soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.755
- Likes
- 6.505
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Ο πρίγκιπας Γεώργιος, γεννήθηκε το 1869 και ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Στις 9 Δεκεμβρίου του 1898 διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής στην αυτόνομη Κρήτη. Εξ αιτίας όμως της δεσποτικής του διοίκησης και της αρνητικής του στάσης στο θέμα της Ένωσης συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά την επανάσταση του Θερίσου αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1906. Μετά την παραίτησή του εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, επισκεπτόταν όμως συχνά την Ελλάδα. Το 1907 παντρεύτηκε τη Μαρία Βοναπάρτη. ΄Εκαναν δύο παιδιά, τον Πέτρο, που έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ανθρωπολόγους στον κόσμο, και την Ευγενία. Ο π. Γεώργιος πέθανε το 1957 στο Παρίσι και ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόϊ.
Η σύζυγός του πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, η πριγκίπισσα της ψυχανάλυσης όπως την αποκαλούσαν στην Ευρώπη, είχε μακρινή συγγένεια με το Μέγα Ναπολέοντα. Υπήρξεμαθήτρια του Σίγκμουντ Φρόιντ, φίλη του και ευεργέτιδά του. Πληρώνοντας αρκετά λύτρα από τα εισοδήματά της κατάφερε να τον εξαγοράσει και να τον φυγαδεύσει με μυθιστορηματικό τρόπο από τους ναζί της Βιέννης τότε που κυνηγούσαν ψυχαναλυτές και Εβραίους. [1] Διέσωσε πολλά συγγράμματα και επιστολές του και χρηματοδότησε την έκδοση των απάντων του. Η ίδια δημοσίευσε πολλές μελέτες για τον ερωτισμό, τη λειτουργία του γυναικείου σώματος και της γυναικείας σκέψης. Πειραματιζόταν πάνω στον εαυτό της γιατί έπασχε από κατάθλιψη, έλλειψη αγάπης και ερωτικής ικανοποίησης. Η Μ.Β. ίδρυσε τη Γαλλική Εταιρεία Ψυχανάλυσης στο Παρίσι.
Το 1917, μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ από το θρόνου του, παρ’ ολίγο να γινόταν βασίλισσα της Ελλάδας. Αργότερα στο ημερολόγιο της έγραψε: «Αν κάτι με κάνει βασίλισσα αυτή είναι η σκέψη μου και ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο κι όχι η κορόνα που κάποιος θα μπορούσε να μου δώσει να φορέσω».[2] Η Μ.Β. υπήρξε φωτεινή διάνοια και πνεύμα ισχυρό σύμφωνα με τον Α. Εμπειρίκο που την αποκαλούσε «Η Δημοκρατική Πριγκίπισσα», «Η Δέσποινα του Οικτιρμού και του Ελέους», γιατί εκτός του Φρόιντ, κατάφερε και φυγάδευσε και πολλούς άλλους διανοούμενους της Ευρώπης από τα νύχια των ναζί άσχετα αν ήταν φίλοι της ή όχι.[3] Στην Αθήνα υποστήριξε την πρώτη ελληνική φροϋδική ψυχαναλυτική ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο Α. Εμπειρίκος και την οδήγησε στον κύκλο των καλύτερων ψυχολόγων του κόσμου. Πέθανε στη Γαλλία το 1962, αποτεφρώθηκε στη Μασσαλία και η τέφρα της μεταφέρθηκε στο Τατόι και τοποθετήθηκε στον τάφο
του συζύγου της. [4]
Η Μ.Β. το Μάιο του 1958 άφησε για λίγο το Παρίσι που ήταν το λίκνο του πολιτισμού, και μας έκανε την τιμή να επισκεφτεί το ταπεινό χωριό μας τη Σούδα, μαζί με τα δυο της παιδιά. Ας μεταφερθούμε όμως νοερά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 για να θυμηθούμε πως ζούσαμε. Η κατοχή και ο εμφύλιος δεν ήταν πολύ μακριά μας χρονικά. Μια αόρατη απειλή υψωνόταν πάνω από τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων. Το πιστοποιητικό των κοινωνικών φρονημάτων ήταν απαραίτητο σε πολλές περιπτώσεις. Ήταν δηλαδή απαραίτητος ο έλεγχος για το «τι ψηφίζεις», κάτι που αγνοούν οι σημερινοί νέοι. Οικονομικά η Ελλάδα βούλωνε τις πληγές της με τη συνδρομή της αμερικάνικης βοήθειας. Είχε καθιερωθεί από χρόνια πριν το πρωινό συσσίτιο στα σχολεία με γάλα από σκόνη, τυρί κίτρινο και ψωμί. Ήταν η εποχή του τεφτεριού και του βερεσέ από τον μπακάλη. Η εποχή του μανάβη με το γαϊδουράκι, του γανωματή, του ακονιστή, του κατσιγαρά, του παλιοσιδερά. Όλοι τους ήταν πλανόδιοι στις γειτονιές. Ο τελευταίος βέβαια υπάρχει και σήμερα αλλά τα μαζεύει τζάμπα γιατί ο κόσμος δεν καταδέχεται… Τότε όμως ήταν η χαρά εμάς παιδιών γιατί βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας πουλώντας του κομμάτια από νάρκες, βόμβες, σφαίρες, κράνη, ξίφη, τα οποία βρίσκαμε στον κάμπο της Σούδας που ήταν κατάσπαρτος από τέτοια υπολείμματα του πολέμου, συχνά πολύ επικίνδυνα. Τα πυροφίτιλα και το μπαρούτι τα μαζεύαμε, τα κλείναμε σε κονσερβοκούτια και τα χρησιμοποιούσαμε σα δυναμίτες στην καύση του Ιούδα. Το πετρογκάζ για το μαγείρεμα έμπαινε αργά-αργά στα σπίτια. Τα ψυγεία ήταν ακόμα με πάγο, όμως δεν μας περίσσευαν πολλά τρόφιμα για συντήρηση. Το γλυκό μας ήταν μια φέτα ψωμί με λάδι κι από πάνω βάζαμε ζάχαρη ή αλάτι. Αν δεν υπήρχε λάδι το στρώναμε με νερό.
Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν μπορούσε να μας στερήσει τη «Χαρά» της ξέγνοιαστης νιότης μας. Μια ευτυχία γεμάτη με τα αμέτρητα αυτοσχέδια παιχνίδια στην ύπαιθρο, τότε που όλα τα θεωρούσαμε δικά μας. Το λιμάνι, τη θάλασσα, την πλατεία με την ιστορική προβλήτα τη «Σκάλα του Τζανέτη», τα χωράφια, την αείμνηστη «χωράφα», τα περιβόλια. Εκεί, όπου μόλις έκλεινε το δημοτικό σχολείο για τις καλοκαιρινές διακοπές, πετούσαμε τα παπούτσια και τριγυρνούσαμε ξυπόλητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η επαφή με τη γη μας έδινε δυνάμεις, μας μεγάλωνε όπως τα δένδρα. Παλεύαμε μέσα στη σκόνη με το πολύτιμο πυρίτιό της, απαραίτητο συστατικό για κάθε παιδί. Δε μας εμπόδιζαν οι πετσωμένες πατούσες μας ματωμένες το βράδυ από τα αγκάθια, τα γυαλιά, τα καρφιά.
Αυτές οι συνθήκες, σε γενικές γραμμές, επικρατούσαν σε όλα τα χωριά αλλά και στις περισσότερες συνοικίες των πόλεων. Στη Σούδα όμως είχαμε κάποιες ιδιαιτερότητες. Ζούσαμε σ ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια της Μεσογείου κι όπως μας έλεγαν οι δάσκαλοι ο τόπος μας ήταν η «βιτρίνα» όχι μόνο της Κρήτης, αλλά όλης της Ελλάδας, κάτι που εμείς δεν το αντιλαμβανόμασταν τότε. Οι εντυπώσεις που αποκόμιζε ο ξένος επισκέπτης αντιπροσώπευαν όλη τη χώρα, όπως συμβαίνει συνήθως όταν επισκεπτόμαστε ένα μέρος μιας χώρας. Κυρίως ήταν η εποχή των συχνών επισκέψεων του αμερικανικού στόλου και των συμμάχων τους στο λιμάνι. Μια πλημμυρίδα από στολές με διαφορετική γλώσσα από τη δική μας απλωνόταν από το λιμάνι μέχρι τις αλυκές και τα γήπεδα για ξεμούδιασμα από τον κλειστό χώρο του πλοίου, με baseball, rugby, και μποξ σε λυόμενα ρινγκ. Μπορεί να μην είχαμε κανονική μπάλα ποδοσφαίρου, αλλά ο καθένας μας είχε γάντια, ρόπαλα και σκληρά βαριά μπαλάκια του baseball, μπάλες «πεπόνια» του rugby και γάντια του μποξ, κληροδοτήματα των Αμερικανών.
Άλλη ιδιαιτερότητα ήταν ότι: το εμπορικό-επιβατηγό λιμάνι, ο ναύσταθμός Κρήτης-η θάλασσα με τα νόστιμα ψάρια της-οι κυλινδρόμυλοι Κρήτης εγκατεστημένοι στην καρδιά του χωριού με τον τεράστιο όγκο τους, έδιναν μόνιμο μισθό στους περισσότερους κατοίκους όχι μόνο του χωριού[5] αλλά και των ευρύτερων περιοχών.
Την αξία του κόλπου της Σούδας τη γνώριζαν οι κατακτητές στο παρελθόν και τη γνωρίζουν οι φίλοι και σύμμαχοι σήμερα. Ο πρώτος Βενετσιάνος προβλεπτής στην αναφορά του στο Δόγη τον χαρακτήρισε «Οφθαλμό της Μεσογείου». Οφθαλμός στο σχήμα αλλά και στην αξία για τη Γαληνοτάτη Θαλασσοκράτειρα.
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1988 έφτασε στη Σούδα ο Πρίγκιπας Γεώργιος για να αναλάβει Ύπατος Αρμοστής στην επιτέλους Αυτόνομη Κρήτη. Οι αγώνες, οι θυσίες με τα ποτάμια αίματος δικαιώθηκαν. Άνοιξε η «πόρτα» για την πολυπόθητη Ένωση με την Ελλάδα. Οι παππούδες μας, οι προπάπποι μας, οι πολεμάρχοι και οι καπεταναίοι, ο λαός και οι επίσημοι που είχαν κατακλήσει την ιστορική πλατεία επεφύλαξαν μεγαλειώδη υποδοχή στο Γεώργιο.
Εξήντα χρόνια μετά, στις 26 Μαΐου του 1958, στη ίδια πλατεία, κάναμε την τελετή των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του πρίγκιπα Γεωργίου. Ο βασιλιάς, η βασίλισσα, πρίγκιπες, πριγκίπισσες και πολιτικοί ήταν οι επισκέπτες μας. Το μπρούτζινο άγαλμά του είχε τοποθετηθεί πριν λίγα χρόνια πάνω σ΄ ένα ψηλό βάθρο, στη νότια πλευρά της πλατείας και δίπλα στο μοναδικό τότε αμαξωτό δρόμο που ένωνε τα Χανιά με το Ρέθυμνο και την υπόλοιπη Κρήτη. Ο π. Γεώργιος με τη στολή, το ξίφος και το δίκοχο καπέλο ατένιζε ψηλά το βουνό της Μαλάξας έχοντας πίσω του τη θάλασσα και την υπόλοιπη Ελλάδα απ’ όπου ήρθε για να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ήταν έργο του γλύπτη Γιάννη Κανακάκη που δικά του έργα είναι και οι προτομές των Χ’’ Μιχάλη Γιάνναρη και Αν. Σκαλίδη στην πλατεία των Νέων Καταστημάτων στα Χανιά, ο ανδριάντας του Ι. Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο, πολλές προτομές και ανδριάντες του Ελ. Βενιζέλου και πολλά ηρώα.
Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει μέρες πριν. Μεταξύ αυτών ήταν ο καλλωπισμός των καταστημάτων, το ασβέστωμα των άκρων των πεζοδρομίων, ο καθαρισμός της πλατείας και άλλων χώρων και σε μας τα παιδιά η εντολή να προσέχουμε… Τη μέρα της τελετής μικροί μεγάλοι είχαμε καταλάβει την πρώτη θέση πάνω στις ταράτσες των σπιτιών και των καταστημάτων γύρω από την πλατεία. Στον κατάμεστο από πλήθος χώρο της βρίσκονταν οι επισκέπτες από άλλα μέρη και μαθητές του δημοτικού μας σχολείου καθώς και άλλων κοντινών χωριών κρατώντας σημαιάκια. Στην κατάλληλη θέση ήταν παρατεταγμένοι οι βρακοφόροι παλιοί Κρητικοί οπλαρχηγοί, τα στρατιωτικά αγήματα με τους αξιωματικούς μέσα σε απαστράπτουσες από γαλόνια και επωμίδες στολές, η στρατιωτική μπάντα, αγήματα από μαθητές γυμνασίων των Χανίων, όμιλος Κρητικών βρακοφόρων, το λύκειο Ελληνίδων, δημοτικοί και πολιτικοί άρχοντες.
Στη «Σκάλα του Τζανέτη» που σήμερα δεν υπάρχει και που ήταν «Τα Σκαλάκια της Εισόδου στην Κρήτη» για κάθε ξεχωριστό επισκέπτη των περασμένων εποχών, πλεύρισε η πολυτελής βενζινάκατος του βασιλικού ναυτικού. Η Μ. Βοναπάρτη, αυτή η διάσημη πνευματική προσωπικότητα, ντυμένη στα μαύρα σαν απλή γυναίκα του λαού που πενθεί το σύζυγό της ο οποίος είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, εξήλθε από τη λέμβο και ανέβηκε τα σκαλάκια συνοδευόμενη από τη βασίλισσα Φρειδερίκη και το βασιλιά Παύλο. Ακολούθησαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, και τα παιδιά της Μ.Β. Πέτρος και Ευγενία. Δύο κοπέλες με κρητική ενδυμασία προσέφεραν από μία ανθοδέσμη στην βασίλισσα της Ελλάδας και στην Μ. Βοναπάρτη.
Προχώρησαν ως την άλλη άκρη της πλατείας όπου βρισκόταν το άγαλμα μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα… Τα στρατιωτικά αγήματα παρουσίασαν όπλα, η μπάντα παιάνιζε, ο Βασιλιάς χαιρέτησε ένα-ένα τους οπλαρχηγούς πρώην συνεργάτες του π. Γεωργίου, ο κόσμος χαιρετούσε ανεμίζοντας τα σημαιάκια. Η Μαρία Βοναπάρτη πλησίασε το καλυμμένο με την ελληνική σημαία ανδριάντα του συζύγου της, την τράβηξε και έκανε τα αποκαλυπτήρια. Ακολούθησε παρέλαση μπροστά στους επισήμους από μαθητές, συλλόγους και στρατιωτικά αγήματα. [6]
Οι γιορτές τέλειωσαν και για μας τα παιδιά ήταν σα να ζωντάνεψαν τα παραμύθια που ακούγαμε από τις γιαγιάδες μας. Στη δεκαετία του 1980, όταν στα Χανιά άλλαξαν οι ονομασίες των δρόμων με τα βασιλικά και πριγκιπικά ονόματα, ξηλώσαμε και τον ανδριάντα του Αρμοστή από τη θέση του. Η πλατεία έμεινε ορφανή, χωρίς κανένα ίχνος που να θυμίζει όλα αυτά τα γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας και να ενημερώνει τους χιλιάδες επισκέπτες που φτάνουν στο λιμάνι της Σούδας είτε με τα πλοία της γραμμής είτε με τα κρουαζιερόπλοια.
Είναι ίσως λάθος μας να εξαφανίζουμε μνημεία που αποτίουν φόρο τιμής στους αγώνες του λαού για ελευθερία και όχι σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τη στιγμή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις είναι γεμάτες από αγάλματα, ανάκτορα και άλλα απομεινάρια που θυμίζουν εποχές και βασιλικές δυναστείες, τις οποίες φυσικά κανείς πολίτης δεν επιθυμεί πια.-
[1] Κινηματογραφική ταινία του 2004 : «Πριγκίπισσα Μαρία» με την Κάτριν Ντένεβ
[2] Royaltygr.blogspot.gr
[3] A. Eμπειρίκος «Μια περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως ..» σ. 205
[4] Το μοναδικό βιβλίο για τη Μ.Β. στα ελληνικά είναι αυτό της Σέλια Μπερτέν «Μαρία Βοναπάρτη η ζωή της» έκδ. Ποταμός 2008 μτφρ. Ρούλα Τσιτούρη.
[5] Η Σούδα πληθυσμιακά λεγόταν και λέγεται κωμόπολη. Εδώ τη λέμε « χωριό » γιατί το ιστορικό γεγονός συνέβη σ’ ένα μικρό κομμάτι της κοντά στη γειτονιά μας…, και η λέξη δηλώνει κάτι το «δικό μας», όπως θεωρούσαμε τον χώρο τότε.
[6] Ένα σπάνιο ντοκιμαντέρ από την τελετή εκείνη μπορείτε να δείτε στο : www.facebook.com/video/video.php?v=1512929081488. Τότε τα ντοκιματέρ μας τα έδειχναν στον κινηματογράφο πριν αρχίσει το έργο που παιζόταν. Ήταν η χωρίς TV και video εποχή…
Last edited by a moderator: