Μόλις 30 χιλιόμετρα από τους Δελφούς και άλλα τόσα από την Αράχωβα, η Δεσφίνα δεν μπορεί παρά να «νιώθει» αδικημένη από τη λάμψη των γειτόνων της.
Στο όριο μεταξύ μεγάλου χωριού και κωμόπολης, με 1.800 μόνιμους κατοίκους, πρόκειται για μεγάλο ορεινό οικισμό ο οποίος κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων.
Αν και οι τουριστικές υποδομές δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, καθώς η Δεσφίνα βασίζεται οικονομικά στην κτηνοτροφία και στο εργοστάσιο αλουμινίου στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, το συγκεκριμένο «μειονέκτημά» της μετατρέπεται σε πλεονέκτημα για όσους λατρεύουν τους μη «προφανείς» προορισμούς.
Σε υψόμετρο 680 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Κίρφυς, στην κεντρική και αμφιθεατρική πλατεία της δεσπόζει ο μεγάλος πλάτανος, ο οποίος φυτεύθηκε το 1870 και – κατά ορισμένους – αποτελεί τη συνένωση δύο δέντρων σε ένα. Εκεί μπορεί να γευθεί κανείς χωρίς αναστολές το κοντοσούβλι – σήμα κατατεθέν της Δεσφίνας. Για τους μη χορτοφάγους συνίσταται, πλην του χοιρινού, να δοκιμάσουν και το εκλεκτό ζυγούρι της περιοχής.
Η δροσιά δεν εγκαταλείπει τη Δεσφίνα ακόμη και τις νύχτες του καλοκαιριού, οπότε… εξοπλιστείτε με ρουχισμό που καλύπτει όλο το σώμα, όποια εποχή του χρόνου και αν επιλέξετε να την επισκεφθείτε.
Οι λάτρεις της ιστορίας μπορούν να επισκεφθούν το σπίτι του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, σημαντικής μορφής του 1821 στη Στερεά Ελλάδα. Στο χωριό φιλοξενείται και η οικία του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά, ο οποίος θεωρείται εκ των σημαντικών εκπροσώπων της γενιάς του ΄30.
Σε μικρή απόσταση από τη Δεσφίνα βρίσκεται και η Παλαιά Μονή του Ιωάννη του Προδρόμου, μοναστήρι εμβληματικής θρησκευτικής και πολιτιστικής αξίας για ολόκληρη τη Ρούμελη.
Όσοι τέλος επισκεφθούν την ευρύτερη περιοχή της Δεσφίνας τους καλοκαιρινούς μήνες, μπορούν να συνδυάσουν βουνό και θάλασσα, καθώς το ομώνυμο δημοτικό διαμέρισμα διαθέτει πολλές παραλίες, οργανωμένες και μη, όπως εκείνη του Αγίου Μηνά , με το χαρακτηριστικό της άσπρο βότσαλο, καθώς και εκείνη του Βάλτου, κοντά στα σύνορα Φωκίδας – Βοιωτίας.