Περιεχόμενα
Η αφορμή γι αυτό το ταξίδι που έκανα τον Απρίλη του 2006, μοιάζει με παραμύθι… ένα παραμύθι που ξεκίνησε πριν από 100 περίπου χρόνια…
Την νύχτα της 6ης προς 7η Φεβρουαρίου 1906, ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο (Οινουσσιώτη πλοιοκτήτη), το «Αγγελική», με φορτίο οικοδομικά υλικά (τούβλα, κεραμίδια, κα), έπλεε από την Μασσαλία με προορισμό τη Κωνσταντινούπολη. Το ταξίδι αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο του. Συνάντησε ισχυρή θύελλα λίγο έξω από την Seccagrande (μεγάλη ύφαλος/ξέρα), το επίνειο της πόλης Ριμπέρα, που είναι πλησίον του Ακράγαντος (Agrigento) της νοτίου Σικελίας. Σε απόσταση μικρότερη από εκατό μέτρα από την ακτή, το πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο και το «Αγγελική» βυθίστηκε αύτανδρο παρασύροντας στον υγρό του τάφο και τους δέκα ναυτικούς, όλους συγγενείς μέλη Οινουσσιώτικης οικογένειας – τρία αδέλφια με τα παιδιά τους και έναν ξάδελφό τους. Μετά από μέρες η θάλασσα εξέβρασε τα σώματα τριών ανδρών. Τα δύο αναγνωρίστηκαν και ενταφιάστηκαν από τους Σικελούς στο κοιμητήριο της Ριμπέρας, μαζί με το τρίτο που δεν αναγνωρίστηκε.
Ο καιρός κυλούσε, μέχρι που ένας εξαίρετος επιστήμονας, γιατρός και ενάλιος αρχαιολόγος από την Ριμπέρα, στηριζόμενος στις αφηγήσεις των γεροντοτέρων, καθώς και σε στοιχεία που είχε επιμελώς συλλέξει, ανακάλυψε το 1992, το ναυάγιο του «Αγγελική» στο βυθό της θάλασσας. Το 1996 ο ίδιος ο γιατρός φρόντισε να φτιαχτεί στην Ριμπέρα το μνημείο των απολεσθέντων ναυτικών, μία σύνθεση αποτελούμενη από τις δύο άγκυρες του καραβιού τοποθετημένες χιαστί και από μέρος του φορτίου (τούβλα) του «Αγγελική», με μπρούτζινη επιγραφή η οποία γράφει: «Στους ναυτικούς του «Αγγελική» και σ’ όλους τους απολεσθέντες ναυτικούς». Ο τραγικός θάνατος των Ελλήνων ναυτικών γέννησε το 1996 μια ευτυχή εξέλιξη: την αδελφοποίηση των δύο δήμων, των Οινουσσών και της Ριμπέρας.
Πέρασαν άλλα 10 χρόνια και το 2006 με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από το ναυάγιο, οι δύο δήμοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν εκδηλώσεις, με απώτερο στόχο τη διατήρηση και βελτίωση της αδελφικής σχέσης. Έτσι λοιπόν τον Απρίλη, ο Δήμαρχος Οινουσσών με μια αντιπροσωπεία μελών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της περιφέρειας βορείου Αιγαίου, εκπαιδευτικούς και άλλους τοπικούς παράγοντες, επισκεφτήκαμε την Ριμπέρα.
Ταξιδέψαμε μέσω Ρώμης για το Παλέρμο, όπου μας περίμενε ένας έλληνας δημότης της Ριμπέρας με πούλμαν, για να μας συνοδεύσει μέχρι εκεί, μιας και είναι 2 ώρες μακριά. Η πρώτη εκδήλωση που είχαν ετοιμάσει για εμάς, πραγματοποιήθηκε αμέσως μόλις φτάσαμε, σε κέντρο της περιοχής, όπου τα μέλη της λέσχης των Λάιονς είχαν ετοιμάσει επίσημο δείπνο. Ένα καλωσόρισμα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Αν και φτάσαμε πολύ αργά το βράδυ λόγω καθυστέρησης της πτήσεως, αν και οι Σικελοί μας περίμεναν νηστικοί στο κέντρο πάνω από 2 ώρες, μόλις έφτασε το πούλμαν «παρατάχθησαν» όλοι δεξιά και αριστερά και έφτιαξαν έναν διάδρομο όπου περάσαμε ανάμεσά τους και μας χαιρέτισαν με μεγάλη εγκαρδιότητα καλοσωρίζοντάς μας στα ελληνικά. Αμέσως δε μόλις τακτοποιηθήκαμε στα τραπέζια μας η ορχήστρα τους έπαιξε τον εθνικό μας ύμνο. Ακολούθησαν οι απαραίτητοι χαιρετισμοί των δύο δημάρχων και μετά γλεντήσαμε για αρκετές ώρες με μουσική και χορούς σικελιάνικους αλλά και ελληνικούς.. Ζεστός λαός, χαρούμενος, εκδηλωτικός και αυθόρμητος, μας μετέδωσαν, αν και ήμασταν κουρασμένοι από το πολύωρο ταξίδι πολύ κέφι και μας παρέσυραν σε σισιλιάνικους ρυθμούς με μπόλικο τοπικό κρασί και νοστιμότατα φαγητά. (Αλησμόνητα θα μου μείνουν τα ριζότο τους). Συγκίνηση μας προκάλεσε η παρουσία ενός υπερήλικα της Ριμπέρα, ο οποίος ως στρατιώτης κατοχής είχε βρεθεί στη Σάμο το 1940. Χάρη στη συνδρομή του σώθηκε από την πείνα μια οικογένεια, η οποία μέχρι σήμερα του χρωστάει ευγνωμοσύνη. Ο γεράκος αυτός δεν σταμάτησε όλο το βράδυ να κλαίει από χαρά και να μας αγκαλιάζει, να τραγουδάει Θεοδωράκη και να παίζει ελληνικούς σκοπούς με μια φλογέρα… Έτσι έκλεισε η πρώτη ημέρα του ταξιδιού μας…
Την νύχτα της 6ης προς 7η Φεβρουαρίου 1906, ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο (Οινουσσιώτη πλοιοκτήτη), το «Αγγελική», με φορτίο οικοδομικά υλικά (τούβλα, κεραμίδια, κα), έπλεε από την Μασσαλία με προορισμό τη Κωνσταντινούπολη. Το ταξίδι αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο του. Συνάντησε ισχυρή θύελλα λίγο έξω από την Seccagrande (μεγάλη ύφαλος/ξέρα), το επίνειο της πόλης Ριμπέρα, που είναι πλησίον του Ακράγαντος (Agrigento) της νοτίου Σικελίας. Σε απόσταση μικρότερη από εκατό μέτρα από την ακτή, το πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο και το «Αγγελική» βυθίστηκε αύτανδρο παρασύροντας στον υγρό του τάφο και τους δέκα ναυτικούς, όλους συγγενείς μέλη Οινουσσιώτικης οικογένειας – τρία αδέλφια με τα παιδιά τους και έναν ξάδελφό τους. Μετά από μέρες η θάλασσα εξέβρασε τα σώματα τριών ανδρών. Τα δύο αναγνωρίστηκαν και ενταφιάστηκαν από τους Σικελούς στο κοιμητήριο της Ριμπέρας, μαζί με το τρίτο που δεν αναγνωρίστηκε.
Ο καιρός κυλούσε, μέχρι που ένας εξαίρετος επιστήμονας, γιατρός και ενάλιος αρχαιολόγος από την Ριμπέρα, στηριζόμενος στις αφηγήσεις των γεροντοτέρων, καθώς και σε στοιχεία που είχε επιμελώς συλλέξει, ανακάλυψε το 1992, το ναυάγιο του «Αγγελική» στο βυθό της θάλασσας. Το 1996 ο ίδιος ο γιατρός φρόντισε να φτιαχτεί στην Ριμπέρα το μνημείο των απολεσθέντων ναυτικών, μία σύνθεση αποτελούμενη από τις δύο άγκυρες του καραβιού τοποθετημένες χιαστί και από μέρος του φορτίου (τούβλα) του «Αγγελική», με μπρούτζινη επιγραφή η οποία γράφει: «Στους ναυτικούς του «Αγγελική» και σ’ όλους τους απολεσθέντες ναυτικούς». Ο τραγικός θάνατος των Ελλήνων ναυτικών γέννησε το 1996 μια ευτυχή εξέλιξη: την αδελφοποίηση των δύο δήμων, των Οινουσσών και της Ριμπέρας.
Πέρασαν άλλα 10 χρόνια και το 2006 με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από το ναυάγιο, οι δύο δήμοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν εκδηλώσεις, με απώτερο στόχο τη διατήρηση και βελτίωση της αδελφικής σχέσης. Έτσι λοιπόν τον Απρίλη, ο Δήμαρχος Οινουσσών με μια αντιπροσωπεία μελών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της περιφέρειας βορείου Αιγαίου, εκπαιδευτικούς και άλλους τοπικούς παράγοντες, επισκεφτήκαμε την Ριμπέρα.
Ταξιδέψαμε μέσω Ρώμης για το Παλέρμο, όπου μας περίμενε ένας έλληνας δημότης της Ριμπέρας με πούλμαν, για να μας συνοδεύσει μέχρι εκεί, μιας και είναι 2 ώρες μακριά. Η πρώτη εκδήλωση που είχαν ετοιμάσει για εμάς, πραγματοποιήθηκε αμέσως μόλις φτάσαμε, σε κέντρο της περιοχής, όπου τα μέλη της λέσχης των Λάιονς είχαν ετοιμάσει επίσημο δείπνο. Ένα καλωσόρισμα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Αν και φτάσαμε πολύ αργά το βράδυ λόγω καθυστέρησης της πτήσεως, αν και οι Σικελοί μας περίμεναν νηστικοί στο κέντρο πάνω από 2 ώρες, μόλις έφτασε το πούλμαν «παρατάχθησαν» όλοι δεξιά και αριστερά και έφτιαξαν έναν διάδρομο όπου περάσαμε ανάμεσά τους και μας χαιρέτισαν με μεγάλη εγκαρδιότητα καλοσωρίζοντάς μας στα ελληνικά. Αμέσως δε μόλις τακτοποιηθήκαμε στα τραπέζια μας η ορχήστρα τους έπαιξε τον εθνικό μας ύμνο. Ακολούθησαν οι απαραίτητοι χαιρετισμοί των δύο δημάρχων και μετά γλεντήσαμε για αρκετές ώρες με μουσική και χορούς σικελιάνικους αλλά και ελληνικούς.. Ζεστός λαός, χαρούμενος, εκδηλωτικός και αυθόρμητος, μας μετέδωσαν, αν και ήμασταν κουρασμένοι από το πολύωρο ταξίδι πολύ κέφι και μας παρέσυραν σε σισιλιάνικους ρυθμούς με μπόλικο τοπικό κρασί και νοστιμότατα φαγητά. (Αλησμόνητα θα μου μείνουν τα ριζότο τους). Συγκίνηση μας προκάλεσε η παρουσία ενός υπερήλικα της Ριμπέρα, ο οποίος ως στρατιώτης κατοχής είχε βρεθεί στη Σάμο το 1940. Χάρη στη συνδρομή του σώθηκε από την πείνα μια οικογένεια, η οποία μέχρι σήμερα του χρωστάει ευγνωμοσύνη. Ο γεράκος αυτός δεν σταμάτησε όλο το βράδυ να κλαίει από χαρά και να μας αγκαλιάζει, να τραγουδάει Θεοδωράκη και να παίζει ελληνικούς σκοπούς με μια φλογέρα… Έτσι έκλεισε η πρώτη ημέρα του ταξιδιού μας…
Attachments
-
39,6 KB Προβολές: 242
-
36,7 KB Προβολές: 206
-
159,4 KB Προβολές: 231
-
147,5 KB Προβολές: 231