ετοιμάζεται να διεισδύσει στο υδάτινο βασίλειο του.
Στο μοναστήρι αυτό είναι θαμμένοι και ο Luís de Camões μαζί με τον Vasco de Gamma αλλά και ο Fernando Pessoa.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρήκα το σπίτι που θυμόμουν συγκεχυμένα από το βιβλίο. Επισκεφτήκαμε το miradouro De Santa Catarina. Στη Λισαβόνα χαριτολογώντας λέγαμε ότι κάναμε miradouring. Καθημερινά πηγαίναμε σε αυτά τα παρατηρητήρια που υπάρχουν σκόρπια στους λόφους της πόλης για καφέ, τη θέα, ποτό. Ανεβήκαμε στην περιοχή του Bairo Alto με τον ανελκυστήρα Bica
και κατάκοποι από όλη την ημέρα κάτσαμε σε ένα πεζούλι.
Είχε νεαρόκοσμο που καθόταν στον ήλιο και έπινε καφέ-ποτό από μια καντίνα. Η πλατεία δεν ήταν πολύ μεγάλη αλλά είχε φοβερή θέα στην πόλη και στο σημείο που ο ποταμός Τάγος συναντά τον Ατλαντικό. Η συντρόφισσα, είδε ένα άγαλμα στη πλατεία και πήγε να δει τι είναι. Το έκπληκτο χαμόγελο της, έλεγε τα πάντα. Αυτός ήταν. Ο Αδαμάστορας.
Ένας πελώριος ογκόλιθος, χονδροειδώς λαξευμένος, που από μακριά μοιάζει με απλή προεξοχή του βράχου
Πίσω από την πλατεία, το κτίριο που σήμερα στεγάζει τις υπηρεσίες του ΕΟΦ της Πορτογαλίας και το μουσείο φαρμάκων έγινε στο μυαλό μου αυθαίρετα το σπίτι που περιγράφει ο Saramago στο βιβλίο, δίνοντας τέλος στην αναζήτησή μας.
Καταχαρήκαμε, συγκινηθήκαμε. Με οδηγό ένα βιβλίο που το μυθιστορηματικό πρόσωπο, ένα πλάσμα φαντασίας συναντάει τον νεκρό δημιουργό του, εγώ γνώρισα τη Λισαβόνα πριν καν την επισκεφτώ.
Το γιορτάσαμε με 3-4 πορτάκια ο καθένας και σε κατάσταση ευφορίας ακούγαμε μια μικρούλα Ελληνίδα να πηγαίνει πάνω κάτω στην πλατεία φωνάζοντας στο κινητό:
Καλέ, εδώ είναι γαμάτα... σαν τη Μαβίλη...
Last edited: