Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις και να μη χορταίνεις - καινούρια
χώματα και θάλασσες και ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη
φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κ’ έπειτα να
σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα,
τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός,
να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου - τούτη η αλχημεία
της καρδιάς είναι, θαρρώ μια μεγάλη αντάξια του ανθρώπου ηδονή.
Ενα μοναχα αξιζει:Το ταξιδι!